Ανέκδοτα ποιήματα, Ηχώ στο χάος, Ο μοιραίος δρόμος της Μαρίας Πολυδούρη
--------------------------------------------------------------------------------
ΤΟΥ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ«Οἱ νέοι ποὺ φτάσανε μαζὶ στὸ ἔρμο νησί» μὲ σένα
κάποια βραδιὰ μετρήθηκαν κ᾿ ηὖραν ἐσὺ νὰ λείπης.
Τὰ μάτια τους κοιτάχτηκαν τότε, χωρὶς κανένα
ρώτημα, μόνο ἐκίνησαν τὶς κεφαλὲς τῆς λύπης.
Νύχτες πολλές, θυμήθηκαν, ἀπὸ τὴ μόνωσή σου
ἕνα σημεῖο ἀπὸ φωτιὰ τοὺς ἔστελνες, γνωρίζαν
τὸ θλιβερὸ χαιρέτισμα ποὺ φώταε τῆς ἀβύσσου
τοὺς δρόμους κι᾿ ὅλοι ἀπόμεναν στὸν τόπο τους ποὺ ὁρίζαν.
Ἀπόμεναν στὴν ἴδια τους πικρία, κρεμασμένοι
ἔτσι μοιραῖα καὶ θλιβερὰ στὸ «βράχο» τοῦ κινδύνου.
Κι᾿ ὅταν πιὰ τοὺς χαιρέτισες, οἱ αἰώνια ἀπελπισμένοι
ψάλαν μαζὶ κάποια στροφὴ καθιερωμένου θρήνου.
Μὰ φτάνουν πάντα στὸ «νησί» τὰ νέα παιδιὰ ὁλοένα.
Στὴν ἄδεια θέση σου ζητοῦν τῆς ζωῆς τὸ ἐλεγεῖο.
Σοῦ φέρνουνε στὰ μάτια τους δυὸ δάκρυα παρθένα
καὶ τῆς καινούριας σου Ἐποχῆς τὸ πλαστικὸ ἐκμαγεῖο.
[ΑΝΑΜΕΣΑ Σ᾿ ΟΛΑΝΘΙΣΤΕΣ ΒΑΤΙΕΣ...]
Ἀνάμεσα σ᾿ ὁλάνθιστες βατιὲς
χαρούμενα πουλάκια ποὺ πηδοῦν
ἀθόρυβα-τῆς εὐτυχίας ματιές-
τ᾿ ἀσημωτὰ νερὰ λαμποκοποῦν
τοῦ ποταμοῦ- χαρὰ τῆς λαγκαδιᾶς
καὶ βιαστικὰ πηγαίνουν καὶ περνοῦν
στὴν ἄβυσσο νὰ πέσουνε μὲ μιᾶς,
νὰ πέσουν νὰ χαθοῦν!
[ΤΟ ΔΑΣΟΣ...]
Τὸ Δάσος, κοίτα, ἀπόγυρε
στῆς Νύχτας τὴν ἀγκάλη.
Μύρο ἀποπνέει μεθυστικό,
στενάζει μὲ τὸ ἀηδόνι.
Τὸ φεγγαράκι πάνω του
περίεργο προβάλλει
καὶ στὸν καθρέφτη τοῦ ρυακιοῦ
τὰ μάγια του ξαπλώνει.
ΟΝΕΙΡΟ
Ἄνθη μάζευα γιὰ σένα
στὸ βουνὸ ποὺ τριγυρνοῦσα.
Χίλια ἀγκάθια τὸ καθένα
κι᾿ ὅπως τἄσφιγγα πονοῦσα.
Νὰ περάσης καρτεροῦσα
στὸ βορηὰ τὸν παγωμένο
καὶ τὸ δῶρο μου κρατοῦσα
μὲ λαχτάρα φυλαγμένο
στὴ θερμὴ τὴν ἀγκαλιά μου.
Ὅλο κοίταζα στὰ μάκρη.
Ἡ λαχτάρα στὴν καρδιά μου
καὶ στὰ μάτια μου τὸ δάκρι.
Μέσ᾿ στὸν πόθο μου δὲν εἶδα
μαύρη ἡ Νύχτα νὰ σιμώνη
κ᾿ ἔκλαψα χωρὶς ἐλπίδα
ποὺ δὲ στἄχα φέρει μόνη.
ΛΗΣΜΟΝΙΑ
Μ᾿ ἐρωτευμένη τὴν καρδιὰ σὲ γνώρισα ἄγριο Δάσο.
Ἔπινα στὸ ἀεροφίλημα τὴ μυστικὴ εὐωδιά σου.
Πρόσμενα μὲ τὸ ξάστερο σκοτάδι νὰ περάσω,
ὅταν τ᾿ ἀερινὸ στοιχιὸ περνοῦσε στὰ κλαδιά σου.
Σὲ γνώρισα σ᾿ ἐρωτικὲς νύχτες ρυτιδωμένη
θάλασσα σὰν τὸ μέτωπο τῆς συλλογῆς, περνοῦσε
πάνω σου χάδι ἡ σκέψη μου καὶ πάντα ἡ ἀνθισμένη
ἄκρη σου μὲ τὰ εὐωδιαστὰ φύκια μὲ προσκαλοῦσε.
Σᾶς γνώρισαν οἱ ἐρωτικὲς νύχτες μου ὡραῖα λουλούδια,
διάφανα, ἀχνά, πολύχρωμα, σὰ φωτεινὰ σημάδια.
Βαριὰ ἡ δροσιὰ σὰ φίλημα καὶ ξεχυνόνταν χνούδια
χρυσὰ ᾿πό τὰ σμιγμένα σας βλέφαρα στὰ σκοτάδια.
Τώρα στὸ φῶς τῆς ἀρνησιᾶς δομένα, ἔτσι ἀλλαγμένα
μοῦ δείχνεσθε, στὴ συλλογὴ τὸ νοῦ μου πάω νὰ χάσω.
Τάχα εἶστε σεῖς ποὺ γνώρισα; Σεῖς εἶστε ἀγαπημένα
λουλούδια, θάλασσα ἀργυρή, πυκνὸ τῶν πεύκων Δάσο;
...
...
ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ
Ἀκούω τὴ γλώσσα ποὺ λαλοῦν τὰ δυό σου χέρια-ὦ χέρια!
καθὼς σιγοσαλεύουνε λευκά,
στὸν Πύργο τῆς ἀπελπισιᾶς κρυμμένα περιστέρια
ἀπὸ μακριὰ τὰ ξαγναντῶ, σύμβολα εἰρηνικά.
Μιλοῦνε, δὲ μιλοῦν; Ἀχεῖ βαθιὰ μέσ᾿ στὴν καρδιά μου
χαιρέτισμα ἑνὸς ρόδου στοὺς γκρεμούς.
Λάμπουν, δὲ λάμπουνε; Τραβάει μαγνήτης τὴ ματιά μου,
ἀνατολὴ τοῦ αὐγερινοῦ στοὺς σκοτεινοὺς χαμούς.
Ξανοίγω τὴν ἀγνώριστην ἀγάπη μου κλεισμένη
στὸ κρίνο τῶν μπλεγμένων σου χεριῶν
καὶ πλέκω τὄνειρο γλυκό. Μὴ μὲ κοιτᾶς, πληθαίνει
στὴ σκοτεινιὰ τὸ χρυσὸ φῶς τῶν πλάνων ἀστεριῶν.
ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Ὅταν ἡ σιγαλιὰ πλατιὰ θ᾿ ἁπλώση
στὸν κῆπο μου τὴ νύχτα, βροχερὸ
τὸ σύννεφο τὸν οὐρανὸ θὰ στρώση
σὲ μαῦρο θόλο πάνω του ἱερό.
Θὰ γύρουνε στὸ μυστικὸ σκοτάδι
τὰ δέντρα, οἱ θάμνοι, ἀργὰ τὴν κεφαλὴ
κ᾿ εὐλαβικὰ θὰ ψάλλουν ἔτσι ὁμάδι
τὴ θλιβερὴ στερνή τους προσευχή!
Ἔλα καὶ μεῖς μαζὶ τὴν προσευχή μας
στερνὴ φορὰ νὰ ποῦμε. Θ᾿ ἀκουστῆ
στὴ σιγαλιὰ παθιάρικη ἡ φωνή μας,
θ᾿ ἀντιλαλήση ὁ θόλος θὰ σπαστῆ,
τὸ σύννεφο θὰ κλαίη, θὰ κλαῖμε ἀντάμα,
θ᾿ ἀκολουθάη τῶν δέντρων ὁ ψαλμὸς
λυπητερὸς τὸ σιγαλό μας κλάμα
καὶ θὰ πυκνώνη ἡ σκοτεινιὰ χαμός.
Οὔτε ἀπ᾿ ἀστέρι λάμψη δὲ θὰ πέση,
τῆς Μοίρας δὲ θὰ δοῦμε τὴ μορφὴ
κ᾿ ἐνῶ τὰ χέρια χώρια θὰ μᾶς δέση,
τὰ χείλη μας θὰ λὲν τὴν προσευχή.
[ΚΑΙ ΣΤΑΘΗΚΑ ΜΠΡΟΣΤΑ...]
...........................................................................
Καὶ στάθηκα μπροστὰ σὲ δυὸ μάτια μὲ δίχως ταίρια,
ὡραῖα σὰ λωτολούλουδα, μάτια νοσταλγικά,
ποὺ μοῦ μηνοῦσαν τὴν αὐγή, μὰ ὠιμένα ἦταν ἀστέρια
ποὺ μοῦ εἶχαν ρίξει λίγο φῶς κι᾿ αὐτὸ διαβατικά.
ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΣΟΥ
Θυμᾶμαι τώρα ... Οἱ θύμησες πλημμύρες ποὺ μὲ πνίγουν,
ἄνεμος, σκοτεινιά.
Τὰ λόγια ἀνθοὺς τὰ μάδησες, μὰ τώρα αὐτὰ μοῦ ἀνοίγουν
κακὲς πληγὲς βαθιά.
Οὔτε σκιά, οὔτε ὄνειρο ἔτσι ποὺ νὰ διαβαίνη
γοργὰ πρὸς τὸ χαμό.
Καπνὸς ἡ ἀγάπη. Σύννεφο, τὰ λόγια σου, μοῦ ραίνει
σταγόνες τὸν καημό.
Τώρα σαπίζουν μέσα μου πρώιμες οἱ πληγές μου.
Ἡ θύμηση ἀσπασμὸς
προδοτικός, νὰ μοῦ γελοῦν κρυφὰ κάποιες στιγμές μου
ν᾿ αὐξαίνη ὁ ἀπελπισμός!
Ο ΠΟΘΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Εἶνε ὁ πόθος μου τέτιος, ἀγέρα
σὰν τὸν ἄγριο θυμό σου
ποὺ στὶς πλούσιες κοιλάδες σφυρίζει.
Εἶνε ἀνήμερος, ἄγρια φοβέρα,
πλούσιοι οἱ τόποι βαθιά μου
καὶ σὰ χάρος σκληρὸς τοὺς θερίζει.
Κάθε ἐλπίδα, κάθε ὄνειρο νέο
τὸ χαϊδεύει σὰν αὔρα
ζωοδότρα στὰ ἐαρινὰ φύτρα.
Κι᾿ ἂν αὐξάνη καὶ γίνεται ὡραῖο,
εἶνε ἡ γόνιμη ὁρμή του
ποὺ θὰ γίνη ἡ σκληρὴ καταλύτρα.
ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ
Ἤμουν ἀνίδεη κι᾿ ἄπραγη, παρ᾿ ὅλο
ποὺ ἡ παιδικότης μοὖχε πῆ τὸ «χαῖρε».
Ὤ, γιὰ νὰ πῶ τὰ λόγια τοῦτα τώρα
θύμηση τὶς γλυκὲς πηγές σου φέρε.
Εἴχαμε οἱ δυὸ καθήσει στὸ γεφύρι
τοῦ ἔρημου δρόμου ποὺ ἔβγαζε στὸ ρέμα,
ἀκίνητοι καὶ παραπονεμένοι,
μὲ σκεφτικὸ παράξενα τὸ βλέμμα.
Τὸ σκεφτικό μας πρόσωπο ἡ Σελήνη
τὸ ἀγκάλιαζε μὲ θέρμη καὶ τὸ ἐφίλει
μὰ ἐμεῖς μέναμε πάντα καθισμένοι
μὲ σιωπηλὰ τὰ ξαφνισμένα χείλη.
Λιγάκι πρὶν δὲν ἤμαστε θλιμμένοι
μὰ μοὖπε ξαφνικὰ πὼς μ᾿ ἀγαπάει.
Αὐτὸ ἦταν! Τί νὰ νοιώσαμε μὲ τοῦτο;
Ἄχ! ὅλη ἡ παιδικὴ ψυχή μας πάει!
Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
Μ᾿ ἀπάντησες στὸ δρόμο σου, Ποιητή.
Ἤμουν τὸ πρωτολούλουδο τοῦ Ἀπρίλη.
Ἡ δίψα τῆς ἀγάπης ποὺ ζητεῖ
σοῦ φλόγιζε τὴ σκέψη καὶ τὰ χείλη.
Ἤμουν τὸ πρωτολούλουδο. Κλειστὴ
τότε ἡ πηγὴ τῶν στοχασμῶν μου, ἐμίλει
μόνο ἡ καρδιά μου ἀθώα καὶ λατρευτή,
ὅταν τὸ πρῶτο βλέμμα μου εἶχες στείλει.
Μὲ τὸν καιρό, τὸν πόθο σου σ᾿ ἐμὲ
νὰ φανερώσης σίμωσες. Ὠιμέ,
εἴμασταν μιᾶς γενιᾶς παιδιά. Ἡ καρδιά μας
Ἀγάπαε μὲ τὸ πάθος ποὺ ζητᾶ
νὰ πάρη, τὸ αἰσθανθήκαμε φρικτὰ
καὶ πήραμεν ἀλλοῦθε τὴ ματιά μας.
[ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΠΟΥ ΜΕ ΠΗΡΕ ΜΟΝΑΧΗ...]
Στὸ δρόμο ποὺ μὲ πῆρε μοναχὴ
δὲν ξέρω πῶς, ἀλήθεια,
βρῆκα μία νέα μέσα μου ψυχὴ
κι᾿ ὄνειρα βρῆκα πλήθια.
Μέσ᾿ στὸ μισὸ τὸ φῶς, ἦταν γλυκὸ
νέο φύτρο τὴν ἐλπίδα
νὰ τὴ θωρῶ σὰ μάγο μυστικὸ
καὶ σὰ ζωοδότρα ἀχτίδα.
Ἦταν γλυκὸ πῶς ἄνθιζε ἡ καρδιὰ
μέσα στὸ νέο κορμί μου.
Ἀνοίγανε τὰ μάτια στὰ κλαδιά,
τραγούδαγεν ἡ ὁρμή μου.
Ὁ νοῦς μου ὁραματίζοταν. Τρελλὰ
φτερὰ τὰ δυό μου χέρια
καὶ νὰ ἡ Ἀγάπη μούγνεψε δειλά,
μοὔστειλε περιστέρια.
Καὶ νὰ ἡ Ἀγάπη μ᾿ ἕνα ἀστραφτερὸ
δρεπάνι μὲ σιμώνει
κι ἀφοῦ μου θέρισε ὅ,τι δροσερὸ
μ᾿ ἄφησε πάλι μόνη.
ΘΕΟΣ
Ταπεινὴ ρημοκλησούλα,
πίσω ἀπὸ βουνοῦ κορφή,
σὺ βαθιά μου μέσ᾿ στὴ σκέψη
ζεῖς ἀπόμερη, κρυφή.
Σκοτεινὴ πάντα, χαμένη
στὴν ἀπέραντη ἐξοχὴ
καὶ κλεισμένη, τοῦ διαβάτη
δὲ ζητᾶς τὴν προσευχή.
Τὸ μικρὸ καμπαναριό σου
σ᾿ ἑνὸς δέντρου τὰ κλαριά,
ποὺ φυτρώνει ἐκεῖ σιμά σου,
κρύβει πάντα τὴ θωριά.
Κ᾿ ἡ καμπάνα ραϊσμένη
δὲν ἀκούστηκε μακριά.
Τώρα ρημασμένη χάμω
κοίτεται ἄλαλη, βαριά.
Ταπεινὴ ρημοκλησούλα,
δίχως πίστη ἐγὼ ποτέ,
τὸ θεό σου νὰ δοξάσω
γονατίζω μπρὸς σ᾿ ἐσέ.
Σ᾿ ΑΝΑΜΟΝΗ ΘΑΝΑΤΟΥ
Δὲν εἶνε νὰ χαρῶ στὸν κόσμο ἄλλο
τίποτα πιά. Τὰ χέρια σου βαριὰ
γεμάτα καὶ μοῦ τἄδιασες Ζωή.
Τὰ δέχτηκα, δὲ διάλεξα μεγάλο,
μικρό, ἦταν χώρια, ἦταν μαζί.
Μὰ κάτι ποὺ κρυφά μου τὦχες τάξει
κάποτε σπλαχνική, πονετικιὰ
σὲ μένα, τὴ μία ὡραία καὶ χωριστή
στράτα γιὰ νὰ μὲ βρῆ ποὖχες χαράξει
σ᾿ αὐτὸ μόνο δὲ φάνηκες πιστή.
Ὢ δὲν μπορεῖ, κι᾿ αὐτὸ θὰ μοῦ τὸ δώσης
μον᾿ τὸ κρατᾶς ὡς ποὺ νὰ ξεγνοιαστῶ
καὶ νὰ μὲ βρῆ σὰν ἄξαφνη χαρά.
–Τη περηφάνειά μου μὴν ταπεινώσης
κύττα, μή μου λερώσης τὰ φτερά.
ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ
Ψυχή μου, τοῦ ἄσωτου καημοῦ παιδί, σὰν ποιὰ προσμένεις
γαλανὴ μέρα νὰ διαβῆ, μαζί της νὰ σὲ πάρη;
Κάτω ἀπ᾿ τὸ φῶς δὲ θὰ μπορῆς τὰ ὄνειρα ν᾿ ἀνασταίνης,
θὰ σβήση ἡ ὡραία φλόγα σου καὶ θὰ σοῦ μείνη ἡ χάρη,
μέσα σὲ θρόνο ὁλόχρυσο καρτερικὰ νὰ μένης
σὰ σ᾿ ἕνα πλούσιο κόσμημα χλωμὸ μαργαριτάρι.
Τῆς Νύχτας, σὰ μυστήριο τοῦ Ἅδη σκοτεινιασμένης
περνάει τὸ φάσμα, κοίταξε, μὲ θριαμβικὸ καμάρι.
Σήκωσε τὰ περήφανα χέρια σου καὶ δεήσου
νὰ γίνης ἕνα ἀπ᾿ τὰ πολλὰ τὰ μαῦρα μυστικά της,
νὰ μὴ σ᾿ ἀγγίζη ἡ ἐλπίδα, ὅπως τ᾿ ἀνήλια τῆς ἀβύσσου
ἡ ἀχτίδα, γιὰ τὰ πρόσχαρα ποὖνε γιὰ σένα ξένα.
Καὶ μόνο ἡ σκέψη κάποτε στὸ ἄσκοπο πέταμά της
νὰ βρίσκης ὅλα ποὺ πόθησες, τὰ ὡραῖα στερημένα.
ΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ
Ἔμεινα, καρτερώντας σε, ὡς ποὺ τὸ ἀστέρι ἐφάνη
τῆς χαραυγῆς ψηλά.
Μὰ ἡ φλόγα τους τὰ δάκριά μου τἄχε ὅλα πιὰ ξεράνει
κι᾿ οὔτε ὁ ψυχρὸς Λυκαβηττὸς μ᾿ ἄκουσε, σιωπηλὰ
καθὼς θρηνοῦσα τὄνειρο πὤσβηνε στὴν καρδιά μου.
Ὤ, τώρα ποὺ σὲ φέρανε οἱ στιγμὲς σιμά μου, πάλι
τ᾿ ἄστρο θὰ καρτερῶ,
γιὰ νὰ τοῦ πῶ, κρατώντας τὸ δάκρι πὤχει προβάλει
στὰ μάτια μου σὰν τὴ χαρὰ θερμὸ καὶ λαμπερό,
–τον εἶχα ἀπόψε ὅλον καημὸ μέσα στὴν ἀγκαλιά μου!
ΔΕ ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΗΣ ΠΙΑ...
Δὲ θὰ ξανἄρθης πιά, νὰ μοῦ χαρίσης
ἀπ᾿ τὴν ὡραία ζωὴ ποὺ σὲ φλογίζει
κάτι, ἕνα της λουλούδι; Σοῦ γεμίζει
μὲ τόσα τὴν καρδιὰ καὶ τὸ κορμί.
Δὲ θἄρθης πιά, τὰ χέρια μου νὰ σμίξης
τὰ παγωμένα, τὰ ἐχθρικά μου χέρια;
Πλάι στὰ δικά σου, μερωμένα ταίρια
δὲν τὰ ζυγώνει πλέον ἡ ἀφορμή.
Δὲ θἄρθης! ...Πὼς ἀργὰ περνοῦν οἱ μέρες.
Κι᾿ ὅσο σὺ φεύγεις, τόσο μὲ σιμώνει
ἡ γνώριμή μου μοίρα. Τόσο μόνη,
τόσον καιρὸ μὲ τὸν κρυφὸ καημό.
Δὲ σοῦ περνάει, ἀλήθεια ἀπὸ τὴ σκέψη
ὅτι μπορεῖ σὲ μία στιγμὴ θλιμμένη,
στὴ μοίρα αὐτὴ ποὺ πάντα μὲ προσμένει
νὰ πάω ξανὰ καὶ δίχως γυρισμό;
ΠΟΙΟΣ ΞΕΡΕΙ...
Καμμιὰν ἀπὸ τὶς πίκρες μου δὲ γνώρισες
τὶς πίκρες μου τὶς ἄσωστες τὶς μαῦρες.
Καὶ στῶν ματιῶν μου μέσ᾿ στὸ φεγγοβόλημα
τὰ δάκριά μου στεγνωμένα τὰ ᾿βρες.
Ἐσὺ μονάχα τὸ γλυκὸ χαμόγελο
καμάρωσες στὰ χείλη μου ἁπλωμένο
κ᾿ ἔχες μέσ᾿ στῶν ματιῶν μου τὸ ξαστέρωμα
τὸν πόθο σου τρελλὰ καθρεφτισμένο.
Μὲ γνώρισες νὰ γέρνω στὴν ἀγάπη σου
σὰν πεταλούδα στὸ ἄλικο λουλούδι
καὶ νὰ σκορπίζω ὅσο ἡ καρδιά μου ἐδύνοταν
μεθυστικὸ τὸ ἐρωτικὸ τραγούδι.
Γνώρισες τῆς χαρᾶς μου τὸ ἄγριο ξέσπασμα
στὸν ἀνοιξιάτικον ἀγρὸ ποὺ εὐώδα
λαχτάρας κύμα ἐγίνονταν ἡ ἀγκάλη μου
τὰ νειάτα σου νὰ σφίγγη καὶ τὰ ρόδα.
Ἐσὺ ποτὲ κρυφὰ δὲν ἀκολούθησες
τὸ βῆμα μου σὰν φεύγω ἀπὸ κοντά σου
κι᾿ ὅμως καὶ μὲ τὴ σκέψη σου μοῦ δόθηκες
καὶ μὲ τὴ φλόγα ἀκόμα τοῦ ἔρωτά σου.
Μὰ ποιὸς τὸ ξέρει ἄν, μία στιγμὴ βρισκόσουνα
κάπου ποὺ νὰ μὲ βλέπεις ὅταν γέρνω
καὶ σκύβω μαζωχτὴ κάτω ἀπὸ τἄγριο
χτύπημα, τὶς στριγγὲς φωνὲς ποὺ σέρνω
ἂν ἄκουες, καὶ στοῦ πόνου τὸ ξεχείλισμα
τὸ δόσιμο στὸ ξέψυχο μεθύσι,
τὰ δάκρια, ὤ, θὰ μ᾿ ἀρνιόσουν ὅλα ἂν τἄβλεπες.
Κι᾿ ὅμως μου λὲς πὼς μ᾿ ἔχεις ἀγαπήσει.
Η ΘΛΙΨΗ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ
Ἔτσι κι᾿ ἀπόψε ἀνάτειλαν τοῦ δειλινοῦ τὰ ρόδα
χρυσόχρωμα, ροδένια, πορφυρά,
ἔστι κι᾿ ἀπόψε σβήνοντας ἐφυλορρόησαν ὅλα
καθὼς τὰ ξαγναντῶ κάθε φορά.
Καὶ κάθε μία φορὰ ρουφῶ ἀπὸ τὴν ἀνατολή τους
ὅλη τὴ ροδοστάλακτη χάρη τους καὶ μεθῶ
ἀκόμα κι᾿ ἀπ᾿ τὴ σιγανή, τὴν ὑστερνὴ πνοή τους.
(Ἔτσι, τὴ κάθε μιὰ χαρὰ τὴ χαίρομαι ὅλη ὡς πέρα).
Μὰ ἔτυχε ἀπόψε βλέποντας τὴ Δύση, νὰ σκεφτῶ
πὼς τάχατες ἡ ἀγάπη μας θἄσβηνε κάποια μέρα...
Κι᾿ ὅπως ἀπόψε ἀνάτειλαν τοῦ δειλινοῦ τὰ ρόδα
χρυσόχρωμα, ροδένια, πορφυρά,
ὅπως κι᾿ ἀπόψε σβήνοντας φυλορροοῦσαν ὅλα
εἶχα μιὰ θλίψη τούτη τὴ φορά...
ΕΝΑ ΒΡΑΔΙ ΣΤΟ ΣΤΑΘΜΟ
Τί θλιβερὸ πράμμα ὁ Σταθμός,
ποὺ μόλις νἄχῃ φύγει τὸ τραῖνο.
Οὔτε στιγμή, μόλις ποὺ ἐδῶ
στὶς ράγιες του βαριὰ σταματημένο
καὶ πηγαινόρχονταν γοργά,
ἀνίδεα γελώντας ταξειδιῶτες.
Κι᾿ ὅσοι ποὺ μείνανε κι᾿ αὐτοὶ
δὲν ἔχουνε τὴν ὄψη τους σὰν τότες.
Ἡ ἄδεια θέση κι᾿ ἡ σιωπὴ
μέσ᾿ στὸ Σταθμὸ ποὺ τοὔφυγε τὸ τραῖνο.
Κι᾿ αὐτοὶ ποὺ μείνανε σκορποῦν
κ᾿ ἔχουν τὸ βῆμα τὸ ἀποφασισμένο
ὅσων τὴ μοίρα ἀκολουθοῦν.
Κάθε φορὰ τοὺς φεύγει κι᾿ ἀπὸ κάτι
καὶ κεῖνοι μένουν στὸ Σταθμὸ
λυγίζοντας τὸ θολωμένο μάτι.
Στρέφουν στὰ ἴδια θαρρετοὶ
δῆθεν κ᾿ ἡ πλάτη τους κυρτώνει πίσω.
-Καταραμένε χωρισμὲ
ὅμως κι σένα ἀπόψε θ᾿ ἀγαπήσω.
Γιατί τὸ «χαῖρε» ἦταν γλυκὸ
καθὼς τὸ χέρι σειόταν στὸν ἀέρα
ἀπ᾿ τὸ μαντήλι πιὸ λευκὸ
κι᾿ ἀπ᾿ τὸν ἀνθό, σὰ φῶς ποὺ ἔφευγε πέρα,
ποὺ δὲν τὸ εἶχα ἰδῆ ποτὲ
τόσο γαλήνια ὡραῖο τ᾿ ὅραμά σου,
Καταραμένε χωρισμέ.
Μοῦ τρέμουνε τὰ χείλη στὄνομά σου.
ΠΡΟΔΟΣΙΑ
Ζωὴ πῶς μὲ παράδωσες μ᾿ ἕνα φιλὶ στοὺς δήμιους.
.............................................................
Οἱ δήμιοί σου, καλόγνωμοι, θάνατο δὲν προστάζουν.
Εἶνε κι᾿ αὐτοὶ ἀπ᾿ τοὺς τιμίους σου καὶ τοὺς εὐγενικούς!
Χαμόγελο τὰ χείλη τους καὶ γλυκὸ λόγο στάζουν
κ᾿ ἔχουν κι᾿ ἀγάπη καὶ σκοποὺς ὡραίους καὶ ἱπποτικούς.
Ὤ, ἐμένα τὸ αἷμα μου ἔλειψεν ἀπ᾿ τὴ φριχτὴ ἀγωνία,
στὸν ξέσαρκό μου τράχηλο νὰ σέρνεται ἡ θηλιὰ
καὶ νὰ μὴ σφίγγη. Ὤ, εὐγενικὴ τῶν δημίων μου μανία,
ἔχω μέσα στὰ στήθη μου σπασμένη τὴν καρδιά.
Ἔχω σπασμένη τὴν καρδιά. Μ᾿ ἔχει ἡ ζωὴ προδώσει
καὶ μοῦ ζητᾶνε νὰ γελάσω ἀθῶα καὶ τρυφερὰ
καὶ νἆναι μέσ᾿ στὰ μάτια μου χαρὰ καὶ λάμψη τόση,
ποὺ νὰ γενῆ στὰ εὐγενικά σας ὄνειρα φτερά.
Ἐγὼ πρέπει ἀπ᾿ τὴ λίγη μου σταγόνα νὰ σᾶς θρέψω
τοῦ αἵματος, ποὺ φαρμάκωσε κι᾿ αὐτὴ μέσ᾿ στὴν καρδιά.
Τὰ φάσματα τῶν πόθων μου λουλούδια νὰ σᾶς δρέψω
καὶ νὰ δεχτῶ σὰ μίαν αὐγὴ τὴν τελευταία βραδιά.
Κι᾿ ἂν ἡ σπασμένη μου καρδιὰ τρίξη στὸ σαρκασμό μου,
κι᾿ ἂν ἀντὶ δάκρι στάξουνε τὰ μάτια μου φωτιά,
θὰ μοῦ ραβδίστε τὸ χυδαῖο κι᾿ ἄπρεπο στοχασμό μου
εὐγενικὰ στυλώνοντας τὴν βλοσυρὴ ματιά.
Ὅμως ἡ βαριὰ μοίρα μου δὲν εἶνε ὁ θάνατός μου.
Μέσ᾿ στὴν καρδιά μου βόσκουνε πληγὲς ἀπὸ φωτιά.
Ποιὸς ἀπὸ σᾶς, ἀνύποπτα, τίμιος θὰ γίνη ἐχθρός μου
στὸν ξέσαρκό μου τράχηλο νὰ σφίξη τὴ θηλιά!
Ο ΤΡΕΛΛΟΣ
Ἕνας τρελλὸς καθότανε στὴν εἴσοδο
τὴ νύχτα ἀπόψε καὶ μιλοῦσε,
μιλοῦσε βιαστικὰ κι᾿ ὅταν ἀπόσταινε
κάποτε, σκεφτικὰ χαμογελοῦσε.
Μιλοῦσε γιὰ τὴ γνώση, τὴν ὀνόμαζε
τὴν πρώτη ἀδυναμία τῶν ἀνθρώπων.
«Μὰ θὰ μιλήσω ἀπόψε κι᾿ ἂς μὲ δέσουνε,
ξέρω τὰ μυστικὰ τῶν ἅγιων τόπων!
»Ξέρω ὅλο μυστικὰ καὶ γύρω μου ἄφοβα
θὰ τὰ βροντοφωνήσω πάλι.
Α, ἤμουν τρελλὸς τόσον καιρὸ ποὺ σώπαινα
κι᾿ αὐτὰ μοὔχουν βαρύνει τὸ κεφάλι.
»Φίλε μου νἆσαι ἁπλῶς πολυλογάς
χωρὶς οὐσία, θἆσαι βάρος.
Φρόντιζε νἆσαι ὁ πιὸ ἐπικίνδυνος
καὶ μόνος σου νὰ παίρνῃς θάρρος.
»Νἄχῃς καρδιὰ κι᾿ ὅλο νὰ εὐφραίνεται
μ᾿ αἴσθημα καὶ φιλοτιμία,
εἶνε... νὰ καρτερᾶς τὸ θάνατο
καὶ νἄρθη μία λιποθυμία!!!
»Εἶδες ὁ φουκαρὰς ὁ τζίτζικας
ψόφησε ἐχτὲς ἀπὸ εἰλικρίνεια.
Τὰ λέγε ἀληθινὰ κ᾿ ἐπίμονα
καὶ μεῖς τὰ παίρναμε γιὰ γκρίνια.
»Στὸ τέλος ἔσκασε ἀπὸ εὐγένεια
κ᾿ ἐπίσημα κυλίστηκε στὸ χῶμα...
Α φαῦλοι, δὲ θὰ μοῦ τὸ κλείσετε
ποτὲ τ᾿ ἀχρεῖο μου τὸ στόμα!»
Καὶ τἄλεγε τόσο ἤρεμα
τόσο γλυκὰ ἡ ματιά του ἐφωτοβόλει,
γελοῦσε ξαφνικὰ κ᾿ ἔτσι χαρούμενα
σὰ νἄταν ἡ καρδιά του περιβόλι!
ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΟΥΤΗ...
Τὴν ὥρα τούτη, ὅσο ποτέ, σὲ συλλογιέμαι
ἐρημικὴ ψυχή, ξένε διαβάτη.
Φίλοι κι᾿ ἀγάπες ἦταν γύρω σου! (Πλανιέμαι
ἢ ἀλήθεια λυπημένο εἶχες τὸ μάτι;)
Οὔτε μία ἀγάπη, οὔτε ἕνας φίλος τόσο
ποὺ σὲ μίαν ὥρα σὰν αὐτή,
τὸ χέρι νὰ σοῦ σφίξη. (Θὰ γλυτώσω
τὴ φήμη σου ἀπ᾿ τὴν ψεύτικη γιορτή).
Δὲν ἐστεκόταν, ναί, κανεὶς τόσο κοντά σου
καὶ κάποτε ὅποιον «φίλον» ὀνομάζεις
στὴ μοίρα σου εἶνε πρόκληση, ξεφώνημά σου
στὴν ἐρημιὰ ποὺ ἡ σιωπή της σὲ τρομάζει.
Μονωμένος φριχτά, μὲ ξεσκισμένη
ἐλεεινὰ τὴν πορφύρα σου τοῦ ὀνείρου,
τράβηξες γιὰ μία χώρα ξακουσμένη
κι᾿ ἄφαντη, στὴ βαθιὰ καρδιὰ τοῦ ἀπείρου.
ΒΡΑΔΙ ΣΤΟ ΖΑΠΠΕΙΟ
Τὴν ὥρ᾿ αὐτὴ ποὺ δὲ λυπᾶμαι
κόπη ὁ δεσμὸς μὲ τὴ ζωή.
Εἶμαι ἄδεια θήκη ἀποθεμένη
μέσα στοῦ κόσμου τὴ βοή.
Ἄλλοι μὲ βλέπουν μ᾿ ἕνα βλέμμα
ποὺ ὑπόσχεται τὸν οὐρανό.
Ἄλλοι τὴν κόλαση μοῦ δείχνουν
μέσα σὲ πλαίσιο φωτεινό.
Κάποιοι ἔκπληκτοι μὲ χαιρετοῦνε.
(Πῶς τάχα νὰ τοὺς συγκινῶ;)
Καὶ σκύβουν κάτι γιὰ νὰ ποῦνε,
μὰ ποὺ δὲ θἆναι ἀληθινό.
Τ᾿ ὁμοίωμά μου θἄχη βέβαια
κάποια περίεργη ἱστορία,
μὰ ποὺ ὅλη αὐτὴ δὲ θὰ μοῦ λύνει
τὴν μικρούλα μου ἀπορία...
Γιὰ ὅλα θὰ λένε (Ἐκτὸς ἐμένα
εἶνε ὅλοι τους εἰδοποιημένοι).
Μὰ δὲ θὰ λένε γιὰ τὰ δαιμόνια
ποὺ ἀπὸ μικρὴ μ᾿ ἔχουν παρμένη.
Γιὰ τὴν καρδιὰ ποὺ μὲ χρυσάφι
πληρῶσαν, τάχα ἀληθινό,
κι᾿ ὕστερα μοῦ φωνάζουν πάντα
πὼς ἤτανε τὸ πιὸ φτηνό!
ΕΜΕΝΑ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΜΟΥ ΗΤΑΝ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΚΕΙΝΟΝ...
Τί θέλω πιὰ νὰ δέχωμαι τὴν προστασία τῆς Μούσας;
Νὰ σφίγγω τὴν καρδιά μου νὰ δεχτῆ
τὶς νέες ἀγάπες, πίστες καὶ χαρές της,
τάχα πὼς εἶναι μοίρα μου κ᾿ εἶνε καὶ διαλεχτή!
Πάει ὁ καιρὸς ποὺ ἀχτιδωτὸ τὸ ἀστέρι τῆς ματιᾶς μου
ἔφεγγε καὶ τῶν θείων καὶ τῶν γηίνων.
Ὢ τῶν παθῶν δὲν κράτησα ἐγὼ τὴν ἀνόσια Λύρα,
ἐμένα τὰ τραγούδια μου ἦταν μόνο γιὰ Κεῖνον.
Καὶ τραγουδοῦσα τὸν καημὸ τῆς ἄσπιλης ψυχῆς μου
μέσ᾿ στῶν δακρύων τὴν εὐχαριστία
κι᾿ ὅλη ἡ χαρὰ τοῦ τραγουδιοῦ μου ἦταν, πὼς τὴ φωνή μου
θὰ τὴν δεχόταν μία βραδιὰ μπρὸς στὴ φτωχή του ἑστία.
Κι᾿ ὡς διάβαζα στὰ μάτια του κάποτε τὴ χαρά του,
ποιὰ δόξα πιὸ ἀκριβῆ νὰ πῶ;
Στὸ χωρισμό μας τοὔφερναν σὰ χελιδόνια οἱ στίχοι
μήνυμα, πὼς ἀπὸ μακριὰ διπλὰ τὸν ἀγαπῶ.
Τώρα καμμιά, καμμιὰν ἠχὼ δὲν ἄφησε ἡ φωνή μου
σπαραχτικὴ ὅταν γέμισε μιᾶς νύχτας τὸ σκοτάδι.
Ὅμως ὅλοι φοβήθηκαν καὶ γὼ πιστεύω ἀκόμα
ἀληθινὰ πὼς τὴ βαριὰ χτύπησα πόρτα τοῦ Ἅδη.
Λοιπὸν γιατί νὰ δέχωμαι τὸ κάλεσμα τῆς Μούσας;
Σαρκάζει ἡ πίστη μέσα μου τῶν θείων καὶ τῶν γηίνων.
Μία ἀνόσια Λύρα τῶν παθῶν σὲ μένα δὲν ταιριάζει.
Ἐμένα τὰ τραγούδια μου ἦταν μόνο γιὰ Κεῖνον.
ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ
Ὁ νέος ποὺ πρόσμενες νἀρθῇ
δὲν ἦρθε μήτε ἀπόψε.
-Μὰ τί θὰ τοὔλεγες; Γιατί;
Ἄσε τὸ μάταιο νὰ χαθῆ.
Τὸ ἄμοιρο φύτρο κόψε.
Μὴ σοῦ πλανεύει τὴν καρδιὰ
τὴ χιλιοπαθημένη,
μία ἀναγελάστρα ἐπιθυμιά.
Στὴν ἐαρινὴν αὐτὴ βραδιὰ
μία πίκρα εἶνε χυμένη.
Μὰ δὲν ἀκοῦς τὴ συμβουλή,
τόσο ἡ μαγεία σὲ δένει.
Μήτε κι᾿ ἀπόψε δὲ θαρθῆ
κ᾿ ἔτσι θὰ γίνη πιὸ πολὺ
τὸ αὔριο ποὺ περιμένει.
Στὰ σκοτεινά του μάτια φῶς
ἡ ἀπουσία θὰ χύση,
τ᾿ ἀδέξια χέρια του, μὲ ὁρμὴ
συγκρατημένη, ἕνας κρυφὸς
καημὸς θὰ τὰ φιλήση
καὶ θὰ τὰ ἰδῶ νὰ μοῦ ἁπλωθοῦν,
νἆναι δειλὰ στὴ νίκη,
γλυκὰ στὴν πίστη πὼς μποροῦν,
κύμα χαδιῶν, νὰ μὲ τραβοῦν
στὸ βάθος σὰ χαλίκι.
ΤΟ ΣΠΙΤΑΚΙ ΤΗΣ
(Στὴν ἀλησμόνητη Κα Μαρία Ἁγιοβλασίτου)
Μακριὰ ᾿π᾿ τοῦ κόσμου τὴ βοή,
τὸ κύμα ἀγνάντια ποὺ γελᾶ,
τῆς ἐξοχῆς κεῖ ποὺ ἡ ζωὴ
γλυκιά, γαλήνια ἀργοκυλᾶ,
Σὰ μιὰ ζωὴ τῆς ἐξοχῆς,
σὰν τῆς ζωῆς παλμὸς κρυφός,
μέσ᾿ στοὺς ἀνθοὺς κάθ᾿ ἐποχῆς,
καμαρωτό, λευκὸ στὸ φῶς,
ζεῖ τὸ σπιτάκι της. Ζεστὸ
σὰ μία καλόδεχτη ἀγκαλιά,
σὰν ἕνα στόμα γελαστό,
χαϊδευτικὴ σὰ μιὰ μιλιά.
Ἐκεῖ ἡ ζωή της σιωπηλὴ
σκορπιέται γύρω καὶ περνᾶ.
Κάθε στολίδι διαλαλεῖ
τὴ χάρη ποὺ τὸ κυβερνᾶ.
Κ᾿ ἡ καλωσύνη της ψυχὴ
ἀχνὴ σὰν κρίνων εὐωδιὰ
κι᾿ ὁ κάθε λόγος της εὐχὴ
σὰ ν᾿ ἀνεβαίνη ἀπ᾿ τὴν καρδιὰ
ΑΡΛΕΚΙΝΟΣ
Σὰ μᾶς μεθᾶ βαριὰ ἡ ζωή, μᾶς κλέβει τ᾿ ἀγαθά μας.
Τὰ μάτια μας ποὺ μίαν αὐγή, κάτω ἀπὸ βελουδένιο
χέρι, ξαλάγρεψαν γιὰ τοὺς ποὺ δὲ γνωρίσαν τόπους,
ξαναγυρνᾶνε θλιβερὰ καὶ κατακουρασμένα.
Τὰ χείλη μας ποὺ τρύγησαν τῆς μεστωμένης νειότης
τοὺς μελιστάλαχτους καρποὺς κάτω ἀπ᾿ τὴ φλόγα τοῦ ἥλιου,
ὅμοια μαραίνονται σὰν τοὺς καρποὺς ποὺ λησμονιῶνται.
Καὶ τὰ κορμιά μας ποὺ ἡ ὁρμὴ τἄκανε ν᾿ ἀψηφήσουν
καὶ μέσ᾿ στὸν κόκκινο χαμὸ τῆς φλόγας ποὺ λυτρώνει
γιὰ μία στιγμὴ νὰ πέσουνε βαριὰ σὰ μαγεμένα,
μιοάζουνε τ᾿ ἀνεμόδαρτα κλαδιὰ ποὺ τὰ φοβίζει
ἀκόμη κ᾿ ἡ ἀλαφρότατη τῆς ἄνοιξης πνοούλα.
......................................................................
Ἡ θλίψη πέφτει τοῦ βιολιοῦ μέσ᾿ στὴ γεμάτη σάλα
τοῦ ἀποκρηάτικου γλεντιοῦ, τοῦ μεθυσιοῦ, τῆς τρέλλας,
σὰν ἕνας τόνος πιὸ βαθύς. Κάθε γωνιὰ τὴν παίρνει
καὶ στὶς πολύαιμες φλέβες μας φτάνει καὶ μᾶς μεθάει.
Ἡ μουσικὴ πνέει τοῦ χοροῦ καὶ γέρνουν τὰ ζευγάρια,
στὸ ἀγέρι τὸ χαϊδευτικὸ πολύχρωμα λουλούδια,
ἡ ἀνατριχίλα τὰ λυγίζει ἀπ᾿ τὴν κορυφὴ ὡς τὴ ρίζα
κι᾿ ἀνάρια ἀνάρια ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ κρυφὰ φιλιὰ θροΐζουν
..................................................................
Θυμᾶμαι τὴν τρελλὴ νυχτιὰ τῆς ἀποκρηᾶς, θυμᾶμαι
τὸν Ἀρλεκίνο τὸν ψηλὸ σὰ φάντασμα, μὲ κεῖνα
τὰ μάτια του, τὰ δυνατὰ μάτια ποὺ εὐθὺς ποὺ κλείναν
καθ᾿ ἔξοδο κι᾿ ἀπόμενες στὴ μοναξιὰ μαζί τους.
Τὰ χέρια ἐκεῖνα τὰ μακριὰ καὶ τὰ χλωμὰ σὰν κρίνα
ἀναιμικά, ποὺ μ᾿ ὅλη τους τὴν ἁπαλότη ἐκείνη,
σὰν φλόγα ἢ σίδερο νἄτανε, τὴν καρδιά μου
ἔνοιωθα μοὔδεναν σφιχτὰ νὰ μὴν τὴν ξαναφήσουν.
Τὰ χείλη του τὰ κόκκινα τόσο, σὰ νὰ ρουφοῦσαν
τὸ καθαρὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς καὶ παίρνανε τὸ χρῶμα.
....................................................................
Ἔτσι τὸν εἶδα ἀμέτρητες φορὲς μέσ᾿ στὴ ζωή μου
καὶ τὸν ὀνόμασα θεό, δεσπότη τῆς καρδιᾶς μου.
Παιδούλα γλυκοστόχαστη πάνω στὸ κέντημά μου,
κάποιες φορὲς θολώνανε τὰ μάτια μου κι᾿ ὁ νοῦς μου,
ἐπάλλοταν τρεμουλιαστὰ μέσα ἡ μικρὴ καρδιά μου
καὶ μοὔπεφτε τὸ κέντημ᾿ ἀπὸ τὰ βαριά μου χέρια.
Σὰ νέφελο κάποια θαμπὴ περνοῦσε ἐμπρός μου εἰκόνα.
....................................................................
Καὶ μ᾿ ἀκολούθησε μακριὰ σὲ τόπους καὶ σὲ χρόνους.
Δὲν εἶχα οὔτ᾿ ἕνα λούλουδο χλωρὸ μέσ᾿ στὴν καρδιά μου.
Μία πυρκαϊὰ τὰ νέκρωσε καὶ μοναχὰ οἱ σκιές τους
ἀπόμειναν σὰν ὄνειρα θαμπά, γεμάτα φρίκη.
Ὅμως κ᾿ ἐκεῖ περπάτησε μέσ᾿ στὸ θαμπὸ σκοτάδι
ἀπ᾿ ἄλλοτε πιὸ ζωντανὸς καὶ πιὸ ὄμορφος. Δὲν ἦταν
νὰ βρίσκωμαι σὲ μία γωνιὰ τῆς Φύσης μοναχή μου
καὶ νὰ μὴν ἔρθη σὰν καημός, σὰ στεναγμός, σὰ δάκρυ,
ἢ σὰν τρελλὸς παλμὸς χαρᾶς νὰ γίνη συντροφιά μου.
Δὲν ἦταν τόνος μουσικῆς, ρυθμός, χρῶμα, ποὺ φέρνουν
τοῦ νοῦ μεθύσι ἢ τῆς καρδιᾶς καὶ νὰ μὴν ἔρθη, χάρη
τῶν οὐρανῶν μὲ τὴ μορφὴ τῶν χερουβεὶμ ἢ πάλι
τῆς καλωσύνης ἡ ψυχὴ μὲ τὴ μορφὴ τοῦ κρίνου,
κάποτε τὸ πικρὸ τοῦ πόνου ἀγκάθι μὲ τὴν ὄψη
τῆς ὀμορφιᾶς τοῦ ρόδου ἢ τοῦ ναρκίσσου, ἄλλοτε πάλι
ὁ Ἀρχάγγελος μὲ τὴ ρομφαία νὰ πάρη τὴν ψυχή μου.
(Ἀπόσπασμα ἀπὸ ἕνα πολὺ μεγάλο καὶ ἀσύνδετο κάπως ποίημα) *
* Ἡ ὑποσημείωση ἀνήκει στὴν ποιήτρια.
Η ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ
Τὸ βράδι τῆς μεγάλης πρόβας. Μπαίνουν,
ἄφωνα χελιδόνια, οἱ μουσικοὶ
μαυροντυμένοι, μὲ τ᾿ ὀλάσπρο στῆθος,
μὲ μία βιασύνη ἀργὴ καὶ νευρική.
Οἱ κριτικοί με τὴν καρδιὰ κλεισμένη
ἐπίσημα σ᾿ ἕνα πλαστρὸν σκληρό,
ἀνησυχοῦν τί θἄπρεπε νὰ ποῦνε
γιὰ ἕνα ταλέντο τόσο νεαρό.
Ὁ μουσουργὸς μαζί με δυὸ κυρίους,
ἕνα παιδὶ χαριτωμένο ἐκεῖ
καὶ τίποτε ἄλλο, δὲν μπορεῖ νὰ πείση
πὼς θὰ παιχθῆ δική του μουσική.
Κ᾿ ἔχει μία ἀνησυχία, μὲ τὴ σκέψη
πὼς εἶναι ἀλήθειες τόσο σκοτεινές,
δύσκολες κι ἀφανέρωτες ποὺ μοιάζουν
σὰν τὶς λησμονημένες ζωντανές.
Ντάν! –Τὰ παραπετάσματα κινοῦνται
σὰ νέφη σκοτεινὰ ποὺ ὑποχωροῦν
καὶ φαίνονται τὰ χέρια μιᾶς γυναίκας
ποὺ ψάχνουν στὸ κενὸ καὶ προχωροῦν.-
Νάτη, στὸ μέσο τῆς σκηνῆς ποὺ στέκει
μ᾿ ἕνα γαλήνιο μέτωπο. Γελᾶ
τόσο γλυκά. Στὸ πρόσωπό της τρέχει
ἕνα μεγάλο δάκρυ, ἐνῶ γελᾶ
τόσο γλυκά. –Τὰ χέρια της ὑψώνει
δεμένα στὸ κενό, σὰν ξαφνικὸ
κακὸ νὰ τὴν ἐχτύπησε, λυγίζει
σ᾿ ἕνα χορὸ τρελλό, δαιμονικὸ
κι᾿ ἀφήνει μία φωνὴ σὰν πελαγήσια
βουή· κάτι ἀπὸ μάκρη, ἀπὸ βαθιὰ
ποὺ φτάνει κ᾿ εἶναι δρόσος κι ἁρμονία.-
Βροχὴ τῶν δοξαριῶνε χρυσαφιά.
Κάτι σὰν τὴ φωνὴ τοῦ σπίνου. Φέγγει,
τὸ χεῖλος της καρπὸς χειμωνικὸς
καὶ σκύβει καὶ φιλεῖ τὴ γῆ σὰ νἄταν
ὁ ξεχασμένος τάφος ὁ γλυκός.-
Τὰ χείλη της σαλεύουν. Τρεμουλιάζει
σύσσωμη, ἕνα ἀνοιξιάτικο κλαρὶ
κι᾿ ὅταν ἀνοίξη τὰ κλεισμένα μάτια
ὅλη καθὼς τὸ μέταλλο ἀναρρεῖ.
Καὶ πέφτει μ᾿ ἕνα βόγγο πληγωμένου
ἐνῶ τὰ χείλη της γελοῦν γλυκά.-
Τὰ χέρια της μέσ᾿ στὸ κενὸ σφαδάζουν,
δυὸ χέρια σκλαβωμένα, ἐρημικά.
Καὶ χάνονται πίσω ἀπὸ τὰ γαλάζια
παραπετάσματα ποὺ προχωροῦν
σὰν πνεύματα γαλήνια ποὺ περνοῦνε
χωρὶς ν᾿ ἀνησυχοῦνε καὶ ν᾿ ἀποροῦν.
Οἱ κριτικοὶ κινοῦν βουβὰ τὰ χείλη
σὰν μ᾿ ἀκαταδεξιά: τί λὲς ἐκεῖ!
Κι᾿ ἀνησυχοῦν στ᾿ ἀλήθεια τί θὰ ποῦνε...
«Μιὰ τόσο δίχως χρῶμα μουσική»!
ΣΤΗ ΦΙΛΗ ΜΟΥ
Ὅλα τὰ ἄνθη τ᾿ ἀγαπῶ
μεθῶ στὸ ἄρωμά των
τὸ βλέμμα νὰ βυθίζεται
ποθῶ στὰ χρώματά των.
Ὑπάρχει ὅμως ἓν λεπτὸν
πολὺ εὐῶδες ἄνθος
ποὺ δὲν μαραίνεται ποτὲ
καὶ τ᾿ ἀγαπῶ μὲ πάθος.
Αὐτὸ δὲ θάλλει στοὺς ἀγροὺς
στοὺς κήπους δὲν ὑπάρχει
καὶ τὰ ἁβρά του πέταλα
ὁ ἥλιος δὲν θάλπει.
Ἔδαφος ἔχει δι᾿ αὐτὸ ἡ τρυφερὰ καρδία
μὲ θέρμη ἀπαράμιλλον καὶ λέγεται Φιλία!
ΣΕ ΣΕΝΑ
Ξέρω νὰ ψάξω καὶ νὰ βρῶ
διαμάντια καὶ ζαφείρια χίλια
κι᾿ ἀπ᾿ τοῦ γιαλοῦ τὸ θησαυρὸ
μαργαριτάρια καὶ κογχύλια
Κ᾿ ἔτσι τεχνόπλεχτα δετὰ
μαζὶ μὲ λουλούδια κι᾿ ἀστέρια
νὰ τὰ φορεῖς καμαρωτὰ
στὸ μέτωπό σου καὶ στὰ χέρια.
Ξέρω στὸ διάβα σου μπροστὰ
ρόδα καὶ κρίνους νὰ μαδήσω
ξέρω μὲ λόγια ταιριαστὰ
τὴ χάρη σου νὰ τραγουδήσω.
Ξέρω πὼς κάτι χωριστὸ
ἀταίριαστο σὲ κάθε ἄλλη
χάρισαν Βάσω μου σὲ Σὲ
Μοῖρες μὲ τὰ πανώρια κάλλη.
ΗΘΕΛΑ
Στὴ φίλη μου Βάσω
Ἤθελα νἄβρισκα γιὰ σὲ λουλούδια δροσισμένα
νἄχουν τὸ χρῶμα τὸ γλυκὸ ἀπ᾿ τὸ θλιμμένο δείλι·
τῆς χαραυγῆς ἡ ἐμορφιὰ θὰ τἄχη μαγεμένα
καὶ ἀπαλὰ νὰ τὰ φιλοῦν οἱ εὐωδιὲς τ᾿ Ἀπρίλη.
Ἤθελα νἄβρισκα γιὰ σὲ γλυκόλαλα ἀηδόνια
ποὺ εἶναι πόνος τῆς καρδιᾶς κάθε κελάδημά τους
ποὺ ἀπ᾿ τῆς λεύκας τὴν κορφὴ καὶ τῆς ἰτιᾶς τὰ κλώνια
λύνουν τὸν κάθε τους καημὸ μὲ τὴ γλυκειὰ λαλιά τους.
...Νά! Διάλεξα στὸν οὐρανὸ
τὰ πιὸ λαμπρὰ ἀστέρια
γιὰ νὰ σκορπίσουνε γιὰ σὲ
τὸ φῶς τους τὸ θλιμμένο
κι᾿ ἀνάμεσά τους νὰ γελᾶ
μὲ ἐμορφιὰ αἰθέρια
τὸ φεγγαράκι ὁλόγιομο
σ᾿ ὁλόχρυσα ντυμένο.
Ἢθελ᾿ ἀκόμη ἀπ᾿ τοῦ γιαλιοῦ
τὴ δροσισμένη ἄκρη
κι᾿ ἀπ᾿ τῆς θαλάσσης τὸ βυθὸ
νὰ μάζευα γιὰ σένα
κογχύλια, διαμαντόπετρες
σὰν τῆς θεᾶς τὸ δάκρυ
νὰ τὰ περνοῦσα σὲ χρυσὸ
σειρήτι ἕνα ἕνα.
Καὶ ὅταν μόνη σιωπηλὴ
σὲ σκέψεις βουτηγμένη
γύρης τὴν ὤρια κεφαλὴ
μὲ τὰ χρυσὰ στολίδια
στὸ χέρι τ᾿ ἀλαβάστρινο
κι᾿ ἡ αὔρα μαγεμένη
φιλῆ τὰ ὁλόχρυσα μαλλιὰ
μὲ χίλια δυὸ παιχνίδια,
Ὅταν τὰ μάτια θλιβερὰ
στῆς Νύχτας τὸ σκοτάδι
καρφώσης μὲ παράπονο,
τότε στὴ κεφαλή σου
νὰ σκορπισθοῦν τὰ λούλουδα
καὶ ἀηδονιῶν κοπάδι
γλυκὰ γλυκὰ νὰ τραγουδῆ
τὴ χάρη τὴ δική σου.
Τὸ φεγγαράκι ἀπὸ ψηλὰ
καὶ τὰ χρυσὰ τ᾿ ἀστέρια
νὰ σοῦ μαγεύουν τὴ θωριὰ
τὸ λιγερό σου σῶμα,
τὰ πετραδάκια τοῦ γιαλοῦ
νὰ λάμπουνε στὰ χέρια
καὶ στὸ γλυκό σου τὸ λαιμό·
καὶ θὲ ν᾿ ἀκοῦς ἀκόμα
τὴ λύρα μου ποὺ μὲ λυγμοὺς
ἀπὸ μακρυὰ θὰ ψέλνη
τὸ ὄνειρο τὸ μαγικό με δοξάρια θλιμμένη!
ΝΕΑ ΧΑΡΑ
Μέσ᾿ στὴν καρδιά μου ἕνα ὄνειρο καινούριο ἔχει φωλιάσει
τὸ νοιώθω μὲ λαχτάρ᾿ ἀπὸ καιρό.
Ὅμως νὰ θαρρευτῶ, ἡ δειλὴ καρδιά μου ν᾿ ἀλαφιάση,
σὰν ἀπὸ κάποιο φόβο δὲν μπορῶ.
Τὰ χάδια του τῆς εὐτυχίας τοὺς οὐρανοὺς μοῦ ἀνοίγουν,
μὰ πρὶν στὰ χείλη μου ἄφτονο φανῆ
τὸ γέλιο, πάλι κλείνουνε καὶ πάλι δάκρια πνίγουν
τὰ μάτια μου καὶ τὴν καρδιά μου... ἀλοί!
Χάλκινη παραστέκεται τσιγγάνα στὰ ὄνειρά μου
κι᾿ ὅλο μου λέει στὸν ἴδιονε σκοπό·
μὲ δάκρια θὰ ὑποδέχουμε τὴν κάθε νέα χαρά μου
καὶ θὰ πεθαίνη κάθε ποὺ ἀγαπῶ.
Μ᾿ ἂς εἶναι, νέο μου ὄνειρο, γιὰ λίγο, ναὶ μονάχα,
χάιδεψε τὶς πληγές μου μίαν αὐγή
καὶ θὰ τὸ νοιώσω ἐγὼ βαθιὰ τὸ χάδι σου... τί τάχα
κι᾿ ἂν θὰ γίνη μία καινούργι᾿ αὐτὸ πληγή;
Η ΕΥΧΗ ΜΟΥ
Τώρα ποὺ ὅλοι σοῦ στέλνουνε ὁλόθερμες εὐχὲς
ὁ δρόμος μπρὸς σ᾿ ἀνοίγεται μὲ ἄνθη στολισμένος
Σὲ συνοδεύουν τἄσματα τὰ γέλοια κ᾿ οἱ χαρές
κι ὁ δρόμος Σου μοσχοβολᾶ μὲ ρόδο ποὖν σπαρμένος
Τώρα ποὺ τὰ πουλάκια ἀκόμα μὲ λαχτάρα
Χίλιες εὐχὲς σοῦ στέλνουν μ᾿ ὁλόγλυκεια φωνή
πρόσεξε καὶ στ᾿ ἀγέρι νὰ δῆς μὲ τί γλυκάδα
σοῦ ψιθυρίζει πάντα τὴν ἰδικὴ μ᾿ Εὐχή
Τὸ ξεύρω πὼς γιὰ Σένα
εἶναι μικρὴ πλασμένη
ἂν τούτοις πίστευσέ με
ἀπὸ καρδιᾶς βγαλμένη
«Μὲ χίλια ροδοπέταλα
Σὲ ραίνω λατρευτή μου
Σοῦ εὔχομαι χρυσὴ ζωή»
αὐτὴ εἶναι ἡ Εὐχή μου.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
ΗΧΩ ΣΤΟ ΧΑΟΣ
--------------------------------------------------------------------------------
[ΖΩΗ, ΠΩΣ ΜΕ ΠΑΡΑΔΩΣΕΣ...]
Ζωή, πὼς μὲ παράδωσες μ᾿ ἕνα φιλὶ στοὺς δήμιους
καὶ τώρα ἀκούω τὸ γέλιο σου παντοῦ σαρκαστικὸ
γιὰ μένα, ποὺ ἀποτόλμησα ψευτοευγενεῖς καὶ τίμιους
μεσ᾿ στὴ γενιά σου, νὰ τοὺς δῶ σὰν ὑποστατικό.
Ἐγὼ ἤμουν ἕνας γνήσιος κι ἄγνωστος τῆς γενιᾶς σου
κ᾿ ἦρθα χωρὶς ἀπαίτηση μ᾿ ὅλους μαζὶ καὶ γώ
κι᾿ οὔτε ποτὲ σοῦ ζήτησα δεῖγμα τῆς συμπονιᾶς σου,
ἀπ᾿ τὰ περίσσια χρέη μου δίκαια ν᾿ ἀπαλλαγῶ.
Μὰ καθὼς ἤμουν κύριος ἄμαθος νὰ δουλεύω
καὶ παιδικὴ γαλήνευεν ἡ δίκαιή μου ψυχή,
ἐκέρδισα τὸ μίσος σου, Ζωή, καὶ τὸ πιστεύω
τώρα ποὺ ἡ δυστυχία μου στὸ γέλιο σου ἀντηχεῖ.
[ΞΕΚΙΝΗΣΑ ΕΝΑ ΠΡΩΙΝΟ...]
Ξεκίνησα ἕνα πρωινὸ
κάτω ἀπὸ διάφανο οὐρανὸ
μὲ ρυθμικὸ τὸ βῆμα.
Μία δίψα ἡ ξάστερη ματιά.
Φεύγαν οἱ ὁρίζοντες μακριὰ
καπνὸς ποὺ ἐλιγοθύμα.
Κ᾿ ἐνῶ ἡ ψυχὴ κυματισμὸς
κ᾿ ἡ εὐτυχία σὰ χρησμὸς
εὐνοϊκὸς γυρνοῦσε,
στάθηκα κάπου ξαφνικὰ
κοιτάζοντας φρικιαστικὰ
ποὺ ὁ θάνατος περνοῦσε.
Ἄλλαξε χρῶμα ὁ οὐρανός.
Ὁ ὁρίζοντας πιὸ κοντινὸς
Τὸ βῆμα τί ὠφελοῦσε;
Ἔσκυψα πρὸς τὴ γῆ σεμνὰ
κ᾿ εἶδα ἕνα ἀνθάκι ταπεινὰ
ποὺ μοῦ χαμογελοῦσε.
Καὶ τόσο γλύκανε ἡ καρδιά,
ποὖχα ξεχάσει κιόλα πιὰ
τὸν ἀρχισμένο δρόμο.
Εὔκολη ἡ πίστη στὴ χαρὰ
μοὔδενε γαλανὰ φτερὰ
στὸν ἄσκυφτο τὸν ὦμο.
Μὰ δὲν ἐβράδυνε ἡ πικρὴ
Γνώση φιλίαν ἱερὴ
ναρθῆ νὰ μοῦ χαρίση
κι ἀνύποπτα, προδοτικὰ
ἀπὸ τῆς ζωῆς τὰ μυστικὰ
σκληρὰ νὰ μὲ χωρίση.
Τώρα δὲν ἔχω κάπου πιὰ
νὰ στρέψω τὴ θολὴ ματιά.
Τίποτε δὲν προσμένω.
Μόνο τὸ Θάνατο ξανὰ
εἶδα ἐδῶ κάπου νὰ γυρνᾶ
γιὰ κάτι ὑποσχεμένο.
[ΑΛΛΟΤΕ, ΗΜΟΥΝ ΠΕΡΗΦΑΝΗ...]
Ἄλλοτε, ἤμουν περήφανη Ἀγάπη καὶ μπροστά σου.
Ἤσουν καλή - κι᾿ ἂν ἤσουνα καὶ δύστροπη, περνοῦσα
κρατώντας μόνο τὸ ἄφωνο καὶ τρομαγμένο «στάσου».
Κ᾿ ἤμουν περήφανη γιὰ σένα, Ἀγάπη, κι᾿ ἂς περνοῦσα.
Γιατί δὲν ἦταν βολετὸ ποτὲ νὰ σταματήσω,
τῆς ἔγνιάς σου κι᾿ ἂς ἔμοιαζεν ὁ πόνος ποὺ πονοῦσα.
Τώρα ποὺ ὅλα μ᾿ ἀφήσανε κι ὅλα με ξεγελοῦνε,
ἀκόμα ἐσὺ λυπητερὴ περνᾶς, γλυκοθωροῦσα,
Ἀγάπη μὲ τὰ μάτια σου ποὺ λατρευτὰ μιλοῦνε.
Μὰ ἐδῶ ποὺ ἐγὼ σταμάτησα κι᾿ ὁ οὐρανὸς μοῦ λείπει
κι᾿ ἂν οὔτε τὴν καρδιά μου πιὰ δὲν ἔχω νὰ χαρίσω,
Ἀγάπη, ἐσὺ τὸ θέλησες νὰ τὴ μαράνη ἡ λύπη.
[ΜΙΑ ΚΡΥΑ ΠΝΟΗ ΜΑΡΜΑΡΩΣΕ...]
Μία κρύα πνοὴ μαρμάρωσε
στὴν ὄψη μου τὴν ἄνθηση τῆς νειότης.
Καὶ τ᾿ ἀπαλά της χρώματα
καὶ τῆς χαρᾶς τῆς πρώτης
τὴ μέθη καὶ τἀρώματα
τὰ σφάλισεν ἡ μνήμη στὴ ματιά μου.
Στὸ σκοτεινὸ φυλάκιο
τὴν περιέργεια ὁ θησαυρὸς τραβάει,
ποὺ σιωπηλὰ ἱστορεῖ
κι᾿ ἀνίδεα ποὺ πλανάει.
Ποιὸς νὰ τὸ πῆ μπορεῖ
πὼς ἔχω μία νεκρὴ καρδιὰ βαθιά μου!
Χθὲς ἡ βραδιὰ ἦταν ἄγγιγμα
στοῦ Ἀπρίλη τὴν καρδιά, ποὖχε μαντέψει
γλυκὰ τὸ μυστικό.
Ἦταν μία ὡραία σκέψη,
ἦταν ἐρωτικὸ
βλέμμα ποὺ διαπερνᾶ καὶ μαγνητίζει.
Πῶς ἤμουν ἔτσι ἀνάρμοστα
βαλμένη ἐγὼ στὴν πλάση σὰ ριγμένη.
Νὰ μοῦ μιλῆ ἕνας νέος μ᾿ ἔρωτα
καὶ τὸ Φεγγάρι ν᾿ ἀνεβαίνη
ἀπ᾿ τἄδυτα κι᾿ ἀπ᾿ τἀφανέρωτα,
πῶς μπόρειε τὸ μηδὲν νὰ μὲ κερδίζη!
[ΤΙ ΘΕΛΕΙ ΤΟΥΤΗ Η ΑΝΟΙΞΗ...]
Τί θέλει τούτη ἡ Ἄνοιξη...
Σαλεύουν
ἀόρατα, πανάλαφρα
τῶν δέντρων τὰ κλαδιά.
Τί θέλει ἡ μυρωδιὰ
ποὺ μᾶς χτυπᾶ ἁπαλότατα
μὲ ἀμυγδαλιᾶς ἀνθόκλωνο
τὴν καρδιά...
-Μία νέα περνᾶ ζυγίζοντας
στὰ δάχτυλα
ἕνα κορμί, φτερό.
Κι᾿ ὅπως σιεῖ ρυθμικὰ
μία κατάλευκη ὀμπρέλλα,
εἶναι πουλί.
Ἕνας νέος ἀράθυμος
συλλογιέται γλυκά,
σὰ νὰ πέρασε πλάι του
πεταλούδα μυρόβολη
τὸ φιλί.
-Τρέμει κάτι τὸ ἀδύναμο
κι᾿ ὅλο μένει
σὰν κουτσό... κοντοφτέρουγο...
Λυπημένη
τὴ ματιά μας ρουφᾶ
τὸ ἀνοιξιάτικο ἀπόγευμα
καὶ χλωμαίνει.
Ξαφνικά, κάποιο σκίρτημα
στὴ γαλήνη
καὶ σὰ λυγμὸς παράφορος.
Ἕνα πιάνο ξεσπᾶ
τὸ δικό μας ἐναντίωμα
μὲ κλειστὸ στόμα.
Τί θέλει πάλιν ἡ Ἄνοιξη...
Τί νὰ μᾶς φέρει ἀκόμα...
[ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑΙΑ...]
Ὅλα εἶναι ὡραῖα-
ὅλα εἶνε ἀγάπη κι᾿ ἀγάπης πόθος
τὰ ξεφυλλά.
Τόσο εἶνε ὡραῖα καθὼς πεθαίνουν
τόσο μοιραῖα
καὶ σιωπηλά.
Ἔχω μία χάρη.
Στὴν ἄνθησή μου φορῶ στεφάνι
τὸ μαρασμό.
Ἔχω μία χάρη. Τί μοὔχουν δώσει
καὶ μοὔχουν πάρει
τὸ γιορτασμό;
Γιατί πεθαίνω
γίνομαι ὡραία, γίνομαι ἡ ἀγάπη
ποὺ τὴν ποθοῦν.
Κι᾿ ὅλο πεθαίνω. Γύρω μου τἄνθη
νὰ τὰ πληθαίνω
νὰ μαραθοῦν!
Χάρμα κι᾿ ὁ πόνος.
Στὸ βλέφαρό μου λάμπει τὸ δάκρι
τοῦ σπαραγμοῦ.
Χάρμα κι᾿ ὁ πόνος κι᾿ ἂς ἀξιώθη
νὰ γίνη θρόνος
τοῦ στοχασμοῦ.
Ἔχω μία φλόγα
καὶ πλάι ἡ καρδιά σου, βουβὴ ἱκεσία,
μοῦ τὴ ζητᾶ.
Ἔχω μία φλόγα καὶ δὲ μοῦ ἀνήκει.
- Τὴ μοίρα εὐλόγα,
δὲν ἀπατᾶ.
Αὐτὴ εἶνε ἡ μοίρα
ποὺ μ᾿ ὀμορφαίνει, αὐτὴ εἶνε ἡ φλόγα
τοῦ ἐξιλασμοῦ.
Αὐτὴ εἶναι ἡ μοίρα μου - μὴ μ᾿ ἀγγίζεις.
Φορῶ τὰ μύρα
τοῦ χωρισμοῦ!
Ὅλα εἶνε ὡραῖα-
ὅλα εἶναι ἀγάπη κι᾿ ἀγάπης πόθος
τὰ ξεφυλλά.
Τόσο εἶνε ὡραῖα καθὼς πεθαίνουν
τόσο μοιραῖα
καὶ σιωπηλά.
[ΑΧ, ΜΕ ΠΟΝΕΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ...]
Ἄχ, μὲ πονεῖ ἡ καρδιά μου. Οὔτε ἡ ματιά σου,
Φύση, ποὺ μοῦ ἤσουν μία παρηγοριά.
Μάταια τὸ Δάσος μ᾿ ὅλα τὰ κλαριὰ
νεύει καὶ μοῦ φωνάζει ἡ ὀμορφιά σου.
Οὔτε ἡ ματιά σου, Ἀγάπη λυπημένη,
Ἀγάπη, σιωπηλή, δὲ μὲ πλανᾶ.
Ἡ σκέψη μου ὄχι πὼς σὲ λησμονᾶ,
μὰ εἶνε ἡ καρδιά μου τόσο ἀρρωστημένη,
πονεῖ... Τίποτε πιὰ δὲ μὲ γλυτώνει.
Κάθε στιγμὴ πληγή, κάθε ματιά.
Κι ὅλα μέσ᾿ τὴν πληγή μου μία φωτιὰ
ποὺ τυραννεῖ καὶ ποὺ σκοτώνει...
[ΣΗΜΕΡΑ, ΠΡΙΝ ΚΑΛΑ...]
Σήμερα πρὶν καλὰ τὸ φῶς τὸν οὐρανὸ γεμίση,
καμπάνες ἄκουσα μακριὰ στὴν πολιτεία ποὺ ἠχοῦσαν.
Καμπάνες... γιατί πρόσεξα; Σὰ νὰ σκορποῦσαν μίση
τὰ τελευταία σκοτάδια ἀργὰ καὶ σκυθρωπὰ κινοῦσαν.
Ποῦ νἄχω ἀφήσει τὴ γλυκιά, παιδιάτικη ψυχή μου,
σὲ ποιὸ καιρό, μὲ ποιᾶς καμπάνας τὸ σκοπὸ δεμένη;
Σὲ ποιὸ καιρό... καὶ σήμερα νὰ πῶ τὴν προσευχή μου
στὰ λυγισμένα γόνατα στηρίχτηκα θλιμμένη.
Μία προσευχὴ στὴν ὀμορφιά, τὴν ξεχασμένη μάννα,
στὴν ἄγνοια, στὸ χαμόγελο, στοῦ ὀνείρου τὴ φωνή,
ἀκούοντας τοῦ σπαραγμοῦ τὴ σημερνὴ καμπάνα
ποὺ σήμαινε λυπητερὰ τὴν ἄκαιρη θανή.
[ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΑΦΡΟΝΤΙΣΤΑ...]
Τότε ποὺ ἀφρόντιστα γεμίζαν
οἱ ὧρες μου, ἀκάλεστος ὁ Ὕπνος,
σκληρὸς ἐρχόταν νὰ μὲ πάρη.
Νέες ὑποσχέσεις μὲ χωρίζαν,
σὲ μαγικὲς κιθάρες ὅταν
τονίζοταν τὸ θεῖο τροπάρι.
Ἴλιγγος οἱ χρωματιστές μου
χαρὲς κ᾿ οἱ γνώριμες φωνοῦλες.
Τῆς κούκλας μου τὸ σπιτικὸ
σὰν καραβάκι - κ᾿ οἱ κλωστές μου
τὸ δέναν κόκκινες ἀχτίδες
καὶ τὸ πηγαίναν μαγικό.
Ὕστερα κ᾿ οἱ χαλκομανίες
ζωντανεμένες ἐκινιόνταν.
Οἱ βοσκοποῦλες καὶ τἀρνάκια
μὲ πλουμιστοὺς λεπτοὺς μανδύες
σὰν πεταλοῦδες, πλαταγίζαν
τὰ πρωτοτάξιδα φτεράκια.
Κι᾿ ὁλοένα πήγαιναν καὶ σβήναν
σὲ μία ἄχνα γαλανὴ πνιγμένα...
Τότε πνοὲς μυρωδικὲς
στὸ εὐτυχισμένο στόμα στήναν
τὸν ἀερένιο τὸ χορό τους,
ὁλοένα πιὸ μεθυστικές.
Καὶ σ᾿ ἕνα στρῶμα μὲ βυθίζαν
ἀπ᾿ ἄνθη ἢ πούπουλα δὲν ξέρω.
Κοντά μου ἕν᾿ Ἄγγελο νὰ μένη
ἔνοιωθα, μὲ φτερὰ ποὺ ἀσπρίζαν,
ἕν᾿Ἄγγελο μὲ τῆς μαμᾶς μου
τὴν ὄψη τὴν ἀγαπημένη.
[Η ΝΙΝΑ ΤΟΤΕ...]
Ἡ Νίνα τότε μόλις θἄταν νέα
κ᾿ εἶχε ἕνα μαῦρο πλαίσιο γιὰ μαλλιά.
Στὰ μάτια της πλανιόταν μία ἀντηλιὰ
καθὼς κοιτάζαν, κάπως φευγαλέα.
Θέ μου ἦταν τόσο ὡραία, καθὼς θυμᾶμαι.
Παιδούλα ἐγὼ μὲ ἀνύποπτη ψυχή,
πόσες φορὲς ρωτιόμουν μοναχὴ
ἂν ἔτσι ὡραία καὶ γὼ κάποτε θἆμαι.
Μὰ μέσ᾿ στὰ μάτια μου, εἶδα στὸν καθρέφτη,
ἕνα σκληρὸ φῶς τότε νὰ ξυπνᾶ.
Στὰ χείλη μου, ποὺ ἀκόμα ἦταν στιλπνά,
κάποιας πικρίας ἀχνὴ ἡ σκιὰ νὰ πέφτη.
Καὶ μούμελλε νὰ βλέπω λυπημένα
τῆς Νίνας τὴν ἀσκίαστη ὀμορφιά,
σὰν τὴ Χαρὰ τὴν πλάνα, τὴν ξωθιά,
ποὺ ἀπόμεινεν ἀφίλιωτη μὲ μένα.
[Η ΝΙΝΑ ΕΙΧΕ...]
Ἡ Νίνα εἶχε ἕνα φόρεμα σὰν ἄχνα
κείνης τῆς Κυριακῆς τὸ πρωινὸ
καὶ μία ρόδινη ὀμπρέλλα. Ἦταν ἐξαίσια,
ἦταν ἕνα λουλούδι ἀληθινό.
Ἡ γνώση ποὺ περσότερο ὀμορφαίνει
τὴ λίκνιζε στὸ βῆμα τ᾿ ἁπαλό.
Πλάι της τὸ βουνὸ μυροβολοῦσε,
κάτω τὸ κύμα ἐχαίροταν τρελλό.
Κ᾿ ἡ Νίνα μιᾶς πνοῆς μορφή, σὰν ἄχνα,
σὰ ρόδινο ὅραμα, ἔφυγε γιὰ ποῦ;
Στ᾿ ὡραῖο πρωὶ τῆς Κυριακῆς ἐκείνης
καθὼς περνοῦσε, πλάνεμα τοῦ νοῦ.
[ΤΙ ΝΑΧΗΣ ΓΙΝΕΙ...]
Τί νἄχῃς γίνει ὁλόδροσε βαρκάρη
τοῦ παράλιου χωριοῦ, ποὺ μὲ εἶχαν φέρει
ἕνα πένθος βαρὺ νὰ διασκεδάσω;
Τί νἄχῃς γίνει ὡραῖο παληκάρι
μὲ τὰ στριφτὰ ξανθά σου δαχτυλίδια,
πῶς ἔχει γίνει νὰ μὴ σὲ ξεχάσω;
Νἆναι τὴν ὀμορφιά σου ποὺ θυμᾶμαι,
τὸ σιωπηλό σου στόμα τὸ σφιγμένο,
παράξενη ὀμορφιὰ σ᾿ ἕνα βαρκάρη,
ἢ γιατί διαλεχτή σου ἔτυχε νἆμαι,
μία θλιβερὴ μὲ πένθιμο φουστάνι,
στὴ βάρκα σου μία αὐγὴ ποὺ μ᾿ εἶχες πάρει;
Μέσα σὲ τόσα ὡραῖα κορίτσια –θάμα
χαρᾶς τὰ προσωπάκια τους- μὲ πῆρες
καὶ μὲ στὴ γαλανή σου τὴ βαρκούλα.
Ἕνα πρωινὸ περίπατο, ἕνα τάμα
στὴν πιὸ ὄμορφη εἶχες κάνει τῆς παρέας
καὶ κάλεσες καὶ μὲ τὴ μοναχούλα,
ποὺ ἔβλεπες κάθε δειλινὸ στὸ μῶλο
συλλογισμένη μὲ ἀπλανῆ τὰ μάτια
σ᾿ ἕνα βιβλίο μὲ στίχους νὰ κοιτάη.
Ἦρθες πιὸ ὡραῖος κ᾿ εἶδα, καθὼς μ᾿ ὅλο
τὸν ἄλλο κόσμο πήδησες στὴ βάρκα,
τὸ χέρι σου ἕνα ρόδο νὰ κρατάη.
Κι᾿ ὡς νὰ μὴν εἶχε κάπου νὰ τὸ βάλη
τὸ ρόδο αὐτό, σὲ μὲ τὴν τελευταία
τὸ πέταξεν ἁπλά, μὲ κάποια βιάση...
Οἱ κρόταφοί σου ἐβάφονταν ἀγάλι
καὶ χάνοταν στὴ θάλασσα ἡ ματιά σου...
Μὰ τώρα, πῶς δὲ σ᾿ ἔχω πιὰ ξεχάσει;
[ΟΧΙ ΜΕ ΠΛΟΙΟ...]
Ὄχι μὲ πλοῖο, καράβι θέλω
μέσ᾿ στὸ βαθύ σου κόλπο νὰ πετάξω,
στὸ λιμανάκι σου ἥσυχα ν᾿ ἀράξω,
φιλήματα πολλὴ ὥρα νὰ σοῦ στέλλω,
μικρούλα πόλη, λευκὴ χαρά μου.
Κι᾿ ὁπόταν ἡ καρδιά μου πιὰ ἀλαφρώση,
ἡ αὔρα σου τὰ πανιά μου νὰ φτερώση,
τὰ σκλαβωμένα ἀδύναμα φτερά μου.
νὰ φύγω πάλι χωρὶς ἐμπόδιο.
Νἆμαι ἀλαφριὰ στὸν ἀναλογισμό σου
κι᾿ ὅλα μαζί, μαζὶ κι᾿ ὁ χωρισμός σου
γλυκύτατο νὰ μοῦ εἶνε κατευόδιο.
[ΝΗΣΑΚΙ ΕΡΗΜΙΚΟ...]
Νησάκι ἐρημικό, στῆς μοναξιᾶς σου
τοὺς τόπους τριγυρίζω.
Μέσ᾿ στὴ βαθιά μου νύχτα ἀναγνωρίζω
τὸ Φάρο τῆς ματιᾶς σου.
Ὅπου στοὺς κούφιους βράχους σου ἔχω κρύψει
παιχνίδια καὶ χαρές μου,
φτάνουν προσκυνητὲς οἱ θλιβερές μου
σκέψεις καὶ ἡ μάταιη τύψη.
Μὲ κυκλαμιές, μὲ κάπαρης λουλούδια,
μὲ ἀγριοβιγκόνες πάλι,
τὸ νεανικό μου στόλισα κεφάλι
καὶ σοῦ μιλῶ τραγούδια.
Μὰ νά, στὸν παληὸ Πύργο σου ἔχω φτάσει,
ποὺ ἐθρήνα ἡ κουκουβάγια
καὶ νοιώθω, πλάι στὰ γκρέμια τοῦ μουράγια,
πὼς ἔχω πιὰ ἀποστάσει.
[ΜΕΣ᾿ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ...]
Μέσ᾿ στὴν καρδιά μου τὴ βουβή, καιρὸ πιὰ ρημασμένη,
ἐπέρασεν ἡ ἀγάπη σου σὰν ἄνοιξης πνοούλα.
Καὶ τὸ ἀηδονάκι τοῦ καημοῦ στάθη στὴν ἀνθισμένη
χαρά μου καὶ τραγούδησε –λαχτάρα καὶ τρεμούλα.
Γιατί θυμᾶσαι τὸ βουβό, τὸ ρημασμένο κάστρο
ποὺ στὰ συντρίμμια του ἄνθησε μία δάφνη ροδαλή;
Βλέπω στὸ σκυθρωπὸ οὐρανὸ ποὺ ξεπροβάλλει ἕνα ἄστρο.
Ἴσως θὰ μοὔπρεπε καὶ μένα ἕνα στερνὸ φιλί.
ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΜΕ ΤΗ ΣΕΛΗΝΗ ΣΤΟ ΠΕΡΙΓΙΑΛΙ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΜΟΥ
Ρεμβαστικὴ παλιά μου φίλη
ἦρθε ἡ Σελήνη νὰ μὲ πάρη.
Γιὰ τὸ λαμπρὸν ὁρίζοντά σου
ἡ νοσταλγία μας θ᾿ ἀπάρη.
Δυὸ πλανεμένες μέσ᾿ στὴ νύχτα
πάνω σου σκιὲς θ᾿ ἀργοπερνοῦνε.
Θ᾿ ἀναθυμοῦνται, θὰ σωπαίνουν,
καθὼς σωπαίνουν ποὺ ξεχνοῦνε.
Μὲ μαγικὰ πετράδια θἄχης
στρωμένη τὴν πλατιά σου ἀγκάλη,
ὡς τὴν αὐγὴ νὰ μᾶς πλανέψης
νὰ μείνουμε κοντά σου πάλι.
Θὰ γίνη ἀτλάζινο τὸ κύμα
καὶ θὰ ρουφᾶμε τὴ δροσιά σου,
χλωμὲς κ᾿ οἱ δυό μας νοσταλγίες,
ἐναντίωμα στὴν ἀρνησιά σου.
Ὧρες θὰ μείνουμε σὰν πρῶτα,
μάτια στὰ μάτια καρφωμένα,
νὰ πίνω θλίψη ἐγὼ ἀπὸ κείνη
καὶ κείνη τὴ σιωπὴ ἀπὸ μένα.
Καὶ θὰ μᾶς εὕρῃ ἡ αὐγὴ γερμένες
σ᾿ ἕνα ναυαγισμένο καΐκι,
στοὺς κόλπους σου ἀποτραβηγμένο
κι ἀπ᾿ τὸν ἀγώνα κι ἀπ᾿ τὴ νίκη,
σὰ ναυαγοὺς καὶ μᾶς κοντά σου
μὲ τὴ γαλήνη σου δεμένες
τὴ μία χλωμότερη ἀπ᾿ τὴν ἄλλη
νὰ σβήνουμε συλλογισμένες...
ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΣΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΜΙΑΣ ΝΥΧΤΕΡΙΝΗΣ ΚΙΘΑΡΑΣ
Ὁ Ἀπρίλης κ᾿ ἡ Σελήνη μέσα στὸ ἄλσος
σμίξαν. Τὸ μεσονύχτι μεθυσμένοι
περάσαν μ᾿ εὐθυμία.
Καὶ τώρα στὴ γαλήνη εἶνε ἁπλωμένη
ρεμβαστικὴ ματιά, ἡ μελαγχολία.
Δυὸ δέντρα ἀναπολοῦνε
μία νύχτα καταιγίδας, ποὺ οἱ κορφές τους
ἐρωτικὰ μπλεχτῆκαν
καὶ στὴν ἀνάμνησή τους ξεπετιέται
λυγμὸς ἀπὸ χορδὲς ποὺ δονηθῆκαν.
- Στὸν ὕπνο σου κόρη γλυκειά...
Ἕν᾿ ἀνοιχτὸ παράθυρο
στὸ ἁγιόκλημα πνιγμένο
κ᾿ ἡ κόρη κρίνο, μὲ τὸ φῶς
τοῦ φεγγαριοῦ ντυμένο.
- Τοῦ τραγουδιοῦ μου ἡ φωνή...
Κι᾿ ἀγγίζει στὸν ἀμύριστο
κάλυκα τῆς καρδιᾶς της
σὰν ὄνειρον ἀθώας χαρᾶς
ὁ πρῶτος ἔρωτάς της.
Καὶ λίγο λίγο σκοτεινιάζει τὸ ἄλσος.
Στὸ κυπαρίσσι στάθηκε ἡ Σελήνη
βαθιὰ συλλογισμένη.
Ὁ Ἀπρίλης πιὰ βαρέθηκε νὰ δίνη
φιλιά. Φεύγει κ᾿ ἡ Νύχτα κουρασμένη.
Ὅλα σιγῆσαν μόνο γιὰ νὰ μείνη
τὸ φλογερὸ παράπονο:
- Γιατί μ᾿ ἔχεις σ᾿ αἰώνια τυράννια...
τὸ κλάμα τῆς κιθάρας ποὺ ἀνεβαίνει
πρὸς τὴ χλωμὴ Σελήνη, πρὸς τὰ οὐράνια...
[ΚΑΠΟΤΕ Ο ΕΡΩΣ ΞΑΦΝΙΚΑ...]
Κάποτε ὁ Ἔρως ξαφνικὰ κρύφτηκε στὴν καρδιά μου
κ᾿ ἡ ὀμορφιά του μυστικὰ τρέμισε στὴ ματιά μου.
Ἀνίδεη μίαν ὑψηλὴ φιλοξενία πὼς δίνω,
σ᾿ ὅ,τι μικρό, σ᾿ ὅ,τι γλυκὸ σ᾿ ὅ,τι ἄσκοπο θὰ μείνω,
νὰ παίζω μὲ τὰ πλούσια δῶρα καὶ τὰ στολίδια
ποὺ στὴ γιορτή του μοὔφερε, μὲ τὴ γιορτὴ τὴν ἴδια.
Πόσους καὶ πόσους μηνυτὲς γλυκοὺς δὲ μοὖχε στείλει!
Καὶ γὼ ἡ φτωχούλα ἀρκέστηκα μόνο στὰ ὡραῖα τους χείλη
καὶ πέρασε σὰ σὲ ὄνειρο τὸ μήνυμα στ᾿ αὐτιά μου.
- Ὄνειρο, ξένη ὑπόσχεση κι᾿ ἡ φλογερὴ ματιά μου!
Τί μηνυτὴς τὸ ἀστρόφεγγο, ἡ ἀγρύπνια μου! Τὸ δάκρι
διαμάντι στοῦ χλωμόθωρου προσώπου μου τὴν ἄκρη.
Ὁ στεναγμὸς ἀνάσα ἀνθῶν καὶ τἄνθη φιλημάτων
σχήματα. Ἡ αὔρα ψίθυρος ἐρωτικῶν στομάτων.
Καὶ τῶν κλαδιῶν ἡ ἀνάταση, χέρια ποὺ θ᾿ ἀγκαλιάσουν.
Οἱ πόθοι, ἀνήσυχα πουλιά, δὲ θέλαν νὰ φωλιάσουν.
Ἔπειτα στὴν ἀπόχρωση τῆς βραδινῆς γαλήνης,
ἐσὺ σκιὰ ποὺ τὴν ψυχὴ γλυκὰ θὰ μοῦ ἁπαλύνης
καὶ θὰ μοῦ πάρης τρυφερὰ νὰ τὴν ἀποκοιμίσης
τὴν ἔγνιά μου μέσ᾿ τοὺς λωτοὺς καὶ κεῖ θὰ τὴν ἀφήσης.
Τὸ γέλιο ποὺ δὲ φαίνεται, ὁ πόθος ποὺ λικνίζει,
σὰ μία πνοή, φύλλα, νερὰ καὶ γέννηση οἰωνίζει.
Τὸ ἅπλωμα τοῦ λαχταριστοῦ χεριοῦ πάντα νὰ δώση,
νὰ δώση - κ᾿ εἶνε ἀνύποπτο γιὰ μία δύναμη τόση.
Σπάταλο κίνημα παντοῦ καὶ σ᾿ ὅ,τι δὲν ἀξίζει.
- Καθὼς ὁ χρόνος κι᾿ ὁ καιρὸς περνᾶ καὶ δὲ γυρίζει.
Κι᾿ ὁ ὕπνος ποὺ μὲ τὄνειρο μοὔκλεβε ἐμπιστοσύνη.
Ἀνάσταση τὸ ξύπνημα καὶ τὸ πρωὶ ἁγιοσύνη.
Καὶ λίγο λίγο τὰ μικρὰ καὶ τὰ γλυκὰ ποὺ φτάναν,
μ᾿ ἔπαιρναν πάλι ξένιαστη καὶ σκλάβα τους μὲ κάναν.
Ἄχ, πὼς μπερδέφτηκα, κουτή, χωρὶς φιλοδοξία,
μ᾿ αὐτὰ τὰ λίγα, μ᾿ ἔδεσε ἡ χαρά τους προδοσία
καὶ μοναχὰ κατάλαβα τί μοὔλειψε στ᾿ ἀλήθεια,
ὅταν τὸν εἶδα ἐπίσημα νὰ φεύγη μὲ τὰ πλήθια
τῶν δώρων του, πιστότατην ἀκολουθία. Χαθῆκαν
περήφανα, ἀνεπίστροφα, σὰν ποὺ νὰ πλανηθῆκαν.
Τώρα μ᾿ αὐτὸ ποὺ μ᾿ ἄφησε μένω τὸ ὁμοίωμά του,
(ἀφήνει κάποτε ἴχνη του σὲ κάποιο πέρασμά του)
κι᾿ ἐμπρὸς σ᾿ αὐτὸ τὸ ὁμοίωμα – ὢ πλάνη αὐτοῦ τοῦ κόσμου!
μαδῶ πικρὰ κι ἀχρείαστα τὰ ρόδα τοῦ αἵματός μου.
[ΣΥΝΤΡΟΦΙΣΣΑ ΗΜΟΥΝ ΚΑΠΟΤΕ...]
Συντρόφισσα ἤμουν κάποτε σ᾿ ὅ,τι γλυκὸ στὴν Πλάση,
σ᾿ ὅ,τι τερπνὸ κι᾿ ὡραῖο ἀγαπητή.
Μοῦ χαμογέλαε ἡ θάλασσα, μὲ κλέβανε τὰ δάση
κ᾿ ἤμουν μαζί τους μόνο θαρρετή.
Κάποτε νὰ χαμογελῶ σ᾿ ἕνα ἄβγαλτο λουλούδι
μὲ βρῆκε κάποιος νέος περαστικός.
«Πᾶμε μαζί;» μοῦπε γλυκιὰ ἡ φωνή του σὰν τραγούδι
καὶ μοῦ ἅπλωσε τὸ χέρι σὰ δικός.
Δὲ πρόφτασεν ἡ ὑπόσχεση νὰ λάμψη στὴ ματιά μου
καὶ τὰ νερὰ μοῦ πῆραν τὴ φωνή,
ὅλα τὰ μύρα ξαφνικὰ κοιμίσαν τὴν καρδιά μου
κ᾿ ἔφυγε αὐτὸς καὶ πιὰ δὲ θὰ φανῆ.
Μὰ φύγαν κι᾿ ὅλοι οἱ σύντροφοι, ποὺ τόσο μ᾿ ἀγαπῆσαν.
Ὅλα τὰ ὡραῖα τῆς Πλάσης, τὰ τερπνά,
τὰ ὄνειρα ποὺ τοὺς χάρισα στὴ Νύχτα τὰ σκορπίσαν
καὶ τὸ ἄβγαλτο ἄνθος πιὰ δὲ μοῦ μηνᾶ.
[ΜΕ ΚΑΛΕΣΕ ΚΑΠΟΙΑ ΦΩΝΗ...]
Μὲ κάλεσε κάποια φωνὴ
τὴν ἀγάπη νὰ δώσω.
Ἦταν καιρός. Σημεῖο εἶχε φανῆ
ἡ ἀγωνία, τὰ πλούτη μου νὰ σώσω.
Ἡ ἀγάπη μου μία προσφορά -
ἀνάλωμα σὲ μύρο.
Ἦταν νὰ δώση τούτη τὴ φορά,
ἀντίφεγγε ἡ χαρά της σ᾿ ὅλα γύρω.
Κ᾿ ἦρθες στὴν πλούσιά μου γιορτὴ
μὲ χέρια σταυρωμένα.
Καὶ σὰ νὰ μὴν κατάλαβα γιατί,
τὰ μάτια σου χαιρόμουν τὰ θλιμμένα.
Ἐσύ! Γιὰ σένα! Ὄχι γιὰ μέ,
ὤ, τίποτε γιὰ μένα.
Καὶ καθὼς ἦρθες, ἔφυγες Καλέ,
ἔφυγες μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα.
Ἔφυγες κ᾿ ἔμεινα πικρή,
ἀνώφελη γιὰ σένα.
Κι οὐδ᾿ ὅσο ἑνὸς φιλιοῦ ἡ χαρὰ μπορεῖ
δὲν ἦταν ὅσα σοὖχα συναγμένα.
Ἀγάπη, μήτε μία κοινὴ
δύναμη δὲ μοῦ ἐστάθης-
μέσ᾿ στὴ ζωὴ μία ἰδέα φωτεινή,
μία πρόφαση πὼς βρίσκουν νὰ μὲ μάθης.
[ΕΚΕΙΝΗ ΠΟΥ ΕΙΝΕ ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ...]
Ἐκείνη ποὺ εἶνε λησμονημένη,
ἐκείνη ποὺ ἦρθε περαστικὰ
κ᾿ ἔφυγε ἀγνώριστη κ᾿ ἔφυγε ξένη,
τόσο θλιμμένη καρτερικά,
εἶχε στὸ βλέμμα κλείσει ἕνα ἀστέρι
ποὺ ὅλο ζητοῦσε τὸν οὐρανό,
ποὺ σὰν τὸν ἔρημο ἦταν φανὸ
μέσα σὲ νύχτα καὶ σ᾿ ἄγρια μέρη.
Ἀγρίων ἀνέμων μάχη τιτάνεια,
ἡ μαύρη θύελλα, ἡ τρικυμία
καὶ στοῦ μετώπου της ἡ ἡρεμία
τὴν ἀσημένια τὴν ἐπιφάνεια!
Στ᾿ ὡραῖο στόμα ἡ γραμμὴ γυρνοῦσε
σὰν ἕνα φίλημα ἐρωτικό,
μὰ τῆς σιωπῆς του δὲν ξεπερνοῦσε
τὸ πικραμένο τὸ μυστικό.
Ἀνάμεσό μας στάθη θλιμμένη.
Κάτι ζητοῦσε, ποιὸς ξέρει τί;
Πῶς ἦρθε; Κ᾿ εἶνε λησμονημένη;
Τί νὰ ζητοῦσεν ἡ ξένη αὐτή;
[ΝΕΕ ΜΕ ΤΗΝ ΑΧΡΩΜΗ ΜΑΤΙΑ...]
Νέε, μὲ τὴν ἄχρωμη ματιά, μὲ τὸ σφιγμένο στόμα,
ἡ θλίψη σου ἔκαμε ν᾿ ἀνθίση ἡ σκοτεινὴ καρδιά μου.
Μὰ δὲν ἐθάρρεψα ποτὲ κι᾿ οὔτε καὶ τώρα ἀκόμα
καὶ τράβηξα στὸ γνώριμο στρατὶ πρὸς τὴ νυχτιά μου.
Ἄλλες ἐλπίδες γύρω σου χαρούμενες γυρίζουν-
ἔχεις ἕνα χαμόγελο γλυκὰ ὑποσχετικό.
Καὶ γὼ ὅλο ἀπομακρύνομαι, ποὺ νὰ μὴν ξεχωρίζουν
στὰ προδομένα μάτια μου τὸ μάταιο μυστικό.
Κι᾿ ἂν δὲ μὲ πῆρε οὔτε στιγμὴ στ᾿ ἀνάλαφρα φτερά της
ἡ πίστη τῆς χαρᾶς ἐμέ, καὶ γὼ νὰ ὀνειρευτῶ,
μὰ πὼς ἐσὺ χαμογελᾶς γλυκὰ στὸ κάλεσμά της
ἂς μή μου τύχαινε ποτὲ νἆναι μία πλάνη αὐτό.
Τὴ θλίψη σου ποὺ ἀγάπησα, νὰ μὴν ἰδῶ ποτέ μου
ἐνάντια σου νὰ ἐγείρεται μοιραία καταστροφή,
καὶ ἀνώφελη ἡ ἀγάπη μου, πάλι χαρὰ τοῦ ἀνέμου
νἆναι καὶ μιᾶς ἀσίγαστης μανίας ἡ τροφή.
[ΑΠΟΨΕ ΠΩΣ ΣΙΓΟΥΝ...]
Ἀπόψε πὼς σιγοῦν ὅλα τὰ παράξενα,
στὴ μοναξιὰ δομένα.
Ἔχει ἡ γαλήνη κάτι ἀπὸ τὰ σύννεφα
τὰ πλανεμένα.
Τὸ σύμπαν κυματίζει ἔτσι ἁπαλότατα.
Κάποια ὑμνωδία πλανιέται.
Μέσ᾿ στὴν ψυχή μου μία γλυκιὰ κατάνυξη
σὰ νἀφυπνιέται.
Δὲν ξέρω πιὰ τί νἆναι, τίνος μήνυμα,
τί νοσταλγία πάλι.
-Τὰ ξέχασα ὅλα, πρώτη ἐγὼ ἐγκατέλειψα
τὴ μάταιη πάλη.
Ἀπόψε, ὅπως σιγοῦν ὅλα παράξενα,
μία προσδοκία τὰ πνίγει.
Ἄχ, ἂς μὴ μάθω τίνος εἶνε μήνυμα
κι᾿ ὡς ἦρθε, ἂς φύγει.
[...ΚΙ ΑΝΑΜΕΣΟ ΣΑΣ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ...]
...Κι ἀνάμεσό σας εἶμαι ἐγὼ τὸ ἄσκοπο, τὸ ἀφημένο,
τὸ ἀδύναμο. Μὲ πλάνεψαν καὶ μοὔκλεψαν ἀκόμα
τὴ σκέψη μου καὶ τραγουδῶ τὰ πάθια μου καὶ μένω
μὲ τ᾿ ὅραμα στὰ μάτια μου, τὴν πεθυμιὰ στὸ στόμα.
Ἐρωτευμένη, στὴ μικρὴ καρδιά μου ξεχειλίζει
τὸ φίλτρο ποὺ μὲ πότισαν στὸν ὕπνο μου μικρούλα.
Καὶ τὴν ἀνάμνηση τὴ ζῶ κ᾿ ἕνας νεκρὸς γεμίζει
μὲ φιλαρέσκεια τῆς φτωχῆς ζωῆς μου τὴν ἀκρούλα.
[ΠΡΙΝ ΦΥΓΩ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΚΡΙΝΟ ΤΑΞΙΔΙ...]
Πρὶν φύγω γιὰ τὸ μακρινὸ ταξίδι, θὰ περάσω,
διασχίζοντας ἀδιάφορα τῶν δρόμων τὴ βοή,
ἀπὸ τὸν κῆπο ποὺ ἄλλοτε, κάποια ἀπροσδόκητη ὥρα
τὰ μάτια σου μοῦ μίλησαν γιὰ μίαν ὡραία ζωή.
Καὶ λησμονώντας πὼς κ᾿ οἱ δυὸ βγήκαμε γελασμένοι
κ᾿ ἔγινε τὄνειρο φωτιὰ μέσ᾿ στὴν ἀνατολή,
θὰ ἰδῶ τἄνθη ν᾿ ἀνοίγωνται στὸ φῶς καὶ νὰ προσφέρουν
τὴν εὔοσμη ψυχούλα τους στῆς αὔρας τὸ φιλί.
Θὰ ἰδῶ τὰ δέντρα στὴ βαριὰ πρασιὰ ντυμένα πάλι.
Περιπλοκάδες νὰ ρουφοῦν ζωὴ στὰ ταπεινά,
χωρὶς νἆναι λιγότερο χαρούμενες γιὰ τοῦτο
καὶ τἄνθη τους λιγότερο περήφανα κι᾿ ἁγνά.
Καὶ σὰν ἀπὸ ἕνα μάταιο πεῖσμα καὶ ἐγὼ νὰ ζήσω
ὅσα μοὖπαν τὰ μάτια σου στ᾿ ὡραῖο βραδινό,
θὰ ἰδῶ νὰ γέρνης πάνω μου καὶ θἆναι τόσο λαῦρο,
τόσο μεγάλο τὸ φιλὶ σὰν πρῶτο, σὰ στερνό.
[ΚΑΛΕ ΜΟΥ Η ΑΝΟΙΞΗ ΕΦΤΑΣΕ...]
Καλέ μου, ἡ Ἄνοιξη ἔφτασε. Τὰ βράδια μὲ πλανᾶ
πῶς παίζει στὸ παράθυρο τὴ φωτεινή της σάρπα.
Μὰ τὰ μεσάνυχτα γροικῶ ποὺ φευγαλέα περνᾶ
τὸ θλιβερὸ τραγούδι σου στὴ νυμφική τους ἅρπα.
Καλέ μου, ὅλα γυρεύουνε γλυκὰ νὰ μὲ κοιμίσουν
καὶ νὰ μοῦ ποῦν πὼς ἔσβησες γιὰ πάντα ἀπὸ τὴ γῆ.
Μὰ ὅλα, χωρὶς νὰ θέλουνε, σένα θὰ μοῦ θυμίζουν
κι᾿ ἀνίδεα θὰ μοῦ κάνουνε τὴ νοσταλγία πληγή.
Καλέ μου, πῶς ἀπόσβησε παντοτινὰ ἡ ματιά σου
ἀπὸ τὸν Ἥλιο ποὺ ἄλλοτε μ᾿ ἀγάπη μοὖχες δείξει;
Πῶς ἔγινε ἔτσι, νὰ βρεθῶ τόσο πολὺ μακριά σου
κι᾿ ὁ ἥλιος σου ἐχθρὸς νὰ μοῦ γενῆ, σκοτάδι νὰ μὲ πνίξη;
Πρὶν ἀπὸ σένα πέθαναν ὅσα μοὖχες ταμένα
κ᾿ ὕστερα χάθηκες καὶ σὺ μαζί τους, τὸ πιὸ ὡραῖο.
Ἕνας κυκλώνας γύρω μου τὰ πάντα ἔχει θαμμένα
καὶ μ᾿ ἔχει ἀφήσει ζωντανὴ μόνον γιὰ νὰ σὲ κλαίω.
[Ω, ΜΗ ΜΕ ΒΛΕΠΕΤΕ ΠΟΥ ΚΛΑΙΩ...]
Ὤ, μὴ μὲ βλέπετε ποὺ κλαίω,
δὲν ἔχω θλίψη στὴν ψυχή μου.
Ὅ, τι εἶχα στὴ ζωή μου ὡραῖο
χάθηκε κ᾿ εἶμαι μοναχή μου.
Εἶνε ἡ ζωή μου χωρὶς χάρη,
χωρὶς χαρὰ καὶ χωρὶς λύπη.
Κι᾿ ἂν τὴ ματιὰ δὲ μοὔχουν πάρει,
ὁ λογισμός μου πάντα λείπει.
Μὲ τὶς σκιὲς μαζὶ γυρίζω.
Ἡ μοναξιὰ πλατιὰ μὲ ζώνει.
Τοὺς τόπους πιὰ δὲν τοὺς γνωρίζω.
Νοιώθω πυκνὸ νὰ πέφτη χιόνι.
Τίποτε ἐδῶ δὲ μὲ πλανεύει.
Τίποτε ἐκεῖ δὲ μ᾿ ὁδηγάει.
Ἡ σκέψη μου ὅλο καὶ στενεύει,
ἐνῶ ἡ καρδιά μου ὅλο λυγάει.
Ὤ, μὴ μὲ βλέπετε ποὺ κλαίω,
κάποια παλιὰ συνήθεια θἆναι.
Τὰ μυστικά μου ὅλα σας λέω,
τώρα ποὺ πιὰ δὲ μὲ μεθᾶνε.
[ΕΛΑ ΜΑΖΙ ΜΟΥ...]
Ἔλα μαζί μου, ἀφοῦ ἤθελες ν᾿ ἀναίβης
σὲ τούτη τὴν ἀπόκοσμη κορφή.
Μονάχα μὴ θελήσης νὰ κατέβης,
δὲν εἶνε πουθενὰ μία ἐπιστροφή.
Τὴν πλάνα ἀνησυχία σου θὰ πληρώσης
ὄχι σὰν ἄλλοτε, μὲ χαλασμό.
Τώρα πρώτη φορά θὰ παραδώσης
καὶ τὸ στερνό σου ἀκόμα στοχασμό.
Καὶ τότε πιά, τὰ μάγια θὰ λυθοῦνε.
Θὰ μείνουμε μονάχοι στὴν ἐρμιά.
Τὰ γύρω σ᾿ ἕνα γύρο θὰ χαθοῦνε
καὶ θἄμαστε σὰν κρεμαστὰ κορμιά.
Τὰ χέρια μας μονάχα τὰ μαλλιά μας
θ᾿ ἀγγίζουνε, στὸ κενό.
Σὰν ἄνεμος θὰ πέρνη τὴ μιλιά μας
καὶ θἆναι τἄχα ἐμπόδιο κοινό,
ἐνῶ μέσα στὰ λόγια μας θὰ πνέη
τῆς ἴδιας τῆς ψυχῆς μας ὁ χαμός.
-Καὶ μ᾿ ὅλα αὐτὰ νὰ μοιάζουμε σὰ νέοι
κι᾿ οὔτε κι᾿ αὐτὸς νὰ λείπη ὁ στολισμός!)
[ΤΙΠΟΤΕ...]
Τίποτε. Θἄχα κάποια ποὺ δὲν ξέρω
στὴ ζωὴν ἀποστολή.
Γιατί τόση φθορὰ παντοῦ νὰ φέρω,
σὰ μία ἀσυνείδητη βουλή.
Τὸ σύνθημα, ὅπου ἐβράδυνα τὸ βῆμα
καὶ τὴ ματιά, θὰ πῆ
«καταστροφή!». Κρατοῦσα ἐγὼ τὸ νῆμα
ὡς τὴ στιγμή του νὰ κοπῆ.
Ὁ θάλαμος τῆς σκοτεινῆς ζωῆς μου
γέμισε ἀπὸ νεκρούς.
Κι οὔτε τὸ χῶρο βρίσκω τῆς δικῆς μου
θέσης, ἀνάμεσα σ᾿ αὐτούς.
Τὶς νύχτες μὲ τὴ σκέψη φωτισμένη
κεῖ μέσα περπατῶ,
ὡς κι᾿ ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἀγάπησα διωγμένη,
θέση κοντά τους νὰ ζητῶ.
[ΣΤΑΣΟΥ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΟΥ...]
Στάσου μπροστά μου, μήπως καμμιὰ ἀχτίδα
τοῦ ἥλιου μὲ φτάση.
Πάνω στὴν ἀδυσώπητη θωριάσου
θὰ χτυπήση, θὰ σπάση.
Στὰ ξέσαρκα, κατάχλωμά σου χέρια
μὲ πίστη κρατάει
τὴ γραφτὴ καταδίκη μου μὲ εἰκόνες
μαρτύρων γεμάτη.
Σὲ ἀναγνωρίζω, Δήμιε τῆς ζωῆς μου,
φριχτὰ κάθε ὥρα.
Καὶ πιὸ πολὺ τὸ ἀνώφελο κορμί μου
ποὺ παραστέκεις τώρα.
Μὰ ἔτσι θὰ γίνη. Δὲ θὰ πολεμήσω,
σὺ θ᾿ ἀληθέψης.
Κι᾿ ὕστερα τρόπαιο στὴ νεκρὴ καρδιά μου
τὸ σκῆπτρο σου θὰ φυτέψης.
[ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΜΟΥ...]
Τὸ τελευταῖο τραγούδι μου
τὸ ἄγραφο, θ᾿ ἀνατείλη
ἀπ᾿ τῶν ματιῶν τὴ δύση.
Τὸ τελευταῖο τραγούδι μου
παρθένο θ᾿ ἀναβρύση
στὰ πέτρινά μου χείλη.
Ἀκόμα ἔχω τὸ ρόδισμα
τοῦ πυρετοῦ στὴν ὄψη,
φίλοι, καὶ σᾶς πλανεύει.
Ἀκόμα ἕνα ἄνθος τὄνειρο
τὸ μύρο του ἀσωτεύει.
(Καὶ τἄνθος τὤχουν κόψει).
Ἀκόμα σ᾿ ἕνα φίλημα
σ᾿ ἕνα ἐρωτικὸ μεθύσι
τὰ χείλη μου προσφέρω.
Μὰ δὲ βλέπετε τ᾿ Ὅραμα
καὶ μόνο ἐγὼ τὸ ξέρω
πὼς μ᾿ ἔχει πιὰ κερδίσει.
Κεντῆστε μὲ ροδάγκαθα
τὴ νεανικὴ καρδιά μου,
μήπως καὶ τὴν ξυπνῆστε.
Νερὸ κ᾿ αἷμα ἂν θ᾿ ἀνάβρυζε,
τὸ τέλος λησμονῆστε.
Ἀκόμα εἶνε μακριά μου!
Τὸ τελευταῖο τραγούδι μου
θἄρθη νὰ σᾶς ξαφνίση
στὸ δειλινὸ τὸ λαῦρο,
σὰν ἕνα κακὸ μήνυμα
ποὺ στὴ σιωπὴ τὸ μαῦρο
φτερό του θὰ τανύση.
[ΛΟΙΠΟΝ, ΚΙ ΑΥΤΟ ΔΕ ΜΟΥΠΡΕΠΕ...]
Λοιπόν, κι αὐτὸ δὲ μοὔπρεπε τὸ τελευταῖο λουλούδι.
Καὶ πέρασε ἡ ζωούλα του πνοή.
Ἕνα ἄξαφνο φωσφόρισμα, ἕνα πικρὸ τραγούδι,
ἕνας νεκρὸς ἀκόμα στὴ ζωή.
Μιλῶ γιὰ τὴν ἀγάπη σου. -Μιλῶ συλλογισμένη.
Εἴνε σιωπὴ καὶ πένθος στὴν καρδιά).
Λέω μόνο, πὼς μπορεῖ ποτέ, πὼς πιὰ νὰ μὴ τῆς μένη
οὔτε ἡ γλυκιὰ ποὺ ἀλλάξαμε ματιά.
[ΑΣ ΗΜΟΥΝ ΜΙΑ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ...]
Ἂς ἤμουν μία γερόντισσα, μὲ μόνη
τῶν ἀναμνήσεων τὴν πηγὴ στὰ στήθια
(Ἀναιμικὴ κ᾿ ἐφήμερη ἀνεμώνη
τώρα μὲ καίει καὶ τὄνειρο κ᾿ ἡ ἀλήθεια).
Ἂς ἤμουν μία γερόντισσα ἀσημένια
μία ζωγραφιὰ παλιά, μισοσβησμένη.
(Τὸ μνῆμα μου ἕνα βῆμα, κι᾿ ὅμως ἔνια
γίνεται κ᾿ ἡ στιγμή μου ἡ μετρημένη).
Νὰ γέρνω μ᾿ ἐγκαρτέρηση, μὲ γλύκα,
πάνω ἀπ᾿ τὴ λάβα ποὺ ἔσβησε μία μέρα
γιὰ πάντα, νὰ διηγιέμαι πὼς τὴ βρῆκα
τὴν εὐτυχία στοῦ βίου τὴν ἑσπέρα.
Καὶ πλάθοντας γλυκὰ τὸ παραμύθι,
τὰ διάφανα ν᾿ ἁπλώνω δάχτυλά μου
σὲ γνώριμες σκιὲς ποὺ μὲ τὴ λήθη
χειροπιαστὲς θὰ χάνωνται μακριά μου.
Ὁράματα νὰ γίνωνται στὰ βάθη,
πρὸς τὴν ἀνατολή, καὶ νὰ μοῦ γνέφουν
ὅσα τὴ ζωή μου λεηλάτησαν πάθη.
Μὲ φῶς οἱ ἀπελπισίες νὰ μὲ στέφουν.
Λοιπὸν ἀφοῦ τὸ φῶς τῆς μέρας σβήνει
καὶ κόντηνε ἡ ματιά μου τόσο πιά,
ἂς ἤμουν μία γερόντισσα ποὺ ντύνει
μὲ παραμύθια μία νεκρὴ καρδιά.
[Ω, ΧΑΜΗΛΩΣΤΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΦΩΣ...]
Ὤ, χαμηλῶστε αὐτὸ τὸ φῶς!
Στὴ νύχτα τί ὠφελάει;
Πέρασε ἡ μέρα. Φτάνει πιά.
Ποιὸς ξέρει ὁ Ὕπνος μου κρυφὸς
ἂν κάπου ἐδῶ φυλάη
κι᾿ ἂν τοῦ ἀνακόβεται ἡ στιγμὴ
νἄρθη, ποὺ τὸν προσμένω.
Ἔχω στὸ στόμα τὴν ψυχή,
μοῦ παράτησαν οἱ λυγμοὶ
τὸ στῆθος κουρασμένο.
Πάρτε τὸ φῶς! Εἶνε καιρὸς
νὰ μείνω πιὰ μονάχη.
Φτάνει ἡ ἀπάτη μιᾶς ζωῆς.
Κάθε προσπάθεια ἕνας ἐχθρὸς
γιὰ τὴ στερνή μου μάχη.
Ἂς παύσουν πλέον οἱ σπαραγμοί.
Ἂς μοῦ ἀπομείνει κάτι
γιὰ νὰ πλανέψω τὴ νυχτιά,
νὰ σκύψη κάπως πιὸ θερμὴ
στὸ ἀνήσυχό μου μάτι.
Πάρτε τὸ φῶς! Εἶνε ἡ στιγμή!
Τὴ θέλω ὅλη δική μου.
Εἶνε ἡ στιγμὴ νὰ κοιμηθῶ.
Πάρτε τὸ φῶς! Μὲ τυραννεῖ...
μοῦ ἀρνιέται τὴν ψυχή μου...
[ΠΟΝΟΣ... ΠΟΝΟΣ...]
Πόνος... Πόνος... Δὲ φτάνει πιὰ τὸ δάκρι
κι᾿ ὁ στεναγμός- δὲ φτάνει, δὲν ξεσπᾶ.
Ἀλλόφρονο πουλὶ πετιέται ἡ σκέψη
καὶ δέρνει τὰ φτερά του καὶ τὰ σπᾶ.
Αἷμα ὁ ἱδρὼς τῆς ἀγωνίας. Βαφήκαν
οἱ κρόταφοι σὲ ρόδα τραγικά.
Φαρμάκι μέσ᾿ στὶς φλέβες τριγυρνοῦνε
μιᾶς δυνατῆς ζωῆς τὰ μυστικά.
Τοῦ μαρτυρίου ἡ σιδερένια ρόδα
γυρίζει τὴ στροφή της τὴ στερνή.
Ἡ Γνώση παραστέκει νικημένη.
Ἡ Ἀγάπη ἀπαρηγόρητα θρηνεῖ.
[ΣΚΥΨΕ ΝΥΧΤΙΑ, ΠΑΡΗΓΟΡΗ...]
Σκύψε Νυχτιὰ παρήγορη, περίσχυσέ την μύρα,
στὸ κάτασπρο κλινάρι της ἱερὰ παρθενικὸ
καὶ γίνου μές᾿ στὸν ὕπνο της ἡ παραστάτις μοίρα
κ᾿ ἐμπόδισέ της τὄνειρο, τὸ ἀνύποπτο κακό.
Νὰ γίνης τόσο ἀνάλαφρη, καθὼς μητέρας χάδι
πάνω στὴν ἄγρυπνη καρδιὰ κι᾿ αὐτὴ νὰ κοιμηθῆ,
μήπως καὶ τὸ μεθυστικὸ ξανασιμώση βράδι
καὶ νοιώση τὸ ἄνθος τοῦ παλιοῦ καημοῦ νὰ ξανανθῆ.
Νἆναι γυμνὴ καὶ ταπεινὴ στὴ μητρικὴ ἀγκαλιά σου
κι᾿ ὅταν μέσα στὰ μύρα σου λησμονηθῆ βαθιά,
τότε τὸ θρῆνο σου ἄφησε καὶ λύσε τὰ μαλλιά σου,
σημεῖο πὼς ἀξιώθηκε νὰ μὴν ἀκούη πιά.
[ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ...]
Μητέρα μου, πόσο φρικτὰ βαραίνει
ἡ μοίρα σου στὸ νεανικό μου στῆθος.
Ὅλοι μου οἱ πόνοι καταφεύγουν πλῆθος
γύρω στὴ θύμησή σου ποὺ πικραίνει.
Ἐμένα, ποὺ σὲ δέχτηκα εὐλογία
κ᾿ ἔγινα τὸ θαυμάσιο ὁμοίωμά σου,
ἂς μὲ δεχτῆ σὰ νἆμαι ἁμάρτημά σου
ἡ μνήμη σου, μαρτυρικὴ κι᾿ ἁγία.
Στὴ μοίρα σου, ποὺ γνώρισα σὲ μένα,
τὴ σπαραγμένη σκέψη μου προσφέρω.
Μὰ στὴν καρδιά μου μόνο ἐγὼ θὰ ξέρω
πόσους μετροῦν νεκροὺς τἀγαπημένα.
Μητέρα μου, πόσο μου λείπεις τώρα
ποὺ πνιχτικό, βαθὺ σκότος θὰ γίνη
στὴ μάταιη ζωή μου ποὺ ὅλο σβήνει...
Ἄχ, πώς μου λείπεις σὲ μία τέτιαν ὥρα.
[ΟΛΑ ΘΑ ΣΒΗΣΟΥΝ...]
Ὅλα θὰ σβήσουν καὶ τοῦ ἥλιου ἡ πλανεμένη ἀχτίδα
εἶνε ἡ στιγμὴ νὰ φύγη.
Πάλι ἡ βουβή μας κάμαρα χωρὶς καμμιὰν ἐλπίδα
τἄδεια μας μάτια σμίγει.
Κι᾿ ἀπόψε ἡ νύχτα θὰ διαβῆ μὲ τὴν τρελλή μου σκέψη,
ὅλη φιλιὰ καὶ δάκρι
καὶ θὰ μᾶς εὕρη ἡ αὐγή, νεκροὺς ποὺ θἄχουν ἐπιστρέψει
σὲ μιᾶς ζωῆς στὴν ἄκρη.
Ὅ, τι μάταιο στὶς μέρες μου μπαίνει πιὸ μάταιες ποὖνε
μὲ φόβο τὸ κοιτάζεις.
Ἔξω στὸν κῆπο ἀπὸ χαρὰ τἄνθη λιγοθυμοῦνε.
Σὰν τί χαρά μου τάζεις.
κι᾿ ὅλο γυρίζω τὴ ματιὰ στὴν ἄψυχή σου εἰκόνα
Διάδημα ἀπ᾿ ἄσπρο φῶς
σοῦ γίνεται τοῦ βάζου μου ἡ ἐαρινὴ κορῶνα,
τῆς μυγδαλιᾶς ὁ ἀνθός.
Κ᾿ ἔτσι γλυκαίνει σου ἡ μορφὴ καὶ στὸ ἄρωμα ἡ καρδιά μου,
ποὺ σὰ νὰ καρτερῶ
νὰ σὲ λυγίζουν τὰ βαριὰ μύρα ναρθῆς κοντά μου,
ναρθῆς μὲ τὸν καιρό.
Εἶμαι τρελλὴ νὰ σ᾿ ἀγαπῶ, ἀφοῦ πιὰ ἔχεις πεθάνει,
νὰ λυώνω στὴ λαχτάρα τῶν φιλιῶν,
νὰ νοιώθω τώρα πὼς αὐτὸ ποὺ μοὔδωσες δὲ φτάνει,
δὲ φτάνει ἡ δρόσος τῶν παλιῶν.
Μὲ μίαν ἀσίγαστη μανία νὰ θέλω ὅ, τι μοῦ λείπει,
νὰ θέλω ὅ, τι μοῦ κράτησες κρυφὸ
κ᾿ ἔτσι νὰ δέρνωμαι μ᾿ αὐτὸ τὸ μάταιο καρδιοχτύπι.
Στὰ μάτια σου τὴν τρέλλα νὰ ρουφῶ.
Τί θ᾿ ἀπογίνω, ἀγαπημένε, ποὺ θὰ σὲ ζητήσω;
Ἄλλοτε οἱ μέρες φεύγανε στὴν προσμονή σου σκιές.
Αἰῶνες καρτερώντας σε μποροῦσα νὰ διανύσω,
μὲ τὄνειρό σου οἱ πίκρες μου γλυκιές.
Ποῦ νἆσαι; Τί ναπόμεινε ἀπὸ σὲ νὰ τὸ ζητήσω;
Ποῦ νἆναι τὸ στερνό μου αὐτὸ ἀγαθό;
Ὤ, δὲν μπορεῖ μία ὁλόκληρη ζωὴ γι᾿ αὐτὸ νὰ ζήσω
καὶ μάταια καρτερώντας νὰ χαθῶ.
Ἄνοιξη! Ὁ ἥλιος χρυσαφιοῦ πλημμύρα. Μάγια, μύρα
παντοῦ καὶ σἀγαπῶ, σὲ καρτερῶ.
Βραδύνεις κ᾿ ὑποψιάζομαι, ζηλεύω, δὲ σοῦ πῆρα
ὅλης σου τῆς ψυχῆς τὸ θησαυρό.
Τὰ λόγια σου! Ὢ τὰ λόγια σου, μία ὑπόσχεση ποὺ καίει
μία ὑπόσχεση ποὺ ἀργεῖ πολὺ ναρθῆ.
Τ᾿ ἀκούω παντοῦ, δὲν παύουνε. Μέσα τους κάτι κλαίει,
μέσα τους τρέμει ἡ ἀγάπη σου, προτοῦ μοιραῖα χαθῆ.
Τὰ λόγια σου μὲ μέθυσαν τὴ μέθη τοῦ θανάτου
κι᾿ ἀκόμα δὲν ἐσίγασαν. Μιλοῦν
καὶ μὲ τρελλαίνουν, μὲ μεθοῦν, μὲ φέρνουν πιὸ σιμά σου,
ἐνῶ πιὸ ἀκαταμάχητα στὴν ὕπαρξη καλοῦν.
Ἀγαπημένε, ἂν τὴ ζωὴ τὴ δώσω πίσω, ᾿πέ μου,
τί θὰ ὠφελήση, ἀφοῦ δὲ θὰ σὲ βρῶ;
Δὲ λογαριάζω τὴ ζωή, μὰ πὼς μπορεῖ, καλέ μου,
νὰ σβήση πιὰ ἡ ἀγάπη μου; Καὶ νὰ μὴ σ᾿ ἀγαπῶ,
ἐνῶ θἄναι Ἄνοιξη παντοῦ ποὺ ἀκούστηκε ἡ φωνή μας
νὰ ἐπικαλῆται τὸν αἰώνιον ἔρωτα καὶ μεῖς
στεφάνι νὰ τοῦ πλέκουμε μὲ μόνο τὸ φιλί μας,
μέσα στὸ γιορτασμὸ λατρείας θερμῆς.
Ὤ, δὲ μοῦ δίνει ὁ θάνατος καμμιὰ καμμιὰν ἐλπίδα
καὶ μοῦ τὶς ἔσβησε ἡ Ζωὴ σὰ μία ψυχρὴ πνοή.
Τώρα μοῦ μένει στοῦ ἔρωτα τὴν ἄγρια καταιγίδα
νὰ ἰδῶ νὰ μετρηθοῦν γιὰ μὲ θάνατος καὶ ζωή.
[ΤΟ ΛΙΓΟ ΠΟΥ ΣΟΥ ΑΠΟΜΕΙΝΕ...]
Τὸ λίγο ποὺ σοῦ ἀπόμεινε, τὴν ὑστερνὴ ζωή σου
σὲ ἀγάπη τὴ μετάβαλες καὶ μοῦ τὴν εἶχες δώσει.
Ἐγὼ κι᾿ ἂν ὅλη τὴ ζωή μου ὀνόμασα δική σου
τί σοὖχα δώσει νὰ χαρῆς ἀπὸ μία ἀγάπη τόση!
Καὶ νόμιζα πὼς ἔδινα, περήφανη νὰ κρύβω
τὸ θησαυρὸ ποὺ ἐγέμιζε μέσα μου καὶ χανόταν.
Α, τώρα κάτω ἀπ᾿ τὴ φριχτὴ τύψην αὐτὴ θὰ σκύβω
πὼς οὔτε πῆρα τὸ ἄξιό σου δῶρο ποὺ μοῦ δινόταν.
Ὤ, στὴ ζωὴ τὴν ἄδικην εἶνε ἡ εὐτυχία γνώση
κ᾿ ἡ γνώση αὐτὴ πόσον ἀργὰ χαρίστηκε σὲ μένα!
Ἦρθε τὴν περηφάνειά μου μόνο νὰ ταπεινώση,
τὰ πλούτη μου ὅλα δείχνοντας στὸν ἄνεμο δομένα.
[ΟΣΟΝ Η ΑΓΑΠΗ...]
Ὅσον ἡ ἀγάπη ἀβάσταχτα μεγάλωνε καὶ τόσο
τὴ μόνωσή της ὅριζα καὶ τὸ κρυφὸ μαρτύριο.
(Κι ὁ ἴσκιος της θὰ ἐβάραινε, πῶς νὰ στὴ φανερώσω;)
Μὰ τάχα μὴν ἀπόκλινε μοιραῖα πρὸς τὸ μυστήριο;
Τοῦ μυστηρίου γέννημα μὴν ἦταν καὶ μαζί του
ἀξιώνοταν περήφανα τὸ φῶς ν᾿ ἀπαρνηθῆ,
τὸ λίγο φῶς ποὺ μοὔδινες, ξεγέλασμα τοῦ ἀδύτου
πού ῾πρισε πρὸς τὸ δρόμο σου τὸ βῆμα μου νὰ ῾ρθῆ;
Δὲν ξέρω τίποτε νὰ πῶ στὴ σκέψη ποὺ μὲ δέρνει
τὶς νύχτες καὶ τὶς μέρες μου, πιὸ νύχτες πιὸ θλιμμένες.
Στὴν τύψη ποὺ ἀπ᾿ τὸ θάνατο προδοτικὰ μὲ παίρνει,
ὤ, τί νὰ ποῦν οἱ πίκρες μου σὲ δάκρια χυμένες!
[ΟΛΗ Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΕΝΑΣ ΚΑΗΜΟΣ...]
Ὅλη ἡ ζωή μου ἕνας καημός, μία φλόγα, μία θυσία
καὶ τὸ φτωχὸ τὸ δῶρο σου δὲ θὰ τὸ ἐξαγοράση.
Θὰ μείνω ἀνεξιλέωτη καὶ τὰ κακὰ στοιχεῖα
πάλι, νεκρή, θὰ μὲ δεχτοῦν στὴ μητρυιὰ τὴν Πλάση.
Ἐσὺ τὸ φωτοστέφανο τοῦ ἐξιλασμοῦ τὸ πῆρες
μὲ τὰ ἴδια χέρια σου τὰ ἱερά, τὸ φόρεσες μονάχος.
Σὲ μένα τώρα κλείστηκαν μπροστά μου ὅλες οἱ θύρες
καὶ πίσω τους τῆς τύψης μου κυλίστηκεν ὁ βράχος.
Ὤ, τίποτε τὸ κρίμα μου δὲ θὰ μοῦ τὸ ἀλαφρώση
νὰ μὴν τὴν κάμω τὴ ζωή μου –ὅλη μία ζωὴ δοτὴ
γιὰ σένα- ἕνα χαμόγελο μονάχα, νὰ ἱλαρώση
τὴ θλίψη, ποὺ δὲν ἤμουνα ἔνοχη ἐγὼ γι᾿ αὐτή.
[ΔΕ ΚΑΡΤΕΡΩ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ...]
Δὲ καρτερῶ τὸ θάνατο, εἶνε βαριὰ ἡ ψυχή μου.
Δέ μου ταιριάζει ἀγέρωχα νὰ σβήσω, ξαφνικά.
Μ᾿ ἔδεσε ἡ μνήμη στὸ ἅρμα της καὶ μὲ τὴν ταραχή μου
ξυπνοῦν ὅλα ποὺ νόμιζα πὼς πέθαναν γλυκά.
Ξυπνοῦνε τόσο ἀγνώριστα στοῦ μαρτυρίου τὴν ὥρα.
Κ᾿ ἡ παιδικά μου ἁγνότητα, ποὺ ἔσκυβα στὄνειρό της
νοσταλγικὴ καὶ τρυφερή, μὲ παραστέκει τώρα
ἐφιαλτικὴ σὰ νάφταιξα κάποτε στὸν καιρό της.
Μὲ σέρνει ἡ μνήμη μου παντοῦ καὶ δὲν ἀναγνωρίζω
τὸ ὅ, τι ἔζησα- ἡ κατάρα μου τὸ ἐρείπωσε. Περνῶ
καὶ δὲν τολμῶ τὰ χέρια μου νὰ ὑψώσω, μὰ δακρίζω
καὶ κρύβω καὶ τὸ δάκρι μου, μάταιο καὶ ταπεινό.
Θαρθῆ κάποτε ὁ θάνατος, ὅταν φριχτὰ ἡ ψυχή μου
θὰ λοιώση ὅλο τὸ σῶμα μου στὸν ἴδιο της καημό,
θαρθῆ τότε τὴν πρόσκαιρη ν᾿ ἀλλάξη φυλακή μου
σ᾿ ἄλλο μαρτύριο αἰώνιο καὶ σ᾿ ἄλλο παιδεμό.
[Ω, ΤΟΤΕ ΑΓΑΠΗΜΕΝΕ ΜΟΥ...]
Ὤ, τότε, ἀγαπημένε μου, κοντὰ στὸ Θεὸ ποὺ μένεις
θυμήσου στὰ παρθενικὰ μάτια μου πόσα πῆρες
λουλούδια τὰ πρῶτα ὄνειρα, ὅλης μου τῆς θλιμμένης
ἀγάπης τὸ φτωχὸ δόσιμο, κρυμμένο ἀπὸ τὶς μοῖρες,
καὶ φέρτα δῶρα στὸ Θεό, ζητώντας νὰ ἐπιτύχης
τὸ τέλειό μου ἐξαφάνισμα στὸ χάος τῶν αἰώνων.
Δὲ θέλω πλέον. Ἀπόκαμα, πάρε με ἀπὸ τῆς τύχης
τὰ νύχια ἐσύ... Συχώραμε... Τὸ βάσανο τῶν πόνων
ἦταν χειρότερο γιὰ μέ. Συχώραμε νὰ σβήσω.
Ὅταν περάσω, παίρνοντας τοῦ λυτρωμοῦ τὸ δρόμο
ἁπλὴ σκιά, τὰ μάτια μου σεμνὰ θὰ τὰ σφαλίσω
καὶ θὰ πηγαίνω ἀλύγιστη καὶ μὲ γυμνὸ τὸν ὦμο.
Θὰ μὲ γνωρίση τότε αὐτὸς γερμένος ἀπὸ τὰ ὕψη.
Θἄχω στὸν ὦμο μία βαριὰν ὑδρία. Θὰ μὲ γνωρίση
ἀκόμα ἀπὸ τὸ βάδισμα σὰν τότε, ἀπὸ τὴ θλίψη,
ἀπ᾿ τὴν ὑδρία τῶν δακρύων ποὺ μοὖχε αὐτὸς χαρίσει.
ΤΗΣ ΑΔΕΛΦΗΣ ΜΟΥ
Καλή μου, θἄπρεπε νὰ πῶ στὸν ὦμο σου γερμένη
λόγια ποὺ νὰ ξαρφάλωναν τὴν ἔγνια σου γιὰ μένα.
Μὰ εἶμαι κι᾿ ἀπόψε ἀδιάλλαχτη, βαριὰ συννεφιασμένη
κ᾿ εἶνε ἡ καρδιά μου ἀδιάφορη σ᾿ ὅλα τὰ συναγμένα
μὲ τῶν χεριῶν σου τὴ στοργὴ στὸν κῆπο τῆς ζωῆς.
Πάλι ἡ πικρία τῆς μάταιής σου φροντίδας θὰ σφαλίση
μέσ᾿ τὴν καρδιὰ τὸ δάκρι σου, πάλι θὰ μοῦ φανῆς
σὰν τὴ μοιραία θλίψη μου ποὺ ἔχει τὰ μάτια κλείσει.
Θἄπρεπε νὰ σὲ λέω συχνὰ μὲ τὄνομα «ἀδερφή μου»
σιγὰ μήπως μ᾿ ἀκούσουνε τὰ πονηρὰ στοιχεῖα,
γιