Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ, 1940

Ο σταθμός σε κάποιαν άκρη, επλημμύρισε από δάκρυ
κάποιας μάνας για το γιο της,
για τον πόλεμο τον στέλνει, η πατρίδα τής τον παίρνει,
είναι πλέον στρατιώτης.

 Μακριά σε άλλη χώρα κι άλλη μάνα ζει την μπόρα,
είναι η μάνα του εχθρού του,
ξεκινάει το παιδί της κι είναι ίδια η ευχή της,
η ευχή του γυρισμού του.
 Σε ένα θρόνο καβαλάρης, μες στα μαύρα του ο Άρης,
χαίρεται για τον καημό τους,
είχε χρόνια να μεθύσει και τη δίψα του να σβήσει
απ’ το δάκρυ των ματιών τους.
Χρόνια πέρασαν και μέρες και χιλιάδες τόσες σφαίρες
με λεβέντες μετρηθήκαν,
στους σταθμούς μετρούν τα τρένα, κάτι μάτια βουρκωμένα
που ζητούν όσους δεν ήρθαν.

Δημήτρης Απ. Ρήτας
Φιλόλογος-συγγραφέας-στιχουργός

Η μπαλάντα του Ουρί

Ουρανέ, όχι δε θα πω το ναι
ουρανέ, φίλε μακρινέ
πώς να δεχτώ άλλης αγκαλιάς τη στοργή
πώς να δεχτώ, μάνα μου είναι η γη
πώς ν' αρνηθώ της ζωής το φως το ξανθό
αχ ουρανέ πόνε μακρινέ

Κάθε δειλινό κοιτώ τον ουρανό,
το γαλανό
κι ακούω μια φωνή,
καμπάνα γιορτινή
να με παρακινεί

Κάθε Κυριακή μου λέει να πάω εκεί,
εκεί, εκεί
που χτίζουνε φωλιά
αλλόκοτα πουλιά
στου ήλιου τα σκαλιά

Ουρανέ, όχι δε θα πω το ναι
ουρανέ, φίλε μακρινέ
πώς να δεχτώ άλλης αγκαλιάς τη στοργή
πώς να δεχτώ, μάνα μου είναι η γη
πώς ν' αρνηθώ της ζωής το φως το ξανθό
αχ ουρανέ πόνε μακρινέ

Κάθε δειλινό κοιτώ τον ουρανό,
το γαλανό
και μια φωνή τρελή
σαν χάδι κι απειλή
κοντά της με καλεί

Κάθε Κυριακή μου λέει να πάω εκεί,
εκεί, εκεί
μου τάζει ωκεανούς
κομήτες φωτεινούς
και ό,τι βάζει ο νους

Ουρανέ, όχι δε θα πω το ναι
ουρανέ, φίλε μακρινέ
πώς να δεχτώ άλλης αγκαλιάς τη στοργή
πώς να δεχτώ, μάνα μου είναι η γη
πώς ν' αρνηθώ της ζωής το φως το ξανθό
αχ ουρανέ πόνε μακρινέ

μιλώ για σένα

Μιλώ με τα ψηλά τ' απάτητα βουνά
και τους μιλώ για σένα
πως έχεις ομορφιά και φρύδια τοξωτά
σαν πέτρινα γεφύρια

Και μ' απάντησαν:

''Τα γεφύρια χορταριάζουν.
Άμοιρη ψυχή μη ξεγελαστείς''.

Μιλώ με τ' ουρανού τα μαύρα σύννεφα

και τους μιλώ για σένα
πως όταν περπατάς, γλυκά όπου πατάς
η στέρφα γη ανθίζει

Και μ' απάντησαν:

"Η γη ανθίζει εκεί που θέλει.
Άμοιρη ψυχή μη ξεγελαστείς."

Μιλώ με τις πηγές που ζούνε μοναχές

και τους μιλώ για σένα
πως όταν με κοιτάς, σαν λες πως μ'αγαπάς
αγγέλοι φτερουγίζουν

Και μ' απάντησαν:

"Είναι χάρτινοι οι αγγέλοι.
Άμοιρη ψυχή μη ξεγελαστείς."



Στίχοι/  
Μουσική:   Θανάσης Παπακωνσταντίνου

Γραφείο Ταξιδίων

Δες,
η σφραγίδα
σαν μονόξυλο ταξιδεύει
στο βαθύ κυανό μου
ταμπόν.

Λίγα εκατοστά πριν
την άκρη του κόσμου.

η καμπούρα



Βρήκε του οράματος το πέρασμα και ήρθε
ένας παππούς με χέρια μακριά κλαδιά,
φαρδύ κοστούμι σκούρο, γιλέκο
κι άσπρο πουκάμισο χωρίς γιακά.
Εγώ στην πλάτη μου φυλούσα
το μαύρο, χαρωπό κεφάλι.
Έτρεχα να ξεφύγω. Γιατί;
Τα μέλη μου παγώνανε
σαν με παρατηρούσε.
Είχε δυο κόκκινους βολβούς για μάτια,
όπου το είδωλο μου αύξανε,
αφού πλησίαζε γοργά
μ’ ένα δαιμονισμένο βάδην
αλλόκοτα ανεμίζοντας μανίκια και μπατζάκια.
Στο μεταξύ έσκυβα ολοένα,
γιατί με πίεζε γελώντας η καμπούρα.
«Πήγαινε από κει που ήρθες», ευχόμουν χαμηλόφωνα.
Ζύγωνε, ζύγωνε
και τότε είδα πως την κεφαλή του
-μία στιλπνή, με δύο άνισους λοβούς… πατάτα;-
έγερνε προοδευτικά στο πλάι·
κοίταζε εξεταστικά,
για να σιγουρευτεί
ότι δεν έκανε λάθος
στο μέλος που ήθελε ν’ αδράξει.
«Δίνε του Δαίμονα», είπα ξανά.
Σταμάτησα.
Δίπλα μου στάθηκε ο παππούς,
ανέκφραστος αν και λαχανιασμένος,
με την πνοή του να μυρίζει όμορφα
φρεσκοσκαμμένο χώμα.

Σαν με κυρίευε ο θυμός, συνήλθα
δίχως καμπούρα.

Ζεϊμπέκικο



Χορευτής:
Εδώ, να, μια πνοή με σηκώνει
και σε μελανό πόντο κοιτάζω
το αναρίγισμα των υδάτων,
που καλύπτει αντίρροπο
δίδυμο ναυαγό.
Χορεύει ανα-
ζητώντας τα ίχνη μου.
Σκυφτός
στρέφομαι ν’ αλιεύσω
μια κίνηση εγγενή,
ενώ από μήτρα
το μέλος της αναβλύζει.
Ναυαγός:
Εδώ, να, η εκπνοή με κυρτώνει
στο κυματιστό
καθρέφτισμά σου σαν πλέω.
Κολυμβητή σε θαρρούσα τρανό
-βυθισμένο αμήχανα
τώρα σε βλέπω.
Όσο δεν θέλησα
με τη σκέψη σου να πνιγώ,
τόσο στη μαύρη
αγκαλιά της χορεύω.

Οδικοί Φθόγγοι


Ίδϊοι δρόμοι αντηχούν τα βήματά του.
Τα ίδια ραδιόφωνα από μπαλκόνια ξένα
παίζουν κομμάτια ποτισμένα σε μια τύρβη πικρή·
εξαντλημένα παραρτήματα οι τοίχοι ψιθυρίζουν·
πριν τη βροχή για ουρανός ένας καμβάς βραχνός.

Μπορεί να ήταν μουσική ντυμένη το κορμί σου,
μπορεί το γέλιο παλιού φίλου
αχνό, στη δίνη της λησμονιάς·
ίσως η νύχτια ψυχή να κροτάλισε
τα δεσμά της ελπίδας προς κάποια ευφρόσυνη εκδοχή.

«Κι αν κούρδισμα νοερό κι αν σύνθεση παραζάλης,
σε ποια γλώσσα να πω:
Θα περπατήσω άραγε στη μυστική σου ατραπό;
Ποιος ξέρει αν θα τραγουδήσω
τον άγνωστο σου απρόσμενο, χαροποιό Σκοπό;».

Νοέμβρης


Ότι δεν είμαστε άγγελοι
το ξέραμε.
Ότι ποτέ δεν θ’ αποκτήσουμε φτερά
το υποψιαστήκαμε.
Πόσο, όμως, δεισιδαίμονες
πρέπει να γίναμε,
για να συναλλασσόμαστε ευχερώς
με το Κτήνος;
Περιμένουμε πως η αλλαγή των καιρών
θα μας δείξει.
Όπου να ’ναι
μπαίνει ο χειμώνας.

Ρεβεγιόν

Εδώ προκύπτει του αινίγματος
ο αναβαθμός
οπότε ας καθυστερήσουμε τη σημασία
κι ας ευχηθούμε η βραδιά
να καταλήξει εδώ:
σ’ ότι δεν μας εξαπατά ποτέ
Στον στίχο


Ή μήπως ολόκληρη η ποίηση
δηλώνει το πραγματικό μιας εσπερίδας
όπου ανάψαμε κεριά
και με πιοτά διακωμωδήσαμε
την Άγια νύχτα;
Μια ανόητη προσήλωση
που τη διαπράτουμε
τη δόξα δρέποντας από έναν άδειο ουρανό
πάνω από πανοράματα βουνών
με χάρτινα ελάφια


Θα συνεχίζει να μας γαλουχεί
στο σκοτεινό δωμάτιο η φαντασία
Θα ευγνωμονούμε ξυπνητοί
για ότι αποφασίσαμε να μην υπάρξει
Διαθέτω προφανώς την απορία των βοσκών
εξιστορώ ό,τι δεν θα μου δωθεί
ό,τι αστράφτει προς την απόλυτη φυγή
της σημασίας
κάτω από ένα δέντρο πλαστικό.................

Διάλυση


Μια νέα εποχή συνδέεται
 με την αντίληψη που έχουμε της ομορφιάς
όταν συμβεί να συγκρατούμε πλέον μέσα μας τη
 Γη
Τότε η ζωή
δεν ξεγελά με επιχειρήματα σχοινοτενή όπως παλαιότερα
            όταν το ωραίο προβάδισμα ανεξήγητο κατείχε, «χωρίς    γιατί»
            -τί άλλο να υποστηρίζει το τριαντάφυλλο;-
            όταν το ποίημα έκοβε το δρόμο
            σαν ένα πρόσωπο γυναίκας που δεν οφείλεις ν’ αγαπάς
            και
            -όχι ακόμα, ωστόσο ναι-
            πρέπει να προσπεράσεις στρέφοντας προς τα κει τη θέληση
            ώστε να μην το θέλει αναζητώντας μιαν επιείκεια προσιτή

Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι μέσα στην ομορφιά
υπάρχει η επιθυμία για ομορφιά
σα να έπρεπε το κραταιό να συντριβεί για να τελειωθεί
στο μαύρο επιστρέφοντας το δάνειο φως του δίχως η φιλαυτία να βαφτεί
–το κύρος του εμφανέστατου της αδικίας

« Ναι, είσαι όμορφη!
Αλλά προς τι;
Αυξάνεται τουλάχιστον της ζήλιας ο ευγενισμός;»

Τότε δυνάμει μιας μεταγωγής στη Διάλυση
νηφαλιότητα επιτέλους θα απλωθεί
            ( το αυτονόητο άμορφο του ύπνου)
Ολοκληρώνεται η εποχή και, πτητικότερο, οδεύουμε

Βάλθηκα να σβήσω την εικόνα του προσώπου σου
Σα λυσσασμένος εικονοκλάστης αγανακτώ με τη λιτάνευση
            της Θεοτόκου στα όρη και τα βουνά της Αυτοκρατορίας
Το ασχημάτιστο ζητώ στου ξύλου τα νερά
κάτω από χρώματα και προπλασμούς
μπροστά στη δεξιοτεχνία του Ευαγγελιστή Λουκά αδιαφορώ
            και την καρδιά μου ν’ απαλύνω προσπαθώ
            από την τυραννία των τεχνών
            την τυραννία των χειλιών στο τζάμι της εικόνας
Αν πρόκειται να ελευθερωθώ, δεν το γνωρίζω
Διαλύω όμως την κατατομή στα μέρη μιας ανατομίας
πρόχειρης
            που μου διδάσκουν τώρα οι περιστάσεις της ζωής
Μορφή δεν θά ‘πρεπε να συντεθεί
 στοιχεία μόνο, διάσπαρτα, κακήν κακώς
 σα σκουριασμένα τάματα στα πόδια σου
 μάτια που έβγαλα μονάχος μου σαν τις ψηφίδες λαμπερού ψηφιδωτού που 
φιλοτέχνησες    εσύ στις κόχες των λοβών μου
Τα τόξα των φρυδιών σου και τα χείλη
θα ήταν δυνατό ν’ ανήκουν σε οποιαδήποτε
όχι όμως με τους όρους σου:
Τυχαία, όπως τυχαία είναι η ομορφιά
πριν τη φροντίσει ο ισόβιος αμπιγιέρ
(Κοίτα τον πως σε λοιδορεί, ανεβασμένος στη μηλαπιδιά!)

Απέστρεψα το βλέμμα από το θείο
Σταμάτησα τα Εισόδια να ιστορώ
τους Ευαγγελισμούς
την Άγια Ζώνη κλέβω
απ’ το σεπτό σου σώμα, χαμηλά
έξω σχεδόν από τη ζωγραφιά
Τη δίκαιη τιμωρία αψηφώ του Γαβριήλ
Μόνος θ’ ακρωτηριαστώ με ξύλινη ρομφαία
και τρικαντό στην κεφαλή σαν παλαβός
αν μου επιτραπεί από τον νόμο της καρδιάς
Στο ανέκφραστο εισέρχομαι
σαν τον Ρουμπλιόφ της σκοτεινής σιωπής μου
Τώρα, το άτεχνο ζητώ, το άσχημο
Όχι του ωραίου την ανταμοιβή σε ονειροφαντασίες
Ζητώ επακριβώς
 την ασταθή ασφάλεια του τετριμμένου
(Οπότε εντάξει)
Βλέπω μιαν άλλη ομορφιά και ειδοποιώ
 μπηγμένος σαν καρφί στην γνάθο σου
πώς τα οστά
–τους συκοφάντες της φθοράς-
 τα στοίβαξα επιμελώς ένα προς ένα
όπως μαζεύουν σκελετό πολεμιστή σε χάλκινη φιάλη
–στάχτη σχεδόν, με ασβέστιο και πέτρες
που τις διακρίνω απ’ τους πεσσούς του ζώου που
 ενταφιάσαμε μαζί
Και δεν φαντάζεσαι πόσο λυτρώνομαι
 και μόνο που σ’ το λέω
 χωρίς να είμαι αγνώμων προς εσέ
–αιτία μου και καταπίστευμά του λίγου
τάλαντου που αντέχω φύλακα της οικείας ηδονής
ζωή εκτός βιβλίου

«Είμαι η γυναίκα, πιο γυμνή  και από τη γύμνια
Ορθή μπρος σ’ ένα νόμο αμείλικτο
Είμαι η ονειρεμένη σύζυγος»
«Ε, και!»
Μέσα από ψήγματα χρυσού στην άμμο της κλεψύδρας
            μιαν άλλη βεβαιότητα ενσταλάζεται, του Πανδαμάτορος,
            που έτσι και αλλιώς επεξεργάζεται
            το δέρμα των ανθρώπων
            ο χρόνος, ο βυρσοδέψης, ο έμπειρος
            με φάρμακα και με νερά πολλά
            –χλώρια και αμμωνία-
           δεν είναι φυσικό να μας τελειοποιεί
           έτοιμους για το φαιό σκιών που αναμένουν;

Διάλυση
Πότε οι άνθρωποι θ’ αποδεχθούν το ειδικό κεφάλαιο
που ανήγεις
εκθέτοντάς με στο ερώτημα του προορισμού;
Διάλυση
Χίλιες φορές μπροστά από τον ρεμβασμό
Διόλου παραμυθητική
Της ακαμψίας φόβητρο
Άγρια, συνενοχή του θαύματος
αλλά απτή, θαμπή, ευγνώμων,
 μ’ ευθυγνωσία εξαιρετική
του πέρατος και της φιλανθρωπίας

Φτιάχνουμε κατ’ εικόνα το ακόρεστο του απείρου
και αποβιώνουμε μετά
Χωρίς τον μεθεόρτιο αναπαμό για ό,τι κερδίσαμε σκληρά
 και χάσαμε ύστερα με ίση δυσκολία
Είδωλα φτιάχνουμε αρεστά εκεί που το ωραίο επικρατεί
ωθώντας το ορατό στην απολυταρχία
Κι ύστερα ανταμώνουμε σε ποίημα γενικό
        όχι ρέκβιεμ, ούτε παιάνα-
ποίημα ισοσταθμικό μόλις και μετά βίας της ζωής

Όψιμα έχω απαλλαγεί από το τρομερό
            όχι από το καταναγκασμό της ομορφιάς
            αλλά απ’ ό,τι θα έπρεπε εξάπαντος ν’ απαλλαγώ
            ώστε να μη διακρίνεται εμφανώς η εναλλαγή
            –του άμορφου και του όμορφου-
            υπό συνθήκη αμοιβαίου εκτοπισμού

Το ζήτημα ήταν πάντοτε το ίδιο
όχι το άλλο
Το χίασμα δεν εξιστορείται αλλιώς
 μίμηση και καταγραφή, μίμηση και καταγραφή
παρότι πάσχω απροστάτευτος απ’ το συμβάν του ήλιου
–με τρυφεράδα βρέφους, εννοώ

Έφεσος

Δεν υπάρχει εκκλησία
Έχουν στήσει την Αγία Τράπεζα στα ερείπια
Η πάλαι ποτέ διαλάμψασα Μητρόπολις δεν υπάρχει


Δεν υπάρχει θέατρο
Δύο κατσίκια στο πάνω διάζωμα
βυζαίνουν φρυγμένο μελισσόχορτο


Δεν υπάρχει η Βιβλιοθήκη
Ο βιβλιοοικονόμος τελείωσε το έργο του πριν δυο χιλιάδες χρόνια
Το ιπποδάμειο δεν εξυπηρετεί


Δύσκολα επινοεί την ιστορία του τόπου
αυτός ο ξενόφερτος δραγουμάνος
με τα πολλά βυζιά
που καμώνεται την Άρτεμη
Η ιδιομορφία του χαρακτήρα του
αντικαθιστά την τραγωδία
Ιδρωμένος βηματίζει στην ορχήστρα
σαν ψεύτικος οιωνός
Δεν πρόκειται να τον ακούσει κανείς


Δαυλίζει ο ξεναγός
το χρήσιμο μέρος της φωτιάς
σαν πρόσφυγας παπάς του ’22
Με βακτηρία από ιτιά
χαράσσει τη γραμμή στη στάχτη
να προφυλάξει
το αρχαίο μέρος του εαυτού του
Στα χρόνια ανήκει ασυναίσθητα:
Φρύγας, παλιά
ύστερα ακρίτας
ύστερα –με την ανταλλαγή–
πρόσφυγας απ’ τα Χανιά
Και τώρα
μετά τα πρώτα βήματα
ξώμαχος της Ιστορίας
εποχικός
νομίζει πως λέει τα λόγια του
μπροστά στο σπίτι της Παναγίας
με τους εκ περάτων και τα πούλμαν

δίπτυχο

Ι
Όλο και πιο λίγο απολαυστικός με τον εαυτό σου
ερειπωμένος
πέτρινος περιστεριώνας το πρωί που λείπουν τα πουλιά
στημένος στον αέρα των αιώνων
αναμένεις το άγαρμπο χέρι
για να ξεριζώσει τ’ αρχίδια σου
-γιατί έτσι μόνο πεθαίνεις εσύ-
αλλά μην το αφήσεις να ξεριζώσει την καρδιά σου


Τώρα πέταξε πριν η αδυναμία της χτυπημένης σου φτερούγας
κουράσει τον ρυθμό που κρατούν σιωπηλά τα αποδημητικά
στις αποστάσεις των ηπείρων
Και το μικρό χτίσμα που σε στεγάζει
-οστεοφυλάκιο από ίνες φωτός-
κι αυτό, σαν επινόημα της μεταφυσικής σου προκύπτει
Το εμπιστεύτηκες αν και τίποτα δεν του βρήκες στέρεο
Τίποτα δε σε έτερψε
Ούτε τα ομοιώματα στις τέσσερις γωνίες
-άψυχες διακοσμήσεις των εκτροφέων-
ούτε οι σταυροί



Ακόμη και τώρα
που η πτήση σε κουράζει και πρέπει να χειμάσεις
δε ραγίζει το μέτωπό σου
Κανείς βρομιάρης που χώνει τα χέρια του
δε σε πτοεί
Ούτε οι φλύαροι κελαηδισμοί των τρίτων
ούτε οι σιωπές σου σε πτοούν
- κυρίως από τότε που εξόντωσες την ικεσία


Οι ανάσες των νεκρών
από το κοιμητήρι πιο κάτω στην κοιλάδα
ή τα παράταιρα τραγούδια των ζωντανών
καθώς κατηφορίζουν
όλες οι ποικιλίες των ερεθισμών
διόλου δεν επηρεάζουν το ισχυρό σου ένστικτο θανάτου
Τα κατάφερες


Αλλά το πρόσωπό σου
-απλούστερα, η αλαμπουρνέζικη φιγούρα σου
τέκνο της Ιδουμαίας
μάσκα του Αγαμέμνονα
αφηρημένη αρνητικότητα που εντούτοις εκπληρώνει ματαιώσεις
και ό,τι πιάνει γίνεται χρυσός
παρδαλό σκιάχτρο που απειλεί
προτού το αποσύρουν οι αμπελουργοί-
το πρόσωπό σου λέω, Μίδα
σα να περιμένει να εισπνεύσει τους φόβους σου
για να τους ανατάξει κατόπιν με τις τεχνικές
των μεγάλων γυψαδόρων του σικελικού μπαρόκ
Το πρόσωπο, δεν είναι άραγε η ερημία en personne;
Η φαγωμένη ερημία κάποιου που δεν μπορεί άλλο να συνθέσει τον εαυτό του
να καταρρεύσει στο δράμα του
να καγχάσει με τη θεωρία της υπογραφής
να πει, τέλος πάντων, το σεσημασμένο
στους διευρυμένους τόπους των περιστεριώνων και των νεκροταφείων
κρίνοντας ζώντες και νεκρούς
επικρίνοντας την ιλαρότητα στο τέλος τής
μικρής κωμικής ανακεφαλαίωσης


ΙΙ

Όλο και περισσότερο κλεισμένη στον εαυτό σου
Όλο και λιγότερο ελευθερωμένη
από τους μαύρους ίσκιους του ύπνου
Σ’ άλλους μιλάς για αισθήματα που δεν τ’ αναγνωρίζουν
Εμένα, που ξέρω, δε με ρωτάς


Ερημωμένη
πέτρινος περιστεριώνας το πρωί που λείπουν τα μικρά
περιμένεις το κακό μου χέρι
να σου ξεριζώσει τα στήθια
Μην το αφήσεις να τραβήξει και τ’ απομεινάρια μιας
σπουδαίας καρδιάς


Πέταξε
πριν η αδυναμία της χτυπημένης σου φτερούγας
κουράσει τον ρυθμό που κρατάς στις αποστάσεις των ηπείρων
όταν πετάγεσαι στον ύπνο σου με την ψυχή στο στόμα
και επιδίδεσαι στην κίνηση της αναγνώρισής μου
ψάχνοντας στο άδειο μαξιλάρι


Πετάω κι εγώ, αλλά πιο χαμηλά
Και το μικρό κτίσμα που μας στεγάζει
-οστεοφυλάκιο από ίνες ερώτων και θυμώματα καλοήθη-
κι αυτό, στη μεταφυσική σου έγκειται
και στη φουντωτή ουρά του παγωνιού
που μας παρακολουθεί σκαρφαλωμένο στο δέντρο
Τίποτα δε βρήκες διασκεδαστικό
Κανείς άνθρωπος που χώνει τα χέρια του
δε σε πτοεί πλέον
Ούτε οι επιγενόμενες σιωπές σου
ούτε οι αντισταθμιστικές μου φλυαρίες
Και το πρόσωπό σου
-μάσκα βενετσιάνικη με το μεγάλο λευκό μέτωπο-
δεν είναι άραγε το μοναδικό σου κατάλυμα;
(Αν βέβαια εξακολουθήσεις να μεταμφιέζεσαι στον
PIERROT ASSASSIN DE SA FEMME
της παντομίμας)


Έτσι δρα ο Μίμος που το παιχνίδι του περιορίζεται
σ’ έναν αέναο υπαινιγμό χωρίς να σπάζει τον καθρέφτη

Βιάζεται
Πολυγράφος επαίτης της εικόνας
Χάρτινος άνθρωπος
Ψυχή από χαρτί
Όταν του έδωσαν ολόκληρο τον κόσμο
ζήτησε καθρεφτάκια
Κι όταν αδέξια σήκωσε την πέτρα
-γιατί ο κόσμος κρύβεται σαν τον σκορπιό-
ετρώθη παρά τα αντίδοτα μελάνια


Πόσες γενιές χρειάστηκε το ανθρωπάκι
πριν χάσει την αγριότητά του;
Και ο σκορπιός, κάτω απ’ την πέτρα
πόσες γενιές μετά θα ξεπικράνει;


Η αγριότητα είναι προαίσθημα λοιπόν;
- Μη σηκώνεις τις πέτρες
Μην αραιώνεις το αίμα σου με αντίδοτα
Την πράσινη ροή του δηλητήριου, μην εμποδίσεις


Γιατί να ονομάζουμε αλήθεια το νερό;

Διψούν οι άνθρωποι και πίνουν
απ’ το πικρό ποτήρι της καρδιάς
εγκαταλείποντας την υποχρέωση του επείγοντος προσδιορισμού
όπου, ό,τι δεν ορίζεται, τους φαρμακώνει


Στύβουν τις λύπες τους
Διασπούν στον αντιδραστήρα των ματιών το δάκρυ
Επικαλούνται την αυτόδηλη ισχύ της έλλειψης και
ξεδιψούν
αδιαφορώντας για την τύχη της χημείας
λες κι ένα τέχνασμα θεών τους φέρνει στην πηγή
-που η πηγή το σκέφτηκε-
κι ανοίγουνε τις χούφτες στο νερό
να σβήσουν την κατάπτωση του σθένους
να ορθώσουνε τον λόγο στο μάτι της πηγής


Με τις υδρίες τους επ’ ώμου
δοσμένοι οι διψώντες
κι ακόμη ικευτετικώτεροι του ικετευτικού
λένε:
- Διψάω για ζωή, για κάτι πιο σπαρακτικό από ζωή,
Δικαιοσύνη


Διψούν και μέσα τους βυθίζονται ως τα μισά
όπως ο πηγαδάς βαθαίνει τα επουράνια
και ανοίγει η φλέβα του καρπού
ματώνει και μείγνυνται αίμα και νερό


- Ένα ποτήρι, σας παρακαλώ
(μετωνυμία ασφαλώς)
να ξεδιψάσω


Στο φιλιατρό του πηγαδιού
μετρώ δικαίους


Σ’ αυτόν τον τόνο της μαϊμούς:
βλέπω και κάνω
- Πώς βάφει τα χειλάκια της η δεσποινίδα;
Και πώς χαϊδεύει ο γέρος τη γριά του;
Πώς έβγαλε τα μάτια του ο φόβος
τον βασιλέα παίζοντας της Θήβας;
Διόλου ως εκ τούτου δε με κόφτει το κολάρο
ο γύφτος που φερμάρει την καδένα
όταν, για μια στιγμή, η αθωότητα μ’ αρπάζει
και ξεχνιέμαι, μ’ ανεμελιά που έχουν τα
θηρία
απέναντι στην ανεπάρκεια του ανθρώπου
καλά και σώνει να νικήσει το μοντέλο
παίζοντας τη σκηνή μιας εμπειρίας
τις νέκυιες γυρνώντας μέσα-έξω
πένθη φτωχών στο άσυλο ανιάτων
το εντάφιο που πάει να ξεκινήσει
Και τότε αργώ χαζεύοντας μιαν ηλιαχτίδα


Τι άχρηστη η ανάμνηση του παρόντος!
Περνάει η μισή ζωή
σε άσκοπες αντιγραφές θαυμάτων
αποτυπώνοντας ξένα μοτίβα, βραχύτατα
με το κενό του ουρανού απάνω
το δίκαιο γάλα εκείνων που θα φύγουν
μες στη βραχνή λιτανεία της ταχείας


Ανεστραμμένα όλα
τόσο κοντά και τόσο ξένα
τίμημα μιας παλινωδίας
σκιές στο κοίλο του θεάτρου
που πάνε να ξεσκάσουν οι πεθαμένοι


Τα πράγματα, αν είναι όπως είναι
ένα «επειδή» αρκεί να τα αποδώσει
γι’ άλλη μια φορά στη δύναμή τους
ίδια κι απόιδια
ανάσα ενός μωρού που ξεψυχάει

Τώρα βραδιάζει
Ακροπατώ στον βράχο των γιγάντων
Στις ανοιχτές σελίδες του βιβλίου
οι προτομές των ποιητών που κυβερνήσαν
σκληροί απ’ την ουσία του γρανίτη
ορθοτομούν
κι εγώ ανιστορώ τα ξένα λόγια
και κόβω την κλωστούλα των αιώνων


Χωρίς κανείς να σε καλέσει, έρχεσαι
Σε είδε η φευγαλέα μου ματιά
να προπορεύεσαι σ’ έναν καθρέφτη
μαζί σου ο βυθός
σε φανερώνει, του ψευδάργυρου


Εγκαταστάθηκες μετά σα διασπορά
φαινόμενο χωρίς καταγωγή
χωρίς στοιβάδα, αέρας
επίσκεψη εξωφρενική
πρόσωπο σκοτεινό
- κλήση και εντολή μου
Δε βλέπεις;
Συνδέω ποσότητες διεργασιών εδώ
Στανιάρω σα βάρκα που βουλιάζουν στα ρηχά
Σφίγγω
Με σφίγγει ο κλοιός του δέρματος
Χαράχτηκε η μεμβράνη του τυμπάνου
Δεν αντηχεί τον πόλεμο της νιότης


Κι εδώ που οδηγήθηκα από σένα
- κλήση και εντολή μου -
εδώ που ακούω το τραύλισμα του λυρισμού
- άχρηστη τεθλασμένη
όπως τη χάραξε ο φόβος μου
παράλλαξη γλώσσας νεκρής
που επιμένουν να την ομιλούν -
εδώ, θα όφειλα ν’ απαλλαγώ απ’ τους κανόνες
λαμβάνοντας για βάσανο την ευκολία
καλλίγραφη, ξετρελαμένη για μεταφορές
Εδώ, πρόσωπο σκοτεινό
εμπόδιο στο διάβημα
βήμα του βήματος που αργεί
άλλοτε προς το οργανικό
κι άλλοτε προς το ανόργανο του χαρακτήρα
σπάνιο είδος
εμπόδισε τους
εμπόδισέ τους να συρράψουν τυπογραφικά στη ράχη μου


Ο βρόντος νέμεται το ασυντέλεστο παρόν
Κι απ’ έξω ο δαίμων
θορυβεί


Συναίσθημα που δεν απάντησα στη Φύση
σαμούρι έντρομο μπροστά στον κυνηγό
τοπίο που σαρώνει αέρας
μαύρη καρδιά
Και το όριο πήξεως στο χιόνι, μαύρο
Τα δύο διαμετρικώς αντίθετα σημεία, μαύρα:
ο θάνατος κι ο θάνατος


Να περιγράψω πάλι
Να γράψω en poète ώσπου το ακατονόμαστο να
μ’ ονομάσει
δίχως να επιτρέπεται να ονομαστεί


Δεν έχω κάτι άλλο να προσθέσω
Κι ούτε μπορώ να εξαρτώμαι από τα γένη
Ταράζομαι, τρομάζω, καταπίπτω
Το λεξιλόγιο επενεργεί στη φράση
Επιδεινώνομαι ενώ αναρρωννύω
Από πολλές απόψεις, μένω εκτεθειμένος
με κείνη την ανεπίθετη ευτυχία
όταν ακούω το μουσικό μοτίβο της ζωής μου
στον τελευταίο σταθμό της μεθορίου
τα χάλκινα Βουλγάρων
Κι ισορροπώ στον παγωμένο ποταμό, στο τριεθνές
Σκουριάζω
τρίκυκλο που εγκαταλείψαν δουλεμπόροι
Ίχνη φωτιάς τριγύρω
ενώ απάνω λυκοφέγγει το φεγγάρι


Όταν περάσει ο καιρός και η προτελευταία σου στιγμή γίνει η τελευταία
και τότε στο ανέκλυτο συναιρεθείς
κι ο χρόνος σου εντοπιστεί εκεί που κείται ο ξενιστής
- πνεύμα αλλοπρόσαλλο
κάποιου που επαναλαμβάνει συνεχώς την ίδια τάξη -
τότε, μην επαναπαυτείς


Τα βράδια ξεσηκώνονται τα ποιήματά σου
και νευρικά κυκλοφορούν στα βυθισμένα σπίτια
Παρενοχλούν τους κοιμισμένους
και τους ρωτούν αν ζει ο Βασιλιάς τους
Ύστερα γλιστράνε στα σεντόνια
και επωάζουν


Όλο και πιο λίγο απολαυστικός με τον εαυτό σου
ερειπωμένος
πέτρινος περιστεριώνας το πρωί που λείπουν τα πουλιά
στημένος στον αέρα των αιώνων
αναμένεις το άγαρμπο χέρι
για να ξεριζώσει τ’ αρχίδια σου
- γιατί έτσι μόνο πεθαίνεις εσύ -
αλλά μην το αφήσεις να ξεριζώσει την καρδιά σου


Τώρα πέταξε πριν η αδυναμία της χτυπημένης σου φτερούγας
κουράσει τον ρυθμό που κρατούν σιωπηλά τα αποδημητικά
στις αποστάσεις των ηπείρων
Και το μικρό χτίσμα που σε στεγάζει
- οστεοφυλάκιο από ίνες φωτός -
κι αυτό, σαν επινόημα της μεταφυσικής σου προκύπτει
Το εμπιστεύτηκες αν και τίποτα δεν του βρήκες στέρεο
Τίποτα δε σε έτερψε
Ούτε τα ομοιώματα στις τέσσερις γωνίες
- άψυχες διακοσμήσεις των εκτροφέων -
ούτε οι σταυροί


Ακόμη και τώρα
που η πτήση σε κουράζει και πρέπει να χειμάσεις
δε ραγίζει το μέτωπό σου
Κανείς βρομιάρης που χώνει τα χέρια του
δε σε πτοεί
Ούτε οι φλύαροι κελαηδισμοί των τρίτων
ούτε οι σιωπές σου σε πτοούν
- κυρίως από τότε που εξόντωσες την ικεσία

Οι ανάσες των νεκρών
από το κοιμητήρι πιο κάτω στην κοιλάδα
ή τα παράταιρα τραγούδια των ζωντανών
καθώς κατηφορίζουν
όλες οι ποικιλίες των ερεθισμών
διόλου δεν επηρεάζουν το ισχυρό σου ένστικτο θανάτου
Τα κατάφερες


Αλλά το πρόσωπό σου
- απλούστερα, η αλαμπουρνέζικη φιγούρα σου -
τέκνο της Ιδουμαίας
μάσκα του Αγαμέμνονα
αφηρημένη αρνητικότητα που εντούτοις εκπληρώνει ματαιώσεις
και ό,τι πιάνει γίνεται χρυσός
παρδαλό σκιάχτρο που απειλεί
προτού το αποσύρουν οι αμπελουργοί
το πρόσωπό σου λέω, Μίδα
σα να περιμένει να εισπνεύσει τους φόβους σου
για να τους ανατάξει κατόπιν με τις τεχνικές
των μεγάλων γυψαδόρων του σικελικού μπαρόκ
Το πρόσωπο, δεν είναι άραγε η ερημία en personne;
Η φαγωμένη ερημία κάποιου που δεν μπορεί άλλο να συνθέσει τον εαυτό του
να καταρρεύσει στο δράμα του
να καγχάσει με τη θεωρία της υπογραφής
να πει, τέλος πάντων, το σεσημασμένο
στους διευρυμένους τόπους των περιστεριώνων και των νεκροταφείων
κρίνοντας ζώντες και νεκρούς
επικρίνοντας την ιλαρότητα στο τέλος τής
μικρής κωμικής ανακεφαλαίωσης


Περισσότερο από πυρκαγιά
το κύρος που τον περιβάλλει
τα κρόσσια ενός εξίτηλου φωτός
πάνω απ’ το φως
όπου προβάλλει, κυνηγημένος – κυνηγός
ο Άγιος Ιάκωβος ο οδοιπόρος σου, Τισιάνο

Αυτός μάλιστα
Τρέμοντας σύγκορμος, προέρχεται
Πηγαίνει κάπου
Προπορεύεται
Μετατρέπει το υπόστρωμα της τέχνης σου
- χρώμα και αίσθημα – σε Δείξη
ένα «Ιδού» που δείχνει:
- Δέστε πως περιπατούν οι δάσκαλοι
λάβροι για τη ζωγραφική
με όλη τη βουλητική πλευρά τους τεταμένη
ζωγραφισμένη ήδη
προτού εισέλθουν στις στοιβάδες της μπογιάς
σκαλώνοντας σε κάτι σαν ψυχή του μουσαμά τους
Δέστε με, έρχομαι
και κει που θα ’ρθω είμαι
Φορώ τον βαθυσκότεινο μανδύα ενός αμφίβολου Χριστού
καθώς βαδίζω στο μέλλον το απόλυτο των ζωντανών:
τον Πίνακα
Εδώ θα κατοικώ
επίπεδο άγαλμα της τύχης και της έμπνευσης
Δέστε με, αν είναι δυνατόν
Πέρα από το ορατό η όραση να βλέπει
ό,τι δεν γίνεται να δει, ό,τι δεν γίνεται να πει
χωρίς τα μακροσκοπικά γυαλιά της γλώσσας
Φοβάμαι
μα πιο πολύ φοβάμαι τις σκιές
στα αδειανά δωμάτια τη νύχτα
Τα πρόσωπα λογίων γυναικών
που συζητούν για τον Μιχαήλ Άγγελο

Κι εγώ φοβάμαι τις σκιές
Δεν μπόρεσα να ρθώ στο ραντεβού, Τισιάνο


Πήγα στον πίνακα
Δεν ήξερα από πού να βγω.
Έφυγα
Το βήμα που οδηγεί, δεν τόλμησα
Προσήλωση δεν είχα σ’ ένα επίτευγμα
όχι της διάνοιάς μου
αλλά της εμμονής του ορυκτού
να διαβρωθεί, έως ότου να θρυμματιστεί
ελάχιστο, ως κόκκος άμμου
Δεν είναι όλες οι ζωές υπερκινητικές
κι οι δεξιότητες δεν μαρτυρούν παιδεία στα χαρτιά
αλλά τον εύθρυπτο πλεονασμό πωρόλιθου
πρόπτωση του ανόργανου στο σώμα
σε χέρια ατάλαντα
Δεν μπόρεσα ν’ αγγίξω την καρδιά σου
όταν ενώπιόν μου έφερες τον Άγιο
με την ορθομαρμάρωση ενός σώματος γεροντικού
χνώτα θυμού
βλέμμα επαρμένο
στραμμένο εκεί, επάνω δεξιά, όπου έγκειται ο Θεός
με τη στροφή της κεφαλής κιναίδου
και τον λαιμό – κλαδί στριφνού κορμού
μιας γέρικης ελιάς που αποτιμά την ερημιά της γης
του πτώματος που δεν κατόρθωσα να ξεπεράσω
Δεν μπόρεσα να φτάσω σ’ έκσταση
ερχόμενος σε σύμπνοια με το θείο της παράστασης
Τι περισσότερο διαθέτει ο συναισθητικός
κι υπερτερεί
ακούγοντας το ποδοβολητό του Αγίου
με τα μάτια;

Ένα χαλίκι αιχμηρό
στις άκρες των φθαρμένων σανδαλιών του
- η ελάχιστη πληγή ανάμεσα στα δάχτυλα που δεν την είδα -
Το αόρατο εμπόδιο
για όποιον απορεί με τον σωσία σου
Πως γίνεται να αποδεσμεύει η γύμνια του
τόση καταστολή της αγιοσύνης;
Πως ξεγυμνώνεις υπερβατικούς;

Κι εγώ γυμνώνομαι
Και αν λυτρώνομαι, είναι σε επίπεδο λιγοψυχίας

Όλο και περισσότερο κλεισμένη στον εαυτό σου
Όλο και λιγότερο ελευθερωμένη
από τους μαύρους ίσκιους του ύπνου
Σ’ άλλους μιλάς για αισθήματα που δεν τα αναγνωρίζουν
Εμένα, που ξέρω, δεν με ρωτάς

Ερημωμένη
πέτρινος περιστεριώνας το πρωί
που λειπουν τα μικρά
περιμένεις το κακό μου χέρι
να σου ξεριζώσει τα στήθια
Μην το αφήσεις να τραβήξει
και τ’ απομεινάρια
μιας σπουδαίας καρδιάς

Πέταξε
πριν η αδυναμία της χτυπημένης σου φτερούγας
κουράσει το ρυθμό που κρατάς στις αποστάσεις των ηπείρων
όταν πετάγεσαι στον ύπνο σου
με την ψυχή στο στόμα
και επιδίδεσαι στην κίνηση της αναγνώρισής μου
ψάχνοντας στο άδειο μαξιλάρι

Πετάω κι εγώ, αλλά πιο χαμηλά
Και το μικρό κτίσμα που μας στεγάζει
- οστεοφυλάκιο από ίνες ερώτων και θυμώματα καλοήθη -
κι αυτό, στη μεταφυσική σου έγκειται
και στη φουντωτή ουρά του παγονιού
που μας παρακολουθεί σκαρφαλωμένο στο δέντρο
Τίποτα δεν βρήκες διασκεδαστικό
Κανείς άνθρωπος που χώνει τα χέρια του
δεν σε πτοεί πλέον
ούτε οι επιγενόμενες σιωπές σου
ούτε οι αντισταθμιστικές φλυαρίες μου
Και το πρόσωπό σου
- μάσκα βενετσιάνικη με το μεγάλο λευκό
μέτωπο -
δεν είναι άραγε το μοναδικό σου κατάλλειμα;
(Αν βέβαια εξακολουθήσεις να μεταμφιέζεσαι
στον PIERROT ASSASIN DE SA FEMME
της παντομίμας)


Έτσι δρα ο Μίμος που το παιχνίδι του περιορίζεται
σ’ έναν αέναο υπαινιγμό χωρίς να σπάζει τον καθρέφτη


Βιάζεται
Πολύγραφος επαίτης της εικόνας
Χάρτινος άνθρωπος
Ψυχή από χαρτί
Όταν του έδωσαν ολόκληρο τον κόσμο
ζήτησε καθρεφτάκια
Κι όταν αδέξια σήκωσε την πέτρα
- γιατί ο κόσμος κρύβεται σαν το σκορπιό -
τρώθηκε, παρά τα αντίδοτα μελάνια


Πόσες γενιές χρειάστηκε το ανθρωπάκι
πριν χάσει την αγριότητά του;
Κι ο σκορπιός, κάτω από την πέτρα
πόσες γενιές σκορπιών να ξεπικράνει;


Η αγριότητα είναι προαίσθημα λοιπόν;
- Μη σηκώνεις τις πέτρες
μην αραιώνεις το αίμα σου με αντίδοτα
την πράσινη ροή του δηλητήριου, μην εμποδίσεις


Γιατί να ονομάζουμε αλήθεια το νερό;

Διψούν οι άνθρωποι και πίνουν
απ’ το πικρό ποτήρι της καρδιάς
εγκαταλείποντας την υποχρέωση του επείγοντος προσδιορισμού
όπου, ό,τι δεν ορίζεται τους φαρμακώνει


Στίβουν τις λύπες τους
Διασπούν στον αντιδραστήρα των ματιών το δάκρυ
Επικαλούνται την αυτόδηλη ισχύ της έλλειψης
και ξεδιψούν
αδιαφορώντας για την τύχη της χημείας
λες και ένα τέχνασμα θεών τους φέρνει στη πηγή
- που η πηγή το σκέφτηκε -
κι ανοίγουνε τις χούφτες στο νερό
να σβήσουν την κατάπτωση του σθένους
να ανορθώσουνε στο μάτι της πηγής
τον λόγο
Με τις υδρίες τους επ’ ώμου,
Δοσμένοι οι διψώντες και πολεμιστές
Κι ακόμη ικευτετικώτεροι του ικετευτικού,
λένε:
- Διψάω για ζωή,
για κάτι πιο σπαρακτικό από ζωή,
δικαιοσύνη


Διψούν και μέσα τους βυθίζονται ως τα μισά
όπως ο πηγαδάς βαθαίνει τα επουράνια
και ανοίγει η φλέβα του καρπού,
ματώνει και μύγνηται αίμα και νερό


- Ένα ποτήρι σας παρακαλώ
- μετωνυμία ασφαλώς -
να ξεδιψάσω
Στο φιλιατρό του πηγαδιού
μετράω δικαίους


Φτάνω στην αποκάρωση του τίποτα
το καίω κι αυτό
τίποτα να μη μείνει
μόλο που το χώμα βγάζει το ζιζάνιο
το σώμα τον καρκίνο


Μπροστά στη ριζοσπαστική φωτιά
με την καταβολάδα του ινδιάνου στο κεφάλι
γυρνάω γύρω – γύρω
έως ότου αρχίσω να αλλαλάζω
καλώντας τον μετεμψυχωμένο πνεύμα μου
να με ηρεμήσει
να με κρύψει μέσα του


Αυτούσιος ο εαυτός μου:
ποίημα του Θεού


Τώρα σε καταλαβαίνω
στην πληρότητα που μου άξιζε
τώρα τη νύχτα, στη διαπασών
αλλά έπρεπε να περάσουν τα χρόνια
για να μου δείξει το κόρνο
την καλοσύνη σου


Αλλάζει ο ρυθμός
και διακριτικά η συγχορδία
με εισάγει στο adagio molto που τραγουδώ
Τα χέρια μου σκάζουν το χειμώνα
Δεν τα φροντίζω πια
Δεν διευθύνω
Δεν έχω τρόπους να αναχαιτίσω τον ξεπεσμό
Δεν μπορώ να ακούσω τη φωνή μου
παρά στα ποιήματα και στα βιολιά
Μου δείχνουν το φόβο
Με αποσπούν
Όπως το πρόσωπο εκείνου που ένας θεός του έκλεισε
την ακοή για να μην υπάρχουν άλλοι ήχοι
εκτός από τους δικούς του


Και περιμένω
γριά κούκλα με φορεματάκι κοριτσιού
γύψινη προτομή
πάνω απ’ το πιάνο του κοριτσιού
κάτω απ’ το κρεσέντο της τίγρης
στο presto – allegro assai
των εικοσιτριών λεπτών
και των πενηνταέξι δεύτερων
που ξετρελαίνουν το χρόνο


Βιάζομαι
αλλά τώρα πείθομαι από τον μετρονόμο
Προβάλω την δικαιολογία
δεν έχω όμως λόγο να προσβάλλω
την ανέντιμη συμφωνία με το θάνατο
Κρύβω τα μάτια μου με λάσπη
Βουλώνω με λάσπη τ’ αυτιά
Όλα τα αναθέτω στη σύριγγα


Δεν είναι αλήθεια πως σ’ αυτό που ήμουν
επιστρέφει το χώμα;


Συγκεντρωμένη
αλλά για πόσο ακόμη;
αφού η φωτεινή κηλίδα
γλυστράει αλλού
κι αλλάζει η γωνία της φθοράς
σα να αμβλύνθηκε το φως
στο πρόσωπό της
ή να έπρεπε να χειριστεί το φως, αλλιώς
να συλλαβίσει το αναπότρεπτο
ως το τέλος


Στην αντηλιά της επιτρέπεται να ξαποσταίνει
ν’ αναπνέει ελάχιστα
σαν άνθρωπος από χαλκό
σε συνεχή παρεκτροπή
απ’ τον άνθρωπο που υπήρξε
χωρίς παραφορά
βρίσκοντας το λιγότερο
απ’ ό,τι της αρκεί στο μέτωπό της

Στέκεται στην εικόνα της μπροστά
Παρατηρεί, λυπάται, ενθαρρύνεται
Σβήνει το φως
Δεν την κρατά το σπίτι
Δεν την κρατάει η καρδιά
παρότι η κούκλα μέσα της σκιρτά
διότι κανέναν άνθρωπο
δεν τον αφήνει ολωσδιόλου ο εαυτός του
Ο μάρτυρας της νιότης της
το σκίρτημα μιας σκοτεινής επίγνωσης
που την φιλά στα μάτια


Χτενίζει με ηρεμία τα μαλλιά
Παραφυλάει το χρόνο
Άλλη δεν έγινε
- πως θα ήταν δυνατό;
Θα την δεχτεί αδιαμαρτύρητα τη διαφορά


Φοράει ένα μαύρο νυφικό, σιμώνει
σαν να του λέει:
Θάνατε, ήρεμη είμαι εδώ
ενώ το χιόνι
στρώνει στο ωραίο σώμα της, υπομονή
Ξαπλώνει, ορθώνεται μετά
Πώς έμαθε να κοροϊδεύει την οδύνη;
Πώς τον αρπάζει απ’ το λαιμό ικετευτικά;

Δεν ήθελες τις συντομεύσεις
γι’ αυτό κι ονόμαζες
πετροχελίδονο
τα μικρά πουλάκια της καρδιάς σου
μύριων όσων ελιγμών
τα περισσότερα λοξά,
αλόγιστα


Δεν είναι φανερό πως κυνηγούνε κάτι
κι ας φτερουγίζουν
γύρω απ’ το γείσο του ερειπίου
προορισμένα για ευρυγώνιες στεριές


Κι οι μικρές σου παρεμβάσεις
- σκιές ψαλιδισμών
που κόβουν τη σιωπή μου –
κεντούν κι αυτές το δειλινό
με σταυροβελονιές


Σταυροί στην άκρη του ουρανού
Υπογραφές
Αιτήματα που με ρωτούν
αν είσαι εδώ


Αποδημία

Το πνεύμα της ποιήσεως

Λοιπόν, το στοιχείο που θα επικρατήσει
όταν δεν θα προστίθεμαι στη γη
θα είναι ο αέρας
Ρεύμα αέρα, δυνατό
θα επιλέξει από τη δέσμη των χαρτιών μου
τον δισταγμό
Θα τον λικνίσει λίγο
πλάι σε πράγματα ανθεκτικά
κι ύστερα, θα τον ανορθώσει
εμψυχωμένο σαν την καρδιά μου

Σε εισπνέω πνεύμα της ποιήσεως
και θα σε εισπνέω
όταν το σώμα μου γίνει λέξη

Πίστεψέ με, κάποτε θα μας ψάχνουν

"Πίστεψέ με, κάποτε θα μας ψάχνουν να δουν πως ζήσαμε μαζί/ όμως μακριά θα ταξιδεύουμε σαν παλιά ανάμνηση, καλύτερα έτσι/ μόνο όταν ο άνεμος χτυπάει στα τζάμια μανιασμένος, θα ερχόμαστε πάλι/ να ξυπνάμε συνειδήσεις κι έρωτες, ότι χάνεται ματωμένο στα χρόνια/ ένας περίπατος στις εποχές θα μένει, ζητώντας απεγνωσμένα κάποια ανάσταση/ μα περισσότερο πάθος, θυμάσαι ήταν η μόνη αλλαγή που εν δώσαμε."

η αίσθηση και η αισθητική

Ασάλευτος έμεινα...
όταν πέρασες από μπροστά μου...
Γέμισε η οπτική μου...
και ξεκίνησα να σκέφτομαι αλλιώς...
Είναι έρωτας...είναι έρωτας...
Είναι θαυμασμός κι αγάπη...
Με ταξιδεύει η μορφή σου...
στις σποράδες και στην Αίγινα ....
Θάλασσα..και λουλούδια....
και δύο φιλιά στο μέτωπο...
Κυριεύεις την ποίηση...
ανατρέπεις το δράμα
Παρατηρώ το φτερούγισμα σου...
σαν πεταλούδα από λουλούδι σε λουλούδι...
Αγάπη μου ο πλούτος είσαι συ...
και τα άστρα αντανακλώνται στο δέρμα σου...
Καμιά καταιγίδα...καμία θύελλα δεν σβήνει τον έρωτα...
Κανένας θεός και κανένας άνθρωπος δεν τελειώνει το χρόνο
Τρία βότανα αρωματίζουν τους πόρους σου...
και δίνουν γλύκα στην ορθωμένη ανάταση της δική σου φύσης...
Όσο και να αντιστρέφεται ο χρόνος....
όσο και να κυλά σαν δάκρυ το ρετσίνι...
Μένουμε μόνοι ...
για πρώτη φορά και μιλάμε ...
και ένα και δυο φιλιά...
Με θέα στη χαρά που διαδέχεται την άσκοπη θλίψη...
μαζί με ήχους ραψωδίας του άπιαστου ιδανικού συναισθήματος...
Στα νερά της πηγής της νιότης κολυμπάμε...
και τρέχουμε στο γυρισμό του έρωτα σε απόμακρη αετοφωλιά...
Σώμα...σώμα λέαινας και γεύση φιλιού λεβάντας ...
Που με ταξιδεύεις;
Σε μια λωρίδα γης...πλάι στο γαλανό Αιγαίο...
ή στο ταπεινό Ιώνιο...
Αγάπη μου,...
άσπρο μου περιστέρι ...
καλοκαίρι μου...
με πείσμα σαν του Ιούλη...
αρχόντισσα μου...ερωμένη μου...
Δίδαξε μου την αίσθηση και την αισθητική του έρωτα

Ηχος βουβός


...
όταν πεθαίνει η αγάπη
ένας άηχος πικρός λυγμός
γίνεται της καρδιάς ψαλμός
κόμπος στο λαιμό και δάκρυ
...
κείτονται στο χώμα ερρείπια
τα λογια που δεν ειπώθηκαν
κι οι στιγμές μοιρολόγια
για όσα φιλιά δε δόθηκαν
...
όταν πεθαίνει η αγάπη
ένας αθέατος σφυγμός
ακούγεται ήχος βουβός
στης καρδιάς την άκρη

Μη με πεις άλλο ποιητή



Πρόσωπο δεν υπάρχεις Τέλειωσες άσκημα κάθε νύχτα

Ένα ταξίδι ινκόγκνιτο ήτανε όλα
Ένας χρόνος αγνώριστος σε μιαν άγνωστη χώρα

Μα τώρα η λογική μου γιατί έχει γίνει παράλογη

Σ΄ αυτό το παράθυρο απ’ όπου υποθέτω δεν πρόκειται
Ούτε να βγει ούτε να μπει καμιά ζωή

Κι απλώνεται πάλι αυτός ο κίτρινος ορίζοντας

Μέσα σ’ ένα παγωμένο μνημείο μεσημέρι

Αλλ’ αυτό το χαλασμένο αίμα μπορεί να το πίνει κανείς


Το πικρό του σώμα κατεβαίνει ολοένα τον ουρανό

Από μόρια χρονοΰλης τρύπιο νεφέλωμα

Από μόνο πως θα πεθάνω σ’ ένα χτες από μένα και τίποτα

Δίχως να ‘χω πολλά λόγια να πω

Κουράστηκα με την άβυσσο Αυτήν τη φωνή μου


Μιλώ με τον Μάλερ


Έναν αμφίβιο τρόμο Έναν υπόγειο κρότο

Έναν πυροβολισμό πάνω στο πρόσωπό μου

Σπέρματα της πολιτείας κεραίες χοάνες μαύρα αγκάθια


Ένας που πέρασε απόψε σαν πάλι


Κι οι λέξεις μου έρχονται και τεντώνουν την ίδια πάντα μουσική

Όμως η τελευταία ποίηση γράφτηκε πριν από χρόνια

Φτάνει πια Μη με πεις άλλο ποιητή

Πίνω το κίτρινο πρόσωπό μου

barfly



η Τζέην, που είναι πεθαμένη εδώ και 31 χρόνια,
δεν θα μπορούσε ποτέ
να φανταστεί ότι θα έγραφα ένα σενάριο για τις μέρες
που πίναμε μαζί
και
ότι θα γινότανε ταινία
και
ότι μια όμορφη ηθοποιός θα έπαιζε τον δικό της
ρόλο.
μπορώ ν΄ ακούσω την Τζέην τώρα: ?Μια όμορφη ηθοποιός; μα,
για όνομα του Θεού!?
Τζέην, έτσι είναι οι σώου μπίζνες, γι' αυτό πήγαινε,
αγαπημένη μου, πάλι να κοιμηθείς, γιατί
όσο σκληρά κι αν προσπαθήσουνε
δεν θα μπορέσουνε να βρουν καμία ακριβώς σαν
εσένα
κι ούτε κι εγώ
θα μπορέσω.

το τείχος

Αυτό το τείχος που υψώθηκε μπροστά μου,
να το γκρεμίσω δεν θα καταφέρω.
Δεν έχω όρεξη και τόσο να κοπιάσω,
μου μένει πια με τον καιρό να συνηθίσω.
Μου κρύβει φως,μου κλέβει αέρα
και τη μισή μου θέα,αυτό θαυμάζει.
Ομως αν δεν με βόλευε και λίγο,
το δίχως άλλο,δεν θά'χα αφήσει να χτιστεί!

Το αποφάσισα,θα του επιτρέψω να υπάρχει

και δεν θα λερωθώ γκρεμίζοντάς το!

(Το να μ’ αγαπάς όταν δε φορώ παπούτσια....)

Το να μ’ αγαπάς όταν δε φορώ παπούτσια
σημαίνει ότι αγαπάς τα μακριά ηλιοκαμένα μου πόδια,
τα γλυκά μου, καλά και χρήσιμα σαν κουτάλια.
Και τις πατούσες μου, αυτά τα δυο παιδιά
που τ’ άφησαν να βγουν να παίξουνε γυμνά.

Τα κύματα είναι ναρκωτικό, φωνάζουν

υπάρχω, υπάρχω, υπάρχω,
όλη τη νύχτα. Ξυπόλητη
παίζω ταμπούρλο πάνω κάτω στην πλάτη σου.
Το πρωί τρέχω από πόρτα σε πόρτα
του ξυλόσπιτου παίζοντας κυνηγητό.
Τώρα με αρπάζεις από τους αστραγάλους.

Τώρα ανεβαίνεις προς τα πόδια

και έρχεσαι να με καρφώσεις στο σημείο της πείνας μου.

Το δάσος



Η εξομολόγησή μου για πρώτη φορά


Ας γραφεί με το αληθινό όνομά της

Ε ξ ο μ ο λ ό γ η σ η
Και όχι καθόλου προσπάθεια ποιητική
Αφού έτσι πρέπει
Να πονέσω
Ακόμα πιο πολύ
Γι’ αυτό

Μπορούσα να αμύνομαι

Τώρα το λέω μοναξιά

Σχετικά προσθέτω στις αναμνήσεις μου πως είχα κάποτε ένα σκυλί.

Σκεφτόμουνα πως δε θα ήτανε τίποτα πιο ωραίο απ’ το να είσαι σκυλί.
Έτσι όπως τα χτυπάς και υποτάζονται.
Είναι αρκετός καιρός.

Κι όσο γι’ αυτά που σας άφησα

Σήμερα
Να υπονοηθούν
Δεν είναι από αγάπη
Το θέλησα
Γιατί στο δάσος βουλιάζει κανείς
Μόνο για να μπορέσω
Από κάπου να βγω.

εθισμός

Κι ήταν ίσως, απάτη των ματιών
Πως κάθε μέρα, ένα παλιό ασθματικό λεωφορείο
Μούγκριζε στο προαύλιο,
Φρενάροντας με νύχια γαμψά,
Ξεφορτώνοντας αφίξεις της μεγάλης απουσίας
Κύματα μελαγχολίας,
Σε λεπτές λωρίδες,
Δελτία κι εισιτήρια
που δεν εξαργυρώθηκαν..
Γιατί κανένας αριθμημένος
Δεν ταξίδεψε πραγματικά, ποτέ…

Έφευγε, χανόταν ύστερα

Σαν εντεταλμένο μισθοφόρο φάντασμα
Το λεωφορείο,
Κι η πλάνη της εξάτμισης
Αναθυμίαζε για ώρα
Την απορία,
Στις μετέωρες σιλουέτες των αποσκευών
Που έχασκαν άγνωστη ιδιοκτησία
Στο τσιμέντο της αυλής…

Κι ούτε ένας επιβάτης,

Ένας παραθεριστής του ονείρου,
Ένας χλωμός απώλειας,
Ένας στρατιώτης τσακισμένος πολέμου,
Ή έστω, ένας μόνος του,
Από την εγκατάλειψη μιας Κυριακής…

Το άλλο πρωί,

Με την ίδια πεταλούδα ελπίδα
Θα ζέσταινες το πιάτο της αναμονής
Μιας ακόμα απάτης,
Και θα κοιτούσες από το παράθυρο
Με πιο γαμψά
Τα δυό σου μάτια…

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

Συνεπής αναρχο- αυτόνομος

Ενταύθα αναπαύεται
ένα εντελώς ανήσυχο μυαλό.
Στην επιτύμβια πλάκα ανεγράφη:
Μαρξιστής αρχικά,
Μωαμεθανός μονόχνωτος μετά,
αγωνισθείς σθεναρά
επί των επάλξεων της φρεναπάτης.
Ακολούθησε τη μοναχική
πορεία του έως τέλους,
συνεπής αναρχο-αυτόνομος.
Ωφέλησε λίγο, έβλαψε πολύ.
Προσετέθη τελικώς
εις τους πατέρες αυτού,
-εάν όχι πλήρης ημερών,
πλήρης ιδεών πάντως
και εν ειρήνη

ΘΕΛΩ Ν’ ΑΓΟΡΑΣΩ ΕΝΑ ΘΑΥΜΑ…


Στεκότανε με υπομονή και αποφασιστικότητα μπροστά στο λευκό πάγκο του φαρμακοποιού.
Ήταν λίγο πιο ψηλή απ’ τον πάγκο. Η λιγνή σιλουέτα της, φωτιζότανε από δυο μεγάλα παιδικά μάτια.
Στεκότανε εδώ και πέντε λεπτά περιμένοντας να την προσέξουν. Όταν κατάλαβε ότι θα περνούσε κι
άλλη ώρα, χωρίς αποτέλεσμα, άρχισε να τρίβει τα πόδια της στο πάτωμα… Τελικά, το αποτόλμησε.
Μ’ ένα κέρμα πενήντα λεπτών, χτύπησε το τζάμι του πάγκου αποφασισμένη να διακόψει τη συζήτηση
και να την προσέξουν.
– «Γιατί μάς διακόπτεις , μικρή μου;» ρώτησε αιφνιδιασμένος κά-πως ο φαρμακοποιός… «Βλέ-
πεις πως έχω μια πολύ ενδιαφέρουσα συζή-τηση με το γιατρό, απ’ εδώ… Γιατί, λοιπόν, δεν περιμένεις
λίγο;»
Η Ελπίδα δίστασε για λίγο… Στη συνέχεια ανακτώντας το θάρρος και την αυτοπεποίθησή της
άκουσε τη φωνή της να λέει «Πρόκειται για τον αδελφό μου, το Στέλιο. Είναι άρρωστος… πολύ άρ-
ρωστος. Θέλω ν’ αγοράσω ένα θαύμα…»
Η έκπληξη τώρα αντικατέστησε το θυμό που είχε σχηματιστεί στο στρογγυλό πρόσωπο του φαρ-
μακοποιού. Κατέβασε πιο χαμηλά τα μυω-πικά του γυαλιά , και κοίταξε με περιέργεια τη μικρή που
είχε ορθώσει κάπως το κορμάκι της, για να γίνει πιο ορατή και για να εισακουστεί.
«‘Ένα θαύμα…» επανέλαβε αμήχανα ο φαρμακοποιός κοιτάζοντας το γιατρό που κι αυτός κοί-
ταζε με περιέργεια αλλά και συμπάθεια τη μι-κρούλα που είχε την τόλμη να τους διακόψει, χωρίς να
διαθέτει όμως θράσος.
«Εδώ μικρή μου, δεν πουλάμε θαύματα… Μόνο φάρμακα πουλά-με, δεν το ξέρεις;» απάντησε ο
φαλακρός φαρμακοποιός.
«Εγώ ξέρω ότι ο αδερφός μου είναι άρρωστος και ότι οι άρρωστοι έρχονται συνήθως εδώ, για ν’
αγοράσουν ό,τι τους χρειάζεται… Έχω έρ-θει μερικές φορές με τη μαμά μου… Ο αδελφός μου είναι
βαριά άρρω-στος. Έχει κάτι στο κεφάλι του που μεγαλώνει… Έτσι είπαν οι γιατροί. Άκουσα το μπα-
μπά μου και τη μαμά μου να το συζητούν και να λεν ότι μόνο ένα θαύμα μπορεί να τον σώσει τον
αδελφό μου. Κι εγώ μάζεψα όλες μου τις οικονομίες, να εδώ τις έχω, πέντε ευρώ και πενήντα λεπτά…
αυτά είχα από τα χαρτζιλίκια μου κι ήρθα ν’ αγοράσω ένα θαύμα για να γίνει καλά ο αδελφός μου.
Πόσο κάνει ένα θαύμα;» ρώτησε η μικρή με παιδική αφέλεια.
Ο φαρμακοποιός αυτή τη φορά δεν κατάφερε να κρύψει ένα αυ-θόρμητο γέλιο που του βγήκε.
«Μα σου είπα μικρή μου… εδώ δεν που-λάμε θαύματα… Μόνο φάρμακα πουλάμε, που μπορεί να κά-
νουν καλά κάποιους άρρωστους… όχι όλους… Πάντως μ’ αυτά τα λεφτά που κρα-τάς στα χέρια σου
κάποια παυσίπονα μπορείς να πάρεις… Λυπάμαι…»
Το παιδικό χαμόγελο έσβησε στα αθώα της μάτια που φάνηκαν να νοτίζουν. Ετοιμάστηκε να φύ-
γει, όταν τη σταμάτησε ο άλλος άγνωστός της, ο γιατρός.
«Μια στιγμή μικρούλα μου, μια στιγμή… Πριν φύγεις, για πες μου, τι είδους θαύμα χρειάζεται ο
αδελφός σου… για να γίνει καλά;». «Δεν ξέρω ακριβώς… Ξέρω ότι χρειάζεται μια εγχείρηση αλλά δεν
έχου-με χρήματα. Έτσι λέει ο μπαμπάς. Δεν έχουμε τα χρήματα… Γι’ αυτό κι εγώ θέλω να πληρώσω με
τα δικά μου λεφτά… Αυτά έχω όλα κι όλα, 5 ευρώ και 50 λεπτά! Δεν ξέρω αν χρειάζονται κι άλλα…
Αν χρειάζονται θα ψάξω να τα βρω… Θα τα μαζέψω για να αγοράσω το θαύμα…»
Ο γιατρός χαμογέλασε… Κοίταξε με συμπάθεια τη μικρή που στε-κότανε τώρα μπροστά του
αμήχανη … Τα μεγάλα παιδικά της μάτια, κοιτούσαν και πάλι με ανυπομονησία, ικετευτικά.
«Ώστε, θέλεις να πληρώσεις ν’ αγοράσεις ένα θαύμα για να γίνει καλά ο αδελφός σου»… της
είπε ο άγνωστος γιατρός πιάνοντάς την από το χέρι… «Πάμε μικρή μου… πάμε στο σπίτι σου να μου
δείξεις τον α-δελφό σου και τους γονείς σου… σε πληροφορώ ότι τα χρήματα που κρατάς, φτάνουν
για ένα θαύμα σαν κι αυτό που χρειάζεται ο αδελφός σου…»
Περπατούσανε μαζί για λίγη ώρα, αμίλητοι… Ο γιατρός είχε πιάσε τη μικρή Ελπίδα από το χέρι.
Εκείνη ένιωθε μια παράξενη σιγουριά βαδί-ζοντας με τον καλοσυνάτο άγνωστο, καθώς της κρατούσε
το χεράκι της στη φαρδιά του παλάμη. Κάποια στιγμή τόλμησε να τον ρωτήσει:«Γιατί αρρώστησε ο
αδελφός μου τόσο βαριά, ώστε να χρειάζεται τώρα ένα θαύμα;»
Ο γιατρός χαμογέλασε . «Είσαι πολύ μικρή για να σου εξηγήσω και να καταλάβεις… Ή μάλλον
εγώ είμαι πολύ μικρός , όπως και όλοι οι γιατροί, για να μπορέσουμε να καταλάβουμε και να εξηγή-
σουμε το τι συμβαίνει γύρω μας και μέσα μας και αρρωσταίνουμε… Υπάρχουν λο-γιώ λογιώ αρρώ-
στιες. Και λογιώ λογιώ ερμηνείες. Κάποιες αρρώστιες ξέρουμε τί τις προκαλεί , κάποιες όχι. Αλλά ο
ανθρώπινος οργανισμός είναι ο ίδιος ένα θαύμα έχει ένα θαύμα μέσα του… Φαντάσου ότι γίνεται μια
μάχη… Κάποιοι θέλουν να μπουν σε ένα κάστρο… Υπάρχουν άγρυ-πνοι φρουροί μέσα στο κάστρο
που ειδοποιούν τους στρατιώτες όλους και τους κατοίκους. Έτσι γίνεται μέσα μας. Όταν έρχονται
εχθροί που θέλουν να μπουν στο σώμα μας, κάποια μικρά ζωύφια, τα κύτταρα που τα λέμε ‘μεγάλους
φαγάδες,’ μακροφάγους, κατατρώνε τους εχθρούς-εισβολείς, και γίνεται έτσι μια μεγάλη μάχη όπου
αντιμετωπίζουμε κά-ποιες αρρώστιες και νικούμε… Είναι θαύμα αυτό αν το καλοσκεφτείς… Ο οργα-
νισμός, ο άνθρωπος, έχει την ικανότητα να αυτοθεραπεύεται… στις περισσότερες αρρώστιες. Το 60
με 70% των ασθενειών μας αυτοθε-ραπεύονται…»
Χωρίς να το καταλάβουνε, φτάσανε στο μικρό διαμέρισμα μιας παλιάς πολυκατοικίας. Μπήκε
μέσα πρώτα η Ελπίδα. Ο γιατρός ακολού-θησε. Συστήθηκε στους γονείς της. Ήτανε διακεκριμένος
νευροχειρούρ-γος. Οι γονείς της, τον είχαν ακουστά… Ζήτησε να δει τον ασθενή, και τις ακτινογρα-
φίες, τις αναλύσεις, τις ιατρικές γνωματεύσεις…Οι γονείς του Στέλιου είδαν το γιατρό σα θεό μπρο-
στά τους.
«Μόνο ένα θαύμα μπορεί να τον σώσει» μας είπαν, «Μόνο ο Θεός… Πιστεύετε στο Θεό γιατρέ;»
ρώτησε με ένα λυγμό η μάνα του αρρώστου, έτοιμη να καταρρεύσει.
«Πιστεύω κυρία μου… Πιστεύω και μπορώ να σας πω ότι πι-στεύω περισσότερο στο Θεό που δεν
το βλέπουμε παρά στους ανθρώ-πους που τους βλέπουμε. Γιατί ο άνθρωπος είναι ασταθής. Ο κάθε
ένας από εμάς είναι διαφορετικός από τον άλλον. Μπορεί να μοιάζουμε όλοι μεταξύ μας, αλλά ο κάθε
ένας είναι διαφορετικός. Σαν τα δαχτυλικά μας αποτυπώματα που μοιάζουν αλλά είναι ανόμοια. Ο
άνθρωπος είναι και απρόβλεπτος. Σε αντίθεση με το Θεό που είναι σταθερός στις αρχές και στους
νόμους του. Κάθε μέρα ξέρουμε ότι θ’ ανατείλει ο ήλιος, θα νυ-χτώσει, θα φυτρώσουν οι σπόροι,
τα ζωντανά θα εξακολουθούν να γεν-νάν… και τόσα άλλα σταθερά γεγονότα επαναλαμβανόμενα..
Μόνο αυ-τός που έθεσε τους νόμους μπορεί όποτε θέλει και για λόγους που μόνο αυτός γνωρίζει
ακριβώς να ενισχύσει τις σωματικές μας δυνάμεις ν’ α-ντέξουμε τον πόνο, να νικήσουμε τις ασθένειες,
να δώσει δύναμη που ξε-περνά το φυσιολογικό, να κάνει μ’ άλλα λόγια ένα θαύμα… Πιστεύω στο
Θεό γι’ αυτό πιστεύω ότι με τη λογική σας, την πείρα μου, συν Θεώ, θα γίνει το θαύμα που θέλετε.
Θα γίνει μια επιτυχής εγχείριση. Αυτό χρειά-ζεται τώρα ο γιος σας Πρέπει να εγχειριστεί επειγόντως.
Τα υπόλοιπα εί-ναι δουλειά του οργανισμού του και του… Θεού. «Μα πώς θα γίνει αυ-τό… αφού δεν
υπάρχουν τα χρήματα». «Θα βρεθούν κι αυτά… έτσι δεν είπες Ελπίδα; Θα βρεθούν… Ο Θεός είναι
μεγάλος…»
Η εγχείρηση έγινε σε λίγες ημέρες στην κλινική που χειρουργούσε ο διά-σημος γιατρός. Κράτησε
πέντε ώρες. Πάνω από το κεφάλι του μικρού Στέλλιου ήταν άλλοι δύο γιατροί, έμπειροι. Έπρεπε να
ληφθούν όλα τα μέτρα- εξήγησε.
Οι γονείς του Στέλιου βρίσκονταν έξω από το χειρουργείο σε κα-τάσταση έντασης και αναμονής.
Εδώ και μέρες προσευχότανε ακατά-παυστα. Κάποια στιγμή, ο γιατρός βγήκε και τους είπε τα ευχά-
ριστα. Η εγχείρηση που ήταν δύσκολη γιατί ο καλοήθης όγκος πίεζε κάποια κέ-ντρα του εγκεφάλου,
πέτυχε. Το θαύμα είχε γίνει. Θα μπορούσαν να δουν το γιο τους την επόμενη μέρα, για λίγο. Θα έπρε-
πε να τον αφήσουν να ξεκουραστεί και να παίρνει φάρμακα για ένα διάστημα. Ο οργανισμός θα έκανε
το θαύμα της ανάρρωσης.
Η Ελπίδα πλησίασε το γιατρό. «Γιατί πρέπει να παίρνει φάρμακα ο αδελφός μου; Θα συνεχίσει να
πονάει;».
«Ίσως για λίγο. Ο πόνος δεν είναι πάντα κάτι κακό. Μας βοηθάει ν’ αγωνιστούμε… Όπως η πε-
ταλούδα να στριμώξει το σώμα της και να περάσει από τη μικρή σχισμή του κουκουλιού. έτσι, μ’ αυτό
τον αγώνα, ωθούνται οι χυμοί της πεταλούδας από το σώμα της στα φτερά, για να μπορέσει μετά να
πετάξει. έτσι κι ο Θεός. Μερικές φορές επιτρέπει τις δυσκολίες και τον πόνο, για να δυναμώσουμε
και ν’ αποκτήσουμε σοφία για να λύνουμε τα προβλήματά μας. Επιτρέπει τους κινδύνους για να τους
υπερνικήσουμε και να αποκτήσουμε θάρρος…»

Σκοπός μας είναι η δημιουργία μιας Ανθολογίας Ποιημάτων από το σύνολο των Ελλήνων Ποιητών- Ποιητριών αλλά και ορισμένων ξένων, καθώς επίσης και κειμένων που έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον μας. Πιθανόν ορισμένοι ποιητές και ποιήτριες να μην έχουν συμπεριληφθεί. Αυτό δεν αποτελεί εσκεμμένη ενέργεια του διαχειριστή του Ιστολογίου αλλά είναι τυχαίο γεγονός. Όσοι δημιουργοί επιθυμούν, μπορούν να αποστέλλουν τα ποιήματά τους

στο e-mail : dimitriosgogas2991964@yahoo.com προκειμένου να αναρτηθούν στο Ιστολόγιο.

Θα θέλαμε να τονίσουμε ότι σεβόμαστε πλήρως τα πνευματικά δικαιώματα του κάθε δημιουργού, ποιητή και ποιήτριας και επισημαίνουμε πως όποιος δεν επιθυμεί την ανάρτηση των ποιημάτων του ή κειμένων στο παρόν Ιστολόγιο, μπορεί να μας αποστείλει σχετικό μήνυμα και τα γραπτά θα διαγραφούν.

Τέλος υπογράφουμε ρητά ότι το παρόν Ιστολόγιο δεν είναι κερδοσκοπικό και πως δεν η ανάρτηση οποιουδήποτε κειμένου, ποιήματος κτλ γίνεται με μοναδικό στόχο την προβολή της ποίησης και την γνωριμία όλων όσων ασχολούνται με αυτή, με το ευρύτερο κοινό του διαδικτύου.