των αυλών του χωριού
κάτω απ’ το δέντρο
νιώθοντας κοντή
πάνω στη σκάλα.
έχει πέσει πια πίσω απ’ τις απύλωτες μάντρες
–εκεί που το πρωί πρωί συντάσσει σκιές
θορυβώντας με τις πορφυρές παντόφλες του–
στη λίμνη με τις αργόσχολες πράσινες πάπιες
όπου δείχνει τα δέντρα να υψώνουν
τα κλαδιά τους όταν φυσά.
Ανοίγω ένα απ’ τα δυο δυτικά μου παράθυρα,
γεμίζω με το νυσταγμένο μου πρόσωπο τις παλάμες,
πονάνε λίγο οι αγκώνες
αλλά βολεύομαι.
Ψάχνω ένα μοτίβο που να μην έχω ζωγραφίσει,
ή φαντάζομαι μια κυρία σε ψηλοτάβανα δώματα,
Ψάχνω τα βλέμματα λοιπόν του μοντέλου μου
που δε λέει να σταματήσει να χασμουριέται
τσακίζοντας τον αυχένα, δείχνοντας ένα ξεδιάντροπο
ροζ στόμα να ροκανίζει την έννοια της ομορφιάς
που δεν ταιριάζουν στο μυτερό στέρνο
Απαιτώ ακινησία
μα το λέω με δισταγμό σχεδόν άφωνα,
το λέω σαν ιπποκόμος που επιπλήττει ψιθυριστά
χτυπώντας χωρίς κακία
το τεράστιο λιγόπιστο κρεμεζί άλογο
που καμπυλώνει στο χέρι ξεφυσώντας.
μα περιορίζει την αγανάκτηση
που ακουμπούν πάλι με όλο το πέλμα
στο φρέσκο
από την ποιητική συλλογή:
εκδ. Γαβριηλίδης, 2011