Στον ουρανό τού τίποτα με ελάχιστα / Αγγελάκη Ρουκ
Κατερίνα
Από την κλειδαρότρυπα κρυφοκοιτάω τη ζωή
την κατασκοπεύω μήπως καταλάβω
πώς κερδίζει πάντα αυτή
ενώ χάνουμε εμείς.
Πώς οι αξίες γεννιούνται
κι επιβάλλονται πάνω σ’ αυτό που πρώτο λιώνει:
το σώμα.
Πεθαίνω μες στο νου μου χωρίς ίχνος αρρώστιας
ζω χωρίς να χρειάζομαι ενθάρρυνση καμιά
ανασαίνω κι ας είμαι
σε κοντινή μακρινή απόσταση
απ’ ό,τι ζεστό αγγίζεται, φλογίζει…
Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδυασμούς
θα εφεύρει η ζωή
ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης
και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας.
Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο∙
πέταλα, αναστεναγμούς, αποχρώσεις
τα πετάω.
Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω∙
να φεύγουν τα περιττά λέω
να μπω στον ουρανό τού τίποτα
με ελάχιστα.
την κατασκοπεύω μήπως καταλάβω
πώς κερδίζει πάντα αυτή
ενώ χάνουμε εμείς.
Πώς οι αξίες γεννιούνται
κι επιβάλλονται πάνω σ’ αυτό που πρώτο λιώνει:
το σώμα.
Πεθαίνω μες στο νου μου χωρίς ίχνος αρρώστιας
ζω χωρίς να χρειάζομαι ενθάρρυνση καμιά
ανασαίνω κι ας είμαι
σε κοντινή μακρινή απόσταση
απ’ ό,τι ζεστό αγγίζεται, φλογίζει…
Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδυασμούς
θα εφεύρει η ζωή
ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης
και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας.
Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο∙
πέταλα, αναστεναγμούς, αποχρώσεις
τα πετάω.
Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω∙
να φεύγουν τα περιττά λέω
να μπω στον ουρανό τού τίποτα
με ελάχιστα.
**
Το μάτι του πατέρα μου/ Ελένη Βακαλό
Ο πατέρας μου είχε ένα γυάλινο μάτι.
Τις Κυριακές που καθότανε σπίτι έβγαζε από την τσέπη του
κι άλλα μάτια, τα γυάλιζε με την άκρη του μανικιού του και φώ-
ναζε τη μητέρα μου να διαλέξει. Η μητέρα μου γελούσε.
Τις Κυριακές που καθότανε σπίτι έβγαζε από την τσέπη του
κι άλλα μάτια, τα γυάλιζε με την άκρη του μανικιού του και φώ-
ναζε τη μητέρα μου να διαλέξει. Η μητέρα μου γελούσε.
Τα πρωινά ο πατέρας μου ήταν ευχαριστημένος. ‘Επαιζε το
μάτι
στη φούχτα του πριν το φορέση και έλεγε πως είναι ένα καλό μάτι.
‘Ομως εγώ δεν ήθελα να τον πιστέψω.
στη φούχτα του πριν το φορέση και έλεγε πως είναι ένα καλό μάτι.
‘Ομως εγώ δεν ήθελα να τον πιστέψω.
Έριχνα ένα σκούρο σάλι στους ώμους μου τάχα πως κρυώ-
νω κι ήταν για να παραμονέψω. Στο τέλος τον είδα μια μέρα να
κλαίει. Δεν είχε καμιά διαφορά από ένα αληθινό μάτι.
νω κι ήταν για να παραμονέψω. Στο τέλος τον είδα μια μέρα να
κλαίει. Δεν είχε καμιά διαφορά από ένα αληθινό μάτι.
Αυτό το ποίημα
δεν είναι για να το διαβάσουν
όσοι δεν μ’ αγαπούνε
ακόμη
κι από κείνους
που δεν θα με ξέρουν
αν δεν πιστεύουνε πως υπήρξα
σαν
και κείνους.
δεν είναι για να το διαβάσουν
όσοι δεν μ’ αγαπούνε
ακόμη
κι από κείνους
που δεν θα με ξέρουν
αν δεν πιστεύουνε πως υπήρξα
σαν
και κείνους.
Ύστερα από την ιστορία με τον πατέρα μου, υποψιαζόμουνα
και όσους είχαν αληθινά μάτια.
**
Η σιωπή /Όλγα Βότση
Τούτη η σιωπή
που σφίγγει σα χέρι γιγάντιο τα σωθικά σου
πιο πέρα απ’ τις μικρές φωνές να σε φέρνει,
στην καρδιά του κόσμου για να σε φέρνει,
τούτη η σιωπή, πώς λόγος στέρεος βαθιά σου αντηχεί,
ν’ ακούς, ν’ ακούς, σα στήλη νερού να ορθώνεσαι ν’ αφουγκράζεσαι,
να έχει κρεμαστεί η ψυχή σου ένα ζούδι στο μεγάλο κλωνάρι
του κόσμου.
που σφίγγει σα χέρι γιγάντιο τα σωθικά σου
πιο πέρα απ’ τις μικρές φωνές να σε φέρνει,
στην καρδιά του κόσμου για να σε φέρνει,
τούτη η σιωπή, πώς λόγος στέρεος βαθιά σου αντηχεί,
ν’ ακούς, ν’ ακούς, σα στήλη νερού να ορθώνεσαι ν’ αφουγκράζεσαι,
να έχει κρεμαστεί η ψυχή σου ένα ζούδι στο μεγάλο κλωνάρι
του κόσμου.
**
Σ’ όσους σπάσανε, σ’ όσους
κρατάνε / Κατερίνα Γώγου
Κουρελιασμένοι απ’ τ’ αγριεμένα κύματα
πεταμένα υπολείμματα για πάντα από δω και μπρός
στο σκοτεινό θάλαμο της γης
με ισκιωμένο το μυαλό
απ’ το ξέφρενο κυνηγητό
της ασάλευτης πορείας των άστρων
οι τελευταίοι
απόθεσαν το κουρασμένο κεφάλι τους
θυσία
στην τελετουργία των ανεμοστρόβιλων καιρών .
Κι άνθρωποι δεν υπήρχανε.
Κι ένα άσπρο χιόνι σιωπής
σκέπασε οριστικά τις βυθισμένες πόλεις. .
πεταμένα υπολείμματα για πάντα από δω και μπρός
στο σκοτεινό θάλαμο της γης
με ισκιωμένο το μυαλό
απ’ το ξέφρενο κυνηγητό
της ασάλευτης πορείας των άστρων
οι τελευταίοι
απόθεσαν το κουρασμένο κεφάλι τους
θυσία
στην τελετουργία των ανεμοστρόβιλων καιρών .
Κι άνθρωποι δεν υπήρχανε.
Κι ένα άσπρο χιόνι σιωπής
σκέπασε οριστικά τις βυθισμένες πόλεις. .
**
Δεν έχεις τι να χάσεις /
Κική Δημουλά
Καλὰ
τὰ
βγάζει πέρα ἡ
μοναξιὰ
φτωχικὰ ἀλλὰ τίμια.
Ἀλλοῦ κοιμᾶται αὐτὴ
κι ἀλλοῦ τὸ ἐγκρατὲς σκεπτικὸ ἐάν.
φτωχικὰ ἀλλὰ τίμια.
Ἀλλοῦ κοιμᾶται αὐτὴ
κι ἀλλοῦ τὸ ἐγκρατὲς σκεπτικὸ ἐάν.
Μόνο καμιὰ φορὰ
σὲ πειραματισμοὺς τὴν παρασύρει
ἡ περιέργεια
– ὄφις προγενέστερος
καὶ πιὸ φανατικὸς
ἀπ᾿ τὸν νερόβραστον ἐκεῖνον τῆς μηλέας.
σὲ πειραματισμοὺς τὴν παρασύρει
ἡ περιέργεια
– ὄφις προγενέστερος
καὶ πιὸ φανατικὸς
ἀπ᾿ τὸν νερόβραστον ἐκεῖνον τῆς μηλέας.
Δοκίμασε τῆς λέει, μὴ φοβᾶσαι
δὲν ἔχεις τί νὰ χάσεις
δὲν ἔχεις τί νὰ χάσεις
**
Οι σκεπές/ Μαργαρίτα Δαλματή
Μα δεν υπάρχουνε πια οι σκεπές
κεραμιδιές
να σημαδεύουνε του ανθρώπου το μόχτο
να χωρίζουν τα ουράνια από τους θνητούς
Κ' η Μοίρα μπαίνει τώρα ξαφνικά στα
δώματα
να κόψη της ζωής το χρυσό νήμα
δίχως να κρούει τη θύρα.
δίχως-σαν
τον παλιό καιρό- να μεταμορφωθεί
σε κουκουβάγια με τη βραχνή της τη φωνή
να πάει να σταθεί μεσάνυχτα πάνου
στα κεραμίδια στο σπίτι που σημάδεψε
προτού να το χτυπήσει. να δώση τον καιρό
να ετοιμαστούνε οι ψυχές
για μακρινό αποχωρισμό ή για να μισέψουν
**
Μοναξιά / Ζωή Καρέλλη
Πού θα πάμε, ψυχή, μ’ όλη τούτη
την εξορία που μέσα μας φέρνουμε;
Μαζί μας κανένας κι η μοναξιά
έγινε τόσο παράξενη, που είναι ίδια
με τη συντροφιά των πολλών ανθρώπων.
Μιλάς και σωπαίνεις και τα πράγματα
μένουν αδιάλλαχτα, σα να μην υπάρχει
θέληση καμιά, να τα κυβερνήσει.
Αστειότερες, οι θλιβερές προσπάθειες,
γιατί τόση απαισιοδοξία;… Σαν το τίποτα
να μεγάλωσε, να φούσκωσε αλλόκοτα,
δείχνει ένα πρόσωπο παράφορο δίχως μορφή,
έτοιμο να σκάσει, να βγάλει απ’ το νου,
όλα τα πλήθη που το κρατούν
και τώρα διασπώνται, σαν το τίποτα
να γίνετ’ ένα μυρμήγκιασμα.
την εξορία που μέσα μας φέρνουμε;
Μαζί μας κανένας κι η μοναξιά
έγινε τόσο παράξενη, που είναι ίδια
με τη συντροφιά των πολλών ανθρώπων.
Μιλάς και σωπαίνεις και τα πράγματα
μένουν αδιάλλαχτα, σα να μην υπάρχει
θέληση καμιά, να τα κυβερνήσει.
Αστειότερες, οι θλιβερές προσπάθειες,
γιατί τόση απαισιοδοξία;… Σαν το τίποτα
να μεγάλωσε, να φούσκωσε αλλόκοτα,
δείχνει ένα πρόσωπο παράφορο δίχως μορφή,
έτοιμο να σκάσει, να βγάλει απ’ το νου,
όλα τα πλήθη που το κρατούν
και τώρα διασπώνται, σαν το τίποτα
να γίνετ’ ένα μυρμήγκιασμα.
Α, τι αθλιότητα περιέχουν
τα μάτια τής μοναξιάς!
Φύγετε τόσο μακριά,
που ποτέ να μη συναντήσετε πια
την μονάχην εικόνα σας,
καθώς φαίνεται, σήμερα, ολόκληρη.
τα μάτια τής μοναξιάς!
Φύγετε τόσο μακριά,
που ποτέ να μη συναντήσετε πια
την μονάχην εικόνα σας,
καθώς φαίνεται, σήμερα, ολόκληρη.
**
ΥΠΟΛΕΙΜΜΑΤΑ ΦΩΤΙΑΣ / Νίκη Μαραγκού
Αργεί το
μνημόσυνο
και κοιτάζω τις τοιχογραφίες.
Κάτω από τη σκηνή της ανάστασης
σε μαύρο φόντο
κλειδιά, καρφιά, αλυσίδες,
υλικά του Άδη,
όπως αυτά που έβρισκα
στο χώρο στάθμευσης του κοιμητηρίου
απομεινάρια από τη φωτιά του
Μεγάλου Σαββάτου.
Τα μάζευα για να της φτιάξω ένα έργο.
και κοιτάζω τις τοιχογραφίες.
Κάτω από τη σκηνή της ανάστασης
σε μαύρο φόντο
κλειδιά, καρφιά, αλυσίδες,
υλικά του Άδη,
όπως αυτά που έβρισκα
στο χώρο στάθμευσης του κοιμητηρίου
απομεινάρια από τη φωτιά του
Μεγάλου Σαββάτου.
Τα μάζευα για να της φτιάξω ένα έργο.
**
ΤΟ ΕΞΩ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΣΑ /Μελισσάνθη (Ήβη Κούγια-Σκανδαλάκη)
Αόριστα βλεπόταν στο γυαλί καθώς
το φως άναβε μιαν αντανάκλαση
μέσα στο τζάμι
κι άξαφνα, είχε μεταφερθεί μαζί με το
πολύφωτο
και τα έπιπλα έξω στη βροχή
Έμπλεκαν τα μαλλιά της στα πυράκανθα
που τυραννούσε η θύελλα
κι έμεναν ανέπαφα
Άχνιζε το φλιτζάνι του τσαγιού
σκαρφαλωμένο στο κλαδί που λικνιζόταν
κι ισορροπούσε
Τα δέντρα είχαν ξετρελαθεί απ’ τον άνεμο
ενώ στα ράφια αραδιασμένα τα βιβλία
έδιναν την εικόνα
της τάξης και της θαλπωρής
μιας κάμαρας φανταστικής μεταφερμένης
στη νύχτα και το ρίγος της βροχής.
**
Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ / Μαρία Πολυδούρη
Μ᾿ ἀπάντησες στὸ δρόμο σου, Ποιητή.
Ἤμουν τὸ πρωτολούλουδο τοῦ Ἀπρίλη.
Ἡ δίψα τῆς ἀγάπης ποὺ ζητεῖ
σοῦ φλόγιζε τὴ σκέψη καὶ τὰ χείλη.
Ἤμουν τὸ πρωτολούλουδο τοῦ Ἀπρίλη.
Ἡ δίψα τῆς ἀγάπης ποὺ ζητεῖ
σοῦ φλόγιζε τὴ σκέψη καὶ τὰ χείλη.
Ἤμουν τὸ πρωτολούλουδο. Κλειστὴ
τότε ἡ πηγὴ τῶν στοχασμῶν μου, ἐμίλει
μόνο ἡ καρδιά μου ἀθώα καὶ λατρευτή,
ὅταν τὸ πρῶτο βλέμμα μου εἶχες στείλει.
τότε ἡ πηγὴ τῶν στοχασμῶν μου, ἐμίλει
μόνο ἡ καρδιά μου ἀθώα καὶ λατρευτή,
ὅταν τὸ πρῶτο βλέμμα μου εἶχες στείλει.
Μὲ τὸν καιρό, τὸν πόθο σου σ᾿ ἐμὲ
νὰ φανερώσης σίμωσες. Ὠιμέ,
εἴμασταν μιᾶς γενιᾶς παιδιά. Ἡ καρδιά μας
νὰ φανερώσης σίμωσες. Ὠιμέ,
εἴμασταν μιᾶς γενιᾶς παιδιά. Ἡ καρδιά μας
Ἀγάπαε μὲ τὸ πάθος ποὺ ζητᾶ
νὰ πάρη, τὸ αἰσθανθήκαμε φρικτὰ
καὶ πήραμεν ἀλλοῦθε τὴ ματιά μας.
νὰ πάρη, τὸ αἰσθανθήκαμε φρικτὰ
καὶ πήραμεν ἀλλοῦθε τὴ ματιά μας.
**
"Απόσπασμα από το ποίημα τής μάνας μου
"/ Λύντια Στεφάνου
Δες μήπως κοιμηθείς τουλάχιστον απόψε
Εκεί μακριά στην πέρα-χώρα τού θανάτου.
Δες, μήπως πάψεις πια να τριγυρνάς
Από' να σ' άλλο αστέρι ψάχνοντας
Να με παρηγορήσεις.
Το ξέρω, μάνα, πως μιλάς μέσα απ' το φως των αστεριών
Ή, χτες, πως έστειλες τ' αγριοπερίστερα
Πάνω από το λιμάνι,
Κι άλλους θορύβους απ' τα παιδικά μου χρόνια:
Τριξίματα των ξύλων, βότσαλα,
Στην ακροθαλασσιά.
Φεύγουν και φεύγουν τα νερά με το φεγγάρι.
Τρέμουνε κι ανεβαίνουν ασημένιες σκάλες
Εκεί μακριά στην πέρα- χώρα τ' ουρανού.
Λύνονται ολοένα οι κλωστές
Που δένουνε τους ήσκιους με το βάρος των πραγμάτων.
Δες πως σαλεύει το βαθύ στη μέση τού γαλάζιου.
Στην μέση των χρωμάτων όλων...
Δες, μήπως τώρα λίγο κοιμηθείς.
Εκεί μακριά στην πέρα-χώρα τού θανάτου.
Δες, μήπως πάψεις πια να τριγυρνάς
Από' να σ' άλλο αστέρι ψάχνοντας
Να με παρηγορήσεις.
Το ξέρω, μάνα, πως μιλάς μέσα απ' το φως των αστεριών
Ή, χτες, πως έστειλες τ' αγριοπερίστερα
Πάνω από το λιμάνι,
Κι άλλους θορύβους απ' τα παιδικά μου χρόνια:
Τριξίματα των ξύλων, βότσαλα,
Στην ακροθαλασσιά.
Φεύγουν και φεύγουν τα νερά με το φεγγάρι.
Τρέμουνε κι ανεβαίνουν ασημένιες σκάλες
Εκεί μακριά στην πέρα- χώρα τ' ουρανού.
Λύνονται ολοένα οι κλωστές
Που δένουνε τους ήσκιους με το βάρος των πραγμάτων.
Δες πως σαλεύει το βαθύ στη μέση τού γαλάζιου.
Στην μέση των χρωμάτων όλων...
Δες, μήπως τώρα λίγο κοιμηθείς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου