Σελίδες

Πέμπτη 28 Μαΐου 2020

ΡΩΓΜΗ ΣΤΟ ΑΠΡΟΣΠΕΛΑΣΤΟ: Ποιητική Συλλογή του Σωτήρη Σαμπάνη (απόσπασμα) ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΟΚΟΛΗ (2017)


Όριο

Δυο λέξεις λοιδορούν την αιωνιότητα
δυο λέξεις διακόπτουν
της αθανασίας την ψευδαίσθηση:
«Ποτέ» και «Πάντα»


**


Αναμονή

Εκείνα τα άδεια παπούτσια
Στου πεζοδρόμιου την άκρη
Σώμα που φιλοξένησαν
Θερμοκρασία, ανάσες, χρόνο
Ποιον περιμένουν τώρα
Να φορέσουν;


**


Αίσθημα αντιστροφής

Όχι πια λέξεις.
Με εξαπάτησαν γι’ αυτό και τις γνωρίζω.
Γι’ αυτό και θέλω τη σιωπή
το Άλφα και το Ωμέγα κάθε λόγου.

Αν άλλαζα τον κόσμο θα τον μίκραινα
τόσο που να χωρά στη σκέψη.
Να εποπτεύεται το άπειρο.

Μια αυλακιά από θάλασσα όλη κι όλη
κι ένα κομμάτι ουρανού ως το ταβάνι
τα αστέρια του ν’ αλλάζω όταν καίγονται.
Και ένα δέντρο να μοιράζει το οξυγόνο σε μερίδες.

Τον έρωτα θ’ άφηνα  αψαλίδιστο.
Να γονιμοποιούν ακόμα οι χαρές του
και να γεννούν οι λύπες του.



**


Θρόισμα νοσταλγίας

Κάτι περνάει στο σκοτάδι.
Το κάνει ένα τόνο ανοιχτότερο.
Η ανταύγεια σου θα ΄ναι
Να δεις που την επόμενη στιγμή
θ’ ακούσω την ανάσα σου
Όπως παλιά,
που σ’ άκουγα να σέρνεις
τα πόδια στο διάδρομο
κι η προσμονή μου
άρπαζε σαν το ξερόκλαδο φωτιά.

Μα ναι, το ίδιο λέμε
Θρόισμα νοσταλγίας
Εσύ το ντύνεις με άλλη λέξη
το λες απώλεια.



**


Κατάγματα

Πρόσεχε που πατάς.
Κρυμμένα δόκανα οι λέξεις
χώνονται ως το κόκαλο.
Κι η ποίηση γκρεμός
με στόμα ανοιχτό προσμένει
απ’ των ψυχών το πέσιμο
να ζήσει




**


Θαμπάδα

Κάθε νύχτα αισθάνομαι
ότι σβήνω το φως
για τελευταία φορά
ενώ οι ωροδείκτες
φωσφορίζουν τη συνέχεια.

Κάθε νύχτα ανάβω
το λαμπάκι της μνήμης
και πνίγω τη μέρα
σε μια αμυδρή
αβεβαιότητα φωτός.

Και ξαγρυπνώ.
Και αφαιρώ όλα εκείνα
που θα προσθέσω στην επόμενη.

Και λιγοστεύω.



**


Α-τύχημα

Θα ερχόμουν έγκαιρα κοντά σου
αν μια απελπισμένη θύμηση
δεν πεταγόταν ξαφνικά
στις ρόδες της αγάπης μου.
Αν άκουγες
πως έσκουξαν τα φρένα του ενστίκτου
Αν έβλεπες
πως χάραξαν την ύπαρξή μου
στην άσφαλτο της ψυχής
τα λάστιχα της αυτοσυντήρησης,
δέος θα σε κατέβαλε.
Ολάκερο ποίημα σκάρωσαν
με τις στριγκλιές τους.



**


Ρωγμή στο απροσπέλαστο

Μια κρούστα φόβου το σκαλοπάτι για ν’ ανέβεις.
Ρινίσματα οράματος στου σκοταδιού τη μέθη.
Φωνή συνείδησης
την αρμονία του ολόκληρου ταράζει.

Ρωγμή στο απροσπέλαστο.

Ρωγμή χαμόγελο φωτιάς γεννάνε άλλο κόσμο
σ’ ένα ταξίδι πέρα από εμάς.
Πιο κει κι απ’ την τραγική μας σύγχυση.
Κι είναι η πίκρα μας αρμός ανάμεσά τους.

Κουράζεται ο κρόταφος της νύχτας
στο κύμα του μαξιλαριού.
Κατρακυλάει απ’ το κεφάλι ως τα πόδια
μνήμη κι επιθυμία.

Δεινών πηγή η άγνοια κυοφορεί ελπίδα.
Ώσπου να ακουστεί το κλικ του μηδενός.



**


Αχ, Οχ!

Το τελευταίο μέρος της ζωής της
Το ξόδεψε στο νοσοκομείο
Βουβή και φοβισμένη
Τυχαία ανακαλύψαμε
Μία δική μας γλώσσα
Το «Αχ, Ωχ»
Θα έλεγε «Αχ, Ωχ»
Όταν χρειαζόταν μετακίνηση
ή την ανάγκη της.
Μια ένεση παυσίπονη
ή μια ελπίδα.

Τι τέλειο παιδί έδειχνε εκείνο τον καιρό.
Όχι το έρμαιο που ήταν ως έφηβη και νέα.
Όταν διαγράφαμε μια θυελλώδη
Συνήθως, καταχρηστική ζωή.


**


Σουγιάς

Η απουσία σου
είναι η μυρωδιά
φρεσκοκομμένου μήλου
κι ανήλιαγου απομεσήμερου.
Η μυρωδιά κερμάτων
δίπλα στην αλατιέρα.
Το τατουάζ της νικοτίνης
στα δυο σου δάχτυλα.
η εισπνοή του καπνού
που την απόλαυση κοσκίνιζε
για ηδονή του εαυτού σου.

Κι εκείνος ο βήχας ο επίμονος.


 **

Διαπίστωση

Αν δεν πεινάσει το ψωμί
πιότερο απ’ τον άνθρωπο
Αν δεν μικρύνουν
οι μερίδες απληστίας
Αν δεν στομώσει το μαχαίρι
από αγάπη για ζωή

δεν θα υπάρξουμε ποτέ.

**

Η βροχή δε μύρισε

Δεν σε λησμόνησα ποτέ
προορισμέ
Κι ας έχω τσιμεντώσει
την αυλή μου.


**

Ακριβώς...
           
Ζήσε ήσυχα από τώρα και στο εξής.
Όπως το ποίημα. Αθόρυβα κι αιώνια.
Ζήσε σαν ποίημα.
Συγγνώμη! Όχι... σαν...
Δεν σε αγάπησα σαν... σε αγάπησα ακριβώς.
Ζήσε, ακριβώς, όπως το ποίημα!

Δεν εννοώ το ποίημα που σου έστειλα
μέσω του σύμπαντος.
Εκείνο ήταν άτυχο.
Το έλουζα, το έπλενα, το σιδέρωνα,
του άλλαζα λέξεις,
του μπάλωνα αμφιβολίες, κενά και τρύπες
μη δραπετεύσει κάποια συλλαβή
και ανατραπεί η ασφάλειά του .
Το καμάρωνα, το είχα ερωτευτεί.
Κι εσύ μήτε που άκουσες το κλάμα του.

Ώσπου μια μέρα το συνάντησε το φως,
τυχαία, στο κρεβάτι μου.
Και μια αχτίνα του απρόσεχτη,
αχτίνα φονική, το έκοψε στα δύο.

Μία θανάσιμη ρωγμή στο σώμα του ποιήματος!

Κι όπως το είχα αγκαλιά γλίστρησα μέσα του
Και γάντζωσα τα χέρια μου στα στήθη του.
Και με τα χέρια γαντζωμένα στα στήθη, εκατέρωθεν,
ικέτευσα για τελευταία φορά:
Ζήσε ακριβώς όπως το ποίημα!
Όπως επιθυμεί και ζει η αμετάκλητη αγάπη!




**

Τιμοκατάλογος

Θα είναι γιόμα Κυριακής όταν θα φύγω.
Την ώρα που θα πίνω τον καφέ στο καφενείο
θα γείρω το κεφάλι στην κολόνα
να ξεκουράσω μνήμες απ’ τη ζωή που χάθηκε
μέσα σε χρώματα παστέλ
στην υποδόρια υγρασία των προσώπων.

Θα εκραγώ αθόρυβα.
Οι μνήμες, σαν πίνακες ζωγραφικής
θα κρεμαστούν τριγύρω.

Αυτός ο πίνακας με τα ποδήλατα μ’ αρέσει,
θα πω στον σερβιτόρο.
Έχετε τιμοκατάλογο αναμνήσεων;

Εκείνος θ’ απαντήσει.
Ξέρω. Ένα σκέτο στη χόβολη, εννοείτε.

Όχι στη χόβολη, στην ψυχή τον θέλω!

Μια τέτοια μέρα θα ΄ναι όταν θα φύγω.
Κάποια στιγμή θ’ ακούσω μέσα μου
ν’ ανοιγοκλείνει της ζωής μου το διάφραγμα
για μια στερνή, ακήδευτη εικόνα.
Σαν τελευταία διευκρίνιση φωτός

Και θα φορώ κατάσαρκα ένα ζεστό απομεσήμερο.
Στις τσέπες του θα ψάξουν τ’ όνομά μου.



**

Χωρίς σκιά

Όπου θ’ αναζητήσω την αγάπη εκεί θα κλάψω.

Σμίγουν τα βλέμματα
Ο πόθος αγκαλιάζει λέξεις.
Τις στραγγίζει, τις θρυμματίζει, τις πετάει.
Κρατάει μόνο μία στη θαλάμη της υπόσχεσης.
Άγνωστη λέξη. Αγέννητη, μυτερή κι ευθεία.
Μ’ αυτή τον κρόταφο θα σημαδέψει
την ημέρα, την ώρα, τη στιγμή
που δεν θα φωτίσεις την ψυχή σου με ευγένεια.

Για την τιμή εκείνης της στιγμής
ο πόθος θα τραβήξει τη σκανδάλη.
Η άγνωστη λέξη θα βρει διάβαση.
Θασκοτώσει το δικό σου φόβο και του άλλου.
Δυο φόβοι θα σκοτωθούν από τη λέξη.

Ποτέ πάλι τα σώματα
δεν θα κινηθούν το ένα προς το άλλο.
Κανένα δεν θα καταπιεί το άλλο.
Θα είναι νεκρά, χωρίς σκιά.




**

Από παντού

Μιλούσε σιγανά και λίγο,
έως καθόλου.
Έστρεφε το κορμί της προς την δύση
κι από την ανατολή φωτιζόταν η μνήμη της.
Γλιστρούσαν τα εβένινα ακροδάχτυλά της
σε τεντωμένο ψίθυρο
όπως η παρατεταμένη φλυαρία ανατριχίλας.
Ισορροπούσε την ανάσα της
σ’ ένα αέρινο σχοινί δροσοσταλίδων.
Είχε την ομορφιά της εξαΰλωσης
Κι ένα ναυάγιο απορίας
αγκιστρωμένο στη δαντέλα της ψυχής της.
Είχε και μια καρφίτσα σύμπαντος στο πέτο.
Που δεν την κοίταζε ποτέ




**


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου