Σελίδες

Παρασκευή 29 Μαΐου 2020

17 Ελληνίδες Ποιήτριες σε 17 ποιήματα





Ίσως μετά θάνατον / Ειρήνη Ανδρέου (Ποιήτρια από την Κύπρο)

Όταν γράφεις ποίηση
ξέχνα για λίγο Αλκυόνη και Δημουλά μάτια μου.
Κάρφωσε το ξίφος σου γυμνό στην χοντρόπετση εξουσία.
Κι ας μην γίνεις
Best seller κι ας ματώσεις
εσύ αντί η εξουσία...
Πήγαινε κι ενάντια στην
θρησκεία κι ας πέσουν
κατακόρυφα τα περίφημα
σου λάικ κι ας μην σε φιλοξενήσει κανένα μπλοκ
προώθησης ποιητών κι ας
μην σου δώσουν ούτε έπαινο οι κλίκες ευνούχων
κριτικών.
Αντέχεις τόση μοναξιά μάτια μου;
Ε τότε ίσως γίνεις δημοφιλής... μετά θάνατον.

**
Σμαράγδα Βογιατζόγλου

































**
ΔΕΝ ΘΕΛΩ / Χριστίνα Γαλιάνδρα

Δεν θέλω να ' μαι του Μαγιού
ακάνθινο στεφάνι.
Δεν θέλω λόγο λυπηρό
στα χείλη μου να στάζει.

Δεν θέλω να 'ναι η ψυχή
κουρέλι ματωμένο
ούτε τον τοίχο του σπιτιού
να βλέπω γκρεμισμένο.

Θέλω των όρων τη θωριά.
Των κεραυνών τη χάρη.
Της πεταλούδας την καρδιά
μα του γκρεμού την άκρη.

Δεν θέλω να μαι χειμωνιά
και κρύο που παγώνει.
Δεν θέλω να μαι καύσωνας
που καίει και σε λιώνει.

Δεν θέλω να μαι ποταμός
που μέσα του σε πνίγει.
Δεν θέλω να μαι θάλασσα
στων στεναγμών τη λίμνη.

Θέλω αθάνατα φτερά
στο σώμα να φυτρώσουν
κι όλου του κόσμου οι καημοί
στο χώμα να πετρώσουν.

**

Η φθορά της Ψυχής / Μαρία Γκουτζαμάνη


Ένιωθε άσχημα
που κέρδιζε τις
εντυπώσεις
χωρίς κόπο.
Ένιωθε άβολα
που αναγκαζόταν
να αποδείξει αυτό
που πραγματικά είναι.
Ένιωθε ενοχές
που γινόταν σαν
τους άλλους
χωρίς να το θέλει.
Τελικά έχανε τον
εαυτό της μέσα
στην πλάνη των
εντυπώσεων.
Θρηνούσε πάντα
την φθορά της
ψυχής.


**


ΑΠΛΟΣ ΑΠΛΩΣ ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ / Άννα Ζανιδάκη


Απλώς περαστικός
Στης γης εδώ τα μέρη
Απλός και ήσυχος
Μου έστησε καρτέρι.

Η λησμονιά λυσσομανά
Φυσά πολύ τ αγέρι
Μα η φροντίδα έγειρε
Κι έστειλε το χαμπέρι.

Απλώς είμαι μάθε τε
Περαστικός το λέω
Καμία μονιμότητα
Το ξέρω μα δεν κλαίω.

Θέλω μονάχα να περνώ
Στόχους για να τους βάζω
Τα όρια τα σύνορα
Να μην παραβιάζω.

Απλός είμαι ως άνθρωπος
έφταιξα και το ξέρω
Μα τα λάθη έχω συντροφιά
Μάθημα πια το λέω.

Μη λάχει και συναντηθούν
Στης καρδιά εκεί το βάθος
Ισως ξαναθυμηθεί
Και ζήσω μέγα πάθος.

Μα έμαθα και λογική
Πάντα προτεραιότις
Την έχω δίπλα μου εγώ
Ως καλός στρατιώτης.

Απλώς οδεύω στη ζωή
Απλός και της κερνάω
Του είναι μου χαιρετισμούς
Ποτέ να μη λυγάω .

Σαν ήρθαν δύσκολοι καιροί
Δύσβατα τα μονοπάτια
Κανενός δε χαρίστηκα
Κι ας έγινε κομμάτια.

Αυτά συναρμολόγησα
Καρδιά και λογική μου
Τι κι αν μου τη βγάζανε
Συνεχώς πια την ψυχή μου.

Απλός είμαι περαστικός
Απλώς και την τείνω
Χείρα της αληθείας
ως είναι βοηθείας.


**

Μην το χαλάς το παραμύθι μου / Σοφία Θεοδοσιάδη

Μην το χαλάς το παραμύθι μου
το 'χω στολίσει με χρυσόσκονη
του φόρεσα δικούς μου ουρανούς
το στόλισα μ' αστέρια
τα βράδια να τα παίρνω αγκαλιά
για να γλιτώνω απ' τη μίζερη τη λογική
του κόσμου τα σκοτάδια να ξορκίζω..
ευλόγησε ο Θεός το νου μου απ' τα μικράτα μου
σε κήπους να πλανιέμαι
σαν το μπουμπούκι μες στα πέταλα
αποβραδίς να κλείνομαι
στην πρωινή μου τη δροσιά ..
ως έαρ να ανοίγω...
Κρυμμένο εκειό το παραμύθι το Θεόσταλτο
σε δρόμους..σε στιχάκια..σε ματιές
θρυμματισμένες έρχονταν δισταχτικές
οι λέξεις του..τις γέμιζα με φως.
Μην το χαλάς το παραμύθι μου
εγράφτηκε για λίγους που ζητούν
ν' αποκοιμίζουνε τα βράδια τα παιδιά
και να ξυπνούνε οι μεγάλοι.
Το παραμύθι μου να το αγαπάς
να σέβεσαι τα λόγια του..
μη μου τα μεταλλάζεις
να σε ξυπνάει γλυκά όταν πονάς
σου λέω πως είναι αληθινό
κρατάει του χρόνου τη ροή
στις γειτονιές ανθίζει..
Και μη ρωτάς για να σου πω
γιατί κανείς δε σκότωσε
το Δράκο..δεν κατάπιε το Θεριό
που εξεσπίτωσε τη νόνα μου ένα πρωινό
απ' της Ανατολής τα μέρη..
ούτε να με κοιτάς να σου εξηγώ
γιατί δεν εζωντάνεψε ποτές
ο μαρμαρωμένος βασιλιάς
την Πόλη να μας δώσει..
ούτε και να σου αποκριθώ
γιατί το Βασιλόπουλο
στον πύργο του τον αψηλό
δε μύρωσε ποτές του την αγάπη..
κράτα μονάχα το χαλίκι του
του γκρεμισμένου πύργου σου αν μπορείς
θεμέλιο στο καινούριο παραμύθι σου να γένει..

**
ΠΟΥΛΙ ΜΟΥ ΔΙΑΒΑΤΑΡΙΚΟ... / Μάρθα Κανάρη

Που να σε κρύψω μάτια μου
Να σε κλειδαμπαρώσω
Κι από του κόσμου τη θηλιά
Καρδιά μου να σε σώσω?

Τα χέρια σου μαλάματα
Φτερά που τα τσακίσαν
Κι ανήμπορο σ αφήσανε...
Σ ένα κελί σε κλείσαν...

Πουλί μου διαβατάρικο
Παιδί μου , ανασεμιά μου
Πού να μιλήσω...τι να πω
Που φλέγεται η καρδιά μου?

Ρίξε Θεέ το βλέμμα σου
Κάνε μια στάση κάτω...
Δες πως η κόλαση ειν' εδώ
Κι ύστερα τράβα πάνω

Μια γροθιά να έριχνες
Όλα να τα χαλάσεις
Τον κόσμο που λησμόνησες
Απ' την αρχή να φτιάξεις

Πουλί μου διαβατάρικο
Παιδί μου , ανασεμιά μου
Πού να μιλήσω...τι να πω
Που φλέγεται η καρδιά μου?

Πουλί μου διαβατάρικο
Παιδί μου μην τρομάξεις
Τον κόσμο που λησμόνησες
Απ την αρχή να φτιάξεις

**
αυτόκλητη επιβολή / Φωτεινή Κουφογάζου

Το τσίμπημα της Αλήθειας...
οδυνηρό
το μούδιασμα της ψυχής...
εμφανές

Αργά, πολύ αργά γίνεται ο μεταβολισμός
αέναη ιεροτελεστία
από καταβολής κόσμου....

Όσο πιό γρήγορα συνειδητοποιήσουμε
το «προφανές»,
ίσως..., αντιληφθούμε
 
και την «αυτόκλητη» επιβολή των πραγμάτων ...



**

ΦΙΛΟΙ ΠΟΝ ΕΝ ΦΙΛΟΙ / Μαρούλλα Πανάγου (Ποιήτρια από την Κύπρο)

Αμαν έσιει πούγκα μέσα
φίλους έσιεις μια σακκούλλα
ξέρουσσε τζι'αλλού ,δαμέσα
τζιαι που αγαθά! Ποούλλα
σία σσου κουμπάρε γειά σου
ας επιούμε στην εγειά σσου
Ξένοι τζιαι διτζιοί πονούσσε
τζιαι πισκούσσε ταχτικά
που τ'αλήθκεια αγαπούσσε
σαν ζητούσιν δανεικά
-Αγ για να χαρείς κουμπάρε.
-Εβ βαρκέσε ,Νά τα πάρε
Μα σαν ο τροχός γυρίζει
τζιαι φτζιαιρώσει μιαν ημέρα
Ο κουμπάρος εν αξίζει
τζι ακουμάνταρη η κουμέρα
Τώρα ξύνισεν το μέλι
τζι ο κουμπάρος εν τους μέλλει
Ετσι φίλους στα κομμάδκια
τζιαι μακρά τα ρούχα σου
'αννοιξε καλά τα μμάδκια
σφάλισ 'τζιαι την πούγκα σσου



**

Γρηγορία Πελεκούδα

Ξεφυλλίζοντας το παρελθόν
στο εφήμερο παρόν
οι λέξεις φτερουγίζουν.
Εμένα δεν με χάιδεψε η ζωή
με πήρε το σύννεφο
και με ταξίδεψε στο γκρίζο
τ΄ουρανού, από το σκούρο
της αμφιβολίας στο κόκκινο
των ορίων, νόμισα πως ήξερα
ν΄ακροβατώ στις αντοχές
να περάσω στο απέναντι
μα φυσούσε ανάποδα ο καιρός
έτσι είναι η ζωή αδυσώπητη
με δανεικά φτερά δεν μπορείς
να πετάξεις.
Που, πια είναι τα όριά μου
δεν σκέφτηκα,
ο χρόνος κυλούσε
όπως και τα δάκρυά μου
γιατί μόλις πριν λίγο έμαθα
πως η αλήθεια έχει δυο όψεις
κι όσοι έχουν μάτια την βλέπουν.
Τελικά της ζωής το παράλογο
μας κάνει ότι θέλει,
γιατί ξεχάσαμε την αναμμένη
φλόγα της,
ω ευτυχία άσε το πεπρωμένο
που ενεδρεύει στον ουρανό
να φροντίσει γι΄αυτό,
αυτό μόνο ξέρει την ρυμοτομία
της μοναξιάς μου.

**
Μάνα μάννα τ ουρανού  / Αντριάνα Περικλέους Ονουφρίου (Ποιήτρια από την Κύπρο)

Μάνα λουλούδι του γιαλού
άνθος του μυαλού.
Μάνα το μάννα τ ουρανού.
Εσύ γλυκιά μορφή θεσπέσια.
Αντέχεις την ατέλεια.
Σφουγγάρι των δακρύων
άγγιγμα μου θείο, Αγάπη
μεγαλείο. Είσαι ναμα καρδιάς
Παρηγοριά, χαρά όταν
το μέσα μας πονά.
Κράτα ρε μάνα γερά.
μην κοιτάς αλλού.
Ξηραίνεις το ψωμί στα χείλη
ταΐζεις τα παιδιά σαν χελιδόνα
έτσι χορταίνεις μάνα μόνο εσύ.
Άνοιξε αγκαλιά, χώσε
στο κόρφο σου το δάκρυ.
Εκεί είναι η άκρη όπου
σπέρνεται η αγάπη.
Ανιδιοτελής, αμόλυντη
απέραντη, μοναδική
Φίλη, μάνα, αδερφή.
μάνα μου ολα είσ' εσύ.

**
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ / Δέσπω Πηλαβάκη (Ποιήτρια από την Κύπρο)

Βασίλισσα των πόλεων
διαμάντι των αιώνων
βάρβαροι σε αρπάξανε
Κόρη και μαραζώνω
Πανέμορφη πάνω στη γη
μες τα χρυσά ντυμένη
ζηλέψανε τα κάλλη σου
οχτροί καταραμένοι
Απελπισμένα προσπαθούν
δική τους να σε κάνουν
μα Ελληνίδα έμεινες
και τον καιρό τους χάνουν
Οι μυρωδιές στους δρόμους σου
τα τείχη και τα σπίτια
έχουν καρδούλα και κτυπά
ελληνικά στα στήθεια
Κόρη με την Αγιά Σοφιά
κορώνα στο κεφάλι
μην κλαις , τραγουδά κι έρχεται
η Λευτεριά σου πάλι

**
ΑΒΑΣΙΛΕΥΤΟΣ ΗΛΙΟΣ/  Τζούλια Πουλημενάκου

Στο φως το λαμπρό του δειλινού
θ’ αγκιστρωθεί το βλέμμα,
στης λίμνης την ασημιά μαρμαρυγή
θα ξεκουράσω την ψυχή μου
κι εκεί στην άηχη σιγαλιά
θ’ αφουγκραστώ
τον τελευταίο παράδεισο επί γης!
Στη λάμψη μιας απρόσμενης άνοιξης,
στο γέρμα μιας ασύνορης ζωής
θα φτεροκοπήσουν λευκά περιστέρια
στ’ ουρανού το στερέωμα,
μεταφέροντας στο αύριο την ελπίδα
ως την άκρη της ανθρωπότητας
εκεί που ο αβασίλευτος ήλιος φωλιάζει
και γεννιούνται φωτεινές οι ψυχές μας!

**

Εναργής πόθος / Μαίρη Σουρλή


Στου περήφανου αγέρα τη στροφή
στο ζόρικο δίκιο του αλληλέγγυου αγώνα,
με ενότητας τραγούδι τρέχει η ψυχή.
Το φτερό της αναπαύεται
στ’ ονείρου την αγκαλιά,
ψιθύρους ελπιδοφόρους σκορπά ο αγέρας …
Πάλλεται ο κόσμος να κερδίσει τη ζωή,
σε ανώτερες σφαίρες υψώνονται τα ιδανικά.
Ευχές κράζει, λαλά λεύτερο το πουλί
στην γκρεμισμένη του φωλιά κελαηδεί…
Θ’ αλλάξει το μονόχρωμα στη ζωή
θα ’ρθουν πιο ευνοϊκοί καιροί.
Θα σταματήσει να γέρνει
μονόπλευρα η ζυγαριά
χρυσόφωτα άστρα θα κατεβαίνουν χαμηλά.
Ελπίδα ενστίκτου απαγκιάζει στην καρδιά
χάρες θ’ αφήσει της αυγούλας η νέα πνοή
θα καταλαγιάσει η ανησυχία του ποιητή.
Στολίδια κεντίδια όλα τα ’χει η φύση
μια θάλασσα πάλλεται απ’ αγγίγματα ερωτικά!
Δένεται ο πόνος με την αγάπη
του “είναι” μας το κάλεσμα σπρώχνει τη χαρά.
Ό,τι ψάχνει η ανάγκη, υφαίνει η προσδοκία…
Ελαστικός μένει των παθών ο κύκλος
δεν απαρνιόμαστε τον εαυτό μας
θα ξεπροβάλλει φως,
που οδηγεί στο λυτρωμό …

**
Παυλίνα Στυλιανού (Ποιήτρια από την Κύπρο)

Το χέρι ακουμπάει τα πλήκτρα
Η μουσική πλανιέται στο δωμάτιο
Μια μουσική ψυχής, κήπος,
Μιλούσε κι ας σιγούσε
Ανάσαινε κι ας κοβόταν η ανάσα στα δυο
Αγκάλιαζε κι ας απομακρυνόταν
Λυγούσε κι όμως το κεφάλι ψηλά
Έτσι ταξίδευε έτσι ονειρευόταν
Πλάσμα της νύχτας και της μέρας μαζί
Καθώς τα δάκτυλα γητεύουν τα πλήκτρα
Της μουσικής ψυχής, της μουσικής κήπος
Ανεξίτηλος λεκές του χρόνου το ριχτάρι
Μυστική η γραφή της ψυχής
Μυστική η μουσική της
Που άλλοτε κλαίει… σιγή...
Που άλλοτε γελάει… τραγουδά… ποιεί…
Μια μελοποίηση ονείρου
Τι κι αν τα πλήκτρα έχουν το μαύρο, έχουν και το άσπρο μαζί
Αίνιγμα πάνω στο αίνιγμα
κι αυτή ακροβατεί
Μια μελωδία, ψυχής, σ’ένα αστρικό χορό σε μια μουσική…
κάτω απ’ τον ίδιο ουρανό,
Τι κι αν το κομμάτι είναι για τον καθένα μας διαφορετικό…

**

Ο ΒΡΑΧΟΣ / Μαρίνα Τακκίδη (Λαική Ποιήτρια της Κύπρου)

Στόν βράχο χθές καθόμουνα
Καί μού ρθε να τραγουδήσω
Από καρδιάς παράπονα
στόν βράχο νά μιλήσω
Βράχο μου τήν θάλασσα
Πές μου πώς την αντέχεις
Με τον θυμό της δυνατά
 νά σε θαλασσοδέρνει
Τότε ο βράχος μίλησε
Μέ θάρος και μού είπε
Εγώ ποτέ δέν λύγησα
με τά καμώματα της
Τήν αγαπώ τόσο πολύ
Δεν κάνω μακριά της
Και΄ μου αρέση να χτυπά
μέ λύσσα τά κύμματα της
Καί να μου λέει δυνατά
Όλα τα μυστικά της
Μά εγώ του λέω πληγώθηκα
απο δικούς και φίλους μόνο
Καί είμαι μόνη στην ζωή
Μέ πίκρα δάκρι πόνο
Άν κάμης πέτρα τήν καρδιά
τότε θά νιώσεις λία
Καί θα παλέψεις στην ζωή
Να γράψεις ιστορία
Μέν την αφήννεις την καρδιά
καί μην την βασανίζης
Νά έχεις θάρρος στήν ζωη
Καί εσύ πρέπει να ζήσεις
Και εγώ τήν θάλασσα την αγαπω
γι’αυτό είμαι κοντά της
Άς είναι μέ τέςφουρτούνες της
Καί τα καμώματα της
Καί όταν είναι ύσυχη
Καί ακούω τον φλυό της
Τήν αγαπάω γι’αυτο και βρήσκουμε
πάντοτε στό πλευρό της


**


ΧΙΜΑΙΡΑ / Ρούλα Τριανταφύλλου

Φυσάει κι απόψε.
Ανάμεσα στων δέντρων τα νεκρά φύλλα,
Της παρουσία σου μετρώ τις στιγμές.
Πώς να ξορκίσω την αιτία του πόνου;
Σε ατέλειωτες νύχτες στο χθες πόσα συνέβησαν!
Η ψυχή δεμένη στη κλωστή και η χαρά στο ψέμα.
Κουράστηκα να τρέχω.
Να σε ζητώ σε άδειο ουρανό.
Φυσάει κι απόψε.
Στο έρημο λιμάνι μόνη.
Μια Χίμαιρα καράβι δε θα ξανάρθει.
Κεράκι η ελπίδα, μα σβήνει στον άνεμο

Γιώτα Μανούδη : Δύο [2] ποιήσεις

[1]

Οταν η σιωπη μιλαει
στους ραγισμενους....
που βγαζουν περιπατο τη ζωη τους..
γιατι δε χωρουν πουθενα...
Οταν η αγαπη η τελευταια
αφησε καποια διδασκαλια..
τοσο μελαγχολικη !!!!
Μονο ο καιρος θα δειξει.....
δρομους φωτισμενους...


[2]

Τι θα ελεγαν οι νταλιες αν μιλουσαν.....
Θα τραγουδουσαν ?
Θα εκλαιγαν ?
Η θα γελουσαν....
Αλλα ειμαι γυναικα , που κρυβομαι
στο αρωμα μιας Ανοιξης
που φευγει σιγα σιγα.....
κι αφηνω μια καρδια ,
που φωναζει για σενα
γιατι δεν θα επιστρεψεις ποτε ξανα....

Πέμπτη 28 Μαΐου 2020

Σωτήρης Μιχ. Σαμπάνης (Βιογραφικό σημείωμα)





Ο Σωτήρης Μιχ. Σαμπάνης γεννήθηκε στις Καμάρες Αιγιαλείας. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Δημόσιο Δίκαιο στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Στο χώρο της Λογοτεχνίας το όνομά του συνδέεται με τα μυθιστορήματα: «Θέλω να μείνω με τον μπαμπά» (2000), και «Κόκκινος χορός» (2003), από τις εκδόσεις “Ελληνικά Γράμματα”. Το 2007 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του «Οι Δίδυμες» από τις εκδόσεις Μπαρτζουλιάνος, και «Σκανταλόπετρα» (2015) από τις εκδόσεις Διόπτρα. Εντός του φθινοπώρου (2019) θα εκδοθεί το νέο του μυθιστόρημα «Η αγάπη μεγαλώνει στο σκοτάδι», από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα”.
Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές: «Μεσίστιοι Πόθοι», (2008) από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη (Γ΄ Βραβείο στον Πανελλήνιο Ποιητικό Διαγωνισμό «Κούρος Ευρωπού») και πρόσφατα (2017) την ποιητική συλλογή με τίτλο «Ρωγμή στο απροσπέλαστο» από τις Εκδόσεις Σκόλη.
Η παρουσία του στο χώρο του Θεάτρου συνδέεται με τα έργα του:
«Ευγενείς Αγωνίες» (γυναικείος μονόλογος), το οποίο απέσπασε το Α΄ Κρατικό Βραβείο Συγγραφής Θεατρικού Έργου για το έτος 2009 στον διαγωνισμό του Υπουργείου Πολιτισμού. Το έργο παρουσιάστηκε επί σκηνής το 2012 από την εταιρία «ΣΥΝ-ΕΠΙ» στο «Από Μηχανής Θέατρο».
«Ηλιθιότητας Εγκώμιο» Διασκευή, εμπνευσμένη από το θεατρικό έργο του Νηλ Σάιμον «Οι Ηλίθιοι». Το έργο παρουσιάστηκε επί σκηνής από το Θεατρικό Εργαστήρι “Εν Δράσει” του Δήμου Ταύρου στο 3ο Διαδημοτικό Φεστιβάλ Ερασιτεχνικού Θεάτρου Δήμων Αττικής (καλοκαίρι 2010).
«Το σώμα του χρόνου» (ανδρικός μονόλογος). Το έργο παρουσιάστηκε το 2013 από την Εταιρεία Θεάτρου «Η ΑΛΛΗ ΠΛΕΥΡΑ» στο Ίδρυμα «Μιχάλης Κακογιάννης».

ΡΩΓΜΗ ΣΤΟ ΑΠΡΟΣΠΕΛΑΣΤΟ: Ποιητική Συλλογή του Σωτήρη Σαμπάνη (απόσπασμα) ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΟΚΟΛΗ (2017)


Όριο

Δυο λέξεις λοιδορούν την αιωνιότητα
δυο λέξεις διακόπτουν
της αθανασίας την ψευδαίσθηση:
«Ποτέ» και «Πάντα»


**


Αναμονή

Εκείνα τα άδεια παπούτσια
Στου πεζοδρόμιου την άκρη
Σώμα που φιλοξένησαν
Θερμοκρασία, ανάσες, χρόνο
Ποιον περιμένουν τώρα
Να φορέσουν;


**


Αίσθημα αντιστροφής

Όχι πια λέξεις.
Με εξαπάτησαν γι’ αυτό και τις γνωρίζω.
Γι’ αυτό και θέλω τη σιωπή
το Άλφα και το Ωμέγα κάθε λόγου.

Αν άλλαζα τον κόσμο θα τον μίκραινα
τόσο που να χωρά στη σκέψη.
Να εποπτεύεται το άπειρο.

Μια αυλακιά από θάλασσα όλη κι όλη
κι ένα κομμάτι ουρανού ως το ταβάνι
τα αστέρια του ν’ αλλάζω όταν καίγονται.
Και ένα δέντρο να μοιράζει το οξυγόνο σε μερίδες.

Τον έρωτα θ’ άφηνα  αψαλίδιστο.
Να γονιμοποιούν ακόμα οι χαρές του
και να γεννούν οι λύπες του.



**


Θρόισμα νοσταλγίας

Κάτι περνάει στο σκοτάδι.
Το κάνει ένα τόνο ανοιχτότερο.
Η ανταύγεια σου θα ΄ναι
Να δεις που την επόμενη στιγμή
θ’ ακούσω την ανάσα σου
Όπως παλιά,
που σ’ άκουγα να σέρνεις
τα πόδια στο διάδρομο
κι η προσμονή μου
άρπαζε σαν το ξερόκλαδο φωτιά.

Μα ναι, το ίδιο λέμε
Θρόισμα νοσταλγίας
Εσύ το ντύνεις με άλλη λέξη
το λες απώλεια.



**


Κατάγματα

Πρόσεχε που πατάς.
Κρυμμένα δόκανα οι λέξεις
χώνονται ως το κόκαλο.
Κι η ποίηση γκρεμός
με στόμα ανοιχτό προσμένει
απ’ των ψυχών το πέσιμο
να ζήσει




**


Θαμπάδα

Κάθε νύχτα αισθάνομαι
ότι σβήνω το φως
για τελευταία φορά
ενώ οι ωροδείκτες
φωσφορίζουν τη συνέχεια.

Κάθε νύχτα ανάβω
το λαμπάκι της μνήμης
και πνίγω τη μέρα
σε μια αμυδρή
αβεβαιότητα φωτός.

Και ξαγρυπνώ.
Και αφαιρώ όλα εκείνα
που θα προσθέσω στην επόμενη.

Και λιγοστεύω.



**


Α-τύχημα

Θα ερχόμουν έγκαιρα κοντά σου
αν μια απελπισμένη θύμηση
δεν πεταγόταν ξαφνικά
στις ρόδες της αγάπης μου.
Αν άκουγες
πως έσκουξαν τα φρένα του ενστίκτου
Αν έβλεπες
πως χάραξαν την ύπαρξή μου
στην άσφαλτο της ψυχής
τα λάστιχα της αυτοσυντήρησης,
δέος θα σε κατέβαλε.
Ολάκερο ποίημα σκάρωσαν
με τις στριγκλιές τους.



**


Ρωγμή στο απροσπέλαστο

Μια κρούστα φόβου το σκαλοπάτι για ν’ ανέβεις.
Ρινίσματα οράματος στου σκοταδιού τη μέθη.
Φωνή συνείδησης
την αρμονία του ολόκληρου ταράζει.

Ρωγμή στο απροσπέλαστο.

Ρωγμή χαμόγελο φωτιάς γεννάνε άλλο κόσμο
σ’ ένα ταξίδι πέρα από εμάς.
Πιο κει κι απ’ την τραγική μας σύγχυση.
Κι είναι η πίκρα μας αρμός ανάμεσά τους.

Κουράζεται ο κρόταφος της νύχτας
στο κύμα του μαξιλαριού.
Κατρακυλάει απ’ το κεφάλι ως τα πόδια
μνήμη κι επιθυμία.

Δεινών πηγή η άγνοια κυοφορεί ελπίδα.
Ώσπου να ακουστεί το κλικ του μηδενός.



**


Αχ, Οχ!

Το τελευταίο μέρος της ζωής της
Το ξόδεψε στο νοσοκομείο
Βουβή και φοβισμένη
Τυχαία ανακαλύψαμε
Μία δική μας γλώσσα
Το «Αχ, Ωχ»
Θα έλεγε «Αχ, Ωχ»
Όταν χρειαζόταν μετακίνηση
ή την ανάγκη της.
Μια ένεση παυσίπονη
ή μια ελπίδα.

Τι τέλειο παιδί έδειχνε εκείνο τον καιρό.
Όχι το έρμαιο που ήταν ως έφηβη και νέα.
Όταν διαγράφαμε μια θυελλώδη
Συνήθως, καταχρηστική ζωή.


**


Σουγιάς

Η απουσία σου
είναι η μυρωδιά
φρεσκοκομμένου μήλου
κι ανήλιαγου απομεσήμερου.
Η μυρωδιά κερμάτων
δίπλα στην αλατιέρα.
Το τατουάζ της νικοτίνης
στα δυο σου δάχτυλα.
η εισπνοή του καπνού
που την απόλαυση κοσκίνιζε
για ηδονή του εαυτού σου.

Κι εκείνος ο βήχας ο επίμονος.


 **

Διαπίστωση

Αν δεν πεινάσει το ψωμί
πιότερο απ’ τον άνθρωπο
Αν δεν μικρύνουν
οι μερίδες απληστίας
Αν δεν στομώσει το μαχαίρι
από αγάπη για ζωή

δεν θα υπάρξουμε ποτέ.

**

Η βροχή δε μύρισε

Δεν σε λησμόνησα ποτέ
προορισμέ
Κι ας έχω τσιμεντώσει
την αυλή μου.


**

Ακριβώς...
           
Ζήσε ήσυχα από τώρα και στο εξής.
Όπως το ποίημα. Αθόρυβα κι αιώνια.
Ζήσε σαν ποίημα.
Συγγνώμη! Όχι... σαν...
Δεν σε αγάπησα σαν... σε αγάπησα ακριβώς.
Ζήσε, ακριβώς, όπως το ποίημα!

Δεν εννοώ το ποίημα που σου έστειλα
μέσω του σύμπαντος.
Εκείνο ήταν άτυχο.
Το έλουζα, το έπλενα, το σιδέρωνα,
του άλλαζα λέξεις,
του μπάλωνα αμφιβολίες, κενά και τρύπες
μη δραπετεύσει κάποια συλλαβή
και ανατραπεί η ασφάλειά του .
Το καμάρωνα, το είχα ερωτευτεί.
Κι εσύ μήτε που άκουσες το κλάμα του.

Ώσπου μια μέρα το συνάντησε το φως,
τυχαία, στο κρεβάτι μου.
Και μια αχτίνα του απρόσεχτη,
αχτίνα φονική, το έκοψε στα δύο.

Μία θανάσιμη ρωγμή στο σώμα του ποιήματος!

Κι όπως το είχα αγκαλιά γλίστρησα μέσα του
Και γάντζωσα τα χέρια μου στα στήθη του.
Και με τα χέρια γαντζωμένα στα στήθη, εκατέρωθεν,
ικέτευσα για τελευταία φορά:
Ζήσε ακριβώς όπως το ποίημα!
Όπως επιθυμεί και ζει η αμετάκλητη αγάπη!




**

Τιμοκατάλογος

Θα είναι γιόμα Κυριακής όταν θα φύγω.
Την ώρα που θα πίνω τον καφέ στο καφενείο
θα γείρω το κεφάλι στην κολόνα
να ξεκουράσω μνήμες απ’ τη ζωή που χάθηκε
μέσα σε χρώματα παστέλ
στην υποδόρια υγρασία των προσώπων.

Θα εκραγώ αθόρυβα.
Οι μνήμες, σαν πίνακες ζωγραφικής
θα κρεμαστούν τριγύρω.

Αυτός ο πίνακας με τα ποδήλατα μ’ αρέσει,
θα πω στον σερβιτόρο.
Έχετε τιμοκατάλογο αναμνήσεων;

Εκείνος θ’ απαντήσει.
Ξέρω. Ένα σκέτο στη χόβολη, εννοείτε.

Όχι στη χόβολη, στην ψυχή τον θέλω!

Μια τέτοια μέρα θα ΄ναι όταν θα φύγω.
Κάποια στιγμή θ’ ακούσω μέσα μου
ν’ ανοιγοκλείνει της ζωής μου το διάφραγμα
για μια στερνή, ακήδευτη εικόνα.
Σαν τελευταία διευκρίνιση φωτός

Και θα φορώ κατάσαρκα ένα ζεστό απομεσήμερο.
Στις τσέπες του θα ψάξουν τ’ όνομά μου.



**

Χωρίς σκιά

Όπου θ’ αναζητήσω την αγάπη εκεί θα κλάψω.

Σμίγουν τα βλέμματα
Ο πόθος αγκαλιάζει λέξεις.
Τις στραγγίζει, τις θρυμματίζει, τις πετάει.
Κρατάει μόνο μία στη θαλάμη της υπόσχεσης.
Άγνωστη λέξη. Αγέννητη, μυτερή κι ευθεία.
Μ’ αυτή τον κρόταφο θα σημαδέψει
την ημέρα, την ώρα, τη στιγμή
που δεν θα φωτίσεις την ψυχή σου με ευγένεια.

Για την τιμή εκείνης της στιγμής
ο πόθος θα τραβήξει τη σκανδάλη.
Η άγνωστη λέξη θα βρει διάβαση.
Θασκοτώσει το δικό σου φόβο και του άλλου.
Δυο φόβοι θα σκοτωθούν από τη λέξη.

Ποτέ πάλι τα σώματα
δεν θα κινηθούν το ένα προς το άλλο.
Κανένα δεν θα καταπιεί το άλλο.
Θα είναι νεκρά, χωρίς σκιά.




**

Από παντού

Μιλούσε σιγανά και λίγο,
έως καθόλου.
Έστρεφε το κορμί της προς την δύση
κι από την ανατολή φωτιζόταν η μνήμη της.
Γλιστρούσαν τα εβένινα ακροδάχτυλά της
σε τεντωμένο ψίθυρο
όπως η παρατεταμένη φλυαρία ανατριχίλας.
Ισορροπούσε την ανάσα της
σ’ ένα αέρινο σχοινί δροσοσταλίδων.
Είχε την ομορφιά της εξαΰλωσης
Κι ένα ναυάγιο απορίας
αγκιστρωμένο στη δαντέλα της ψυχής της.
Είχε και μια καρφίτσα σύμπαντος στο πέτο.
Που δεν την κοίταζε ποτέ




**