Φωτιά απόψε πάλι στο βουνό∙
πάνε τα Χίλια Δέντρα – θα τα κάψουν.
Κραυγάζει κάποιος μες στο πάρκο, τους παρακαλεί,
λέει πως είναι νέος, αδελφός τους.
Ποτέ δε μας ξανάρθε το παιδί,
που έφερνε πρωί πρωί το γάλα.
Σαν αλογάκι ήτανε, σα ζαρκαδάκι.
Φωτιά απόψε πάλι στο βουνό∙
πάνε τα Χίλια Δέντρα – θα τα κάψουν.
Κραυγάζει κάποιος μες στο πάρκο, τους παρακαλεί,
λέει πως είναι νέος, αδελφός τους.
Ποτέ δε μας ξανάρθε το παιδί,
που έφερνε πρωί πρωί το γάλα.
Σαν αλογάκι ήτανε, σα ζαρκαδάκι.
Ο φόβος του θανάτου χάνει πάθος,
χάνει δύναμη, κάτω απ’ τους νέους
αστερισμούς που πάλι φάνηκαν.
Τον Μάη που μας έρχεται
σας περιμένω.
Μη φοβάσαι πια
την καλοκαιριάτικη βροχή
τις νύχτες που ξυπνάς
απ’ τον βαθύ των φύλλων ψίθυρο.
Κλείσε τα μάτια μόνο καλύτερα,
κι άνοιξε κείνη την καρδιά σου.
Ίσως την αποπλύνει η καταιγίδα.
Πίσω απ’ τη λεύκα σκάλωσε μισόγιομο φεγγάρι
και θάρρεψε στον ίσκιο του πλατύφυλλο πλατάνι.
Ο άνεμος καυχήθηκε στου κυπαρισσιού τ’ αγνάντι,
ο γκιώνης παίνεψε το νυχτέρι του, βιγλάτορας στη σκιά,
κι ένα αηδόνι ξέμακρα μονάχο μελαγχολούσε.
Το παιδομάνι ασύνταχτο αλήτευε στην αλάνα
κι οι γείτονες αθώωναν τα δικασμένα τους χρόνια.
Στο σταυροδρόμι έφτυναν αδικαίωτη την οργή τους,
πιο κάτω η σοφία επέμενε σε αφορισμούς και παραδόσεις ,
κι ένα παράθυρο έκλεινε σιγά, τη θλίψη για να στεγάσει.
Σπίτια αγάλματα υπεροπτικά, αυλές στριμωγμένες
κι ο κομπασμός αφρόντιστος στη σιωπή και τη βλαστήμια.
Η μοναξιά πλανόδια, περίγραμμα στους τοίχους,
ο φόβος γύμνωμα ψυχής κι αστέγαστες αλήθειες,
κι η νύχτα να γλιστρά υπόσχεση λίγο πριν ξημερώσει.
Μπροστά από τη λεύκα λίγνευε η ξιπασιά του κόσμου
και στην αλάνα σπούδαζαν τιμή και μεγαλοσύνη.
Στη στροφή, δυο χέρια έσφιγγαν ανάγκες και ιστορία,
σε μια πόρτα, βλέμματα πειστικά ζύγιαζαν αντιθέσεις
κι οι προβολές της νύχτας και η σκέπη, της μέρας μικρογραφίες.
Η μάνα μου τα τίμησε τα μαύρα.
Προτού να κλείσουν τρίχρονα
όλο και κάποιος άλλος συγγενής
αποδημούσε.
Τέτοια διαρκής προσήλωση, ως φαίνεται,
εκτιμήθηκε
κι ούτε μια τρίχα κάτω από το μαυρομάντηλο
δεν έχει ασπρίσει ακόμα.
Όλη τη νύχτα τα σκυλιά λεπτό δεν κρατήθηκαν.
Σαν ν’ άκουγα τη μάνα να μιλάει με κάποιον.
«Τί θες εδώ;» σαν να τού ‘λεγε. «Πώς ήρθες;».
Σαν να ΄κλαιγε.
Σαν ν’ άκουγα, βαθιά βαθιά, το κλάμα του.
Ξύπνησα και κατάλαβα πως είχα ονειρευτεί
ζωντανό τον πατέρα μου.
Πράγματι.
Στη ρίζα της πορτοκαλιάς βρήκα το αποτύπωμα
των παπουτσιών του,
κι ως την αυλόπορτα φλούδες από το πορτοκάλι
που πρέπει να καθάριζε φεύγοντας.
Αμίλητα πεθαίνουν τα φτωχά λουλούδια
Όπως τα καρπερά καλοκαίρια επάνω στα δέντρα
Τα χέρια που αφήνονται χωρίς να ραγίσουν
Αμίλητα πεθαίνουν τα φτωχά λουλούδια
Γαλήνια εγκατάλειψη πιο τρυφερή κι από μητέρα
Ύπνος βαραίνει τα δάση σκοτεινή βροχή
Τα εγκαταλελειμμένα σπίτια που κλείστηκαν στην ερημιά τους
Κι αν δακρύζει για μας –ποιος ξέρει– κάποιος άγγελος
Κι αν μας θυμάται κάποιος ουρανός
Είναι για τα λουλούδια που πεθαίνουν έτσι απλά
Για τα φτωχά λουλούδια που έχασαν τη μιλιά τους
Όμως η καρδιά τους ανοίγεται σαν ένα μυστικό
Η σιωπή τους βυθίζεται μέσα στη νύχτα μας
Γαλήνια εγκατάλειψη πιο τρυφερή κι από μητέρα
Πρόσωπο χαραγμένο στον άνεμο
Μορφή αναμμένη στην όραση
Στόμα πικρό σφραγισμένο
Μ’ ένα κομμάτι πάχνη
Χέρια ξυλένια στο λιθόστρωτο
Σκιά μεγάλη
Αίμα λιωμένο
Που απλώνεις μια λίμνη σκοτεινή
Τριγυρισμένη από φαντάσματα
Επάνω στο χώμα
Ο ήλιος κατέβηκε να σε σκεπάσει
Με την πορφύρα του
Διάτρητη σχισμένη από ρανίδες
Παράθυρα λυγισμένα σαν ένα δάσος
Πόρτες πνιγμένες
Από καπνό και σύγνεφα
Όλα τα μάτια μεταμορφώθηκαν σε αγάλματα
Όλα τα χέρια εξαφανίστηκαν
Κάτω απ’ το δέρμα
Κανένας πετεινός
Δε θα λαλήσει πια
Κανένας πετεινός
Κόπηκε η καρδιά
Κανένας πετεινός
Τσάπες και φτυάρια
Μέσα στ’ αυτιά
Είχα μια ψυχή
Και την έχασα
Μες απ’ τα δόντια σου
Δε θα λαλήσει πια
Είχα μια ψυχή
Κι είχαμε μαζί
Ένα σώμα
Ζωντανό κρέας
Κι ένα σανίδι
Κόπηκε η καρδιά
Ψυχές που χάθηκαν
Καρδιές που κόπηκαν
Χωρίς να γνωρίσουν
Θέλουν τα δώσουν πίσω
Τ’ αποξενωμένα χέρια
Τα ψεύτικα κόκαλα
Τα μαλλιά και τα ξύλα θυμούνται
Ήμουνα παιδί
Κι είχα μια ψυχή
Δυο μήλα και δυο χέρια
Σαν περιστέρια
Είχα μια ψυχή
Κι είχαμε μαζί
Ένα σώμα
Χωρίς καρδιά δίχως σανίδι
Δεν μπορώ να κοιμηθώ
Χωρίς μήλα δίχως χέρια
Με μια πέτρα επάνω στο στήθος
Δεν μπορώ να κοιμηθώ
Ψάχνω να βρω σημάδια
Μέσα στα μάτια
Μέσα στο δέρμα
Επάνω στα παλιά
Λερωμένα εσώρουχα
Μια ρανίδα
Ένα βλέφαρο
στην Αγιάσο
Σφυρίζοντας ανέβαινες και γύρευα νερό
μήπως βραχεί ο ίσκιος μου στην πέτρα
κι ασθμαίνοντας την ποίηση δεν πρόφθαινα
έμεναν πίσω νήπιες οι κουρασμένες λέξεις
να κυματίζουν με κλωστές απ’ τα παράθυρα
καθώς φυλούσες το ψωμί στην αγκαλιά
να μεταλάβω τη γιορτή σου πεινασμένος
κι είχα φορέσει αναμμένες προσευχές
είχες κρεμάσει τα καντήλια στον λαιμό
να δοξασθείς κατάφωτη τον Αύγουστο.
Κεκλεισμένων των πάγων
και μαρσάρει ο Αύγουστος
ετοιμόφυγη γράφω στο κρύο
ανεβάζω τις στροφές, καταργώ τα φρένα
στύβω το γκάζι τέρμα, μηδενίζομαι
λίγα γραμμάρια στον άνεμο φτερά
μια κατηφόρα η ανάποδη κορφή
ώσπου τρέχουν κουρασμένοι
κάτω από τις ρόδες
θάλασσες οι δρόμοι
και μακραίνουν μέσα.
Με φλογισμένα ποιήματα ξεκίνησα
μικρή-μικρή καταμεσής του δρόμου
κι έφθασα να θρηνώ την ηλικία μου
με κάρβουνα σε αναμμένα χείλη.
Γιατί χρειάζομαι αλήθεια ποιητές;
όταν καούνε οι προσευχές μας στον βωμό
κι όταν καθένας κουλουριάζεται στην όχθη του
όταν κανείς δεν επισκέπτεται τον στίχο
κι όπως οι λέξεις τους δεν ακουμπούν τα πράγματα
όταν μυρίζουν ναφθαλίνη στο συρτάρι
αφού δε γίνονται σωσίβια, άρα πνίγονται
πώς θα φωνάξουν τ’ όνομά μου βυθισμένες;
“Τα κεφάλια του Γένους και του Κράτους”,
ο Παπαδόπουλος κι ο Μακαρέζος.
Έχει πια τώρα φτάσει κι η σειρά τους,
νά ’ρθει ένας άλλος μουσικός Βιεννέζος
τη δική τους να γράψει κωμωδία,
σ’ εύθυμης οπερέτας το λιμπρέτο.
Για την εφτάχρονη όμως τραγωδία,
χρειάζεται ενός Αισχύλου το στιλέτο.
Τενεκέδες, που κάμνουν φασαρία,
κάποτε μπαίνουν και στην ιστορία.
Ίσως μόνο κάποιος Γαλάτης ποιητής
θα μπορούσε να φαντασθεί ένα Φαύνο,
κυνηγώντας μέσα στο δάσος της Βουλόνης,
αντί Νύμφες ανύπαρκτες κι Αμαδρυάδες,
σύγχρονες υπαρκτές Κατερινέτες.
Όμως εμείς οι απόγονοι αυτών που στήσαν,
στην έξαρση μιας αχαλίνωτης μυθοπλασίας,
θεούς και δαίμονες πάνω σε βάθρα απίθανα,
πώς μπορούμε να φαντασθούμε τώρα
τα πανάρχαια της Αρκαδίας δάση,
δίχως τον Πάνα, με τη συνοδεία Σατύρων;
Ευτυχώς, μες στην αδιάκοπη ροή του χρόνου,
κατάφεραν, για τη δική μας ίσως ευφροσύνη,
ή και για τη δική μας δυστυχία, να επιζήσουν
οι Αμαδρυάδες με τους νεαρούς Ερωτιδείς,
σε σύγχρονα ορχηστρικά συμπλέγματα.
Αλλά ξάφνου, σε μιαν αναδρομή στο παρελθόν τους,
με τη βοήθεια ίσως του «από μηχανής θεού»,
οι Αμαδρυάδες, μαζί με τους Ερωτιδείς τους,
ξαναπαίζοντας τις παλιές ερωτικές καντρίλιες,
πανικόβλητες σκορπισθήκανε στο δάσος.
Μια αποφορά βαριά την όσφρησή τους πλήγωσε,
καθώς αντίκρισαν τυμπανιαίο το σώμα
ενός πρόσφατα πεθαμένου Σειληνού.
Ίσως να ’ταν ο στερνός του Διόνυσου οπαδός,
εκείνος που άλλοτε κρυμμένος μες στις λόχμες,
κρυφοκοιτώντας τα παιχνίδια των γυμνών Νυμφών,
με την πύρινη φλόγα των ματιών του
και με την ασελγή του προσδοκία, καραδοκούσε
να τρυγήσει τις ρώγες νεανικών μαστών.
Τώρα οι πανικόβλητες Αμαδρυάδες
κι οι ζωηρότατοι μικροί Ερωτιδείς τους
δεν τολμούσαν πια να γυρίσουνε στη λόχμη.
Με μιαν ανάστροφην αναδρομή τους στο παρόν,
προτίμησαν να σβήσουνε τον πανικό τους,
πίνοντας δυνατά ποτά της εποχής μας,
μες σ’ ένα μπαρ της σύγχρονης μυθολογίας.
Δε χόρεψαν το ροκ εντ ρολ ή κάποιον άλλο
χορό του δικού τους τώρα πια συρμού.
Συνομιλούσαν, κρατώντας το ποτήρι τους,
με κάποιαν έξαψη μαζί κι αμηχανία,
για τη στάση του σώματος του Σειληνού,
καθώς είχανε δει το χέρι του να σφίγγει
το μαραμένο του φαλλό, σε μια προσπάθεια
πιθανότατα γεροντικού αυνανισμού.
Κι αναρωτιόνταν τούτες οι μικρές Κατερινέτες,
αν το σώμα εκείνο ανήκε πράγματι
στον τελευταίο απ’ τους αρχαίους Σειληνούς,
έτσι καθώς είχαν θερμή την αίσθηση ακόμα
της βίαιης επαφής από τις περιπτύξεις
των νέων Φαύνων της δικής μας εποχής,
που τόση γοητεία ασκούν στ’ ανόητα θηλυκά.
(Όμως αναρωτιέμαι τώρα πια κι εγώ,
μήπως είναι όλοι τούτοι οι στίχοι
το καταστάλαγμα πικρών αισθήσεων,
ενός γεροποιητή, που τρέφεται μονάχα
μ’ αναμνήσεις μιας αμετάκλητα χαμένης νιότης;)
Δεκέμβριος 1983
Λυδία, στα φύλλα που έσταξε το δάκρυ η ψεσινή βροχή,
αργά σαλεύει μια άφραστη κι επίσημη γαλήνη.
Ενός αρχαίου ποιμενικού, που πέθανε, θεού η ψυχή,
με την παλιά της δόξα, λες, το δάσος μεγαλύνει.
Ποιός είπε πως η δόξα πάει των χρόνων των παλιών, πως παν
οι λάλοι αυλοί κι οι σύριγγες στης Αρκαδίας τα δάση;
Λυδία, καλή μου, έλα κοντά, ζει στους δρυμούς ακόμα ο Παν
και το αίμα των σατύρων του τις φλέβες πάει να σπάσει.
Σαν κινήσαμε τούτο το μακρύ και κρυφό μας ταξίδι,
απαλλαγμένοι από ύποπτους θεούς, μύθους και προφητείες
και ανοιχτήκαμε στα βαθιά του λυτρωμού τα πελάγη,
γρήγορα αρνηθήκαμε το ούριο το πελαγίσιο ανέμι
και δεν αποζητήσαμε του λιμανιού το αραξοβόλι,
παρά της ψυχής τ’ ανέμισμα και του μυαλού το ρίγος,
αβόλευτοι και λεύτεροι να πάμε στους καιρούς μας.
Προνοήσαμε να μην αφήσουμε του γυρισμού σημάδια
ούτε και χάρτες θέλαμε ν’ αποπλέουμε συμπληγάδες.
Μια θάλασσα δική μας ζωγραφίσαμε, με δέος και λατρεία,
να φύγουμε απ’ τα όνειρα που ησύχαζαν στις μνήμες
και να διαβούμε ορίζοντες που άσπριζαν σαν κύμα,
μη μας γλυκάνουν την καρδιά, το νου μας μην πλανέψουν
και δώσουμε στις μέρες μας προοπτική και χρώμα,
και γίνει το ταξίδι επιστροφή κι η λύτρωση ουτοπία.
Ξανοιγόταν μπροστά μας το αύριο ασυντρόφευτο
και πίσω δικάζαμε χρόνια στεγνά κι αξόδευτη γνώση.
Μεσοπέλαγα, μόνοι, χωρίς ορίζοντες και προορισμό
αποπλεύσαμε τη συμφορά της δίνης των δισταγμών
και αρνηθήκαμε, ξένοι και ναυαγοί να λογιαστούμε.
Και πηγαίναμε, και μακραίναμε, αυθεντικοί και βέβαιοι
πως οι πτώσεις μας κι οι ανυψωμοί, οι φυγές κι οι δίκες,
δεν ήταν του νου συμμόρφωση και της ψυχής ανάγκη
παρά συνείδηση ζωής και ολοκλήρωσης ταξίδι.
Αγάπησα τη διαδρομή της προς το κεφάλι
μιας καρφίτσας – το όμοιο με
το κεφάλι του σύμπαντος
το κατεστραμμένο της καλοκαίρι – το όμοιο με
το δικό μου καλοκαίρι
αγάπησα τα διαλυμένα της χείλη – τα όμοια με
τα δικά μου χείλη
πιο πολύ αγάπησα
τον πλατύγυρο σφυγμό
γύρω απ’ το πρόσωπό της
τον ίδιο με τον σφυγμό
του χρυσάνθεμου
Πού να ’ναι οι μέλισσες;
στις κυψέλες;
στο πολύτιμο σκοτάδι
του μυαλού σου;
στη λέξη που με
ακολουθεί στο στόμα;
— που να ’ναι οι μέλισσες;
— αιχμάλωτες στην ελευθερία
Πάρτε μου
το κεφάλι
να τελειώνουμε
ζω σ’ ένα φιλμ
βουβό
με δίχως μπάντα
σ’ ένα
κάστινγκ που
δεν παίρνει άλλο
Τούτος ο τόπος είναι μεγάλος,
έτσι όπως από παλιά φημολογείται.
Δεν τον ορίζεις με σύνορα και χάρτες
ούτε τον προλαβαίνεις με ταξίδια και περιγραφές
κι ακόμη δυσκολότερο να τον διαβάσεις
σε σημαδεμένες εποχές ιστορίας,
γιατί η κλειστή απεραντοσύνη του
είναι αγέρι του νότου από γόνιμες θάλασσες,
γέννα του βορρά από θυμωμένους ουρανούς
κι έρχεται μπροστά από το χρόνο
κι απ’ όλες τις γενιές που ακολουθούν.
Τούτος ο τόπος είναι ανθρώπινος
έτσι όπως από παλιά αναγνωρίζεται.
Δυο δρασκελιές ασυμμάζευτη γειτονιά
και μια οργιά αφύλαχτο καταφύγι,
να φτάνει η ανατολή γερόντισσα στους καημούς της
κι η δύση ξιπασμένη νια στον αυτισμό της,
κι ακόμη δικαιότερο του αληθινού,
πόρτα ανοιχτή στο άναρχο και το συνειδητό,
με την ανθρωπιά διάφορη από τη βία της τάξης
και την απείθεια στα μικρά και τα φτωχά,
φιλότιμο χωρίς ύστερα και προβολές στο μέλλον.
Από την παραδοχή της στυγνής πραγματικότητας
ως την επιλεκτική αμφισβήτηση και άρνηση,
η κάθε συλλογική των συμβιβασμών συμπεριφορά,
επινόηση είναι του ψεύδους και της αλήθειας
και τεκμήριο φαντασίας σε προσωπικές αξίες.
Σοφίας πρόκριμα είναι τα ευδόκιμα ρητά,
η εμπειρία κίνητρο κι αυτή στις αποφάσεις,
η αποξένωση αγκίστρωση λιτής λειτουργίας
και η παραίτηση λύτρωση απλή της σιγουριάς,
με ύφανση από κοινού αισθημάτων και λογισμών.
Η καθημερινότητα ενδελέχεια αφορισμών,
επιδοκιμασία συντελεστών και διαφάνειας
με όρους ευσύνοπτης υστερογραφίας
να είναι η ικεσία πρόσταγμα και απαντοχή,
μιας άλλης δόκιμης αρχής, δόγμα και πρακτική.
Με την αναγωγή των ιδεών σε πράξεις,
τα πιστεύω λάξευση του αυτοπροσδιορισμού
και ορθοπεδισμός, στις θεωρίες συνύπαρξης,
να είναι η συμπόρευση μέτρο ορθοφροσύνης
και η κοινωνία στέγασμα πληρότητας και ανάγκης.
Η παρουσία αντίθεση στο θέσπισμα του λόγου,
η αποδοχή παραίτηση από τις μνημονεύσεις
με το κατεστημένο σύμπλεγμα στις ωραιοποιήσεις,
την αναζήτηση βαθιά πλοκή στις γνωματεύσεις
να έχουν τα ρωτήματα απάντηση και τέλος.
Η συστοίχιση σε διδάγματα και αναφορές
κυκλοθυμικών καιρών και σκοτεινής ιστορίας,
παραίτηση είναι από το βούλευμα της αλήθειας,
εμπέδωση της συνήθειας και της μαρτυρίας,
να είναι η ομοιότητα καινοφανής και θελκτική.
Ξύπνησε με την ίδια αγχωμένη γραβάτα στο λαιμό του
μέσα σε καταρράκτες Ανασφάλειας
αν η επιχείρηση όπου δουλεύει θα ’χει βιωσιμότητα
αν ο εργοδότης του
—που όλα τα ισοπεδώνει
αλέθοντας σε υπολογιστικούς αλευρόμυλους-
τον θέσει σε αλκοολική διαθεσιμότητα.
Αν η αγορά μυρίζει υψηλή θνησιμότητα
αν θα επηρεαστεί η απασχολησιμότητα [sic]
και το ασφαλιστικό
κι άλλες παρόμοια αγωνιώδεις
πλάγιες ερωτήσεις ολικής αλέσεως.
Παράνοια αβεβαιότητας τον κυρίευσε.
Έξι καψούλια της τον παραμόνευαν στη θαλάμη
με τον παραλογισμό του ασφαλιστικού απασφαλισμένο.
Μα τι στήνεται στ’ απόσπασμα;
Για ποιον μοχθούσε τόσα κοπιαστικά χρόνια,
για ποιον εισέφερε ματωμένες κρατήσεις;
Αρπάζει τη γραβάτα, τη δένει θηλιά στην Ανασφάλεια
κι αντιστρέφει τους όρους σπρώχνοντας το σκαμνί.
Το «Αν-» κεφάλι της έμεινε να σπαρταράει αβεβαιότητα
και να στάζει «-ασφάλεια».
Αδράχνοντας αποφασιστικά τις διεκδικήσεις στο πανό
κατέβηκε στη διαδήλωση.
Σκοπός μας είναι η δημιουργία μιας Ανθολογίας Ποιημάτων από το σύνολο των Ελλήνων Ποιητών- Ποιητριών αλλά και ορισμένων ξένων, καθώς επίσης και κειμένων που έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον μας. Πιθανόν ορισμένοι ποιητές και ποιήτριες να μην έχουν συμπεριληφθεί. Αυτό δεν αποτελεί εσκεμμένη ενέργεια του διαχειριστή του Ιστολογίου αλλά είναι τυχαίο γεγονός. Όσοι δημιουργοί επιθυμούν, μπορούν να αποστέλλουν τα ποιήματά τους
στο e-mail : dimitriosgogas2991964@yahoo.com προκειμένου να αναρτηθούν στο Ιστολόγιο.
Θα θέλαμε να τονίσουμε ότι σεβόμαστε πλήρως τα πνευματικά δικαιώματα του κάθε δημιουργού, ποιητή και ποιήτριας και επισημαίνουμε πως όποιος δεν επιθυμεί την ανάρτηση των ποιημάτων του ή κειμένων στο παρόν Ιστολόγιο, μπορεί να μας αποστείλει σχετικό μήνυμα και τα γραπτά θα διαγραφούν.
Τέλος υπογράφουμε ρητά ότι το παρόν Ιστολόγιο δεν είναι κερδοσκοπικό και πως δεν η ανάρτηση οποιουδήποτε κειμένου, ποιήματος κτλ γίνεται με μοναδικό στόχο την προβολή της ποίησης και την γνωριμία όλων όσων ασχολούνται με αυτή, με το ευρύτερο κοινό του διαδικτύου.