Κατά λάθος κλήθηκα στη γιορτή,
προς τιμήν των διανοουμένων
(στοχαστών, ποιητών,
καλλιτεχνών κι άλλων λογοθεραπόντων).
Ω,
στην πανήγυρη συμμετείχαν:
ο αυτοκράτορας (μετά της κουστωδίας)
-οι πατρίκιοι
-οι πραίτορες
-οι λεγάτοι
-οι γέροι τιμητές (απομεινάρι του ένδοξου παρελθόντος)
-οι λογογράφοι
-οι θησαυροφύλακες
-οι ευνούχοι.
Ένας δικαστής ονόματι Τιγγελίνος
κι ένας άλλος με τ’ όνομα Χαιρέας.
Πλήθος ηγεμόνων
των κατακτημένων περιοχών
και (φυσικά) οι αρχιερείς με συνοδούς:
μειράκια και ραθυμούντες ψαλμωδούς.
Το θέαμα της διανόησης
ήρθανε κι άλλοι να απολαύσουνε:
ιδιόκτητες πλοίων, εργαστηρίων,
και επαύλεων,
δίχως εμπόδια κι αρνήσεις.
Και να, οι στοχαστές με ύφος σοβαροφανές,
κοιτάζοντας τον αυτοκράτορα και τους παρισταμένους
ξεκίνησαν τους επαίνους.
Και οι καταγραφείς,
απ’ τα υποβολεία,
σημείωναν τα πάντα
(σχολαστικά κι αριθμημένα).
Η διάσωση τού πνεύματος τέτοιων προσωπικοτήτων
ήταν υποχρέωση των κρατικών δομών.
Κι άλλο δεν έλεγαν οι στοχαστές,
παρά για ειρήνη και ευημερία,
τάξη και ηθική, επανάληψη κι ευκαρπία.
Και στην Βέστα τη θεά, ιδιαίτερα λογύδρια
αφιερώνανε (άρεσαν πολύ στον αυτοκράτορα).
Ω, οι πρωτοκλασάτοι έκθαμβοι έμειναν
απ’ τα λόγια τέτοιων
ηγητόρων.
Μα, ήρθε και η σειρά των απαγγελιών.
Οι μεγάλοι ποιητές ανέβηκαν στο βήμα
(όσοι είχαν την αναγνώριση του κράτους).
Οι ελάσσονες περίμεναν απ’ έξω,
μήπως τους ελεήσουν και
κληθούνε στο συμπόσιο.
Άρχισαν οι στίχοι, οι ρίμες, ο ελεύθερος ο λόγος.
Πω-πω τι λέξεις, τι ιδέες
απλώθηκαν στα μωσαϊκά:
ο έρωτας, η μοναξιά, η σπουδαιοφάνεια
το φεγγάρι κι οι βόλτες του ήλιου,
η θάλασσα, οι δάφνες του αυτοκράτορα,
η εργασία πραιτόρων
και πατρικιών,
οι μονομάχοι και οι θιασάρχες,
ο στρατός, οι οικογένειες, οι ραβδούχοι
η ευτυχία και τα σηστέρσια, οι μαίες
οι τιμές και τα δημόσια θεάματα,
οι εντολές θεών κι αρχόντων.
Οι ποιητικές αναφορές
αλωνίζανε τις καρδιές.
Ευθύς οι λογογράφοι είπανε:
πάντα υψηλόφρονες οι ποιητές,
στην ιστορία θα μείνουνε
σαν τον Βιργίλιο και τον Οράτιο,
και οι άρχοντές μας, ακούγοντάς τους
καλύτεροι θα γίνουν.
Έχουν την πνευματικότητα
στο αίμα τους (κληρονομικά).
Αλλά και οι πατρίκιοι συμπληρώνανε :
πρέπει να γίνουν βιβλία όλα τούτα,
χρειάζεται να μοιραστούν στην αυτοκρατορία.
Τα τέκνα μας έχουν την ανάγκη μιας τέτοιας
παιδαγωγίας.
Α, μέχρι κι οι σύζυγοι των αρίστων δακρύσανε
από συγκίνηση: τα (όμορφα) λόγια,
στις κεφαλές χαράχτηκαν.
Άλλο δεν άντεξα.
Τις στοές διάβηκα
και στο βουνό ανέβηκα,
ο αέρας να καθαρίσει την ψυχή μου.
Αυτή είναι η μεγάλη διανόηση:
λόγια για άνευρα κρεβάτια
και σακατεμένες συνειδήσεις,
σηστέρσια στο στόμα και το σώμα,
κολακείες για τους δυνατούς,
και προστυχιές
για το κοινό,
υπακοή στους λεγάτους (των υπηρεσιών).
Όμως, ήρθαν και οι
(νέες) δηλώσεις των πνευματικών ανδρών,
«Ορίστε, δεν θα ξανασφάξουν
οι Νέρωνες
τους καλλιτέχνες.
Δεν θα υπάρξουν άλλοι Πετρώνιοι
στην αυτοκρατορία,
ούτε και στο μέλλον κάτι τέτοιο θα συμβεί.
Εκπολιτίστηκε η εξουσία
με τις ποιητικές μας παραινέσεις».
Ω, απ’ τις κορφές πέταξαν οι λέξεις μου,
να ξενοστιμέψουν τη γιορτή.
Αχ, τιμητές του πνεύματος
το γελοίο το παραβλέπετε,
στραβωθήκατε απ’ την ψευτιά
και στυλοβάτες γίνατε
της τυραννίας.
Στα προστώα
τρέχετε ολοταχώς,
εσείς: οι στοχαστές, οι ποιητές,
οι καλλιτέχνες.
Αύριο που οι Καλμούχοι
κι οι Τάταροι
θα σαρώσουνε τις αγορές σας,
πρώτοι εσείς (οι εραστές μουσών και μωσαϊκών)
την εξουσία τους, θα ευλογήσετε.
Μα, θα μοχθήσετε (προφανώς)
να τους εκπολιτίσετε κι αυτούς,
αυτό είναι το καθήκον σας.
Ω, θεσμοί της αυτοκρατορίας,
το βλέμμα σας, μην αποστρέφετε
από τους δηλωσίες του Ελικώνα,
το έχουνε ανάγκη.
Ωχ, άλλοι καιροί,
άλλα ήθη,
που θα ‘λεγε κι ο Κικέρωνας.