του Γιώργου Γκανέλη
ΟΙ ΕΝΟΧΕΣ
Τώρα που
νυχτώνει νωρίς
οι ενοχές
κυκλοφορούν ελεύθερες από τις πέντε.
Στα πάρκα η
μελαγχολία αγγίζει τον ουρανό
νοτισμένο χώμα
κυριεύει την όσφρηση
φωνές παιδιών
ξεψυχάνε στην απέναντι γειτονιά.
Ο κόσμος ένα
ραγισμένο γυαλί
που σπάει
μόλις το κοιτάξεις
έρωτες
αβασάνιστοι, έρωτες σφραγισμένοι.
Χέρια
απλώνονται μέσα στην ερημιά της πόλης
ν’ αγκαλιάσουν
το λαβωμένο παρόν
χείλη ματωμένα
συλλαβίζουν τη σιωπή.
Μια χώρα μέσα
στην αβελτηρία
δεν έχει
καταλάβει τον προορισμό της
κουνάει το
μαντήλι του αποχαιρετισμού
στ’ αεροδρόμια
και στα λιμάνια
ξεπροβοδίζει
τα παιδιά της στα βαγόνια της ξενιτιάς
μασάει αιώνες
το παραμύθι της εξέλιξης
κι ύστερα
αυτοκτονεί σ’ ένα άθλιο υπόγειο
χαράματα με
παγωνιά, αφήνοντας τη λάμπα ανοιχτή.
Απ’ έξω
ακούγεται το αλύχτισμα των σκυλιών
κι η μηχανή
του πρώτου λεωφορείου.
Τώρα που
ξημερώνει αργά
οι ενοχές
κυκλοφορούν σκοτωμένες από τις πέντε.
***
ΤΕΛΟΣ
Τελείωσαν οι
ωραίες μέρες
τώρα μπροστά
μας χαλάσματα
αεροπλάνα σε
ωραίους γκρεμούς
στην εντατική
οι λέξεις.
Τα σώματα
ανάπηρα οδεύουν
μέχρι την
εξαΰλωση
το φιλί σου
μια παραπλάνηση
κι ο ουρανός
σε αποσύνθεση.
Οι δρόμοι
σκοντάφτουν στην άβυσσο
ήχοι σιωπής
βλέμματα
τρομαγμένα.
Τελείωσαν οι
ωραίες νύχτες
τώρα μια
μοναξιά μοιράζει τα κομμάτια της
στους άστεγους
των σταθμών
αποτσίγαρα
γέμισαν οι ράγες
διαφημίσεις
για αγορές χρυσού.
Τελείωσαν οι
ωραίες μέρες
τελείωσαν κι
ωραίες νύχτες
στο βάθος του
ορίζοντα ένα κενό.
***
ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Τι είναι τα
ποιήματα;
Δυο ανάσες
πικρό χαμόγελο
μια ρουφηξιά
φτηνού τσιγάρου
μια γάζα στην
άκρη του κομοδίνου
για τα
μεταμεσονύχτια τραύματα
η φωτογραφία
σου στους καθρέφτες τ’ ουρανού
η κραυγή του
απελπισμένου ψηλά στο φεγγάρι
μια ψιλή βροχή
κι ο ήχος της στο τσίγγινο υπόστεγο
τσέπες άδειες
να κρέμονται απ’ το παντελόνι
σαν φτερά
λαβωμένων πουλιών
το βρόμικο
πουκάμισο στο πανέρι της μνήμης.
Φωτιές και
κρότοι κάπου στην άβυσσο
μια υπόγεια
ταβέρνα στο τέρμα του δρόμου
σκιές και
ψίθυροι, αιτίες κι ενοχές
οι κρυφοί
έρωτες μιας φοβισμένης εφηβείας
τα λάθη που
ψυχρά μας κοιτάζουν
πίσω απ’ το
κουρτινάκι της ύπαρξής μας
ο ξαφνικός
θάνατος ενός φίλου
τη στιγμή της
απόλυτης ευτυχίας του.
Πότε γράφονται
τα ποιήματα;
Όταν στο
σύμπαν νικάει η αταξία
κι ο χρόνος
παύει να υφίσταται
όταν το πουλί
δραπετεύσει απ’ το κλουβί του
όταν η ζωώδης
κατάσταση του ενστίκτου
μεταμορφωθεί
σε συναίσθημα
όταν η παγωνιά
της ψυχής
σπάσει σε
τέσσερα κομμάτια
κι απλωθεί
στους τέσσερις ορίζοντες
όταν άναρχες
λέξεις εισβάλουν στο χαρτί
συντρίβοντας
την ευθυγράμμιση
όταν η νύχτα
σαρωθεί απ’ τις οσμές της άνοιξης.
Την ώρα του
πόνου και της απόγνωσης
ή τη στιγμή
μιας ελάχιστης ελπίδας.
Πώς γράφονται
τα ποιήματα;
Τα ποιήματα δε
γράφονται κατά παραγγελία
ούτε
σχεδιάζονται στην οθόνη του υπολογιστή.
Γράφονται με
μπογιά και πινέλο
στους τοίχους
της εγκατάλειψης
στ’ άδεια
παγκάκια του Δεκαπενταύγουστου
στις έρημες
κάμαρες λίγο πριν τη χαραυγή.
Τα ποιήματα
ούτε καν γράφονται˙
αυτό που
διαβάζεις είναι η παραμόρφωση
μιας σκέψης
που δεν μπόρεσε ποτέ
ν’ αποτυπωθεί
στην ολότητά της
ένα
φτερούγισμα ονείρου
λόγια του αέρα
και στίχοι της
φωτιάς.
Το ποίημα
έγινε καπνός
***
ΛΗΘΗ
Παραμονή
Πολυτεχνείου
και στους
δρόμους η μοναξιά
υποθάλπει όλη
τη μεταπολιτευτική ευδαιμονία
στα φουαγιέ οι
κριτικοί συζητούν
για την
εξέλιξη της τέχνης
ο κύβος
ερρίφθη για τις επόμενες γενιές
με μέρες
χτισμένες από μπετόν.
Ανόητες
διαπιστώσεις από τους ειδικούς
πληρωμένες
πένες προαναγγέλλουν ανάπτυξη
μηχανικά
χαμόγελα σε αίθουσες παγωμένες
και αύριο μια
παρόμοια εικόνα χωρίς εφέ.
Παραμονή
Πολυτεχνείου
στα Εξάρχεια
καλοντυμένοι έφηβοι
κυνηγάνε μια
νύχτα ρετρό
οι φωτεινές
επιγραφές σιγοντάρουν τη λύπη.
Δεν έχω λόγια,
δεν έχω άμυνα
η βροχή που
αναμένεται
θα ξεπλύνει τα
πεζοδρόμια, τις ψυχές και τη μνήμη.
ΔΙΑΨΕΥΣΗ
Αυτό που ήθελα
να γίνω θρυμματίστηκε στα σύννεφα
βαριά βήματα
τώρα ακούγονται απ’ το βουνό,
πατημασιές
βέβαιου θανάτου.
Κρύφτηκαν τα
ελάφια, φοβούνται οι αετοί
όμως στην πόλη
ένας εφησυχασμός πλανιέται
πάνω απ’ τις
στέγες των σπιτιών.
Αυτό που ήθελα
να γίνω ματαιώθηκε στη φωτιά
παραπλανητικά
χαμόγελα με τριγυρίζουν
ανούσιες χειραψίες
με πολιορκούν.
Τεμαχισμένα
όνειρα στο πρωινό ξύπνημα
ακροβατούν σ’
έναν ανάπηρο ήλιο.
ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ
Στον
Μάριο Χάκκα
Η εξουσία σε
συνθλίβει, σου στερεί τα όνειρα
δεν έχεις πια
βούληση επιλογής, δεν έχεις τίποτα
είσαι μια κενή
σελίδα στο καλάθι αχρήστων
που θα
φορτωθεί σε κάποιο απορριμματοφόρο.
Η φωνή σου μια
παροπλισμένη κραυγή
σ’ έναν πόλεμο
με χαμένες μάχες.
Κι όμως
αντιστέκεσαι ακόμα
διεκδικώντας
τη φετινή άνοιξη
που πρόβαλε
μέσα απ’ το δάσος της Καισαριανής
ρίχνοντας πάνω
στα ερείπια λίγο φως.
ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ
Μ’ αρέσουν οι
άνθρωποι που κρύβονται στο σώμα τους
βγάζουν ένα
σακούλι δάκρυα απ’ τα σπλάχνα τους
και τα
χαρίζουν αφειδώς στους θλιμμένους.
Ακροβατούν
στην αερογέφυρα της ψυχής τους
τις
μεταμεσονύχτιες ώρες, όταν το φως της κάμαρας
τρυπάει απ’
τους κραδασμούς του πόνου.
Ζούνε σ’ ένα
τεχνητό σκοτάδι, εκούσια επιλεγμένο
με ασπρόμαυρες
φωτογραφίες για ενθύμια
και μνήμες που
έβγαλαν ρίζες απ’ την πολυχρησία.
Παίζουν σκάκι
με αντίπαλο κάποια σκιά
και φορώντας
ένα γκρι ουρανό για κεφάλι
κάνουν σκέψεις
για την ένταση της επόμενης βροχής.
Μιλούν με τον
αντίλαλο των κυττάρων τους
και
περιφέρονται σαν ζητιάνοι με σκισμένα ρούχα
έξω απ’ το
μέγαρο συνεδριάσεων της ζωής τους.
Έχουν
εξομαλύνει τη σχέση τους με το χρόνο
και περιμένουν
ένα τυχαίο γεγονός
που θα τους
απαλλάξει απ’ την παρουσία του.
Κι όταν ωραίοι
και μόνοι θα εγκαταλείπουν τον κόσμο
μπαίνοντας σ’
ένα άλλο σώμα, αιώνιο και άφθαρτο
όλοι οι
θλιμμένοι της γης θα χειροκροτούν
γιατί ξέρουν
καλά τι σημαίνει το πέρασμα αυτό.