Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2011
Με φυτέψανε πάνω σε καμένη γη
Ήλιος κι άνεμος κι ούτε γύρω μια πηγή
Και μου ζητάς να γίνω δέντρο δροσερό
Δεν μπορώ. Είναι πια αργά
Το διψασμένο κλαρί δεν λυγά
Φύγε. Δεν υπάρχει γιατρειά
Δεν υπάρχει γιατρειά.
Πικρά φιλιά καίνε στα χείλη μου
Στο καλό, Απρίλη μου
άσε με στην ερημιά του καημού
Στα στρατόπεδα κι από κει στην προσφυγιά
Κάτσε μέτρησε πόσα χώρεσ' η καρδιά
και ξαφνικά μέσα στο δρόμο μου εσύ
Δυνατό, κόκκινο κρασί
Αχ, τι παιχνίδια μας παίζ' η ζωή...
Φύγε. Δεν υπάρχει γιατρειά.
Δεν υπάρχει γιατρειά.
Πικρά φιλιά καίν' στα χείλη μου
Στο καλό, Απρίλη μου
άσε με στην ερημιά του καημού.
Κόρδοβα
πουλάρι μαύρο, φεγγάρι γεμάτο
κι ελιές στο δισάκι μου
Αν και τους ξέρω τους δρόμους
ποτέ δεν θα φτάσω στην Κόρδοβα
Αχ τι ατέλειωτος δρόμος
Αχ πουλάρι μου γενναίο
Ο θάνατος αχ με καρτεράει
προτού να φτάσω στην Κόρδοβα
Μέσα από τον κάμπο
μέσα από τον άνεμο
πουλάρι μαύρο, φεγγάρι κόκκινο
Ο θάνατος με παραμονεύει
από τους πύργους της Κόρντοβας
λέι λιμ λέι
ήταν κάποτε τα φύλλα της καρδιάς λέι λιμ λέι
που τα μάρανε η μαύρη ξενιτιά λέι λιμ λέι
κι η αγάπη σου τα πήρε στη φωτιά λέι λιμ λέι.
Μη καλέ μου μη ζητάς απ’ το βοριά λέι λιμ λέι
τη συμπόνια απ’ τη δόλια μου καρδιά λέι λιμ λέι
ένα δέντρο που το κάψαν κεραυνοί λέι λιμ λέι
δεν ανθίζει, δε φοβάται, δεν πονεί λέι λιμ λέι.
Τούτη η στάχτη που τη σέρνει ο βοριάς λέι λιμ λέι
ήταν κάποτε τα φύλλα της καρδιάς λέι λιμ λέι
άφησε την στα σοκάκια να χαθεί λέι λιμ λέι
πόσο πόνεσα ποτέ μη μαθευτεί λέι λιμ λέι.
Κίτρινη πόλη
το πόμολο της πόρτας παγωμένο
Ακόμα μια νύχτα που σε περιμένω
μα πάλι δε θα 'ρθείς
Πέρασ' η ώρα, ντιβάνι μισερό
στρωσίδι που μυρίζει απ' τη κλεισούρα
Ακόμα μια νύχτα στην ανεμοδούρα
να τρέμω τον καιρό
Βήματα ξένα στη σκάλα την παλιά
θα είναι ο απέναντι εργένης
Ακόμα μια νύχτα που ζεις και πεθαίνεις
σε άλλη αγκαλιά
Κάποτε θα 'ρθουν να σου πουν
πως σε πιστεύουν, σ' αγαπούν
και πώς σε θένε
Έχε το νου σου στο παιδί,
κλείσε την πόρτα με κλειδί
ψέματα λένε
Κάποτε θα 'ρθουν γνωστικοί,
λογάδες και γραμματικοί
για να σε πείσουν
Έχε το νου σου στο παιδί
κλείσε την πόρτα με κλειδί,
θα σε πουλήσουν
Και όταν θα 'ρθουν οι καιροί
που θα 'χει σβήσει το κερί
στην καταιγίδα
Υπερασπίσου το παιδί
γιατί αν γλιτώσει το παιδί
υπάρχει ελπίδα
Ήσουνα φεγγάρι
χίμηξε κι απόψε να με βρει
κι έγινε το σπίτι ένα δάσος πετρωμένο
πού 'μοιαζαν τα δέντρα του σταυροί.
Έρημο τραγούδι από αίμα κι από χιόνι
κλαίει στα παλιά μου τα χαρτιά
όπως το φτωχό μου το κορμί που δεν παλιώνει
για να το πετάξω στη φωτιά.
Ήσουνα φεγγάρι κι ήμουνα πουλί
πέταξα για να σε φτάσω
κι όταν σ' είχα φτάσει μέχρι το φιλί
σ' έσβησ' η ανατολή.
Έπεφτε βαθιά σιωπή
στο παλιό μας δάσο
"τρέξε να σε πιάσω"
μου χες πρωτοπεί
Και όταν έτριζε η βροχή
στα πεσμένα φύλλα,
πόση ανατριχίλα
μέσα στην ψυχή.
Κίτρινο πικρό κρασί,
κίτρινο φεγγάρι,
φεύγαν οι φαντάροι
έφευγες και συ.
Κι είχες μέσα στην ματιά
ένα σκούρο θάμπος,
ένα σκούρο...σάμπως
να ‘πεφτε η νυχτιά
Κάποια κόκκινη πληγή
που δεν λέει να κλείσει,
το μικρό ξωκλήσι
δίπλα στην πηγή
Και μια κίτρινη σιγή
στο παλιό μας δάσο,
πώς να σε ξεχάσω
που σε πήρε η γη
Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2011
Ένα γέρικο καράβι
απ' τ' αμπάρι του ξεθάβει ένα συρματόσκοινο
κι αρχινάει να βαράει το θεριό τη θάλασσα
που στα μαύρα της σαγόνια τη ζωή μου χάλασα
Και τα νιούτσικα καράβια βλέπουν και δακρύζουνε
κι έχουμε γερτά τα ξάρτια όταν αρμενίζουνε
Ξέρουν θα 'ρθει κι η σειρά τους στα ρηχά να ρεύουνε
να ' χουν χάσει τα φτερά τους και να τα γυρεύουνε
Ελισσώ
αχ Ελισσάκι Ελισσώ
κι από τη Σαντορίνη
αχ γλυκό μου μανταρίνι
αχ γλυκό μου αχ
Σού 'στειλα γράμμα και γραφή
κι απόκριση δεν πήρα
μαύρη δίκοπη μου μοίρα
μαύρη δίκοπη μου μοίρα
Ελισσώ
Απ' την παλιά Αλικαρνασσό
αχ Ελισσάκι Ελισσώ
ετράβηξα μια σκόλη
στην Αγιά Σοφιά στην Πόλη
στην Αγιά Σοφιά
Κι άναψα ντήλι και κερί
να 'σαι καλά κυρά μου
κι ας μη θέλεις τη χαρά μου
κι ας μη θέλεις τη χαρά μου
Ελισσώ
Απ' την παλιά Αλικαρνασσό
αχ Ελισσάκι Ελισσώ
σου στέλνω την καρδιά μου
τα Βενέτικα φλουριά μου
τα Βενέτικα
Κι αν δε με θέλεις μην το πεις
κι είναι πικρά τα ξένα
δίχως τη δική σου έννοια
δίχως τη δική σου έννοια
Ελισσώ
Ειβαλά
χθες το δειλινό
ήρθαν κι έκλεψαν εϊβαλά
τον αυγερινό
ήταν έντεκα ήταν δώδεκα
ήταν δεκατρείς
όλοι μ' άλογα όλοι μ' άρματα
να τους φοβηθείς
Τρέχει ο Μπότσαρης εϊβαλά
και ο Καραφωτιάς
παίρνουν τ' άρματα εϊβαλά
της αρβανιτιάς
κι απ' το πάλεμα απ' το μάτωμα
κι απ' το μακελειό
σπίτια ράγισαν και γκρέμισαν
σείστει το βουνό
Χτες το λιόγερμα εϊβαλά
χτες το δειλινό
εϊ μας πήρανε εϊβαλά
τον αυγερινό
Γεια σου Μπότσαρη εϊβαλά
και Καραφωτιά
που ντροπιάσατε εϊβαλά
την αρβανιτιά
Βάρα Νταγερέ
σαν το κύμα να χορέψω, σαν φωτιά μωρέ
κι όταν ζαλιστώ και ξεμυαλιστώ
μ' ένα αχ να ξεμπερδέψω απ' τον κόσμο αυτό
Βάρα νταγερέ, βάρα νταγερέ
να πλαντάξει ο πόνος μου μωρέ
γύπας η αγάπη και μου τρώει την καρδιά
σβήνω σαν ανθός στην αμμουδιά
Τι να πρωτοπείς, τι να πρωτοπείς
όταν μπλέκεις με μαχαίρια πάντα θα κοπείς
άιντε βρε παιδιά, φέρτε τσικουδιά
ρίχτε τσίπουρο στ' αστέρια να καεί η βραδιά
Βάρα νταγερέ, βάρα νταγερέ
να πλαντάξει ο πόνος μου μωρέ
γύπας η αγάπη και μου τρώει την καρδιά
σβήνω σαν ανθός στην αμμουδιά
Βάλε κι άλλο πιάτο στο τραπέζι
βγάλε από την πόρτα το κλειδί
το παιδί ξανάρχισε να παίζει
το κανάρι πάλι κελαηδεί
βάλε κι άλλη αγάπη στο τραπέζι
Κάποιος πονεμένος θα βρεθεί
το παιδί ξανάρχισε να παίζει
το κανάρι πάλι κελαηδεί
ʼνοιξε στο φως το παραθύρι
δέσε μια κορδέλα στα μαλλιά
βάλε το λουλούδι στο ποτήρι
να γεμίσει η κάμαρη ευωδιά
Βάλε κι άλλο πιάτο στο τραπέζι
βγάλε από την πόρτα το κλειδί
το παιδί ξανάρχισε να παίζει
το κανάρι πάλι κελαηδεί
Αχ χελιδόνι μου
σ' αυτόν το μαύρο τον ουρανό
αίμα σταλάζει το δειλινό
και πώς να κλάψεις και πώς να κλάψεις
αχ χελιδόνι μου
Αχ παλικάρι μου τα τρένα φύγαν
δεν έχει δρόμο για μισεμό
κι όσοι μιλούσαν για λυτρωμό
πες μου πού πήγαν πες μου που πήγαν
αχ παλικάρι μου
Άχου καρδούλα μου φυλακισμένη
δε βγαίνει ο ήλιος που καρτεράς
μόνο ο ντελάλης της αγοράς
σε ξεκουφαίνει σε ξεκουφαίνει
άχου καρδούλα μου
Αρμενία
πάει το κοπάδι
Αρμενία μάνα μου,
έπεσε σκοτάδι.
Τουτ' η γη δική μας
γύρω οι νεκροί μας
κάψανε τα σπίτια μας
μα όχι την Ψυχή μας.
Και το Μους και το Βαν
κι όλα τα λιβάδια
Αρμενία μάνα μου,
τώρα είναι άδεια.
Όπου δείς Αρμένη
πες του να γυρίσει
στη γλυκειά πατρίδα μας
γιά να πολεμήσει.
Όμορφη η Ανι,
μα την έχουν κλέψει
Αρμενία μάνα μου
σ' έχουν μακελέψει.
Αγάπη
που σε φέρνουν θαρρείς
σε θλιμμένα απογέματα
Κυριακής βροχερής
Αγαπώ κάθε αμίλητο
κάθε κρύφιο καημό
το κορίτσι τ' αφίλητο
το βαθύ στεναγμό
Θλίψη απ' το βλέμμα σου
έκλεψε η βροχή
κι άνθισε απ' την έγνοια σου
αγάπη μου η ψυχή
Αγαπώ κάποια βήματα
που οδηγούν στη νυχτιά
κάποια αμήχανα σχήματα
στην ξανθή αμμουδιά
Σχήμα απο το χέρι σου
πήρε η αμμουδιά
λάδι στο νυχτέρι σου
κάηκε η καρδιά
Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011
Μέρα γεμάτη θλίψη
κλαίνε κι οι πέτρες της ακόμα
Σαν βλέπουν να πεθαίνει στην κρεμάλα
γιατί δεν πρόδωσε η όμορφη Μαριάννα
Κοντραβαντιέρης είμαι εγώ
κι όπου μ' αρέσει πάω
Τα βάζω με τον αρχηγό
κανέναν δε ρωτάω
Χάι, χάι, χάι
Στήστε χορό κορίτσια
Χάι, χάι, χάι
Στήστε χορό
Χάι, χάι...
Μέρα γεμάτη θλίψη στη Γρανάδα
κλαίνε κι οι πέτρες της ακόμη
Σαν βλέπουν να πεθαίνει στην κρεμάλα
γιατί δεν πρόδωσε η όμορφη Μαριάννα
Στίχοι: Federico Garcia Lorca & Λευτέρης Παπαδόπουλος
Λούζεται η αγάπη μου
στο Γουαδαλκιβίρ,
και τ' άνθη παίρνουν ευωδιά
απ'το γλυκό κορμί της
Τρέξε πέτα χελιδόνι
φέρ' της Βενετιάς βελόνι
να κεντήσει στο μαντίλι
τη χαρά της να μου στείλει
Μεταξωτά η αγάπη μου
μαντίλια μου κεντά
κι όλο φιλάει την κλωστή
και βυσσινιά τη βάφει
Τρέξε πέτα χελιδόνι
φέρ' της Βενετιάς βελόνι
να κεντήσει στο μαντίλι
τη χαρά της να μου στείλει
Στίχοι: Federico Garcia Lorca & Λευτέρης Παπαδόπουλος
Λευτέρης Παπαδόπουλος
Ἀποχαιρετιστήριο
-Μὴ λὲς πὼς ἦταν ἀφορμὴ τ᾿ ὀργίλο σου γραφτό-.
Λὲς κι ἀπὸ πρίν, κάποια φωνή, μοῦ τό ῾χεν εἰπωμένο.
Δὲ θλίβομαι γι᾿ αὐτό.
Ἔτυχεν ὅμως ἡ βραδιὰ τόσο βουβὰ νὰ σβήσει
κι ὁ ἥλιος μακριά, τόσο θλιβὰ νὰ χάνεται μαζί...
Τέτοιες βραδιές, ἡ σκέψη μου, ποὺ νοσταλγεῖ κι ἐκείνη,
δὲ θά ῾θελε νὰ ζεῖ!
Ἐξάλλου, λὲς γιὰ πράματα ποὺ ῾γὼ δὲ βρίσκω βάση.
Λόγια γραμμένα βιαστικά, μὲ πεῖσμα καὶ χολή.
Ἐκεῖνος ποὺ τὰ λόγια σου τὰ πρίν, ἔχει διαβάσει,
θὰ ξαφνιαστεῖ πολύ...
Μοῦ λὲς πὼς «κυλιστήκαμε στὸ βόρβορο», φαντάσου!
Κι ἐγὼ ποὺ τό ῾χα καύχημα κρυφό, τόσο καιρό,
πὼς ἡ καρδιά μου στάθηκε στὰ πλάνα βήματά σου,
σὰν ἄστρο φεγγερό!
Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινό, μὲ βρῆκε λυπημένο,
λὲς κι ἡ καρδιά μου, σὰν ἀνθός, γιὰ πάντα ἔχει σαπεῖ.
Κι ὅσο γιὰ ῾κεῖνο ποὺ μοῦ λές: «Μιὰ ἄγνωστη θὰ μένω»,
δὲ ξέρω τί θὰ πεῖ...
ΙΙ
Τὸ βράδυ ποὺ σ᾿ ἀγάπησα δὲν ἦταν καλοκαίρι.
Τὰ φύλλα μόλις πρόβαλλαν ἐπάνω στὰ κλαριὰ
κι οὔτε θυμᾶμαι νὰ σοῦ πῶ, τί μ᾿ εἶχε τότε φέρει,
σὲ ῾κείνη τὴ μεριά.
Θυμᾶμαι μόνο πού ῾σερνα τὸ βῆμα τὸ νωθρό μου
καὶ τὸ μυαλό μου γύριζε σὲ πράματα παλιά,
τὴν ὥρα ποὺ σ᾿ ἀπάντησα νὰ στέκεσαι στοῦ δρόμου
τὰ πέτρινα σκαλιά.
Τὴ νύχτα ῾κείνη τὴ τρελή, τὴ νύχτα τὴ μεγάλη,
νὰ στὴ θυμήσω τώρα ῾δῶ, τὸ βρίσκω περιττό.
«Τὰ περασμένα πέρασαν, μὴ τὰ θυμᾶσαι πάλι»,
μᾶς λέει τὸ ρητό...
Κι ὅμως κι ἐσὺ μ᾿ ἀγάπησες βαθύτατα, τὸ νιώθω
καὶ ξέρω ἀκόμα πὼς συχνὰ μοῦ τό ῾χες ὁρκιστεῖ,
πὼς ὅσο κι ἂν μαραίναμε τὸ πρῶτο μας τὸ πόθο,
θὰ μέναμε πιστοί!
Μιᾶς καὶ δὲν ἦταν νὰ σταθεῖς σὲ ῾κεῖνα πού ῾χες τάξει,
τότε γιατὶ τὸ λόγο αὐτὸ μ᾿ ἀνάγκασες νὰ πῶ;
Τὸν ὅρκο σου τὸν πάτησες, μὰ ῾γὼ δὲν ἔχω ἀλλάξει:
Ἀκόμα σ᾿ ἀγαπῶ!
Ἀποχαιρετισμός
κι ὅλοι ξένοι, τραγουδᾶμε, μὲς στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει.
Κι ὅσο ζῶ, κι ὅσο μαθαίνω, τόσο νιώθω, ἀλλοίμονό μου,
τὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου.
Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου, καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μου,
μόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ σταυρῶσαν τὰ καρφιά μου...
Μόνος ᾖρθα, κάποιο βράδυ, μόνος πόνεσα γιὰ λίγο,
μόνος ἔζησα τοῦ κάκου - κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω.
Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους, ὁ χαμὸς ἑνὸς ἀτόμου;
- κι ὅπως ᾖρθα, καὶ θὰ φύγω, μόνος μὲς στὸ θάνατό μου...
Ἀποχαιρετισμοὶ στὴ μουσική
μὰ νὰ πῶ μιὰ λέξη μόνο, σὰ μιὰ φλόγα καὶ νὰ σβήσω.
Κι ἂν ἀκόμα ζῶ τοῦ κάκου καὶ γυρνῶ στὴν ἐπάνω,
μόνον ἕνα πιὰ μοῦ μένει: νὰ τὴ πῶ καὶ νὰ πεθάνω...
Κι ὅμως κἂν αὐτὴ ἡ λέξη δὲ μοῦ δόθηκεν ἀκόμα
νὰ τὴ πῶ καὶ μοῦ παιδεύει τὴ ψυχή μου καὶ τὸ στόμα.
Μήτε κἂν αὐτὴ τὴ λέξη, τὴν ἀπέραντα θλιμμένη,
μήτε τρόπος νὰ τὴ μάθω, μήτε χρόνος δὲ μοῦ μένει.
Κι ἀφοῦ τ᾿ ἄχαρά μου χείλη δὲ τὴ πρόφεραν ἀκόμα,
θὰ τὴ πάρω καὶ σὰ ξένοι θὰ χαθοῦμε μέσ᾿ στὸ χῶμα...
ΙΙ
Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοι
κι ὅλοι ξένοι, τραγουδᾶμε, μέσ᾿ στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει.
Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω, τόσο νιώθω, ἀλίμονό μου,
τὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου!
Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μου,
μόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ καρφῶσαν τὰ καρφιά μου...
Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ, μόνος πόνεσα γιὰ λίγο,
μόνος ἔζησα τοῦ κάκου κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω.
Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους, ὁ χαμὸς ἑνὸς ἀτόμου;
Κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω, μόνος μέσ᾿ στὸ θάνατό μου...
Ἕνας χαμένος κύκλος
Τὸ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγέλιον
1
μὲς στὴ βαθιά τη νύχτα – πᾶνε χρόνια,
στοῦ Ἀγνώστου τὴν ἀθώρητη κορφὴ
πιὸ πέρα κι ἀπ᾿ τοὺς δρόμους τῆς Χιμαίρας
ὑπῆρχε ἀπὸ καιρό, δὲν ξέρω, τί
- κάτι δειλό, κι ἀλλόκοτο, καὶ μόνο,
ποὺ γύριζε, καὶ γύρευε μορφή.
Νὰ γίνει, ἀπ᾿ ὅλα γύρω του, τὸ πρῶτο,
Θὲ νά ῾ταν ἀπ᾿ τὴν μοῖρα του γραφτὸ·
Μπορεῖ κανένα πλάσμα, ἴσαμε τώρα,
Νὰ μὴν εἶχε φανεῖ καθὼς αὐτό·
Μπορεῖ καὶ νὰ ἦταν κάποια Παρουσία
Κάποιο λυσίπονο τελειωτικό...
Καὶ νὰ πού, μὲ καιρό, καθὼς γυρνοῦσε,
Ζητώντας, μέσ᾿ ἀπ᾿ ἄστρα νὰ φανεῖ,
Κατόρθωσε καὶ πρόβαλε, ἐπιτέλους
Ἕνα φτωχὸ λουλούδι, ἕνα πρωί...
Τρίλλιζαν, κελαηδοῦσαν τὰ πουλάκια,
Χαρὰ θεοῦ, γελοῦσαν οἱ οὐρανοί!
Βγῆκε σὲ μία πλαγιά, - τ᾿ ἦταν δὲν ξέρω,
Καὶ μήτε καὶ μπορῶ νὰ πῶ τὸ ποῦ:
Φτωχὸ λουλούδι, κἂν ἁπλὸ χορτάρι
Τοῦ κάμπου τῶν ἀγρῶν ἢ τοῦ γιαλοῦ,
- κι ἂν ἄνοιξε στὰ μέρη τὰ δικά μας
ἢ μὴν αὐτὸ συνέβη ἀλλοῦ...
τὸ μεσημέρι φάνταζε Σὰ φλόγα,
καὶ γιόμιζε τὸ μέρος εὐωδιά·
μιὰ μικρὴ μέλισσα ᾖρθε, πρὸς τὸ βράδυ,
στὰ πέταλά του τὰ χιμαιρικά,
κι ἔγινε τὸ καλύτερο τὸ μέλι,
σ᾿ ὅλο τὸν τόπο ἐκείνη τὴ χρονιά...
μεγάλωσε, ἔτσι, ἀμέριμνα, ὡς τὸ βράδυ·
μὰ πρὶν τὸ βράδυ πέσει στὸ βουνό,
περνοῦσ᾿ ἕνας βοσκὸς μὲ τὸ κοπάδι,
ποὺ ἀργὰ τραβοῦσε κατὰ τὸ χωριὸ·
τό ῾κοψε, καὶ τὸ πέταξε πιὸ πέρα·
πρὶν νὰ προβάλουν τ᾿ ἄστρα, ἦταν νεκρό...
2
Τὴ δεύτερη φορὰ ποὺ ᾖρθε στὴ γῆ μας,
ἦταν ἕνα γατάκι γαλανὸ·
γεννήθηκε μία νύχτα τοῦ Φλεβάρη,
λαμπρὸ φεγγάρι ἦταν στὸν οὐρανὸ·
κι αὐτὸ ἔγινε, δὲν ξέρω σὲ ποιὸν τόπο,
σ᾿ ἕνα μικρὸ σπιτάκι σκοτεινό.
Σ᾿ αὐτὸ καθόταν μοναχὰ μιὰ γριούλα·
Μιὰ γριούλα μὲ τὰ πέντε της παιδιά·
Τὰ δυὸ μεγάλα λείπανε στὰ ξένα,
Χωρὶς ἐλπίδα νὰ γυρίσουν πιά·
Μονάχα τὰ κορίτσια ἦταν κοντά της,
Κι ὁ πιὸ μικρὸς μὲ τὰ σγουρὰ μαλλιά.
Λίγο ἔλειψε κι αὐτὸ νὰ πάει μὲ τ᾿ ἄλλα:
Μὰ ἐπειδὴς ἦταν ἄσπρο, παχουλό,
Τὸ γλύτωσεν ἀποβραδὶς ἡ Ἀννούλα,
Καὶ τό ῾βανε κρυφὰ στὸ πλυσταριὸ·
Καὶ ἀργότερα τοῦ πέρασε, γιὰ χάζι,
Μιὰ κορδελίστα γύρω στὸ λαιμό.
Ποιὸς νά ῾λεγε σ᾿ ἐκείνους τοὺς καημένους,
Ποὺ ζοῦσαν πάντα τόσο ταπεινοί,
Πῶς ἔλαχε σ᾿ αὐτοὺς ὁ κλῆρος, τώρα,
Ν᾿ ἀκούσουν τὴ μεγάλη τη Φωνή.
- νὰ ἰδοῦν τὸ Κάτι ἐκεῖνο, ποὺ εἶχε κάνει,
δὲν ξέρω πόσους αἰῶνες νὰ φανεῖ!
Τώρα ἦταν ἕνα σύχαρο γατάκι,
Παράξενα θλιμμένο καὶ γλυκό·
Τὰ μάτια του κοιτοῦσαν ὦρες- ὧρες,
Μ᾿ ἕνα μυστήριο τόσο ἀγγελικό,
Ποὺ μόνο αὐτὸ θ᾿ ἀρκοῦσε, μιὰ γιὰ πάντα,
Νὰ διώξει ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους τὸ κακό...
Τότε ἔπεσε πολλὴ χαρὰ στὸ σπίτι:
Γύρισε ὁ πρῶτος γιός, ὁ ναυτικός,
Μὲ τὸ πουγγὶ γιομάτο, ἀπὸ τὰ ξένα·
Σὲ λίγο ᾖρθε καὶ ὁ δεύτερος ὁ γιός·
Κι ἡ Ἀννούλα πῆρε κάποιο παλικάρι,
Κι ἔπαψε ἡ γρίνια πιὰ καὶ ὁ τσακωμός...
Ἡ δεύτερη διορίστηκε δασκάλα,
Σ᾿ ἕνα χωριὸ γειτονικό, σιμά·
Κι ὁ μικρούλης, ἀκόμα ὁ πιὸ τεμπέλης,
Δούλευε τώρα, κι ἔβγαζε ἀρκετά.
Στὰ τελευταῖα, κι ἡ μάνα μία αὐγούλα,
Κοιμήθηκε, κι αὐτὴ παντοτινά...
Καὶ τὸ γατάκι ξάπλωνε στὸν ἥλιο,
Κι ὅλα βαδίζαν, ὅλα, μιὰ χαρά!
Μὰ νά ποὺ ἕνα βραδάκι τοῦ χειμῶνα,
Τὸ βρῆκε πάλι κάποια συφορά:
Μιὰ ρόδα, ξαφνικὰ τὸ πῆρε σβάρνα,
Καὶ τοῦ ῾σπασε καὶ τὰ δυό του τὰ πλευρά...
Στὸ δρόμο, χάμου, ἀπόμεινε πεσμένο,
Καλώντας, λές, κι ἐγὼ δὲν ξέρω τί,
Μὲ τὴν ἀπελπισμένη του φωνούλα,
Θλιμμένη τόσο, καὶ σπαραχτική!
Μ᾿ ἂν ἔτυχε καὶ κάποιοι νὰ περάσουν,
Ἦταν ἀδιάφοροι καὶ βιαστικοί...
Στὶς πέντε, πρὸς τὸ βράδυ, ξεψυχοῦσε·
Τριγύρω του ἁπλωνόταν ἐρημιά·
Κανένας, τώρα, νὰ τὸ συμπονέσει,
Μήτε καμιὰν ἐλπίδα πουθενά...
Πύκνωσε τὸ σκοτάδι, βγῆκαν τ᾿ ἄστρα,
Κι ἀρχίνησε νὰ βρέχει σιγανά.
Στὶς ἕντεκα, τὴ νύχτα ζοῦσε ἀκόμα·
Μὰ τώρα πιὰ ἡ φωνή του ἦταν φριχτή,
Θαρρεῖς ἕνα τραγούδι τοῦ Ὑπερπέραν,
- κάτι ποὺ δὲν λεγόταν πιὰ φωνή!
Σχεδὸν ὡς τὰ μεσάνυχτα ἀκουγόταν,
Ὥσπου, στὸ τέλος, ἔπαψε κι αὐτή...
3
δοκίμασε ἄλλη μιὰ φορᾷ γιὰ νά ῾ρθει
- κι ἔγινε ἕνα παιδάκι τρυφερό·
στὸ μέρος ποὺ γεννήθηκε, εἶχε πέσει
κακὸ μεγάλο, ἐκεῖνο τὸν καιρό:
μίση, κακίες, καυγάδες δίχως τέλος,
τὸ τί γινόταν ἦταν φοβερό!
Σὰν ἔκλεισε τὰ πέντε του τὰ χρόνια,
Καὶ πῆγε στὸ σκολεῖο τῆς γειτονιᾶς,
Βασίλεψε παντοῦ μιὰ τέτοια εἰρήνη,
Ποὺ κλέφτης δὲν ὑπῆρχε οὔτε φονιάς!
Τώρα, ὅλες οἱ γωνιὲς κι ὅλες οἱ στράτες
Ἦταν γιομάτες ἄνθη λεμονιᾶς...
Κάθε φορὰ ποὺ πήγαινε στὴν τάξη
Μὲ τὴν μικρή του ζώνη, τὴ λευκὴ
Στὸ δρόμο, ὅσοι περνούσανε σιμά του,
Γυρνοῦσαν τὸ κεφάλι ἐκστατικοὶ
Καὶ γητεμένοι κι ὀνειροπαρμένοι
Τ᾿ ἀκολουθοῦσαν μυστικὰ ὡς ἐκεῖ!
Κι ὅσο γιὰ τὰ μεγάλα του τὰ μάτια,
Τ᾿ ἀλλόκοτα, γλυκὰ καὶ τρυφερὰ
Σκορποῦσαν τόσο φῶς ὁλόγυρά του
Κι ἤτανε τώρα τόσο φλογερὰ
- ποὺ μόνο αὐτὰ ἀρκοῦσαν, ἐδῶ κάτου
νὰ φέρουν τὴν στοργὴ καὶ τὴν χαρά...
Μὰ μ᾿ ὅλ᾿ αὐτὰ δὲν γλύτωσε καὶ πάλι:
Κάποιο μουντὸ βραδάκι θλιβερό,
Τὴν ὥρα ποὺ ἀρχινοῦσε τὸ σκοτάδι
Καθὼς γυρνοῦσε μόνο ἀπ᾿ τὸ σκολειὸ
Σὲ μιὰ γωνιὰ περνοῦσε κάποιο τρένο:
Τὸ πρόλαβε, - καὶ τό ῾κοψε στὰ δυό...
4
κι ἔτσι, ἀφοῦ τρεῖς φορές, μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴ Νύχτα
μὲ τρεῖς μορφὲς δοκίμασε νὰ ῾ρθεῖ
κατάλαβε πὼς ἄδικα ζητοῦσε
νὰ δεῖ, σ᾿ αὐτὴ τὴν πλάση, προκοπὴ
γι᾿ αὐτό, κι ἐκεῖνο, γύρισε γιὰ πάντα
καὶ χάθηκε, ξανὰ μὲς στὴν Σιωπή.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟ
Εἶπα πιὸ πάνω: γύρισε γιὰ πάντα
Καὶ χάθηκε, ξανὰ μὲς στὴν Σιωπὴ
- κι ὁ μῦθος, μιὰ κι Ἐκεῖνο ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ
σὲ αὐτὴ τὴν φράση πρέπει νὰ κοπεῖ.
Μὰ τί σημαίνει αὐτὸ τὸ «ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ»
Ποιὸς θά ῾ταν ἱκανὸς νὰ μᾶς τὸ πεῖ;...
Ὅταν βραδιάζει
Ξυπνοῦν ἀργά, σὰ μουσικὲς νεκρὲς ἀπὸ καιρό,
- σὰ μουσικὲς ποὺ χάθηκαν, καὶ ποὺ τὶς λαχταρῶ,
κι ἔρχονται πάλι, μαγικὰ κι ἀνέλπιδα, σὲ μένα...
Πόθοι, παράπονα παλιά, νοσταλγικὲς φωνές,
λόγια βαθιὰ κι ἀξέχαστα, κι ὡστόσο ξεχασμένα,
παράξενα χειμαιρικὲς ἀγάπες μακρινές,
ὅπως ἡ φλόγα μιᾶς αὐγῆς, ὑψώνονται σὲ μένα
Μιὰ βρύση, τότε, μαγική, μοῦ λύνεται ξανά,
καὶ τὸ τραγούδι ρυθμικὸ στὰ χείλη μου ἀνεβαίνει,
- ἕνα τραγούδι καθαρό, καθὼς τὰ δειλινὰ
ποὺ μέσα του λυτρώνονται, καὶ ζοῦν οἱ πεθαμένοι...
Τραγούδι
ποὺ εὐωδᾶν οἱ κρίνοι
Τὸ δρομάκι τὸ καλὸ
σὲ μιὰ πόρτα κλείνει...
2- Μέσα κεῖ ποὺ φύσημα
δὲ σὲ φτάνει ἀνέμου,
Μακρινὸς κι ἀθώρητος
κάθεσαι, ἀκριβέ μου...
3- Ἦρθα ἀπόψε, ἀπὸ νωρὶς
γιὰ νὰ σ᾿ ἀνταμώσω:
μὰ ἤμουν ἀπ᾿ τὶς εὐωδιές,
λαγγεμένος τόσο...
4- μὲ τὰ μάτια ἔτσι τυφλά,
σὰν ἀπὸ κραιπάλη,-
ποὺ δὲ σ᾿ ηὗρα πουθενὰ
καὶ θὰ φύγω πάλι...
T᾿ ἁπλὸ παιδὶ ποὺ ἐγὼ ἀγαπῶ...
δὲν ἔχει τρόπους νὰ φερθεῖ καὶ μήτε νὰ ντυθεῖ,
-μά ῾ναι τὸ πιὸ καλὸ παιδί, ποὺ μὲς στὴν πλάση τούτη
μπορεῖ ν᾿ ἀπαντηθεῖ!
Δὲν ξέρει γράμματα πολλά, δὲν κάνει γιὰ σαλόνι,
τὰ ροῦχα του εἶναι τῆς δουλειᾶς, τριμμένα καὶ παλιά,
-μὰ τὸ μεγάλωσε τὸ φῶς, αὐτὸ ποὺ μεγαλώνει
τὰ ξένοιαστα πουλιά...
Κι ἄλλοτε μοῦ ῾τυχε ξανά, -στὸ διάβα κάποιου δρόμου,
νὰ περπατήσω συντροφιὰ μὲ διάφορα παιδιά,
-μ᾿ αὐτό, σεμνὸ καὶ ταπεινό, βαδίζει στὸ πλευρό μου,
σὰ μιὰ μικρὴ καρδιά...
Κι ὅταν τῶν ἄλλων τῶν παιδιῶν τὰ λοῦσα βλέπει πλάι
κι αὐτὸ δὲν ἔχει πιὸ καλὸ κοστούμι νὰ ντυθεῖ,
τότε γυρίζει τὴ ματιά -καὶ μοῦ χαμογελάει,
νὰ παρηγορηθεῖ... ]
ΒΑΟ, ΓΑΟ, ΔΑΟ
Κι ἀπονιβώντας ἐρομιδαλιὸ
Κουμάνισα τὸ βίρο τοῦ λαβίνι
Μὲ σάβανο γιδένι τοῦ Θαλιό.
Κι ἀνέδοντας ἕν᾿ ἄκονο λαβίνι
Ποὺ ραδαγοσαλιοῦσε τὸν ἀλιὸ
Σινέρωσα τὸν ἄβο τοῦ ραβίνι
Σ᾿ ἕνα ἄφαρο δαμένικο ραλιό!
Σουβέροδα στ᾿ ἁλίκοπα σουνέκια
Μέσ᾿ στ᾿ ἄλινα ποὺ δὲν ἐσιβονεῖ
Βαρίλωσα τ᾿ ἀκίμορα κουνέκια.
Καὶ λαδαμποσαλώντας τὴν ὀνὴ
Καράμπωσα τὸ βούλινο διράνι
Σὰν ἄλιφο τουρένι ποὺ κιράνει.
Ἐρινύες
Μὲς σὲ στιγμὲς ἀγγελικὲς ἢ μέσα στ᾿ ὄνειρό μου,
Τώρα πού, ἐντός μου, τίποτα δὲν μένει πιὰ γερὸ
Τὸ βράδυ ποὺ σᾶς θυμηθῶ μοιάζει μὲ βράδυ τρόμου.
Κι ἐσᾶς ποὺ πάντα φύλαγα, γιὰ μία παρηγοριὰ
- Σὰ μιὰ στερνὴ καὶ μαγικὴ παρηγοριὰ δική μου
Σᾶς βλέπω τώρα, ξαφνικὰ ν᾿ ἀλλάζετε θωριὰ
Καὶ νά ῾στε ἀπ᾿ ὅλες τὶς πληγές, ἡ πιὸ μαρτυρική μου!
Γιὰ αὐτό, σφαλώντας τὴ ματιὰ πηγαίνω νὰ χαθῶ.
Μὲς στοὺς πικρούς σας ἐμπαιγμοὺς καὶ μὲς στὶς εἰρωνεῖες,
Τώρα ποὺ τίποτα γερὸ δὲν ἔμεινε κι ὀρθὸ
- τραγούδια μου Ἐρινύες!..
Εἶμαι μόνος...
Τὰ χέρια μου εἶναι τόσο ἀπελπισμένα!
Τὰ χέρια μου εἶναι τόσο κουρασμένα!
Τὰ ἀφήνω καὶ γλιστροῦν ἀργὰ στὸ πιάνο...
Παίζω στὴν τύχη, κάτι ἀγαπημένο,
Κάτι παλιό, καὶ γνώριμο, καὶ πλάνο..
Καὶ πάλι σταματῶ. Δὲν ἐπιμένω.
Θὰ προτιμοῦσα μᾶλλον νὰ πεθάνω...
Προσμονή
Καὶ δὲν εἶναι γύρω μου κανεὶς
Ποὺδὲν εἶμαι παρὰ μόνο πόνος,
- περιμένω, Μάνα, νὰ φανεῖς.
Κι ὅμως ἤξερε ὅλες σου τὶς πράξεις
Πρίν, Σὰ ρόδο, σπάσεις καὶ σαπεῖς
Σχεδὸν ξέρω πὼς θὰ μὲ κοιτάξεις
Καὶ τὰ λόγια ἀκόμα, ποὺ θὰ πεῖς...
Ξέρω ἀκόμα, πὼς θὰ μὲ χαϊδέψεις
Μ᾿ ἕνα τρόπο τόσο τρυφερό,
Ποὺ θὰ σβήσεις ὅλες μου τὶς σκέψεις
Ποὺ μὲ βαραίνουν, τόσο καιρό...
Κι ἅμα νιώσεις ὅλο μου τὸν πόνο,
Τί μεγάλος εἶναι καὶ βαθὺς
Φτάνει τὴ ματιά μου νὰ δεῖς μόνο,
- δὲν θὰ φύγεις... θὰ μὲ λυπηθεῖς!
Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011
Φάντασμα
Κι ἐνῷ σὲ εἴμαστε παρὰ μορφὲς αὐτοῦ τοῦ Ἀγνώστου,
Φαντάσματα, ὅλοι, καὶ καπνοί, στὴν δίνη τῆς Ἀβύσσου
(μὲ τ᾿ ὄνειρο, φτωχὴ ψυχή, γιὰ μόνη ἀπολαβή σου),
μάταια φαντάσματα, τυφλά, ποὺ τὸ σκοτάδι σπέρνει
ποὺ ἡ νύχτα φέρνει μία στιγμή, κι ἡ νύχτα, πάλι, παίρνει,
χαμένοι, δίχως γυρισμὸ μὲς στὸν αἰώνιο σάλο,
μισοῦμε καὶ ἐχθρευόμαστε – καὶ κρίνει ὁ ἕνας τὸν ἄλλο...
1939
πρὸς τὴν ἄνοιξη ὁ καιρός,
κι ὁ ἥλιος, σὰν καρδιὰ μεγάλη,
μᾶς ἀγγίζει φλογερός·
ποὺ ὅλα γύρω ἀπ᾿ τοῦ χειμῶνα
λυτρωμένα νὰ ζοῦνε μόνα,
λαχταροῦνε γιὰ στοργή,
κι ὅλα βρίσκουν τό ῾να τ᾿ ἄλλο
Σὰ χαμένο θησαυρὸ
Μὲ τὸ νοῦ μου εἶπα νὰ βάλω
Κι ἐγὼ κάτι πὼς θὰ βρῶ...
Καὶ κινώντας ἕνα γιόμα,
Σὰν ἀλήτης ποὺ πεινᾷ
(καὶ ἀπ᾿ αὐτὸν ἴσως ἀκόμα
πιὸ βουβὰ καὶ ταπεινά)
καὶ μὲ κάποιον κρυφὸ τρόμο,
στὴν ψυχὴ τὴν ὀρφανή,
γύρεψα δειλὰ στὸ δρόμο
κάτι, θέ μου νὰ φανεῖ!
Μὰ δὲν πρόκανες ἐλπίδα
Μιὰ στιγμὴ νὰ μοῦ φανεὶς
Καὶ γιὰ μένα, ἀμέσως, εἶδα,
Πὼς δὲ βρίσκεται κανείς,
Καὶ χωρὶς νὰ ρίχνω πίσω
Μάτια πόθου φλογερά.
Πρέπει ν᾿ ἀποχαιρετήσω
Κάθε σκέψη καὶ χαρά...
Τί κι ἂν ὅλα λένε, γύρα,
Πὼς δὲν ἦταν ὡς ἐκεῖ,
Κι ἀρχινᾶν, τῆς γῆς τὰ μύρα,
Τὴν παλιά τους μουσική;
Τί καὶ φέγγε, ἀπάνωθέ μου,
Πλούσιος ὁ ἥλιος ὁ παλιός;
Ὀλ᾿ αὐτά, γιὰ μένα, Θέ μου,
Πόσο, τότε, ἦταν ἀλλιῶς...
Κι ἔτσι, ἀνοίγοντας τὴ θύρα,
Ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὰ Παλιά,
Νὰ σκορπίσουν ὅλα, γύρα
Σὰν ἀνώφελα πουλιά,
Θὰ βαδίσω πρὸς τὸ Πέρα,
Δίχως τίποτα νὰ πῶ,
Χωρισμένος κάθε μέρα
Κι ἀπὸ κάτι π᾿ ἀγαπῶ
Καρτερώντας ὡς τὴν ὥρα,
Πάλι, Θέ μου, ποὺ θενὰ
Σμίξουμε, γιὰ πάντα τώρα
Μὲς στὸ Μέγα Πουθενά...
Ἄτιτλο
Κάναν οἱ μπάτσοι μπλόκο,
Καὶ βρῆκαν ντουμανότρυπες
Κι ἕνα γιαπὶ λουλάδες,
Πενηνταδυὸ διμούτσουνες
Καὶ δεκαοχτὼ μαρκούτσια.
Σουρτά, σουρτὰ μὲ μπαμπεσιὰ
Ζυγῶσαν οἱ ρουφιάνοι
Μὲ ζούλα ᾖρθαν οἱ πούστηδες
Καὶ μᾶς ἐβάναν μπροστά:
Τσιμπῆσαν πρῶτα τὸ Μπαλῆν
Ὅπου φυλοῦσε τσίλλιες
Καὶ μπῆκαν στὸ τσαρδάκι μας
Καὶ μᾶς τὰ κάναν λίμπα!
Πῆραν τὶς ντουμανότρυπες
Πῆραν καὶ τοὺς λουλάδες,
Πῆραν καὶ τὶς διμούτσουνες
Τὰ δεκαοχτὼ μαρκούτσια
Πῆραν καὶ τοὺς ντερβίσηδες
Καὶ στὸ πλεκτὸ τοὺς πᾶνε,
Πῆραν τὸ Μίκα τὸ Ντουρντῆ
Τὸ τζὲ τοῦ Νταλαβέρη
Τὸ Μπάρμπουλα, τὸ Μπόρμπουλα
Καὶ τὸ Μπαλῆ τὸ Μῆτσο
Πήρανε καὶ τὸ Ντερτιλῆ
Τὸ Ντάτα τὸ θηρίο
Πούκαντε πέντε στὴ Παλιὰ
Καὶ δώδεκα στ᾿ Ἀνάπλι
Κι ὄντας τσακίζεται
Λέει: Ὄφ, τ᾿ ἀδερφάκι!
Σπαρασμός
μέσα ἡ καρδιά μου.
Στὸ πάτημά μου
τρίζουν τὰ φύλλα.
Νερό, ἀργοκύλα!
Στολίδια γάμου
ξεσκίδια χάμου.
Ἀνατριχίλα.
Μέσ᾿ στὸ βιβλίο
σκυμμένα μάτια,
καὶ δὲ διαβάζω.
Σιωπή, ἐρμιά, κρύο.
Πέρα; Παλάτια.
Σκοινιά. Σπαράζω.
Προσμένω πάλι
μὰ ἡ μέρα κόντευε νὰ φτάσει,
καθὼς κινήσαμε μαζί,
γιὰ νὰ χαθοῦμε μὲς στὴν πλάση...
Και σ᾿ ὅσα πέσαμε κακά,
παγίδες, λάθη, πλάνες, πάθη,
κανένας μας δὲ μπορεῖ πιὰ
μήτε νὰ δεῖ μήτε νὰ μάθει...
Πόσο παλέψαμε κι οἱ δυὸ
καὶ κυλιστήκαμε στὸ χῶμα,
ζητώντας καὶ τὰ πιὸ μικρά,
-δὲ θὰ τὸ πεῖ κανένα στόμα...
Κι ἐπειδὴς εἴχαμε δεχτεῖ,
καθένας τὴ δική του μοῖρα,
πῆρες τὸν ἕνα δρόμο ἐσύ,
κι ἐγὼ τὸν ἄλλο δρόμο πῆρα.
Κι ἀφοῦ χαθήκαμε καιρὸ
καὶ πλανηθήκαμε στὴν τύχη,
(κι ὡς τώρα, μόνος μας δεσμὸς
δὲν ἦταν παρὰ κάποιοι στίχοι),
τώρα, ποὺ τ᾿ ὄνειρο γιὰ μᾶς
τὰ φῶτα σβήνει τὰ στερνά του,
-προσμένω, πάλι, νὰ σὲ βρῶ,
μὲς στὴ γαλήνη τοῦ θανάτου...
Προσμένω πάλι
μὰ ἡ μέρα κόντευε νὰ φτάσει,
καθὼς κινήσαμε μαζί,
γιὰ νὰ χαθοῦμε μὲς στὴν πλάση...
Και σ᾿ ὅσα πέσαμε κακά,
παγίδες, λάθη, πλάνες, πάθη,
κανένας μας δὲ μπορεῖ πιὰ
μήτε νὰ δεῖ μήτε νὰ μάθει...
Πόσο παλέψαμε κι οἱ δυὸ
καὶ κυλιστήκαμε στὸ χῶμα,
ζητώντας καὶ τὰ πιὸ μικρά,
-δὲ θὰ τὸ πεῖ κανένα στόμα...
Κι ἐπειδὴς εἴχαμε δεχτεῖ,
καθένας τὴ δική του μοῖρα,
πῆρες τὸν ἕνα δρόμο ἐσύ,
κι ἐγὼ τὸν ἄλλο δρόμο πῆρα.
Κι ἀφοῦ χαθήκαμε καιρὸ
καὶ πλανηθήκαμε στὴν τύχη,
(κι ὡς τώρα, μόνος μας δεσμὸς
δὲν ἦταν παρὰ κάποιοι στίχοι),
τώρα, ποὺ τ᾿ ὄνειρο γιὰ μᾶς
τὰ φῶτα σβήνει τὰ στερνά του,
-προσμένω, πάλι, νὰ σὲ βρῶ,
μὲς στὴ γαλήνη τοῦ θανάτου...
Προσμένω πάλι
μὰ ἡ μέρα κόντευε νὰ φτάσει,
καθὼς κινήσαμε μαζί,
γιὰ νὰ χαθοῦμε μὲς στὴν πλάση...
Και σ᾿ ὅσα πέσαμε κακά,
παγίδες, λάθη, πλάνες, πάθη,
κανένας μας δὲ μπορεῖ πιὰ
μήτε νὰ δεῖ μήτε νὰ μάθει...
Πόσο παλέψαμε κι οἱ δυὸ
καὶ κυλιστήκαμε στὸ χῶμα,
ζητώντας καὶ τὰ πιὸ μικρά,
-δὲ θὰ τὸ πεῖ κανένα στόμα...
Κι ἐπειδὴς εἴχαμε δεχτεῖ,
καθένας τὴ δική του μοῖρα,
πῆρες τὸν ἕνα δρόμο ἐσύ,
κι ἐγὼ τὸν ἄλλο δρόμο πῆρα.
Κι ἀφοῦ χαθήκαμε καιρὸ
καὶ πλανηθήκαμε στὴν τύχη,
(κι ὡς τώρα, μόνος μας δεσμὸς
δὲν ἦταν παρὰ κάποιοι στίχοι),
τώρα, ποὺ τ᾿ ὄνειρο γιὰ μᾶς
τὰ φῶτα σβήνει τὰ στερνά του,
-προσμένω, πάλι, νὰ σὲ βρῶ,
μὲς στὴ γαλήνη τοῦ θανάτου...
Λυπήσου...
βουβὰ κι ἀνώφελα, γιὰ κάτι,
καὶ παίρνουν, γιὰ νὰ λησμονοῦν,
τῆς ζωῆς κάποιο ἄθλιο μονοπάτι...
Λυπήσου αὐτοὺς ποὺ ἔχουν χαθεῖ,
μὲς στὴν θλιμμένη ὕπαρξή μας,
κι ἔγιναν αἴνιγμα βαθύ,
μιὰ καὶ δὲν εἶναι μεταξύ μας...
Κι αὐτόν, κι αὐτὸν ποὺ ἀναπολεῖ
τὰ περασμένα του λυπήσου:
μὰ ὅμως, ἀκόμα πιὸ πολύ,
τὶς ὦρες τῆς βαθειᾶς σιωπῆς σου,
λυπήσου αὐτούς, πού, μιὰ φορά,
μὲ φτερὰ ζοῦσαν, καὶ τὰ χάνουν,
καὶ δὲν τοὺς μένει ἄλλη χαρά,
παρὰ ἡ χαρὰ πὼς θὰ πεθάνουν...
Οἱ κύκνοι τὸ φθινόπωρο
γιατὶ ἡ χαρά τους πέταξε μαζὶ μὲ τ᾿ ἁγιοκαίρι...
Θὰ ζήσουν τάχα νὰ τὴ βροῦν, τὴν ἄνοιξη; -Ποιὸς ξέρει;
...γιατὶ μπορεῖ καὶ νὰ χαθοῦν πρὶν βροῦνε τὴ χαρά τους...
Ἀπόψε τὴν περίμεναν, σχεδὸν ὅλο τὸ βράδι,
ὥσπου στὸ τέλος νύσταξαν κοιτώντας τὸ σκοτάδι,
κι ἔγειραν καὶ κοιμήθηκαν ἀπάνω στὰ φτερά τους...
Ἐρωτικό
τοῦ ἔρωτα πάλι τὸ στενό,
ὥσπου νὰ πέσει ἡ σκοτεινιὰ
μιὰ μέρα τοῦ θανάτου...
Στενὸ βαθὺ καὶ θλιβερό,
ποῦ θὰ θυμᾶμαι γιὰ καιρό,
- τί μοῦ στοιχίζει στὴν καρδιὰ
τὸ ξαναπέρασμά του;
Ἂς εἶναι, ὡστόσο, - τί ὠφελεῖ;
Γυρεύω πάντα τὸ φιλί,
στερνὸ φιλί, πρῶτο φιλὶ
καὶ μὲ λαχτάρα πόση!
Γυρεύω πάντα τὸ φιλὶ - ἂχ καρδιά μου!
ποὺ μοῦ τὸ τάξανε πολλοί,
κι ὅμως δὲν μπόρεσε κανεὶς
ποτὲ νὰ μοῦ τὸ δώσει...
Ἴσως μιὰ μέρα, ὅταν χαθῶ,
γυρνώντας πάλι στὸ βυθὸ
καὶ μὲ τὴ νύχτα μυστικά,
γίνουμε πάλι ταίρι,
αὐτὸ τὸ ἀνεύρετο φιλί,
ποὺ τὸ λαχτάρησα πολύ,
- σὰ μιὰ παλιά της ὀφειλὴ
- νὰ μοῦ τὸ ξαναφέρει...
Οἱ μπερντέδες
στὸ κορμί μου γύρω-γύρω
κι ἔπινα μὲς ἀπ᾿ τὰ χείλη σου
γλυκειὰν ἄχνα σὰν τὸ μύρο.
Κι ἔπινα μὲς ἀπ᾿ τὰ χείλη σου
γλυκειὰν ἄχνα σὰν τὸ μύρα
κι ἦταν ἄσπρο τὸ κρεβάτι μας
κι οἱ μπερντέδες σὰν πορφύρα.
Ἦσαν οἱ μπερντέδες κόκκινοι
κι ἦταν ἄσπρο τὸ κρεβάτι.
Κι ὅλο λίγωνε, κι ὅλο μέλωνε
τὸ γλυκό, γλυκό σου μάτι.
Κι ἔτσι, ἀγάπη μου, σὲ γλέντησα
κι ἔτσι τὴ γλυκάδα σου ἤπια,
μέσα στ᾿ ἄνομα ἀγκαλιάσματα,
τὰ ἄνομα τὰ καρδιοχτύπια.
Κι ἀπ᾿ τὴ γλύκα ποθοπλάνταζε
τὸ κορμί σου καὶ τὸ μάτι
κι ἦσαν οἱ μπερντέδες κόκκινοι
κι ἦταν ἄσπρο τὸ κρεβάτι.
Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2011
Το γιασεμί
γιασεμί μου
ήρθα να το κλαδέψω
ωχ γιαβρί μου
και νόμισε η μάνα σου
γιασεμί μου
πως ήρθα να σε κλέψω
ωχ γιαβρί μου
Το γιασεμί στην πόρτα σου
γιασεμί μου
μοσκοβολά τις στράτες
ωχ γιαβρί μου
κι η μυρωδιά του η πολλή
γιασεμί μου
σκλαβώνει τους διαβάτες
ωχ γιαβρί μου
Το Θαύμαν Του Αποστόλου Ανδρεα ( Κύπρος )
πάλε ζητώ τη χάρη σου τζε τη βοήθειά σου.
Πρόκειται περί θαύματος, του Αποστόλου Ανδρέα
να το φωνάζω να ‘ακουστεί στη γενεά τη νέα.
Για μια γυναίκαν πο’χασεν, το ακριβών παιδί της
που το’χε για παρηορκάν τζε μέλλον στην ζωήν της.
Είχε δεκατριών γρονών, παιδίν τζι ανάγιωνέντον
τζε Παντελή στο όνομα αυτή ονόμαζέντον.
Μίαν ημέραν έξαφνα, ο Παντελής εχάθει
τζι έβαλεν τη στα βάσανα τζε σε μεγάλα πάθη
Επιάσασειν τον Παντελή, χωρίς κανείς να ξέρει
επήραντον μέσα βαθκιά, στα τουρτζικα τα μέρη.
Ει στα σχολεία στέλνουντον, καλά τον εσπουδάσαν
Κατόπιν Χότζα κάμνουν τον, τζ’υστερα ησυχάσαν.
Τώρα ας τον αφήκουμεν εκεί να τους θκιαβάζει,
τζι ας έρτουμε στην μάναν του που είχε το μαράζει.
Είκοσι γρόνια έκλαιε για τουντην ιστορία
τζι Ανδρέας ο Απόστολος, λυπήθειν τη Μαρία.
«Όμως στην Κύπρον» είπεν της «πρέπει να ξεκινήσεις,
για να ‘ρτεις εις τη χάρη μου, διά να προσκυνήσεις».
Ο Άγιος δοξάζω τον, πως ε’ να τα γιουτίσει
πιάνει τζ΄ο Χότζας προς τα ‘κει, στην Κύπρο να γυρίσει.
Αφού εν θέλημα Θεού τζε θαύμαν των Αγίων
φέρνουν τους ράστην τζε τους θκιο, να μπούσι σε ένα πλοίο.
Ο Χότζας άμα τζ’είδεν την, γνώρισε τη Μαρία,
πως ήταν η μητέρα του, βεβαίως η ιδία.
Άψασειν πάνω του φωθκιές, λαμπρά τζε δε βαστάνει,
πάει κοντά της τζε ‘κατσε ευθείς, τζαιρό δε χάνει.
Λαλεί της «Πες μου να χαρείς, ποιον είναι το όνομά σου
τζε ποιον είναι το μέρο σου, σωστό με την καρκιάν σου.»
«Τό όνομά μου» λέγει του, «Με λέγουσιν Μαρία,
τζε η πατρίδα μου σωστά, που την Μικράν Ασία.»
Λαλεί της «Που τα λόγια σου τζε που την ιστορία,
θα ‘χεις παιδί στον πόλεμο, εσύ τζυρά Μαρία»
Αμέσως αναστέναξε τζε έκλαψεν η Μαρία
«Ας ήταν εις τον πόλεμον, Χότζα τζε να τον είδα»
«Πες μου», λαλεί της, «να χαρείς, τα μάδκια τζε το φως σου,
ίσως τζε ξέρω τίποτε τζε πω σου για το γιό σου»
«έχει στο πρόσωπον ελιά τζε εις το στήθος άλλη,
τζε εις τη βούκκαν την δεξιά, δευτερήν πιο μεγάλη»
Λαλεί της «Είναι ζωντανός, ο γιός σου που γυρεύκεις
τζε Παντελής στο όνομα τζυρά αν δεν πιστεύκεις»
Λέει του, «Πες μου να χαρείς αν είδες το παιδί μου
τζε γίνου Αγι’Αρχάγγελος τζε πάρε την ψυχήν μου».
Λαλεί της, «Φερ ‘το χέρι σου, μάνα να το φιλήσω
τζε γλυκοφίλαμε τζε ‘συ, να σου ομολοήσω.»
Αφού εφάνερώθηκεν το θαύμαν του Αγίου
έγινηκεν ανάστατον το πλήρωμα του πλοίου.
Πως ήταν μάνα τζε παιδί, άμα βεβαιωθήκαν,
ούλοι που την συγκίνηση, τα κλάματα λουθήκαν.
Παρασκευήν ή Σάββατο νομίζω του Λαζάρου,
Έφτασαν εις τη Λάρνακα, που ‘χει να ξεμπαρκάρουν.
Μέσα στον ‘Αι Λάζαρο ευτείς τους οδηγήσαν,
τη γρέα τζε τον Παντελή, τζούλοι επροσκυνήσαν.
Μέσα στη Σκάλαν έγινε τότε γιορτή μεγάλην,
που στράφηκεν ο Πάντελης στην πίστην που΄τουν πάλι.
Είκοσι γρόνια χασιμιός, σα να’ταν πεθαμένος
που’ταν από την μάναν του, μακρά αποχωρισμένος.
Είναι πολλά τα θαύματα, στον κόσμο που γινήκαν
είχε τυφλούς που βλέψασειν τζε το διηγηθήκαν.
Απόστολε Ανδρέα μου, η χάρη σου μεγάλη
που ‘χεις την έκκλησία σου κοντά στο Παραγιάλι.
Απόστολο σ’ανάδειξεν Ο Πλάστης τζε Θεός μου,
δοξάζω σε που βοηθάς τζε με τζ’ολου του κόσμου.
Η βράκα (Κύπρος)
σαρανταδκυό πήχες παννίν,
έκαμαν μου - έκαμαν μου
μια βράκαν.
Τη γ’ έρμην την βράκα
που κάμνει τρίκκι-τράκκα.
Ε, τζι ήρτεν ο κάβαλλος μακρύς,
τζι ήρτεν ο κάβαλλος μακρύς,
τζι εσάριζεν - τζι εσάριζεν
την στράταν.
Τη γ’ έρμην την βράκα
που κάμνει τρίκκι-τράκκα.
Τη βράκα μου στη λίμνην
τζιαι πκοιός να μου την πλύνει,
τζιαι πκοιός να την απλώσει,
στον ήλιον να στεγνώσει,
τζιαι πκοιά εν τζιείνη άξια,
πονά τη σιερώσει,
την βράκαν μου την τόσην
τζιαι πκοιά ‘ννα τη διπλώσει;
Ε, τζι ήμουν δεκατριών χρονών,
τζι ήμουν δεκατριών χρονών,
τζι εφόρουν την - τζι εφόρουν την
βρακού μου.
Τη γ’ έρμην την βράκα
που κάμνει τρίκκι-τράκκα.
Ε, τζι εγύριζα μες στο χωρκόν,
τζι εγύριζα μες στο χωρκόν,
κρυφά τους χω - κρυφά τους
χωρκανούς μου.
Τη γ’ έρμην την βράκα
που κάμνει τρίκκι-τράκκα.
Τη βράκα μου στη λίμνην
τζιαι πκοιός να μου την πλύνει,
τζιαι πκοιός να την απλώσει,
στον ήλιον να στεγνώσει,
τζιαι πκοιά εν τζιείνη άξια,
πονά τη σιερώσει,
την βράκαν μου την τόσην
τζιαι πκοιά ‘ννα τη διπλώσει;
Ε, παρά να πάρεις άδρωπον,
παρά να πάρεις άδρωπον,
τζιαι ναν’ τζιαι με - τζιαι ναν’ τζιαι με
την βράκαν.
Την γέραμην την βράκαν
που κάμνει τρίκκι-τράκκα.
Ε, καλλίτερα πανταλονάν
- καλλίτερα πανταλονάν
τζι ας εν με την - τζι ας εν με την
κομμάταν
Τη γ’ έρημην την βράκα
που κάμνει τρίκκι-τράκκα.
Τη βράκα μου στη λίμνην
τζιαι πκοιός να μου την πλύνει,
τζιαι πκοιός να την απλώσει,
στον ήλιον να στεγνώσει,
τζιαι πκοιά εν τζιείνη άξια,
πονά τη σιερώσει,
την βράκαν μου την τόσην
τζιαι πκοιά ‘ννα τη διπλώσει;
Αν βουληθώ (Κύπρος)
να σ’ αρνηθώ
να σ’ απολησμονήσω
να μην εβρώ νερό να πιω
μη ρούχο να φορήσω
Αν βουληθώ, αν βουληθώ
να σ’ αρνηθώ
να σ’ απολησμονήσω
να μην μπορώ φιλί να βρω
μη δάκρυ να δακρύσω!
Αγάπησά την ‘πού καρκιάς (Κύπρος)
τον έναν γρόνον είχα την, τον άλλον έχασά την
Αα, την καρκιάν μου εχείς καμένην και με τυραννείς
Αα, λυπήθου με κι αρκίνα πκιον να με πονείς
Αγάπησά την ‘πού καρκιάς κι έπινα τον καμόν της
και μέραν νύχταν έρεσσα κρυφά ‘που το στενόν της
Αα, την καρκιάν μου εχείς καμένην και με τυραννείς
Αα, λυπήθου με κι αρκίνα πκιον να με πονείς
Αγαπημένη τους πολλούς, αγάπα με κι εμέναν
τους άλλους διάς τους δκυό φιλιά, δως μου κι εμέναν έναν
Αα, έλα αγάπα με κι εσούνι μεν με τυραννείς
Αα, κι έλα δως μου έναν φιλούιν άγια να χαρείς
Αα, την καρκιάν μου εχείς καμένην και με τυραννείς
Αα, λυπήθου με κι αρκίνα πκιον να με πονείς
Τέσσερα τζιαι τεσσέρα (Κύπρος)
κάμνουσιν οχτώ
Τέσσερα παλληκάρκα
πασίν στον πολεμό
Στο δρόμον που πηαίννασιν,
επεινάνασιν
Εκάτσασιν να φάσιν
μα εδιψάσασιν
Γυρεύκουν να βρουν βρύση
απάνω στο βουνόν
Τζι ήβρασιν έναν λάκκον
των εκατόν ορκών
Ερίξαν το λαχνίν τους
ποιος εννα κατεβεί
Τζιαι έππεσεν η μοίρα
πας το μιτσίν παιδίν
Δήστε με αδέρφκια μου
τζι εγιώ εννα κατεβώ
Μες το ερημολάτσιην
να φκάλω το νερόν
Τζιαι τότες τα αδέρφκια του
τον σφιχτοδέσασιν
Μες το ερημολάτσιην
τον κατεβάσασιν
Εφκάρτε με αδέρφκια μου
γιατί είδα το νερόν
Εν κότσιηνον τζιαι μαύρον
μα τζιαι φαρματζιερόν
Ώστι να τον τραβήσουσιν
τζιαι να τον φκάλουσιν
Οι όφεις τζιαι τα φίθκια
τον μισοφάασιν
Να πείτε της μανούλλας μου
στα μαύρα να ντυθεί
Γιατί τον γιον της τον μιτσίν
εθ θα τον ξαναδεί
Οἱ μπερντέδες
στὸ κορμί μου γύρω-γύρω
κι ἔπινα μὲς ἀπ᾿ τὰ χείλη σου
γλυκειὰν ἄχνα σὰν τὸ μύρο.
Κι ἔπινα μὲς ἀπ᾿ τὰ χείλη σου
γλυκειὰν ἄχνα σὰν τὸ μύρα
κι ἦταν ἄσπρο τὸ κρεβάτι μας
κι οἱ μπερντέδες σὰν πορφύρα.
Ἦσαν οἱ μπερντέδες κόκκινοι
κι ἦταν ἄσπρο τὸ κρεβάτι.
Κι ὅλο λίγωνε, κι ὅλο μέλωνε
τὸ γλυκό, γλυκό σου μάτι.
Κι ἔτσι, ἀγάπη μου, σὲ γλέντησα
κι ἔτσι τὴ γλυκάδα σου ἤπια,
μέσα στ᾿ ἄνομα ἀγκαλιάσματα,
τὰ ἄνομα τὰ καρδιοχτύπια.
Κι ἀπ᾿ τὴ γλύκα ποθοπλάνταζε
τὸ κορμί σου καὶ τὸ μάτι
κι ἦσαν οἱ μπερντέδες κόκκινοι
κι ἦταν ἄσπρο τὸ κρεβάτι.
Νυχτερινό.
στὴ νύχτα, ἀπάνω στὸ τραπέζι
σὰν ἔρημη πνοὴ ἀνασαίνει.
Σωθῆκαν τὰ χρυσὰ ὄνειρά της
μὲς στὰ σκοτάδια τρεμοπαίζει,
χλωμὴ ψυχοῦλα φοβισμένη...
Ἔξω λαμπρόφωτο φεγγάρι
κάτι ὀνειρεύεται στὰ χάη
τὰ ζαφειρένια της ἐρήμου...
Σὰ νά ῾θελε νὰ ζήσει ἀκόμα,
μ᾿ ἀναλαμπὲς ψυχομαχάει
τὸ ἑτοιμοθάνατο κερί μου...
Καὶ τὸ φεγγάρι τὸ ἀσημένιο
ποὺ χρόνια τώρα ἔχει σωπάσει,
καὶ τὸ κερί μου ποὺ πεθαίνει
-καὶ μέσα ἡ θλιβερὴ ψυχή μου,
χωρὶς αἰτία, κι οἱ τρεῖς στὴν πλάση
εἴμαστε τόσο λυπημένοι...
Νυχτερινό
ποὺ λάμπει μέσ᾿ τὴ νύχτα -τίποτ᾿ ἄλλο.
Μιὰ φωνὴ γρικιέται μέσ᾿ τὸ σάλο
καὶ ποὺ σὲ λίγο παύει -τίποτ᾿ ἄλλο.
Πέρα μακριά, κάποιο στερνὸ σινιάλο
τοῦ καραβιοῦ ποὺ φεύγει -τίποτ᾿ ἄλλο.
Καὶ μόνον ἓν παράπονο μεγάλο
στὰ βάθη τοῦ μυαλοῦ μου. -Τίποτ᾿ ἄλλο.
Ἑκάτης πάθη
Elle a la beaute d' un vierge...
Qui, elle est vierge. Elle ne s' est
jamais souillee.
OSCAR WILDE - «SALOME»
...Ἀπόψε πρόβαλε γυμνή, σὰ τέρας, ἡ Σελήνη
κι ἄβυσσος πόθου τὴ δονεῖ:
τὴν εἶδαν ὅλοι ἀπὸ νωρίς, τὶς πόρπες της νὰ λύνει,
σὰ νὰ διψοῦσεν ἡδονή...
Τί νά ῾δε ξάφνου ῾δῶ στὴ γῆ καὶ τόσο τὸ λυμπίστη
πού ῾χουν μὲ πάθος κρεμαστεῖ,
σὰ νά ῾θελαν νὰ λυτρωθοῦν, ἀπ᾿ τὴ παλιὰ τὴν πίστη
κι οἱ δυό της οἱ νεκροὶ μαστοί;
Παρθένα, στείρα καὶ βουβή, ὅμοια μὲ σαλαμάντρα,
στὰ βάθια βράδυα τ᾿ ἀττικά.
πῶς ἔτσι, ἀπόψε, φρένιασε νὰ σμίξει τρελὰ μ᾿ ἄντρα
καὶ φλογερὰ κι ἐκστατικά;
...Τί κι ἂν ἡ νύχτα γέρν᾿ ἀργά, μέσ᾿ τὰ πυκνὰ ἐρέβη
κι ἀλλόκοτα μεθοῦν οἱ ἀνθοί;
Στὴ δύση, ῾κείνη μοναχή, ποὺ κείτεται καὶ ρεύει,
ζητεῖ τοῦ κάκου νὰ εὐφρανθεῖ...
Ἑκάτης πάθη
Elle a la beaute d' un vierge...
Qui, elle est vierge. Elle ne s' est
jamais souillee.
OSCAR WILDE - «SALOME»
...Ἀπόψε πρόβαλε γυμνή, σὰ τέρας, ἡ Σελήνη
κι ἄβυσσος πόθου τὴ δονεῖ:
τὴν εἶδαν ὅλοι ἀπὸ νωρίς, τὶς πόρπες της νὰ λύνει,
σὰ νὰ διψοῦσεν ἡδονή...
Τί νά ῾δε ξάφνου ῾δῶ στὴ γῆ καὶ τόσο τὸ λυμπίστη
πού ῾χουν μὲ πάθος κρεμαστεῖ,
σὰ νά ῾θελαν νὰ λυτρωθοῦν, ἀπ᾿ τὴ παλιὰ τὴν πίστη
κι οἱ δυό της οἱ νεκροὶ μαστοί;
Παρθένα, στείρα καὶ βουβή, ὅμοια μὲ σαλαμάντρα,
στὰ βάθια βράδυα τ᾿ ἀττικά.
πῶς ἔτσι, ἀπόψε, φρένιασε νὰ σμίξει τρελὰ μ᾿ ἄντρα
καὶ φλογερὰ κι ἐκστατικά;
...Τί κι ἂν ἡ νύχτα γέρν᾿ ἀργά, μέσ᾿ τὰ πυκνὰ ἐρέβη
κι ἀλλόκοτα μεθοῦν οἱ ἀνθοί;
Στὴ δύση, ῾κείνη μοναχή, ποὺ κείτεται καὶ ρεύει,
ζητεῖ τοῦ κάκου νὰ εὐφρανθεῖ...
Μοναξιά
Τὰ χέρια μου εἶναι τόσο ἀπελπισμένα!
Τὰ χέρια μου εἶναι τόσο κουρασμένα!
Τ᾿ ἀφήνω καὶ γλιστροῦν, ἀργὰ στὸ πιάνο...
Παίζω στὴ τύχη κάτι ἀγαπημένο,
κάτι παλιὸ καὶ γνώριμο καὶ πλάνο...
Καὶ πάλι σταματῶ. Δὲν ἐπιμένω.
Θὰ προτιμοῦσα μᾶλλον, νὰ πεθάνω...
Βαθὺ κι ἐξαίσιο βράδυ
-Βράδυ λεπτὸ κι ἀσύλληπτο, Χιμαίρας!-
Ποτέ, τόσο πολύ, τέλος ἡμέρας,
δὲν εἶχε λάμψει τόσο, σὰ πετράδι...
Κατέβαινε τὸ φῶς -μιὰ ὠχρὴ ἀγωνία-,
σὲ κήπους, ὅλο βάλσαμα γιομάτους,
τ᾿ ἄνθη μεθοῦσαν ἀπὸ τ᾿ ἄρωμά τους,
μέσα σε μιὰν ἀνείπωτη ἁρμονία...
Δὲν εἶχε κἂν ὑπάρξει τέτοια δύση,
μήτε στὸ νοῦ τῶν πιὸ γλυκῶν ζωγράφων.
Ἀκόμα καὶ τὰ μάρμαρα τῶν τάφων,
μιὰ δόξα μυστικὰ τά ῾χε κερδίσει...
Κι ὅταν τὸ θάμπος ἄρχιζε νὰ φθάνει
κι ἡ νύχτα τ᾿ ἀργὰ μάγια νὰ κλώθει,
τὸ φεγγάρι, παντοῦ, σὰ φλόγα ἁπλώθη...
Κι ἦταν τὸ βράδυ αὐτὸ πού ῾χα πεθάνει...
Φαντάσματα
Κι ἐνῷ δὲν εἴμαστε παρὰ μορφὲς αὐτοῦ τ᾿ Ἀγνώστου,
φαντάσματα, ὅλοι καὶ καπνοί, στὴ δίνη τῆς ἀβύσσου,
-μὲ τ᾿ ὄνειρο, φτωχὴ ψυχή, γιὰ μόνη ἀπολαβή σου-,
μάταια φαντάσματα, τυφλά, ποὺ τὸ σκοτάδι σπέρνει,
ποὺ ἡ νύχτα φέρνει μία στιγμὴ κι ἡ νύχτα πάλι παίρνει,
χαμένοι, δίχως γυρισμό, μέσ᾿ στὸν αἰώνιο σάλο,
μισοῦμε κι ἐχθρευόμαστε καὶ κρίνει ὁ ἕνας τὸν ἄλλο...
Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2011
Κλεῖσε τὰ παράθυρα
καὶ τὴν πόρτα σφάλισε καὶ σβῆσε τὸ κερί.
Ἡ ἀγκαλιά μου ἐπύρωσε σὰν τὸ κερὶ καὶ λιώνει,
γιὰ σφιχταγκαλιάσματα κι ὅλο καρτερεῖ.
Κλεῖσε μὴ μᾶς βλέπουνε λοξὰ οἱ ματιὲς τοῦ κόσμου,
δῶσ᾿ μου τὸ χειλάκι σου, ποὖναι ἁπαλό, νωπό.
Ἔχω κάτι ὁλόγλυκο γιὰ σένα ἀπόψε, φῶς μου,
ἔχω κάτι ὁλόγλυκο σὰ μέλι νὰ σοῦ πῶ.
Ἔλα πέσε ἀπάνω μου καὶ μὴν κοιτᾷς μὲ τρόμο.
Τὸ κερί μας ἔσβησε, δὲν μᾶς θωρεῖ κανείς.
Ξέχασε πὼς βρίσκονται κι ἄλλες ψυχὲς στὸ δρόμο,
κι ἄσε νὰ κυλήσουμε σὲ πέλαγα ἡδονῆς.
Ἔλα, ὡς τὰ μεσάνυχτα θὰ σὲ φιλῶ στὸ στόμα,
ἔλα, κι εἶναι οἱ πόθοι μου τρελοί, τόσο τρελοί,
ποὺ τὸ γλυκοχάραμα θὰ μᾶς προλάβει ἀκόμα
στὸ πρῶτο μας ἀγκάλιασμα, στὸ πρῶτο μας φιλί.
Κι ὅταν σὲ ρωτήσουνε τὴ χαραυγὴ οἱ γειτόνοι,
γιὰ ποιὸ λόγο σφάλισες, ἄχ! πές τους, νὰ χαρεῖς,
πές τους πὼς στὴν κάμαρα φοβᾶσαι ἅμα νυχτώνει,
κι ἔπεσες καὶ πλάγιασες νωρίς, τ᾿ ἀκοῦς; Νωρίς!
Κούραση
κι ἀπ᾿ τὰ λόγια ποὺ θὰ ποῦμε κι ἀπ᾿ τοὺς ἄλλους κι ἀπὸ μένα
κι ἀπ᾿ τὸ κάλεσμα τοῦ στίχου, μὲ τὸ μάταιο λυρισμό,
ποὺ ἡ ψυχή μου δὲν ἐλπίζει, παρὰ μόνο στὸ Λιμάνι
καὶ στὸ σάλπισμα τῆς Μοίρας, ποὺ μιὰ μέρα θὰ σημάνει
τὸν αἰώνιο Γυρισμό!
Τότε μόνο, λυτρωμένος ἀπ᾿ τῆς γῆς τὴν ἱστορία,
μέσ᾿ στῶν κόσμων καὶ τῶν ἄστρων τὴν ἀτέρμονη πορεία,
φῶς ἀνέσπερο, χυμένο σὲ μιὰν ἔξαλλη στροφή,
τὸ Τραγούδι τὸ Μεγάλο, ποὺ ποτὲ δὲν ἔχω γράψει,
τὸ στερνό μου τὸ Τραγούδι, σὰ μιὰ δόξα ποὺ θ᾿ ἀνάψει,
τότε μόνο θὰ γραφεῖ!
Στὴ φυλακή...
οἱ δυνατοὶ τοῦ κόσμου
κι ἔσπασα πόρτες, κλειδωνιές,
νά ῾ρθω σὲ σένα, Φῶς μου!
Τὰ σίδερα λυγίσανε
ἀπὸ τὸ βογγητό μου
καὶ στέρεψαν γιὰ νὰ διαβῶ,
κι οἱ ποταμοὶ τοῦ δρόμου...
Καὶ σὰ τρελός σε γύρεψα,
μὰ σὺ δὲν ἐφαινόσουν!
Καὶ πικραμένος, γύρισα
νὰ μὲ ξανακλειδώσουν...
Ἐκ βαθέων
χωρίς, ὡς τὸ τέλος, νὰ ξέρω τὸ πῶς,
- χωρὶς νά ῾χω μάθει, μὲ μιὰ τέτοια μοῖρα,
ποιὸ κρῖμα μὲ δέρνει, καὶ ποιὸς ὁ σκοπός!
Λυπήσου τὰ χρόνια ποὺ πᾶνε χαμένα,
προτοῦ ἡ νύχτα πάλι βαριὰ ν᾿ ἁπλωθεῖ,
ζητώντας τοὺς ἄλλους, ζητώντας καὶ μένα,
ζητώντας ἐκεῖνο ποὺ δὲ θὰ βρεθεῖ!
Λυπήσου ὅλα κεῖνα ποὺ πᾶνε τοῦ κάκου,
γιατὶ ἔτσι τοὺς εἶπαν πὼς εἶναι γραφτό,
καὶ γίνουνται χῶμα, στὰ βάθη ἑνὸς λάκκου,
χωρὶς νὰ γυρέψουν τὸ λόγο γι᾿ αὐτό!
Λυπήσου κι ἐκεῖνα, λυπήσου κι ἐμένα,
- καὶ μένα, ποὺ πάω μὲ καρδιὰ στοργική,
ζητώντας μία λύση σὲ πράματα ξένα,
ποὺ δὲν ἔχουν, Θέ μου, καμιὰ λογική...
Λιγάκι νὰ κάνω πὼς κάτι μὲ σέρνει,
λιγάκι νὰ φέξει, μὲς στὰ σκοτεινά,
κι ἀμέσως ἡ μοῖρα μου τὸ ξαναπαίρνει,
κι ἀμέσως ἡ νύχτα γυρίζει ξανά...
Λυπήσου με, Θέ μου, στὴν ἀπόγνωσή μου,
λυπήσου τὴ φλόγα ποὺ μάταια σκορπῶ,
- λυπήσου με μὲς στὴν ἀγανάκτησή μου,
νὰ ζῶ δίχως λόγο, καὶ δίχως σκοπό...
Χειμωνιάτικο τοπίο
πεθαμένο καὶ στημένο μέσ᾿ στὴ μέση του πελάγου,
μιὰ βουβή, μεγάλη ξέρα, πιὸ γυμνὴ κι ἀπὸ παλάμη,
μ᾿ ἕνα γέρικο, θλιμμένο, τραγικό, μικρὸ καλάμι
κι ἕνας ἴσκιος -ἕνα κάτι- ποὺ δὲ ξέρω τί ἔχει χάσει
κι ἀπὸ τότε φέρνει γύρα, μὴ μπορώντας νά ῾συχάσει.
Παγωμένο τὸ χαμένο κι ὅλο φῶς, ἐκεῖνο τρίο,
σιωποῦσε κι ἀγρυπνοῦσε, μέσ᾿ στὴ νύχτα, μέσ᾿ στὸ κρύο...
Στὸ νυχτερινὸ κέντρο
ποὺ μ᾿ ἕναν ἔρωτα τρελὸ σὰ νά ῾μαστε δεμένοι,
σ᾿ ἕνα συντρόφεμα ζεστό, βᾶνε ξανὰ νὰ ζαλιστῶ,
μέσ᾿ στ᾿ ὄνειρό σου νὰ κλειστῶ. Τὸ μόνο ποὺ μοῦ μένει.
Γιατὶ ἂν λείψει τὸ κρασὶ κι φύγεις ἄξαφνα κι ἐσὺ
καὶ βουβαθεῖ καὶ τὸ βιολὶ μὲ τὸ γλυκὸ βραχνᾶ του,
μεσ᾿ στῆς καρδιᾶς μου τὸ κενό, μεγάλο σὰ τὸν οὐρανό,
θ᾿ ἀκούσω πάλι τὸ βραχνὸ τραγούδι τοῦ θανάτου...
Πόθος
μὲ τὶς πλατιές, βαριές σου στάλες
τῶν φύλλων ἄραχλοι χαμοί, τῶν δειλινῶν ἀργοὶ καημοί,
ποῦ μὲ μεθούσατε τὶς ἄλλες...
Τὰ καλοκαίρια μ᾿ ἕψησαν καὶ τὰ λιοπύρια τὰ βαριά,
κι οἱ ξάστεροι οὐρανοὶ οἱ γαλάζοι:
ἀπόψε μου ποθεῖ ἡ καρδιὰ πότε νὰ ῾ρθεῖ μέσ᾿ τὰ κλαριά,
ὁ θεῖος βοριὰς καὶ τὸ χαλάζι!
Τότε, γερτὸς κι ἐγὼ ξανά, μέσ᾿ τὰ μουγγὰ τὰ δειλινά,
θ᾿ ἀναπολῶ γλυκά, -ποιὸς ξέρει-,
καὶ θὰ μὲ σφάζει πιὸ πολύ, σὰν ἕνα μακρινὸ βιολί,
τὸ περασμένο καλοκαίρι...
Παραμύθι
πᾶνε τώρα χρόνια,
σ᾿ ἕνα τόπο μακρινό,
ζοῦσαν μέσ᾿ στὰ χιόνια.
Πάγωναν τὰ λούλουδα,
μίσευαν τ᾿ ἀηδόνια,
καλοκαίρι ζύγωνε
κι ἦταν ὅλο χιόνια!
Μάτια πάντα σκοτεινά,
μέτωπα σκυμμένα,
κι ἄνθρωποι δὲ βάδιζαν
μὲ ρυθμὸ κανένα...
Μιὰν ἀγάπη πέρασε,
-μετὰ πόσα χρόνια;-
καὶ τὰ μάτια δάκρυσαν
κι ἕλιωσαν τὰ χιόνια...
Μικρὸ Τραγούδι
μὲ τὰ βάσανά του,
ὁ καλός μας Ἔρωτας,
ἦταν τοῦ θανάτου.
Δέκα χρόνια στὴ σειρά,
δίχως νὰ τὸ ξέρει,
δέκα χρόνια στὴ σειρά,
μᾶς κρατοῦσε ταίρι.
Μᾶς βαστοῦσε συντροφιά,
μᾶς κρατοῦσε ταίρι,
δέκα χρόνια στὴ σειρὰ
κι ἕνα καλοκαίρι...
Μὰ ὅπως ὅλα μᾶς περνοῦν
καὶ χαρὲς καὶ πόνοι,
νὰ μιὰ μέρα ποὺ κι αὐτός,
ἄρχισε νὰ λιώνει.
Κι ἕνα βράδυ σκοτεινό,
βράδυ πικραμένο,
καθὼς εἶχα κουραστεῖ
νὰ σὲ περιμένω,
δίχως λέξη νὰ μοῦ πεῖ,
γύρισε στὴ μπάντα,
῾σφάλισε τὰ μάτια του
κι ἔσβησε γιὰ πάντα...
Τὸ παλιό μας τραγούδι
ποῦ τ᾿ ἀκούγαμε μαζί,
τώρα ποὺ χαθῆκαν ὅλα,
ποιὸς θὰ τό ῾λεγε νὰ ζεῖ!
Ἀπὸ τότε ποὺ ἡ καρδιά μου
σ᾿ ἔχασε παντοτινά,
δὲ τὸ πίστευα ποτέ μου,
γιὰ νὰ τ᾿ ἄκουγα ξανά...
Κι ὅμως νὰ ποὺ τ᾿ ἄλλο βράδυ
-μόλις νύχτωνε θαρρῶ-
μ᾿ ἕν᾿ ἀλλόκοτο φεγγάρι,
μακρινὸ καὶ καθαρό,
καθὼς γύριζα στὴ τύχη,
μόνος μέσ᾿ στὴ γειτονιά,
τὸ ξανάκουσα καὶ πάλι
καὶ στὴν ἴδια τη γωνιά!
Καὶ τὸ γνώρισα καὶ πάλι
τὸ τραγούδι π᾿ ἀγαπῶ
κι ἂς μὴν ἔμοιαζε καθόλου
στὸ παλιό του τὸ σκοπό.
Γιατὶ τώρα δὲ σκορποῦσε
τὸν καημό του τὸ βαθύ,
μὰ βογγοῦσε καὶ θρηνοῦσε,
μιὰ φωνὴ πού ῾χε χαθεῖ...
Πῶς μοῦ φάνηκε δὲ ξέρω,
καθὼς τ᾿ ἄκουγα ξανά,
μὰ ὅλα γύρω καὶ βαθιά μου,
γίναν ἔτσι σκοτεινά,
ποῦ δυνάμωσα τὸ βῆμα,
μεσ᾿ στὸ βράδυ τὸ πικρό,
μὲ χαμηλωμένα μάτια,
σὰ ν᾿ ἀπάντησα νεκρό...
Ἀναμνήσεις
κι ὅσο γυρεύεις Σήμερα, τὸ Χτὲς νὰ μ᾿ ἀφανίσεις,
τόσο σὲ ῾κεῖνο θὰ γυρνῶ καὶ τόσο δὲ θὰ παύω
νὰ ζῶ στὶς ἀναμνήσεις...
Θαρρεῖς καὶ κάτι μόνιμα, μπροστά μ᾿ εἶναι πεσμένο
καὶ κρύβοντας καὶ σβήνοντας ὁλότελα τὸ Τώρα,
μὲ κάνει νὰ μὴ χαίρουμαι καὶ μήτε νὰ προσμένω
καινούργια, τάχα, δῶρα...
Σ᾿ ὅτι ποθεῖ καὶ σ᾿ ὅτι ζεῖ, ἡ ψυχή μου μένει ξένη
κι οὔτε μπορεῖς, Φωνὴ Ζωῆς, ἀλλιῶς νὰ τὴ δονήσεις,
παρὰ θαμπὰ καὶ μακρινά, σὰ μουσικὴ ποὺ βγαίνει
μέσ᾿ ἀπ᾿ τὶς ἀναμνήσεις...
Τῆς πεθαμένης τῆς χαρᾶς, ἔχει στερέψει ἡ βρύση
κι οὔτε γυρέυει θάματα κι οὔτε προσμένει δῶρα
κι οὔτε μπορεῖ πιὰ τίποτα νὰ τὴ παρηγορήσει,
παρὰ ὅτι ἦταν ὡς τώρα...
Συντριβή
καὶ γιατὶ μέθυσ᾿ ἀπὸ Ζωή, μ᾿ ἔχει συντρίψει ἡ Ζωή.
Ἐπειδὴ στράφηκα κι ἐγώ, μ᾿ ὅλη μου τὴ πνοὴ
στὴ Μελῳδία, μὲ σύντριψε ἡ Μελῳδία: Κουφός!
Καὶ γιατὶ πῆγα στὴ Χαρά, μὲ σύντριψε ἡ Χαρὰ
κι οὔτ᾿ ἕνα τί κι οὔτ᾿ ἕνας ποιὸς καὶ δὲ μὲ θέν᾿ τὰ Ὕψη!
Γιατὶ μιλῶ πλατιά, σὰ Θεός, μὲ φθόνεσε καὶ ὁ Θεός.
Καὶ γιατὶ πῆγα στὴ Χαρά, μὲ σύντριψε κι ἡ Θλίψη...
Ἡ χαρά
καὶ μὲ φέρνει πίσω,
στὸ καιρὸ ποὺ κάθε τί
μοῦ ῾λεγε νὰ ζήσω.
Ποὺ ὅλα, σκέψεις μου κρυφὲς
κι ὅτι ζεῖ στὴ πλάση,
δὲ μοῦ θύμιζε μορφές,
ποὺ τὶς ἔχω χάσει.
Κι ὅλα τ᾿ ἄκουγα νὰ λέν,
μ᾿ ἕνα τρόπο πλάνο,
πὼς τ᾿ ἀγάπησα καὶ δὲν
πρέπει νὰ πεθάνω...
Τώρα ποὺ ὅλα τὰ φτερὰ
σκόρπισαν, τῆς πλάνης,
μοῦ τὸ λένε καθαρά:
Πρέπει νὰ πεθάνεις!
Κι ὅσο πιὸ βαθιὰ κοιτῶ
κάτω ἀπὸ τὴ σκέπη,
τόσο πιὸ καλὰ καὶ τὸ
μάτι μου τὸ βλέπει.
Κι ἂν τυχαίνει κι ὁ νοῦς νὰ
κάνει σκέψην ἄλλη,
δὲ κρατεῖ πολὺ καὶ νὰ
πάλι αὐτὴ προβάλλει...
...Μὰ ὅσο καὶ στοὺς οὐρανοὺς
νά ῾ναι ἡ μέρα μαύρη
κι ὅσα θέλησεν ὁ νοῦς,
νὰ μὴ μπόρει νά ῾βρει
κι ὅσο ἂν εἴμαστε πικρὰ
τώρα στερημένοι,
κάπου ὑπάρχει μιὰ Χαρὰ
καὶ μᾶς περιμένει...
Ἐπεισόδιο
βαθιά, βουβὰ καὶ σκοτεινὰ
κι ἔτσι πιστά, σὰ νὰ σοῦ τάζει:
Θὰ σ᾿ ἀγαπῶ παντοτινά.
Ψηλό, λιγνό, τρελὸ γιὰ χάδι,
δουλεύει σ᾿ ἕνα μαγαζί.
Τὸ πῆρα ἕνα Σαββάτο βράδυ
καὶ κοιμηθήκαμε μαζί.
Μυστικό...
κι ἄλλες ἀπὸ χαμόγελο, εἴτε πόνο.
Εἶναι καὶ μιὰ πλασμένη ἀπὸ τριαντάφυλλα,
ὅμως ἐκείνη δὲ τὴ φανερώνω!
Πόσο ἡ καρδιά μου θά ῾τρεμε, ἂν τὴν ἔλεγα!
Βάνω μία κλειδαριὰ γερὴ στὸ στόμα!
Τόσοι σοφοὶ ποὺ βρίσκονται τριγύρω μου
καὶ δὲ τὴ μάντεψε κανεὶς ἀκόμα;
Εἶναι ψυχὲς πλασμένες ἀπὸ κρύσταλλο
κι ἄλλες ψυχὲς μὲ κλάματα ἔχουν γίνει.
Εἶναι καὶ μιὰ πλασμένη ἀπὸ ροδόσταμο,
μὰ δὲ θὰ σᾶς τὴ ῾πῶ ποτέ μου ῾κείνη!
Ὅρκο ἔβαλα νὰ μὴ τὴ ῾πῶ, ὡς τὸ τάφο μου,
μὰ πάλι... ποιὸς ξέρει... καμμιὰν ὥρα...
Κάτι μοῦ καίει τὰ χείλη μου! Καλύτερα
νὰ κλείσω τὸ τραγούδι μ᾿ ἀπὸ τώρα...
Ποιητής
τῆς Ζωῆς καὶ τῆς Τέχνης σου τὸ δρᾶμα,
σ᾿ ἕνα παιχνίδι μάταιο καὶ γελοῖο,
τοῦ Νοῦ σου νὰ σκορπᾷς τὸ μεγαλεῖο!
Μέρα-νύχτα νὰ παίζεις μὲ τὶς λέξεις,
πῶς, πρέπει, μεταξύ των, νὰ τὶς πλέξεις
καὶ πῶς, μαζί, νὰ σμίξεις κάποιους ἤχους,
ὥστε νὰ κλείσεις τ᾿ Ὄνειρο σὲ στίχους!
Πόσος κόπος καὶ πόνος κι ἀγωνία,
νὰ πλάσεις ἀπ᾿ τὴ θλίψη σου ἁρμονία
καὶ νὰ τὴ πλάσεις μ᾿ ὅλους σου τοὺς τρόπους,
γιὰ νὰ τὴ ξαναδώσεις στοὺς ἀνθρώπους!
Μήτε κι ἀληθινὰ ποὺ ξέρω πρᾶμα
πιὸ θλιβερό, ἀπ᾿ τοῦ πόνου σου τὸ δρᾶμα,
τοῦ Πόνου αὐτοῦ, ποὺ στέργει γιὰ κλουβί του,
τὸ χῶρο ἑνὸς ἀνθρώπινου ἀλφαβήτου!
Κι ἀφοῦ, σὰ τὰ μικρὰ παιδάκια, παίξεις,
τόσο καιρό, μὲ ρίμες καὶ μὲ λέξεις
κι ὅλες σου τὶς ἐλπίδες ἀφανίσεις,
χαμένος, ὅλος, μέσ᾿ στὶς ἀναμνήσεις,
μόλις φανοῦν οἱ πρῶτες μαῦρες τύψεις
κι ἔρθ᾿ ἡ στιγμὴ νὰ σκύψεις, νὰ μὴ σκύψεις,
μὰ παίρνοντας μαζὶ τὸ θησαυρό σου,
τὸ Γολγοθᾶ σου ἀνέβα καὶ σταυρώσου!
Ἔχω ἕνα ἀηδόνι...
κι ἀπ᾿ τὸ καημό του λιώνει.
Ἔχω ἕν᾿ ἀηδόνι στὸ κλουβὶ
καὶ μοίρεται, τ᾿ ἀηδόνι.
Μοῦ λέει γιὰ τὶς ἀμυγδαλιὲς
π᾿ ἀνθίζουν ἄσπρο χιόνι,
μοῦ λέει γιὰ τριανταφυλλιὲς
καὶ μοίρεται, τ᾿ ἀηδόνι...
Καὶ παραδέρνει ἀνώφελα
καὶ τὰ φτερά τ᾿ ἁπλώνει,
κάθε ποὺ φεύγουν τὰ πουλιὰ
κι ἀναρριγοῦν οἱ κλῶνοι...
Τὰ χλωμὰ τὰ κοριτσάκια
μαραμένα σὰν τὰ κρίνα,
στέκουνται, σὰ μαγεμένα,
καὶ κοιτᾶνε τὴ βιτρίνα,
δὲν τὰ νοιάζει γιὰ τὸ κρύο,
δὲν τὰ νοιάζει γιὰ τὴν πείνα,
κάθουνται μαρμαρωμένα,
καὶ κοιτᾶνε τὴ βιτρίνα...
Κι οἱ κουκλίτσες, ἀπὸ μέσα,
μὲ τὰ κόκκινα λακκάκια,
ποὺ δὲν ξέρουν τὶ συμβαίνει,
καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν ἔχουν κάκια,
οἱ κουκλίτσες οἱ καημένες,
ἄλλο τόσο μ᾿ ἀπορία,
τὰ κοιτᾶν, κι ἐκεῖνες τώρα,
σὰν ἀλλόκοτα θηρία!
Τὶς κουκλίτσες τὶ τὶς νοιάζει!
καλὰ κάθουνται στὴ ζέστα,
τὰ φτωχὰ τὰ κοριτσάκια,
ὅμως γύρισε καὶ δές τα,
μ᾿ ἕνα μαῦρο ρουχαλάκι,
ξεφτισμένο καὶ τριμμένο,
μ᾿ ἕνα σκίσιμο ἀπὸ πίσω,
ντροπαλὰ μισοκρυμμένο,
μὲ πρησμένο, ἀπ᾿ τὶς χιονίστρες,
τὸ μικρούλι τους χεράκι,
μᾶλλον τὰ καημένα ἐκεῖνα,
μοιάζουν νἆναι ἀπὸ κεράκι...
Κι ὅμως νὰ πού, μὲς τὸ δρόμο,
μὲ τὰ ξένα ἐκεῖνα χάδια,
μιὰ στιγμή, ξαναγιομίζουν
τὴν καρδούλα τους τὴν ἄδεια..
Μὰ σὰν πᾶνε παρακάτου,
ποὺ κανένας δὲν τὰ βλέπει,
ἔρημα καὶ μοναχούλια,
μὲ τὸν οὐρανὸ στὴ σκέπη,
κρύβουν ἔτσι ἀπελπισμένα,
τὰ ματάκια στὸν ἀγκώνα,
ποὺ κι ἐκείνος κλαίει, κλαίει,
στὴν πικρὴν αὐτὴν εἰκόνα...
Τὰ καημένα τὰ πουλάκια
τρέμουν οἱ φωτιὲς στὰ τζάκια,
τώρα ποιὸς τὰ συλλογιέται
τὰ καημένα τὰ πουλάκια!
Τὰ πουλάκια εἶναι στὰ δένδρα,
τὰ πουλάκια εἶναι στὰ δάση,
τὰ πουλάκια θὰ τὰ πάρει
ὁ βοριᾶς ποὺ θὰ περάσει,
ἡ βροχὴ καὶ τὸ χαλάζι
κι ὁ βοριᾶς ποὺ θὰ περάσει,
καὶ τὸ χιόνι ποὺ τὸ παίρνουν
στὶς αὐλὲς μὲ τὸ φαράσι...
Κι ἂν ἡ νύχτα εἶναι μεγάλη,
κι ἔρχεται γιομάτη τρόμους,
κι ἂν ὁ θάνατος ἀπόψε,
φέρνει γύρα μὲς τοὺς δρόμους,
κι ἂν ἡ παγωνιὰ θερίζει
κι εἶναι δίχως ρουχαλάκια,
δὲ βαριέσαι, ποιὸς θυμᾶται
τὰ καημένα τὰ πουλάκια...
Τὰ πουλάκια εἶναι στὰ δένδρα,
τὰ πουλάκια εἶναι στὰ δάση,
τὰ πουλάκια θὰ τὰ πάρει
ὁ βοριὰς ποὺ θὰ περάσει.
Στὰ παιδάκια εἶναι τὰ χάδια,
στὰ παιδάκια τὰ φιλάκια,
τώρα ποιὸς τὰ συλλογιέται
τὰ καημένα τὰ πουλάκια!
Κι ὅταν γίνει, πάλι, βράδυ
κι ὅλοι πᾶνε νὰ πλαγιάσουν,
νὰ χωθοῦν μὲς τὰ κρεβάτια,
μὴ τυχὸν καὶ ξεπαγιάσουν,
τὰ πουλάκια τὰ καημένα,
τὰ πουλάκια, τώρα, πέρα
θὰ χαθοῦν χωρὶς ἐλπίδα
νὰ φανοῦν τὴν ἄλλη μέρα...
Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2011
Φωνές
εκείνων που πέθαναν, ή εκείνων που είναι
για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους.
Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε
κάποτε μες στην σκέψη τες ακούει το μυαλό.
Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν
ήχοι από την πρώτη ποίηση της ζωής μας
σα μουσική, τη νύχτα, μακρινή, που σβήνει.
Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2011
Ώρα Πολέμου : Απόσπασμα
Απόσπασμα από το "Απρίλης"
Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2011
Καλή μου τέλειωσε
Κι ἐγὼ δὲ μπόρεσα ἁπλόν, οὔτ᾿ ἕναν ἔπαινο νὰ βρῶ.
Μὰ πῶς νὰ σὲ παινέψουνε, πῶς νὰ χειροκροτήσουν,
τὰ χέρια τοῦτα ποὺ τριάντα χρόνια, κάμαν στὸ σταυρό;
Ἀντίο Γαλήνη
κι ἀντίο ῾σὺ στοχαστικέ μου Ρεμβασμέ,
Χαρὰ ποὺ στ᾿ ἀποδείπνι σου δὲ βρῆκα οὔτε ψιχία
καὶ καλῶς ᾖρθες βιαστικὲ καὶ βίαιε Χαλασμέ!
Στάχτη ἡ Ἀγάπη. Ἡ Ἐλπίδα ἀβέβαιη καταχνιά.
Καπνίλα, αἱμόφυρτα φτερά, συντρίμμια, πόνοι...
Μὲς στὶς ρωγμὲς ὁ Θάνατος, σὰ κρύος βοριάς, τρυπώνει
κι οἱ ἄνθρωποι -σφάγια- τόνε προσμένουν στὰ παχνιά!
Ὀρθὴ ἡ Φοβέρα μοναχὰ καὶ μοναχὰ ἡ Ὀργή,
-κλᾶψτε μικροί, ποὺ γιὰ μεγάλοι ῾χατε φτάσει-
Ἡ Δόξα ἐφτερούγισε, λίγο νὰ ξαποστάσει,
ἐπάνω στὰ κεφάλια σας καὶ μίσεψε γοργή!
Μικρὲ Ἐαυτέ, ποὺ γιὰ αητὸς ἀνέβαινες κι ἀπὸ ψηλά,
τὸν ἥλιο βάλθηκες, σὰ σύννεφο νὰ ῾σκιώσεις.
Γραμμένο σου ἤτανε σὰ σύννεφο νὰ λιώσεις
καὶ σὰ βροχὴ νὰ πέσεις χαμηλά.
Καὶ τώρα ἀπὸ τὸ χῶμα αὐτό, ποὺ ποτισμένο τό ῾χω ῾γώ
μὲ τῶν ματιῶν μου τὴ βροχὴ καὶ μὲ τὸν ἑαυτό μου,
ζητῶ φωτιά, ἀπ᾿ τὴ στοργὴ τοῦ τελευταίου ἐντόμου,
ν᾿ ἀνάψω, νὰ πυρποληθῶ καὶ νὰ φλεγῶ!
Τοὺς πράους δὲ κατάφερα νὰ τοὺς λατρέψω καὶ νὰ τοὺς
παρηγορήσω πού ῾κλαιαν, πάνω στοὺς ἄδειους μώλους.
Εἶν᾿ ἡ καρδιὰ μ᾿ ὁλόκλειστη γιὰ τοὺς οὐράνιους, δυνατούς.
Καὶ γιὰ τοὺς γήϊνους... καὶ γιὰ ὅλους... καὶ γιὰ ὅλους...
Στιγμὴ δὲ τὴ ξεδίψασα τὴν ἄγρια ῾παντοχή μου,
θλιμμένος κι ὄντας ἔκλαιγα καὶ ποὺ τραγούδαγ᾿ ὄντας...
Καὶ τὸ κοράκι, ποὺ ἀπ᾿ τὰ Ἠλύσια μ᾿ ἔφερε πετώντας,
γιὰ πληρωμή, μοῦ πῆρε τὴ ψυχή μου!
Θρόμβοι αἱματένιοι
Κόκκινη γύρη, ποὺ τὸ δρόμο πῆρε τῆς νοτιᾶς.
Ψυχή, ποὺ θάλασσα ἔγινες, -μιὰ θάλασσα φωτιᾶς-...
Μπαλάντα τοῦ Σοπὲν Νούμερο Ἕνα.
Οἱ κερασιὲς θ᾿ ἀνθίσουνε καὶ φέτος
καὶ θὰ γεμίσουν μ᾿ ἄνθια τὸ παρτέρι.
Πικρὴ ποὺ εἶν᾿ ἡ Ἄνοιξη σὰν εἶσαι δίχως ταίρι!
Πικρὴ πού ῾ν᾿ ἡ ζωή!
Ἄνοιξε τὸ παράθυρο στὴ πρωϊνὴ γιορτή,
γιὰ νά ῾μπουν οἱ μοσχοβολιὲς ἀπὸ τὸ περιβόλι.
Ἂχ κάθε του τριαντάφυλλο καὶ μία πλήγη ἀπὸ βόλι,
εἶναι γιὰ ῾σὲ ποιητή!
Κουράστηκα νὰ σὲ καρτερῶ, Ἔρωτα καὶ νὰ λιώνω,
῾πὰ στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς σκυμμένος, μιὰ ζωή.
Μ᾿ ἂν ἤτανε νὰ ῾ρχόσουνα γιὰ ἕνα ἔστω πρωΐ,
χίλια θὲ νά ῾δινα πρωϊνά, νὰ ζήσω ἐκεῖνο μόνο.
Τὸ παραμύθι ἑνὸς ραγισμένου ἔρωτα
ἦταν ἕνα γραμμόφωνο.
Ἕνα ὁλομόναχο γραμμόφωνο.
Μὰ μπορεῖ καὶ νὰ μὴν ἤτανε γραμμόφωνο
καὶ νά ῾ταν μόνο ἕνα τραγούδι,
ποὺ ζητοῦσε ἕνα γραμμόφωνο,
γιὰ νὰ πεῖ τὸ καημό του.
Μιὰ φορὰ κι ἕνα καιρό,
ἦταν ἕνας Ερωτας.
Ἕνας ὁλομόναχος Ἔρωτας
ποὺ γύριζε μὲ μία πλάκα στὴ μασχάλη,
γιὰ νὰ βρεῖ ἕνα γραμμόφωνο
γιὰ νὰ πει τὸ καημό του.
«Ἔρωτα μὴ σὲ πλάνεψαν
ἄλλων ματιῶν μεθύσια
καὶ μέσ᾿ τὰ κυπαρίσια
περνᾷς μὲ μι᾿ ἄλλη νιά;
Ἔρωτ᾿ ἀδικοθάνατε,
Ἔρωτα χρυσομάλλη,
ἂν σ᾿ εἶδαν μὲ μιὰν ἄλλη,
ἦταν ἡ Λησμονιά».
Μιὰ φορὰ κι ἕνα καιρό,
δὲν ἦταν ἕνας ἔρωτας,
δὲν ἦταν ἕνας πόνος.
Ἦταν μισὸς ἔρωτας -μισὸς πόνος-
καὶ μιὰ μισὴ πλάκα,
πού ῾λεγε τὸ μισό της σκοπό:
«Ἔρωτα μὴ σὲ... Ἔρωτα μὴ σὲ...
ἔρωτα μισέ... ἔρωτα μισέ...»
Θέ μου!
Μὰ δὲ βρίσκεται ἕνα χέρι!
Ἕνα πονετικὸ χέρι,
γιὰ ν᾿ ἀνασηκώσει τὴ βελόνα
καὶ ν᾿ ἀκουστεῖ ξανά,
ὁλόκληρος ὁ Ἔρωτας,
ὁλόκληρο τὸ τραγούδι:
«Ἔρωτα μὴ σὲ σκότωσαν
τὰ μαγεμένα βέλη;
Ἔρωτα Μακιαβέλλι.
Τὰ μάτια ποὺ σὲ λάβωσαν,
μὲ δάκρυα πικραμένα,
καρφιά ῾ταν πυρωμένα
καὶ μπήχτηκαν βαθιά».
......................................................
Ποιός μου χτυπᾷ τὸ τζάμι;
Μὴ μοῦ χτυπᾶτε.
Δὲν εἶμαι ῾δῶ.
Ἐδῶ κατοικεῖ ἡ Μοναξιὰ
μὲ μόνιμη νοικάρισα τὴ Πλήξη.
Μὴ μοῦ χτυπᾶτε λοιπὸν τὸ τζάμι.
Μάταια χτυπᾶτε.
Ἐγὼ δὲ μπορῶ ν᾿ ἀνοίξω.
Δὲ μπορῶ νὰ συρτῶ
οὔτ᾿ ὡς τὴ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μου,
οὔτ᾿ ὡς τὴ πόρτα τοῦ ἄλλου κόσμου.
Μὴ μοῦ χτυπᾶτε λοιπὸν τὸ τζάμι.
Δὲν εἶμαι ῾δῶ.
Ἐδῶ εἶν᾿ ἕνα ξερὸ ἔντομο
σ᾿ ἕνα κόσμο, -φέρετρο-
ὅπου ἀπαγορεύεται -μὲ κίνδυνο ἀνάστασης-
ἀκόμη κι ὁ θάνατός σου!
Μὴ μοῦ χτυπᾶτε λοιπὸν τὸ τζάμι.
Κάνετε λάθος.
Λάθος στὸ σπίτι.
Λάθος στὴ πόρτα.
Λάθος στὸν αἰῶνα.
Λάθος. Λάθος. Λάθος!
Γι᾿ αὐτὸ πάψτε.
Πάψτε -γιὰ τὸ Θεό- νὰ μοῦ χτυπᾶτε!
Σᾶς τὸ ξαναλέω- μή!
Ἐδῶ δὲ κατοικῶ ἐγώ.
Ἐδῶ κατοικεῖ μία αἱμοβόρα
κι ἀκροβάτισα ἀράχνη,
ποὺ πρὶν λίγο ἔφαγε μία πεταλούδα.
Μιὰ χρυσή, λεπτὴ πεταλούδα,
ποὺ -ἀλίμονο- εἶχε τ᾿ ὄνομά μου!
Ἄρα δὲν εἶχα ἀγαπηθεῖ, αὐτὸ ἦταν ὅλο
Ἴσως ἀνόητα ὑποδύθηκα τὸ ρόλο
Γελωτοποιοῦ πολὺ μετρίας κλάσης
Λησμονημένος σὲ μιὰν ἄχρηστη ἀποθήκη
Ἠλίθιος κοῦκλος μὲ σπασμένη μύτη
Μὰ μιὰ μέρα...
ἕνα σταχτὺ σύννεφο ἄφησε τὸν οὐρανό του
κι ἔπεσε στὴ κάμαρά μου.
Καὶ τότε... ὅλα... ἔχασαν τὸ χρῶμα τους.
Η Θλίψη ἔγινε σταχτιά.
Σταχτιὰ κι η χαρά.
Σταχτὺς κι Ἔρωτας.
Καὶ σταχτύς -ἀλίμονο- κι ο Θάνατος.
Ὦ Σειρῆνα, ἐσύ...
Ἐσὺ ποὺ τά ῾βαψες ὅλα.
Ποὺ τ᾿ ἄλλαξες ὅλα,
γιατί δὲν ἄφηνες τὸ Θάνατο
-τουλάχιστον αὐτόν-
νὰ μὲ πάρει μὲ τ᾿ ἀληθινό του χρῶμα;
Ὁ σταχτὺς θάνατος
θαρροῦσα ὡς τώρα...
πῶς ὅλα τὰ πράματα
βαδίζουν στὴ γῆ
μὲ τὸ ἀληθινό τους χρῶμα.
Ἡ Χαρὰ ἄσπρη.
Ἡ Θλίψη χλωμή.
Ὁ Ἔρωτας ρόδινος
Ο Θάνατος μαῦρος.
Ἔτσι θαρροῦσα...
Καὶ περνοῦσα τὶς μέρες μου,
μὲ τὰ χρώματά μου τακτοποιημένα.
Με τα ὄνειρά μου συγυρισμένα.
Μὲ τὰ ποιήματά μου καθαρογραμμένα...
Γιατὶ ἔτσι τά ῾βλεπα.
Ἔτσι νόμιζα.
Μενέλαος Λουντέμης
του '70.
Απόσπασμα από την “Αγέλαστη άνοιξη”:
Απόσπασμα από “Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα”:
Απόσπασμα από το “Καληνύχτα ζωή”:
Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2011
Επιστολή του Καρυωτάκη προς τη «Νέα Εστία»,
Σκοπός μας είναι η δημιουργία μιας Ανθολογίας Ποιημάτων από το σύνολο των Ελλήνων Ποιητών- Ποιητριών αλλά και ορισμένων ξένων, καθώς επίσης και κειμένων που έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον μας. Πιθανόν ορισμένοι ποιητές και ποιήτριες να μην έχουν συμπεριληφθεί. Αυτό δεν αποτελεί εσκεμμένη ενέργεια του διαχειριστή του Ιστολογίου αλλά είναι τυχαίο γεγονός. Όσοι δημιουργοί επιθυμούν, μπορούν να αποστέλλουν τα ποιήματά τους
στο e-mail : dimitriosgogas2991964@yahoo.com προκειμένου να αναρτηθούν στο Ιστολόγιο.
Θα θέλαμε να τονίσουμε ότι σεβόμαστε πλήρως τα πνευματικά δικαιώματα του κάθε δημιουργού, ποιητή και ποιήτριας και επισημαίνουμε πως όποιος δεν επιθυμεί την ανάρτηση των ποιημάτων του ή κειμένων στο παρόν Ιστολόγιο, μπορεί να μας αποστείλει σχετικό μήνυμα και τα γραπτά θα διαγραφούν.
Τέλος υπογράφουμε ρητά ότι το παρόν Ιστολόγιο δεν είναι κερδοσκοπικό και πως δεν η ανάρτηση οποιουδήποτε κειμένου, ποιήματος κτλ γίνεται με μοναδικό στόχο την προβολή της ποίησης και την γνωριμία όλων όσων ασχολούνται με αυτή, με το ευρύτερο κοινό του διαδικτύου.