Το σπίτι το κατοίκησες πολλές φορές
Οι φοινικιές, το μανταρίνι κι η νύχτα
με το γέλιο σου, που ξύπναγε τα πουλιά.
Ύστερα ήλθε το χακί στο σώμα μου, οι νεκροί κι η σκόνη
Κι ο μικρός Ανέστης με το πατίνι χαμένος
κι ο Καπλάνης με τ’ άλογα ανάπηρος
Κι ο πετροπόλεμος στη σκάλα του Επαρχείου
Χωρίς χέρια και χωρίς φωνή.
Εγώ ταξιδεύοντας ξέχασα το χρώμα των ματιών σου
όταν σ’ έλουζε το φεγγάρι
Ο Δανιήλ ζωγράφος, η Μαίρη κέρδισε τα καλλιστεία
Και στα Χαλικιάτικα γέρασαν οι σιδεράδες.
Όλα τα σκόρπισε ο χρόνος. Πρόσωπα, όνειρα, γράμματα ερωτικά
Ο Πύργος που έζησα, ένας αγνοούμενος σ’ αιχμαλωσία
Κι οι φίλοι μου άσπρισαν στις καρέκλες του καφενείου
Παίζοντας χαρτιά με τις δικές τους ιστορίες.
Γι’ αυτό με ξάφνιασες γυρίζοντας πίσω τον τροχό
Έτσι που ήλθες με πασχαλιές στην αγκαλιά
και με το άρωμα που είχε το πρώτο σου φιλί.
Πώς να σ’ αγαπήσω από την αρχή;
Και πώς να σ’ αγγίξω με κουρασμένα δάχτυλα;
Βαθιά η χαρακιά. Αν θυμηθείς το χτύπο άνοιξε το πορτόφυλλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου