Πόσο
αθώα μοιάζει να κοιμάται
η
μνήμη στο ξερίζωμα…
[Γρηγορία
Πελεκούδα]
Μαρία Γκουτζαμάνη
Ποθώ
Ποθώ απ' το χρόνο
να με ξεδιψά με το αύριο.
**
Αντριάνα Περικλέους – Ονουφρίου
Μπορείς να μου σφραγίσεις
το στόμα, να μου κλείσεις
το σώμα μέσα σε κάγκελα χοντρά.
Μπορείς να μου δέσεις τα χέρια
πισθάγκωνα, να μου κλείσεις
τους δρόμους της ξεγνοιασιάς.
Μα δεν θα μπορέσεις ποτέ να
ναυαγήσεις το καράβι της ψυχής
που κουβαλάει στ αμπάρια του
τα όνειρα μου. Ποτέ ακούς;
**
Ανδρούλλα Θεοκλή – Νικηφόρου
Γνώριμος δρόμος!!!
Τόσο κοντά μα τόσο μακριά!
Γνώριμος δρόμος!!!
Αδιάβατος και δύσκολος,
να θέλεις να περάσεις,
μέσα στην σκέψη βρίσκεται,
και σε οδηγεί να φτάσεις,
εκεί που ανθούν τα λούλουδα,
μοσχοβολάει το χώμα,
κι η νοσταλγία τρύπωσε,
μέσ´της καρδιάς την κρύπτη,
και βρίσκεται σε κώμα.
Γνώριμος δρόμος,
πευκόφυτα τα δάση,
τον ίσκιο τον αέρα τους,
προσφέρουν σαν περάσεις,
κι του πεύκου το άρωμα,
στην μνήμη μην ξεχάσεις...
Γνώριμος δρόμος,
δρόμος του γυρισμού,
εκεί όπου οδηγεί,
των γονιών μας απομεινάρια,
των βημάτων τους τα τελευταία
αχνάρια..
Γνώριμος δρόμος,
το θροϊσμα των πευκοβελόνων,
να αιωρείται στο απέραντο
πράσινο,
και να ταξιδεύει το άρωμα,
να συναντήσει την αύρα της
θάλασσας,
κατηφορίζοντας να φτάνεις εκεί
πού γεννήθηκες!
Γνώριμος δρόμος,
αυτός είναι ο δρόμος,
που για σαράνταέξι χρόνια
θυμάμαι,
ο ίδιος ,χωρίς σημάδι αλλαγής,
περιμένει να μας οδηγήσει,
την μέρα της επιστροφής!
**
Μαρούλλα Πανάγου
ΕΥΧΑΡΙΣΤΊΑ
Μικρή η ευχαριστία
στην απεραντοσύνη των λέξεων
που μου χάρισες ΚΎΡΙΕ
Η δύναμη σου φώτιση
κι ορθάνοικτη η καρδιά,
μια μέλισσα που μάζεψε
την γύρη της αγάπης
Μες την κυψέλη του “ποιεί ν,”
κερήθρα χαρισμένη στην ψυχή .
Όπου είν' μονάχο ένα κερί
μιας θείας προσφοράς
κι ευχαριστίας .
Μαζί με μύρο αμαρτωλό
των γήινων παθών μου
γονατιστή στα πόδια σου θα χύσω
Να τα ξεπλύνω ταπεινά
Και η παράκληση
που την γαλήνη εκλιπαρεί
το φως το ιλαρό
Την “δόξα σι”προσμένει
αργά, πονετικά ,
σαν άγγελος τον ύμνο σου θα λέει
“Φώτισαν με ΚΎΡΙΕ ότι σύ ο Θεός
μου “.
ΤΟ ΤΊΜΗΜΑ ΤΗΣ ΤΙΜΗΣ
;Έμεινε πλατωνική η αγάπη .
Κι ας λαχταρούσε την ολοκλήρωση.
Πολύ βαρύ το τίμημα
η καταγκρέμμιση της ψυχής
Πως τα μάτια θ'αντίκρυζαν
την συνείδηση;
Πως θα απολογούνταν ;
Σαν πολύ καλά γνώριζαν
το τι θα ποιούσαν ;
**
Γρηγορία Πελεκούδα
Όλα ένας φαύλος κύκλος είναι
και αυτό με τρομάζει.
Όταν πικρές αλήθειες τσακίζω
στη σελίδα της λήθης
ω ψυχή μου ομιλούσα
τα πιο παράξενα που πέσαν
απ΄τον ουρανό σε μια νύχτα
ήταν οι οδοιπόροι
που πήραν την ατραπό
που δεν ήταν άλλου
παρά μόνο ο δικός μου.
Σου άφησα μήνυμα
πως να καταγραφή το παρόν
και θα κλείσω τις πόρτες
της κραυγής μου,
μέσα στο πάλαι ποτέ ξανά
μην ακουστούν οι θλίψεις μου
να κοιτώ σε παράθυρα
χωρίς ορίζοντα
να γαντζωθώ στην απελπισιά
της οργής μου του τίποτα.
Πόσο αθώα μοιάζει να κοιμάται
η μνήμη στο ξερίζωμα,
χέρι μου δείξε έτσι απλά
πως αστράφτει η βροντή
στην απλωσιά του ορίζοντα,
κι από τον ύπνο του λήθαργου
αργά οι λέξεις να ξυπνήσουν
στις λευκές σελίδες μου όνειρα,
όταν σε λίγο θα γεμίσουν δίνες
πόσοι ναυαγοί θα γλιτώσουν
απ΄το ξερίζωμα;
**
Δέσπω Πηλαβάκη
Δεν είναι που δεν μ ακουμπούν
τα χέρια σου
και τύλιξε μια παγωνιά θανάτου
τη ζωή μου
Είναι που δεν με κοιτούν
τα μάτια σου
κι έμεινε αδιάβαστο βιβλίο
η ψυχή μου
**
«ολίγον
φως» Σοφία Θεοδοσιάδη
Τι
γύρευες στ' αλήθεια για να έβρεις
από
τα έγκατα βαθειά να ανασύρεις
ολίγον
φως..
όταν
το σκότος..της ψυχής το θόλο εκατέκλυζε..
από
τις γρίλλιες να τρυπώνει κλέφτης του φωτός..
στους
σπόρους να γεννά ξεριζωμένες φύτρες απαρχής..
πριν
μούχλας σήψη τις σκεπάσει..
πριν
να θαφτούν σε χώμα αλίπαστο..αφύτρωτο..χαθούν
ηλίανθους
ζεστούς να μας καρπίσουν..
κι
αν στο κελάρι σου το σκοτεινό
το
φως δε δυνηθεί..προσόψεις των αδήλων να φωτίσει
μη
φοβηθείς..
στο
αδάμαστο το δάσος σου εκείνο της ψυχής
να
σιγοκαίς..ν' ανάβεις μοναχή σου τα κεριά σου..
ολίγον
φως αφ' εαυτού..το σκότος διαλύει..
**
Παρθένα Τσοκτουρίδου
Αναιδής ο ασπρομάλλης
σκυφτός και καμπούρης
ως βασανισμένος κατάδικος
πατούσε επί πτωμάτων
αιμορραγούσε άπληστα
τις κοινωνικές συνεργασίες
ξεφάντωνε με καντάδες
συμπόσια και φαγοπότια
έπαιζε κωμωδίες εξαπάτησης
φάρσας και γελοιοποίησης
ποιητής φαιδρός κι αλαζονικός
κωφεύοντας στα λόγια των αδυνάτων
των πτωχών κι ανήμπορων ψυχών
λαθροχέρης, χειριστικός
κρυφός, μυστικός, απαρατήρητος
κοσμικός στους τρόπους
ιερέας του λαϊκισμού
ανέδιδε φως ο νεραϊδοχτυπημένος
στις λαμπερές ψυχές της αλήθειας
με επίδειξη και επιμέλεια.
Όταν τα κατακάθια της λάσπης του
ξεπλύθηκαν στα λουτρά της αποκάλυψης
οι λεονταρισμοί του λέπριασαν
κι ο κουτσαβάκης δεν έβγαλε λέξη.
Παραδόθηκε ευθύς
στις νύχτες της αϋπνίας του
προς δίκη και καταδίκη
της διαφθοράς και της φθοράς του.
Προς τι η λευκή σημαία
της δήθεν αθώωσής του;
Άκυρη, λόγω ρύπανσης
από τις άπειρες μούντζες!!!...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου