Αποχρωματισμός
Να παίρνω μαζί μου
κάθε απρόσιτη και γρήγορη ματιά,
που κινδυνεύει
απ' το ναυάγιο του απόλυτου
και τα συντρίμμια της υπόσχεσης.
Να κατακτώ από απόσταση
ό,τι τυλίγει ο πόθος της ψυχής
και μ' ένα χάδι σιωπής να το ματώνω.
**
Θρύμματα
Μεγαλείου
Πρόσχημα της συνάντησης
ένα βιβλίο σπάνιο που ζήτησες
να βρω και να σ’ το φέρω.
Δεν γνώριζα τι έγραφε.
Πρόλαβε ο βιβλιοπώλης και το τύλιξε,
μ’ ένα χαρτί συνεσταλμένης
απομόνωσης
δίχως να το ζητήσω.
Ούτε υποψιάστηκα ότι εκεί μέσα
λούφαζε
μια πρώτη ανάγνωση του έρωτα.
Θυμάμαι πως
έριξες πρώτα μια ματιά στο
οπισθόφυλλο
έπειτα το ξεφύλλισες γοργά
σαν να περνούσες από γνωστά σου
κατατόπια.
Δώρο για ΄σένα, είπες
και το απίθωσες στο πάτωμα.
Κι έπειτα έσκυψες πάνω μου
μ’ ένα χαμόγελο υψηλού κινδύνου
που φώτισε μέχρι την άκρη της ψυχής
σου.
Δεν άντεξα.
Με το φιλί μου αποκεφάλισα το σώμα
σου.
Σφυγμός Απομεσήμερου
Δεν σηκώθηκα όταν έφυγες.
Είχε μια ζεστασιά το σκέπασμα
υπήνεμη.
Κυοφορούσε πάλι παρουσία
συναρθρώνοντας
ό,τι είχε μείνει απ’ του κορμιού σου
τη μετάληψη.
Στρώθηκε χόβολη αναπόλησης
και
με καθήλωσε δυo ώρες παραπάνω.
Να συνδαυλίζω μέσα της το πάθος
σαν επιδόρπιο πλούσιου γεύματος
πασπαλισμένο με μια γλυκάδα ανάγκης
κι όχι αυτή του χορτασμού ή της
επίδειξης.
Σηκώθηκα στις έξι παρά τέταρτο
και με το κόστος πληρωμένο
βγήκα από το στέκι της ψυχής μου
ασυνόδευτος.
Με άρτυμα μία γουλιά συνέχειας
Επιστρέφω απ’ τη μοναδική στιγμή της ηδονής.
Όλοι ευχαριστημένοι.
Οι τοίχοι που άκουσαν φωνές, ψιθύρους, ομιλίες.
Το σπινωμένο φως που γλίτωσε την καύση του.
Οι μπεζ κουρτίνες που έκρυψαν μισή ντροπή από μέσα.
Το στρώμα, που εξάσκησε τα ελατήριά του.
Το πάτωμα, που ένιωσε σαν θαλπωρή,
το βάρος μας ξυπόλυτο.
Η βρύση που ξεσκούριασε τα σπλάγχνα της.
Και ο καθρέφτης μάς έκανε τη χάρη
να ευπρεπίσει τις ατέλειες
και εις διπλούν να αποδώσει το παράφορο.
Και τα θηρία μας δαμάστηκαν.
Ημιλιπόθυμα ευχαρίστησης τα άφησε
εκείνη η πρωτόγονη ικανότητα που έχουμε
να τα πραΰνουμε όταν αγριεύουν.
Τα ηρεμεί η σάρκα όταν γυμνή παλεύει
κι οι μονομάχοι γονατίζουν ηττημένοι.
Από τη μοναδική στιγμή της ηδονής,
κομμάτι αδιευκρίνιστο του κόσμου, επιστρέφω.
Με άρτυμα μια γουλιά συνέχειας στο στόμα.
Μεσίστιοι Πόθοι
Κουράστηκα να οδηγώ το πλοίο διαρκώς.
Αυτή η πλοήγηση
μοναδικών διαδρομών
τις απολαύσεις φθείρει
στο όνομα επιβατών που με προτίμησαν.
Βέβαια, να ιδώ πολλά δεν θέλω,
μήπως της φαντασίας το διάφανο
θαμπώσει.
Με περισσή χαρά μπορείτε
να αναλίσκεστε πολυτελώς,
στην ασφαλή πορεία και προσάραξη
αφημένοι.
Όλα τα κύματα για μένα έρχονται.
Για μένα του θανάτου η αγωνία.
Για σας φροντίδες αυταρέσκειας.
Για σας η νηνεμία.
Μεσίστια σημαία θα υψώσω
χαμένων πόθων τη σημαία.
Να αναπάλλει, να γλυφαίνει
στον άγριο αέρα.
Σαν κυματώδης κίνηση ερωτική,
που πήρε αυτό που ήθελε
και άφησε τα ξέφτια,
για της αξίας το ελλιπές
και το ψευδές του υπερτιμημένου κόστους.
Αλλιώς εγώ ενσωματώνω το ταξίδι.
Άλλη η απόλαυση που διαθλά
η οπτική γωνία.
Ενσωμάτωση
Έτσι όπως έκανα να φύγω
το πρόσωπό μου έμεινε στην πόρτα σου.
Βορά του αέρα τα μαλλιά μου
χάιδεψαν μυστικά τ΄ αφτιά σου.
Απαλά, σαν βαθιά προσευχή.
Αταραξία
Κοιμήθηκα απόψε.
Ούτε μια ζαβολιά δεν έκανε το όνειρό
μου.
Όλα τ’ αγαπημένα πρόσωπα στη θέση
τους
Κανένας δε σήκωσε φτερό να
αλαργέψει.
Κι έμεινε η ψυχή μου απαίδευτη όλη
νύχτα.
**
Άρρυθμη Μνήμη
Η μάνα μου
είναι μια γραμμή δροσερού ιδρώτα
που κυλάει κάθε τόσο στο λαιμό μου.
Μια υποδόρια κηλίδα αίματος
κάτω απ’ το ρολόι του χεριού μου.
Η λεκιασμένη ανοιχτόχρωμη ποδιά της,
ελάχιστη αντίσταση στο πένθος,
κοιμάται διπλωμένη στο συρτάρι μου.
Τα άδεια της παπούτσια
σ’ ένα ανήλιαγο ψυχρό δωμάτιο.
Μια τούφα αδύνατα μαλλιά
στης χτένας της τα δόντια σκαλωμένα
και το φθαρμένο λαστιχάκι που τα
έδενε
πάνω στην εταζέρα του καθρέφτη
καλημερίζουν την ορφανή καρδιά μου.
**
Έξοδος
Να θυμηθείς λοιπόν
να μπεις κρυφά στην κάμαρά μου,
τα λιγοστά μου πράγματα να πάρεις.
Κάτω απ’ το λευκό μου μαξιλάρι
Θα βρεις το κλάμα μου
και το χαμόγελό σου.
Στο πάτωμα
είναι κοντόγιομη του άγνωστου η φιάλη.
Παρ’ τη κι αυτή,
μη πουν ότι δεν ήπιαμε πολύ.
Και μην αργήσεις ψάχνοντας τα φιλιά μου,
μες στο συρτάρι της ψυχής
τα έχω κρυμμένα.
Φεύγοντας να ξεδιπλώσεις το σεντόνι μου
φρεσκοπλυμένο με σαπούνι και σταχτόνερο.
Δεν λησμόνησα ποτέ το άγγιγμά του.
Είχε μια ελαφράδα σιωπής και ανακούφισης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου