ξέχνα για λίγο Αλκυόνη και Δημουλά μάτια μου.
Best seller κι ας ματώσεις
εσύ αντί η εξουσία...
Πήγαινε κι ενάντια στην
θρησκεία κι ας πέσουν
κατακόρυφα τα περίφημα
σου λάικ κι ας μην σε φιλοξενήσει κανένα μπλοκ
προώθησης ποιητών κι ας
μην σου δώσουν ούτε έπαινο οι κλίκες ευνούχων
κριτικών.
Αντέχεις τόση μοναξιά μάτια μου;
Ε τότε ίσως γίνεις δημοφιλής... μετά θάνατον.
ακάνθινο στεφάνι.
Δεν θέλω λόγο λυπηρό
στα χείλη μου να στάζει.
κουρέλι ματωμένο
ούτε τον τοίχο του σπιτιού
να βλέπω γκρεμισμένο.
Των κεραυνών τη χάρη.
Της πεταλούδας την καρδιά
μα του γκρεμού την άκρη.
και κρύο που παγώνει.
Δεν θέλω να μαι καύσωνας
που καίει και σε λιώνει.
που μέσα του σε πνίγει.
Δεν θέλω να μαι θάλασσα
στων στεναγμών τη λίμνη.
στο σώμα να φυτρώσουν
κι όλου του κόσμου οι καημοί
στο χώμα να πετρώσουν.
που κέρδιζε τις
εντυπώσεις
χωρίς κόπο.
που αναγκαζόταν
να αποδείξει αυτό
που πραγματικά είναι.
που γινόταν σαν
τους άλλους
χωρίς να το θέλει.
εαυτό της μέσα
στην πλάνη των
εντυπώσεων.
την φθορά της
ψυχής.
Στης γης εδώ τα μέρη
Απλός και ήσυχος
Μου έστησε καρτέρι.
Φυσά πολύ τ αγέρι
Μα η φροντίδα έγειρε
Κι έστειλε το χαμπέρι.
Περαστικός το λέω
Καμία μονιμότητα
Το ξέρω μα δεν κλαίω.
Στόχους για να τους βάζω
Τα όρια τα σύνορα
Να μην παραβιάζω.
έφταιξα και το ξέρω
Μα τα λάθη έχω συντροφιά
Μάθημα πια το λέω.
Στης καρδιά εκεί το βάθος
Ισως ξαναθυμηθεί
Και ζήσω μέγα πάθος.
Πάντα προτεραιότις
Την έχω δίπλα μου εγώ
Ως καλός στρατιώτης.
Απλός και της κερνάω
Του είναι μου χαιρετισμούς
Ποτέ να μη λυγάω .
Δύσβατα τα μονοπάτια
Κανενός δε χαρίστηκα
Κι ας έγινε κομμάτια.
Καρδιά και λογική μου
Τι κι αν μου τη βγάζανε
Συνεχώς πια την ψυχή μου.
Απλώς και την τείνω
Χείρα της αληθείας
ως είναι βοηθείας.
το 'χω στολίσει με χρυσόσκονη
του φόρεσα δικούς μου ουρανούς
το στόλισα μ' αστέρια
τα βράδια να τα παίρνω αγκαλιά
για να γλιτώνω απ' τη μίζερη τη λογική
του κόσμου τα σκοτάδια να ξορκίζω..
ευλόγησε ο Θεός το νου μου απ' τα μικράτα μου
σε κήπους να πλανιέμαι
σαν το μπουμπούκι μες στα πέταλα
αποβραδίς να κλείνομαι
στην πρωινή μου τη δροσιά ..
ως έαρ να ανοίγω...
σε δρόμους..σε στιχάκια..σε ματιές
θρυμματισμένες έρχονταν δισταχτικές
οι λέξεις του..τις γέμιζα με φως.
Μην το χαλάς το παραμύθι μου
εγράφτηκε για λίγους που ζητούν
ν' αποκοιμίζουνε τα βράδια τα παιδιά
και να ξυπνούνε οι μεγάλοι.
να σέβεσαι τα λόγια του..
μη μου τα μεταλλάζεις
να σε ξυπνάει γλυκά όταν πονάς
σου λέω πως είναι αληθινό
κρατάει του χρόνου τη ροή
στις γειτονιές ανθίζει..
γιατί κανείς δε σκότωσε
το Δράκο..δεν κατάπιε το Θεριό
που εξεσπίτωσε τη νόνα μου ένα πρωινό
απ' της Ανατολής τα μέρη..
ούτε να με κοιτάς να σου εξηγώ
γιατί δεν εζωντάνεψε ποτές
ο μαρμαρωμένος βασιλιάς
την Πόλη να μας δώσει..
ούτε και να σου αποκριθώ
γιατί το Βασιλόπουλο
στον πύργο του τον αψηλό
δε μύρωσε ποτές του την αγάπη..
κράτα μονάχα το χαλίκι του
του γκρεμισμένου πύργου σου αν μπορείς
θεμέλιο στο καινούριο παραμύθι σου να γένει..
Να σε κλειδαμπαρώσω
Κι από του κόσμου τη θηλιά
Καρδιά μου να σε σώσω?
Φτερά που τα τσακίσαν
Κι ανήμπορο σ αφήσανε...
Σ ένα κελί σε κλείσαν...
Παιδί μου , ανασεμιά μου
Πού να μιλήσω...τι να πω
Που φλέγεται η καρδιά μου?
Κάνε μια στάση κάτω...
Δες πως η κόλαση ειν' εδώ
Κι ύστερα τράβα πάνω
Όλα να τα χαλάσεις
Τον κόσμο που λησμόνησες
Απ' την αρχή να φτιάξεις
Παιδί μου , ανασεμιά μου
Πού να μιλήσω...τι να πω
Που φλέγεται η καρδιά μου?
Παιδί μου μην τρομάξεις
Τον κόσμο που λησμόνησες
Απ την αρχή να φτιάξεις
οδυνηρό
το μούδιασμα της ψυχής...
εμφανές
Αργά, πολύ αργά γίνεται ο μεταβολισμός
αέναη ιεροτελεστία
από καταβολής κόσμου....
Όσο πιό γρήγορα συνειδητοποιήσουμε
το «προφανές»,
ίσως..., αντιληφθούμε
και την «αυτόκλητη» επιβολή των πραγμάτων ...
φίλους έσιεις μια σακκούλλα
ξέρουσσε τζι'αλλού ,δαμέσα
τζιαι που αγαθά! Ποούλλα
ας επιούμε στην εγειά σσου
τζιαι πισκούσσε ταχτικά
σαν ζητούσιν δανεικά
-Εβ βαρκέσε ,Νά τα πάρε
τζιαι φτζιαιρώσει μιαν ημέρα
Ο κουμπάρος εν αξίζει
τζι ακουμάνταρη η κουμέρα
τζι ο κουμπάρος εν τους μέλλει
τζιαι μακρά τα ρούχα σου
'αννοιξε καλά τα μμάδκια
σφάλισ 'τζιαι την πούγκα σσου
στο εφήμερο παρόν
οι λέξεις φτερουγίζουν.
με πήρε το σύννεφο
και με ταξίδεψε στο γκρίζο
τ΄ουρανού, από το σκούρο
της αμφιβολίας στο κόκκινο
των ορίων, νόμισα πως ήξερα
ν΄ακροβατώ στις αντοχές
να περάσω στο απέναντι
μα φυσούσε ανάποδα ο καιρός
έτσι είναι η ζωή αδυσώπητη
με δανεικά φτερά δεν μπορείς
να πετάξεις.
δεν σκέφτηκα,
ο χρόνος κυλούσε
όπως και τα δάκρυά μου
γιατί μόλις πριν λίγο έμαθα
πως η αλήθεια έχει δυο όψεις
κι όσοι έχουν μάτια την βλέπουν.
Τελικά της ζωής το παράλογο
μας κάνει ότι θέλει,
γιατί ξεχάσαμε την αναμμένη
φλόγα της,
ω ευτυχία άσε το πεπρωμένο
που ενεδρεύει στον ουρανό
να φροντίσει γι΄αυτό,
αυτό μόνο ξέρει την ρυμοτομία
της μοναξιάς μου.
άνθος του μυαλού.
Μάνα το μάννα τ ουρανού.
Εσύ γλυκιά μορφή θεσπέσια.
Σφουγγάρι των δακρύων
άγγιγμα μου θείο, Αγάπη
μεγαλείο. Είσαι ναμα καρδιάς
το μέσα μας πονά.
Κράτα ρε μάνα γερά.
μην κοιτάς αλλού.
ταΐζεις τα παιδιά σαν χελιδόνα
έτσι χορταίνεις μάνα μόνο εσύ.
στο κόρφο σου το δάκρυ.
Εκεί είναι η άκρη όπου
σπέρνεται η αγάπη.
απέραντη, μοναδική
Φίλη, μάνα, αδερφή.
μάνα μου ολα είσ' εσύ.
διαμάντι των αιώνων
βάρβαροι σε αρπάξανε
Κόρη και μαραζώνω
μες τα χρυσά ντυμένη
ζηλέψανε τα κάλλη σου
οχτροί καταραμένοι
δική τους να σε κάνουν
μα Ελληνίδα έμεινες
και τον καιρό τους χάνουν
τα τείχη και τα σπίτια
έχουν καρδούλα και κτυπά
ελληνικά στα στήθεια
κορώνα στο κεφάλι
μην κλαις , τραγουδά κι έρχεται
η Λευτεριά σου πάλι
στο ζόρικο δίκιο του αλληλέγγυου αγώνα,
με ενότητας τραγούδι τρέχει η ψυχή.
Το φτερό της αναπαύεται
στ’ ονείρου την αγκαλιά,
ψιθύρους ελπιδοφόρους σκορπά ο αγέρας …
Πάλλεται ο κόσμος να κερδίσει τη ζωή,
σε ανώτερες σφαίρες υψώνονται τα ιδανικά.
στην γκρεμισμένη του φωλιά κελαηδεί…
Θ’ αλλάξει το μονόχρωμα στη ζωή
θα ’ρθουν πιο ευνοϊκοί καιροί.
Θα σταματήσει να γέρνει
μονόπλευρα η ζυγαριά
χρυσόφωτα άστρα θα κατεβαίνουν χαμηλά.
Ελπίδα ενστίκτου απαγκιάζει στην καρδιά
χάρες θ’ αφήσει της αυγούλας η νέα πνοή
θα καταλαγιάσει η ανησυχία του ποιητή.
μια θάλασσα πάλλεται απ’ αγγίγματα ερωτικά!
Δένεται ο πόνος με την αγάπη
του “είναι” μας το κάλεσμα σπρώχνει τη χαρά.
Ό,τι ψάχνει η ανάγκη, υφαίνει η προσδοκία…
Ελαστικός μένει των παθών ο κύκλος
δεν απαρνιόμαστε τον εαυτό μας
θα ξεπροβάλλει φως,
που οδηγεί στο λυτρωμό …
Η μουσική πλανιέται στο δωμάτιο
Μια μουσική ψυχής, κήπος,
Μιλούσε κι ας σιγούσε
Ανάσαινε κι ας κοβόταν η ανάσα στα δυο
Αγκάλιαζε κι ας απομακρυνόταν
Λυγούσε κι όμως το κεφάλι ψηλά
Έτσι ταξίδευε έτσι ονειρευόταν
Πλάσμα της νύχτας και της μέρας μαζί
Καθώς τα δάκτυλα γητεύουν τα πλήκτρα
Της μουσικής ψυχής, της μουσικής κήπος
Ανεξίτηλος λεκές του χρόνου το ριχτάρι
Μυστική η μουσική της
Που άλλοτε κλαίει… σιγή...
Που άλλοτε γελάει… τραγουδά… ποιεί…
Μια μελοποίηση ονείρου
Τι κι αν τα πλήκτρα έχουν το μαύρο, έχουν και το άσπρο μαζί
Αίνιγμα πάνω στο αίνιγμα
κι αυτή ακροβατεί
Μια μελωδία, ψυχής, σ’ένα αστρικό χορό σε μια μουσική…
κάτω απ’ τον ίδιο ουρανό,
Τι κι αν το κομμάτι είναι για τον καθένα μας διαφορετικό…
Στόν βράχο χθές καθόμουνα
Καί μού ρθε να τραγουδήσω
Από καρδιάς παράπονα
Βράχο μου τήν θάλασσα
Πές μου πώς την αντέχεις
Με τον θυμό της δυνατά
Τότε ο βράχος μίλησε
Μέ θάρος και μού είπε
Εγώ ποτέ δέν λύγησα
Τήν αγαπώ τόσο πολύ
Δεν κάνω μακριά της
Και΄ μου αρέση να χτυπά
Καί να μου λέει δυνατά
Όλα τα μυστικά της
Μά εγώ του λέω πληγώθηκα
Καί είμαι μόνη στην ζωή
Μέ πίκρα δάκρι πόνο
Άν κάμης πέτρα τήν καρδιά
Καί θα παλέψεις στην ζωή
Να γράψεις ιστορία
Μέν την αφήννεις την καρδιά
Νά έχεις θάρρος στήν ζωη
Καί εσύ πρέπει να ζήσεις
Και εγώ τήν θάλασσα την αγαπω
Άς είναι μέ τέςφουρτούνες της
Καί τα καμώματα της
Καί όταν είναι ύσυχη
Καί ακούω τον φλυό της
Τήν αγαπάω γι’αυτο και βρήσκουμε