Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου 2012

Ὁ Μέγας Ἱεροεξεταστής

Ὁ μῦθος τοῦ Μεγάλου Ἱεροεξεταστῆ
(Μιλᾷ ὁ Ἰβὰν Καραμαζώφ)

Τὸ ποίημά μου ἔχει τοῦτο τὸν τίτλο! «Ὁ Μέγας Ἱεροεξαταστής» εἶναι ἀνόητο, μὰ θέλω νὰ σοῦ τὸ πῶ. (Ἀναφέρεται πρὸς τὸν ἀδελφό του Ἀλιόσα)
- Μιὰ εἰσαγωγὴ εἶναι ὡστόσο ἀπαραίτητη ἀπὸ φιλολογικῆς πλευρᾶς. Ἡ δράση ἐξελίσσεται στὸν 16ο αἰῶνα. Ξέρεις πὼς ἐκείνη τὴν ἐποχὴ συνήθιζαν νὰ παρεμβάλλουν στὰ ποιήματα οὐράνιες δυνάμεις. Δὲ μιλῶ γιὰ τὸν Ντάντε. Στὴ Γαλλία οἱ κληρικοὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν δικαστηρίων, κι οἱ καλόγεροι ἔδιναν παραστάσεις βγάζοντας στὴ σκηνὴ τὴ Μαντόνα, ἄγγελους κι ἅγιους, τὸ Χριστό, καὶ τὸ Θεό. Βέβαια αὐτὰ ἦταν θεάματα ὅλο ἀφέλεια καὶ πρωτογονισμό. Στὴν «Παναγία τῶν Παρισίων» τοῦ Βικτὸρ Οὐγκὼ πρὸς τιμὴν τῆς γέννησης τοῦ διαδόχου του θρόνου, τὴν ἐποχὴ τοῦ Λουδοβίκου ΧΙου, στὸ Παρίσι, ὁ λαὸς προσκαλοῦνταν νὰ παρακολουθήσει μία παράσταση διδακτική, ὁλότελα δωρεάν: «Τὴν Καλὴ Κρίση τῆς Παναγιωτάτης καὶ Κεχαριτωμένης Παρθένου Μαρίας. «Σ᾿ αὐτὸ τὸ «Μυστήριο» ἡ Παναγία ἐμφανιζόταν αὐτοπροσώπως καὶ πρόφερε τὴν καλὴ κρίση της. Σ᾿ ἐμᾶς, ἐδῶ στὴ Μόσχα, πρὶν ἀπ᾿ τὴν ἐποχὴ τοῦ Μεγάλου Πέτρου, ἔδιναν ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρὸ παραστάσεις τέτοιου εἴδους, ποὺ τὶς δανείζοντας προπάντων ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἐξάλλου κυκλοφοροῦσαν ἕνα πλῆθος ἀφηγήματα, ποιήματα, ὅπου φιγουράριζαν ἀνάλογα μὲ τὴν περίσταση καὶ τὶς ἀνάγκες, ἅγιοι κι ἄγγελοι, μιὰ ὁλόκληρη στρατιά. Στὰ μοναστήρια μας πάλι, μετάφραζαν, ἀντέγραφαν τοῦτα τὰ ποιήματα, ἔγραφαν ἀκόμη καὶ καινούργια κι ὅλ᾿ αὐτὰ κάτω ἀπὸ τὴν Ταταρικὴ κατοχή. Λόγου χάρη, ὑπάρχει ἕνα τέτοιο μικρὸ μοναστηριακό, ἂς ποῦμε, ποίημα, ποὺ χωρὶς ἀμφιβολία τὄχουν μεταφράσει ἀπὸ τὰ ἑλληνικά: «Ἡ Παρθένος ὁμιλεῖ πρὸς τοὺς κολασμένους», μὲ εἰκόνες ποὺ ἔχουν Δαντικὴ δύναμη. Ἡ Παρθένος ἐπισκέπτεται τὴν Κόλαση, καθογηγούμενη ἀπὸ τὸν Ἀρχάγγελο Μιχαήλ. Βλέπει τοὺς κολασμένους καὶ τὰ βασανιστήριά τους. Ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους ὑπάρχει καὶ μία πολὺ ἐνδιαφέρουσα κατηγορία ἁμαρτωλῶν, ποὺ βρίσκονταν σὲ μία λίμνη φωτιᾶς. Μερικοὶ βουλίαζαν σ᾿ αὐτὴ τὴ λίμνη καὶ δὲν ξαναφαίνονταν πιά· «αὐτοὶ ξεχάστηκαν κι ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Θεό», ἔκφραση ποὺ κρύβει βαθύτητα, καὶ ζωντάνια μοναδική. Ἡ Παρθένος συγκινημένη, πέφτει γονατιστὴ μπρὸς στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ καὶ ζητᾷ χάρη γιὰ ὅλους τοὺς ἁμαρτωλοὺς ποὺ εἶδε στὴν Κόλαση, χωρὶς ἐξαίρεση... Ὁ διάλογος μὲ τὸ Θεὸ ἔχει πολὺ ἐνδιαφέρον. Τὸν ἱκετεύει, ἐπιμένει, κι ὅταν ὁ Θεὸς τῆς δείχνει τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια τοῦ γιοῦ της, ποὺ εἶναι τρυπημένα ἀπὸ τὰ καρφιὰ καὶ τὴ ρωτᾷ: «Πῶς θὰ μποροῦσα νὰ συγχωρήσω τοὺς δημίους του»; - ἐκείνη διατάσσει ὅλους τοὺς ἁγίους κι ὅλους τοὺς μάρτυρες, κι ὅλους τοὺς ἀγγέλους νὰ πέσουν στὰ γόνατα μαζί της καὶ νὰ παρακαλέσουν νὰ δοθεῖ χάρη σ᾿ ὅλους τοὺς ἁμαρτωλοὺς χωρὶς ἐξαίρεση. Τελικὰ πετυχαίνει νὰ σταματήσουν τὰ βασανιστήρια, κάθε χρόνο ἀπ᾿ τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ ὡς τὴν Πεντηκοστή, κι οἱ κολασμένοι ἀπὸ τὰ ἔγκατα εὐχαριστοῦν τὸ Θεὸ καὶ φωνάζουν: «Κύριε! Ἡ τιμωρία μας εἶναι δίκαιη! «Ἔ, λοιπόν, τὸ μικρό μου ποίημα, θἆταν κάπως ἔτσι, ἂν εἶχε γραφτεῖ ἐκείνη τὴν ἐποχή. Ἐμφανίζεται ὁ Θεός, δὲ λέει τίποτα παρὰ μόνο περνᾷ πάνω ἀπ᾿ τὴ σκηνή. Δεκαπέντε αἰῶνες ἔχουν κυλήσει ἀπὸ τότε ποὺ ὑποσχέθηκε νὰ ξαναγυρίσει στὴ βασιλεία Του, ἀπὸ τότε ποὺ ὁ προφήτης του ἔγραψε: « Περὶ δὲ τῆς ἡμέρας ἐκείνης οὐδεὶς γιγνώσκει οὐδὲ οἱ ἄγγελοι τῶν οὐρανῶν εἰμὴ μόνον ὁ Πατὴρ ἐμοῦ», σύμφωνα μὲ τὰ ἴδια τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ πάνω στὴ γῆ. Κι ἡ ἀνθρωπότητα τὸν περιμένει μὲ τὴν ἴδια τὴν ἀλλοτινὴ πίστη, μιὰ πίστη πιὸ φλογερὴ ἀκόμη, γιατί δεκαπέντε αἰῶνες ἔχουν περάσει ἀπὸ τότε ποὺ οἱ οὐρανοὶ ἔπαψαν νὰ προσφέρουν ἐγγυήσεις στὸν ἄνθρωπο:
«Πίστευε ὅσα ἡ καρδιὰ σοῦ λέει
ἐγγύηση ἄλλη ὁ Οὐρανὸς δὲ δίνει»

«Εἶν᾿ ἀλήθεια πὼς πολλὰ θαύματα γίνηκαν τότε: «ἅγιοι γιάτρευαν τὸν κόσμο, ἡ Βασίλισα τῶν Οὐρανῶν κατέβαινε κι ἐπισκεπτόταν ὁρισμένους δίκαιους, ἂν δώσουμε πίστη στὸ «βίο» τους. Μὰ ὁ διάβολος δὲν κοιμᾶται· ἡ Ἀνθρωπότητα ἄρχισε συχνὰ ν᾿ ἀμφιβάλλει γιὰ τὴν αὐθεντικότητα αὐτῶν τῶν θαυμάτων. Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ γεννιέται στὴ Γερμανία μιὰ τρομακτικὴ αἵρεση ποὺ ἀρνιέται τὰ θαύματα. «Καὶ ἔπεσεν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀστὴρ μέγας καιόμενος ὡς λαμπὰς (ἡ Ἐκκλησία προφανῶς!) καὶ ἔπεσεν ἐπὶ τὸ τρίτον τῶν ποταμῶν καὶ ἐπὶ τὰς πηγᾶς τῶν ὑδάτων καὶ κατέστησε ταῦτα πικρὰ «Ἡ πίστη τῶν πιστῶν ὅμως διπλασιάσθηκε. Τὰ δάκρυα τῆς ἀνθρωπότητας ὑψώθηκαν πρὸς ἐκεῖνον ὅπως ἄλλοτε... Ὕστερ᾿ ἀπὸ τόσους αἰῶνες, ἡ ἀνθρωπότητα παρακαλεῖ μὲ πάθος καὶ φλόγα: «Κύριε καὶ Θεέ μου πρόσελθε!», ὕστερ᾿ ἀπὸ τόσους αἰῶνες, φωνάζει στὸ Θεὸ νὰ θελήσει μέσα στὴν ἀπέραντη ἐλεημοσύνη του, νὰ προστρέξει κοντὰ στοὺς πιστούς του. Πρίν, εἶχε κιόλας ἐπισκεφθεῖ τοὺς δίκαιους, τοὺς μάρτυρες, τοὺς ἅγιους ἀναχωρητές, ὅπως ἀναφέρουν οἱ βιογράφοι τους. Σ᾿ ἐμᾶς, ὁ Τιοῦτσεφ ποὺ πίστευε βαθιὰ στὴν ἀλήθεια τῶν λόγων του, διακήρυξε ὅτι:
«Καταπονημένος ἀπ᾿ τοῦ σταυροῦ τὸ βάρος
ὁ βασιλιὰς τῶν Οὐρανῶν, μὲ τοῦ ταπεινοῦ τὸ θάρρος ᾖρθε,
πατρική μου γῆ, νὰ σὲ διασχίσει
κι ὁλόκληρη ἀπ᾿ ἄκρη σ᾿ ἄκρη νὰ σ᾿ εὐλογήσει».

Μὰ νὰ ποὺ θέλησε νὰ παρουσιαστεῖ γιὰ μία στιγμὴ τουλάχιστο στὸν ταπεινωμένο κι᾿ ἐξαθλιωμένο λαό, στὸ λαὸ ποὺ σερνόταν μέσα στὴν ἁμαρτία, μὰ ποὺ τὸν ἀγαποῦσε μ᾿ ἀφέλεια. Ἡ δράση λοιπὸν ἐξελίσσεται στὴν Ἱσπανία, στὴ Σεβίλλη, στὴν πιὸ τρομερὴ ἐποχὴ τῆς Ἱερᾶς Ἐξέτασης, ὅταν κάθε μέρα ἄναβαν φωτιὲς κι ἔκαιγαν ἀνθρώπους γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ κι ὅπου:
«Σ᾿ ὑπέροχες λαμπαδιαστὲς φωτιὲς
ἔκαιγαν τὶς τρομερὲς αἱρετικές»

«Ὤ, μὰ δὲν ἦταν ἔτσι ποὺ ὑποσχέθηκε νὰ ξαναγυρίσει, στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων, μὲ τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, σ᾿ ὅλη του τὴν οὐράνια δόξα, ξαφνικά, «καθὼς ἡ ἀστραπὴ ἐξέρχεται ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ φαίνεται ἕως δυσμῶν». Ὄχι, θέλησε νὰ ἐπισκεφθεῖ τὰ παιδιά του στὸν ἴδιο τὸν τόπο, ὅπου ἔκαιγαν οἱ φωτιὲς γιὰ τοὺς αἱρετικούς. Μέσα στὴν ἀπέραντη ἐλεημοσύνη του, ξαναγυρίζει κοντὰ στοὺς ἀνθρώπους, μὲ τὴ μορφὴ ποὺ εἶχε κατὰ τὴ διάρκεια τῶν τριῶν χρόνων τῆς δημόσιας ζωῆς του. Νἄτον ποὺ κατεβαίνει τοὺς ἠλιολουσμένους δρόμους αὐτῆς τῆς μεσογειακῆς πόλης, ὅπου ἀκριβῶς τὴν παραμονή, μπροστὰ στὸ βασιλιά, τοὺς αὐλικούς, τοὺς ἱππότες, τοὺς καρδινάλιους, καὶ τὶς πιὸ χαριτωμένες κυρίες τῆς Αὐλῆς, ὁ Μέγας Ἱεροεξεταστὴς ἔβαλε νὰ κάψουν μία ἑκατοστὴ αἱρετικοὺς «Ad Majorem Dei Gloriam». Ἐμφανίζεται ἀθόρυβα, χωρὶς νὰ τὸν προσέξει κανένας καί- πρᾶγμα παράξενο- ὅλοι τὸν ἀναγνωρίζουν. Αὐτὸ θὰ γινόταν ἕν᾿ ἀπὸ τὰ καλύτερα κομμάτια τοῦ ποιήματός μου, χωρὶς βέβαια νὰ κάτσω νὰ ἐξηγήσω τὸ λόγο. Ὁ λαὸς σὰ νὰ τὸν τραβοῦσε μία ἀκατανίκητη δύναμη, ὅλοι μαζεύονται στὸ πέρασμά του καὶ τὸν ἀκολουθοῦν. Σιωπηλός, περνᾷ καταμεσὶς τοῦ πλήθους, μ᾿ ἕνα χαμόγελο ἀπέραντης συμπάθειας. Ἡ καρδιά του πλημμυρίζει ἀπὸ ἀγάπη, τὰ μάτια του ἀντανακλοῦν τὴ Γνώση, τὸ Φῶς, τὴ Δύναμη, ποὺ φωτίζουν καὶ ξυπνοῦν τὴν ἀγάπη στὶς καρδιές, τοὺς ἁπλώνει τὰ χέρια, τοὺς εὐλογεῖ, μιὰ ἀρετὴ ἐξυγίανσης βγαίνει ἀπ᾿ τὴν κάθε ἐπαφὴ μαζί του κι᾿ ἀκόμη ἀπ᾿ τὰ φορέματά του. Ἕνας γέρος, τυφλὸς ἀπ᾿ τὰ παιδικά του χρόνια φωνάζει μέσ᾿ ἀπὸ τὸ πλῆθος: «Κύριε θεράπευσέ με καὶ θὰ δῶ». Ὁ λαὸς χύνει δάκρυα χαρᾶς καὶ φιλᾷ τὸ χῶμα ὅπου πατᾷ. Ἀπ᾿ τὰ μάτια τοῦ γέρου πέφτει ἕνα φλούδι κι ἐκεῖνος βλέπει. Τὰ παιδιὰ σκορπίζουν λουλούδια στὸ πέρασμά του καὶ φωνάζουν «Ὡσαννά!» Ἐκεῖνος, φωνάζουν. Εἶναι Ἐκεῖνος! δὲν μπορεῖ παρὰ νἆναι Ἐκεῖνος. Σταματᾷ στὴν πλατεῖα τῆς Μητρόπολης τῆς Σεβίλλης τὴ στιγμὴ ποὺ φέρνουν ἕνα μικρὸ ἄσπρο φέρετρο, ὅπου ἀναπαύεται ἡ ἑφτάχρονη μοναχοκόρη κάποιου προύχοντα. Ἡ νεκρὴ εἶναι σκεπασμένη μὲ λουλούδια. «Θ᾿ ἀναστήσει τὸ παιδί σου», φωνάζουν ἀπ᾿ τὸ πλῆθος, κι ἡ μητέρα κλαίει. Ὁ παπὰς ποὺ προχωρεῖ μπρὸς ἀπ᾿ τὸ φέρετρο, κοιτάζει μ᾿ ἕνα ὕφος συγχυσμένο καὶ ζαρώνει τὰ φρύδια. Ξαφνικά, μιὰ φωνὴ ἀντηχεῖ, ἡ μητέρα ρίχνεται στὰ πόδια του: «Ἂν εἶσαι Ἐσύ, ἀνάστησε τὸ παιδί μου!» καὶ τοῦ ἁπλώνει τὰ χέρια της. Ἡ πομπὴ σταματᾷ, ἀφήνουν τὸ φέρετρο πάνω στὶς πέτρες τῆς πλατείας. Τὸ κοιτάζει μὲ οἶκτο, τὸ στόμα του προφέρει γιὰ μία φορὰ ἀκόμη: «Ταλιθὰ κούμμι, καὶ ἡ κόρη ἐγείρεται». Ἡ νεκρὴ σηκώνεται, κάθεται καὶ κοιτάζει γύρω της μὲ ὕφος κατάπληκτο, χαμογελαστή. Κρατεῖ ἀκόμη στὰ χέρια της τὸ μπουκέτο μὲ τ᾿ ἄσπρα τριαντάφυλλα, ποὺ συνηθίζουν νὰ δίνουν στοὺς νεκρούς. Μέσα στὸ πλῆθος, ὅλοι ἔχουν ταραχτεῖ, φωνάζουν, κλαῖνε. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ περνᾷ ἀπὸ τὴν πλατεῖα ὁ καρδινάλιος Μέγας Ἱεροεξεταστής. Εἶν᾿ ἕνας ψηλὸς γέρος, σχεδὸν αἰωνόβιος, μὲ στεγνὸ πρόσωπο, μάτια χωμένα στὶς κόγχες, μὰ ποὺ μέσα του λάμπει ἀκόμη μιὰ σπίθα. Δὲ φορεῖ πιὰ ἐκείνη τὴν περίλαμπρη στολή, ποὺ τὸν ἔκανε νὰ ξεχωρίζει χτὲς μέσα στὸ πλῆθος, τὴν ὥρα ποὺ ἔκαιγαν τοὺς ἐχθροὺς τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας· ἔχει ξαναβάλει τὸ παλιό, ἀσκητικό του ράσο. Οἱ βοηθοί του κι ὁ Μέγας Σκευοφύλακας τὸν ἀκολουθοῦν ἀπὸ ἀπόσταση, ὅλο σεβασμό. Σταματᾷ πλάι στὸ πλῆθος καὶ κοιτάζει ἀπὸ μακριά. Τὰ εἶδε ὅλα, τὸ φέρετρο ἀκουμπισμένο μπροστά Του, τὴν ἀνάσταση τοῦ κοριτσιοῦ, καὶ τὸ πρόσωπό του σκοτεινιάζει... Ζαρώνει τὰ πυκνά του φρύδια καὶ στὰ μάτια του ἀστράφτει μία τρομερὴ φλόγα. Τὸν δείχνει μὲ τὸ δάχτυλο καὶ διατάζει τοὺς φρουρούς του νὰ τὸν πιάσουν. Εἶναι τόσο μεγάλη ἡ δύναμή του καὶ ὁ λαὸς τόσο συνηθισμένος νὰ τὸν ὑπακούει, ποὺ ὅλοι παραμερίζουν, ὑπακούουν τρέμοντας· μέσα σε μία θανάσιμη σιωπή, οἱ χωροφύλακες τὸν πιάνουν καὶ τὸν φέρνουν μπροστά του. Σὰν ἕνας ἄνθρωπος ὅλο αὐτὸ τὸ πλῆθος γονατίζει μπρὸς στὸ Μεγάλο Ἱεροεξεταστὴ ποὺ σηκώνει τὸ χέρι του καὶ τὸν εὐλογεῖ κι ὕστερα χωρὶς νὰ πεῖ μία λέξη ἐξακολουθεῖ τὸ δρόμο του. Ὁδηγοῦν τὸν Κρατούμενο στὸ θλιβερὸ καὶ παλιὸ κτίριο τῆς Ἁγίας Σκεύης, καὶ τὸν κλείνουν ἐκεῖ, σ᾿ ἕνα μικρὸ ὑπόγειο κελλί. Ἡ ἡμέρα περνᾷ κι ἔρχεται ἡ νύχτα, μιὰ νύχτα Σεβιλλιάνικη ζεστὴ κι ἀποπνικτική. Ὁ ἀγέρας εἶναι πλημμυρισμένος ἀπ᾿ τὶς μυρωδιὲς ποὺ ξεχύνουν οἱ ροδοδάφνες καὶ οἱ πορτοκαλλιές. Μέσα στὰ σκοτάδια, ἡ σιδερένια πόρτα τοῦ κελλιοῦ ἀνοίγει, καὶ παρουσιάζεται ὁ Μέγας Ἱεροεξεταστὴς μ᾿ ἕνα δαυλὸ στὸ χέρι. Σταματᾷ στὸ σκαλοπάτι, παρατηρεῖ γιὰ πολλὴν ὥρα τὴν Ἁγία Μορφή, τελικὰ πλησιάζει, ἀκουμπᾷ τὴ δᾴδα πάνω στὸ τραπέζι καὶ τοῦ λέει: «Ἐσύ; Εἶσαι Ἐσύ;» Μὴν παίρνοντας ἀπάντηση προσθέτει γρήγορα: «Μὴ λὲς τίποτα, πάψε. Ἄλλωστε τί θὰ μποροῦσες νὰ πεῖς; Τὰ ξέρω ὅλα πολὺ καλά. Καὶ δὲν ἔχεις τὸ δικαίωμα νὰ προσθέσεις οὔτε μία λέξη στὰ ὅσα εἶπες ἄλλοτε. Γιατί ᾖρθες νὰ μᾶς ἀναστατώσεις; Γιατί, ναί, μᾶς ἀναστατώνεις, καὶ τὸ ξέρεις πολὺ καλά. Ἀλλὰ ξέρεις τί θὰ συμβεῖ αὔριο; Ἀγνοῶ ποιὸς εἶσαι κι οὔτε θέλω νὰ τὸ ξέρω: εἶσ᾿ Ἐσὺ ἢ μόνο τὸ ὁμοίωμά Σου; Ὅμως αὔριο θὰ σὲ καταδικάσω καὶ θὰ καεῖς στὴν πυρά, ὅπως ὁ χειρότερος τῶν ἁμαρτωλῶν, κι αὐτὸς ὁ ἴδιος λαὸς ποὺ σοῦ φιλοῦσε τὰ πόδια, θὰ ξεχυθεῖ αὔριο, μόλις δώσω τὸ σύνθημα, γιὰ νὰ βάλει φωτιὰ στὸ σωρὸ μὲ τὰ ξύλα. Τὸ ξέρεις; Ἴσως - προσθέτει ὁ γέρος μὲ τὰ μάτια καρφωμένα πάνω στὸν κρατούμενό του, συλλογισμένος.
- Δὲν καταλαβαίνω καὶ πολὺ καλὰ τί θὲς νὰ πεῖς Ἰβάν, ἀντέτεινε ὁ Ἀλιόσα, ποὺ ὅλη τούτη τὴν ὥρα ἄκουγε σιωπηλός. Μήπως εἶναι μία φαντασίωση τοῦ γέρου, ἕνα λάθος, ποὺ τὸν ἐντυπωσιάζει καὶ τὸν τρομάζει;
- Παραδέξου αὐτὸ τὸν τελευταῖο συλλογισμό, λέει ὁ Ἰβὰν γελώντας, ἀφοῦ ὁ σύγχρονος ρεαλισμὸς σ᾿ ἔκανε μέχρι αὐτοῦ τοῦ βαθμοῦ ἀνίκανο ν᾿ ἀντιληφθεῖς τὸ ὑπερφυσικό. Ἂς γίνει ὅμως ὅπως τὸ θές. Εἶν᾿ ἀλήθεια, ὁ Ἱεροεξεταστής μου πάνω ἀπὸ ἐνενήντα χρονῶν πιά, μπορεῖ σ᾿ αὐτὴ τὴν ἡλικία νἄχει ἀρχίσει νὰ χάνει τὸ μυαλό του. Τέλος μπορεῖ καὶ νἆναι ἕν᾿ ἁπλὸ παραλήρημα, ἡ ὀνειροπόληση μιανοῦ γέρου ποὺ βρίσκεται στὰ τελευταῖα του, ποὺ ἡ φαντασία του ἔχει ἐξαφθεῖ ἀπὸ τὶς τελευταῖες ὁμαδικὲς ἐκτελέσεις στὴν πυρά. Ἀλλά, ὅραμα ἢ φαντασίωση, τί μᾶς ἐνδιαφέρει; Αὐτὸ ποὺ πρέπει μονάχα νὰ σημειώσουμε εἶναι ὅτι ὁ Ἱεροεξεταστὴς ἀποκαλύπτει ἐπιτέλους τὴ σκέψη του, ἀποκαλύπτει ὅλα ὅσα εἶχε σκοτώσει μέσα του κατὰ τὴν διάρκεια τῆς σταδιοδρομίας του.
- Κι ὁ Κρατούμενος δὲ λέει τίποτα; Περιορίζεται μονάχα νὰ τὸν κοιτάζει;
Πραγματικά. Δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τίποτ᾿ ἄλλο παρὰ νὰ σωπαίνει. Ὁ ἴδιος ὁ γέρος τοῦ παρατηρεῖ ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ προσθέσει τίποτα στὰ παλιά του λόγια. Αὐτὸ εἶναι ἴσως τὸ πιὸ χαρακτηριστικὸ στοιχεῖο τοῦ ρωμαιοκαθολικισμοῦ, κατὰ τὴν ταπεινή μου γνώμη: «Ὅλα μεταβιβάζονται ἀπὸ σένα στὸν Πάπα· ὅλα λοιπὸν ἐξαρτιοῦνται πιὰ ἀπὸ τὸν Πάπα. Ἔτσι μὴν ἔρχεσαι νὰ μᾶς ἐνοχλεῖς πρὶν τὴν ὥρα σου, τουλάχιστον». Αὐτὴ εἶν᾿ ἡ θεωρία τους, ἡ θεωρία ἔστω μόνο τῶν Ἰησουϊτῶν. Τὴν βρῆκαν στὰ θεολογικά τους κείμενα. «Ἔχεις τὸ δικαίωμα νὰ μᾶς ἀποκαλύψεις ἂς εἶναι καὶ ἕν᾿ ἀπὸ τὰ μυστικὰ τοῦ κόσμου ἀπ᾿ ὅπου ἔρχεσαι;» ρωτᾷ ὁ γέρος, κι ἀπαντᾷ ὁ ἴδιος: «Ὄχι, δὲν ἔχεις τὸ δικαίωμα· γιατὶ τούτη ἡ ἀποκάλυψη θἀρχόταν νὰ προστεθεῖ στὴν προηγούμενη, καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο θ᾿ ἀφαιροῦσες ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους τὴν ἐλευθερία ποὺ τὴν ὑπερασπίσθηκε τόσο πάνω σὲ τούτη τὴ γῆ. Ὅλες οἱ νεώτερες ἀποκαλύψεις θὰ ἔβλαπταν τὴν ἐλευθερία τῆς πίστης, γιατὶ θὰ ἐμφανίζονταν σὰν ὀφειλόμενες σὲ θαῦμα· ὅμως, ἐσὺ ὁ ἴδιος πρὶν ἀπὸ δεκαπέντε αἰῶνες ἔβαζες πάνω ἀπ᾿ ὅλα τούτη τὴν ἐλευθερία τῆς πίστης. Δὲν εἶπες τάχα τόσες φορές: «Θέλω νὰ σᾶς καταστήσω ἐλεύθερους!» Ἔ, λοιπόν! Τοὺς εἶδες τοὺς «ἐλεύθερους» ἀνθρώπους - προσθέτει ὁ γέρος μὲ σαρκαστικὸ τόνο. Ναί, ὅλο αὐτὸ μᾶς στοίχισε πολὺ ἀκριβά- ἐξακολούθησε κοιτάζοντάς τον μ᾿ αὐστηρότητα -μὰ ἐπιτέλους τελειώσαμε τοῦτο τὸ ἔργο στ᾿ ὄνομά σου. Μᾶς χρειάσθηκαν δικαπέντε αἰῶνες σκληρῆς δουλειᾶς, γιὰ νὰ ἐγκαθιδρύσουμε τὴν ἐλευθερία· μὰ τώρα πιὰ ἔγινε, καὶ καλά. Δὲν τὸ πιστεύεις; Μὲ κοιτάζεις μάλιστα μὲ τρυφερότητα, χωρὶς οὔτε νὰ καταδεχτεῖς ν᾿ ἀγανακτήσεις; Μὰ ξέρετε ὅτι οἱ ἄνθρωποι ποτὲ ἄλλοτε δὲν πίστεψαν τὸν ἑαυτό τους πιὸ λεύτερο ὅσο τώρα, κι ὡστόσο, ἡ ἐλευθερία τους εἶν᾿ ἐκείνη, ποὺ ἔρχονται νὰ τὴν καταθέσουν ταπεινὰ στὰ πόδια μας. Αὐτὸ λοιπὸν εἶναι τὸ ἔργο μας, γιὰ νὰ λέμε τὴν ἀλήθεια· αὐτὴ εἶν᾿ ἡ ἐλευθερία ποὺ ὀνειρεύτηκες;»
- Πάλι δὲ καταλαβαίνω, τὸν σταμάτησε ὁ Ἀλιόσα. Τὸν κορόιδευε δηλαδή, τὸν εἰρωνευόταν;
- Καθόλου! Καυχιόταν πὼς αὐτὸς κι οἱ δικοί του μπόρεσαν νὰ καταπιέσουν τὴν ἐλευθερία, μέσα στὸ σχέδιό του νὰ κάνουν τοὺς ἀνθρώπους εὐτυχισμένους. «Γιατὶ τώρα γιὰ πρώτη φορὰ (μιλᾷ φυσικὰ γιὰ τὴν Ἱερὰ Ἐξέταση), μποροῦμε νὰ σκεφτοῦμε πάνω στὴν εὐτυχία τῶν ἀνθρώπων. Φυσικὰ ἐκεῖνοι ἐπαναστάτησαν· μήπως ὅμως οἱ ἐπαναστατημένοι μποροῦν ποτὲ νὰ εἶναι εὐτυχισμένοι; Ἤσουν πληροφορημένος γιὰ ὅλ᾿ αὐτὰ -συνεχίζει ὁ γέρος- τὰ συμβούλια δὲ σοῦ λείπουν, ἀλλὰ δὲ λογάριασες τίποτα, δὲ σκέφτηκες τὸ μοναδικὸ μέσο γιὰ νὰ γίνουν οἱ ἄνθρωποι εὐτυχισμένοι· εὐτυχῶς ποὺ φεύγοντας ἀνάθεσες σ᾿ ἐμᾶς τὸ ἔργο, μᾶς τὸ ὑποσχέθηκες, μᾶς παραχώρησες ἐπίσημα τὸ δικαίωμα νὰ λύνουμε καὶ νὰ δένουμε· τώρα, δὲν πιστεύω νὰ σκέφτηκες νὰ μᾶς τὸ ἀφαιρέσεις; Γιὰ ποιὸ λόγο λοιπὸν ᾖρθες νὰ μᾶς ἀναστατώσεις;»
- Τί σημαίνει αὐτό: «Οἱ πληροφορίες καὶ τὰ συμβούλια δὲ σοὔλειψαν ;» ρώτησε ὁ Ἀλιόσα.
- Μὰ αὐτὸ εἶναι τὸ βασικὸ τῆς ὁμιλίας τοῦ γέρου: «Τὸ Πνεῦμα, τὸ τρομερὸ καὶ βαθύ, τὸ Πνεῦμα τῆς καταστροφῆς καὶ τοῦ μηδενισμοῦ -συνεχίζει- σοῦ μίλησε στὴν ἔρημο, κι οἱ Γραφὲς ἀναφέρουν ὅτι «σ᾿ ἔβαλε σὲ πειρασμό». Εἶν᾿ ἀλήθεια αὐτό; Καὶ μποροῦμε νὰ ποῦμε τίποτα πιὸ διεισδυτικό, ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ σοῦ εἶπε στὰ τρία ἐκεῖνα ἐρωτήματα ἤ, γιὰ νὰ μιλήσουμε ὅπως οἱ Γραφές- στοὺς τρεῖς «πειρασμοὺς» ποὺ ἀπέκρουσες; Ἂν πραγματικὰ σημειώθηκε ποτὲ πάνω στὴ γῆ ἕνα θαῦμα αὐθεντικό, ποὺ νὰ τὄόμαθε ὅλος ὁ κόσμος, ἔγινε κείνη τὴν ἡμέρα τῶν τριῶν ἐρωτήσεων. Καὶ μόνο τὸ γεγονὸς ὅτι διατυπώθηκαν αὐτὰ τὰ τρία ἐρωτήματα ἀποτελεῖ ἕνα θαῦμα. Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι τὰ σβήνουμε μέσ᾿ ἀπὸ τὶς Γραφές, κι ὅτι πρέπει νὰ τ᾿ ἀποκαταστήσουμε, νὰ τὰ φανταστοῦμε πάλι γιὰ νὰ τὰ τοποθετήσουμε ἐκεῖ, καὶ συγκεντρώνουμε γι᾿ αὐτὸ τὸ σκοπὸ ὅλους τοὺς σοφοὺς τῆς γῆς, πολιτικούς, δεσποτάδες, διανοούμενους, φιλοσόφους, ποιητές, λέγοντάς τους: σκεφτεῖτε καὶ συντάξετε πάλι τρία ἐρωτήματα ποὺ ὄχι μόνο ν᾿ ἀντιστοιχοῦν στὴ σημασία τοῦ γεγονότος, μὰ ἀκόμη καὶ νὰ ἐκφράζουν σὲ τρεῖς φάσεις ὅλη τη μελλοντικὴ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας, πιστεύεις ὅτι αὐτὸς ὁ Ἄρειος Πάγος, τῆς ἀνθρώπινης σοφίας θὰ μποροῦσε νὰ φανταστεῖ τίποτα τὸ ἴδιο δυνατὸ καὶ τὸ ἴδιο βαθύ, μὲ τὰ τρία ἐρωτήματα ποὺ σοῦ πρότεινε τότε τὸ ἰσχυρὸ Πνεῦμα; Αὐτὰ τὰ τρία ἐρωτήματα ἀποδείχνουν ἀπὸ μόνα τους ὅτι ἔχουμε νὰ κάνουμε μ᾿ ἕνα Πνεῦμα αἰώνιο κι ἀπόλυτο, κι ὄχι μ᾿ ἕνα διαβατάρικο πνεῦμα ὅπως τὸ ἀνθρώπινο. Γιατὶ περικλείνουν μέσα τους καὶ προλέγουν ταυτόχρονα ὅλη τὴν κατοπινὴ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας· εἶναι οἱ τρεῖς μορφὲς ὅπου ἀποκρυσταλλώνονται ὅλες οἱ ἀντιθέσεις, οἱ ἀξεδιάλυτες τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Τότε δὲν μπορούσαμε νὰ τὸ ἀντιληφθοῦμε αὐτό, γιατί τὸ μέλλον δὲν εἶχε ἀποκαλυφθεῖ, μὰ τώρα ποὺ κύλησαν δεκαπέντε αἰῶνες, βλέπουμε πὼς ὅλα εἶχαν προβλεφθεῖ σ᾿ αὐτὰ τὰ τρία ἐρωτήματα καὶ πραγματοποιήθηκαν σὲ σημεῖο ποὺ νἆναι ἀδύνατο νὰ προσθέσεις ἢ ν᾿ ἀφαιρέσεις μία λέξη.
«Ἀποφάσισε λοιπὸν ἀπὸ μόνος σου, ποιὸς εἶχε δίκιο: ἐσύ, ἢ ἐκεῖνος ποὺ σὲ ρώτησε; Θυμήσου τὸ πρῶτο ἐρώτημα, τὴν ἔννοια ἔστω κι ὄχι τὴν ἐπιφάνεια: Θὲς νὰ πᾶς στὸν κόσμο μ᾿ ἄδεια χέρια καὶ νὰ κηρύξεις μίαν ἐλευθερία ποὺ τοὺς κάνει ἀνόητους καὶ ποὺ ἡ φυσική τους ἀχαριστία τοὺς ἐμποδίζει νὰ καταλάβουν, μιὰ ἐλευθερία ποὺ τὴν φοβοῦνται, γιατὶ δὲν ὑπάρχει καὶ δὲ θὰ ὑπάρξει ποτὲ τίποτα πιὸ ἀνυπόφορο γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ γιὰ τὴν κοινωνία, ἀπὸ τούτη τὴν ἐλευθερία! Βλέπεις αὐτὲς τὶς πέτρες στὴν ἄνυδρη ἔρημο; Μετάλλαξέ τις σὲ ψωμιὰ κι ὁ κόσμος θὰ τρέξει νὰ πέσει στὰ πόδια σου, ὅμοια σὰν ἕνα κοπάδι πειθαρχημένο κι ὅλο εὐγνωμοσύνη, τρέμοντας ὡστόσο μὴ τυχὸν χάσουν τὴν προστασία σου καὶ πάψουν νἄχουν ψωμί.
«Μὰ δὲ θέλησες νὰ στερήσεις τὸν ἄνθρωπο ἀπ᾿ τὴν ἐλευθερία του, κι ἀρνήθηκες, κρίνοντας πὼς ἡ ἐλευθερία ἦταν κάτι ἀσυμβίβαστο μὲ τὴν ὑποταγὴ ποὺ ἀγοράζεται μὲ ψωμιά. Ἀποφάνθηκες πῶς ὁ ἄνθρωπος δὲν ζεῖ «μόνο με ἄρτον», μὰ ξέρεις ὅτι στ᾿ ὄνομα τοῦ γήινου αὐτοῦ ἄρτου, τὸ πνεῦμα τῆς Γῆς θὰ ἐξεγερθεῖ ἐναντίον σου, θ᾿ ἀγωνιστεῖ καὶ θὰ σὲ νικήσει, ὅτι ὅλοι τὸ ἀκολουθοῦν φωνάζοντας: «Ποιὸς μοιάζει μ᾿ αὐτὸ τὸ ζῷο ποὺ μᾶς ἔδωσε τὴ φωτιὰ τ᾿ οὐρανοῦ;» Αἰῶνες θὰ περάσουν κι ἡ ἀνθρωπότητα θὰ διακηρύσσει μὲ τὸ στόμα τῶν σοφῶν καὶ τῶν συνετῶν της ὅτι δὲν ὑπάρχουν ἐγκλήματα καὶ κατὰ συνέπεια, δὲν ὑπάρχουν κι ἁμαρτήματα· ὅτι δὲν ὑπάρχουν παρὰ μόνο πεινασμένοι. «Θρέψε τους πρῶτα κι ὕστερα ν᾿ ἀπαιτεῖς ἀπ᾿ αὐτοὺς νἆναι «ἐνάρετοι». Νὰ τὶ θὰ γράψουν στὸ λάβαρο τῆς ἐπανάστασής τους, ποὺ θὰ ἐπιτεθεῖ στὸ ναό σου. Στὴ θέση του ἕνα καινούργιο οἰκοδόμημα θὰ ὑψωθεῖ, ἕνας νέος πύργος τῆς Βαβέλ, ποὺ θὰ παραμείνει δίχως ἀμφιβολία ἀτέλειωτος, ὅπως κι ὁ πρῶτος ἐκεῖνος· ἀλλὰ θὰ μποροῦσες νὰ γλυτώσεις τοὺς ἀνθρώπους ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν δοκιμασία, κι ἀπὸ χιλιόχρονα βάσανα. Γιατί θὰ ξανάρθουν νὰ μᾶς βροῦν ἀφοῦ θἄχουν κοπιάσει χίλια χρόνια νὰ χτίσουν τὸν πύργο τους! Θὰ μᾶς ἀναζητήσουν κάτω ἀπ᾿ τὴ γῆ, ὅπως ἄλλοτε, μέσα στὶς κατακόμβες ὅπου θἄμαστε κρυμένοι (θὰ μᾶς βασανίσουν πάλι) καὶ θὰ κραυγάσουν: «Δῶστε μας νὰ φᾶμε γιατί αὐτοὶ ποὺ μᾶς ὑποσχέθηκαν τὴ φωτιὰ τ᾿ οὐρανοῦ δὲ μᾶς τὴν ἔδωσαν». Τότε θ᾿ ἀποτελειώσουμε ἐμεῖς τὸν πύργο τους, γιατί δὲ χρειάζεται γιὰ κάτι τέτοιο παρὰ μόνο ἡ τροφή, καὶ θὰ τοὺς θρέψουμε, ὑποτίθεται στ᾿ ὄνομά σου, θὰ τοὺς κάνουμε νὰ τὸ πιστέψουν τουλάχιστο. Χωρὶς ἐμᾶς θἆναι γιὰ πάντα τοὺς πεινασμένοι. Καμιὰ γνώση δὲ θὰ τοὺς δώσει ψωμί, ὅσο θὰ μένουν ἐλεύθεροι ἀλλὰ θὰ καταλήξουν νὰ τὴν καταθέσουν στὰ πόδια μας τούτη τὴν ἐλευθερία τους, λέγοντας: «Ὑποτάξετέ μας, κάνετέ μας δούλους, μὰ δῶστε μας νὰ φᾶμε». Θὰ καταλάβουν ἐπιτέλους πὼς ἡ ἐλευθερία δὲ μπορεῖ νὰ συμφιλιωθεῖ μὲ τὸ ψωμὶ τῆς γῆς ποὺ εἶναι στὴ διάθεσή τους, γιατί πότε δὲ θὰ μπορέσουν νὰ τὸ μοιράσουν μεταξύ τους! Θὰ πεισθοῦν ἀκόμη γιὰ τὴν ἀνικανότητά τους νἆναι ἐλεύθεροι, ὄντας ἀδύναμοι, ξεστρατισμένοι, μηδαμινοὶ κι ἐπαναστατημένοι. Τοὺς ὑποσχέθηκες τὸν οὐράνιον ἄρτον· ἀλλὰ μπορεῖ κάτι τέτοιο, ὅσο δυνατὸ κ ἂν εἶναι σὰν χτύπημα, νὰ συγκριθεῖ μ᾿ αὐτὸ τῆς γῆς, στὰ μάτια τῆς ἀδύναμης καὶ ξεστρατισμένης τῆς αἰώνια ἀχάριστης ἀνθρώπινης ράτσας; Χιλιάδες καὶ δεκάδες χιλιάδων ψυχὲς θὰ σὲ ἀκολουθήσουν ἐξαιτίας αὐτοῦ τοῦ ψωμιοῦ, μὰ τί θὰ γίνουν τὰ ἑκατομμύρια κι οἱ χιλιάδες ποῦ δὲν ἔχουνε τὸ θάρρος νὰ προτιμήσουν τὸν ἄρτο τ᾿ οὐρανοῦ ἀπ᾿ τὸν ἄρτον τῆς γῆς; Δὲν θἄφτανες στὸ σημεῖο νὰ διαλέξεις τοὺς μεγάλους καὶ τοὺς δυνατούς, ποῦ σ᾿ αὐτοὺς οἱ ἄλλοι, τὸ ἀναρίθμητο πλῆθος, ποῦ εἶναι ἀδύναμο μὰ ποῦ σ᾿ ἀγαπᾷ, θὰ χρησίμευε σὰν ἐκμεταλλεύσιμο ὑλικό; Μᾶς εἶναι τὸ ἴδιο ἀγαπητὰ καὶ τ᾿ ἀδύναμα πλάσματα. Παρόλο ποὺ εἶναι ξεστρατισμένοι κι ἐπαναστατημένοι θὰ γίνουν πειθαρχικοὶ τελικά. Θὰ ξαφνιαστοῦν καὶ θὰ μᾶς πιστέψουν γιὰ θεοὺς μία ποὺ καταδεχτήκαμε νὰ μποῦμε ἐπικεφαλῆς τους, γιὰ νὰ τὰ καταφέρουμε ἔτσι ποὺ ἡ ἐλευθερία ποὺ τοὺς τρόμαζε νὰ ξαναγυρίσει ἀπ᾿ ἄλλο δρόμο, κι ἀκόμη γιατί καταδεχτήκαμε νὰ βασιλέψουμε πάνω τους, τόσο ποὺ στὸ τέλος θ᾿ ἀρχίσουν πραγματικὰ νὰ φοβοῦνται νἆναι ἐλεύθεροι. Ἀλλὰ ἐμεῖς θὰ τοὺς λέμε πὼς εἴμαστε ὑποτακτικοί σου, ὅτι βασιλεύουμε μόνο στ᾿ ὄνομά σου. Θὰ τοὺς ξεγελάσουμε πάλι, μιὰ καὶ δὲν πρόκειται νὰ σ᾿ ἀφήσουμε νὰ τοὺς ξαναπλησιάσεις. Κι εἶναι τούτη ἡ ἀγυρτεία ποὺ θὰ γίνει τὸ βασανιστήριό μας, γιατί θὰ πρέπει νὰ ποῦμε ψέματα. Αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο νόημα τοῦ ἐρωτήματος ποὺ σοὔκαναν στὴν ἔρημο, καὶ νά, ποὺ ἀποδιώχτηκες στ᾿ ὄνομα αὐτῆς τῆς ἐλευθερίας ποὺ τὴν τοποθετοῦσες πάνω ἀπ᾿ ὅλα. Ὡστόσο αὐτὴ εἶναι ποὺ κρύβει ὅλο τὸ μυστικό του κόσμου. Γιατί ἂν δεχόσουν νὰ κάνεις αὐτὸ τὸ θαῦμα τῶν ψωμιῶν θἆχες κατασιγάσει τὴν πανανθρώπινη ἀγωνία -ἀτόμων καὶ ὁμάδων- δηλαδὴ θἄδινες ἀπάντηση στὸ ἀγωνιακὸ ἐρώτημα: «μπροστὰ σὲ ποιὸν πρέπει νὰ ὑποκλιθοῦμε;» Γιατί δὲν ὑπάρχει γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀπομένει ἐλεύθερος, ἔγνοια πιὸ μόνιμη, πιὸ ἀγωνιώδης, ἀπ᾿ τὴν ἀναζήτηση ἑνὸς πλάσματος γιὰ νὰ τὸ προσκυνήσουν. Ἀλλά, ὁ ἐλεύθερος ἄνθρωπος δὲ θέλει νὰ ὑποκύψει παρὰ μόνο μπροστὰ σὲ κάποιον μὲ ἀναμφισβήτητη ἀξία καὶ δύναμη, ποὺ ὅλοι νὰ τὸν σέβονται, μὲ μιὰ παγκόσμια συγκατάθεση. Αὐτὰ τὰ δυστυχισμένα πλάσματα βασανίζονται ἀποζητώντας μιὰ λατρεία, ποὺ νὰ ἑνώνει ὄχι μόνο τους ἀδύναμους, καὶ μικροὺς πιστούς, ἀλλὰ ποὺ σ᾿ αὐτὴν νὰ μετέχουν ὅλοι μαζύ, ἑνωμένοι ἀπ᾿ τὴν ἴδια πίστη. Αὐτὴ ἡ ἀνάγκη τῆς κοινότητας μέσα στὴ λατρεία, εἶναι τὸ οὐσιαστικώτερο βασανιστήριο τοῦ κάθε ἀτόμου καὶ τῆς ἀνθρωπότητας ὁλόκληρης, ἀπὸ τὴν πανάρχαια ἐποχή... Γιὰ νὰ πραγματοποιήσουν αὐτὸ τὸ σκοπὸ ἀλληλοεξοντώνονται μὲ τὴ ρομφαῖα. Οἱ λαοὶ δημιούργησαν θεοὺς καὶ τοὺς ἔβαλαν ν᾿ ἀντιμάχονται ὁ ἕνας τὸν ἄλλο: «Ἀρνηθεῖτε τοὺς θεούς σας καὶ πιστέψτε στοὺς δικούς μας, ἀλλιώτικα δυστυχία σ᾿ ἐσᾶς καὶ στοῦ θεούς σας!» Κι ἔτσι θὰ γίνεται ὡς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου, ἀκόμη κι ὅταν οἱ θεοὶ θἄχουν ἐξαφανιστεῖ· οἱ ἄνθρωποι θὰ γονατίζουν μπρὸς στὰ εἴδωλα. Δὲν ἀγνοοῦσες, δὲν ἦταν δυνατὸ ν᾿ ἀγνοεῖς αὐτὸ τὸ βασικὸ μυστικὸ τῆς ἀνθρώπινης φύσης, κι ὡστόσο ἀπόδιωξες τὸ μοναδικὸ ἀκατανίκητο λάβαρο ποὺ σοῦ προσφέρθηκε καὶ ποὺ ἀναμφισβήτητα θἆχε τυλίξει ὅλους του ἀνθρώπους μέσα του καὶ θὰ τοὺς ἔκανε νὰ κλίνουν τὸ κεφάλι μπρός σου, τὸ λάβαρο τοῦ γήινου ψωμιοῦ· τὸ ἀπώθησες στ᾿ ὄνομα τοῦ οὐράνιου ἄρτου καὶ τῆς ἐλευθερίας! Νὰ τί ἔκανες κατόπι στ᾿ ὄνομα πάντα τῆς ἐλευθερίας! Δὲν ὑπάρχει στὸ ξαναλέω, πιὸ ἀγωνιακὴ ἀνάγκη γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἀπ᾿ τὸ νὰ βρεῖ, ὅσο γίνεται πιὸ γρήγορα, ἕνα πλάσμα ποὺ νὰ τοῦ παραδώσει αὐτὴ τὴν ἐλευθερία, ποὺ ὁ δυστυχισμένος κουβαλᾷ στὴ ράχη του ἀπ᾿ τὴ στιγμὴ τῆς γέννησής του. Ἀλλὰ γιὰ νὰ διαθέσεις κατάλληλη τὴν ἐλευθερία τῶν ἀνθρώπων, πρέπει νὰ τοὺς προσφέρεις τὴν ἀνάπαυση τῆς συνείδησης. Τὸ ψωμὶ θὰ σοῦ ἐξασφάλιζε τὴν ἐπιτυχία· ὁ ἄνθρωπος ὑποκύπτει μπροστὰ σ᾿ αὐτὸν ποὺ δίνει αὐτὸ τὸ ψωμί, γιατί πρόκειται γιὰ κάτι χεροπιαστό, μὰ ὅταν κάποιος ἄλλος θελήσει νὰ γίνει κύριος τῆς ἀνθρώπινης συνείδησης, θὰ παρατήσει ἀκόμη καὶ τὸν ἄρτον σου, κατὰ μέρος γιὰ νὰ προσφέρει αὐτὸ ποὺ κατακτᾷ τούτη τὴν ἀνθρώπινη συνείδηση. Πάνω σ᾿ αὐτὸ εἶχες δίκιο, γιατί τὸ μυστικὸ τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης συνίσταται ὄχι μόνο στὸ νὰ ζήσει, μὰ καὶ στὸ νἅβρει ἕνα κίνητρο γιὰ τούτη τὴ ζωή. Χωρὶς μία ξεκάθαρη ἰδέα γιὰ τὸ σκοπὸ τῆς ὕπαρξης, ὁ ἄνθρωπος προτιμᾷ νὰ τ᾿ ἀρνηθεῖ ὅλα, ἔστω κι ἂν ἔχει ὅσο ψωμὶ θέλει γύρω του -θὰ προτιμήσει νὰ καταστραφεῖ, παρὰ νὰ μείνει στὴ γῆ. Μὰ τί ἀπόγινε; Ἀντὶ νὰ πάρεις στὰ χέρια σου τὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία θέλησες νὰ τὴν ἐξαπλώσεις; Ξέχασες λοιπὸν ὅτι ὁ ἄνθρωπος προτιμᾷ τὴν ἡσυχία του κι ἀκόμη τὸ θάνατο, ἀπ᾿ τὴν ἐλευθερία νὰ ξεχωρίζει τὸ Καλὸ ἀπ᾿ τὸ Κακό; Δὲν ὑπάρχει τίποτα πιὸ γοητευτικὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἀπ᾿ τὸ νὰ τὸν ἀφήνεις ἀσύδοτο, μὰ κι ἀκόμη τίποτα πιὸ ἐπίπονο. Κι ἀντὶ γιὰ σταθερὲς ἀρχὲς ποὺ θἆχαν καθησυχάσει γιὰ πάντα τὴν ἀνθρώπινη συνείδηση, διάλεξες ἀόριστα νοήματα, παράξενα κι αἰνιγματικά, τὸ κάθε τί ποὺ ξεπερνᾷ τὴ δύναμη τοῦ ἀνθρώπου, κι ἐνέργησες κατὰ ἕνα τρόπο σὰ νὰ μὴν ἀγαποῦσες τὴν ἀνθρωπότητα, ἐσύ, ποὺ ᾖρθες νὰ δώσεις τὴ ζωή σου γιὰ χάρη τῶν ἀνθρώπων! Μεγάλωσες τὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία ἀντὶ νὰ τὴν περιορίσεις, κι ἐπέβαλες γιὰ πάντα στὸ ἠθικὸ ἄτομο τὰ βασανιστήρια αὐτῆς τῆς ἐλευθερίας. Θέλησες νὰ σ᾿ ἀγαποῦν ἐλεύθερα, νὰ σ᾿ ἀκολουθήσουν ἐθελοντικὰ οἱ ἄνθρωποι γοητευμένοι ἀπὸ σένα. Ἀντὶ γιὰ τὸν σκληρό, παλαιὸ νόμο, ὁ ἄνθρωπος δὲ θἆχε τώρα παρὰ νὰ ξεχωρίσει μ᾿ ἐλεύθερη καρδιὰ τὸ Καλὸ ἀπ᾿ τὸ Κακό, χωρὶς ἄλλο ὁδηγὸ ἔξω ἀπ᾿ τὴν εἰκόνα σου -μὰ δὲν πρόβλεψες ὅτι τελικὰ θ᾿ ἀπωθοῦσε καὶ θὰ περιφρονοῦσε, ἀμφισβητώντας τὴν εἰκόνα σου, ἔχοντας κουραστεῖ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ τρομερὸ φορτίο: τὴν ἀλήθεια νὰ διαλέξουν; Θὰ φωνάξουν τελικὰ πὼς ἡ ἀλήθεια δὲ βρισκόταν σ᾿ ἐσένα, γιατί ἀλλιώτικα δὲ θὰ τοὺς ἄφηνες μέσα σὲ μιὰ τέτοια ἀγωνιώδικη ἀβεβαιότητα, μὲ τόσες ἀγωνίες κι ἀξεδιάλυτα προβλήματα. Προετοίμασες ἔτσι τὴν καταστροφὴ τῆς βασιλείας σου· μὴν κατηγορεῖς λοιπὸν κανένα γι᾿ αὐτὴ τὴν καταστροφή. Ὡστόσο ἦταν αὐτὸ ποὺ σοῦ πρότειναν; Ὑπάρχουν τρεῖς δυνάμεις, οἱ μόνες ποὺ μποροῦν νὰ ὑποδουλώσουν γιὰ πάντα τὴ συνείδηση αὐτῶν τῶν ἀδυνάμων ἐπαναστατημένων, εἶναι: τὸ θαῦμα, τὸ μυστήριο, ἡ αὐταρχικότητα! Τ᾿ ἀπώθησες καὶ τὰ τρία αὐτά, δίνοντας ἔτσι ἕνα παράδειγμα.
Τὸ τρομερὸ καὶ βαθὺ Πνεῦμα, σὲ εἶχε συμπαρασύρει μέσα στὸ Ναὸ καὶ σοῦ εἶχε πεῖ: «Θὲς νὰ ξέρεις ἂν εἶσαι γιὸς τοῦ Θεοῦ; Πέσε κάτω ἀπὸ δῶ ψηλά, γιατί εἶναι γραμμένο πὼς οἱ ἄγγελοι θὰ σὲ συγκρατήσουν καὶ θὰ σὲ στηρίξουν, δὲ θὰ τραυματιστεῖς καθόλου, καὶ τότε θὰ ξέρεις ἂν εἶσαι γιὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ θ᾿ ἀποδείξεις ἔτσι τὴν πίστη στὸν Πατέρα σου». Μὰ ἀπόδιωξες καὶ τούτη τὴν πρόταση, δὲν ὅρμησες νὰ πέσεις κάτω. Ἔδειξες τότε μιὰ ὑπέροχη περηφάνεια, ὁλότελα θεία, μὰ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ράτσα ἀδύναμη κι ἐπαναστατημένη, δὲν εἶναι θεοί! Ἤξερες πῶς κάνοντας ἕνα βῆμα, μιὰ χειρονομία γιὰ νὰ ὁρμήσεις, θὰ ἐνοχλοῦσες τὸν Κύριο καὶ θἄχανες τὴν πίστη σου σ᾿ Αὐτόν. Μὰ ὑπάρχουν πολλοὶ σὰν κι ἐσένα; Μποροῦσες νὰ παραδεχτεῖς ἔστω καὶ γιὰ μία στιγμὴ ὅτι οἱ ἄνθρωποι θἆχαν τὴ δύναμη ν᾿ ἀντέξουν σ᾿ ἕνα παρόμοιο πειρασμὸ; Εἶναι τάχα μέσα στὴν ἀνθρώπινη φύση ν᾿ ἀποδιώχνει τὸ θαῦμα, καὶ στὶς σοβαρὲς στιγμὲς τῆς ζωῆς μπροστὰ σὲ βασικὰ κι ἐπίμονα προβλήματα, νὰ διατηρεῖ τὴν ἐλεύθερη κρίση τῆς καρδιᾶς; Ὤ! Ἤξερες πὼς ἡ σταθερότητά σου θ᾿ ἀναφερόταν στὶς Γραφές, θὰ ἐπιζοῦσε μέσα στοὺς αἰῶνες, θἄφτανε ὡς τὶς πιὸ μακρινὲς περιοχές, κι ἔλπισες πῶς ἀκολουθώντας τὸ παράδειγμά σου, ὁ ἄνθρωπος θὰ περιοριζόταν στὸ Θεὸ χωρὶς νὰ προσφεύγει στὸ θαῦμα. Μὰ ἀγνοοῦσες ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀπωθεῖ τὸ Θεὸ ταυτόχρονα μὲ τὸ θαῦμα, γιατὶ εἶναι προπάντων τὸ θαῦμα ποὺ ἀποζητᾷ. Καὶ καθὼς δὲν ξέρει πῶς νὰ κάνει συγκεντρώνεται πάλι στὸν ἑαυτό του, καταφεύγει στοὺς δικούς του, ὑποκλίνεται στὰ θαύματα κάποιου μάγου, στὰ μαγικὰ κόλπα μιᾶς μάγισσας, στὸν ὅποιο ἐπαναστατημένο ἢ αἱρετικό. Δὲν κατέβηκες ἀπὸ τὸ σταυρὸ ὅταν σὲ κορόιδευαν, κι ὅταν σοῦ φώναζαν μ᾿ ἀπόγνωση: «Κατέβα ἀπὸ τὸ σταυρὸ καὶ θὰ σὲ πιστέψουμε». Δὲν τὸ ἔκανες, γιατί δὲ θέλησες πάλι νὰ ὑποδουλώσεις τὸν ἄνθρωπο μ᾿ ἕνα θαῦμα, ἐπιθυμοῦσες μία πίστη ποὺ θἆταν ἐλεύθερη καὶ δὲ θὰ ἐμπνεόταν ἀπὸ θαύματα. Σοῦ χρειαζόταν μία ἐλεύθερη ἀγάπη, κι ὄχι ἡ δουλικὴ συμπεριφορὰ τοῦ τρομοκρατημένου σκλάβου. Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀκόμη ἡ ἰδέα ποὺ εἶχες γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἦταν πολὺ ἀνώτερη, γιατὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι σκλάβοι, ἔστω κι ἂν δημιουργοῦν ἐπαναστατικὲς ἰδέες. Δὲς μονάχος σου καὶ κρῖνε, τί ἔγινε ὕστερ᾿ ἀπὸ δεκαπέντε ἐπαναστατημένους αἰῶνες, ποιὸς ἀνυψώθηκε ὡς ἐσένα; Σοῦ τὸ καταγγέλω: ὁ ἄνθρωπος εἶναι πιὸ ἀδύναμος καὶ πιὸ χυδαῖος, ἀπ᾿ ὅσο πίστεψες ποτέ. Μπορεῖ, εἶναι δυνατὸ ποτὲ νὰ ὁλοκληρωθεῖ ἕνας ἄνθρωπος, ὅπως ἐσύ; Ἡ μεγάλη ἐκτίμηση ποὺ ἔτρεφες γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἀδίκησε τὸν οἶκτο ποὺ ἔπρεπε νὰ νιώσεις γι᾿ αὐτόν. Ζήτησες πολλὰ ἀπ᾿ τοὺς ἄνθρωπους, ἐσὺ προπάντων ποὺ τοὺς ἀγάπησες περισσότερο κι ἀπ᾿ τὸν ἑαυτό σου! Ἂν τοὺς ἐκτιμοῦσες λιγώτερο, θὰ τοὺς εἶχες ἐπιβάλει ἕνα ἐλαφρότερο φορτίο, ποὺ νὰ ἀναλογεῖ περισσότερο στὴν ἀγάπη σου. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι κουρασμένος κι ἀδύναμος. Τί σημασία ἔχει τώρα ἂν ἐπαναστατοῦν παντοῦ ἐνάντια στὴν ἐξουσία μας, κι ἂν εἶναι περήφανοι γι᾿ αὐτὴ τὴν ἐξέγερση; Εἶναι κάτι ἀνόλογο μὲ τὴν ἀλαζονεία νεαρῶν σπουδαστῶν ποὺ ἐστασίασαν κι ἔδιωξαν τὸ δάσκαλό τους. Ἀλλὰ τούτη ἡ ἐπιπολαιότητα τῶν χαμινιῶν θὰ πάρει τέλος καὶ θὰ τοὺς στοιχίσει ἀκριβά. Θὰ γκρεμίσουν τοὺς ναοὺς καὶ θὰ πλημμυρίσουν τὴ γῆ στὸ αἷμα· ἀλλὰ θὰ καταλάβουν ἐπιτέλους αὐτὰ τ᾿ ἀνόητα παιδιά, πὼς δὲν εἶναι παρὰ κάτι ἀδύναμοι στασιαστές, ἀνίκανοι νὰ ἐπαναστατοῦν γιὰ πολύ. Θὰ χύσουν ἀνόητα δάκρυα καὶ θὰ καταλάβουν ὅτι ὁ Δημιουργὸς κάνοντάς τους ἔτσι ἐπαναστάτες, θέλησε νὰ τοὺς κοροϊδέψει, σίγουρα. Θὰ τὸ φωνάξουν μ᾿ ἀπελπισία κι αὐτὴ ἡ βλαστήμια θὰ τοὺς κάνει ἀκόμη πιὸ δυστυχισμένους, γιατὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση δὲν ἀνέχεται τούτη τὴ βλαστήμια, καὶ καταλήγει νὰ παίρνει τὴν ἐκδίκησή της. Ἔτσι, ἡ ἀγωνία, ἡ ταραχή, ἡ δυστυχία εἶναι τὸ μοιράδι τῶν ἀνθρώπων, ὓστερ᾿ ἀπὸ τὰ μαρτύρια ποὺ δοκίμασες γιὰ νὰ τοὺς ἀπελευθερώσεις! Ὁ φωτισμένος προφήτης σου εἶπε, μέσα στὸ συμβολικὸ ὅραμά του, ὅτι εἶδε ὅλους ὅσοι παίρνουν μέρος στὴν πρώτη ἀνάσταση καὶ τοὺς ἀριθμεῖ σὲ δώδεκα χιλιάδες ἀπ᾿ τὴν κάθε φυλή. Γιὰ νἆναι ὅμως τόσο πολλοί, ἔπρεπε νἆναι περισσότερο ἀπὸ ἄνθρωποι, ἔπρεπε νἆναι θεοί. Ὑπόφεραν τὸ σταυρό σου, καὶ τὴ ζωὴ μέσα στὴν ἔρημο, τρώγοντας ἀκρίδες κι ἄγρια χόρτα· βέβαια, μπορεῖ νἆσαι περήφανος γι᾿ αὐτὰ τὰ παιδιὰ τῆς ἐλευθεριᾶς, γιὰ τούτη τὴν ἐλεύθερη ἀγάπη, γιὰ τὴν ὑπέρτατη θυσία τους στ᾿ ὄνομά σου. Ἀλλὰ θυμήσου, δὲν ἦταν παρὰ μερικὲς δεκάδες χιλιάδες κι ὅλοι τους σχεδὸν θεοί, οἱ ὑπόλοιποι ὅμως; Εἶναι ἀπὸ λάθος τους αὐτῶν τῶν ἄλλων, τῶν ἀδύναμων, ἂν δὲν μπόρεσαν νὰ ὑποφέρουν τὰ μαρτύρια τῶν δυνατῶν; Ἡ ἀδυναμία τῆς ψυχῆς φταίει τάχα ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ κρατήσει μέσα της τόσο τρομερὰ δῶρα; Δὲν ᾖρθες στ᾿ ἀλήθεια γιὰ τοὺς ἐκλεκτούς; Τότε, αὐτὸ εἶναι ἕνα μαρτύριο, ἀκατανόητο γιὰ μᾶς, καὶ θἄχαμε τὸ δικαίωμα νὰ τὸ κηρύξουμε στοὺς ἀνθρώπους, νὰ τοὺς διδάξουμε πὼς δὲν πρόκειται γιὰ καμιὰ ἐλεύθερη ἀπόφαση μέσ᾿ ἀπὸ τὴν καρδιά, οὔτε γιὰ τὴν ἀγάπη, ἀλλὰ γιὰ ἕνα μυστήριο ποὺ ὀφείλουν νὰ ὑποταχτοῦν σ᾿ αὐτὸ τυφλά, ἀκόμη καὶ ἐνάντια στὴ θέληση ἢ στὴν συνείδησή τους. Αὐτὸ ἀκριβῶς κάναμε κι ἐμεῖς. Διορθώσαμε τὸ ἔργο σου στηρίζοντας τὸ πάνω στὸ «θαῦμα, στὸ «μυστήριο» καὶ στὴν «κυριαρχία». Κι οἱ ἄνθρωποι χαίρονται νὰ ξαναγεννηθοῦν σὰν ἕνα κοπάδι καὶ ν᾿ ἀπαλλαγοῦν ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ μοιραῖο δῶρο ποὺ τοὺς προκαλοῦσε τόσα βάσανα. Εἴχαμε δίκιο ποὺ ἐνεργήσαμε ἔτσι; Πές μου! Δὲ σημαίνει ὅτι ἀγαπᾷς τὴν ἀνθρωπότητα, ὅταν καταλαβαίνεις τὶς ἀδυναμίες της, ὅταν ξαλαφρώνεις τὸ φορτίο της μὲ τὴν ἀγάπη, ὅταν ἀνέχεσαι ἀκόμη καὶ τὴν ἁμαρτία στὸν ἀδύναμο χαρακτῆρα, φτάνει τούτη ἡ ἁμαρτία νὰ γίνεται μὲ τὴν ἄδειά μας; Γιατί λοιπὸν νἄρθεις καὶ νὰ ἐμποδίσεις τὸ ἔργο μας; Γιατί κάθεσαι ἔτσι σιωπηλὸς καὶ μὲ κοιτάζεις μὲ τὸ τρυφερὸ καὶ διαπεραστικὸ αὐτὸ βλέμμα; Ἐξαφανίσου καλύτερα, δὲν τὴ θέλω τὴν ἀγάπη σου, γιατί οὔτε κι ἐγὼ σ᾿ ἀγαπῶ. Γιατί νὰ τὸ κρύψω; Ξέρω σὲ ποιὸν μιλῶ, ξέρεις ὅλ᾿ αὐτὰ ποὺ ἔχω νὰ σοῦ πῶ, τὸ βλέπω μέσα στὰ μάτια σου. Τάχα εἶναι στὸ χέρι μου νὰ σοῦ κρύψω τὸ μυστικό μας; Ἴσως νἄθελες νὰ τ᾿ ἀκούσεις ἀπ᾿ τὸ στόμα μου, ὁρίστε ποὺ σοῦ τὄπα. Δὲν εἴμασταν μαζί σου ἀλλὰ μ᾿ Ἐκεῖνον ποὺ πέρασε ἐδῶ καὶ πολὺν καιρὸ ἀπὸ τούτη τὴ γῆ. Εἶν᾿ ἀκριβῶς ὀχτὼ αἰῶνες ποὺ πήραμε ἀπ᾿ Αὐτὸν τοῦτο τὸ δῶρο, τὸ τελευταῖο ποὺ ἐσὺ ἀπόδιωξες μ᾿ ἀγανάκτηση, ὅταν σου ἔδειχνε ὅλα τὰ βασίλεια πάνω στὴ γῆ, δεχτήκαμε τὴ Ρώμη καὶ τὸ σπαθὶ τοῦ Καίσαρα, κι ἀνακηρυχτήκαμε οἱ μοναδικοὶ βασιλιάδες τῆς γῆς, παρόλο ποὺ ὡς τώρα δὲν εἴχαμε ποτὲ τὸν καιρὸ ν᾿ ἀποτελειώσουμε τὸ ἔργο μας. Ἀλλὰ ποιανοῦ εἶναι τὸ λάθος; Ὤ! ἡ ὑπόθεση αὐτὴ δὲ βρίσκεται παρὰ μόνο στὴν ἀρχή, θέλει πολὺν καιρὸ γιὰ νὰ τελειώσει ἀκόμη, κι ἡ γῆ θὰ χρειαστεῖ πολλὰ νὰ ὑποφέρει ὡς τότε, ἀλλὰ ἐμεῖς θὰ φτάσουμε στὸ σκοπό μας, θὰ γίνουμε Καίσαρες καὶ τότε θὰ συλλογιστοῦμε καὶ τὴν παγκόσμια εὐτυχία.
«Ὡστόσο, θὰ μποροῦσες τότε νἆχες πάρει τὸ σπαθὶ τοῦ Καίσαρα. Γιατί τ᾿ ἀπόδιωξες αὐτὸ τὸ τελευταῖο δῶρο; Ἀκολουθώντας ἐκείνη τὴν τελευταία συμβουλὴ τοῦ παντοδύναμου Πνεύματος, θὰ μποροῦσες νὰ πραγματοποιήσεις τὸ κάθε τί ποὺ ζητοῦν οἱ ἄνθρωποι στὴ ζωή, καὶ πάνω σ᾿ αὐτὴ τὴ γῆ: νὰ γίνεις ἕνας ἀφέντης ποὺ μπρός του νὰ προσκυνοῦν, ἕνας φύλακας τῆς συνείδησής τους, καὶ τὸ μέσο ποὺ θὰ τοὺς ἀνάγκαζε νὰ ἑνωθοῦν τελικὰ μονοιασμένοι σὲ μία κοινότητα μυρμηγκιῶν, γιατὶ ἡ ἀνάγκη γιὰ παγκόσμια ἕνωση εἶναι τὸ τρίτο καὶ τὸ τελευταῖο βασανιστήριο τῆς ἀνθρώπινης φυλῆς. Ἡ ἀνθρωπότητα εἶχε πάντα τὴν τάση, στὸ σύνολό της, νὰ ὀργανωθεῖ σὲ μία παγκόσμια βάση. Ὑπάρχουν μεγάλοι λαοὶ μέσα στὴν Ἱστορία μὰ στὸ μέτρο ποὺ ἀνυψώθηκαν ὑπόφεραν πιότερο, δοκιμάζοντας πιὸ ἰσχυρὰ ἀπ᾿ τοὺς ἄλλους τὴν ἀνάγκη τούτη γιὰ παγκόσμια ἕνωση. Οἱ μεγάλοι κατακτητές, οἱ Ταμερλάνοι κι οἱ Τζέγκις Χάν, ποὺ πέρασαν πάνω ἀπ᾿ τὴ γῆ σὰν τὴν καταιγίδα, ἐνσάρκωναν κι αὐτοὶ οἱ ἴδιοι χωρὶς νὰ τὸ συνειδητοποιοῦν τούτη τὴν τάση τῶν λαῶν πρὸς τὴν ἑνότητα. Ἂν εἶχες δεχτεῖ τὴν πορφύρα τοῦ Καίσαρα, θὰ μποροῦσες νὰ δημιουργήσεις τὶς βάσεις γιὰ μία παγκόσμια αὐτοκρατορία καὶ νὰ φέρεις τὴν εἰρήνη στὸν κόσμο. Γιατί ποιὸς ἄλλος εἶναι προορισμένος νὰ κυβερνήσει τοὺς ἀνθρώπους παρὰ ὅποιος κυβερνᾷ τὴ συνείδησή τους κι ἀκούει τὸν πόνο τους; Ἐμεῖς πήραμε τὸ σκῆπτρο τοῦ Καίσαρα, καὶ κάνοντας τὸ αὐτὸ σ᾿ ἐγκαταλείψαμε γιὰ ν᾿ ἀκολουθήσουμε Ἐκεῖνον. Ὤ, θ᾿ ἀκολουθήσουν ἀκόμη αἰῶνες πνευματικῆς λγοκρισίας, μάταιας γνώσης κι ἀνθρωποφαγίας, γιατί μόνο ἔτσι θὰ καταλήξουν, ἀφοῦ θὰ οἰκοδομήσουν τὸν Πύργο τῆς Βαβέλ τους, χωρὶς ἐμᾶς, νὰ φτάσουν σ᾿ ἐμᾶς. Ἀλλὰ τότε τὸ ζῷο θἄρθει σ᾿ ἐμᾶς μπουσουλίζοντας, θὰ γλύψει τὰ πόδια μας, θὰ τὰ ποτίσει μ᾿ αἷμα καὶ δάκρυα. Κι ἐμεῖς θὰ σκαρφαλώσουμε πάνω του, θὰ ὑψώσουμε στὸν ἀγέρα τὸ κύπελλο ποὺ πάνω του θἆναι γραμμένη ἡ λέξη: «Μυστήριο!» Τότε μόνο ἡ γαλήνη κι ἡ εὐτυχία θὰ βασιλέψουν πάνω στοὺς ἀνθρώπους. Εἶσαι περήφανος γιὰ τοὺς ἐκλεκτούς σου, ἀλλὰ δὲν πρόκειται παρὰ γιὰ λίγους διαλεχτούς, ἐνῷ ἐμεῖς θὰ δώσουμε τὴ γαλήνη σ᾿ ὅλους. Ἄλλωστε ἀνάμεσα σ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἰσχυρούς, ποὺ προορίζονται νὰ γίνουν ἐκλεκτοί, πόσοι δὲν ἔχουν κουραστεῖ ἐπιτέλους νὰ περιμένουν, πόσοι δὲν πρόσφεραν καὶ θὰ προσφέρουν ἀκόμη ἀλλοῦ τὴ δύναμη τοῦ πνεύματός τους καὶ τὴ φλόγα τῆς καρδιᾶς τους, πόσοι δὲ θὰ καταλήξουν νὰ ἐπαναστατήσουν ἐναντίον σου στ᾿ ὄνομα τῆς ἐλευθερίας! Ὅμως ἐσὺ τοὺς τὴν ἔδωσες. Ἐνῷ ἐμεῖς θὰ τοὺς κάνουμε ὅλους εὐτυχισμένους, οἱ ἐπαναστάσεις κι οἱ σφαγές, ποὺ συνοδεύουν ἀξεχώριστα τὴν ἐλευθερία, θὰ σταματήσουν. Ὤ, θὰ τοὺς πείσουμε ὅτι δὲ θἆναι πραγματικὰ ἐλεύθεροι παρὰ μόνο ἂν παραιτηθοῦν ἀπ᾿ τὴν ἐλευθερία τους γιὰ χάρη μας. Ἔ, λοιπόν, θὰ ποῦμε τὴν ἀλήθεια ἢ θἄχουμε πεῖ ψέμματα; Θὰ πεισθοῦν κι αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ὅτι μιλοῦμε τὴν ἀλήθεια, γιατὶ θὰ θυμηθοῦν σὲ ποιὰ δουλεία, σὲ ποιὰ ἀναταραχὴ τοὺς εἶχε βυθίσει ἡ δική σου ἐλευθερία. Ἡ ἀνεξαρτησία, ἡ ἐλεύθερη σκέψη, ἡ ἐπιστήμη θὰ τοὺς ἔχουν παρασύρει σ᾿ ἕνα τέτοιο λαβύρινθο, θὰ τοὺς φέρουν μπρὸς σὲ τόσα ἀνεξήγητα θαύματα κι αἰνίγματα, ποὺ ἄλλοι, ἔξαλλοι ἐπαναστάτες θὰ καταστρέψουν τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό τους, κι ἄλλοι ἐπαναστάτες κι αὐτοί, μὰ ἀδύναμοι, δειλοί, τρελλοὶ κι ἐξαθλιωμένοι, θὰ συρθοῦν στὰ πόδια μας φωνάζοντας: «Ναί, εἴχατε δίκιο, ἐσεῖς μόνο ξέρετε τὸ μυστικὸ καὶ σ᾿ ἐσᾶς ξαναγυρίζουμε· σῶστε μας ἀπ᾿ τὸν ἑαυτό μας!» Χωρὶς ἀμφιβολία, ὅταν θὰ πάρουν ἀπὸ μᾶς τὸ ψωμί, θὰ δοῦν βέβαια ὅτι τοὺς παίρνουμε τὸ δικό τους, ποὺ τὸ κέρδισαν μὲ τὸν ἴδιο τὸν κόπο τους, γιὰ νὰ τοὺς τὸ ξαναμοιράσουμε δίχως θαύματα, θὰ δοῦν ὅτι δὲ μεταλλάξαμε τὶς πέτρες σὲ ψωμιά, ἀλλ᾿ αὐτὸ ποὺ θὰ τοὺς εὐχαριστήσει περισσότερο κι ἀπ᾿ τὸ ψωμὶ τὸ ἴδιο, εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι θὰ τὸ παίρνουν ἀπὸ τὰ χέρια μας! Γιατί θὰ θυμηθοῦν ὅτι παλιότερα, ἀκόμη καὶ τὸ ἴδιο τὸ ψωμί, ὁ καρπὸς τῆς δουλειᾶς τους, μετάλλαζε σὲ πέτρα μέσα στὰ χέρια τους, ἐνῷ ὅταν ξαναγυρίσουν κοντά μας, οἱ πέτρες θὰ μοιάζουν μὲ ψωμί. Θὰ καταλάβουν τὴν ἀξία τῆς ὁριστικῆς ὑποταγῆς. Ὅσο οἱ ἄνθρωποι δὲ θὰ μποροῦν νὰ τὰ καταλαβαίνουν ὅλ᾿ αὐτά, θἆναι δυστυχισμένοι. Ποιὸς ἔχει βάλει τὸ χέρι τοῦ περισσότερο ἀπ᾿ ὅλους γιὰ νὰ δημιουργηθεῖ τούτη ἡ ἀκατανοησία; Πές μου! Ποιὸς μοίρασε τὸ κοπάδι καὶ τὸ σκόρπισε σ᾿ ἄγνωστους δρόμους; Μὰ τὸ κοπάδι θὰ ξανασυγκροτηθεῖ, θαξαναβρεῖ τὴν ὑπακοή, κι αὐτὸ θἆναι πιὰ γιὰ πάντα. Τότε θὰ τοὺς προσφέρουμε μία ἤρεμη καὶ ταπεινὴ εὐτυχία, μιὰ εὐτυχία προσαρμοσμένη στὰ μέτρα τῶν ἀδύναμων πλασμάτων, τέτοιων ποὺ εἶναι. Θὰ τοὺς πείσουμε τέλος νὰ μὴν περηφανεύουνται, γιατὶ ἤσουν ἐσύ, ποὺ ἀνυψώνοντάς τους, τοὺς τὸ δίδαξες κι αὐτό· ἐμεῖς θὰ τοὺς ἀποδείξουμε ὅτι εἶναι ταπεινοὶ κι ἄχρηστα παιδιά, θλιβερὰ πλάσματα, μὰ πὼς ἡ παιδιάστικη εὐτυχία εἶναι πιὸ προσιτή. Θὰ γίνουν ντροπαλοί, δὲ θὰ θένε νὰ μᾶς χάσουν ἀπ᾿ τὰ μάτια τους, καὶ θὰ σφίγγονται πάνω μας μὲ τρόμο σὰν τὰ τρυφερὰ κλωσσοπούλια κάτω ἀπ᾿ τὰ φτερὰ τῆς κότας. Θὰ δοκιμάζουν μίαν ὅλο φόβο κατάπληξη, καὶ θἆναι περήφανοι γι᾿ αὐτὴ τὴν ἐνεργητικότητα καὶ τὴν ἐξυπνάδα, ποὺ ἐμεῖς θὰ τοὺς ἐπιτρέπουμε νὰ παρουσιάζουν ὅλοι αὐτοί, μέσ᾿ ἀπὸ τὸ ἀναρίθμητο πλῆθος τῶν ἐπαναστατημένων. Ἡ ὀργή μας θὰ τοὺς κάνει νὰ τρέμουν, ἡ ντροπὴ κι ἡ δειλία θὰ τοὺς πλημμυρίζει, τὰ μάτια τους θὰ πάρουν μία θρηνητικὴ ἔκφραση σὰν τῶν γυναικῶν καὶ τῶν παιδιῶν· μά, σ᾿ ἕνα νόημά μας, θὰ περνοῦν τὸ ἴδιο εὔκολα στὴ χαρὰ καὶ στὸ γέλιο, σὰν ξένοιαστα παιδιά. Βέβαια, θὰ τοὺς ὑποχρεώνουμε νὰ δουλεύουν, μὰ τὶς ὦρες τῆς σχόλης τους, θὰ ὀργανώσουμε τὴ ζωή τους ἔτσι ποὺ νὰ μοιάζει σὰν παιχνίδι, μὲ τραγούδια, μὲ χορωδίες, μ᾿ ἀθῴους χορούς. Ὤ, ναί! Θὰ τοὺς ἐπιτρέπουμε ἀκόμη καὶ ν᾿ ἁμαρτάνουν, γιατί εἶν᾿ ἀδύναμοι, κι ἐξαιτίας αὐτοῦ εἶναι ποὺ θὰ μᾶς ἀγαποῦν σὰν παιδιά. Θὰ τοὺς ποῦμε πὼς τὸ κάθε ἁμάρτημα θὰ ἐξαγοράζεται, ἂν ἔγινε μὲ τὴν ἄδειά μας· ἀπὸ ἀγάπη εἶναι ποὺ θὰ τοὺς ἐπιτρέπουμε ν᾿ ἁμαρτάνουν, καὶ θὰ παίρνουμε τὴ θλίψη καὶ τὸ βάρος πάνω μας. Θὰ μᾶς εὐλογοῦν σὰν εὐεργέτες ποὺ φορτωνόμαστε τὰ ἁμαρτήματά τους, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Δὲ θἄχουν πιὰ μυστικὰ ἀπὸ μᾶς. Ἀνάλογα μὲ τὸ βαθμὸ τῆς ὑπακοῆς τους, θὰ τοὺς ἐπιτρέπουμε ἢ θὰ τοὺς ἀπαγορεύουμε νὰ ζοῦν μὲ τὶς γυναῖκες τους, ἢ μὲ τὶς ἐρωμένες τους, νἄχουν παιδιὰ ἢ νὰ μὴ ἔχουν, κι αὐτοὶ θὰ μᾶς ἀκοῦνε μὲ χαρά. Θὰ μᾶς παραδίνουν τὰ πιὸ πολύτιμα μυστικὰ τῆς συνείδησής τους, θὰ λύνουμε ὅλα τὰ προβλήματά τους, καὶ θὰ δέχονται τὴν ἀπόφασή μας μὲ ξενοιασιά, γιατί θὰ τοὺς βγάζει ἀπ᾿ τὴ μεγάλη ἔγνοια νὰ διαλέξουν ἀπὸ μόνοι τους ἐλεύθερα. Κι ὅλοι τους θἆναι εὐτυχισμένοι, ἑκατομμύρια πλάσματα, ἔξω ἀπὸ καμιὰ ἑκατοστὴ χιλιάδες, τοὺς διευθυντές τους, ἔξω ἀπὸ μᾶς, ποὺ θὰ ξέρουμε τὰ μυστικά τους. Οἱ εὐτυχισμένοι θ᾿ ἀριθμοῦνται κατὰ δεκάδες χιλιάδες, κατὰ μυριάδες καὶ δὲ θὰ ὑπάρχουν παρὰ ἑκατὸ χιλιάδες μάρτυρες, ποὺ θὰ ξέρουν τὴν καταραμένη διάκριση ἀνάμεσα στὸ Καλὸ καὶ στὸ Κακό. Θὰ πεθάνουν εἰρηνικά, θὰ σβήσουν γλυκὰ στ᾿ ὄνομά σου, καὶ στὸ ὑπερπέραν δὲ θὰ βροῦν παρὰ τὸ θάνατο. Θὰ φυλάξουμε ὅμως τὸ μυστικό· θὰ τοὺς λικνίσουμε, ναί, θὰ τοὺς νανουρίσουμε, γιὰ τὴν εὐτυχία τους, μὲ μίαν αἰώνια ἀνταμοιβὴ στὸν οὐρανό. Γιατὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλη ζωή, κάτι τέτοιο βέβαια δὲν εἶναι καμωμένο γιὰ πλάσματα σὰν κι αὐτά. Προφητεύουν ὅτι θὰ ξαναγυρίσεις γιὰ νὰ νικήσεις πάλι, περιτριγυρισμένος ἀπὸ τοὺς ἐκλεκτούς σου, τοὺς πανίσχυρους καὶ περήφανους· θὰ ποῦν ὅτι δὲ θἄχουν σωθεῖ παρὰ μόνο ἐκεῖνοι ἀπὸ μόνοι τους, ἐνῷ ἐμεῖς θἄχουμε σώσει ὅλο τὸν κόσμο. Ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ πόρνη ἀνεβασμένη πάνω στὸ ζῷο καὶ κρατώντας στὰ χέρια της τὸ «κύπελλο τοῦ μυστηρίου» θἆναι ἀτιμασμένη, ὅτι οἱ ἄνθρωποι θὰ ἐπαναστατήσουν πάλι, ὅτι θὰ ξεσχίσουν τὴν προρφύρα της καὶ θὰ καταβροχθίζουν τὸ «ἀκάθαρτο». Θὰ σηκωθῶ τότε καὶ θὰ δείξω τὶς μυριάδες τοὺς εὐτυχισμένους, ποὺ δὲ γνώρισαν τὸ ἁμάρτημα. Κι ἐμεῖς, ἐμεῖς ποὺ πήραμε ἀπάνω μας τὰ λάθη τους, γιὰ τὴν εὐτυχία τους, θ᾿ ἀνορθωθοῦμε μπροστά του καὶ θὰ ποῦμε: «Δὲ σὲ φοβόμαστε καθόλου· κι ἐμεῖς τὸ ἴδιο βρεθήκαμε στὴν ἔρημο, ζήσαμε μ᾿ ἀκρίδες καὶ μέλι· κι ἐμεῖς τὸ ἴδιο εὐλογήσαμε τὴν ἐλευθερία ποὺ παραχώρησες στοὺς ἀνθρώπους, κι ἑτοιμαστήκαμε νἄμαστε ἀνάμεσα στοὺς ἐκλεκτούς σου, στοὺς ἰσχυροὺς καὶ στοὺς περήφανους, καὶ νὰ καοῦμε «γιὰ νὰ συμπληρώσουμε τὸν ἀριθμό». Ἀλλὰ συνήρθαμε καὶ δὲ θελήσαμε νὰ ὑπηρετήσουμε μία παράλογη ἰδέα. Ξαναγυρίζουμε γιὰ νὰ ἑνωθοῦμε μ᾿ αὐτοὺς ποὺ διόρθωσαν τὸ λάθος σου. Ἐγκαταλείψαμε τοὺς περήφανους καὶ γυρίσαμε κοντὰ στοὺς ταπεινούς, γιὰ νὰ φτιάξουμε τὴν εὐτυχία τους». Στὸ ξαναλέω, αὔριο, σ᾿ ἕνα νόημά μου, ὅλο αὐτὸ τὸ πειθαρχημένο κοπάδι θὰ φέρει ἀναμμένα κάρβουνα γιὰ τὴν πυρά, ὅπου θὰ σ᾿ ἀνεβάσουμε γιὰ νὰ μὴν ἐμποδίσεις τὸ ἔργο μας. Γιατί ἂν κάποιος ἀξίζει πιότερο ἀπ᾿ ὅλους νὰ καεῖ, αὐτὸς εἶσ᾿ ἐσύ. Αὔριο θὰ σὲ κάψω. Ἐλέχθη.
Ὁ Ἰβὰν σώπασε. Εἶχε ξανάψει μιλώντας, κι ὅταν τέλειωσε ἕνα χαμόγελο φάνηκε στὰ χείλια του.
Ὁ Ἀλιόσα ἄκουγε σιωπηλά, μὲ μίαν ὑπέρτατη συγκίνηση. Πολλὲς φορὲς θέλησε νὰ διακόψει τὸν ἀδερφό του, μὰ συγκρατήθηκε.
- Μὰ.... εἶν᾿ ἀνόητο! φώναξε καὶ γίνηκε κατακόκκινος. Τὸ ποίημά σου εἶν᾿ ἕνας ὕμνος στὸν Ἰησοῦ, κι ὄχι κατηγόρια ... ὅπως τὄθελες. Ποιὸς θὰ πιστέψει ὅλ᾿ αὐτὰ ποὺ λὲς γιὰ τὴν ἐλευθερία; Γιατί, τάχα ἔτσι τὴν καταλαβαίνουμε τὴν ἐλευθερία; Ἢ μήπως τέτοια εἶν᾿ ἡ ἀντίληψη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας; Αὐτὰ ὅλα τἄκανε ἡ Ρώμη κι ἀκόμη ὄχι ὁλόκληρη μὰ τὰ χειρότερα στοιχεῖα της, ἀνάμεσα στὸν Καθολικισμό, οἱ ἱεροεξεταστές, οἱ Ἰησουΐτες!.. Δὲν ὑπάρχει φανταστικὸ πρόσωπο σὰν τὸν ἱεροεξεταστή σου. Ποιὰ εἶναι τ᾿ ἁμαρτήματα τοῦ πλαϊνοῦ μας ποὺ φορτωνόμαστε; Ποιοὶ εἶν᾿ αὐτοὶ ποὺ συντηροῦν τὸ μυστήριο, ποῦ φορτώνονται μὲ τὸ ἀνάθεμα γιὰ τὴν εὐτυχία τῆς ἀνθρωπότητας; Ποῦ τὸ ξανάδες κάτι τέτοιο; Τοὺς ξέρουμε δὰ τοὺς Ἰησουΐτες, λένε πολὺ ἄσχημα πράγματα, ἀλλὰ μοιάζουν καθόλου μ᾿ αὐτοὺς ποῦ περιγράφεις ἐσύ; Καθόλου! ...Εἶναι ἁπλούστατα ἡ ρωμαιοκαθολικὴ στρατιά, τὸ ὄργανο τῆς μελλοντικῆς κυριαρχίας τοῦ κόσμου, μ᾿ ἕναν αὐτοκράτορα, τὸν Ποντίφηκα, ἐπικεφαλῆς... Νά, ποιὸ εἶναι τὸ ἰδανικό τους. Δὲν ὑπάρχει σ᾿ ὅλο αὐτὸ κανένα μυστήριο, καμιὰ ὑπέρτατη θλίψη... ἡ δίψα γιὰ ἐξουσία, ἡ χυδαία συναλλαγὴ πάνω στὰ βρώμικα ἐπίγεια ἀγαθά... ἕνα εἶδος μελλοντικῆς ὑποδούλωσης, ὅπου ἐκεῖνοι θἆναι οἱ μεγαλογαιοκτήμονες... κι αὐτὸ εἶν᾿ ὅλο. Μπορεῖ ἴσως καὶ νὰ μὴν πιστεύουν στὸ Θεό, μὰ ὁ ἱεροεξεταστής σου δὲν εἶναι παρὰ ἕνα κατασκεύασμα...
- Στάσου, στάσου! λέει γελώντας ὁ Ἰβάν. Πόσο ξάναψες μ᾿ ὅλη τούτη τὴν ἱστορία. Κατασκεύασμα εἶπες, ἔ; Ναί, μπορεῖ, φυσικά. Ὅμως πιστεύεις στ᾿ ἀλήθεια ὅτι ὁλόκληρο τὸ κίνημα τοῦ Καθολικισμοῦ, κατὰ τοὺς τελευταίους αἰῶνες δὲν ἐμπνέεται παρὰ μόνο ἀπὸ τούτη τὴ δίψα γιὰ τὴν ἐξουσία, ὅτι δὲν ἔχει κατὰ νοῦ παρὰ μόνο τὰ ἐπίγεια ἀγαθὰ; Μήπως ὁ πάτερ-Παΐσιος σοῦ τὸ διδάσκει αὐτά;
- Ὄχι, ὄχι, τὸ ἀντίθετο. Ὁ πάτερ-Παΐσιος μίλησε κάποτε μὲ τὸ πνεῦμα τὸ δικό σου... μὰ δὲν ἦταν διόλου τὸ ἴδιο πρᾶγμα.
- Ἄ, ἄ, νά, μιὰ πολύτιμη πληροφοία, παρόλο τό: «δὲν ἦταν διόλου τὸ ἴδιο πρᾶγμα», ποὺ λές. Ἀλλὰ γιὰ ποιὸ λόγο τότε οἱ Ἰησουΐτες κι οἱ ἱεροεξεταστὲς θὰ ἑνώνονταν, μόνο γιὰ τὴν ἐπίγεια εὐτυχία; Δὲ θὰ μπορούσαμε νὰ βροῦμε ἀνάμεσά τους κι ἕναν μάρτυρα, ποὺ νἄχει παρασυρθεῖ ἀπ᾿ τὸν εὐγενικὸ πόνο καὶ ποὺ ν᾿ ἀγαπᾷ τὴν ἀνθρωπότητα; Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι ἀνάμεσα σ᾿ αὐτὰ τὰ διψασμένα γιὰ ἐπίγεια ἀγαθὰ πλάσματα, ὑπάρχει ἕνα μόνο σὰν αὐτὸ τὸ γερο-ἱεροεξεταστή, ποὺ ἔζησε μ᾿ ἀκρίδες καὶ μέλι στὴν ἔρημο καὶ ποὺ πάθιασε γιὰ νὰ λυτρωθεῖ ἀπ᾿ τὶς αἰσθήσεις του καὶ νὰ γίνει ἐλεύθερος, γιὰ νὰ φτάσει ὡς τὴν τελειότητα· ὡστόσο, πάντα του ἀγάπησε τὴν ἀνθρωπότητα. Ξαφνικά, βλέπει καθαρά, καταλαβαίνει πὼς εἶναι πολὺ μέτρια εὐτυχία νὰ πετύχεις τὴν ἀπόλυτη ἐλευθερία, ὅταν χιλιάδες ἀνθρώπινα πλάματα παραμένουν πάντα ἀχάριστα, πολὺ ἀδύναμα γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουν αὐτὴ τὴν ἐλευθερία, ὅτι αὐτοὶ οἱ φτηνοὶ ἐπαναστατημένοι δὲ θὰ μπορέσουν ποτὲ νὰ ὁλοκληρώσουν τὸν κύκλο τους, κι ὅτι δὲν εἶναι παρὰ γιὰ κάτι τέτοια κοτόπουλα ποὺ ὁ μεγάλος ἰδεαλιστὴς ὀνειρεύτηκε τὴν ἁρμονία του. Κι ἀφοῦ τὰ κατάλαβε αὐτὰ ὁ ἱεροεξεταστής μου, στρέφεται πίσω καὶ ἐντάσσεται μὲ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ Πνεύματος. Εἶναι λοιπὸν ἀδύνατο νὰ συμβεῖ κάτι τέτοιο;
- Σὲ ποιὸν νὰ ἐνταχθεῖ, σὲ ποιοὺς ἀνθρώπους τοῦ Πνεύματος; φωνάζει ὁ Ἀλιόσα σχεδὸν ἐνοχλημένος. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔχουν κανένα πνεῦμα, δὲν ξέρουν οὔτε ἀπὸ μυστήρια, οὔτε ἀπὸ μυστικά... Ὁ ἀθεϊσμός, νά, ποιὸ εἶναι τὸ μυστικό τους! Ὁ ἱεροεξεταστής σου δὲν πιστεύει στὸ Θεό.
- Ἄ, καὶ τί σημασία ἔχει αὐτό; Τὸ μάντεψες ἐπιτέλους. Αὐτὸ εἶναι μάλιστα, αὐτὸ εἶν᾿ ὅλο κι ὅλο τὸ μυστικό, ἀλλὰ δὲν εἶναι κι αὐτὸς ἕνας πόνος, μιὰ ἀγωνία, γιὰ ἕναν ἄνθρωπο σὰν κι αὐτόν, ποὺ θυσίασε τὴ ζωή του στὸ ἰδανικό του, μέσα στὴν ἔρημο καὶ δὲν ἔπαψε ν᾿ ἀγαπᾷ τὴν ἀνθρωπότητα; Στὴ δύση τῶν ἡμερῶν του πείθεται ξεκάθαρα ὅτι μόνες οἱ συμβουλὲς τοῦ μεγάλου καὶ τρομεροῦ πνεύματος, θὰ μποροῦσαν νὰ καταστήσουν ὑποφερτὴ τὴν ὕπαρξη τῶν χυδαίων ἐπαναστατημένων, αὐτῶν τῶν «ἐκτρωτικῶν πλασμάτων, ποὺ δημιουργήθηκαν ἀπὸ ξεγέλασμα». Καταλαβαίνει ὅτι πρέπει ν᾿ ἀκούσει τὸ βαθυστόχαστο πνεῦμα, αὐτὸ τὸ πνεῦμα τῆς ἐρήμωσης καὶ τοῦ θανάτου, καὶ πὼς γιὰ νὰ τὸ κάνει, πρέπει νὰ προσεταιριστεῖ τὴν ἀπάτη καὶ τὸ ψέμα, νὰ ὁδηγήσει ἐσκεμμένα τοὺς ἀνθρώπους στὸ θάνατο καὶ τὴν ἐρήμωση, μὰ ἐπιδέξια, μὰ ξεγελώντας τους σ᾿ ὅλο τὸ δρόμο, γιὰ νὰ τοὺς κρύψει ἐκεῖνο ποὺ τοὺς περιμένει στὸ τέλος, καὶ γιὰ νἄχουν αὐτὰ τὰ θλιβερὰ πλάσματα μία ψευδαίσθηση εὐτυχίας. Πρόσεξε καὶ τοῦτο: ἡ ἀπάτη γίνεται στ᾿ ὄνομα Ἐκείνου ποὺ ὁ γέρος τὸν πίστεψε φλογερά, σ᾿ ὅλη του τὴ ζωή! Δὲν εἶν᾿ αὐτὸ μιὰ δυστυχία; Κι ἂν ὑπάρχει, ἔστω κι ἕνα παρόμοιο πλάσμα, ἐπικεφαλῆς αὐτῆς τῆς στρατιᾶς ποὺ εἶναι «λαίμαργη γιὰ ἐξουσία ἀπέναντι στὰ χυδαῖα ἀγαθά», αὐτὸ τάχα δὲν εἶν᾿ ἀρκετὸ γιὰ νὰ δημιουργηθεῖ μία τραγῳδία; Ἀκόμη περισσότερο, εἶν᾿ ἀρκετὸς ἕνας τέτοιος ἡγέτης, γιὰ νὰ ἐνσαρκώσει τὴν ἀληθινὴ κατευθυντήρια ἰδέα τοῦ ρωμαϊκοῦ καθολικισμοῦ, μὲ τὶς στρατιές του καὶ τοὺς Ἰησουΐτες του, τὴν ὑπέρτατη ἰδέα. Σοῦ τὸ δηλώνω, ἔχω πεισθεῖ ἀπόλυτα ὅτι αὐτὸς ὁ μοναδικὸς τύπος δὲν παράλειψε ποτὲ νὰ ὑπάρχει ἀνάμεσα σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἦταν ἐπικεφαλῆς τοῦ κινήματος. Ποιὸς ξέρει μπορεῖ νὰ ὑπῆρξαν καὶ μερικοὶ τέτοιοι ἀκόμη κι ἀνάμεσα στοὺς ποντίφηκες. Ποιὸς μπορεῖ νὰ ξέρει; Ἴσως τοῦτος ὁ καταραμένος γέρος, ποὺ ἀγαπᾷ μὲ τόσο πεῖσμα τὴν ἀνθρωπότητα, μὲ τὸν τρόπο του βέβαια, νὰ ὑπάρχει ἀκόμη καὶ τώρα σὲ πολλὰ ἀντίτυπα, κι αὐτὸ ὄχι τυχαῖα, ἀλλὰ μὲ τὴ μορφὴ μιᾶς συμμαχίας, μιᾶς μυστικῆς ἐταιρίας, ποὺ ὀργανώθηκε ἐδῶ καὶ πολὺν καιρό, γιὰ νὰ φυλάξει τὸ μυστήριο, νὰ τὸ σκορπίσει ἀνάμεσα στοὺς δυστυχισμένους καὶ στοὺς ἀδύναμους γιὰ νὰ τοὺς κάνει εὐτυχισμένους. Σίγουρα θὰ πρέπει νἆναι ἔτσι, γιατί εἶναι μοιραῖο νἆναι. Φαντάζομαι ἀκόμη ὅτι οἱ «φραμασόνοι» ἔχουν κι αὐτοὶ ἕν᾿ ἀνάλογο μυστήριο στὴ βάση τῆς θεωρίας τους, καὶ γιὰ τοῦτο οἱ Καθολικοὶ τοὺς μισοῦν τόσο πολύ, βλέπουν σ᾿ αὐτοὺς ἕναν ἀντίπαλο, τὴ διάχυση τῆς μοναδικῆς ἰδέας, ἐνῷ θὰ πρέπει νὰ ὑπάρχει ἕνα μόνο κοπάδι μ᾿ ἕνα μοναδικὸ πάστορα. Ἄλλωστε, ὑπερασπιζόμενος τὶς σκέψεις μου, ἔχω τὸ ὕφος κάποιου δημιουργοῦ, ποὺ δὲν ἀνέχεται τὴν κριτική, αὐτὸ ἔπαθα στὸ τέλος... Μά, ἀρκετὰ πάνω στὸ πρόβλημα, φτάνει.
- Ἴσως κι ἐσὺ ὁ ἴδιος νἆσαι μασόνος, ἄφησε ξαφνικὰ νὰ τοῦ ξεφύγει ὁ Ἀλιόσα. Δὲν πιστεύεις στὸ Θεὸ πρόσθεσε μὲ μία βαθιὰ θλίψη. Τοῦ φάνηκε μάλιστα πὼς ὁ ἀδερφός του τὸν κοίταζε κοροϊδευτικά, καὶ πρόσθεσε:
- Πῶς τελειώνει ὅμως τὸ ποίημά σου; Ἢ μήπως αὐτὸ εἶν᾿ ὅλο;
Ὁ Ἀλιόσα λέγοντας τούτη τὴν τελευταία φράση κράτησε χαμηλωμένα τὰ μάτια του.
- Ὄχι, νά, πῶς θἄθελα νὰ τὸ τελειώσω: ὁ ἱεροεξεταστὴς σωπαίνει, περιμένει μία στιγμὴ τὴν ἀπάντηση τοῦ Κρατούμενου. Ἡ σιωπή του, τὸν βαραίνει. Ὁ Κρατούμενος τὸν ἄκουγε ὅλη τὴν ὥρα ἔχοντας καρφωμένη πάνω του τὴ διαπεραστικὴ κι ἤρεμη ματιά του, φανερὰ ἀποφασισμένος νὰ μὴν τοῦ ἀπαντήσει. Ὁ γέρος θἄθελε νὰ τοῦ πεῖ κάτι, ἔστω κι ἂν ἦταν λόγια πικρὰ καὶ σκληρά. Ξαφνικὰ ὁ Κρατούμενος πλησιάζει ἤρεμα καὶ σιωπηλὸς τὸ γέρο καὶ τοῦ φιλᾷ τ᾿ ἄχρωμα χείλια του. Αὐτὴ ἦταν ὅλη κι ὅλη ἡ ἀπάντησή του. Ὁ γέρος τινάζεται, τὰ χείλια του τρέμουν· πάει στὴν πόρτα, τὴν ἀνοίγει καὶ τοῦ λέει: «Φύγε καὶ νὰ μὴν ξαναγυρίσεις πιά... ποτὲ πιά!» Καὶ τὸν ἀφήνει νὰ φύγει μέσα στὰ σκοτάδια τῆς πόλης. Ὁ Κρατούμενος φεύγει.

Άγγελος Βλάχος (1838-1920)

Ο Άγγελος Βλάχος (1838-1920) υπήρξε Έλληνας πολιτικός και λογοτέχνης του 19ου και του 20ού αιώνα.

Γεννήθηκε στην Αθήνα. Έγινε γνωστός κυρίως για το μεταφραστικό και φιλολογικό του έργο. Έχει συγγράψει πληθώρα θεατρικών έργων και αποτέλεσε τον πατέρα της «κωμωδίας μετ' ασμάτων» με το έργο του «Η κόρη του παντοπώλου». Διατέλεσε πρεσβευτής στο Βερολίνο (1887-1890), νομάρχης Κέρκυρας, βουλευτής Αττικοβοιωτίας, υπουργός Παιδείας (1895) και διευθυντής του Βασιλικού Θεάτρου (1900 και 1906-1908).

έργο:
  • Αγγελος Βλάχος: Διηγήματα, εκδόσεις Νεφέλη, 1997 
  • Η κόρη του παντοπώλου (1865)

Η εσπερίς του κυρίου Σουσαμάκη

Α΄.

Ὁ Κύριος Παρδαλὸς καὶ ἡ κυρία Παρδαλοῦ εἶνε προσκεκλημένοι τὸ ἑσπέρας εἰς συναναστροφήν.

Ὁ Κύριος Σουσαμάκης, ὑπάλληλος τοῦ γραφείου ὅπερ διευθύνει ὁ κύριος Παρδαλός, ἐνυμφεύθη πρό τινων μηνῶν, τῇ ἀγαθῇ συμπράξει τοῦ προϊσταμένου του, πλουσίαν τινα νύμφην ἐκ Πατρῶν, ἔχουσαν μὲν ἕνα ὀφθαλμὸν ὀλιγώτερον αὐτοῦ, ἀλλ' εἰς ἀποζημίωσιν τοῦ ἐλλείποντος ὀφθαλμοῦ δεκαπέντε ἔτη ἡλικίας περισσότερα, καὶ εἰς ἀποζημίωσιν τῶν περισσευόντων δεκαπέντε ἐτῶν τριάκοντα πέντε χιλιάδας δραχμῶν προῖκα. Ὁ ὄλβιος Σουσαμάκης ἐσυλλογίσθη κατ' ἀρχάς, εἰς πανηγυρισμὸν τοῦ σπουδαίου τούτου καὶ εὐτυχοῦς συμβεβηκότος τοῦ βίου του, νὰ δώσῃ χορὸν εἰς τοὺς παρανύμφους τὴν αὐτὴν τῶν γάμων του ἑσπέραν· εἶχε δὲ μάλιστα παρακαλέσει ὑπαξιωματικόν τινα φίλον του νὰ τῷ προμηθεύσῃ ἐκ τῆς στρατιωτικῆς μουσικῆς ἓν φλάουτον, ἓν κλαρινέτον καὶ ἓν τρομπόνι, ἤτοι ἕνα πλαγίαυλον, ἕνα ὀξύαυλον καὶ μίαν βαρυσάλπιγγα, ὡς γράφουσι σήμερον οἱ νεοφώτιστοι τῆς γλώσσης καθαρισταί, ὅπως τὸ ἐναρμόνιον αὐτῶν μέλος πτερώσῃ τοὺς πόδας τῶν προσκεκλημένων. Ἀλλ' εἶτα μετενόησε, σκεφθεὶς ὅτι δὲν ἦτο καλὸν νὰ παρατείνῃ τὸ μεταξὺ τῆς στέψεως καὶ τῆς ἀπομονώσεως αὐτοῦ χρονικὸν διάστημα, καὶ ἀπεφάσισε νὰ ἀναβάλῃ εἰς προσφορώτερον καιρὸν τὸν χορευτικὸν τῶν γάμων του πανηγυρισμόν.

Οὕτω λοιπὸν τὴν ἑβδόμην Νοεμβρίου, ἡμέραν πέμπτην, ὡραῖα ἐπισκεπτήρια, δίκην μετριοφρόνων προσκλητηρίων, διενεμήθησαν εἰς τοὺς γνωρίμους καὶ φίλους τοῦ κυρίου Σουσαμάκη, ὧν ἓν ἔλαβεν καὶ ὁ Κύριος Παρδαλός, ἔχον οὕτω:

«Ὁ Κύριος καὶ ἡ Κυρία Σουσαμάκη παρακαλοῦσι τὸν Κύριον καὶ τὴν Κυρίαν Παρδαλοῦ νὰ λάβωσι τὴν καλωσύνην νὰ πάρωσι τὸ τσάϊ εἰς τὴν οἰκίαν των τὴν Κυριακήν, 10 Νοεμβρίου, εἰς τὰς 8 τὸ ἑσπέρας». Σημειωτέον ὅτι τὴν ἡμέραν ταύτην ἐξέλεξεν ἡ ἁβρὰ πρόνοια τῆς Κυρίας Σουσαμάκη, καθότι τὴν κυριακὴν ἐκείνην συνέπιπτε ἡ ἐπέτειος τῆς ἑορτῆς τοῦ νεαροῦ της συζύγου -ὁ Σουσαμάκης ἐκαλεῖτο Ὀρέστης- καὶ ἡ νεόνυμφος Πασιφάη ἐσκέφθη, ὅτι προσφυέστατον ἦτο νὰ πανηγυρισθῶσι διὰ τοῦ αὐτοῦ χοροῦ καὶ διὰ τοῦ αὐτοῦ κυπέλλου τεΐου ὅ τε γάμος της καὶ ἡ ἑορτὴ τοῦ συμβίου της.

Οὕτω λοιπὸν τὴν ἑσπέραν τῆς Κυριακῆς, 10 Νοεμβρίου, διπλαῖ συγχρόνως γίνονται ἑτοιμασίαι· ἑτοιμασίαι ὑποδοχῆς ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Σουσαμάκη, καὶ ἑτοιμασίαι ἐπισκέψεως ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Παρδαλοῦ.

Ἂς μνημονεύσωμεν ἐν παρόδῳ, καὶ πρὶν εἰσέλθωμεν εἰς τὰς οἰκίας τοῦ Ἀμφιτρύωνος καὶ τοῦ ξένου του, ὅτι τὴν προτεραίαν τὸ ἑσπέρας, καθ' ἣν στιγμὴν ὁ κ. Παρδαλὸς ἡτοιμάζετο νὰ ἀναχωρήσῃ ἐκ τοῦ γραφείου, ἐπλησίασεν εἰς αὐτὸν δειλῶς ὁ Σουσαμάκης, καὶ περιελίσσων εἰς τοὺς δακτύλους του τὴν ἅλυσιν τοῦ ὡρολογίου του, ἵνα διασκεδάσῃ πως τὴν δειλίαν αὐτοῦ, τῷ εἶπε, μειδιῶν γλυκερὸν μειδίαμα σεβασμοῦ καὶ ὑποταγῆς·

- Λοιπόν… θὰ σᾶς ἔχωμεν αὔριον τὸ ἑσπέρας, Κύριε Διευθυντά;

- Χωρὶς ἄλλο, Κύριε Σουσαμάκη,… χωρὶς ἄλλο! ἀπήντησεν ὁ κύριος Παρδαλός, ἀντιμειδιῶν καὶ ἐκεῖνος μειδίαμα ὑπεροχῆς καὶ προστασίας.

Β΄.

Ὁ Σουσαμάκης, ἐννοῶν νὰ πανηγυρίσῃ τοὺς γάμους του καὶ τὴν ἑορτήν του, οὐδόλως ἐσκόπει νὰ δώσῃ ἐκ τῶν τυπικῶν ἐκείνων συναναστροφῶν, καθ' ἃς οἱ προσκεκλημένοι πίνουσιν ἓν κύπελλον τεΐου -οἱ τολμηρότεροι καὶ δύο,- βρέχουσιν ἐντὸς αὐτοῦ ἓν ἢ δύο μικροσκοπικὰ παξιμαδάκια, χορεύουσι πολλοὶ κυμβαλιζόντων ὀλίγων, καὶ ἀπέρχονται τέλος περὶ τὰς δύο ἢ τρεῖς μετὰ τὸ μεσονύκτιον, κάθιδροι, κατάκοποι, λιμώττοντες καὶ διψῶντες. Ἄνυμφος ἔτι εἶχε πολλάκις μετάσχει τοιούτων χορευτικῶν ἑσπερίδων, καὶ ἡ μνήμη των διετηρεῖτο ἔτι πλήρης πείνης καὶ ῥίγους ἐν τῇ φαντασίᾳ του. Συναισθανόμενος δὲ βαθύτατα τὴν ὀρθότητα τοῦ γραφικοῦ ρητοῦ: ὃ σὺ μισεῖς ἐτέρῳ μὴ ποιήσῃς, οὐδόλως ἤθελε νὰ πάθωσιν οἱ ξένοι του ὅ,τι αὐτὸς πολλάκις εἶχε πάθει καὶ ἀπὸ καρδίας ἐμίσει. Διὰ τοῦτο λίαν πρωῒ ἐξῆλθεν εἰς τὴν ἀγοράν, ἐπρομηθεύθη ὀπώρας, ὀρεκτικὰ τραγήματα, ἄρτον ἰδίως πολὺν καὶ οἶνον ἔτι πλείονα, καὶ ἀφοῦ παρήγγειλεν εἰς τὸ Σολωνεῖον τὰ ἀπαιτούμενα γλυκύσματα καὶ δροσιστικά, μὴ λησμονήσας καὶ τὰ παγωτὰ -ἤθελε, βλέπετε, νὰ φιλεύσῃ μεγαλοπρεπῶς τοὺς προσκεκλημένους του,- ἐπανέκαμψεν εἰς τὴν οἰκίαν του, ἄγων κατόπιν αὐτοῦ δύο ἐκ τῶν τροφίμων τῆς σχολῆς τῶν ἀπόρων παίδων, κομίζοντας πλήρεις τους καλάθους αὐτῶν.

Ἀλαζὼν καὶ βρενθυόμενος εἰσῆλθεν ὁ Σουσαμάκης εἰς τὴν οἰκίαν του, καὶ ἀπ' αὐτῆς ἤδη τῆς θύρας ἐφώνησε γεγωνὸς πρὸς τὴν ὑπηρέτριαν:

- Μαρία! ἔλα πάρ' τ' αὐτά.

Ἀντὶ ὅμως τῆς ὑπηρετρίας, ἥτις τὴν στιγμὴν ἐκείνην μετεκόμιζεν ἀνώνυμά τινα σκεύη εἰς ἀνώνυμον τῆς οἰκίας μέρος, ἐπεφάνη εἰς τὴν κλίμακα ἡ κυρία Πασιφάη, ἄτακτον ἔχουσα τὴν κόμην καὶ τὴν πρωινήν της λευκὴν ἐσθῆτα φοροῦσα.

- Μπᾶ, Παναγία μου! ἀνέκραξε, προσηλοῦσα τὸν μονάκριβον αὐτῆς ὀφθαλμὸν εἰς τὰς προμηθείας τοῦ συζύγου της, τί τὰ ἤθελες ὅλ' αὐτὰ τὰ πράγματα, Ὀρέστη;

- Πῶς, τί τὰ ἤθελα; καὶ τί θὰ φάγουν τὸ λοιπὸν οἱ προσκεκλημένοι;

- Τί θὰ φάγουν; μὴ δὰ τοὺς ἔχομεν τραπέζι;

- Δὲν τοὺς ἔχομεν τραπέζι, ἀλλὰ θὰ ἦναι ἄνοστον πρᾶγμα νὰ τοὺς ἀφήσωμεν νὰ φύγουν νηστικοί,… περασμένα τὰ μεσάνυκτα.

- Ὡραῖον πρᾶγμα!… ὑπέλαβε πικρῶς μορφάζουσα ἡ κυρία Σουσαμάκη, ὡραῖον πρᾶγμα! νὰ δροσίζωνται αἱ κυρίαι μὲ μῆλα καὶ μὲ κρασὶ τοῦ Σόλωνος.

- Αἱ κυρίαι, ἂν ἀγαποῦν, ἂς πιοῦν λεμονάδαις, καὶ ἂς φάγουν πισκότα καὶ παγωτά…

- Λεμονάδαις; πισκότα; παγωτά; ἀνεφώνησεν ἡ Πασιφάη, καὶ ἡ φωνή της ἀνέβαινε πρὸς τὴν ὑπάτην καθόσον προὐχώρει ἡ ἀπαρίθμησις. Χαρά ‵ς το! Μὰ τὸ λοιπὸν θὰ μᾶς κοστίσῃ χίλιαις δραχμαὶς αὐτὴ ἡ ἀστειότης!

- Οὔφ! ἀδελφή, πῶς κάμνεις ἔτσι;

Ὁ συζυγικὸς διάλογος ἤθελεν ἴσως ἐξακολουθήσει ἔτι, τραχυνόμενος ἐπὶ μᾶλλον, ἂν δὲν διέκοπτεν αὐτὸν ὁ εἷς τῶν μικρῶν κομιστῶν, παρατηρῶν κἄπως μεγαλοφώνως:

- Ἀφεντικό! δὲν μᾶς ἀδειάζεις τὸ καλάθι, νὰ τραβᾶμε;

Ἡ παρατήρησις αὕτη ἄμεσον μὲν συνέπειαν εἶχε νὰ κενωθῶσι τὰ πλήρη καλάθια, ἔμμεσον δὲ νὰ σιγήσῃ πρὸς ὥραν ἡ τρυφερὰ τοῦ Σουσαμάκη σύζυγος.

Πρὸς ὥραν εἴπομεν, καὶ ὁ ἀναγνώστης ἡμῶν ἐννόησε βεβαίως ἐκ τῆς ἀμυδρᾶς εἰκόνος τῶν νεονύμφων, ἣν παρέσχεν αὐτῷ ὁ ἀνωτέρω διάλογος, ὅτι τὸ ὑπόλοιπον τῆς ἡμέρας δὲν παρῆλθεν ἤρεμον καὶ ἀτάραχον. Πολλαὶ σκηναὶ ὅμοιαι πρὸς τὴν πρὸ μικροῦ διεδραματίσθησαν κατόπιν μέχρι τῆς ἑσπέρας.

Ποῖαί τινες ὅμως ἦσαν καὶ ποῦ κατέληξαν, δὲν δυνάμεθα νὰ ἀφηγηθῶμεν, διότι ἠθέλομεν οὕτω προκαταλάβει τοὺς ἀναγνώστας ἡμῶν, καὶ ἡ συνέχεια τῆς διηγήσεως ταύτης, ὡς καὶ τὸ τέλος της, οὐδὲν ἤθελον ἔχει πλέον τὸ ἐνδιαφέρον αὐτούς. Διὰ τοῦτο καταλείπομεν ἐπὶ τοῦ παρόντος τὸ νεόνυμφον ζεῦγος, καὶ μεταβαίνομεν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ κυρίου Παρδαλοῦ.

Γ΄.

Ἡ ὥρα εἶνε ἕκτη μετὰ μεσημβρίαν καὶ ἡ οἰκογένεια Παρδαλοῦ, τουτέστιν ὁ κύριος, ἡ κυρία καὶ τὰ δύο αὐτῶν τέκνα, μικρὰ ἀγόρια 6-8 ἐτῶν ἡλικίας, κάθηνται περὶ τὴν τράπεζαν τοῦ γεύματος.

- Πρόσεχε, Γεωργάκη, πρόσεχε, παιδί μου, λέγει ὁ πατὴρ πρὸς τὸ μικρότερον ἐξ αὐτῶν, ὅπερ μάτην προσπαθεῖ νὰ εἰσαγάγῃ διὰ τῆς βίας εἰς τὸ στόμα τοῦ κολοσσιαῖον τεμάχιον κρέατος, καὶ οὐδὲν ἄλλο κατορθοῖ, ἢ νὰ περιχρίσῃ διὰ τοῦ ἐμβάμματος, τὴν ῥίνα, τὰ χείλη, τὰς παρειὰς καὶ αὐτάς του τὰς σιαγόνας.

- Αἴ! αἴ! ἀνακράζει ὁ μεγαλείτερος Παρδαλίδης, κύτταξε, κύτταξε, μαμά, πῶς ἔγεινε ὁ Γεωργάκης! σωστὸς μασκαρᾶς.

Καὶ ταῦτα λέγων σύρει τὴν μητέρα του ἐκ τῆς ἐσθῆτος, ἵνα ἑλκύσῃ τὴν προσοχὴν αὐτῆς ἐπὶ τὸ διασκεδαστικὸν θέαμα.

Ἀλλ' ὁ Γεωργάκης, διαστέλλων φοβερὰ τὰ σπινθηρίζοντα ἐξ ὀργῆς ὄμματά του, καὶ πρὶν ἤδη προφθάσῃ νὰ στραφῇ πρὸς αὐτὸν ἡ μήτηρ του, σφενδονίζει κατὰ τῆς μορφῆς τοῦ πρεσβυτέρου του ἀδελφοῦ τὸ ἐπὶ τῆς περόνης του καρφωμένον τεμάχιον κρέατος, ὅπερ μάτην ἐκοπίαζε νὰ εἰσβιάσῃ εἰς τὸ παιδικόν του στόμα, ἐπιφωνῶν:

- Μασκαρᾶς; ἐγώ; νά, τὸ λοιπόν, νὰ γείνῃς καὶ σὺ μασκαρᾶς.

Τί ἔγεινεν ἡ μορφὴ τοῦ Γιαννάκη -Γιαννάκης ἐκαλεῖτο ὁ ἄλλος υἱὸς τοῦ κυρίου Παρδαλοῦ- εὐκόλως μαντεύει ὁ ἀναγνώστης· ὅ,τι ὅμως δὲν μαντεύει, οὔτε ἡμεῖς δυνάμεθα εὐκόλως νὰ περιγράψωμεν, εἶνε ἡ ἐπισυμβᾶσα σκηνή.

Ὁ Γεωργάκης ξεκαρδιζόμενος ἀπὸ τὰ γέλοια· ὁ Γιαννάκης ξεφωνίζων, ὀδυρόμενος, προσπαθῶν παντοίαις δυνάμεσι νὰ ἐπιπέσῃ κατὰ τοῦ μικροῦ του ἀδελφοῦ, ἐνῷ ἡ μήτηρ του τὸν ἐμποδίζει, καὶ κραυγάζων: «ἀφῆστέ με νὰ τὸν πνίξω»· ὁ Κύριος Παρδαλός, ἀνιστάμενος τῆς τραπέζης πλήρης ὀργῆς, συλλαμβάνων ἀπὸ τοῦ ὠτὸς τὸν Γεωργάκην καὶ ἀπάγων αὐτόν, κλαίοντα καὶ ἀνθιστάμενον, εἰς τὴν καρβουνοθήκην· καὶ ἡ κυρία Παρδαλοῦ τέλος, ἥτις δὲν ἠξεύρει τί νὰ πρωτοκάμῃ· νὰ περιστείλῃ τὰς φονικὰς ὀρέξεις τοῦ πρωτοτόκου της, νὰ ἐμποδίσῃ τὸν σύζυγόν της ἀπὸ τοῦ νὰ φυλακίσῃ τὸν μικρότερόν της υἱὸν εἰς μέρος σκοτεινόν, ὡς λέγει, καὶ γεμᾶτον ποντικούς, ἢ νὰ θρηνήσῃ τὸ ὡραῖον μεταξωτόν της φόρεμα, ὅπερ ἐκηλίδωσαν οἱ ἀπὸ τῆς παρειᾶς τοῦ Γιαννάκη ἀναπηδήσαντες ζωμοί.

Ἀλλ' ὁ Κύριος Παρδαλὸς σύρει ἀνένδοτος τὸν υἱόν του ἀπὸ τοῦ ὠτίου, καὶ μετ' ὀλίγον ἐπιστρέφει θριαμβευτικῶς, ἀφοῦ ἤδη ἐφυλάκισεν αὐτόν.

- Σ' ἐλέρωσε τὸ παλιόπαιδο; λέγει πρὸς τὴν σύζυγόν του· βλέπεις; αὐτὰ κάμνουν τὰ χάϊδια. Δὲν τοὺς τιμωρεῖς ποτέ, καὶ δι' αὐτὸ κατήντησαν ἔτσι. - Καὶ σύ, ἀνόητε! προσθέτει μετὰ μικρόν, ἀποτεινόμενος εἰς τὸν σπογγιζόμενον ἔτι Γιαννάκην, τί ἤθελες νὰ τὸν περιπαίξῃς;

- Δὲν τὸν περίπαιξα, πατέρα, ἀπαντᾷ ἐκεῖνος θρηνωδῶς· μασκαρᾶ μονάχα τὸν εἶπα.

- Καὶ τί παραπάνω ἤθελες νὰ τοῦ εἰπῇς; ὑπολαμβάνει ἡ μήτηρ του, ἀνισταμένη καὶ αὐτὴ τῆς τραπέζης, καὶ ἐξετάζουσα λεπτομερέστερον τὴν κηλιδωθεῖσαν ἐσθῆτα της.

- Κύτταξε πῶς σ' ἔκαμε τὸ βρωμόπαιδο, παρατηρεῖ ὁ Κύριος Παρδαλός, οὗτινος τὸ βαλάντιον ἰδίως συνεκίνει περισσότερον ἡ γενομένη καταστροφή. -Πάει 'ς τὴν ὀργὴ φόρεμα τριακοσίων δραχμῶν…

- Ὄχι δά! καθαρίζεται, πιστεύω…

- Παστρεύει, πατέρα, παστρεύει, ὑπολαμβάνει ἐμβριθῶς ὁ Γιαννάκης· νά, μὲ λιγάκι ψωμὶ νὰ τὸ τρίψῃ…

- Ἔλα, σιώπα καὶ σύ, ἀνόητε,…. νὰ μὴ σὲ βάλω καὶ σένα ἐκεῖ ποὺ εἶν' ὁ ἄλλος…

Σημειωτέον δέ, ὅτι τὴν στιγμὴν ἀκριβῶς ἐκείνην ὁ ἄλλος παρεῖχεν ἀπὸ τῆς εἱρκτῆς αὐτοῦ ταραχωδέστατα τῆς ὑπάρξεώς του σημεῖα. Αἱ φωναί του ἀπὸ μελαγχολικοῦ καὶ ἠρέμου κλαυθμοῦ ἔφθανον ἐν μιᾷ στιγμῇ εἰς ὀξείας καὶ βραγχώδεις κραυγάς, ἡ γλῶσσά του ἐφλυάρει ἀσχημολογοῦσα μεγαλοφώνως, ὑβρίζουσα καὶ ἀπειλοῦσα, οἱ δὲ πόδες του καὶ αἱ χεῖρές του, πλήττουσαι ὁτὲ μὲν τὸ ἔδαφος ὁτὲ δὲ τὴν θύραν, ἀπετέλουν παράδοξον συναυλίαν, ἥτις τὴν στιγμὴν ἀκριβῶς ἐκείνην εἶχε κορυφωθῆ εἰς τὸ ἀφόρητον.

- Θὰ μὲ 'βγάλετε ἀπὸ 'δῶ μέσα; ἐκραύγαζε· θὰ σπάσω τὴν πόρτα, νά! καὶ ἐλάκτιζε μανιωδῶς κατὰ τῆς θύρας.

Μετ' ὀλίγον πάλιν ἐκόπαζεν ἡ ἐκδικητική του ἔξαψις, καὶ τρεπόμενος ἐπὶ τὸ ἐλεγειακώτερον, ἐθρήνει σπαρακτικῶς·

- Θὰ μὲ φᾶν τὰ ποντίκια, μητέρα μου,… χρυσῆ μου μητεροῦλα, δὲν μὲ λυπᾶσαι;

- Πήγαινε βγάλ' τον, Δημητράκη, ἂν ἀγαπᾷς τὸν Θεόν, λέγει, συγκεκινημένη ἤδη, ἡ Κυρία Παρδαλοῦ πρὸς τὸν σύζυγόν της· πήγαινε βγάλ' τον· ἀρκετὰ ἐτιμωρήθη ὡς τώρα.

- Κάμνε τὴν δουλειά σου, σὲ παρακαλῶ, ἀπαντᾷ ἐκεῖνος σοβαρῶς· ἄφησέ τον νὰ ἐννοήσῃ τὸ σφάλμα του καὶ νὰ διορθωθῇ. Δὲν παθαίνει τίποτε,… μὴ φοβῆσαι.

Ἀλλ' αἴφνης ἠχεῖ ὁ κώδων τῆς ἀνοιγομένης θύρας, βήματα ἀκούονται εἰς τὴν κλίμακα, ὁ δὲ δεσμευθεὶς Γεωργάκης, ἐννοῶν ὅτι ξένος ἀναβαίνει εἰς τὴν οἰκίαν, ὠφελεῖται ἐκ τῆς περιστάσεως, καὶ ἐπιτείνει τὰς κραυγὰς αὐτοῦ καὶ τοὺς θρήνους.

- Ἔλα, πήγαινε τώρα 'βγάλε τον, ἐπαναλαμβάνει ἡ κυρία Παρδαλοῦ, κ' εἶν' ἐντροπὴ νὰ μᾶς ἀκούουν καὶ ξένοι ἄνθρωποι.

Ὁ Παρδαλός, ὑποτασσόμενος εἰς τὴν ὑπερτάτην κοινωνικὴν ἀνάγκην τοῦ νὰ μὴ ἀκουσθῇ, πορεύεται βραδέως εἰς τὴν καρβουνοθήκην καὶ ἀποφυλακίζει τὸν υἱόν του, καθ' ἣν στιγμὴν ὁ ἀναβαίνων τὴν κλίμακα παρίσταται ἐνώπιον αὐτοῦ.

- Ἆ! ἐσὺ εἶσαι, Γιάννη; λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Κ. Παρδαλός· τί τρέχει;

- Ὁ ἀφέντης καὶ ἡ κυρὰ μ' ἔστειλαν νὰ 'ρωτήσω ἂν θὰ μείνετε ἀπόψε εἰς τὸ σπίτι,… γιὰ νὰ ἔλθουν.

- Προσκυνήματα πολλά, λέγει ἐξερχομένη τοῦ ἑστιατορίου καὶ παρεμβαίνουσα ἡ κυρία Παρδαλοῦ, ἥτις εἶχεν ἀκούσει ἔσωθεν τὴν φωνὴν τοῦ ὑπηρέτου, προσκυνήματα πολλά, καὶ νὰ μᾶς συγχωροῦν, διότι εἴμεθα προσκεκλημένοι ἀπόψε εἰς συναναστροφήν.

Ὁ ὑπηρέτης ἀναχωρεῖ, τὰ παιδία εὑρεθέντα καὶ πάλιν ἀντιμέτωπα ἀγριοκυττάζονται, ἠ κυρία Παρδαλοῦ ἐπιθεωρεῖ ἐκ τρίτου τὸ φόρεμά της, ὅπερ βλέπει ὅτι εἶνε ἠναγκασμένη νὰ ἀλλάξῃ, ὁ δὲ Παρδαλὸς ἀκοντίζει βλέμμα πολυσήμαντον εἰς τοὺς υἱούς του, ὅπερ κατορθοῖ τέλος πάντων νὰ ἐπαναφέρῃ τὴν οἰκιακὴν εἰρήνην ἐν μέσῳ τῆς οἰκογενείας Παρδαλοῦ.

- Οὔφ! καὶ αὐταὶς ἡ συναναστροφαίς! ἐπιλέγει ἡ κυρία Παρδαλοῦ, στενάζουσα μετὰ κόπου -ἐλησμονήσαμεν νὰ παρατηρήσωμεν ἐγκαίρως, ὅτι ἡ κυρία Εὐφροσύνη, ἢ Φρόσω, ὡς ἀποκαλεῖ αὐτὴν ὁ σύζυγός της, εἶνε γυνὴ ἱκανῶς εὔσωμος, δι' ἣν ἡ ἐλαχίστη σωματικὴ κίνησις, καὶ αὐτὸς ὁ στεναγμός, εἶνε κόπος σπουδαῖος. - Οὒφ καὶ αὐτὲς ἡ συναναστροφαίς! ταὶς βαρύνομαι, σὲ βεβαιόνω, σὰν ταὶς ἁμαρτίαις μου! Ἂν δὲν ἦτον τώρα ὁ κύριος Σουσαμάκης μὲ τὴν συναναστροφήν του, οὔτ' ἐγὼ θὰ φοροῦσα τὸ καλό μου φόρεμα, οὔτε θὰ πάθαινα ὅ,τι ἔπαθα.

- Τί σοῦ πταίει, μάτια μου, ὁ Σουσαμάκης; ἐρωτᾷ ἀπαθῶς ὁ κύριος Παρδαλός· πταίει αὐτὸς ὁ κακοαναθρεμμένος -καὶ ἐξέτεινε τὴν χεῖρά του πρὸς τὸν Γεωργάκην, ὅστις ἐκάθητο ἀπό τινος εἰς μίαν τῶν γωνιῶν τοῦ δωματίου, σκυθρωπάζων ἔτι καὶ δυσηρεστημένος- τὸν ὁποῖον θὰ κρεμάσω, μοῦ φαίνεται, κἀμμίαν ὥραν ἀπὸ τὰ ποδάρια.

- Οὔμ! ἐγρύλλιξεν ὁ Γεωργάκης ἀπὸ τῆς γωνίας του.

- Σιωπή! ἐβρυχήθη ὁ πατὴρ αὐτοῦ. - Ἔπειτα, προσέθηκε πάλιν ἀπαθῶς, διατί νὰ φορέσῃς, εὐλογημένη, τὸ φόρεμά σου ἀπὸ τὰς πέντε;

- Καὶ πῶς ἤθελες νὰ σφιχθῶ ἔπειτα, μετὰ τὸ φαγί;

- Πῶς θὰ σφιχθῇς τώρα ποῦ θ' ἀλλάξῃς;

- Οὔτ' ἐγὼ δὲν ξεύρω· ὅπως ἠμπορέσω. Μὰ νὰ δά, δι' αὐτὸ βαρύνομαι κ' ἐγὼ τὰς συναναστροφάς.

Καὶ μετὰ μικρὰν σιγὴν προσέθηκεν·

- Ἔλα νὰ μὴν πᾶμε, Δημητράκη μου, αἴ; ποῦ νὰ κάθημαι τόρα ν' ἀλλάζω…

- Σοῦ βοηθῶ ἐγώ, δὲν πειράζει.

- Νὰ ἡ ὥρα, ποῦ θὰ μοῦ βοηθήσῃς ἐσύ! Ἔπειτα, κύτταξε τί καιρὸς κάμνει ἔξω. Κρύο, λάσπαις…

- Τί σημαίνει; μήπως θὰ πᾶμε πεζοί; - Ἆ! εἶδες! λησμόνησα νὰ παραγγείλω ἁμάξι.

- Τόσο τὸ καλλίτερο λοιπόν· ἄφησε τὸν Σουσαμάκη σου νὰ κουρεύεται. Ποῦ τοῦ ἦλθε τώρα κι' αὐτοῦ ἡ ὄρεξις νὰ δίδῃ συναναστροφάς…

- Δὲν εἶνε δυνατόν, Φρόσω μου, νὰ γείνῃ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα. Εἰς τὸν Σουσαμάκην ἔχομεν ἕνα εἶδος ὑποχρεώσεως· ἡμεῖς σχεδὸν τὸν ὑπανδρεύσαμεν. Σήμερον εἶνε ἡ ἐπέτειος τοῦ γάμου του… ἑπομένως πρέπει νὰ πᾶμε· δὲν γίνεται. Ὅσον δι' ἁμάξι, στέλλομεν τὸν Θοδωρῆ καὶ πιάνει 'ς τὴν στιγμὴν ἕνα· ἡ πλατεῖα τῶν ἁμαξῶν κοντὰ εἶνε.

- Ἆχ! πῶς μὲ στενοχωρεῖς, Δημητράκη! ὑπέλαβε γογγύζουσα ἡ κυρία Παρδαλοῦ, καὶ λαβοῦσα ἓν κηρίον ἐπορεύθη εἰς τὸ δωμάτιόν της.

- Σεῖς πηγαίνετε νὰ πλαγιάσετε, ἀφοῦ μελετήσετε πρῶτον τὰ μαθήματά σας εἶπεν ὁ κύριος Παρδαλὸς πρὸς τοὺς υἱούς του, καὶ κυττάξετε νὰ μὴν πιασθῆτε, γιατί… αἴ! τόσο μόνον σᾶς λέγω.

Τὰ παιδία λαβόντα ἓν ἄλλο κηρίον ἐτράπησαν πρὸς τὸ ὑπερῶον, ὅπου εἶχον τὸ δωμάτιόν των, ὁ δὲ πατὴρ αὐτῶν, κύψας εἰς τὴν κλίμακα ἐφώνησε·

- Θοδωρῆ!

- Ὁρίστε, ἀφέντη!

- Πήγαινε νὰ πιάσῃς ἓν ἁμάξι… μετὰ μισὴν ὥραν!

- Πές του νὰ περάσῃ καὶ ἀπὸ τῆς Λιζιέ, νὰ μοῦ πάρῃ ἕνα ζευγάρι γάντια… ἑπτάμισυ ἀριθμό, ἄσπρα! ἐφώνησεν ἐκ τοῦ δωματίου της ἡ κυρία Εὐφροσύνη.

- Καλά,… καὶ τώρα ἐνθυμήθης νὰ πάρῃς γάντια, εὐλογημένη;

- Τὸ ἐλησμόνησα· τί θέλεις νὰ κάμω τώρα;

- Μὴ χειρότερα! ἐψιθύρισεν ὁ σύζυγος, καὶ διεβίβασε τὴν παραγγελίαν εἰς τὸν ὑπηρέτην, ὅστις ἀπήντησε μὲν μεγαλοφώνως·

- Πολὺ καλά, ἀφέντη, ἀμέσως!

Ἀλλ' ἐψιθύρισεν ὅμως σιγὰ καὶ ἥκιστα εὐσεβάστως·

- Μά… ἀφεντικά, ἀλήθεια, ποῦ ὄχι καλλίτερα. Μέσ' 'ς τὴ λάσπη καὶ τὴ βροχὴ τρέχα ν' ἀγοράζῃς γάντια καὶ νὰ πιάνῃς ἁμάξι! Ἆ! δὲν θὰ γίνω κ' ἐγὼ ἀφέντης κἀμμιὰ φορά!

Δ΄.

Ὁ Κύριος Παρδαλὸς εἰσέρχεται εἰς τὸν κοιτῶνά του, καὶ προσπαθεῖ νὰ ἐνδυθῇ. Ἀλλὰ τοῦτο εἶνε ἀδύνατον, διότι ἡ εὔσωμος σύζυγός του ἔχει πλῆρες τὸ δωμάτιον ἐσθήτων, μεσοφορίων, μανδηλίων, στηθοδέσμων καὶ πάσης τῆς πολυμόρφου συσκευῆς τοῦ γυναικείου ἱματισμοῦ. Συνάγει λοιπὸν τὰ ἐνδύματά του, λαμβάνει ἓν μικρὸν κάτοπτρον καὶ ἓν κηρίον, καὶ ἀπέρχεται εἰς τὸ γραφεῖόν του, ὅπως συντελέσῃ ἐν αὐτῷ τὴν ἐνδυμασίαν του. Ἀλλὰ μετ' ὀλίγον ἐνθυμεῖται, ὅτι εἶνε ἀξύριστος, καὶ ὅτι πρέπει νὰ ξυρισθῇ πρὶν ἀλλάξῃ. Μεταβαίνει πάλιν εἰς τὸν κοιτῶνα, ἀνοιγοκλείει τὴν θύραν, διαμαρτυρομένης τῆς κυρίας Παρδαλοῦ, ὅτι θὰ τὴν κρυώσῃ, καὶ ἐπιστρέφει κρατῶν τὸ ξυράφιόν του καὶ τὰ λοιπὰ ἀπαιτούμενα. Ἐνθυμεῖται τότε, ὅτι θέλει θερμὸν ὕδωρ· ἀλλὰ παρατηρῶν ὅτι ἡ ὥρα εἶνε προχωρημένη, καὶ δὲν ὑπολείπεται καιρὸς ἵνα τὸ ὕδωρ θερμανθῇ, ἀρκεῖται εἰς τὸ ψυχρόν, καὶ ἄρχεται περιαλείφων μὲ σάπωνα τὴν σιαγόνα καὶ τὰς παρειάς του, λέγων καθ' ἑαυτόν·

- Θὰ μοῦ ἔλθῃ πάλιν καμμιὰ καταιβασιὰ εἰς τὰ δόντια, ποῦ νὰ μὲ τρελλάνῃ, ἀλλά… τί νὰ γείνῃ!…

Καὶ ἑτοιμάζεται νὰ φέρῃ τὸ ξυράφιον ἐπὶ τὴν παρειὰν αὐτοῦ, ὅτε ἠχεῖ καὶ πάλιν ὁ κώδων τῆς ἀνοιγομένης θύρας.

- Σὺ εἶσαι, Θοδωρῆ; φωνεῖ ὁ Παρδαλός, προβάλλων ὀλίγον τὴν σαπωνόφυρτον αὐτοῦ μορφὴν διὰ τῆς θύρας.

- Ὄχι, ἀφέντη! ἀπαντᾷ κάτωθεν ἡ φωνὴ τῆς ὑπηρετρίας, εἶνε ἕνας κύριος,… θέλει κἄτι νὰ σᾶς εἰπῇ.

- Ἂς περάσῃ μίαν ἄλλην ὥραν. Ἔχω ἐργασίαν.

- Εἶνε ἀνάγκη νὰ σᾶς ἰδῇ τόρα, ἀπαντᾷ μετά τινα δευτερόλεπτα ἡ φωνὴ τῆς ὑπηρετρίας.

- Ἄλλο κακόν! λέγει καθ' ἑαυτὸν ὁ ἀτυχὴς Δημητράκης, καὶ μὴ δυνάμενος νὰ πράξῃ ἄλλως, ἀπομάσσει ἐν τάχει τὸν σάπωνα ἀπὸ τῆς μορφῆς του, καὶ ἐξέρχεται τοῦ γραφείου του, ἐνῷ ὁ νυκτερινὸς ἐπισκέπτης ἀναβαίνει τὴν κλίμακα.

- Ἡ κυρία Τραχανᾶ, λέγει μειδιῶν ὁ νεωστὶ ἐλθῶν, σᾶς στέλλει τὸ κλειδὶ τοῦ θεωρείου δι' ἀπόψε… Ἂν ἀγαπᾶτε…

- Εὐχαριστοῦμεν πολύ, παιδί μου… εὐχαριστοῦμεν,… ἀλλὰ εἴμεθα προσκεκλημένοι εἰς συναναστροφήν· ἀπαντᾷ ὁ ταλαίπωρος Παρδαλός, προσπαθῶν νὰ κολάσῃ τὸ ὀργίλον τῆς μορφῆς του διὰ τυπικοῦ τινος μειδιάματος.

- Ἆ, ἔτσι; προσκυνῶ, καλὴν νύκτα σας.

- Προσκυνήματα πολλά.

Καὶ εἰσέρχεται εἰς τὸ γραφεῖόν του, γρυλλίζων ἐκ τοῦ θυμοῦ·

- Διάλεξε καὶ αὐτὴ ἡ εὐλογημένη τὴν ἡμέραν καὶ τὴν ὥραν, νὰ μᾶς στείλῃ τὸ θεωρεῖόν της.

- Ποῖος ἦτον; φωνεῖ ἀπὸ τοῦ κοιτῶνός της ἡ κυρία Παρδαλοῦ.

- Ἡ κυρία Τραχανᾶ ἐνθυμήθη νὰ μᾶς στείλῃ τὸ θεωρεῖόν της.

- 'Σ πολλάτη της! ὅταν βρέχῃ μόνον καὶ χιονίζῃ μᾶς θυμᾶται!… μᾶς καθυποχρέωσε!

Μετ' ὀλίγας δὲ στιγμὰς ἀνακράζει καὶ πάλιν·

- Κοντεύεις, Δημητράκη;

- Ποῦ νὰ κοντεύω, ἀδελφή! ἀκόμη δὲν ξυρίσθηκα. Ἔπειτα, δὲν βλέπω κι' ὅλα, καὶ κατακόπηκα…

- Οὔ, καϋμένε! ἔλα 'δῶ ποὺ ἔχει περισσότερον φῶς.

- Αὐτοῦ; καὶ ποῦ νὰ σταθῶ; εἰς τὸν ἀέρα;

- Ἔλα, ἔλα τώρα, καὶ σοῦ κάμνω τόπον. Ἐγὼ ἐτελείωσα σχεδόν· μόνον τὴν τραχηλιά μου ἔχω νὰ βάλω.

Ὁ Παρδαλὸς πείθεται, συγκινούμενος ὑπὸ τῆς συζυγικῆς μερίμνης τῆς κυρίας Φρόσως, λαμβάνει πάλιν τὸ φῶς, τὸ κάτοπτρον καὶ τὸ ξυράφιον, καὶ ἡμιξύριστος μεταβαίνει εἰς τὸν κοιτῶνα, ὅπου εὑρίσκει τὴν Εὐφροσύνην τοποθετημένην πρὸ τοῦ κατόπτρου μεταξὺ τεσσάρων κηρίων καὶ καταγινομένην μετὰ πολλοῦ κόπου νὰ δέσῃ ὄπισθεν τοῦ τραχήλου της μικρὰν ἐκ μέλανος βελούδου ταινίαν, ἀφ' ἧς κρέμαται ἐπὶ τοῦ ὑπερακμάζοντος στήθους της χρυσοῦς λοβίσκος.

- Καὶ ποῦ θέλεις νὰ σταθῶ ἐγὼ τώρα; ὑπολαμβάνει ὁ ταλαίπωρος Παρδαλός, μὴ βλέπων τόπον κενὸν πρὸ τοῦ κατόπτρου.

- Ἔλα, μὴ μουρμουρίζῃς, ἁπαντᾷ μειλιχίως ἐλέγχουσα ἡ κυρία, περιπόρφυρος ἐκ τοῦ ματαίου κόπου, ὃν καταβάλλουσιν οἱ χονδροὶ αὐτῆς βραχίονες, ἀνακαμπτόμενοι ὄπισθεν τῆς κεφαλῆς της. Δέσε μου μία στιγμὴ ἐδῶ αὐτὸ τὸ βελουδάκι, καὶ σοῦ ἀφίνω ὅλον τὸν τόπον ἐλεύθερον.

Ὁ Παρδαλὸς γίνεται κατ' ἀνάγκην πρὸς στιγμὴν καὶ θαλαμηπόλος τῆς συζύγου του, ἥτις περατοῖ τέλος τὴν ἐνδυμασίαν αὐτῆς καὶ καταπίπτει κάθιδρος καὶ ἀσθμαίνουσα ἐπὶ τοῦ ἀνακλίντρου, φυσῶσα ὡς ἀτμομηχανὴ καὶ ἀεριζομένη διὰ τοῦ μανδηλίου της, ἐνῷ ὁ σύζυγός της ξυρίζεται.

- Ἆ! Δημητράκη,… λέγει, μόλις κατορθοῦσα νὰ ἀρθρώσῃ τὰς λέξεις, σὲ βεβαιόνω… μεγάλο ἦτον τὸ χατῆρί σου ἀπόψε… νὰ ὑποφέρω ὅλον αὐτὸν τὸν κόπον, διὰ νὰ 'πάγω νὰ πιῶ τὸ τσάϊ τοῦ Σουσαμάκη σου!

- Ἔννοια σου, Φρόσω μου, ἀπαντᾷ ὁ Παρδαλὸς πονηρῶς, ἔννοια σου, καὶ δὲν θὰ πιῇς μόνον τσάϊ ἀπόψε εἰς τοῦ Σουσαμάκη. Ὁ Ὀρέστης ξεύρει καὶ κάμνει τὰ πράγματα καθὼς πρέπει… θὰ μᾶς ἔχῃ καὶ σάντβιτς καὶ κρασάκι καὶ φροῦτα…

- Ποῦ τὸ ξεύρεις; ὑπολαμβάνει ἠπιώτερον ἡ κυρία Φρόσω, ἥτις, λαίμαργος φύσει καὶ πολυφάγος, ἤρχιζε νὰ συγχωρῇ εἰς τὸν Σουσαμάκην τὴν συναναστροφήν του χάριν τοῦ δείπνου του.

- Τὸ ξεύρω, διότι τὸν εἶδα σήμερον τὸ πρωῒ εἰς τὴν ἀγορὰν καὶ ἐψώνιζε.

- Αἴ,… τότε κἄπως ὑποφέρεται, διότι μά τὴν ἀλήθειαν…

Κρότος ἁμάξης σταθείσης πρὸ τῆς θύρας τῆς οἰκίας διέκοψεν αἴφνης τὴν φράσιν τῆς κυρίας Παρδαλοῦ.

- Νά! ἀνεφώνησεν ὁ μόλις τὴν στιγμὴν ἐκείνην τελειόνων τὸ ξύρισμά του Δημητράκης, τὸ ἁμάξι ἦλθε, κ' ἐγὼ εἶμαι ἀκόμη ἄντυτος.

Καὶ σπογγισθεὶς ἐν τάχει ἤρχισε νὰ ἐνδύεται.

- Ἔχομεν ἀκόμη ὥραν, παρετήρησεν ἡ κυρία βλέπουσα τὸ ὡρολόγιον. Εἶνε ὀκτὼ παρὰ τέταρτον.

Ὁ Παρδαλὸς φορεῖ ἐν τάχει τὸν καθαρόν του χιτῶνα, καὶ δένει ἤδη τὸν λαιμοδέτην του, ὅτε ἔξωθεν τῆς θύρας ἀκούεται ἡ φωνὴ τῆς ὑπηρετρίας.

- Ἀφέντη!

- Καλό, καλό! ἂς σταθῇ λιγάκι, φωνάζει ἀφ' ἑνὸς ὁ Δημητράκης, ἐνῷ ἡ σύζυγός του φωνάζει ἀφ' ἑτέρου·

- Ἔφερε τὰ γάντια μου;

- Δὲν ξεύρω, κυρία… θέλει νὰ εἴπῃ κἄτι τοῦ ἀφέντη…

- Ὁ ἁμαξᾶς θέλει νὰ μοῦ εἰπῇ κἄτι; αὐτὸ δὰ εἶνε πάλιν ἀπὸ τ' ἄγραφα.

- Ὄχι, ἀφέντη, εἶνε ὁ κύριος Ὀρέστης…

- Ὁ Κύριος Ὀρέστης! ἀναφωνεῖ ἡ Φρόσω. Περίεργον!

- Λέγεις ν' ἀργήσαμεν; ἐρωτᾷ ὁ Παρδαλός· τὸ ὡρολόγι μας θὰ πηγαίνει τρομερὰ πίσω! Ἂς ὁρίσῃ 'ς τὴν σάλα, καὶ τόρα ἔφθασα! προσθέτει, εἰς τὴν ὑπηρέτριαν ἀποτεινόμενος.

Καὶ ταῦτα λέγων φορεῖ ἐν βίᾳ τὸν ἐπενδύτην του καὶ εἰσέρχεται εἰς τὴν αἴθουσαν, ὅπου ἀναμένει αὐτὸν δειλός, περίλυπος καὶ καταβεβλημένον ἔχων τὸ ἦθος ὁ κύριος Σουσαμάκης.

- Μᾶς συγχωρεῖς ποὺ ἀργήσαμεν, φίλτατε κύριε Σουσαμάκη, λέγει ὁ κύριος Παρδαλὸς εἰσερχόμενος καὶ τείνων προστατευτικῶς τὴν χεῖρα πρὸς τὸν ὑπάλληλόν του, ἀλλὰ τὸ ἁμάξι δὲν μᾶς ἦλθε ἀκόμη, καί…

- Καλησπέρα σας, κύριε Σουσαμάκη, ὑπολαμβάνει διακόπτουσα ἡ κυρία Εὐφροσύνη, εἰσερχομένη καὶ αὐτὴ θριαμβευτικῶς εἰς τὴν αἴθουσαν καὶ ἱσταμένη πλησίον τοῦ λαμπτῆρος, ὅπως σπινθηρίζωσιν κάλλιον οἱ ἀδάμαντές της. Πῶς εἶσθε; ἡ κυρία εἶνε καλά; εἴμεθα ἕτοιμοι, βλέπετε….

- Εὐχαριστῶ, κυρία μου, ἀπαντᾷ μετὰ μεγάλης στενοχωρίας ὁ πτωχὸς Ὀρέστης, προσποιούμενος ὅτι δὲν ἤκουσε τὸ τελευταῖον μέρος τῆς φράσεως. Ἐγὼ εἶμαι καλά… ἀλλὰ ἡ Πασιφάη…

- Πῶς; τί τρέχει; κακοδιάθετος ἴσως!… Δὲν εἶνε τίποτε… μὲ τὸν χορὸν περνᾷ! παρατηρεῖ μετὰ πολλῆς στωμυλίας ἡ κυρία Παρδαλοῦ. Ἔννοια σας, κ' ἐγὼ τὴν κάμνω καὶ χορεύει πολύ…

- Οὔ! ἐννοεῖται· ὁ χορὸς εἶνε διὰ τὰς κυρίας πανάκεια, προσθέτει ἐν τέλει ὁ κ. Παρδαλός, μετ' αὐταρέσκου μειδιάματος προφέρων βραδέως τὴν τελευταίαν λέξιν, οἱονεὶ ἐναβρυνόμενος δι' αὐτήν, καὶ ἐπαναλαμβάνων εὐθύς, ἔτι βραδύτερον: πα-νά-κει-α!

- Ναί, ναί,… ἀπαντᾷ δειλὸς ὁ Σουσαμάκης καὶ προσπαθεῖ νὰ μειδιάσῃ ἐπίσης. - Πλήν… δυστυχῶς… -καὶ σταματᾷ, ὡς ἂν κατέλειπεν αὐτὸν ἡ δύναμις νὰ τελειώσῃ.

- Τίποτε σπουδαιότερον; ὤ! ἐπιφωνεῖ ὁ προϊστάμενος αὐτοῦ· καὶ πῶς;

- Δὲν ἠξεύρω, τῇ ἀληθείᾳ, - ἐκρύωσε φαίνεται, καὶ ἔχει τώρα ἀπὸ τὸ μεσημέρι ἕνα φοβερὸν πυρετόν· εἶνε εἰς τὸ κρεββάτι πρὸ τριῶν ὡρῶν… ὥστε… -καὶ σταματᾷ πάλιν, ἐλπίζων νὰ τὸν μαντεύσωσι τὸν δυστυχῇ.

Οὐδεὶς ὅμως θέλει νὰ τὸν μαντεύσῃ· ὁ Κύριος Παρδαλὸς καὶ ἡ Κυρία Παρδαλοῦ ἵστανται ἀπέναντί του ἄφωνοι ὡς ἐρωτηματικὰ σημεῖα, ἐκεῖνος δὲ αἰσθάνεται ὅτι ἡ γλῶσσά του ἐκολλήθη εἰς τὸν λάρυγγά του.

- Πλὴν ὁπωσδήποτε, διαλογίζεται, τὸ πρᾶγμα πρέπει νὰ τελειώσῃ.

Γίνεται λοιπὸν τολμηρότερος, καὶ κλείων τοὺς ὀφθαλμούς, ὡς οἱ δειλοὶ ἀσθενεῖς οἱ μέλλοντες νὰ καταπίωσι πικρὸν ἰατρικόν, ἐπαναλαμβάνει·

- Ὥστε… εἶνε ἀδύνατον ἀπόψε… νὰ λάβωμεν τὴν τιμήν… Δὲν ἠξεύρετε πῶς λυποῦμαι, κύριε Δειυθυντά… σᾶς βεβαιόνω… μ' ἔρχεται νὰ σκάσω…

- Ἆ! τίποτε, τίποτε… ἀπαντᾷ ψυχρῶς ὁ κ. Παρδαλός, εὔχομαι νὰ ᾖναι περαστικά…

Ἡ Κυρία Παρδαλοῦ οὐδὲν λέγει. Φυσᾷ μόνον καὶ ἀερίζεται μὲ τὸ μανδήλιόν της, αἰσθάνεται δὲ ἀκαταμάχητον ὄρεξιν νὰ ἐξορύξῃ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ Κυρίου Σουσαμάκη, ὅστις τέλος, ἀφοῦ μάτην προσεπάθησε νὰ προσθέσῃ μερικὰς λέξεις, οὐδὲν ἄλλο εὗρε νὰ εἴπῃ, ἢ μόνον·

- Καλὴν νύκτα σας,… μᾶς συγχωρεῖτε, Κύριε Διευθυντά… δὲν εἶνε ἔτσι;

Οἱ δύο σύζυγοι ἔνευσαν ἐκ συμφώνου, ὡς αὐτόματα, τὴν κεφαλήν, καὶ ὁ Σουσαμάκης ἀνεχώρησε.

Μετὰ μικρὸν ἠκούσθησαν τὰ ψηλαφῶντα ὅπως εἰπεῖν βήματά του ἐπὶ τῆς σκοτεινῆς κλίμακος, οὐδεὶς δὲ ἐσυλλογίσθη νὰ φωτίσῃ τὸν δυστυχῆ, ὅπως μὴ κατρακυλήσῃ τὸν κατήφορον.

Ε΄.

Ὁ Δημητράκης καὶ ἡ Φρόσω ἔμειναν μόνοι.

Σιωπῶσι δὲ ἀμφότεροι, καὶ τοι διάφορα αἰσθήματα κυμαίνουσι τὰς καρδίας των -κατὰ τὴν φράσιν τῶν τραγικῶν ποιητῶν.

- Τὰ εἶδές τα; λέγει ἐπὶ τέλους μὴ δυναμένη πλέον νὰ κρατηθῇ, μήτε ξεθυμαίνουσα ἀρκούντως διὰ μόνου τοῦ φυσήματος, ἡ κυρία Παρδαλοῦ. Τὰ εἶδές τα; Ὁρίστε τόρα! Ὅταν σοῦ ἔλεγα ἐγὼ νὰ μὴν πᾶμε…

- Αἴ, ματάκια μου, τί θέλεις νὰ κάμῃ ὁ ἄνθρωπος; ἀφοῦ ἀῤῥώστησε ἡ γυναῖκά του…

- Ἀμὴ δὲν ἀῤῥώστησε ἡ γυναῖκά του; Αὐτὰ εἶνε διὰ νὰ τὰ πιστεύετε σεῖς οἱ ἄνδρες· ἐμένα ὅμως δὲν μὲ γελᾷ ἡ κυρὰ Σουσαμάκαινα, κ' ἔννοια της. Φαντάζομαι ἐγὼ τί θὰ ἔτρεξε μεταξύ των· θὰ τσακώθηκαν πάλι, καθὼς συμβαίνει τακτικὰ μιὰν φορὰν τὴν ἑβδομάδα τοὐλάχιστον, καὶ τὸ τσάκωμά τους, ξέσπασε 'ς τὸ κεφάλι μας αὐτὴν τὴν φοράν.

Σημειωτέον ἐνταῦθα, χάριν τῆς περιεργείας τῶν ἡμετέρων ἀναγνωστῶν, ὅτι ἡ κυρία Παρδαλοῦ ἐμάντευεν ὀρθότατα διὰ τῆς γυναικείας ἐκείνης ὀξυνοίας, ἀφ' ἧς μάτην ἀγωνίζονται νὰ κρυβῶσι πολλάκις οἱ ἄνδρες.

Ἡ Κυρία Σουσαμάκη ἐδίωξε τῆς οἰκίας τὰ κομισθέντα ἐκ τοῦ ζαχαροπλαστείου ἀφθόνως γλυκύσματα, δροσιστικὰ κ.λ., ὁ Σουσαμάκης ἔμαθε τοῦτο κατὰ τὴν ἄφιξίν του, καὶ ὀργισθεὶς καὶ φρυάξας ἐβρόντησε κατὰ τῆς Πασιφάης του ὅσον ἐπέτρεπον τοῦτο αἱ τριάκοντα τῆς προικός του χιλιάδες. Ἀλλ' ἡ κυρία Σουσαμάκη ἔπαθε τὰ νεῦρά της, ἐκτύπησε τοὺς τοίχους διὰ τῶν χειρῶν της, τὸ πάτωμα διὰ τῶν ποδῶν αὐτῆς καὶ τὸν Ὀρέστην διὰ τῆς παντούφλας της, καὶ ἐξαπλωθεῖσα εἰς τὴν κλίνην της, προσεποιήθη τὴν λιπόθυμον ἐφ' ὅσην ὥραν ἐνόμισεν ἱκανήν, ὅπως πεισθῇ ὁ σύζυγός της, ὅτι πᾶσα ἑσπερινὴ συναναστροφὴ ἦτο ἀδύνατος.

Τῆς καταιγίδος ταύτης εἴδομεν πρὸ μικροῦ τὸ ἀποτέλεσμα παρὰ τῷ κυρίῳ Παρδαλῷ.

Μόλις εἶχε τελειώσει τὴν φράσιν αὐτῆς ἡ κυρία Φρόσω, καὶ νέος κρότος ἁμάξης ἔπαυσε πρὸ τῆς θύρας τῆς οἰκίας Παρδαλοῦ.

Ἦτο ἡ ἅμαξα, ἣν μετὰ πολλοῦ κόπου κατώρθωσε νὰ εὕρῃ ὁ ταλαίπωρος Θοδωρῆς.

Δὲν περιγράφομεν τὴν ἀπελπιστικὴν καὶ σπαραξικάρδιον τριωδίαν μεταξὺ ἁμαξηλάτου, ζητοῦντος ἁδρὰν ἀποζημίωσιν ἐπὶ τῷ ματαίῳ κόπῳ, Παρδαλοῦ, ἀξιοῦντος νὰ πληρώσῃ μίαν μόνην δραχμήν, καὶ τοῦ δυστυχοῦς Θοδωρῆ, εὑρισκομένου εἰς δυσχερῆ καὶ δυσέκβολον θέσιν μεταξὺ τοῦ ὠργισμένου κυρίου του καὶ τοῦ ἁμαξηλάτου, ὃν αὐτὸς ἐμίσθωσεν.

Ἡ σκηνὴ διελύθη ἐπὶ τέλους, ἀποζημιωθέντος τοῦ ἁμαξηλάτου. Δὲν κατωρθώσαμεν ὅμως νὰ ἐξακριβώσωμεν τί ἐπλήρωσεν ὁ Κύριος Παρδαλός.

Ἡ Κυρία Παρδαλοῦ ὡρκίσθη νὰ μὴν ὑπάγῃ πλέον ποτὲ εἰς συναναστροφὴν οἱανδήποτε.

Ηγάπησα;

Ὤ! δὲν ἠγάπησα ποτέ! ἦσαν γλυκεῖα πλάνη
Τὰ πάθη μου κι' οἱ πόνοι μου, γλυκὺ τοῦ νοῦ μου πλάσμα,
Ὁ Ἔρως εἰς τὰ στήθη μου κατῴκησε μ' ἐφάνη,
Πλὴν … μοὶ ἐφάνη … πλὴν τερπνὸν ἦσαν τὰ πάντα φάσμα.

Ποτέ μου δὲν ἠγάπησα! τοὺς στεναγμούς μου μάτην
Ἐξέχυσα, τὸν ἔρωτα ματαίως κατηράσθην!…
Πόσας ὠνόμασα σκληράς καὶ ἤμην εἰς ἀπάτην,
Εἰς πόσας εἶπον «σ' ἀγαπῶ», καὶ ὅμως δὲν ἠράσθην!

Ποτέ σου δὲν ἠγάπησες, ταλαίπωρε καρδία!
Πῦρ δὲν ᾐσθάνθης ἔρωτος ποτὲ νὰ σὲ θερμάνῃ,
Καὶ ἔρωτα ἐνόμισες ὅ,τι στιγμῆς γλυκεῖα
Καὶ μάγος ἦτον ἔκστασις, ὅ,τι στιγμῆς ἦν πλάνη!

Ἀναίσθητος καὶ ἀπαθὴς διῆλθες ἐν τῷ μέσῳ
Σφοδρᾶς καὶ κομποῤῥήμονος παθῶν ἀνεμοζάλης,
Πλὴν εἰς τὸν στρόβιλον αὐτῶν δὲν μ' ἄφησες νὰ πέσω,
Δὲν ἔπαυσες ἀτάραχος ὡς πρότερον νὰ πάλλῃς.

Ὤ! οἴκτου ἓν μειδίαμα καὶ χλεύης θὰ ἐγείρῃ
Βεβαίως ἡ ἀθῴα σου αὐτὴ ὁμολογία!
Ἂν ἄλλος πλήν, καρδία μου, προσμειδιῶν σ' οἰκτείρῃ,
Καὶ σὺ ἐκεῖνον οἴκτειρε καὶ ἀλαζὼν μειδία.

Βεβαίως δὲν ἠγάπησα… θερμόν… κοχλάζον αἷμα
Δὲν ἔῤῥευσ' εἰς τὰ στήθη μου τ' ἀναίσθητα εἰσέτι,
Οὔτε σειρῆνος μαγικὸν καὶ χύνον φλόγας βλέμμα
Κατώρθωσε τὰ νέα μου νὰ σαγηνεύσῃ ἔτη.

Λάτριν της ἄν μ' ἐπρόσμενεν ἡ μήτηρ τῶν Ἐρώτων,
Ἂς ὀργισθῇ προσβλέπουσα τοῦ στήθους μου τὸν πάγον,
Ἂς ἐκπλαγῇ πῶς ἔμεινα ἀναίσθητος κ' ὑπνώττων
Ἐμπρὸς τῶν καλλονῶν αὐτῆς, τῶν φίλτρων της τῶν μάγων.

Πλὴν … ἂν μειδίαμα ποτὲ ῥοδοβαφῶν χειλέων
Φρικίασιν δὲν ἔχυσε καθ' ὅλον μου τὸ σῶμα,
Ἂν εἰς τὸ στῆθός μου ποτὲ δὲν συνῃσθάνθην καῖον
Νὰ στέλλῃ βέλος φλογερὸν καλῆς παρθένου ὄμμα·

Ἂν τῆς πραγματικότητος ὁ κόσμος δὲν παθαίνῃ,
Τῆς ἀπαθοῦς καρδίας μου τὰς τακτικὰς κινήσεις,
Πλὴν ἄλλος κόσμος φανταστὸς τὴν θάλπει, τὴν θερμαίνει,
Καὶ τοὺς παλμούς της ἅπαντας ἀναστατοῖ ἐπίσης!

Ποσάκις, ὅτ' εἰς ρεμβασμοὺς ἵπτατ' ὁ λογισμός μου,
Τῆς κύκλω μου πεζότητος τὸν χαλινὸν ἐκπτύων,
Διέβλεπον κ' ἐθαύμαζον εἰς σφαίραν ἄλλου κόσμου
Φάσμα ὡραῖον, μειδιῶν, καὶ τῷ προσεμειδίων!

Ποσάκις τῆς ἀΰλου του μορφῆς τὰ θεῖα κάλλη
Θαυμάζων, ἐπεθύμησα νὰ ἤμην ὅμοιός του,
Κ ᾐσθάνθην τὴν καρδίαν μου ταχύτερον νὰ πάλλῃ,
Κ' ᾐσθάνθην ἔνδον μου παλμοὺς αἰσθήματος ἀγνώστου!

Τὴν θείαν του αὐτὴν μορφὴν, ἣν μόνος εἶχον πλάσει,
Ποσάκις ἐθεώρησα κ' ἐθαύμασα συγχρόνως,
Κ' ἐνώπιόν της ἔκθαμβος ἐν μυστικῇ ἐκστάσει
ᾘσθάνθην ὅτι μ' ἔδακνε τοῦ ἔρωτος ὁ πόνος!…

Ἠγάπησα τὴν ἄϋλον σκιὰν τῶν ῥεμβασμῶν μου,
Τῆς φαντασίας μου τὸ ὂν ὡς ἤθελον λατρεύων,
Εὐπρόσδεκτον τὴν προσφορὰν νομίζων τῶν παλμῶν μου,
Καὶ ἀμοιβαίως εἰς αὐτοῦ τὸν ἔρωτα πιστεύων.

Ἐγεύθην κ' ἐγὼ ἔρωτος, πλὴν ἦτο θεῖος ἔρως
Ἐκεῖνος, ὅστις εἵμαρτο τὰ στήθη μου νὰ σείσῃ,
Ὅστις τὸν πάγον ἔμελλεν - ἐὰν καὶ παρακαίρως -
Τοῦ στήθους μου ὑπὸ παλμῶν ἁγνῶν τὸ πῦρ νὰ λύσῃ!

Πόσας τῶν συγκινήσεων αὐτῶν μου θὰ ἐφθόνει
Τῶν εὐφλογίστων καρδιῶν τοῦ κόσμου τούτου μία!…
Πόσας τοιούτου ἔρωτος αἱ τέρψεις καὶ οἱ πόνοι
Θὰ ἔθελγον, ὡς ἄγνωστος τοῦ Πλάστου ἀμβροσία!

Καὶ ὅμως… δὲν ἠγάπησα, οὔτ' αὕτη ἡ ἀγάπη
Σποδὸν θ' ἀφήσῃ ἂν σβεσθῇ εἰς τὰ ψυχρά μου στήθη·
Τοῦ βίου μου ὁ πρῴην ῥοῦς ποσῶς δὲν μετετράπη,
Κ' ἡ παλαιά μου ἄγνοια θὰ γείνῃ νέα λήθη.

Εἴς τινας ἴσως αἴνιγμα μυστηριῶδες μείνῃ
Ἡ στάσις τῆς καρδίας μου,… ὁ πάγος καὶ τὸ πῦρ της˙
Πλὴν μήπως ᾖν' ἀδύνατος καὶ κλύδων καὶ γαλήνη;
Μήπως εἰς τοὺς ὠκεανοὺς δὲν ἀπαντῶνται σύρτεις;

Φύσα ἀγεράκι

Φύσα ἀγεράκι γλυκὰ στὸ πανί μου,
γλύστρα βαρκούλα στὰ κρύα νερά.
Νύχτωσε, καὶ μὲ προσμένει ἡ καλή μου.
Φύσα ἀγεράκι, καὶ δός μου φτερά.

Φεύγουν τ᾿ ἀστέρια ζευγάρι ζευγάρι
στὸ ζαφειρένιο βαθὺν οὐρανὸ
καὶ ντροπαλὸ τ᾿ ἀσημένιο φεγγάρι
ἀπὸ τὸ μαῦρο προβάλλει βουνό.

Σώπασ᾿ ὁ γρύλλος, τ᾿ ἀηδόνι λουφάζει,
μόνο ἡ καλή μου γιὰ μὲ ἀγρυπνεῖ
καὶ ἡ καρδιά της σιγὰ μὲ φωνάζει
καὶ ἡ ψυχή της γιὰ μένα πονεῖ.

Πέτα, βαρκούλα μου, φύσα ἀγεράκι,
φτάσαμε, φάνηκ᾿ ἡ ἀκρογιαλιά.
Φάνηκε, νάτο, τὸ ἄσπρο νησάκι
καὶ ἡ γλυκειὰ θὰ φανεῖ ἀγκαλιά.

Ἡ γῆ τῆς Ἑλλάδος

Ξεύρεις τὴν γῆ ποὐ ἀνθεῖ
φαιδρὰ πορτοκαλέα
καὶ κοκκινίζει ἡ σταφυλὴ
καὶ θάλλει ἡ ἐλαία;
Ὦ! δὲν τὴν ἀγνοεῖ κανείς,
εἶναι ἡ γῆ ἡ Ἑλληνίς.

Ξεύρεις τὴν γῆ, ἥτις παντοῦ
μὲ αἵματα ἐβάφη,
ὁποῦ κοιλάδες καὶ βουνὰ
εἶναι τυράννων τάφοι;
Ὦ! δὲν τὴν ἀγνοεῖ κανείς,
εἶναι ἡ γῆ ἡ Ἑλληνίς.

Γῆ μήτηρ παλαιῶν θεῶν
καὶ νέων ἡμιθέων
γῆ ἀναμνήσεων κλεινῶν
καὶ γῆ ἐλπίδων νέων
Ὦ! δὲν τὴν ἀγνοεῖ κανείς,
εἶναι ἡ γῆ ἡ Ἑλληνίς.

Τὸ ἐκκλησάκι

Εἰς τὸ βουνὸ ψηλὰ ἐκεῖ
εἶν᾿ ἐκκλησιὰ ἐρημική,
τὸ σήμαντρό της δὲ χτυπᾶ,
δὲν ἔχει ψάλτη οὔτε παπά.

Ἕνα καντήλι θαμπερὸ
καὶ ἕναν πέτρινο σταυρὸ
ἔχει στολίδι μοναχὸ
τὸ ἐκκλησάκι τὸ φτωχό.

Ἀλλ᾿ ὁ διαβάτης σὰν περνᾶ
στέκεται καὶ τὸ προσκυνᾶ
καὶ μὲ εὐλάβεια πολλὴ
τὸν ἄσπρο του σταυρὸ φιλεῖ.

Ἐπάνω στὸ σταυρὸ ἐκεῖ
εἶναι εἰκόνα μυστικὴ
μ᾿ αἷμα τὴν ἔγραψε ὁ Θεὸς
καὶ τὴν λατρεύει ὁ λαός.

Τὸ ἀηδονάκι

Μέσα στὸ δάσος περπατῶ
κι ἀκούω τὰ πουλάκια.
Κάθε κλωνὶ
καὶ μιὰ φωνή,
σὲ κάθε δένδρο μουσικὴ
χαρὲς καὶ τραγουδάκια.

Μὰ ἐκεῖ ποὺ ἄλλα τραγουδοῦν
κι ἄλλα κρατοῦν τὸ ἴσο,
ἕνα πουλί,
μικρὸ λαλεῖ
σὰ νὰ τοὺς λέει: «Σωπᾶστε σεῖς!
Ἐγὼ θὰ τραγουδήσω!»

Σωπάσαν ὅλα... Τὸ μικρὸ
πουλὶ τ᾿ ἀποστομώνει.
Εἶχαν λαλιὰ
τ᾿ ἄλλα πουλιά,
μὰ ἕνα ἦταν μοναχὸ
ἀπ᾿ ὅλα τους τ᾿ ἀηδόνι.

Ο Ορισμός Της λέξης Μαντινάδα

Μαντινάδα: Η λέξη είναι Ενετική (Matinada) και σημαίνει το νυχτερινό τραγούδι του έρωτα ή του ερωτευμένου. Την καντάδα. (Ίσως, όπως λένε οι γέροντες στην Κρήτη, να προέρχεται από την Ελληνική λέξη «Μαντάτα» που θα πει ειδήσεις.)
Ήδη από τον 13ο αιώνα χρονολογείται το πρώτο στιχάκι που μπόρεσαν οι ειδικοί να χαρακτηρίσουν ως μαντινάδα. Πολλοί υποστηρίζουν ότι έχει την αρχή της στον αρχαίο Ελληνικό βίο. Συστηματική πάντως μελέτη που να δείχνει υπεύθυνα την παλαιότητα της μαντινάδας στην Κρήτη δεν έχει γίνει.
Για να χαρακτηριστεί ένα δίστιχο μαντινάδα πρέπει να πληροί ορισμένες προϋποθέσεις:
1) Να είναι γραμμένο στην Κρητική γλώσσα.
2) Να έχει λογικό νόημα.
3) να διαθέτει ποιητικά στοιχεία, όπως πρωτοτυπία, ευρηματικότητα, φαντασία, αλληγορία και να δημιουργεί εικόνες.
Η μαντινάδα είναι ένα ποίημα σταθερής μορφής που ολοκληρώνεται σε δύο στίχους. Αυτό το είδος ποίησης είναι εύλογα πολύ δύσκολο, επειδή οι σκέψεις και το συναίσθημα πρέπει να εκφραστούν με πληρότητα μέσα σε ασφυκτικά όρια λέξεων. Οι χασμωδίες και οι επαναλήψεις λέξεων στην ίδια μαντινάδα πρέπει να αποφεύγονται. Αυτός είναι και ο λόγος που οι καλές μαντινάδες είναι λίγες.
Η μαντινάδα είναι η δημοτική ποίηση της Κρήτης, που δεν ζει στα βιβλία αλλά μέσα στο λαό, φυσική και απροσποίητη, αφού έρχεται από τη ζωή του, εκφράζει το χαρακτήρα του, την πνευματική του ανάπτυξη και το ήθος του, με φραστική δύναμη που αναβλύζει απ’ την κρυστάλλινη και πεντακάθαρη πηγή της γλώσσας, δίχως τίποτε το ψεύτικο και το περίτεχνο.
Μια απ’ τις σημαντικότερες κινητήριες δυνάμεις, που έδωσε ώθηση στη μαντινάδα και ακόνισε το μυαλό του Κρητικού για τη δημιουργία της, είναι ο συναγωνισμός. (Μονομαχίες λόγου με μαντινάδες στην «παρέα», στο γλέντι ή και στην καθημερινή κουβέντα.)
Τα περισσότερα απ’ τα παραπάνω στοιχεία ανιχνεύτηκαν και επιλεκτικά καταγράφηκαν, αποσπώμενα από το εξαιρετικό περιοδικό «Έρεισμα» (Τεύχος 5-6, Ιούλιος 1996) που εκδίδεται στα Χανιά από τον κύριο Χρήστο Μαχαιρίδη, γραμμένο από πλειάδα ικανότατων συνεργατών.
Αντιγράφω αποσπάσματα απ’ το σημείωμα του εκδότη, και αυθόρμητα σκέφτομαι πως κι η δική μας «Νέα Λευκάδα» μοιάζει (σαν Μούσα με ξεσκισμένο φόρεμα, που γυρνά αλλόφρονη μέσα στα δάση των καιρών) όπως το «Έρεισμα» των Χανίων.
Διαβάζουμε, λοιπόν, στην εισαγωγή:
«Θα πρέπει να αναχαιτίσω τους συμβιβασμούς μου. Να μάχομαι το χρόνο, οδόφραγμα στις διαδηλώσεις των αισθήσεων, που τουφεκίζει τη σκιά μου. Ν’ αγαπώ αυτή την πόλη και ν’ ανακαλύπτω με το χαμόγελο του ήλιου ανάμεσα στους γερασμένους δρόμους με τα ξεδοντιασμένα οδοστρώματα, τα ξυπόλητα πρωινά και τους λουλουδένιους καθρέφτες…
Δεν θέλω πια να γνωρίζω τα ονόματα των ανθρώπων που θέλουν να φαίνονται ως υπέρμαχοι του πολιτισμού, ενώ δεν είναι. –Περίπολα εμπάθειας στα πολιτιστικά μας δρώμενα. Ένας άθλιος εγωκεντρισμός παραμορφώνει τις προθέσεις τους και καταλήγουν να φλυαρούν με τη μοναξιά τους.
Εγώ θα εγκατασταθώ στην περιφέρεια της ομορφιάς.
Θ’ ανακαλύψω για άλλη μια φορά τον έρωτά μου για το λόγο και την τέχνη ξεφεύγοντας απ’ την πεζότητα της ζωής μου.
Θα λιποτακτήσω από το μέτωπο του κοινωνικού χρέους για χάρη τους ή θα παραμείνω μία σταγόνα μελάνης που στο λευκό κελί μου θ’ ασκητεύω».
Εγώ δεν έχω τίποτα να συμπληρώσω στα παραπάνω. Θα ‘θελα όμως, αφού ευλαβικά υποκλιθώμπροστά στην αδαμάντινη ποίηση αυτών των αστραφτερών δίστιχων που λέγονται μαντινάδες και κατ’ επέκταση δημοτικό τραγούδι, να δώσω ένα ηχηρό χαστούκι στην ματαιοδοξία όλων αυτών των ψευτοκουλτουριάρηδων ποιητών, στιχουργών, κριτικών, που λυμαίνονται τον πολύπαθο αυτό χώρο της τέχνης. Αντιγράφω, από το «Βήμα της Κυριακής» παρακαλώ, ένα απόσπασμα… ποίησης απ’ το βιβλίο «Μόνος κάτω απ’ τη νύχτα» του Λευτέρη Πούλιου: «Στιγμή της ευθύνης/ αιωρούμενη ανάμεσα πράξης και κολασμού/στη λεωφόρο του σφάλματος/ και της μετάνοιας./Ο κόσμος είναι μια φλυαρία». (Κρίνοντας ασφαλώς απ’ τον εαυτό του ο κύριος Πούλιος.) Αντιπαραβάλλω, στην …σύγχρονη ποίηση που παρουσιάζεται από την κορυφαία, ίσως, εφημερίδα της χώρας, μια μαντινάδα του Γιώργη Καράντζη (1945).
Στο μετερίζι τσ’ ανθρωπιάς και τση τιμής το χρέος, εκεί θα στέκω ν’ απαντώ κι ας είμαι ο τελευταίος!
Τα συμπεράσματα δικά σας.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΣ
Από την εφημερίδα “Τα Νέα της Λευκάδας“

το διαβάσαμε: http://www.mantinada.com/?page_id=11

Μαντινάδα για την παρέα

Στὶς ἀκριβές σας τὶς χαρὲς
νὰ ξαναμαζωχτοῦμε
κι ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς
πάλι νὰ εὐχηθοῦμε.

Ξεφάντωση θὰ κάνουμε
μέχρι νὰ ξημερώσει
καὶ ὁ Θεὸς τὶς ῾πεθυμιές,
ποὔχετε νὰ σᾶς δώσει.

Πολλὰ τὰ χαιρετίσματα
ποὺ πέμπω στὴ παρέα
κι ἐλπίζω νὰ περάσουμε
πάρα πολὺ ὡραῖα.

Χαίρομαι τὴ παρέα σας
κι ἂς εἶναι κι ἄλλη τόση
καὶ δὲ κινοῦμαι ἀπ᾿ ἐδῶ,
ὥσπου νὰ ξημερώσει.

Τέτοια παρέα ὄμορφη
ἄξια, τιμημένη
καθ᾿ ἕνας τὴν ἐπιθυμεῖ
καὶ μὲ χαρὰ ἀναμένει.

Τὴ συντροφιά σας χαίρομαι,
τὴ συναναστροφή σας,
ἄχ, καὶ νἄηταν μπορετὸ
νἆμαι πάντα μαζί σας.

Πάντα μ᾿ ἀρέσει νὰ γλεντῶ,
μὲ τέτοιας λογῆς ἀνθρώπους
ποὺ πίνουν τὸ καλὸ κρασὶ
κι ἔχουν ὡραίους τρόπους.

Μαντινάδα για το τραπέζι του γάμου

Ἕνα τραγούδι θὰ σὰς πῶ
ἐπάνω στὸ κεράσι·
τ᾿ ἀντρόγυνο ποὺ γίνηκε,
νὰ ζήσει νὰ γεράσει.

Ἕνα τραγούδι θὲ νὰ πῶ
ἐπάνω στὸ ρεβύθι·
χαρὰ στὰ μάτια τοῦ γαμπροῦ,
ποὺ διάλεξαν τὴ νύφη.

Ἕνα τραγούδι θὲ νὰ πῶ
ἐπάνω στὴ δεκάρα·
νὰ ζήσει ἡ νύφη κι ὁ γαμπρός,
κουμπάρος καὶ κουμπάρα.

Ἕνα τραγούδι θὲ νὰ πῶ
ἐπάνω στὸ λεμόνι·
νὰ ζήσει ἡ νύφη κι ὁ γαμπρός,
κι οἱ συμπεθέροι ὅλοι!

Ἕνα τραγούδι θὲ νὰ πῶ
ἐπάνω στὸ τραπέζι·
νὰ ζήσει ἡ νύφη κι ὁ γαμπρὸς
κουμπάροι, συμπεθέροι.

Καὶ πάλι θὰ τὸ ξαναπῶ
ἐπάνω στὸ ποτήρι·
νὰ ζήσει ὅλο τὸ κάλεσμα
κι ἐκεῖνος ποὺ σερβίρει.

Τὸ τελευταῖο ποὺ θὰ πῶ
σ᾿ αὐτὸ ἐδῶ θὰ μείνω
νὰ ζήσει καὶ ὁ ποιητής,
ἄνδρας καὶ ἐπιστήμων.

Μαντινάδα για το νυφικό κρεβάτι

Τὸ νυφικὸ ποὺ στρώνουμε,
ἡ Παναγιὰ μαζί τους,
καὶ νὰ τὸ καμαρώνουνε
γονεῖς καὶ ἀδελφοί τους.

Τὸ νυφικὸ ποὺ στρώνουμε,
ἂς εἶναι εὐλογημένο,
νὰ ζεῖ τὸ νέο ἀντρόγυνο
πάντα ἀγαπημένο.

Κι αὐτὰ τὰ ροῦχα τ᾿ ἀκριβὰ
τὰ μοσχομυρισμένα
Θεέ, νἆν᾿ καλορίζικα
καὶ καλομοιριασμένα.

Γαρυφαλλιᾶς γαρύφαλλα
καὶ κανελιᾶς κανέλα
τὰ ροῦχα σας μυρίζουνε
σὰν μόσχος στὴν κασέλα.

Μαντινάδα για τους νεόνυμφους

Ὅλα τ᾿ ἀστέρια τ᾿ οὐρανοῦ,
ἡ Γῆ καὶ ἡ Σελήνη
ᾖρθαν νὰ δώσουνε εὐχὴ
στ᾿ ἀντρόγυνο π᾿ ἐγίνη.

Ὅλα τ᾿ ἀστέρια τ᾿ οὐρανοῦ
θὰ κάμουνε ζυμάρι
νὰ ζυμώσουνε τὸ μάλαμα
μὲ τὸ μαργαριτάρι.

Γαμπρέ μας ὡραιότατε
νύφη μας Ἀρετοῦσα
τί ὡραῖο ζεῦγος εἴδανε
αὐτοὶ ποὺ σᾶς κοιτοῦσαν.

Νὰ μᾶς ἐζήσουνε κι οἱ δυὸ
νὰ πιοῦμε στὴν ὑγειά τους
νὰ μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεὸς
νὰ δοῦμε τὰ παιδιά τους.

Νὰ ζήσετε χρόνια πολλὰ
καὶ κάθε εὐτυχία
αὐτὸ εἶναι γιὰ τοὺς φίλους σας
μεγάλη ἐπιθυμία.

Στὸ πάπλωμά σας κέντησαν
ἀητοὺς νὰ τὸ στολίζουν
γαρύφαλλα τῆς λεβεντιᾶς
νὰ τὸ μοσχομυρίζουν.

Εἶν᾿ ὁ γαμπρὸς ὁ Βασιλεὺς
μὲ τὰ χρυσὰ γαλόνια
κι ἡ νύφη ἡ βασίλισσα
μὲ τὴ χρυσὴ κορόνα.

Γαμπρὸς εἶναι γαρύφαλλο
νύφη τριανταφυλλάκι
παράγαμπρος παράνυμφη
τῆς νύχτας φεγγαράκι.

Ὄμορφα ποὺ ταιριάσατε
οἱ δυό σας μέσ᾿ στὴν Πόλη
σὰν τὰ κυπαρισσόμηλα
ποὖναι στὸ περιβόλι.

Μαντινάδα γιὰ τὸ γαμπρό

(Γαμπρὲ) νὰ τήνε χαίρεσαι
τὴ νέα ποὺ ἐπῆρες
γιατὶ ἀπ᾿ οὖλα τὰ καλὰ
τὴν προίκισαν οἱ μοῖρες.

Εὐχαριστῶ τὸν Κύριο
καὶ τοῦ φιλῶ τὸ χέρι
γιὰ τέτοια νύφη καὶ γαμπρὸ
καὶ τέτοιοι συμπεθέροι.

Γαμπρέ μας, κρῖνε τοῦ μπαξὲ
ψηλό μας κυπαρίσσι
νὰ τὰ χαρεῖς τὰ μάτια σου
ποὺ διάλεξαν τὴ νύφη.

(Γαμπρὲ) μιὰ χάρη σοῦ ζητῶ
θέλω νὰ μοῦ τὴν κάμεις
τὸ ρόδο ποὺ σοῦ δώσαμε
νὰ μὴ μᾶς τὸ μαράνεις.

Γιατὶ ἐμεῖς τὴν εἴχαμε
σὰν ἄνθος στὸ ποτήρι
καὶ τώρα σοῦ τὴ δίνουμε,
χαλάλι σου ἂς γίνει.

(Γαμπρέ), τήνε (νύφη) μας,
νὰ μὴν τήνε μαλώνεις
νὰ τὴν ταΐζεις ζάχαρη
καὶ νὰ τὴν καμαρώνεις.

(Γαμπρέ), τὴν (νύφη) ν᾿ ἀγαπᾷς
νὰ μὴ τήνε μαλώνεις
σὰν τὸ σγουρὸ βασιλικὸ
νὰ τήνε καμαρώνεις.

(Γαμπρὲ) ἐμπρὸς στὴν ἐκκλησιὰ
καὶ στάσου στὸ στασίδι
ἀπόψε στὴν ἀγκάλη σου
θὰ ἔχεις μουσαφίρη.

Ἀπόψε μας τὸν πήρανε
τὸν πολυέλαιό μας
ποὺ ἄναβε καὶ στόλιζε
ὅλο τὸ σπιτικό μας.

Σὲ σένα πρέπει νὰ πατεῖς
σὲ ζυγιασμένο χῶμα
νὰ σειέται νὰ λυγίζεται
τὸ ὄμορφό σου σῶμα.

Ν᾿ ἀρχίσω ἀπὸ τὴν κεφαλὴ
νὰ πῶ γιὰ τὰ μαλλιά σου
νὰ πῶ καὶ γιὰ τὸ μπόι σου
καὶ τὴν κορμοστασιά σου.

Σὰν ἀητὸς πετᾷς ψηλά,
καλὰ μαντάτα στέλνεις,
σὰν ἄγγελος πατεῖς στὴ γῆ
κι ὡραῖα χαμπέρια φέρνεις.

Λεβέντης εἶσαι μάτια μου
λεβέντικα χορεύεις
λεβέντικα πατεῖς στὴ γῆ
καὶ κουρνιαχτό δὲ σέρνεις.

Γαμπρὲ βλαστάρι ὄμορφο
βέργ᾿ ἀπὸ κυπαρίσσι
ἡ νύφη μας νὰ σ᾿ ἀγαπᾷ
σὲ ὅλη της τὴ ζήση.

Γαμπρέ μας νὰ τὰ χαίρεσαι
τὰ ὄμορφά της κάλλη
ὁποῦ δὲν ξαναεἴδαμε
νὰ τά ῾χει καμιὰ ἄλλη.

Ψηλὲ λιγνέ μου τσελεμπῆ,
τῆς Πόλης παλληκάρι
λάμπουν σου τὰ ματόφρυδα
σὰν ἥλιος, σὰν φεγγάρι.

Δὲν εἶναι μόνη τύχη σου
ποὺ νύφη καλὴ λαμβάνεις
συνάμα καὶ πεθερικά,
ἀρχοντικὰ θὰ κάνεις.

Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν καὶ πρόσεχε
τὴν συμπεριφορά σου
σκῦψε τώρα καὶ φίλησε
τὴ χεῖρα τῆς πεθερᾶς σου.

Μαντινάδα γιὰ τὴ νύφη

Ἀπόψε γάμος γίνεται
σ᾿ ὡραῖο περιβόλι
ἀπόψε ἀποχωρίζεται
ἡ μάνα ἀπὸ τὴν κόρη.

Κι ἀπόψε ξεχωρίζονται
σὰν κεῖνα τὰ πουλάκια
π᾿ ἀφήνουν τὶς φωλίτσες τους
καὶ πᾶνε στὰ κλαδάκια.

Νύφη καμπάνα Φράγκικια
βενέτικο ρολόγι
ὅπου χτυπᾷς στὴ Βενετιὰ
κι ἀκούγεσαι στὴν Πόλη.

Ὡσὰν τῆς νύφης τὸ κορμὶ
εἶδα μηλιὰ στὴν Πόλη
ὅπου τὴν εἶχε ὁ Βασιλεὺς
μέσα στὸ περιβόλι.

Ποιὸς κρίνος λευκοφόρετος
σοὔδωσε τὴν ἀσπράδα
καὶ ποιὰ μηλιὰ ροδομηλιὰ
τὴ ροδοκοκκινάδα.

Σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο γύρισα
σ᾿ Ἀνατολὴ καὶ Δύση
τὰ μάτια μου δὲν εἴδανε
τέτοια ὡραία νύφη.

Ἡ νύφη μας εἶν᾿ ὄμορφη
ὡσὰν τὴν Παναγία
ὅπως ὁ πολυέλαιος
ποὖναι στὴν ἐκκλησία.

Νύφη σκῦψε καὶ φίλησε
τὰ πόδια τῶν γονιῶν σου
διότι πολὺ κουράστηκαν
νὰ φτιάξουν τὰ προικιά σου.

(Νύφη) ἐσὺ ὅπου κάθεσαι
εἶναι ξερὰ τὰ ξύλα
κι ἀπὸ τὴν ὀμορφάδα σου
ἀνθοῦν καὶ βγάζουν φύλλα.

Σκῦψε (Νύφη) καὶ φίλησε
τῆς πεθερᾶς τὸ χέρι
π᾿ ἀνέτρεφε τέτοιονε νιὸ
νὰ σοῦ τὸν δώσει ταῖρι.

Σοῦ εὔχομαι (Νύφη) μας
τὸ πρῶτο ζυμωτό σου
ζάχαρη νἆν᾿ τ᾿ ἀλεύρι σου
καὶ γάλα τὸ νερό σου.

Ἄκουσ᾿ ἐδῶ (Νύφη) μας
νὰ τόνε κανακίζεις,
μὲ μέλι καὶ μὲ ζάχαρη
τὸν (Γαμπρό) σου νὰ ταΐζεις.

(Νύφη) μας καλορίζικη
σήμερα εἶν᾿ ἡ χαρά σου
ᾖρθαν τ᾿ ἀηδόνια ἀπ᾿ τὴ Βλαχιὰ
νὰ δοῦν τὴν ὀμορφιά σου.

(Νύφη) μας ἀψεγάδιαστη
νὰ ζήσεις, νὰ γεράσεις
τὸ κρίνο ποὺ σοῦ δώσαμε
νὰ μὴ μᾶς τὸ μαράνεις.

(Νύφη) μας τὸ νυφικὸ
ἀγγέλοι σοῦ τὸ ράψαν
καὶ στὴ δεξιά του τὴν πλευρὰ
(Γαμπρὸς) σοῦ ἐγράψαν.

(Νύφη) μας καλορίζικη
βασιλικοῦ κλωνάρι
πόσα φλουριὰ ἀγόρασες
αὐτὸ τὸ παλικάρι;

(Νύφη) μας καλότυχη
νὰ ζήσεις νὰ γεράσεις
καὶ στῶν παιδιῶν σου τὶς χαρὲς
κουφέτα νὰ μοιράσεις.

(Νύφη) δὲ θέμε πλούτη ἐμεῖς,
μόνο τὴν ὀμορφιά σου,
ὁποῦ ῾χει τὸ κορμάκι σου
καὶ ἡ σεμνὴ καρδιά σου.

(Νύφη) σὰν τὸ κρύο νερὸ
μοιάζει τὸ προσωπό σου,
ἀφοῦ τώρα παντρεύεσαι
τὸν ἀγαπητικό σου.

(Νύφη) νὰ μπεῖς στ᾿ ἀρχοντικὸ
μὲ τὸ δεξί σου πόδι
καὶ νὰ σκορπίσεις ὕστερα
κατάχαμα ἕνα ρόδι.

Πῶς πρέπει τὸ τριαντάφυλλο
μὲς στὴ χρυσὴ τὴν κούπα
ἔτσι πρέπει κι ἡ νύφη μας
στὰ νυφικά της ροῦχα.

Νύφη μας καμαρωμένη
καὶ στὸν κόσμο ξακουσμένη,
τὰ μαλλιά σου μπρίλιες-μπρίλιες
῾κεῖνον πού ῾θελες ἐπῆρες.

Μαντινάδα για τον γάμο

Ὢ Παναγία Δέσποινα
μὲ τὸν Μονογενῆ Σου
στ᾿ ἀντρόγυνο ποὺ γίνεται
νὰ δώσεις τὴν εὐχή Σου.

Ἀπόψε λάμπει ὁ οὐρανός,
ἀπόψε λάμπει ἡ σφαῖρα,
ἀπόψε στεφανώνεται
ἀητὸς τὴν περιστέρα.

Γειτόνοι καὶ γειτόνισσες
προβάλετε νὰ δεῖτε,
τ᾿ ἀντρόγυνο ποὺ γίνεται,
νὰ τὸ ὑποδεχθεῖτε.

Παντρεύεται ὁ αὐγερινὸς
καὶ παίρνει τὸ φεγγάρι,
ἂς εἶναι καλορίζικοι
μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ χάρη.

Χελιδονάκια καὶ πουλιὰ
λαλοῦν στὰ δώματά σας
καὶ λένε καλορίζικα
στὰ στεφανώματά σας.

Ἐγύρανε τὰ στέφανα
σὲ ἀσημένιο τάσι,
τ᾿ ἀντρόγυνο ποὺ γίνεται
νὰ ζήσει νὰ γεράσει.

Ὅσ᾿ ἄστρα ἔχει ὁ οὐρανὸς
καὶ ὁ χειμώνας χιόνια,
τόσα σᾶς εὔχομαι νὰ ζήσετε
εὐτυχισμένα χρόνια.

Ἅγια νὰ εἶναι ἡ στιγμή,
κάνουμε τὸ σταυρό μας
καὶ στέλνουμε τὶς προσευχὲς
γιὰ νύφη καὶ γαμπρό μας.

Ἅγια νὰ εἶναι ἡ στιγμή,
Θεὸς θέλει βοηθήσει,
ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλονε
νὰ μὴ βαρυγκομήσει.

Νὰ ζήσει ἡ νύφη κι ὁ γαμπρός,
χωρὶς καημὸ καὶ βάρος(η),
ὁ πεθερός, ἡ πεθερά,
οἱ φίλοι, κι ὁ(οἱ) κουμπάρος(οι).

Νὰ ζήσει ἡ νύφη κι ὁ γαμπρὸς
εὐτυχισμένα χρόνια
νὰ τοὺς ἀξιώσει ὁ Θεὸς νὰ δοῦν
παιδιὰ μὰ καὶ ἐγγόνια.

Προχώρει γλῶσσα μου, ἄρχισε
τραγούδια ν᾿ ἀραδιάζεις,
τ᾿ ἀντρόγυνο ποὺ γίνεται
νὰ τὸ καλοτυχιάζεις.

Σκοπός μας είναι η δημιουργία μιας Ανθολογίας Ποιημάτων από το σύνολο των Ελλήνων Ποιητών- Ποιητριών αλλά και ορισμένων ξένων, καθώς επίσης και κειμένων που έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον μας. Πιθανόν ορισμένοι ποιητές και ποιήτριες να μην έχουν συμπεριληφθεί. Αυτό δεν αποτελεί εσκεμμένη ενέργεια του διαχειριστή του Ιστολογίου αλλά είναι τυχαίο γεγονός. Όσοι δημιουργοί επιθυμούν, μπορούν να αποστέλλουν τα ποιήματά τους

στο e-mail : dimitriosgogas2991964@yahoo.com προκειμένου να αναρτηθούν στο Ιστολόγιο.

Θα θέλαμε να τονίσουμε ότι σεβόμαστε πλήρως τα πνευματικά δικαιώματα του κάθε δημιουργού, ποιητή και ποιήτριας και επισημαίνουμε πως όποιος δεν επιθυμεί την ανάρτηση των ποιημάτων του ή κειμένων στο παρόν Ιστολόγιο, μπορεί να μας αποστείλει σχετικό μήνυμα και τα γραπτά θα διαγραφούν.

Τέλος υπογράφουμε ρητά ότι το παρόν Ιστολόγιο δεν είναι κερδοσκοπικό και πως δεν η ανάρτηση οποιουδήποτε κειμένου, ποιήματος κτλ γίνεται με μοναδικό στόχο την προβολή της ποίησης και την γνωριμία όλων όσων ασχολούνται με αυτή, με το ευρύτερο κοινό του διαδικτύου.