Τρίτη 30 Ιουνίου 2020

Δημήτριος Γκόγκας : Χρεωμένος θα φύγω στη Ζωή και στο θάνατο. Χρεωμένος σε σένα






Ήμασταν φτωχοί πάντα
έλεγε ο παππούς στο χαγιάτι
και έβαζε την στάμνα με το κρύο
καθαρό νερό
στο γόνατο.
Γέμιζε το ποτήρι.
Από το ίδιο ποτήρι πίναμε όλοι.
Όταν ακούγαμε πως έφυγε κάποιος
φωνάζαμε όλοι πως
«τον αγάπησε ο θεός»
Οι φράκτες στην αυλή μας
ήταν δένδρα.
Οι πιο νέοι έσκουζαν να πάρουμε
περισσότερα ποτήρια.
Στο παζάρι της Τρίτης
αγοράσαμε δώδεκα γυάλινα.
Ο καθένας να έχει το δικό του.
Γέμιζε ο πέτρινος νεροχύτης άπλυτα ποτήρια.
Φώναζε η μαμά.
Γκρίνιαζε ο παππούς.
Δεν μπορούσε πια,
να δίνει νερό από το ίδιο ποτήρι.
Αυτός κράτησε την παλιά συνήθεια
για τον ίδιο.
Σήκωνε την στάμνα
γέμιζε πάλι το ποτήρι
ρουφούσε το νερό
από τον πάτο του πηγαδιού!


**



Χρεωμένος θα φύγω στην ζωή και στον θάνατο.
Χρεωμένος σε σένα.

Πρώτες σκέψεις.
Μόλις υπέγραψα συμβόλαιο ζωής και θανάτου.

Σαν καταβόδωσα την ζωή 
ήρθε ο θάνατος.
Ήρθαν μαζί  οι  χάριτες,
κουνάμενη κι η μοίρα.

Τρεις ευχές.
Μια στεγνή πατρίδα που ανάσανε μέσα μου.
Ένας σταυρός που καρφώθηκε στη πλάτη μου.
Μια μάνα που όρισε τη τύχη μου.

Μου χρωστάει λοιπόν η ζωή
μου χρωστά και ο θάνατος.
Ένα αιχμάλωτο πατέρα.
-χάθηκε ένα ανοιξιάτικο απόγευμα από τα μάτια μας-
ένα μικρό σπιτάκι στην θάλασσα, μια χαμένη Ιθάκη
( ας μην μιλάμε πια για την Ιθάκη, ίσως να ήταν μόνο μία)

Μου χρωστάει λοιπόν η ζωή,
μου χρωστά επιστροφές ο θάνατος.

Αν ισχύουν αυτά
γιατί το συμβόλαιο
κάτω από την καλλιγραφημένη ένδειξη:  ο δανειζόμενος
φέρει την υπογραφή μου;

**
ΟΤΑΝ ΕΒΗΣΕ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ

Όταν  έσβησε ο πατέρας,
έπεσε στο έδαφος,
ένα δένδρο στην αυλή
που γεννήθηκα.
Κοίταζα το ταβάνι,
πατούσα το πάτωμα,
λείψανε τα κλαδιά,
λείψανε
ο κορμός και τα φύλλα,
οι ρίζες μου.
Ήρθαν συγγενείς, φίλοι
ξενιτεμένα αδέλφια,
μοιρολογίστρες,
από τον πέρα μαχαλά,
ήρθαν οι μοίρες.
«Θα γίνεις εσύ ένα δένδρο
θ΄ απλώσεις τις δικές σου ρίζες»
Εγώ όμως το ήξερα,
βαθιά μέσα στην γη μου,
ένα δένδρο έπεσε
και χάθηκε το δάσος.

**



ΣΤΑΧΤΕΣ

Βγήκε στο μπαλκόνι πριν
από τον ήλιο πριν
να τινάξει την κουβέρτα της ζωής της
να σκορπίσει τον χρόνο
που την πλάκωνε χρόνια τώρα
με τα δυο της χέρια στραγγιστό
βγήκαν οι στάχτες κοράκια στους δρόμους.

Στάχτες οι πίκρες κι οι χαρές
στάχτες ότι αγάπησε
η αγάπη της στάχτες

τρία μέτρα(έτσι υπολόγιζε) 
πριν την γη που βοτάνιζε
γερμένη την κάθε μέρα
η μικρή αυλή της – ο κόσμος της-
με τους μικρούς βασιλικούς της γης
και τον Κωνσταντινοπολίτικο της μάνας της.

Κι ύστερα
στάχτες και τα μικρά
στάχτες και τα μεγάλα (ποια μεγάλα; γέλασε)
στάχτες και τα δάκρυα που έχυσε

τόσο ποτάμι που πέρασε
δεν πήρε μαζί του τίποτα
δεν καθάρισε η γη και
το χώμα μπούχτισε από κλάματα
ραβδισμούς και μαύρες πέτρες.

 Φώναξε τον χρόνο πίσω
τίναξε για τελευταία φορά την κουβέρτα
-είναι αλήθεια φύγανε σκόνες-
έκλεισε με βρόντο πίσω την πόρτα

-τα παιδιά πείνασαν-

Άρης Άλμπης: Δέκα σελίδες το πολύ θα ήταν αρκετές...




Αλήθεια και συναλλαγή
Το σκάνδαλο πρωτοφανές, η αποκάλυψη σεισμός,
αποπομπή τού υπουργού, κομματικός ορυμαγδός.
Κι έγινε ξάφνου όνομα ο τολμηρός ερευνητής,
ο μέχρι τότε άγνωστος συνήθους ύλης κομιστής.
Σε δύο μήνες δεύτερη σπουδαία αποκάλυψη
το πώς οι άλλοι συνεργοί προσπάθησαν συγκάλυψη.
Ξανά χειροκροτήθηκε ο τολμηρός ερευνητής,
δυναμικά προβλήθηκε σαν της αλήθειας μαχητής.
Άγνωστο ποια συμφέροντα οδήγησαν τους εντολείς
και ποιους ενόχους κάλυψαν οι σκοτεινοί υποβολείς.
Κανείς ποτέ δεν έμαθε ποιος ήτανε ο αυτουργός,
πόσους μισθούς εισέπραξε εν μια νυκτί ο «τολμηρός».
Αλήθεια και συναλλαγή. Το ανεκτό και το μεμπτό.
Ποια μέσα αγιάζονται για έναν σοβαρό σκοπό;


**

Γιορτές στο ήμερο νησί
Σε κάποιο μακρινό νησί οι άνθρωποι δεμένοι,
φιλόκαλοι, εργατικοί και πάντα μονιασμένοι.
Για όσα τούς αρέσανε, γι’ αυτά που εκτιμούσαν
εννιά γιορτές ορίσανε και όλοι τις τιμούσαν.
Η πρώτη, η λαμπρότερη, γιορτή για την Πατρίδα,
σ’ εκείνη είχαν σιγουριά, σ’ αυτήν και την ελπίδα.
Γιορτή και για το Παρελθόν, για όλους τους Προγόνους,
το πώς τραβήξαν στη ζωή, πυξίδα γι’ απογόνους.
Η τρίτη, γλυκονόματη, γιορτή τής Καλοσύνης
κι από κοντά η τέταρτη, γιορτή Δικαιοσύνης.
Στην πέμπτη εκτιμούσανε της Γνώσης την ουσία,
στην έκτη – την πρωτότυπη – του Γέλιου την αξία.
Για τα ωραία τ’ ουρανού γιορτή τα καλοκαίρια –
τον Ήλιο, την Πανσέληνο, το Άπειρο, τ’ Αστέρια.
Και για τη γη τους μια γιορτή, σε προσεγμένη μέρα –
για το Νερό και τους Αγρούς, τα Όρη, τον Αέρα.
Η τελευταία τής χρονιάς, μεγάλη σαν την πρώτη,
η περηφάνια των παλιών, το χρέος για τη νιότη,
πάνω απ’ όλα τ’ αγαθά, η μέγιστη αξία·
γιορτή λαμπρή, διήμερη για την Ελευθερία!
Ποιήματα και θέατρα, χοροί, ευχές, τραγούδια,
στο πόδι όλοι στις γιορτές, και στις ψυχές λουλούδια.
Είχανε και μικρές γιορτές για κάθε μια χαρά τους,
οι άνθρωποι τη ζούσανε μ’ όλη τη γειτονιά τους.
Και μία μέρα στο νησί ήρθανε κάποιοι ξένοι,
θαλασσοπόροι βλοσυροί γερά εξοπλισμένοι.
Είπανε πως θα μείνουνε κι αυτοί στην Πολιτεία,
χρυσάφι θέλανε να βρουν κι αρχίσανε με βία.
Φέραν κι ιεραπόστολους κηρύγματα να πούνε,
κι αυτοί απαίτησαν γιορτές αλλιώτικες να βρούνε.
Οι κάτοικοι απόλεμοι για χρόνια στο νησί τους,
μα γνώριζαν το Παρελθόν καλά απ’ τη γιορτή τους.
Όλοι μαζί οργάνωσαν του Γέλιου τα αστεία,
μεταμφιέσεις κωμικές, παλιάτσοι, φασαρία.
Οι ξένοι, αν και βλοσυροί, κινήσαν να γελούνε
και με το άφθονο κρασί αρχίσαν να μεθούνε.
Εύκολα πιάσανε δουλειά οι μεταμφιεσμένοι
κι οι ξένοι όλοι βρέθηκαν στη θάλασσα ριγμένοι.
Ελεύθεροι οι άνθρωποι στη λατρεμένη γη τους
μ’ ενότητα και σύμπνοια στο ήμερο νησί τους.

**

Διασημοποίηση
Δέκα σελίδες το πολύ θα ήταν αρκετές,
γι’ αυτά που ήθελε να πει ο δοκιμιογράφος,
μ’ ακόμα και οι εκατό τού ήταν λιγοστές·
ανομολόγητα γλυκός ο τίτλος πολυγράφος!
Διακόσιες δέκα τελικά σελίδες τυπωμένες,
εξώφυλλο πολύχρωμο, εντυπωσιακό,
οι γνωριμίες του πολλές, καλά δικτυωμένες
και σχόλιο-διθύραμβος στο περιοδικό.
Δεύτερος τόμος, συναφής, πληθώρα οι σελίδες,
ο τρίτος και ο τέταρτος γραφτήκανε γοργά,
προβλήθηκε το όνομα σε δυο εφημερίδες
και γίνανε ευρύτερα τα έργα του γνωστά.
Παλιός βιβλιοκριτικός σε έντυπο λιτό,
ένα προς ένα έκρινε τα τέσσερα βιβλία,
με άφθονες παραπομπές και λόγο πειστικό
κατέδειξε το άχυρο και την πολυλογία.
Στα έντυπα ξεκίνησε ανταλλαγή πυρών,
σκοπίμως κάποιοι κράτησαν τόνους εκτός ορίων.
Είναι η παλαιότατη τέχνη των αγορών·
πώς γίνονται πασίγνωστα ονόματα μετρίων.

Δευτέρα 29 Ιουνίου 2020

Κώστας Τσιαχρής: … είμαι πιο πιστό αντίγραφο της ομίχλης





Έπρεπε...
Έπρεπε να σπάσει θρύψαλα η σιγουριά
να γεμίσουν οι παλάμες χαρακιές
από ένα ξάφνιασμα
που έφερε ξοπίσω του σκυλόψαρα
Σε θάλασσες
όπου κολύμπησα παιδί
αλλά αναπάντεχα
ρυτίδιασαν τα χρόνια μου
και βγήκα στην ακτή υπερήλικας
Έπρεπε να σκοντάψει ο ουρανός
να σηκωθεί ξανά
με ματωμένους αγκώνες
με σκισμένα γόνατα
να κουτσαίνουν τα άστρα
ράμματα παντού από μπλε
πρησμένα σύννεφα
Έπρεπε να τρακάρει το πάθος με μια κολόνα
σε δρόμο γλιστερό
που μου πήρε τα πόδια
που μου άφησε μόνο χνάρια
από πατημασιές χωλών ερώτων
λαμαρίνες χωμένες στη σάρκα
κι έναν αερόσακο
που άνοιξε τα πέταλα
λευκό λουλούδι
ύστερα απ' τη συντριβή
Έπρεπε να βγάλουν τρίχωμα τα λόγια μου
χτυπώντας ταμπούρλα μέσα στο δάσος
σπαράζοντας ωμούς ανθρώπους
κυνηγώντας ζέβρες
το άσπρο και το μαύρο της γραφής
Έπρεπε να κόψει πρόστιμο
στο κατοστάρι μου ο φόβος
να χτυπήσουν οι σειρήνες απαλά
μέσα στο πανδαιμόνιο
Για να ακούσω εν τέλει τη σοφία
στη νωχέλεια της χελώνας

**
Μετενσάρκωση
Τώρα που έριξα ήλιο
ως την τελευταία γωνιά
και οι σκόνες ταράχτηκαν σφόδρα
κι οι αράχνες απόρησαν σιωπηλά
παραδώσου φάντασμα
ύψωσε το σεντόνι σου
για σημαία ανακωχής
όλα χάθηκαν μη βρυχάσαι
ό,τι φάνταζε τρομερό
υποτάχτηκε στο χαμόγελο
μην περιμένεις κρυψώνες
σ' αυτό το στήθος
Έσπειρα το λευκό σου,
φάντασμα, στο δέρμα μου
και μοιάζω πιο πολύ από σένα
φρίκη
δεν μπορείς να μου μοιάσεις
είμαι πιο πιστό αντίγραφο
της ομίχλης
πιο αγνός αντίλαλος κεραυνού
πιο φτυστή γεωγραφία θανάτου


ΔΗΛΩΝΩ «ΟΙΚΙΑΚΑ» ΕΝ ΜΕΣΩ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ / Πολύνα Γ. Μπανά




Ο χρόνος έχει παγώσει και συρρικνωθεί
στις καθημερινές οικιακές ασχολίες.


Χρειάσθηκε     ένας άγνωστος ιός,
                           μια πανδημία
                           &
                           μια απαγόρευση κυκλοφορίας,


λίγο μετά την είσοδό μου στα πενήντα,
για να με καθηλώσει
η ευκολία
με την οποία το πόδι μου γλίστρησε
μες στο στενό γοβάκι της απλής νοικοκυράς,

απ’ την οποία ευπειθώς κράτησα τις αποστάσεις
(υψώνοντας, από μικρή,
στη δική μου βραχονησίδα,
την κυματίζουσα σημαία
της πιο αδιαπραγμάτευτης,
γυναικείας ενδυνάμωσης).


Ως γνωστόν,
σχεδόν ποτέ και σε κανένα
δε δίνεται η ευκαιρία
να περιηγηθεί
στην αντιπέρα της δικής του κοσμοθεωρίας, όχθη.


Και ναι μεν, το γοβάκι ήτανε, πλέον,
αμετάκλητα μικρό για τα μέτρα μου (και τα σταθμά μου),
αλλά, για ένα δίμηνο-τρίμηνο,
υπήρξε μία εξόχως σπάνια θητεία
στην άλλη πλευρά των -γυναικείων- πραγμάτων.



Κυριακή 28 Ιουνίου 2020

Γιάννης υφαντής: ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ άλλο δεν είναι παρά κύματα του Ωκεανού που τ’ όνομά του είναι Πνεύμα.

ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ δεν είναι πολλοί, αλλά ένας (ο Κανένας), που όμως έχει πολλά πρόσωπα και πολλά ονόματα σκορπισμένα στον χώρο και στον χρόνο.
.
ΠΑΝΤΑ ΕΔΩ
Δεν υπάρχει θέμα• βρίσκομαι εδώ• βρίσκομαι πάντα εδώ.
Έγραψα το Τραγούδι του Αρπιστή στα 2000 π.Χ. στην Αίγυπτο.
Έγραψα την Οδύσσεια στα 800 π.Χ. στην Ιωνία.
Έγραψα το Ταό Τε Κιγκ στα 600 π.Χ. στην Κίνα.
Έγραψα τον 11ο αιώνα στο Ικόνιο το Μαθναβί ι Μαναβί.
Τέλειωσα στη Ραβένα εξόριστος την Κωμωδία που ο Βοκάκιος την είπε Θεία.
'Έγραψα τη Γυναίκα της Ζάκυ(ν)θος
Τα Τέσσερα Κουαρτέττα
Την Κίχλη
Το Μανθρασπέντα.
Δεν υπάρχει θέμα• βρίσκομαι εδώ• βρίσκομαι πάντα εδώ.
.
ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ άλλο δεν είναι παρά κύματα
του Ωκεανού που τ’ όνομά του είναι Πνεύμα.
.
ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ, μεταξύ άλλων, λέγουν πράγματα που δεν ειπώθηκαν ποτέ ή αν κάποτε ειπώθηκαν λησμονήθηκαν. Και ιδού ένα παράδειγμα:
.
O KHΠOΣ THΣ ΠOIHΣHΣ
Κήπος είναι η ποίηση με δέντρα
οπωροφόρα μέσα εκεί τους ποιητές.
Στον κήπο τούτον ο σοφός πάντοτε παίρνει
αυτό που κάθε δέντρο από τη φύση του
έχει να του προσφέρει· δεν ζητά
μήλα απ’ τη συκιά ή μανταρίνια
από την κερασιά. Όμως οι άσοφοι
κήπος της ποίησης δεν ξέρουν τι θα πει
γι’ αυτό κι απ’ τον παράδεισο των λόγων
φεύγουνε πάντα όπως ήρθαν νηστικοί.

Γεώργιος Ελευθ. Καραγιάννης:Ποίηση είναι ό,τι κυκλοφορεί γύρω μας ό,τι ταράζει την καρδιά μας και την ομορφαίνει



ΣΟΥ ΦΤΑΝΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΛΙΓΟ ΦΩΣ
Ξεγυμνώνεται η πληγή
να κοιτάς καλύτερα μετά τη βροχή
όταν το περιβάλλον μοιάζει πεντακάθαρο.
Κι ας έχει ο ουρανός ακόμα σύννεφα…
Βρίσκεις το σφυγμό του κόσμου
και δεν σε νοιάζει αν θα μείνουν.
Τώρα που σμίγεις μες στ’ ανθρώπινα χέρια
πιάνεις τον ουρανό και τον φέρνεις στην καρδιά
και περιμένεις μιαν αυγή να ξεμυτίσει ο ήλιος
λίγο φως να ρίξει στης ζωής σου το δρόμο
να μην αφήσεις τίποτα να γίνεται τυχαία
σ’ όλα να είσαι κι εσύ μέσα
να συμμετέχεις όπως κάνεις στον έρωτα
κρατώντας το μοναδικό του βλέμμα
σαν εγγύηση ενός κόσμου ερωτικού
που ακόμα κι απ’ τη σιωπή του
εκφράζεται με ποίηση
για τον Άνθρωπο.

**

ΤΙ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΧΑΡΙΖΕΙ Η ΠΟΙΗΣΗ
Πολλοί προσπαθούν να βρουν
το νόημα της ποίησης
και «σκάνε» γι’ αυτό.
Αλλά αφού δεν έχει μπει μέσα τους,
πώς θα τη νιώσουν;
Ποίηση είναι ό,τι κυκλοφορεί γύρω μας
ό,τι ταράζει την καρδιά μας
και την ομορφαίνει,
ενώ εμείς χάνουμε πολύτιμο χρόνο
ψάχνοντας να βρούμε το ποιόν της,
στερώντας στον εαυτό μας
κάθε μικρή σταγόνα ομορφιάς
απ’ ό,τι μας συμβαίνει.
Την ποίηση τη φτιάχνουμε εμείς,
όπως θα θέλαμε τη ζωή μας αύριο,
αλλά δεν την προάγουμε
να μας ευχαριστεί και μετέπειτα,
σαν το μοναδικό μας όνειρο.
Εξάλλου είμαστε και ημιτελείς.
Αλλά αυτό δε σημαίνει,
πως δεν πρέπει να εκμεταλλευόμαστε
και τις μικρότερες εκπλήξεις…
Ίσα, ίσα…
Και στα πιο ασήμαντα
πρέπει ν’ ανακαλύπτουμε χαρές
και να νιώθουμε συγκινήσεις.

**

ΠΟΘΟΣ ΑΒΑΣΤΑΚΤΟΣ
Και ταξίδευα
για να σε λησμονήσω.
Έτσι νόμιζα…
Μα όπου κι αν πήγαινα,
τριγύριζες στο μυαλό.
Μα, πιο πολύ
όταν έμενα μόνος,
όταν έμπαινε απ’ το παράθυρο
μες στην καρδιά μου
ένας καυτός γαλαξίας
από μνήμες ερωτικές.
Πώς τώρα ν’ αντιπαλέψω
με τόσα συναισθήματα,
που μου ταράζουνε τα σπλάχνα
και δεν μ’ αφήνουν να κοιμηθώ;
Γιατί και τα όνειρα ακόμα
άρχισαν να κραυγάζουν
ζητώντας λυτρωμό!
Ν’ άναβ’ η νύχτα
του έρωτα τη φλόγα
κοντά σου να ’ρθω,
να βρω στην αγκαλιά σου
την αγάπη που ποθώ.

Άφησέ με / Τζούλια Πουλημενάκου

Άφησέ με,
να σε ποτίσω
με σταγόνες της βροχής,
να γλυστήσω στο βάθος της καρδιάς σου
να σιγοψιχαλήσω τον έρωτα
να βυθίσω τον πόθο στα μάτια σου
να ριζώσω καρπούς αγάπης
στην ψυχή σου.
Άφησέ με,
να γεμίσω αρώματα το κορμί σου
να χαθώ στις δυνατές παλάμες σου,
να κυλήσω μέσα σου σα δροσοσταλιά
να μετρήσω την ερημιά του πόνου μου
να σταλάξω στο κρυφό σου σπήλαιο.
Άφησέ με,
να στενάξω
να κλάψω,
η ζωή μου
να σταλάξει στην ψυχή σου.
Να μείνω εκεί για αιώνες,
ο σταλακτίτης σου να γίνω.
Κράτησέ με…

Ποιητική Συλλογή «Αθώες Νοσταλγίες»
Αθήνα 2014

ΠΡΟΧΕΙΡΟ / Kokaveshi Dhimitër


Θεαματικά ήξερε να τιμά, το πνεύμα της, κατοικεί σε έναν τόπο από φαντάσματα, σαν στοιχεία αόρατα υπερφυσικού χορεύουν για να ξυπνήσει, αίσθηση και ομορφιάς!...
Δεν μπορεί να κρίνεται σαν καθορίζει την ύπαρξη της, γέμιζε σε ένα ηλιοβασίλεμα που άφηνε, πνοές;!...
Θάλασσας εφούντωναν σαν μία διαλυμένη έκφραση στο μεγαλείο ήλιου προσπαθούσαν να φωτίσουν, σκέψεις;…
Ανατολής των ανταγωνισμών τους όρθωναν, ασταθής, το περιβάλλον τους να μοιάζει σε μια ρευστή ουσία αναπτύσσονταν βγάζοντας φωτιές, θάμπωνε σαν έδινε και έδενε την ομορφιά, ζωής αντιμετώπιζε, σαν ένα θήραμα, δεν μπόρεσε να αποκτήσει... η θεϊκή η - η ανθρώπινη «ευγενική» στη φύση του χαρακτήρα της δεν την απόκτησε, φούντωνε κι έσβηνε... θάλασσας, κι εμέ άναβαν οι σκέψεις, σε μία σκηνική δημιουργία, σαν μία ιδέα γέμιζε, φαντασίες της!...
Στρώνω, σκαλίζοντας, σαν μία στολή πραγματικότητας, στο φως... βρίσκω, κάθε βαθμό ευκολίας της στρώνω, το πιο όμορφο κοσμικό παράπονο... ξανά φως με γεμίζει…θεότητα, δεν μου προσφέρει, ούτε αξιώματα στο σύμπαν του πρόσφερε, αστάθεια, οντότητας σε έγραφα γκρεμίζονταν σε ανάλογες συνθήκες μοιάζουν, σε μία πτήση ψυχής θαυμασμού φωτός, με βασιλεύει.

Αποστολος Α. Φεκατης: [Οι συγγενείς ήταν αυτοί]

Οι συγγενείς ήταν αυτοί
που επέμεναν ότι το λευκό
ταιριάζει στη ντουλάπα
στη κάτοψη του δωματίου
δεν φαινόταν οι εποχές.
Εν τω μεταξύ τα ρούχα
παρελαύνουν
σύμφωνα με τις αργίες .
Έχω κι εκείνη
τη μπλούζα
μ ένα θρασύ λεκέ
να μου σημαδεύει
τα καλοκαίρια
ανάπηρο
ν' αφήνει το σφρίγος μου.
Καρφίτσες σκόρπιες
στη μακέτα
όσες αντέξουν θα μιλήσουν
για το παρελθόν
οι υπόλοιπες
μελλοντικές υποψίες
για μιαν αναποφάσιστη αγκαλιά.
Αλλάζουν οι καιροί
αυτό
δεν πρόλαβες να μου το πεις.
Κι εγώ να προσπαθώ
να διακρίνω
τα δάκρυα
στο νερό.

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2020

Θρυμματισμένοι Καθρέφτες / Νικόλας Σαλίβερος


Φαύλοι οι άνθρωποι και ουδόλως εντρεπόμαστε,
μεσ’τους καθρέφτες με έκσταση να κοιταζόμαστε.
Κοιτάμε και θαρρούμε, τον εαυτό μας ότι βλέπομε,
γιατί μας τρέφει της ζωής αυτό το παραμύθι.
Πίσω τους η αλήθεια πως κρύβεται, το ξέρομε,
όμως ηθελημένα την πετούμε μέσ’τη λήθη.
Σκόρπιοι καθρέφτες, όλος ο κόσμος  είναι γεμάτος,
αφού στο πρόσωπο του καθενός φαίνετ’ο άλλος.
Κι’αν τη φαιδρή καμπούρα η καμήλα, απ’ τη φύση,
δεν βλέπει πίσω της, εν γνώσει του ο «Μεγάλος»,  
καυχιέται τέλειος, δυνατός και φτιάνει....<κράτος>
και τους καθρέφτες, «ψεύτες» θεωρεί  κι’  έχει φτύσει.
Φαύλοι οι άνθρωποι, μες τους καθρέφτες ονειρευόμαστε,
κι’αν νιώθουμε αφυπνισμένοι ,όμως κοιμόμαστε.

Τρίτη 23 Ιουνίου 2020

Γιώργος Αλεξανδρής: ΜΕ ΛΟΓΙΣΜΟ ΚΑΙ ΚΡΙΣΗ




Δυο βήματα όλη η γη
και μια πνοή η ζήση.
Χαρά στονε που θα τα δει
πριν της ζωής τη δύση
και μ' έγνοια στοχαστική
προλάβει να εκτιμήσει.

Το πρώτο βήμα του στερνό,
στη γνώση αν πατήσει,
μικρό παράθυρο κλειστό
τις εμπειρίες θα κρατήσει,
οι αξίες του σχήμα ιδεατό,
και πού να εντρυφήσει!

Θα είναι οι μέρες του  στιγμές
το χρόνο για να μετρήσει
και οι ελπίδες του χλωμές
γυρίσματα να τολμήσει
σε κενά και βλέψεις περαστικές
και ρωτήματα να αθροίσει.

Ασύνταχτη όλη η ζωή
κι ανοικονόμητη η φύση.
Χαρά στονε που θα σταθεί
απέναντι με λογισμό και κρίση
και ως νους κοινός αποδεχτεί
την ουτοπία, ενόραση και κτήση.

Πρόβλεψη και προφητεία θελκτική
το τέλος της πορείας του θα βλέπει,
η μνήμη αφετηρία και πομπή
καθώς σε αυγινή αρχή θα στέκει
και θα ορίζει με ανάνηψη και φυγή
τον κύκλο του και σεβασμό στα πρέπει.

Στο ύψος του θα φέρνει την αλήθεια,
το ψέμα ως ανάγκη θα τιμήσει,
την ασπούδαχτη των συγκυριών βοήθεια
ως ευτύχημα και δόγμα θα παραστήσει,
στο εύτακτο θα ταχθεί με ευπείθεια
και το αιώνιο στο εφήμερο θ' αναζητήσει.

                         

Κυριακή 21 Ιουνίου 2020

Προδοσία / Γεροντούδη Λ. Παυλίνα




Μη με κοιτάς με μάτια απορημένα,
είμαι εγώ, η ίδια που σε λάτρεψα,
εγώ που όλα στα’ δωσα
και τίποτα δεν κράτησα για μένα.

Είμαι εγώ που στη σκιά σου έζησα
κι ανάσαινα σιγά, μη σε ξυπνήσω,
είμαι η ίδια που σ’ αγάπησα
κι ήθελα όλη τη ζωή να σου χαρίσω.

Μα τώρα όλα τέλειωσαν, κοντά μου δε σε θέλω.
Η προδοσία σου με πίκρανε και φεύγω.
Μη με κοιτάς με μάτια απορημένα,
να σ’ αγκαλιάσω δε μπορώ με χέρια ματωμένα.

Ιουλία Κορμέντζα: Λίγος ο χρόνος κι η ζήση μικρή!






Ποτέ δεν ησυχάζουν...

......Α! Ποτέ δεν ησυχάζουν
οι άνθρωποι της γης.
Ούτε και σα γερνάνε
και καταλαγιάζουν
του κορμιού οι ορμές
και στο νου σωπαίνουν
μία-μία οι φωνές!
Όμως μη και ψέματα είναι,
όπως τα χρόνια περνάνε,
πως δεν παύουν σύντροφο
δίπλα τους ν’ αναζητάνε;
Ένα αντιστήλι να ’χουνε,
στο περπάτημα ν’ ακουμπάνε;
Ν’ ανοίγουν μαζί
το πιθάρι της μνήμης
και μ’ ίδια χροιά φωνής
για «ασημένια» ονείρατα
να μιλάνε.
Και μες απ’ ένα χάδι ανάσας ζεστής,
μες απ’ ένα σμίξιμο αγκαλιάς τρυφερής,
χρυσόσκονη παραμυθιών ζωής,
γύρω τους ν’ απλώνουν
και να σκορπάνε….

**
[Λίγος ο χρόνος κι η ζήση μικρή!]

Λίγος ο χρόνος κι η ζήση μικρή!
Κι άξιος δεν κρίνεται κανείς
σαν κουρνιάζει
στη θαλπωρή της στρωμνής.
Ούτε σαν απαγκιάζει
σαν Φελούκα δειλή,
και σε φυρονεριά μαζώνεται κλειστή
μη κι απαντήσει άρμπονες και σπηλιάδες,
και τα πέλαγα και την άπλα τους αγνοεί,
μη και σε κρυφούς ύφαλους τσακιστεί!
Άπειρες μπροστά σου
οι ομορφιές της ζωής,
μυριάδες!
Ανασηκώσου!
Άνοιξε της ψυχής σου τις φτερούγες,
και σε γης κι ουρανού σεργιάνισε τις ρούγες!
Κάνε τον αετό αδελφό σου
στο πέταγμά σου έχε τον βοηθό σου.
Κι όταν βρεις τον δρόμο τον δικό σου
τότε ως τα ύψη οδήγησε το ριζικό σου.
Νόμος, κάθε ύπαρξη να δοξάζεται
κει ακριβώς που δοκιμάζεται….


**

[Ανεμόδαρτες οι ώρες]

Ανεμόδαρτες οι ώρες
του σήμερα κυλούν
Κι όσο σκιές μαυροφόρες
γύρω μας και κυκλοφορούν
και σαν μοιρολογίστρες θρηνούν
για τα όσα μέλλουν να συμβούν,
άκου…. άκου την αντήχηση αυτών
και τα επονείδιστα γέλια των «νυκτών»!
Άκου το ξέσπασμα τ’ Ουρανού
σε χείμαρρους λυγμών
και τους ποταμούς δακρύων της Ζωής
αφουγκράσου .
Κι ύστερα του μέλλοντος την προσταγή
ασπάσου
που με γιγάντιο η φωνή του βουητό
προτρέπει ν’ ανασκουμπωθούμε ξανά,
για να σώσουμε ό, τι μπορεί να σωθεί,
προτού να ’ναι πολύ αργά.

Σκοπός μας είναι η δημιουργία μιας Ανθολογίας Ποιημάτων από το σύνολο των Ελλήνων Ποιητών- Ποιητριών αλλά και ορισμένων ξένων, καθώς επίσης και κειμένων που έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον μας. Πιθανόν ορισμένοι ποιητές και ποιήτριες να μην έχουν συμπεριληφθεί. Αυτό δεν αποτελεί εσκεμμένη ενέργεια του διαχειριστή του Ιστολογίου αλλά είναι τυχαίο γεγονός. Όσοι δημιουργοί επιθυμούν, μπορούν να αποστέλλουν τα ποιήματά τους

στο e-mail : dimitriosgogas2991964@yahoo.com προκειμένου να αναρτηθούν στο Ιστολόγιο.

Θα θέλαμε να τονίσουμε ότι σεβόμαστε πλήρως τα πνευματικά δικαιώματα του κάθε δημιουργού, ποιητή και ποιήτριας και επισημαίνουμε πως όποιος δεν επιθυμεί την ανάρτηση των ποιημάτων του ή κειμένων στο παρόν Ιστολόγιο, μπορεί να μας αποστείλει σχετικό μήνυμα και τα γραπτά θα διαγραφούν.

Τέλος υπογράφουμε ρητά ότι το παρόν Ιστολόγιο δεν είναι κερδοσκοπικό και πως δεν η ανάρτηση οποιουδήποτε κειμένου, ποιήματος κτλ γίνεται με μοναδικό στόχο την προβολή της ποίησης και την γνωριμία όλων όσων ασχολούνται με αυτή, με το ευρύτερο κοινό του διαδικτύου.