Ο Καρυωτάκης και οι Κριτικοί του
Τα 16 κείμενα που αναδημοσιεύονται για πρώτη φορά συγκεντρωμένα εδώ, αποτελούν το σύνολο των έως σήμερα γνωστών μας κρίσεων για το έργο του Καρυωτάκη, όσων δημοσιεύτηκαν (εκτός από την τελευταία) ενόσω ζούσε ο ποιητής, ακριβέστερα: κατά την αποφασιστική δημιουργική δεκαετία της σύντομης ζωής του. Δεν αποκλείεται, κατά το ίδιο διάστημα, να δημοσιεύτηκαν και άλλες, οι οποίες ακόμη λανθάνουν· ενδεικτικά αναφέρω ότι στη βιβλιογραφία των «Απάντων» του 1938 αναγράφονται μονάχα 10 (αυτές που αριθμούνται εδώ: 2, 5, 8-10 και 12-16). Ωστόσο, όσες τυχόν λείπουν δεν μπορεί να είναι πολλές και ιδίως δε μου φαίνεται πιθανό να αλλοιώσουν την εικόνα της δημόσιας κριτικής υποδοχής που αξιώθηκαν οι τρεις συλλογές του Καρυωτάκη, όταν πρωτοκυκλοφόρησαν.
Η εικόνα αυτή, νομίζω, δείχνει, πρώτα απ’ όλα, πως ο ποιητής ούτε αγνοήθηκε ούτε παραγνωρίστηκε από τους σύγχρονούς του· αξιοσημείωτη, όμως, είναι η σιωπή του Παλαμά, του Ξενόπουλου και του Φώτου Πολίτη – τουλάχιστον όσο και η σπάνια αφοσίωση του Κλέωνος Παράσχου (βλ. τους αρ. 5, 10, 11 και 13). Παράλληλα, πιστεύω, μας δείχνει την οπωσδήποτε κανονική λειτουργία – ασύγκριτα κανονικότερη απ’ ό,τι σήμερα – ενός βασικού θεσμού της λογοτεχνικής μας ζωής, που είναι η έγκαιρη κρίση εκδόσεων των νεότερων ιδίως συγγραφέων,από περιοδικά κι εφημερίδες· και εδώ δεν μπορώ να μην παρατηρήσω με καημό, ότι από τα περιοδικά αυτά, ένα εκδιδόταν στην Πόλη (αρ. 3), ένα στην Αλεξάνδρεια (αρ. 9) και ένα, γαλλικά, στο Montpellier (αρ. 16). Η ίδια εικόνα, θαρρώ, μάς φανερώνει και την ποιοτικήν επάρκεια της κριτικής αυτής λειτουργίας – άσχετα αν καμία από τις αναδημοσιευμένες κρίσεις δεν φθάνει, κατά τη γνώμη μου, την στάθμη (την αξεπέραστη έως σήμερα, άλλωστε) της πρώτης πραγματικά σύμμετρης κριτικής που γράφηκε για το «Ελεγεία και Σάτιρες»: εννοώ το δοκίμιο του Τέλλου Άγρα, που ολόκληρο πρωτοδημοσιεύθηκε το 1935 στα «Νέα Γράμματα».
***
Αντιγράφοντας τα κείμενα αυτά (και μεταφράζοντας το τελευταίο) για το αφιέρωμα της «Νέας Εστίας», έκρινα θεμιτό: να παραλείψω όσους τίτλους αποτελούνταν απλώς από τον τίτλο της κρινόμενης συλλογής· να ενοποιήσω την ορθογραφία όσων είναι γραμμένα στην δημοτική και, όπου ήταν απαραίτητο, να συγχρονίσω την στίξη· να διορθώσω σιωπηρά τα εμφανή τυπογραφικά λάθη, όχι όμως και τις τυχόν φανερές απροσεξίες του συγγραφέα. Κάθε άλλη παρέμβασή μου δηλώνεται: ή με μιαν αράδα αποσιωπητικά (= παράλειψη) ή με αγκύλες (= προσθήκη). Τέλος, έβαλα υποσημειώσεις πληροφοριακές είτε επεξηγηματικές, παντού όπου μου φάνηκαν χρειαζούμενες για τον σημερινόν αναγνώστη.
Γ.Π.ΣΑΒΒΙΔΗΣ
Αθήνα, 17 Οκτωβρίου 1971
Ι. Ο πόνος του ανθρώπου και των πραγμάτων
Μια ποιητική συλλογή (Α.Παπαδήμας, «Βωμός», 1919)
(Λέων Κουκούλας, «Πυρσός», 1919)
(Λ. Πράσινος, «Ο Λόγος», 1920)
ΙΙ. Νηπενθή
(Γ. Πώπ, Γ. Δροσίνης, Αλ. Φιλαδελφεύς, «Αθήναι», 1920)
Οι νέοι μας ποιηταί: Α', Κ.Γ.Καρυωτάκης (Κλέων Παράσχος, «Πρωτέυουσα», 1921)
(«Μούσα», 1921)
(Επιθεωρητής, «Ο Νουμάς», 1921)
(Μ. Εσπερινός, «Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου», 1922)
(Κ.Ν.Κωνσταντινίδης, «Νέα Ζωή», 1923)
ΙΙΙ. Ελεγεία και Σάτιρες
Ένας αντιπροσωπευτικός λυρικός (Κλέων Παράσχος, «Ελεύθερος Λόγος», 1928)
Δύο νέα βιβλία (Κ. Παράσχος, «Κυριακή του Ελύθερου Βήματος, 1928)
(Β. Ρώτας, «Ελληνικά Γράμματα», 1928)
(Κ. Παράσχος, «Νέα Εστία», 1928)
(Ι. Ζερβός, «Ελεύθερον Βήμα», 1928)
Ένας νέος λυρικός (Φάνης Μιχαλόπουλος, «Η Βραδυνή», 1928)
(Louis Roussel, «Libre», 1928)
Ι. Ο ΠΟΝΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ
(1919)
1. ΜΙΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ
Μια νέα ποιητική συλλογή, με τον τίτλο ο «Πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων» [sic] είδε το φως τις μέρες αυτές. Ο τραγουδιστής της κ. Καργιωτάκης [sic] πρωτοφαίνεται με 48 τετράστιχα. Και στο τραγούδι του, ζητώντας να δικαιολογήσει τον τίτλο, μιλάει για τον πόνο με κάποια ρομαντική διάθεση που, κι αν δε φαίνεται καθυστερημένη, μολαταύτα είναι επίδραση παλιάς εποχής – με στίχους σαν κι αυτούς:
Μαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροί
ελάτε στο δικό μου περιβόλι
μ’ έναν παλμό το βράδυ το βαρύ
για να το ζήσουμε όλοι.
Αντίθετα, εκεί που το τραγούδι του ξεχύνεται υμνώντας κάποιες χαρές κι η σκέψη του τρέχει σε ήμερη γλυκόθυμη διάθεση, μας δείχνεται φωτεινός, λεύτερος, δίχως το ντύσιμο της φράσης με τον φτιασιδωμένον πόνο που είναι στοιχείο μιας εποχής που παραδέρνει στους σταυρούς, στα μαρτύρια, και ρομαντισμούς που δεν α΄φηνανε να υψωθεί το πνεύμα λεύτερο και να δημιουργήσει σε καθαρό ορίζοντα. Έτσι οι στίχοι του σαν κι αυτούς:
Λέω τις ζωές που δόθηκαν στο φως
αγάπης γαλήνης κι ενώ κυλούν
σαν ποταμάκια κλπ.
Μας δίνουνε ως τη στιγμή έναν τραγουδιστήν που μπορεί να προσφέρει κάτι τι άρτιο, σε αγαθές στιγμές δουλεύοντας μ’ αξιοσύνη το στίχο.
Α. Π[απαδήμας]
«Βωμός», Α’ 10, 15 Μαρτίου 1919, σελ.123
2.
Ένα τυπογραφικό φύλλο, με δέκα όλα-όλα τραγούδια που μαρτυράνε ένα ξεχωριστό ποιητικό ταλέντο και μια ευγενικιά εσωτερική διάθεση. Τα τραγούδια «Θάνατοι», «Ζωές», «Αγάπη» κι άλλοι σκόρπιοι στίχοι από τη σειρά του Κ.Γ.Καρυωτάκη, είναι μια εγγύηση για το σήμερα και μια υπόσχεση για την καλή εξέλιξη του ποιητή – αν, εννοείται, θελήσει να μείνει συνεπής στον εαυτό του και δεν παρασυρθεί αργότερα από διάφορες μόδες της εποχής. Ο κ. Κ.Γ.Καρυωτάκης, μ’ όλο που παρουσιάζεται για πρώτη φορά, δείχνει ακόμα πως ξέρει καλά το μεταχείρισμα του στίχου,σε τρόπο που η μορφή να μη φαίνεται στα τραγούδια του σαν προσπάθεια τεχνική, μα σαν φυσικό του χάρισμα.
[Λέων Κουκούλας]1
«Πυρσός», Μάρτης-Απρίλης 1919, σελ. 133-134
1. Η απόδοση του ανυπόγραφου αυτού σημειώματος στον Λ.Κουκούλα, οφείλεται στον κ. ΠΜαρκάκη και βασίζεται σε προφορική ανακοίνωση του Κουκούλα.
3.
Συμπαθητική η ποίηση του κ. Καρυωτάκη, κομψή και συχνά αριστοκράτισσα στον πόνο που ψάλλει. Μα μου φαίνεται ότι, εκτός από ένα ή δύο κομμάτια, η συλλογή του δεν αντιπροσωπεύει, αυτήνα τη στιγμή πια, το τάλαντο του συγγραφέα της, τουλάχιστο στη σημερινή του ανάπτυξη και στο μέστωμά του. Γιατί είδαμε ποιήματα του κ.Καρυωτάκη, χωρίς άλλο νεώτερα, πολύ ανώτερα απ’ όσα είναι μαζεμένα στο λιγοσέλιδο βιβλίο που αναγγέλουμε, κι αυτό μας κάνει να υποθέτουμε ότι τα τελευταία τούτα είναι πολύ αρχαιότερα, ίσως από τα πρώτα που έγραψε ο ποιητής, αν εξαιρέσουμε το κομμάτι «Θάνατοι» το οποίο χρησιμεύει σαν ένας πρόλογος στη συλλογή. Επιφυλάσσομαι να μιλήσω αργότερα για το ποιητικό έργο του κ. Καρυωτάκη, το οποίο αξίζει να διακριθεί περισσότερο από πολλά άλλα που κάμουν πολύ άλλά μάταιο θόρυβο και θα ξεχασθούν σαν κάτι κούφιες μόδες, που φτάνουν λίγα χρόνια για να τις μεταβάλουν σε ανεξήγητες γελοιογραφίες. Η μελαγχολία του κ. Καρυωτάκη δεν πέφτει ποτέ στη μονοτονία, πράγμα όχι εύκολο και είναι, δυσικά, πράγμα σπάνιο. Δεν είμαι απ’ εκείνους που θα τον ρωτήσει γιατί κλαίει, γιατί μόνο κλαίει. Αυτή είναι η ιδιοσυγκρασία του, έτσι βλέπει τη ζωή, και κάνει πολύ καλά να μην θέλει να τη βλέπει με τα μάτια των άλλων. Εδιάβασα ποιήματά του που δεν θα δίσταζα διόλου να τα βάζω πλάι με τα καλύτερα που έχω διαβάσει. Αναφέρω τον «Ύπνο» που δημοσιεύθηκε στον αρ.3 της δεύτερης χρονιάς του «Λόγου». Λυπούμαι πολύ αν δεν παρατηρήθηκε αρκετά και από άλλους η κλασική απλότητα, η περίσσια ειδυλλιακή χάρη, η λεπτότατη θλίψη, και το σπάνιο αίσθημα της αξίας του ρυθμού, που φαίνονται στο κομμάτι τούτο. Ο κ.Καρυωτάκης εξελίσσεται γλήγορα, και τολμούμε να πούμε πως είναι ένα όνομα που θα ζήσει. Πολλά σημάδια μας το δείχνουνε.
Λ.Π[ράσινος]
«Ο Λόγος» (Πόλης), Γ’, 1, Νοέμβρης 1920, σελ. 46
ΙΙ. ΝΗΠΕΝΘΗ
(1921)
4.
Άλλη συλλογή είναι η φέρουσα την επιγραφήν «Τα τραγούδια της Πατρίδας».1
Η λυρική αυτή συλλογή διαπνέεται από την αγάπην προς την γενέτειραν γην, προς τα ξενιτευόμενα αυτής τέκνα, προς τας αγνάς παραδόσεις τους ελληνικού κόσμου, του οποίου παρακολουθεί τας χαράς και τα πένθη. «Τα τραγούδια της Πατρίδας», απομακρυνόμενα της συνήθους πατριδοκαπηλείας, είναι μια ευγενής εκδήλωσις ποιητικής ψυχής. Ο ποιητής δεν κατόρθωσεν ακόμη να συλλάβη την τέλειαν μορφήν του ποιητικού λόγο και ευρίσκεται εις το στάδιον των προσπαθειών. Ακριβώς διά τούτο είναι άξιος πάσης ενθαρρύνσεως.
