[Ι]
[..........................................................]
“Ως πότε εν τω νεκρικώ αυτώ στεφάνω
θα κείμαι! Πότε η πτωχή θα εξυπνήσω,
πότε εν σώματι τερπνώ θα ανασάνω,
κ’ εν σώματι τω βίω πρέποντι θα ζήσω,
και καταλλήλω έρωτι και ηδονή,
και καρδιών, χειλέων πάλη, πλησμονή!
Φευ, φευ,τριστάλαινα. Φευ, συμφορά δεινή!”
[...........................................................]
“Ήμην γυνή. Ω, δος μοι σχήμα γυναικός!
Έφηβον εκ του άστεος των Κορινθίων
λατρεύω. Την καλή μορφήν μου φιλικώς
απόδος· και οδήγει μ’ εις αυτόν πλησίον.”
[............................................................]
Και ότε εφαντάζετο μίαν ημέραν
ούτω, εν τοις θνητοίς είδον οι οφθαλμοί της
τον Λύκιον αγωνιζόμενον, και πέραν
πάντων το άρμα του να τρέχη. Νεαρός
Ζευς τη εφάνη, με Διός σεπτήν γαλήνην ...
Έκτοτε δε την εκυρίευσε σφοδρός
έρως. Λιποθυμούντος έρωτος γλυκύτης
κ’ επιθυμίαι εκυρίευσαν εκείνην.
[............................................................]
Το πρόσωπόν του έκρυπτε μη τύχη φίλος
και τον αναγνωρίση. Σφίγγει ερωτύλος
την χείρα της. Ότ’ αίφνης εμφανίζεται
ανήρ βραδύς το βήμα, και με δόλιον,
οξύ το βλέμμα. Έχει μιξοπόλιον
τον βοστρυχώδη πώγωνα. Γνωρίζεται
ως σοφιστής από το ένδυμά του. Είναι
η κεφαλή του φαλακρά.
Ο Λύκιος
ετάχυνε το βήμα, πλην ανοίκειος
τρόμος την Λάμιαν καταλαμβάνει. “Γύναι
φιλτάτη,” λέγει “ρίγος σε διαπερά.
Πόθεν η ταραχή αυτή η αιφνιδία;
Η χειρ σου διαλύεται.” Aλλ’ η αβρά
σύντροφος απαντά· “Κούρασις και ανία
είναι απλώς. Λύκιε, τίς ο γέρων ήτο;
Δεν δύναμαι ν’ ανακαλέσω την μορφήν του.
Εκρύπτεσο ως η ψυχή σου να εφοβείτο
να αντικρύσης την οξείαν όρασίν του.”
[ΙΙ]
[...................................................................]
”Ούτω να θριαμβεύσω διά σου ποθώ,
εν μέσω της Κορίνθου μέγα απορούσης.
Θ’ αποστομώσω τους εχθρούς μου. Θ’ ευφρανθώ
ακούων της φωνής των φίλων επαινούσης,
ενώ το άρμα μας εν μέσω των ευχών,
το άρμα το γαμήλιον των ευτυχών,
ταχύ θα τρέχη επί φαεινών τροχών.”
[.....................................................................]
“Δεν έχω φίλους, κ’ εν Κορίνθω ζω σχεδόν
άγνωστος. Των γονέων μου η κόνις κείται
εντός λαρνάκων αφανών, και εις τον ουδόν
του δώματός των του υστάτου λησμονείται
να αναφθή θυμίαμα. Η γενεά των
όλη απέθανε, κ’ εγώ η επιζώσα
παραμελώ αυτούς, υπό παθών ακράτων
κυβερνωμένη και τυφλώς σε αγαπώσα.
Ω Λύκιε, προσκάλεσ’ όσους φίλους θέλει
η νεαρά καρδία σου, αλλ’ αν σοι μέλη
περί του έρωτός μου, αν το ποθητόν
βλέμμα σου μ’ αγαπά, μη εις την τελετήν
φέρης τον Aπολλώνιον τον σοφιστήν.
Κρύψε με, Λύκιε, κρύψε με απ’ αυτόν.”
[.....................................................................]
εκτός ενός, όστις με βλέμματ’ αυστηρά
και βραδέα βήματα και σταθερά
εισήλθεν. Ην ο γέρων Aπολλώνιος.
Και εμειδία, ωσεί τάχα πρόβλημά τι
προ του οποίου εκοπίαζ’ ο δαιμόνιος
νους του, να εξηγείτο λύσει απλουστάτη
και ν’ αληθεύη αρχικόν του μάντευμά τι.
[.....................................................................]
“Φίλτατε Λύκιε, κανών τεθεσπισμένος
δεν είναι να επιβάλλεται άκλητος ξένος
και με την φορτικήν του να χαλνά μορφήν
συντρόφων νεωτέρων συναναστροφήν.
Aλλ’ απητείτο· και συγχώρει επομένως.”
[.....................................................................]
“Δεν σε ελύτρωσ’ από κάθε συμφοράν,
δια να σ’ ίδω τώρα όφεως βοράν!”
Ω της Λαμίας ήρχισεν η αγωνία!
Του σοφιστού το βλέμμα πύρινον προυχώρει,
και την διέσχιζεν ολόκληρον, ως δόρυ
διαπεραστικόν. Εν τη αδυναμία,
εν τη νεκρώσει της, εν τη φρικτή οδύνη,
την ασθενή της χείρα την λευκήν εκίνει
και τω εζήτει, τω ικέτευε σιγήν.
Aλλά ο σοφιστής το βλέμμα του ευρύνει
και “όφις! όφις!” βάλλει φοβεράν κραυγήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου