Τρίτη 31 Μαΐου 2016

«Φωτοσκιάσεις» Ποιητική Συλλογή Γιώργου Θέμελη. Το 1962 τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (Απόσπασμα)

Έρωτος εγκώμια


Γυναικεία ονόματα

Είναι γυναίκες οι ψυχές, ανοίγουν
Η μια στην άλλη, αναζητούν.
Γυναίκα είναι η γη, πάσχει να είναι ωραία,
Ν' απαστράπτει σαν σε καθρέφτη.
Γυναίκα είναι η θάλασσα κ' η πόρτα,
Δέχεται και κλει, γυναίκα ο τάφος,
Μας σκεπάζει, γυναίκα είναι η νύχτα
Και σκοτεινιάζει, βαραίνει τα κόκαλα.
Γυναίκα η βρύση κ' η πλατιά βροχή,
Η στέρηση, η ανάμνηση κ' η προσευχή,
Η στάμνα, το σκαμνί, το καράβι,
Το δέντρο, το πουλί τ' αηδόνι, και το ψάρι.



***

 Θάλασσα και ψυχή


Θάλασσα με τα μοναχικά και λυπημένα
Πλοία, ψυχές νεκρών που ταξιδεύουν.
Θάλασσα και ψυχή και ταραγμένη αγάπη,
Νερά μας παίρνουν, άνεμοι μας παν.
Άπληστη, ακατάτμητη και μοιρασμένη,
Σ' ωκεανό, σε πέλαο, σε κοχύλι.
Άπειρη και κατάστενη σε μια σκαμμένη πέτρα.
Και ουρανέ, σαν άλλη θάλασσα πάνω στη θάλασσα,
Γαλάζιο αίμα και φτερό, γαλάζιο ψάρι.
Ερωτική βροχή, ουράνια δίψα,
Έρωτα, πιο έρωτα, που τίποτα δε σε χορταίνει.



***
Οι απόντες

Δεν είναι ο έρωτας, δεν είναι ο Θεός
Αυτό που μας λείπει∙ εμείς
Λείπουμε και μας λείπει,
Έχουμε φύγει κ' είναι απών.

Τον γυρεύουμε τάχα ή μας γυρεύει
Και δε μας βρίσκει; Τον ποθούμε ή μας ποθεί
Και δε μας βλέπει το πρόσωπό του;

Εμείς έχουμε πεθάνει, ο θάνατός μας
Είναι ο μέγας θάνατος, δεν πέθανε ο Θεός.

Εμείς είμαστε οι απόντες απ' το δείπνο,
Αυτοί που λείπουν και δεν είναι, κλείστηκαν έξω,
Δεν πρόφτασαν ναρθούν, τρέχουν στους δρόμους,
Και σκουντουφλούν στη γη, χτυπούν την πόρτα.

Δεν έχουν πρόσωπο, δεν έχουν φως.


***

Υμέναιος

Τέλεια, πυκνή, αναπόδραστη μοίρα του έρωτα
Και του θανάτου∙ κατάκτηση πρώτα, ύστερα παραίτηση.
Ανάβαση πρώτα, ύστερα κατάβαση,
Πτώση του σώματος και θλίψη της ψυχής,
Καθώς ανοίγει η μοναξιά και καταπίνει
Ταπεινωμένα κόκαλα και σωριασμένα.

Έρχεται ο έρωτας και μας εμπαίζει,
Ένας θεός ή ένας δαίμονας.
Μας γδύνει χωρίς ντροπή και φόβο.
Μας αφήνει γυμνούς για να κρυώνουμε,
Νηστικούς για να πεινούμε,
Καθώς στην έσχατη κρίση.

Πεινούμε την πείνα του, κρυώνουμε τη γύμνια του.

Έρχεται ο έρωτας και μας αλλάζει.

Σκιές μες στη σκιά,
Σιωπή μέσα στην άλλη σιωπή.

Τα χείλη μας μυρίζουν άνοιξη
Και χωματίλα, τα στήθη μας ώριμο μήλο.

Μες απ' τους κήπους των νεκρών έρχεται ο έρωτας.
Τα μέλη μας τρέμουν και τα σπλάχνα.
Έχουν τον πυρετό μιας πυρκαγιάς,
Τρομαγμένα πετάγματα, ζώα που τρέχουν,
Και τον αναπαλμό μιας υψωμένης θάλασσας,
Υπόκωφα κύματα καμπυλωτά
Και το βαθύ νυχτοκολύμπι του ψαριού.

Λαμποκοπούνε τα μαλλιά επάνω στα προσκέφαλα,
Φέγγουν τα χέρια μες στο πάθος της αγάπης,
Δάχτυλα ψάχνοντας τυφλά μέσα στη σάρκα.

Από στήθος σε στήθος φτάνει στις ψυχές
Ο έρωτας, καθώς πάνω σε κλίμακα.

Οι ψυχές δε μπορούν να μιλήσουν.
Δεν έχουν γλώσσα, έχουν σιωπή,
Έκπληξη απόρρητη και θλίψη,
Ανάμνηση και τρόμο του κενού.

Ν' αντιφεγγίσουν μόνο μπορούν,
Να κινήσουν τα δάχτυλα,
Ν' ανοιγοκλείσουν τα μάτια και τα χείλη.

Να κοιταχτούν, η μια την άλλη, σαν σε καθρέφτη. 


***


Φωτοσκιάσεις



                                    I

Τα μάτια μου είναι από πηλό κι ανταύγεια.

Δεν τόξερα πως είναι τόσο ωραίο το φως.
Μέσα σε τόση λάμψη τόση απάτη.

Βουνά βουνών και δέντρα δέντρων,
Δέντρα βουνά, καθρεφτισμένα
Σαν μες σε μια αντανάκλαση.
Ετοιμόρροπα σπίτια, μυθικά φυτά.

Βλέπε το φως, ψυχή μου.

Είναι ωραίο, πολύ ωραίο,
Ένα ωραίο ψέμα αληθινό.

Το φως το αμφίβολο, το απόκρημνο.

Τόχεις απάνω σου, το περπατείς,
Στα ρούχα σου, στη σάρκα, το σηκώνεις.
Το γεύεσαι, μάτια και χείλη, τ' ανασαίνεις.

Αισθάνομαι νάμαι από σκιά και φως, αντανακλώ.


***

Χ

Αγαπημένη πλάνη, αγαπημένη ματαιότητα.

Ίσως καθρέφτισμα, ίσως μουσική,
μια μουσική παράξενη, μαρμαρωμένη.

Τι κι αν ξυπνήσουμε κάποτε κι ανοίξουν
τούτα τα μάτια σε μια άλλη αυγή.

Λιπόσαρκοι, γυμνοί και πεινασμένοι.

(Πώς να σε δω, Θεέ μου, να σε γνωρίσω,
πώς να κοιτάξω το πρόσωπό Σου,
χωρίς μάτια, δίχως πρόσωπο).

Εγώ αγαπώ τη γη, τη μάταιη γη,
είμαι από γη∙ εγώ αγαπώ το φως,
εγώ αγαπώ τη θλίψη την απέραντη,
τη θλίψη της γης, του ήλιου και του αγέρα.

Εγώ αγαπώ το σώμα και το αίμα,
το τίμιον αίμα, τ' άγιο σώμα.

Τον έρωτα εγώ αγαπώ, το θάνατο.


***


Μελέτη ψυχής

VI

Το στοιχειωμένο είμαι σπίτι το ετοιμόρροπο,
Που στέκει εδώ σαν το φυτό και γέρνει πέρα.

Διαμονή παλιών ψυχών, κατοικητήριο φαντασμάτων.

Υπάρχω, είμαι,
Ως να μην ξέρω,
Πως το χτισμένο τούτο σπίτι
Είναι σα μια κλωστή,
Ένας ψυχρός άδειος αγέρας
Ανάμεσα σε μένα
Και το θάνατο.

Υπάρχω, είμαι γεμάτος,
Η βαρύτητά μου με φοβίζει.

Πράξεις βαρειές, ασήκωτες, μάταιες,
Πράγματα συντριπτικά, καθώς ένα τσουβάλι πέτρες.

Πώς θα με πάρουν να με σηκώσουν,
Ένα βαρύ φορτίο γεμάτο απ' την ουσία του.

(Πίσω, Θεέ μου, πίσω, απ' την αρχή).


***
Σημεία και σύμβολα

Μελωδία

Τα πόδια μας, πιο γήινα, πατούν στη γη,
Στηρίζονται, συγγενεύουν με τα φυτά.

Τα χέρια, πιο αέρινα, ταξιδεύουν.

Τα χείλη, πιο αιμάτινα, πιο σαρκικά,
Φέγγουν τη νύχτα, γεύονται τον έρωτα.

Τα μάτια, πιο αόρατα, πιο μυστικά,
Παίρνουν το φως, το αντανακλούν.

Μέλη και όργανα, όπως η μουσική.

Ένας αγέρας περνά μες στις πτυχές
Και τις κλειδώσεις : τα κορμιά σαλεύουν,
Βάζουν τις ζώνες τους και περπατούν.

Μες απ' τον ύπνο σηκώνονται οι ψυχές
Και τρέμουν, γυρεύει η μια την άλλη,
Ανεβαίνουν στα μάτια και στα χείλη.

Σαν τον χυμό, το αίμα της γης, μες στους κορμούς.  


***

Οδοιπόροι

Όταν περνώ τον εαυτό μου,
Σαν μέσα σ' ένα άλλο ένδυμα,
Βγάζοντας τα καθημερινά κουρέλια,
                                                Το φως
Ανατέλλει και δύει στο πρόσωπό μας.

Η τύχη του κρέμεται μετέωρη,
Σαν από κάποιον ήλιο δικό μας.

Λέμε το φως ημέρα, το σκότος νύχτα,
Μοιράζουμε ονόματα: άστρα, φυτά και ζώα.

Είμαστε δίχως τάφο και πατρίδα,
Σαν τους πλανόδιους μουσικούς.
Τραγουδούμε, χορεύουμε, παίζουμε όργανα.

Η μουσική μας είναι η ομιλία μας, ο έρωτας το μυστικό μας.

Οδοιπορείτε, ακούραστοι οδοιπόροι, μιλάτε.
Τι στοιχίζει μια λέξη ακόμα, ένα όνομα.
Ένα χαμόγελο ή μια χειρονομία.  

Δευτέρα 30 Μαΐου 2016

«Το θέατρο της Τετάρτης» Από την Ποιητική Συλλογή:Σχηματο-ποίηση (1962) του Λουκά Κούσουλα

«Αντών Πάβλοβιτς Τσέχωφ,
μείνετε σπίτι μας αυτό το βράδυ...»
Έχει φεγγάρι απόψε, καλοσύνη
και στη ρεματιά πλάι το πιστό
νερό και τ' αηδόνι.
Μείνετε αυτό το βράδυ
και θα γίνουν όλα
όπως τα θέλετε!
Δεχόμαστε τόσο σπάνια φίλους...
Αύριο πρωί
θα βγάλουν όλα το χνούδι τους
και θα φορέσουν πάλι
τ' αγκάθια τους.
Κινούμε τότε μαζί
για τη μακρινή εκείνη ευτυχία
που περιμένει ήσυχα
στα χίλια χρόνια
που συγκατεβαίνουν.


Το διαβάσαμε στο βιβλίο "Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ΄τεύχος"  της Γ΄τάξης του Γενικού Λυκείου και το αναδημοσιεύουμε. 

Ο μοτοσικλετιστής: Από την Ποιητική Συλλογή Θαλασσινό ημερολόγιο (1981) / Μαρία Κέντρου - Αγαθοπούλου

Τι ν' απόγινε άραγε
εκείνος ο θορυβοποιός
της νύχτας
Καβάλα στο μηχανικό του ζώο
να κραδαίνει την άσφαλτο
Χωρίς φρένο
Να παίζει ώρα ύπνου
με τις φρένες μας
εδώ μέσα
στο σακατεμένο κρανίο

Προχτές το μεσονύχτι
που κοίταζα απ' το παράθυρό μου
το νέο φεγγάρι
άκουσα θόρυβο παράξενο
να 'ρχεται από ψηλά
και μου φάνηκε πως τον είδα
ένας άγγελος πάνω στη μοτοσικλέτα
να διασχίζει τους δρόμους τ' ουρανού
κι απ' το σπασμένο καθρεφτάκι του
να με κοιτάζει περίλυπος

Βγάλε μου σε παρακαλώ
μια ωραία φωτογραφία
να τη στείλω στο κορίτσι μου
έτσι απάνω στη μοτοσικλέτα μου
με το ένα χέρι στο χειρόφρενο
το άλλο να σιάζει τα σγουρά μαλλιά μου
Θέλω να φαίνεται καλά
το καινούριο μου πέτσινο
το σιδερένιο κράνος
Να διακρίνεται προπάντων
ο ίλιγγος στο πρόσωπό μου
κι εκείνο του θανάτου
το αναπόφευκτο

Το διαβάσαμε στο βιβλίο "Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ΄τεύχος"  της Γ΄τάξης του Γενικού Λυκείου

Tα όνειρα

Έχουν τα όνειρα αλλόκοτη δύναμη είναι του νου μυλόπετρες, άλλης αλήθειας οντότητες σκοτεινές... Τώρα που μοιάζει η ζωή να μικραίνει μόνο η θάλασσα μένει, εκνευριστικά ήρεμη... Το σκουριασμένο του πλοίου κουφάρι που βλέπω στον ύπνο μου κάθε βράδυ, δοξασμένο παρελθόντος απομεινάρι έχει στοιχειωμένη την κουπαστή, την μπούμα κατεστραμμένη, τον πίνακα οργάνων μισοσβησμένο... Έχει από άγρια κύματα καταστραφεί μετά από μιαν άγρια, υπέροχη μάχη χιλιάδες λόγια κυμάτων λέει, όπως η ιδία μου η σκληρή ζωή...
Σοφία Σκουλίκα-Βέλλου

Κυριακή 29 Μαΐου 2016

Οφειλή: Ποίημα από τη συλλογή: Μαθητεία, του Τίτου Πατρίκιου (Ποιήματα: 1952-1962)

Μέσα από τόσο θάνατο που έπεσε και πέφτει,
πολέμους, εκτελέσεις, δίκες, θάνατο κι άλλο θάνατο
αρρώστια, πείνα, τυχαία δυστυχήματα,
δολοφονίες από πληρωμένους εχθρών και φίλων,
συστηματική υπόσκαψη κι έτοιμες νεκρολογίες
είναι σαν να μου χαρίστηκε η ζωή που ζω.
Δώρο της τύχης, αν όχι κλοπή απ' τη ζωή των άλλων,
γιατί η σφαίρα που της γλίτωσα δε χάθηκε
μα χτύπησε το άλλο κορμί που βρέθηκε στη θέση μου.
Έτσι σα δώρο που δεν άξιζα μου δόθηκε η ζωή
κι όσος καιρός μου μένει
σαν οι νεκροί να μου τον χάρισαν
για να τους ιστορήσω.

Το διαβάσαμε στο βιβλίο "Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ΄τεύχος"  της Γ΄τάξης του Γενικού Λυκείου

Μουσικό σχόλιο (α) : Ποίημα από τη Συλλογή: Στον ποταμό Κολύμα* (1997) του Νίκου Φωκά

Αφού παρεμβληθούν λογής μελωδικές παραλλαγές,
Σαν ύστερα από περιπλάνηση
Γυρίζει πάλι το αρχικό μοτίβο
Από άλλο τώρα της ορχήστρας όργανο
Σαν να 'ρχεται πιο ωραίο, από τη μνήμη.

Αλήθεια, η επανάληψη στη μουσική
Μοιάζει με ανάκληση κάποιου χαμένου παρελθόντος
Νοσταλγική, σαν απ' την έμφυτη
Στον άνθρωπο αίσθηση μιας μακρινής απώλειας
Που επισημαίνει το μοτίβο.

*Κολύμα: ποταμός της Σιβηρίας.

Το διαβάσαμε στο βιβλίο "Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ΄τεύχος"  της Γ΄τάξης του Γενικού Λυκείου

Κατεδάφιση: Από την Ποιητική Συλλογή : Oι λέξεις και τα πράγματα (1983) της Λύντια Στεφάνου


Κόσμος μπαινόβγαινε αδιάκοπα στο σπίτι.
Κάποιος αγόραζε, κάποιος ζητούσε
Κι άλλοι έπαιρναν ό,τι περίσσευε για τους ακόμα πιο φτωχούς.
Αρχισε κιόλας η βροχή, φθινόπωρο,
Και γίναν όλα βιαστικότερα.
Εκείνος στάθηκε σε μια γωνιά στην είσοδο
Λίγο να βλέπει στα κλεφτά
Τετράδια παιδικά, παιχνίδια
Όλα σπασμένα κι άχρηστα
Λίγο να παρακολουθεί τις λεπτομέρειες
Σπασμένες κι άχρηστες
Από την ξένη πια ζωή.

Το διαβάσαμε στο βιβλίο "Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ΄τεύχος"  της Γ΄τάξης του Γενικού Λυκείου


Σάββατο 28 Μαΐου 2016

Τέφρα Ονείρων : Ποιητική Συλλογή του Μάριου Μιχαηλίδη από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδης 2016 (μικρά αποσπάσματα)


Ανάερο χάδι η ματιά που
Με κοίταε την ώρα που φτερούγες πουλιών
Κροτούσαν συλλαβίζοντας
Παράξενες αρμονίες
Ώσπου έπεσε το απόβραδο
Τη νύχτα δαμάζοντας στα
Ακροβλέφαρά της
Με ανάσες και πόθους
Την Κύπριδα υμνώντας.

***

Δώσε μου μια λέξη 
να Στήσω το σκηνικό της νύχτας 
Μια κατοικία για τα ορφανά μου όνειρα 
Κι ένα καράβι απάγκιο 

Δώσε μου μια λέξη 
Χωρίς πνιγηρά κακόηχα 
Το πολύ δυο φωνήεντα κι ένα 
Σύμφωνο υγρό -"Έλα" να μου πεις, 
Και θα δεις πόσα πουκάμισα θ' αλλάξω 
Μια στέγη θα ντυθώ ή μια θάλασσα για 
Να με αντέχουν τα όνειρά μου.



***


Κι όταν χτυπήσεις την πόρτα
Μην ξεχάσεις να έχεις μαζί σου
Πολλά αντίγραφα εκείνης
Της νύχτας

Γιατί κάτι σκέφτηκα
Στο νέο μου βιβλίο θέλω
Να χαράξω
Αυθεντικές συντεταγμένες
Μιας έσχατης ελεγείας
Έτσι για να δαιμονίσω
Τις σελίδες μου
Με την αυταπάτη
Ενός ατελεύτητου ρόγχου
Που εσύ επέμενες
Να τον αποκαλείς έρωτα


***

Ήρθες πάλι κρυφά
Τρυπώνοντας σε γρίλιες μυστικές
Αργά στη χάση
Κατάχαμα βρήκες τα κουρέλια της νύχτας
Και με το αχ μιας ανάσας
Σάρωσες τα πάντα

Μα τα στίγματα είναι ’κεί
Ατίθασα αλαζονικά
Κοιτάνε επίμονα το ανάρμοστο
Ν’ αντιπαλεύει με τη σκιά του

Φαντάζομαι
το άγγιγμά σου
Σαν μια χορδή άρπας που
Εφάπτεται σε οριζόντια
Σειρά ανεκτέλεστων πόθων.
Έλα γλυκιά ειμαρμένη
Και νιώσε ηδονικά
Τα ακροδάχτυλα της νύχτας
Που όλο θωπεύουν μυστικά
Τα ίχνη από το πέρασμά σου…

«Εκεί που κοιμούνται τα άστρα» Ποιητική Συλλογή του Χρήστου Βασιλόπουλου από τις Εκδόσεις Οσελότος το 2011 (απόσπασμα)



Χαμένος μέσα σε ένα παραμύθι…


Κοιτάς τον ουρανό και τα αστέρια γίνονται νεραΐδες που χορεύουν,                                                     το φεγγάρι αστράφτει και ρίχνει το ασημένιο του φως σε όλο τον ουρανό,                                        
τα λουλούδια ανθίζουν,                                                                                                                             
τα χόρτα πρασινίζουν και τα δέντρα περπατάνε                                                                    ταξιδεύοντας προς τον ορίζοντα τον μακρινό.                                                                                                                                                              Τα ζώα τρέχουν γεμάτα χάρη και η φύση την πλάση αγκαλιάζει,
                                               πλάσματα της φαντασίας ξυπνάνε                                                                                                                      
και μελωδίες που δάκρυα σου φέρνουν τραγουδάνε. 


***

Τραγούδι κάτω από το χλωμό φεγγάρι…

Με ένα φλάουτο και με μια κιθάρα, βγήκε σήμερα ο ποιητής κάτω από το χλωμό φεγγάρι,  και αφού κάθισε στο χορτάρι με σκεπή τα ασημένια άστρα τραγούδησε μέσα από την ψυχή του και άφησε το αεράκι να τον συνεπάρει.                                                                          
Τραγούδησε για όλα τα πράγματα που ήταν κάποτε και τώρα ποια δεν είναι,                        
για τις ομορφιές του κόσμου την αγάπη κάθε τόπου.                                                                 
Κόσμος περνούσε πάνω κάτω σαν σκιές μες την ομίχλη                                                                     
μα εκείνος δεν κοιτάει γιατί η εικόνα τους τον θλίβει.                                                                      
Δεν κοιτάει αυτούς που ανήσυχοι περνούνε                                                                                            και το σκοτάδι που έφτιαξαν με μίσος καταριούνται .                                                                   Χάνετε ο ποιητής μέσα στο τραγούδι και το άπειρο με ένα βλέμμα αγέρωχο με θάρρος το αντικρίζει.  


***

Το χλωμό φως. 

Πέρα από του κόσμου τα άδυτα και
πέρα από τη θλίψη, θυμάσαι εκείνον τον
καιρό η φλόγα σου πριν σβήσει?
Τότε που όλα ήταν ασήμαντα και
πέταγες σαν άστρο, από του γέλιου τη
χαρά σε παράδεισου κάστρο. πριν
έρθει  εκείνη η σκιά τα μάτια σου να
κλίσει και τη ζωή σου να την φέρει μες του
φωτός τη δύση.  Όμως ο κόσμος στέκετε
εκεί σαν να είναι βράχος και τις αξίες
του κράτα και μάχεται μονάχος, και το
φως αν ξαναδείς μην το αφήσεις έτσι, κυνήγα το
και κοίτα το σαν άσπρο περιστέρι.


***

Το λουλούδι

Βλέπεις στο λόφο εκεί ψηλά εκείνο
το λουλούδι? Εκείνο εκεί που στέκετε σαν
φωτεινό αγγελούδι? Λεύκα έχει τα πέταλα και
χρυσάφι βλαστάρι και ο άνεμος του τραγουδά και
η γη το αγκαλιάζει, και τα πουλιά χορεύουν γύρω του
και εκείνο όλο ανθίζει και δάκρια όλο χαρά γεμίζει όλη η φύση.
Αλλά μη νομίσεις πως οι εποχές
ακίνητες τάχα μένουν, τα χιονιά και η κακοκαιριά
εκεί παραμονεύουν, τον όμορφο αυτό ανθό με λύσσα
να χτυπήσουν και σαν να ήταν όνειρο να τον εξαφανίσουν.
Μα το άνθος παλεύει, μάχεται, στον πάγο και στη θλίψη
και τη ζωή του με τιμή πασχίζει να κρατήσει,
και οι κόποι του και ο ιδρώτας του χαμένοι δεν θα πάνε, να κοίτα,
έρχεται πάλι η άνοιξη, πουλιά που κελαηδάνε.  

***

Το κίτρινο γράμμα 

Σε ένα συρτάρι ξύλινο μες του μυαλού τα υπόγεια,                                                                                
σαν μέσα σε κάποιο φέρετρο κοιμάται κάποιο γράμμα.                                                   
Από αίμα έχει ποτιστεί, από θλίψη  και από ψέμα,                                                                                   
η σκόνη γύρω του μοιάζει με άσπρα ρόδα                                                                                            
που τυλίγονται από του ερέβους τα χλομιασμένα φώτα ,                                         
μια προσευχή στέλνει μακριά σε εκείνους που θα ακούσουν                                                             
  και την ψυχή τους  θα λούσουν με αλήθεια και γαλήνη.                                                                                                                           
Φρίκη, φρίκη όμως κυβερνά τα τρίσβαθα του κόσμου,                                                                       
και κάποιος εκεί έξω τη ζωή του σαν άστρο θα φωτίσει                                                                       
και  μετά μέσα στα αβαθή χάη θα την αφανίσει.

Πέμπτη 26 Μαΐου 2016

Κυριακάτικο γεύμα με καλεσμένους στο ύπαιθρο: Από την ποιητική συλλογή Στο βάθος του χρώματος (1993) του Θανάση Κωσταβάρα

Στρωμένα τραπέζια στη σειρά, με τη λιακάδα, στον κήπο.
Άσπρα τραπεζομάντιλα, φαγητά και κρασιά
και φρέσκα λουλούδια στα βάζα.
Και το γραμμόφωνο παίζοντας αποσπάσματα από όπερες.

Ξαφνικά περνάει γρήγορα ένα κοπάδι πουλιά.
Κι ένα μαύρο σάλεμα στον αέρα, σαν προμήνυμα μπόρας.

Κι απ' το βάθος
φαίνεται να προβαίνει αργά
ο απρόσκλητος επισκέπτης.

Παράξενος άντρας, φορώντας άσπρο κοστούμι ξεχειλωμένο
και το πρόσωπο αθέατο.
Κρυμμένο πίσω απ' τα φύλλα.

Μοιάζει πάντως κανένας να μην τον γνωρίζει.
Ίσως μόνο ο πατέρας, που τον κοιτάζει μ' ένα φόβο αόριστο.

Εκείνος τον πλησιάζει και του απλώνει το χέρι.
Σαν να του λέει κιόλα κάτι, σαν να τον καλεί για έναν περίπατο.

Κι όπως, τελείως απρόθυμος, ο πατέρας σηκώνεται
αρχίζουν να πέφτουν oι πρώτες σταγόνες.
Όχι δυνατή όμως βροχή, μια σιγανή ψιχάλα, περίπου αθόρυβη.

Παγερή σιωπή σφραγίζει τώρα τα χείλη.
Από το γραμμόφωνο δεν ακούγεται παρά το ξύσιμο της βελόνας.
Όλος ο κήπος μυρίζει βρεγμένο χώμα, όλοι έχουν πια σηκωθεί.
Μερικοί ανοίγουν ομπρέλες.

Μια λύπη απλώνεται λίγο λίγο πάνω σ' όλα τα πρόσωπα.


Το διαβάσαμε στο βιβλίο "Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ΄τεύχος"  της Γ΄τάξης του Γενικού Λυκείου

Εγκώμιο : Ποίημα από τη Συλλογή : Ποιηματα (1957) της Βικτωρίας Θεοδώρου

Πάντοτε δείλιαζες να παίρνεις·
δισταχτική είχες την παλάμη και στο δίκιο σου·
και για την πληρωμή του μεροκάματού σου
εχρώσταες χάρη.
Δε σε φελήσανε οι αγώνες μου.
Εσύ ήθελες να μείνεις πάντοτε παράμερα, και, ταπεινή,
από τον ουρανό περίμενες ανάπαψη.
Να 'σουν κοντά μου με το χαμηλό
τσεμπέρι, το δειλό περπάτημα χωρίς ελπίδα
— ας μην περίμενες χαρά και δικαιοσύνη.

Πάρε, για σένα τα 'φεραν τα ρόδα και τ' αρώματα,
τα σπάνια, τ' ακριβά του κόσμου εσέ ταιριάζουνε,
εργάτισσά μου αφρόντιστη κι αστόλιστη.
Πάρε τα τα στεφάνια και τα κρύσταλλα
με τα τριαντάφυλλα και με τις δάφνες.

Για σε θα σκύβουνε στο μάρμαρο οι τεχνίτες,
οι σμίλες θα ιστορούνε το μόχτο σου,
μ' ανάγλυφα θα διηγούνται τα πάθη σου,
η Τέχνη θα καταδεχτεί να υψώνει αιώνια
κι άφθαρτη τη θύμησή σου.

Οι γενναίοι δοξαστήκανε κι οι ήρωες,
όσοι κρατήσαν τη Ζωή και φύλαξαν τo Δίκιο.
Τώρα περνάς εσύ με το δειλό περπάτημα, το κουρασμένο,
και μπαίνει η Ταπεινότη σου στο Ηρώο.
Φόριε τα ρούχα της δουλειάς και το τσεμπέρι,
βάστα και το ταγάρι σου με το φαΐ της φυλακής
— με τούτα τα ιερά άμφια σε θέλουμε να μπεις
στης αιωνιότητας τη δόξα!

Ο άγνωστος από την Ποιητική Συλλογή: Η οχιά και το φως (1960) του Κώστα Στεργιόπουλου

Στα σκοτεινά έγκατά μας
κατοικεί κάποιος που το κλειδί κρατάει της ύπαρξής μας,
χαμένος πάντα, μοναχός κι ανεξιχνίαστος,
με μνήμη πιο παλιά απ' τον κόσμο, φορτωμένος
με τις πληγές μας όλες και τις τύψεις μας.

Θλιμμένος περιπαιχτικός ή και χαρούμενος,
αόρατος μας κυβερνά·
δέχεται απ' έξω τον αντίχτυπο
και δίνει την απάντηση.
Τα παρελθόντα μάς θυμίζει
και τα μέλλοντα μας προμυνά.

Κάποτε, ωστόσο, μας αφήνει ανυποψίαστους.
Κι εκεί που ανίδεοι σχεδιάζουμε νέες εξορμήσεις,
εκείνος γέρνει πια κατάκοπος, έχει νυστάξει
κι είν' έτοιμος ν' αποδημήσει, αδιαφορώντας
για τα δικά μας τα εφήμερα επίγεια σχέδια.

Το διαβάσαμε στο βιβλίο "Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ΄τεύχος"  της Γ΄τάξης του Γενικού Λυκείου

Στο Επέκεινα - Σοφία Κιόρογλου


Μου είναι δύσκολο
να πω στο επέκεινα.
Εγώ εδώ και συ εκεί
σε μονοπάτια του μυαλού
ταξιδεύω αγεωγράφητα.
Η προσευχή μου δίαυλος
υπόκωφης επικοινωνίας
προσπαθεί να σπάσει τον τοίχο
ανοίγοντας περάσματα για
να μπορέσεις να την ακούσεις.
Παγιδευμένη στο πριν και στο μετά,
η λογική μου αγναντεύει το σώμα
μα μόνο ο θάνατος την καταργεί
με μια ένεση υποδόρια
που οξύνει τις αισθήσεις.

Τετάρτη 25 Μαΐου 2016

Δεν είναι ο περσινός καιρός : Ποιητική Συλλογή του Τάκη Καρβέλη (μικρό απόσπασμα) 1988

1.      Ήρθε και πάλι σήμερα — θα 'ταν καλύτερα να
πω την έφερα — την ώρα που 'πινα καφέ και κάπνιζα
τσιγάρο. Τώρα καπνίζεις, μου 'πε, και πήγε
να καθίσει στη συνηθισμένη θέση. Μητέρα, θέλησα
να πω, δεν είναι ο περσινός καιρός. Κάθε φορά που
πάω να τραγουδήσω κουρδίζω κι από λίγο νυσταγμένο χρόνο.
Κουβάρι οι λέξεις και μες στα τεντωμένα νεύρα
άφηναν οι αισθήσεις τα παράσιτα.

2.      Κάθομαι εδώ και περιμένω τι περιμένω δεν
ξέρω. Το μόνο που ξέρω είναι πως ένα ακόμη γλυκό
απόγευμα σουρώνει μες στο σούρουπο. Τα ξύλα
τρίζουν κι η φωτιά με τα τραυλίσματά της συνεχίζει
τι συνεχίζει. Ώρα να ξαναμπώ στην παιδική μου
σήραγγα ενώ ένα φέγγος μεσημεριάτικου μαΐστρου
θροΐζει στα μαλλιά. Ώρα ν' ακούσω τη φωνή της
θείας Όλγας «τραγούδα, μαρέ Τάκη, τραγούδα».
Θεία Όλγα πώς να τραγουδήσω που όλοι κοιμούνται
και τα παράθυρα κλειστά, διπλομανταλωμένα.
Άνθρωποι μιλούν κι άνθρωποι δεν φαίνονται. Γέλια
παντού, φωνές, πατήματα κι όμως τριγύρω σου μια

ακατάλυτη σιωπή, σαν όταν πέφτει πυκνό χιόνι.

Φύσαγε / Σταύρος Βαβούρης

Φύσαγε 
κι έτρεμε στα φύλλα πανικός 
σαν αντί αέρας
έποντας να πλησιάζουν μες στο σούρουπο 
χιλιάδες φίδια κάτω από τα χόρτα.

Άκουσες τ΄ αυτοκίνητο 
και μου άπλωσες χωρίς μιλιά το χέρι 

Τι φέρνει αυτός ο άνεμος; 
Το φέρνει το Φθινόπωρο,  τι φέρνει; 


Το διαβάσαμε στο βιβλίο "Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ΄τεύχος"  της Γ΄τάξης του Γενικού Λυκείου

Γ΄, από την Ποιητική Συλλογή: Ορφέας κατερχόμενος (1971) του Σταύρου Βαβούρη

Όπως ανέβαινες, ανέβαινε μαζί σου
κι ένα απ' τα πανάκριβα στερνά μου ποιήματα.

Όσο πλησίαζες
γινόταν ευκρινέστερη η δομή του
Μπορούσα να το φανταστώ σχεδόν τελειωμένο
μπορούσα
να πάρω ένα μολύβι να το γράψω.
Η ανάπτυξή του αναστελλόταν μοναχά
απ' την παρεμβολή περαστικών τυχαίων.
Δεν έπρεπε να σταματήσεις μακριά
απ' το σημείο που 'στεκα,
δεν έπρεπε να στρίψεις ξαφνικά
σε μια απ' τις παρόδους της λεωφόρου που ανηφόριζες
—Θε μου— δεν έπρεπε έτσι να χαθείς
πριν προφτάσω να διαβάσω το πιο καίριο:

Ό,τι είχαν να προσθέσουνε τα μάτια σου.

Το διαβάσαμε στο βιβλίο "Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ΄τεύχος"  της Γ΄τάξης του Γενικού Λυκείου

Νέοι της Σιδώνος, 1970: Ποιητική Συλλογή: ο στόχος του Μανόλη Αναγνωστάκη

Κανονικά δεν πρέπει να 'χουμε παράπονο
Καλή κι εγκάρδια η συντροφιά σας, όλο νιάτα.
Κορίτσια δροσερά — αρτιμελή αγόρια
Γεμάτα πάθος κι έρωτα για τη ζωή και για τη δράση.
Καλά, με νόημα και ζουμί και τα τραγούδια σας
Τόσο, μα τόσο ανθρώπινα, συγκινημένα,
Για τα παιδάκια που πεθαίνουν σ' άλλην ήπειρο
Για ήρωες που σκοτώθηκαν σ' άλλα χρόνια,
Για επαναστάτες Μαύρους, Πράσινους, Κιτρινωπούς,
Για τον καημό του εν γένει πάσχοντος Ανθρώπου.
Ιδιαιτέρως σας τιμά τούτη η συμμετοχή
Στην προβληματική και στους αγώνες του καιρού μας
Δίνετε ένα άμεσο παρών και δραστικό — κατόπιν τούτου
Νομίζω δικαιούσθε με το παραπάνω
Δυο δυο, τρεις τρεις, να παίξετε, να ερωτευθείτε,
Και να ξεσκάσετε, αδελφέ, μετά από τόση κούραση.

(Μας γέρασαν προώρως, Γιώργο, το κατάλαβες;)

Το διαβάσαμε στο βιβλίο "Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ΄τεύχος"  της Γ΄τάξης του Γενικού Λυκείου

Σκοπός μας είναι η δημιουργία μιας Ανθολογίας Ποιημάτων από το σύνολο των Ελλήνων Ποιητών- Ποιητριών αλλά και ορισμένων ξένων, καθώς επίσης και κειμένων που έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον μας. Πιθανόν ορισμένοι ποιητές και ποιήτριες να μην έχουν συμπεριληφθεί. Αυτό δεν αποτελεί εσκεμμένη ενέργεια του διαχειριστή του Ιστολογίου αλλά είναι τυχαίο γεγονός. Όσοι δημιουργοί επιθυμούν, μπορούν να αποστέλλουν τα ποιήματά τους

στο e-mail : dimitriosgogas2991964@yahoo.com προκειμένου να αναρτηθούν στο Ιστολόγιο.

Θα θέλαμε να τονίσουμε ότι σεβόμαστε πλήρως τα πνευματικά δικαιώματα του κάθε δημιουργού, ποιητή και ποιήτριας και επισημαίνουμε πως όποιος δεν επιθυμεί την ανάρτηση των ποιημάτων του ή κειμένων στο παρόν Ιστολόγιο, μπορεί να μας αποστείλει σχετικό μήνυμα και τα γραπτά θα διαγραφούν.

Τέλος υπογράφουμε ρητά ότι το παρόν Ιστολόγιο δεν είναι κερδοσκοπικό και πως δεν η ανάρτηση οποιουδήποτε κειμένου, ποιήματος κτλ γίνεται με μοναδικό στόχο την προβολή της ποίησης και την γνωριμία όλων όσων ασχολούνται με αυτή, με το ευρύτερο κοινό του διαδικτύου.