σε ξένες θετικότητες
Κι ανύπαρχτο περνάει το διάστημα
απ΄την υγεία ως την αρρώστια.
θα βλέπουμε, αγριεμένοι από ντροπή,
τα τωρινά μας.
στιγμές κι αιωνιότητες.
ούτε και κείνα που τα φέραν.
***
Το πιο μεγάλο χάζι
[...]
Και δυναμώσαν όλα.
Ανάβρασμα απολύτρωσης που τοιμαζόταν πάντοτε,
κι ωσά να μην ήτανε ο ήλιος να ξανάβγει,
εδόθηκε το σύνθημα.
Κάποιος επήρε την αρχή.
Αυτή ήταν η μόνη επανάσταση.
Η πιο μεγάλη που 'γινε ποτέ.
Όλα υπάκουσαν.
Και τα σπίτια σύμφωνα.
Και οι βιτρίνες που αρχίσαν να φωτίζουνε μ’ αυθάδεια
τη νύχτα τη δική μας που κει θα βασιλεύαμε.
Μεσ' στο σκοτάδι της ημέρας τρέχανε
να βρούνε γλιτωμό.
Και τα μυρμήγκια ακόμα,
και τα σύννεφα.
Κι όλα τα δέντρα που σκιζόσαντε για να ξερριζωθούν.
Κι εγώ μαζί τους.
Θάρρος στον αγώνα τους.
Σαν ξένος από άλλη γη.
Σα ζουρλισμένα τ’ αυτοκίνητα.
Κι όλο μικραίνανε να φτάσουν τα παιχνίδια.
Και τα χαρτιά,
κι οι βρωμοπατημένες φημερίδες,
κι η σκόνη,
σηκώνονταν μαζί και φώναζαν,
ψηλά,
ψηλότερ’ απ’ το κάθε τι,
κι από τις κλάψες των μωρών παιδιών που χάνονταν.
Ξεφωνημένος σαρκασμός
πως τίποτε δε θα ‘μενε στον τόπο του.
Και τα μεγάλα σπίτια δεν είχαν πια κορφές.
Κατάπινε όλα το σκοτάδι που κατέβαινε, αλλοιώτικο.
Σαν την ψευτιά του ανέμου.
Οι αστραπές.
Θα καίγαν όλα.
Τίποτα δε θα πείραζεν εμένα.
Το πιο μεγάλο χάζι.
Έτσι ξαλάφωνα απ' την επίσημη μιζέρια
που 'χαν ως τότε, καθεμέρα,
όλα τους μπροστά μου.
Ήθελα να φωνάξω μ' άγρια χαρά.
Ας μέναν έτσι,
όλα,
σ' αυτόν τον κίνδυνο.
Μα ήρθε η μπόρα.
Όλα κυλίστηκαν στα πίσω.
Και γω θα πήγαινα να βρω τον πιο καλό μου φίλο.
Ούτ’ οι χαρές σας ούτ’ ο πόνος μου.
Δεν είναι δυνατό μου να ζω κάθε στιγμή ο ίσιος σας.
Κι η ασχήμια του πεθαμού σας λυπητερότερη απ’ το
θάνατο.
απ’ τα ψηλώματα του νου.
Τέτοιες, που σβήνουν κάθε “πιο αληθινό'
με στεναγμούς υπομονής,
και μ’ ομορφιές ελπίδας του αδύνατου.
Γιατί, δε φώναξα μονάχος, δυνατά, ποτές μου.
Και σε κανένα μπρος.
Κι ούτε ποτές μου θα φωνάξω,
σαν τρελός,
με φλέβες φουσκωμένες.
Κι άλλος κανείς.
κείνης που βγαίνει καυτερή ως το πετσί,
και που παγώνει κάθε ψέμμα ζεστασιάς,
ακόμα δεν ακούστηκε.
Μόνο να πει:
Ξεχάστε τις αντίζωες του πίθηκου αξίες.
Πάψτε ζητώντας τα μεγάλα της ζωής
και τα δικά σας
στων αλλονών το μικρανθρώπισμα,
στις κυριότητες του νυσταγμού σας.
Και βάρβαρη η δική μου
όταν μου λείπει η συφορά σας.
Στο δρόμο αρχίζουν όλα
Ξεχείλισμα Κυριακάτικης περιττότητας.
Αυτήνε μόνο βλέπεις.
Χυμένη στη φύση
τυλίγει την κάθε ακτίδα του ήλιου.
Μέσα στις φλέβες μου όλες,
ως έξω στις πιο μου κυρίαρχες σκέψεις.
Τίποτ' άλλο δεν είναι.
Τ' αναιμικό αντρόγυνο της εργατιάς σέρνει ανάμεσά του
ένα παιδάκι.
Με αργοκίνητη απόλαυση.
Κατάδικο σ' ανήθικη συνέχεια κατάντειας.
Στις φορεσιές, στις στάσεις, στα κουνήματα,
σε ό,τι θέλουνε να κρύψουν, να κάνουνε ακόμα πιο μεγάλο
κι απ' του αγνώστου μας το φόβο,
παντού το τελειωμένο
το ανθρώπινο.
Πατάνε.
Ολοκάθαροι και νηστικοί.
Γυρεύουνε. Χαμένοι.
Μαζί και κείνος που μεγάλωσε στους Κυριακάτικους περίπατους,
ανάμεσα στους περιπατητές.
Τα πρόσωπα όλα γνώριμα, αδιάφορα.
Σαν τον εαυτό σου.
Τις άλλες μέρες μακριά, σήμερα ξένος.
Κι αυτοί έχουν αφήσει κάπου ό,τι δικό τους.
Κουνιώνται ολόγυρά σου,
τόσο ίδιοι,
τόσο άχρηστα διαφορετικοί.
Παιγνίδια που ξεφύγανε,
ανάμεσα σε τόσα άψυχα.
Ασύντριφτα.
Μπορώ να τους κοιτάζω άφοβα,
κι ας μας χωρίζει όλους μας κατάβαθα
πανάρχαιος δεσμός χυδαίας πάλης.
Κάποιοι μου κάνουνε για λίγο συντροφιά
με τις δικές μου τις ψευτιές που βάζω μέσα τους.
Μα όλο τους αφήνω.
Μακριά τους,
σε μια ξεχωρισιά.
Σβήνεται κάθε νόημα,
κι οι κόσμοι πού 'λαμψαν ποτέ στο μοναχό ξαστέρωμα.
Μα κι έτσι μαζί σου σα βρεθείς,
χαμένος τότε πιο πολύ.
Και πια μονάχα κρατημένος
απ' του χαμού την ομορφιά.
Αρχίζει τ' όνειρο,
κείνο που μέσα του ποτέ σου δε ρωτιέσαι:
γιατί είσ' εκεί;
γιατί είναι όλα έτσι;
με το φόβο.
Ποτέ δε θα ξυπνήσεις. Τ' όνειρό σου μονάχα θα σβήσει.
Δε θα μπορούσε νά 'ναι αλλοιώς.
Συγκρίσεις δεν υπάρχουνε.
Κι ανακουφίζεσαι. με υποψία.
Κι η τύψη πάλι εκεί,
για σένα, για τους άλλους, για το μεγάλο γύρω σου.
Στιγμές σου μένουνε στη ζάλη.
Χαρά.
Τ' αγαπημένο σώμα σου σε καρτερεί
και σε μικραίνει τόσο,
σε χώνει ακαίριο μέσα του,
και βρίσκεις έτσι ποια θα σε σώσει συντροφιά...
Ακόμα μέσα στ' όνειρο.
Στο δρόμο αρχίζουν όλα.
Ανάμεσα στους περιπατητές.
***
Παλαϊκές συγκινήσεις
κι ένα κορμί
απάνω τους τραβούνε την ντροπή μου,
-αυτή το μόνο πού μείνε-
το πιο αληθινό.
Και μάτια, σε στιγμές που ξεμακραίνουν, τεντωμένα.
Με τελετή νεκρώσιμη
δίνουν ζωή στους τοίχους
και μαρτυριον επίσημα οι σκελετοί του πόνου:
τραπέζι και καρέκλα.
θα προστατεύουν οι κουρτίνες
το κλάμα που θα γίνετ΄εδώ μέσα,
για κάποιο θάνατο,
για πάντα.
Ανάλλαχτα θα μείνουν όλα
γιατ’ είν’ ο πόνος τους ατελείωτος.
το κλάμα του θανάτου της ψυχής μου.
Πάντα σίγουρα.
Όλες οι μάχες σταματάνε.
Λευτερωμενες ξεπετιώνται,
κάθε μια, αφόβιστες, κι αρχίζουν να μιλάνε.
Στου πόνου το καμίνι.
Ανοιξιάτικα φύλλα
τόσο, που θα’ ρθει κάτι κι άλλο
πιο καινούριο κι απ’ αυτά.
από ανθρώπους διαβασμένους.
Κατέβαζε σκουπίδια σε υπόγειο.
Δε φύσηξαν γι’ αυτόνε.
***