Εντούτοις ο ποιητής διέπραξε και ένα μέγα ατόπημα. Εις την συλλογήν του παρενέβαλε και ποίημα του Μέτερλιγκ ως ιδίαν έμπνευσιν. Είναι το υπό τον τίτλον «Μοναξιά».2 Δεν υποθέτομεν να έπραξε τούτο ούτε ποιητική αδεία ούτε διότι δεν είχε ψηφισθεί ακόμη ο νόμος της προστασίας της ξένης πνευματικής ιδιοκτησίας. Η επιτροπή φρονεί ότι μάλλον ηθέλησε να γνωρίση αν οι κρίνοντες δύνανται να διακρίνωσι το επιχώριον του οθνείου. Αναλαμβάνομεν, βλέπετε, και αυτήν ακόμη την συνηγορίαν του, διότι έχομεν ενώπιον μας ένα ποιητήν έχοντα ιδίαν φυσιογνωμίαν. Είναι ελληνικώτερος και απλούστερος πολλών άλλων. Η μέθοδος άλλωστε αυτή της αποστολής και ολόκληρων ακόμη έργων ξένων ως ιδίων, δια να τίθεται εις δυσχέρειαν η εκάστοτε κριτική επιτροπή, είναι παλαιά. Είναι μάλιστα και μονοπωλιακώς προϊόν της ελληνικής φιλοπαιγμοσύνης.
.................................................................
Αλλ’ ο ιδικός μας ποιητής των «Τραγουδιών της Πατρίδας» δεν είναι καμμία ανάγκη να γίνει ο κολοιός του μύθου, δια να εμφανισθή ευπροσωπότερος. Αφού εμφανίζεται ελληνικώτατος την έμπνευσιν. Όχι μόνον τα μεστά νοσταλγικής διαθέσεως ποιήματά του παρέχουσι την εντύπωσιν αυτήν, αλλά και εν ποίημα του προς τον αδελφό του ενθυμίζει τας ελληνικάς διαθέσεις και της ελληνικής δημοτικής ποιήσεως την γλυκιάν στοργήν προς τον αδελφόν [= «Του αδελφού μου»]. Άς μοι επιτραπή να αναγνώσω εκ της όλης συλλογής το ποιήμα τούτο...
Γ.Πώπ, Γ.Δροσίνης, Αλ.Φιλαδελφεύς
Κρίση του Φιλαδέλφειου Ποιητικού Αγώνος, εφ. «Αθήναι», 4 και 5 Ιουνίου 1920
1. Με τον τίτλον αυτόν ο Καρυωτάκης είχε υποβάλει στον Φιλαδέλφειο Διαγωνισμό μια συλλογή ad hoc, η οποιά πιθανότατα περιείχε τουλάχιστον οκτώ από τα ποιήματα που εξέδωσε σε τόμο ένα χρόνο αργότερα· μπορεί λοιπόν η ανέκδοτη εκείνη συλλογή να θεωρηθεί ως μια πρώτη μόρφη των «Νηπενθών» -- τα οποία, σημειωτέον, κυκλοφόρησαν με υπότιτλο: «Ποιήματα βραβευμένα στο Φιλαδέλφειο Διαγωνισμό».
2. Ο Καρυωτάκης αρνήθηκε ευθύς την, ασύστατη άλλωστε, κατηγορία.
6.
Λάβαμε τα βραβευμένα στο «Φιλαδέλφειο Ποιητικό Διαγωνισμό» ποιήματα του νέου ποιητή κ. Κ.Καρυωτάκη, που είναι γνωστός στους αναγνώστες της «Μούσας» από λίγα τραγούδια του που δημοσιεύτηκαν σε προηγούμενα φύλλα (11, 13 και 14).
Οι στίχοι που κλείνει η αρκετά κομψοτυπωμένη συλλογή του δεν είναι πολλοί, μα αληθινά όλοι διαλεχτοί, προδίνοντας πως ο ποιητής τους είναι προικισμένος με μια απατηλή και μελαγχολική συναισθηματικότητα, ποτισμένη με τη χάρη ενός Verlaine, την απαλότητα ενός Samain, την τέχνη ενός Baudelaire και, καμιά φορά, τον μυστικισμό ενός Maeterlinkck:
Τι να 'φταιξα και ασπρίζουν στο τρισκόταδο,
σαν τάφοι, τ' αδειανά σας τα κρεβάτια;
Ποτέ του γυρισμού το γλυκοτράγουδο,
ποτέ δεν θα το πουν τα σκαλοπάτια;
Πώς ξεχειλά σα δάκρυον, αδερφούλες μου,
η αγάπη στα μεγάλα μου τα μάτια!
«Οι στίχοι μου», «Γυρισμός», «Δον Κιχώτες», «Ποιητές», «Χαρά», «Σε παλαιό συμφοιτητή», «Γραφιά», «Αθήνα», «Πάρε τα δώρα», «Μόνο», «Η ψυχή μου», «Ύπνος», «Αφιέρωμα», «Του αδερφού μου», είναι τα τραγούδια μιας ντελικάτης και ραφιναρισμένης ψυχής, ανοιχτής στη φιλία, στον ευγενικά απαλόν έρωτα, στην αδερφική αγάπη, στη φυσιολατρεία.
Κατώτερη είναι μια μπαλάντα [στους άδοξους ποιητές των αιώνων], γραμμένη στην παλιά γαλλική στιχουργκή φόρμα, η μορφική δηλαδή ballade με το τετράστιχο «envoi» της, με τους σκληρούς και καταθλιπτικούς της στιχουργικούς νόμους, που μόνο ως στιχουργικό πείραμα σε λαφριά θέματα μπορεί να σταθεί, όσο κι αν από τραντισιονιστική [= παραδοσιολατρική] μανία θέλησαν να την μεταχειριστούν μερικοί γάλλοι ακαδημαϊκοί.
Γενικά, τελειώνοντας την από έλλειψη χώρου σύντομη και περιληπτική κρίση μας για τα «Νηπενθή», παρατηρούμε πως ίσως φέτος μόνο, ύστερα από αρκετόν καιρόν, οι κ.κ. κριτές του Φιλαδελφείου δε γελάστηκαν στη σοφή τους κρίση.
«Μούσα», Β', 15,, Οκτώβρης 1921, σελ. 47
7.
Τα «Νηπενθή», συλλογή ποιητική του κ. Καρυωτάκη που βραβεύτηκε στον περσινό Φιλαδέλφειο αγώνα. Ο νέος ποιητήςέχει αναμφισβήτητο ταλέντο, και οι στίχοι του πολλές φορές μας αφήνουνε κάποιαν αρμονική αίστηση. Προσπαθεί να μεταχειρίζεται τα θέματά του με φινέτσα, μα συχνά του ξεφεύγει το απαιτούμενο βάθος στο νόημα. Κι όμως πολλά τραγούδα του ξεχωρίζουνε για τη γενικότερη αξία τους:
Χαρά! Η χαρά! Στα νέα χαρά
παιδιά! Τραβούνε -- ωραίοι
μαύροι ληστές -- την κόρη ζωή
δεμένη ν' αγαπήσουν.
Μα το βιβλίο σου ολάνοιχτο
στα φύλλα του αύρα πνέει,
τρελέ, τρελέ, που εγέρασες
και νέος ποτέ δεν ήσουν.
Ο ποιητής βραβεύτηκε και στον προπέρσινο διαγωνισμό του «Νουμά» για τα παιδιάτικα τραγούδια.
Επιθεωρητής [= Ρήγας Γκόλφης;]
«Ο Νουμάς», ΙΗ', 746, 10 του Οχτώβρη 1921, σελ. 105
8.
...........................................................
Ο ομηρικός ήρωας ήταν υπερήφανος για τον εχθρό που είχε αντίκρυ του ν' αντιπαλέψει σώμα με σώμα· θα ήταν κανείς παρόμοια υπερήφανος για έναν ποιητή σαν τον παραπάνω [= τον Γ. Δελή]· δεν μπορεί, βέβαια, να είναι το ίδιο και για τον κ. Καρυωτάκη, που είναι ακόμη πολύ νέος, αν και επανειλημμένως [!] στεφανωμένος απ' τον Φιλαδέλφειο Ποιητικό Διαγωνισμό. Ας μας απιτρέψει να κοιτάξωμε, ύστερα από τον «πόνο των Ανθρώπων και των Πραγμάτων» [sic], τα καινούρια του «Νηπενθή» με μάτι πιότερο συναδελφικό... («Πληγωμένος Θεός» [sic], «Η σκιά των Ωρών...» μα γιατί τόση πόζα;).
Επίδραση της ξένης ποίησης («Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων», «Δον Κιχώτες») και της ελληνικής επτανησιακής («Πολύμνια»):
Ψεύτικα αισθήματα
ψεύτη του κόσμου!
Μα το παράξενο
φως του έρωτός μου
φέγγει στου σκότεινου
δρόμου την άκρη...
Σάμπως να λιώνουνε
χέρια κερένια...
Κάποια μεσάνυχτα
θα σε αγαπήσω,
Μούσα.
Από κάποιες άλλες προσπάθειες ,που ζήτησαν ν' ανέβουν στην κορυφή του Σολωμού από άλλο δρόμο, του κ. Καρυωτάκη η προσπάθεια είναι αποτελεσματικότερη.
Η Μούσα του κ. Καρυωτάκη έχει το βλέμμα να «λάμπει από την ασθένεια». Δεν είναι η Muse malade του Baudelaire: είναι η Μούσα σε εμφάνιση σολωμικής Μοναχής· η transformation [= μεταμόρφωση] είναι πολύ επιτυχημένη, μέσα σε μια σύγχρονη μυστικοπαθή ατμόσφαιρα. Μες στα νερά των ματιών της Μούσας του, ο ποιητής θα βρει τη «βασίλισσα λέξη του κόσμου». Αν η Έκφραση είναι το κυριότερο προσόν της τέχνης, το γνώρισμα δηλαδή του ασυνείδητου εαυτού μας που θέλει να πάρει έκφραση -- τότε αυτή η φράση του κ. Καρυωτάκη είναι αλήθεια αριστούργημα.
Οι άδοξοι ποιητές των αιώνων εμπνέουν στον ποιητή μια παρόμοια άδοξη μπαλάντα.
Κάνε τον πόνο σου άρπα...
Μη δέσεις την πληγή σου
παρά με ροδοκλώνια...
μας ορμηνεύει ο ποιητής στην «Ευγένεια»· μα όμως ο ίδιος αμέσως δίνει το κακό παράδειγμα:
Κλότσα (!) τις μέρες σου όντας
θα σου 'ναι πανηγύρι.
Μπορούσε να δώσει το ωραίο νόημα και με πιο κατάληλλη λέξη.
Το ωραιότερο ποίημα της συλλογής του κ. Καρυωτάκη είναι αναμφίβολα οι «Δον Κιχώτες»,που στην «άκρη του κονταριού (τους) εκρέμασαν σημαία τους την ιδέα», κατά το υπόδειγμα του ισπανού ιππότη· μα ο ποιητής των «Νηπενθών» τους είδε αυτούς τους Ανταίους της η θ ι κ ή ς μ υ θ ο λ ο γ ί α ς («Πάπισσα Ιωάννα»), τους είδε
άναντρα να πεζέψουνε και, με πικρήν ανέσα,
με μάτια ογρά, τις χίμαιρες ν' απαρνηθούν τις πρώτες.
Ο κ. Καρυωτάκης, μ' όλη του τη νιότη, είναι αντιπροσωπευτικότερος από τον κ. Δελή σ' αυτό το σημείο· είναι άνθρωπος της εποχής του, της εποχής που δοκιμάσθηκαν και πετάχτηκαν στην άκρη τόσες ηθικές αξίες και τόσα ιδανικά, που ξεσκίστηκαν οι φαντασμαγορίες των ιδεών και των οραμάτων, και παρουσιάστηκαν τα πρόστυχα, τα φτωχά, τα απελπισμένα π α ρ α σ κ ή ν ι α.
Μ. Εσπερινός [= Τέλλος Άγρας]1
«Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου», 10 (1922), σελ. 252-254
1. Η ταύτιση οφείλεται στον κ. Κώσυα Στεργιόπουλο και στηρίζεται σε στοιχεία από το αρχείο του Άγρα.
9.
Η ποίηση του Καρυωτάκη με θέλγει. Είν' από τις σ υ μ π ά θ ε ι έ ς μου, όχι βέβαια για λόγους προσωπικούς -- αφού δε γνωρίζω από κοντά τον δημιουργό της -- μα γιατί παρουσιάζει μπόλικα τα στοιχεία της ομορφιάς και μπορεί να με συγκινεί.
Ευγενικιά στην έμπνευση, διαυγής στο νόημα, σεμνή στο ρυθμό, αυστηρή στην αρμονία («Γέλιο των θεών, Σαρωνικέ»), χαριτωμένη στην εικόνα («φιλί φωτός και σκάει το πρωταστέρι»), συγκραημένη στη θλίψη, ανεπιτήδευτη στη χαρά.
Η μελαγχολία του Καρυωτάκη, λες και γεννιέται σε μια λιόλουστη γεναριάτικη μέρα, για να σβήσει στο πρώτο τρυφερόλογο της αγάπης ή στο ξαφνικό άκουσμα γλυκιάς μουσικής. Μια λύπη που έχει τη συναίσθηση, μπορούμε να πούμε, της προσωρινότητός της, που φαίνεται σα στενοχωρεμένη κάτω απ' το μαύρο της πέπλο:
Η σκέψη μου νοσταλγικά ενυχτώθη
στον κηπο, στη λιμνούλα και στη σέρα,
που εσβήνανε τριαντάφυλλα σαν πόθοι
κ' επέθαινε στα τζάμια πάνω η μέρα.
Μα ο ποιητής είναι νέος, και στ' αγκάλιασμά του τ' ορμητικό και σφιχτό με τη ζωή, η λύρα του βγάζει νότες ηδονιστικής αγαλλίασης:
Πια δεν πονώ μήτε την ανεμώνη
στη γη η ερωτοπάλη που τη λιώνει
καθώς ορμάω για να σου πιω τα χείλη
-- κι ενός ύμνου θερμού στην αττική φύση που του δυναμώνει το σφρίγος και του πλουτίζει τη φαντασία:
Άσωτο φτάνω εγώ παιδί σε σας, να λυγιστώ
στην αύρα σα λουλούδι,
χώμα, ουρανέ και θάλασσα της Ατιικής, που σας χρωστώ
τα πάντα, το τραγούδι.
Ο Καρυωτάκης βρήκε το δρόμο του. Ύστερ' από μερικές ωραίες περιπλανήσεις στα, όχι δίχως θέλγητρα, τοπία του συμβολισμούκαι του ρομαντισμού, σταμάτησε στο διαλεχτό περιβόλι του νεοκλασικισμού, όπου και καλλιεργεί μ' επιτυχία τα ποιητικά ρόδα. Είν' από τους πολύ λίγους -- τι κρίμα! -- Ν έ ο υ ς μας που αποτελούν ξεχωριστή φυσιογνωμία κ' υπόσχονται σοβαρή μελλοντικήν εργασία.
Κ.Ν.Κωνσταντινίδης
«Νέα Ζωή» (Αλεξάνδρειας), ΧΙ, 3, 30 Απριλίου 1923, σελ. 367-368
ΙΙΙ. ΕΛΕΓΕΙΑ ΚΑΙ ΣΑΤΙΡΕΣ
(1927)
11. ΔΥΟ ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ
...................................................
Αν ο κ. Μαμμέλης αντλεί όλη σχεδόν την έμπνευσή του από την πίστη ή έστω και από τη διάθεση για πίστη, ο Κώστας Καρυωτάκης στη νεόβγαλτη συλλογή του «Ελεγεία και Σάτιρες» (όπως και στις προηγούμενες συλλογές του άλλωστε) δεν τροφοδοτεί την ποίησή του παρά μόνο απ' την απιστία. Απιστία απόλυτη, απελπισμένη, που δεν βρίσκει πουθενα΄να στηριχθεί και η οποία ωθεί τον ποιητή, τυφλά, μοιράια, παθητικά, σαν σε μόνο λιμάνι σωτηρίας προς το θάνατο:
Φύγε, η καρδιά μου νοσταλγεί την άπειρη γαλήνη!
Ταράζει και η ανάσα σου τα μαύρα της Στυγός
νερά, που με πηγαίνουν, όπως είμαι ναυαγός,
εκεί, στο απόλυτο Μηδέν, στην Απεραντοσύνη.
Στον έρωτα, στην τέχνη, στη φύση, ή δεν βρίσκει καθόλου ή βρίσκει πολύ λίγη παρηγοριά, μικρή, εφήμερη και που κάνει ίσως τραγικότερο το μοιραίο ξαναπέσιμο του στην άβυσσο.
Πώς να βρούμε παρηγοριά στη φύση, αφού δεν συμπονεί τη δυστυχία μας και αφού δε μας γεννά παρά για να μας αφανίσει στο απέραντο χωνευτήρι της; «Με ονομάζουν μητέρα», λέγει σ' έναν περίφημο στίχο του ο Alfred de Vigny, «και είμαι ένας τάφος». Το ίδιο για τη «μητέρα φύση», που δεν είναι πράγματι παρά μητρυιά, θα μπορούσε να επαναλάβει και ο Καρυωτάκης. Στον πλήρη, στον απελπισμένο αυτόν νιχιλισμό, τι ν' αντιτάξουμε; Την τέχνη; Μα οι ικανοποιήσεις που δίνει φτάνουν πάντοτε αργά, σπάνια είναι πλήρεις, και πάντα τις πληρώνουμε με το αίμα μας:
Μόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοι,
δέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε, καθώς
τα περιστέρια που σκορπούν οι ναυαγοί στην τύχη,
κι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός.
Και ο έρως; Είναι αρκετός για να τον αντιτάξουμε στην τραγικότητα της ζωής; Ο Καρυωτάκης δεν το πιστεύει.
Δεν το πιστεύει, ίσως γιατί γ' αυτόν ο έρως είναι μόνο το πάθος, και πάθος δεν υπάρχει,ή μάλλον δεν βρίσκει στην εποχή μας. Το ίνδαλμα του μόνον γνωρίζουμε. Άλλωστε οι γυναίκες -- οι σημερινές τουλάχιστον -- είναι ανίκανες (υπάρχουν βέβαια και εξαιρέσεις) να εμπνεύσουν δυνατούς έρωτες. «Ανυποψίαστα, μηδενικά πλάσματα» (αλλά «και γι' αυτό προνομιούχα») «στα χείλη μόνο έχουν τις λέξεις των παθών» και ένα μονάχα όνειρο: «τον αγαθόν άντρα και τα νόμιμα κρεβάτια».
Μόνο, λοιπόν, καταφύγιο μένει ο θάνατος, και μόνο όπλο κατά της χωής, όσο ζούμε, και μόνη ανακούφιση, η ειρωνία. Ο Καρυωτάκης ειρωνεύεται τύπους, πράγματα, καταστάσεις, ό,τι ξυπνά την οργή, τον οίκτο του, την αηδία του. Αλλ' η ειρωνία του είναι πάντα λυρική, συνυφασμένη με το άτομό του και συγκερασμένη μ' ένα πικρό χιούμορ. Κάτω απ΄το γέλιο του μαντεύει κανείς τη σύσπαση του πόνου, η ειρωνεία του δεν είναι παρά ένα πνιγμένος λυγμός. Και το γνώρισμα αυτό είναι ό,τι περισσότερο τον χαρακτηρίζει, και ως σατιρικόν και λυρικόν ποιητή, εκείνο που δίνει τόση οξύτητα και τόσο βαθύ μοντέρνο τονο στο νέο του βιβλίο.
Δεν είναι, όμως, το πικρό χιούμορ μόνο, ο «κλαυσίγελως», πουκάνει τόσο μοντέρνον, τόσο ποτισμένον από το σύγχρονο πνεύμα τον κ. Καρυωτάκη. Είναι και άλλα στοιχεία και άλλα γνωρίσματα, τόσον ουσιαστικά όσον και μορφικά. Η όλη του εν γένει αίσθησις είναι εντελώς μοντέρνα, όπως επίσης και ο τρόπος που συλλαμβάνει τα θέματά του, και τ' αναπτύσσει. Είναι πυκνός, ελλειπτικός, κάποτε, και σχεδόν πάντοτε μουσικός. Δεν περιγράφει, υποβάλλει, και δεν εκφράζει τόσο αισθήματα, όσο συναισθηματικές καταστάσεις με ό,τι λεπτό και φευγαλέο έχουν. Αλλά και οι πεζολογικές λέξεις που επίτηδες κάπου-κάπου μεταχειρίζεται, και οι αντικανονικές του τομές, και η προσπάθειά του να πραγματοποιεί εσωτερικές μάλλον παρά εξωτερικές αρμονίες, και η όλη εν γένει ρυθμική και μετρική σύσταση του στίχου του, δείχνουν ότι ο κ. Καρυωτάκης είναι ένας γνήσιος άνθρωπος του καιρού του. Και αυτό είναι το μεγαλύτερό του προτέρημα.
Κ[λέων] Παράσχος
«Κυριακή του Ελεύθερου Βήματος», 15 Ιανουαρίου 1928
12.
Μελαγχολικό παιδί ο Καρυωτάκης, μα τον είχα συμπαθήσει από την πρώτη φορά που παρουσιάστηκε με τον «Πόνο του Ανθρώπου και των Πραγμάτων». Αγκαλά φτωχικιά τότε και δειλή, όμως έδειχνε ευγένεια και σεμνότητα η θλιμμένη του εμφάνιση, όσο κι αν η θλίψη του φαινότανε τεχνητή, έτσι σαν από παιδιάτικη μίμηση. Μα ήταν παιδί.
Στο δέυτερο βιβλίο του «Νηπενθή», η μελαγχολία, το λουλούδι που διάλεξε να καλλιεργήσει στο περιβόλι της καρδιάς του, είχε ριζώσει και φουντώσει. Μιλούσε κει για «χαμούς της νιότης», για «γεράματα», για τη ζωή πως είναι «φέρετρο», για «απέραντη πικρία». Κανείς δεν τον πίστευε, ωστόσο ο τρόπος που θρηνολογούσε είχε τη νοστιμάδα του, σαν το αναφιλητό που πιάνει γι' ασήμαντη αφορμή ένα μωρό παιδί.
Και να, τώρα, με το «Ελεγεία και Σάτιρες», που τα πράματα έχουν σοβαρέψει. Σαν τους σπανούς, που ανάστημα ρίχνουν αλλά γένια δε βγάζουν, έτσι και ο Καρυωτάκης, ενώ δείχνει πως μεγάλωσε με την αυγενικότερη, λεπτότερη, θαρρετότερη, εφευρετικότερη τεχνική του, ωστόσο απόμεινε μελαγχολικός. Ο «πόνος» τού 'χει γίνει τώρα τρόπος ζωής. Η μελαγχολία του έχει τώρα και τις αφορμές της, κι ας είναι αυτές οι συνηθισμένες αφορμές που κάνουν έναν «ποιητή» να πονεί, γιατί τα βλέπει όλα μαύρα, μια και δεν τα βρίσκει όλα στη ζωή όπως αυτός τα ονειρεύεται, γιατί, αντίς να δρέπει άνθη και να τα προσφέρει στην «εκείνην», είναι αναγκασμένος να δουλεέυει και να κάνει παρέα με ανθρώπους αγροίκους, σκληρούς και βλάκες. Μαραχώνει, απογοητευμένος από τη ζωή που φεύγει, παράκαιρα, δίχως χαρά ή λύπη, δίχως ικανοποίηση, τσακίζεται και τα ρίχνει τ' άρματα:
Ρίξε το όπλο και σωριάσου πρηνής,
όταν ακούσεις ανθρώπους.
Είναι τρομερό. Πρέπει στ' αλήθεια να υποφέρει, για να βλαστημάει έτσι. Τρομερό, γιατί το σημείο αυτό δεν τον εκατάντησε μια καταστροφή, μια συμφορά, ένα αγιάτρευτο χτύπημα. Τέτοιο πράγμα δεν φαίνεται από τους στίχους του. Αλλά είναι το φριχτό αποτέλεσμα της μελαγχολίας, που την εσυνήθισε στην αρχή, όπως συνηθίζει κανείς το τσιγάρο, και τώρα τον εκυρίεψε, του 'διωξε κάθε άλλη ευχαρίστηση, του 'γινε εγωπάθεια. Κ' επειδής η εγωπάθεια αυτή είναι ένα γενικότερο φιανόμενο στον τόπο μας, που βρήκε ίσως στον Καρυωτάκη την καλύτερή του έκφραση, θα προσπαθήσω να το περιγράψω εδώ, εξετάζοντας λεπτομερέστερα τη νέα αυτή ποιητική συλλογή του μελαγχολικού ποιητή.
Η συλλογή χωρίζεται: στα «Ελεγεία», πρώτη και δέυτερη σειρά, στην «Ηρωική Τριλογία», στις «Σάτιρες» και στις «Μεταφράσεις». Έξω από την «Ηρωική Τριλογία» -- που είναι τρία σονέτα σε πεντασύλλαβους, δείγματα δεξιοτεχνίας, τρεις εικόνες ηρωικές, επιγραμματικές: «Διάκος», «Κανάρης», «Μπάιρον» -- όλα τ' άλλα τα 'χει γεννήσει αυτή η μελαγχολία που είπαμε, ακόμα και τις «μεταφράσεις», όπου έχει διαλέξει (και μεταφράσει πολύ πετυχημένα) ορισμένα μ ε λ α γ χ ο λ ι κ ά ποιήματα από ορισμένους γάλλους και γερμανούς μ ε λ α γ χ ο λ ι κ ο ύ ς ποιητές.
Το πρώτο ποίημα της συλλογής δείχνει τον τόνο που θ' ακολουθήσουν όλα τ' άλλα (σημειώνω με αραιά στοιχεία κάθε τι που μου φαίνεται υπερβολικό σε έκφραση ή γλωσσικό και γραμματικό τύπο):
Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύση
και τον ζητούν τα π ο ρ φ υ ρ ά στόματα των ανθών.
Αν έρθει πάλιν η άνοιξη, πάλι θα μας αφήσει,
κι ύστερα παι μήτε σκιές δεν ε ί μ ε θ α σκιών.
Το θάνατό μας καρτερεί το λαμπρό φως του η λ ί ο υ.
Τέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική,
κι ύστερα φεύγομεν από τα βράδια του Α π ρ ι λ ί ο υ,
στα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κει.
Μόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοι,
δέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε, καθώς
τα περιστέρια που σ κ ο ρ π ο ύ ν οι ναυαγοί στην τύχη,
κι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός.
Βλέπετε πως ο εαυτός μας έφτασε στο σημείο να φοβάται πια και τα λουλούδια και τον ήλιο. Εκείνο το «χρειάζεται» δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι η στάση των λουλουδιών, του ήλιου και της άμετρης γύρω φύσης είναι απέναντι μας εχθρική. Ο ποιητής, σαν αγρίμι κυνηγημένο, έχει μουλώξει και φοβάται ως και τον ίσκιο του, έχει σφαλίσει το είναι του σαν το στρείδι και δεν ανοίγει με κανέναν τρόπο. Μόνον έτσι εξηγείται το πεισματικό αυτό κρέμασμα των μούτρων, αυτή η απελπισμένη ρούτζα ενός παιδιού παραχαϊδεμένου, που από εγωπάθεια ακατάντησε ένας ανυπόφορος, ιδιότροπος, νευρικός και γκρινιάρης, αφημένος στο πάθος του τόσο που να μην μπορεί να ιδή πόσο ψεύτικο είναι, και να φντάζεται πως ήλιος και λουλούδια περιμένουν τι και πώς, χ ρ ε ι α ζ ο ν τ α ι, το θάνατό του. Ο άνθρωπος υποφέρει σαν κανένας υποχονδριακός. Και δεν είναι μόνον τεχνικός ο λόγος που ο ποιητής διαλέγει κι από τη δημοτική κι από την καθαρεύουσα τις λέξεις του και τους γραμματικούς του τύπους. Είναι παραξενιά του, κούραση και βριεστημάρα.
Ωστόσο με τέτοιους στίχους εξακολουθεί ο ποιητής να δίνει όλες τις αποχρώσεις της μελαγχολίας του. Κάποια ευτυχισμένη στιγμή (ερωτική, τι άλλο;), που πέρασε για πάντα, αναλαμβάνει να δώσει μια πραγματικότερη αφορμή, δίχως όμως να επιμένει και πολύ, χάνεται αμέσως. Τίποτα, η λύπη είναι suis generis, δίχως αφορμή καμία. Τα «αιώνια θλίψη», «αιώνια πληγή», «άρρωστο κορμί» και τα τέτοια, δε σημαίνουν πως τον τρώει τον ποιητή μας καμιά αρρώστια αγιάτρευτη. Σε μια στιγμή τ' ομολογεί και ο ίδιος:
...και ρωτιόμαστε τ ι ν α ' χ ο υ μ ε, τ ι ν α ' χ ω,
που σβήνουμε όλοι, φεύουμ' έτσι νέοι, σχεδόν παιδιά!
-δείτε υπερβολή μια φορά:
Τώρα τα χείλη μου διψούν το φίλημα της μάνας,
της μάνας γης, και ανοίγονται στο γέλιο των αιώνων.
Τα «απόλυτο Μηδέν», «απεραντοσύνη», «καθώς βαδίζω μια σκια μ' ακολουθεί από πανω», είναι μονάχα κόλπα για να θρέψουν και συντηρήσουν μια μελαγχολία καθάρια ποιητική και μάλιστα σύγχρονη νεο-ελληνική. Μα ο Καρυωτάκης, όντας τεχνίτης, ξεπερνά τον αφύσικο και σαχλό τόνο της στανικής μελαγχολίας όλων σχεδόν των νέων μας ποιητών -- μιας μελαγχολίας που θα την έλεγα «αυτοκατάχρηση» -- και με μουσική λαλιά και ρυθμό λυγερό, σεμνά πάντα προσπαθεί να βρει τρόπο να τη δικαιολογήσει με χίλιες-δυο προφάσεις, όπως ο αλκοολικός το πάθος του. Κάτι όμορφο και ζωντανό και γερό, αντί να του δώσει χαρά, τον κάνει να μελαγχολήσει περισσότερο, σαν τον υποχονδριακό που πειράζεται από τα παιχνίδια των παιδιών:
Ένα σπιτάκι απόμερο, στο δείλι, στον ελαιώνα,
μια καμαρούλα φτωχική, μια βαθιά πολυθρόνα,
μια κόρη που στοχαστικά τον ουρανό κοιτάει,
ω, μια ζωή που χάνεται και με τον ήλιο πάει!
-και να πάλι
Μίσθια δουλειά, σωροί χαρτιών, έγνοιες μικρές, και λύπες
άθλιες, με περιμένανε σήμερα καθώς πάντα.
Έτσι παραπονιάρης, γκρινιάρης, με λαχτάρες για ταξίδι μακριά από τους κ α κ ο ύ ς α ν θ ρ ώ π ο υ ς, τελειώνει η πρώτη σειρά των [των Ελεγείων], για να 'μπει στη δεύτερη, που δεν παραλλάζει από τη πρώτη, μόνο που παίρνει κάποιον τόνο αυτοσαρκασμού, που βγαίνει από ανικανοποίητο παθος. Εκείνος ο άθλιος ο Καβάφης ζουζουνίζει επιμονα στ' αυτιά μου όταν διαβάζω τους στίχους:
Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα
είδα το βράδυ αυτό.
Κάποια χρυσή, λεπτότατη
στους δρόμους ευωδιά.
Και στην καρδιά
αιφνίδια καλοσύνη.
Στα χέρια το παλτό,
στ' ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνη.
Ηλεκτρισμένη από φιλήματα
θα 'λεγες την ατμόσφαιρα.
Η σκέψις, τα ποιήματα,
βάρος περιττό.
Έχω κάτι σπασμένα φτερά
Δεν ξέρω γιατί μας ήρθε
το καλοκαίρι αυτό.
Για ποιον ανέλπιστη χαρά,
για ποιες αγάπες,
για ποιο ταξίδι ονειρευτό.
Κι εξακολουθεί ο αυτοσαρκασμός με στίχους ωσάν αυτούς: «είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες» ή «έιμαστε κάτι απίστευτες αντένες» ή «είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις» ή «η ποίησις είναι το καταφύγιο που φθονούμε» (;) ή «των άδειων ημερών που τώρα ζούμε» ή «από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό ανδρείκελα» -- και η διάθεση αυτή κατασταλάζει όμορφα στο σονέτο «Τάφοι» και κλείνεται επιγραμματικά με το δίστιχο:
Στην άμμο τα έργα στήνονται μεγάλα των ανθρώπων,
και σαν παιδάκι τα γκρεμίζει ο Χρόνος με το πόδι.
Στις «Σάτιρες», η μελαγχολία δείχνει καλύτερα την όψη της, ξεθυμαίνοντας σε πικρόχολο γέλιο για τους άλλους και για τον ίδιο τον ποιητή. Εδώ πιο υποφερτό το γλωσσικό ανακάτωμα, και μάλιστα και ταιριαγμένο, έτσι σαν κωμικό στοιχείο, γιατί οι σάτιρες αυτές είναι λίγο και σαν φάρσες: ένα ξεθύμασμα δίχως κόπο. Ο βαριεστισμός, σακατεμένος από την υποχονδρία του ποιητής, ξεχύνεται σε καγχασμούς και τρελοκουβέντες σαν Αμλέτος. Τα συμπτώματα της αρρώστιας φανερώνονται εδώ καθαρότερα. Γλωσσική φάρσα το «Εις Ανδρέαν Κάλβον», παραλλήρημα από ένα κουρασμένο μυαλό που βλέπει αραβουργήματα να σαλεύουν και μπερδεύονται αδιάκοπα το «Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο», φανταστική αγωνία το «Ιδανικοί Αυτόχειρες», μικροεκδίκηση το «Μικρή ασυμφωνία σε Α μείζον», σαρκασμός το «Σταδιοδρομία» [και το] «Όλοι μαζί...», και φαρμάκι το «Υποθήκαι»:
Όταν ακούσεις ποδοβολητά
λύκων...
Όταν έχεις μια παιδική καρδιά
και δεν έχεις ένα φίλο...
Άσε τα γύναια και το μαστροπό
Λαό σου, Ρώμε Φιλύρα.
Σε βάραθρο πέφτοντας αγριωπό
κράτησε σκήπτρο και λύρα.
Έχω την ιδέα πως οι ά ν θ ρ ω π ο ι είναι πολύ περισσότερο παιδιά από έναν ποιητή. Αλίμονο, αν ο ποιητής δεν πονέσει τους ανθρώπους. Ποιος τότε θα τους πονέσει; Και τι ποιητής είναι αυτός που έχει ανάγκη να χαϊδολογηθεί από τους ανθρώπους; Ας κρατήσει λοιπόν πεισματικά «σκήπτρο και λύρα», και ας τους βρίζει γιατί δε νιώθουν, γιατί δεν έχουν το χάρισμα να εκφράσουν τον πόνο τους κι αυτοί, γιατί δεν έχουν δύναμη να σκεφθούν, γιατί αγωνίζονται για τη ζωή πολεμώντας, όσο και όπως τους κόβει. Αμή ας τους ανοίγει τα μάτια ο ποιητής. Γιατί γι' αυτό είναι ποιητής: ανοιχτομάτης αυτός μέσα στους τυφλούς, οδηγός στους παραστρατισμένους, παρηγορητής στους θλιμμένους, δάσκαλος και καλοκαρδιστής και όχι στενόκαρδος κι εγώπαθος. Κι αν είναι οι άνθρωποι κακοί, φταίει αυτός πρώτα με την εγωπάθειά του. Γιατί αυτό είναι: όλη αυτή η γενιά (μαζί «ποιητές» και «περιβάλλον» και «εποχή») την έφαγε η εγωπάθεια, ο θεατρινισμός. Ο θεατρίνος, τεχνίτης εφήμερος, -- τι λέω; της στιγμής -- έχει ανάγκη να νιώθει τον εαυτό του κέντρο της οικουμένης, γιατί αυτός ο δόλιος είναι πράγματι «κύμβαλον αλαλάζον». Γι' αυτόν, το χειροκρότημα της στιγμής είναι η δικαίωση της τέχνης του, ανταμοιβή του, μόνη επιτυχία του στη ζωή. Αμή ο ποιητής; ο εμψυχωτής; ο δίκαιος κριτής; ο πλάστης των θεών; Πώς αυτός, ο «ποιμήν», ρίχνει τ' άρματα όταν ακούει τα ποδοβολητά των λύκων;
Με τον Καρυωτάκη κάποια παρεξήγηση θα συμβαίνει: έπιασε αυτήν την κάψα από το πρώτο του βιβλίο κι εξακολουθεί. Του εύχομαι, με το «Ελεγεία και Σάτιρες» να ξεθυμάνει πια και ν' αλλάξει σκοπό. Ας θελήσει να νιώσει πως άλλο «παιδική», κι άλλο «στενή» καρδιά.
Β. Ρώτας
«Ελληνικά Γράμματα», Β', 5, 15 Φεβρουαρίου 1928 σελ. 182-184
Πίσω
*** Ο Καρυωτάκης, κατ' εξαίρεση, απάντησε σε τούτην την βιβλιοκρισία.
ΓΡΑΦΙΑΣ
Οι ώρες μ' εχλώμιαναν, γυρτός που βρέθηκε ξανά
στο αχάριστο τραπέζι.
(Απ' τ' ανοιχτό παράθυρο στον τοίχο αντικρινά
ο ήλιος γλιστράει και παίζει.)
Διπλώνοντας το στήθος μου, γυρεύω αναπνοή
στη σκόνη των χαρτιών μου.
(Σφύζει γλυκά και ακούγεται χιλιόφωνα η ζωή
στα ελεύθερα του δρόμου.)
Απόκαμα, θολώσανε τα μάτια μου και ο νους,
όμως ακόμη γράφω.
(Στο βάζο ξέρω δίπλα μου δυο κρίνους φωτεινούς.
Σα να 'χουν βγει σε τάφο.)
ΔΗΜΟΣΙΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ
Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουν
σαν στήλες δύο δύο μές στα γραφεία.
(Ηλεκτρολόγοι θα 'ναι η Πολιτεία
κι ο Θάνατος, που τους ανανεώνουν.)
Κάθονται στις καρέκλες, μουτζουρώνουν
αθώα λευκά χαρτιά, χωρίς αιτία.
«Συν τη παρούση αλληλογραφία
έχομεν την τιμήν» διαβεβαιώνουν.
Και μονάχα η τιμή τους απομένει,
όταν ανηφορίζουμε τους δρόμους,
το βράδυ στο οχτώ, σαν κορντισμένοι
Παίρνουν κάστανα, σκέπτονται τους νόμους,
σκέπτονται το συνάλλαγμα, του ώμους
σηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου