Ήμασταν φτωχοί
πάντα
έλεγε
ο παππούς στο χαγιάτι
και έβαζε την στάμνα με το κρύο
καθαρό νερό
στο γόνατο.
και έβαζε την στάμνα με το κρύο
καθαρό νερό
στο γόνατο.
Γέμιζε
το ποτήρι.
Από το ίδιο ποτήρι πίναμε όλοι.
Όταν ακούγαμε πως έφυγε κάποιος
φωνάζαμε όλοι πως
«τον αγάπησε ο θεός»
Οι φράκτες στην αυλή μας
ήταν δένδρα.
Οι πιο νέοι έσκουζαν να πάρουμε
περισσότερα ποτήρια.
Στο παζάρι της Τρίτης
αγοράσαμε δώδεκα γυάλινα.
Ο καθένας να έχει το δικό του.
Γέμιζε ο πέτρινος νεροχύτης άπλυτα ποτήρια.
Φώναζε η μαμά.
Γκρίνιαζε ο παππούς.
Δεν μπορούσε πια,
Από το ίδιο ποτήρι πίναμε όλοι.
Όταν ακούγαμε πως έφυγε κάποιος
φωνάζαμε όλοι πως
«τον αγάπησε ο θεός»
Οι φράκτες στην αυλή μας
ήταν δένδρα.
Οι πιο νέοι έσκουζαν να πάρουμε
περισσότερα ποτήρια.
Στο παζάρι της Τρίτης
αγοράσαμε δώδεκα γυάλινα.
Ο καθένας να έχει το δικό του.
Γέμιζε ο πέτρινος νεροχύτης άπλυτα ποτήρια.
Φώναζε η μαμά.
Γκρίνιαζε ο παππούς.
Δεν μπορούσε πια,
να
δίνει νερό από το ίδιο ποτήρι.
Αυτός
κράτησε την παλιά συνήθεια
για τον ίδιο.
Σήκωνε την στάμνα
γέμιζε πάλι το ποτήρι
ρουφούσε το νερό
από τον πάτο του πηγαδιού!
για τον ίδιο.
Σήκωνε την στάμνα
γέμιζε πάλι το ποτήρι
ρουφούσε το νερό
από τον πάτο του πηγαδιού!
**
Χρεωμένος θα φύγω στην ζωή και στον θάνατο.
Χρεωμένος σε σένα.
Πρώτες σκέψεις.
Μόλις υπέγραψα συμβόλαιο ζωής και θανάτου.
Σαν καταβόδωσα την ζωή
ήρθε ο θάνατος.
Ήρθαν μαζί οι χάριτες,
κουνάμενη κι η μοίρα.
Τρεις ευχές.
Μια στεγνή πατρίδα που ανάσανε μέσα μου.
Ένας σταυρός που καρφώθηκε στη πλάτη μου.
Μια μάνα που όρισε τη τύχη μου.
Μου χρωστάει λοιπόν η ζωή
μου χρωστά και ο θάνατος.
Ένα αιχμάλωτο πατέρα.
-χάθηκε ένα ανοιξιάτικο απόγευμα από τα μάτια μας-
ένα μικρό σπιτάκι στην θάλασσα, μια χαμένη Ιθάκη
( ας μην μιλάμε πια για την Ιθάκη, ίσως να ήταν
μόνο μία)
Μου χρωστάει λοιπόν η ζωή,
μου χρωστά επιστροφές ο θάνατος.
Αν ισχύουν αυτά
γιατί το συμβόλαιο
κάτω από την καλλιγραφημένη ένδειξη: ο δανειζόμενος
φέρει την υπογραφή μου;
**
ΟΤΑΝ ΕΒΗΣΕ Ο
ΠΑΤΕΡΑΣ
Όταν
έσβησε ο πατέρας,
έπεσε
στο έδαφος,
ένα
δένδρο στην αυλή
που
γεννήθηκα.
Κοίταζα
το ταβάνι,
πατούσα
το πάτωμα,
λείψανε
τα κλαδιά,
λείψανε
ο
κορμός και τα φύλλα,
οι
ρίζες μου.
Ήρθαν
συγγενείς, φίλοι
ξενιτεμένα
αδέλφια,
μοιρολογίστρες,
από
τον πέρα μαχαλά,
ήρθαν
οι μοίρες.
«Θα
γίνεις εσύ ένα δένδρο
θ΄
απλώσεις τις δικές σου ρίζες»
Εγώ
όμως το ήξερα,
βαθιά
μέσα στην γη μου,
ένα
δένδρο έπεσε
και
χάθηκε το δάσος.
**
ΣΤΑΧΤΕΣ
Βγήκε
στο μπαλκόνι πριν
από
τον ήλιο πριν
να
τινάξει την κουβέρτα της ζωής της
να
σκορπίσει τον χρόνο
που
την πλάκωνε χρόνια τώρα
με
τα δυο της χέρια στραγγιστό
βγήκαν
οι στάχτες κοράκια στους δρόμους.
Στάχτες
οι πίκρες κι οι χαρές
στάχτες
ότι αγάπησε
η
αγάπη της στάχτες
τρία
μέτρα(έτσι υπολόγιζε)
πριν
την γη που βοτάνιζε
γερμένη
την κάθε μέρα
η
μικρή αυλή της – ο κόσμος της-
με
τους μικρούς βασιλικούς της γης
και
τον Κωνσταντινοπολίτικο της μάνας της.
Κι
ύστερα
στάχτες
και τα μικρά
στάχτες
και τα μεγάλα (ποια μεγάλα; γέλασε)
στάχτες
και τα δάκρυα που έχυσε
τόσο
ποτάμι που πέρασε
δεν
πήρε μαζί του τίποτα
δεν
καθάρισε η γη και
το
χώμα μπούχτισε από κλάματα
ραβδισμούς
και μαύρες πέτρες.
τίναξε
για τελευταία φορά την κουβέρτα
-είναι
αλήθεια φύγανε σκόνες-
έκλεισε
με βρόντο πίσω την πόρτα
-τα
παιδιά πείνασαν-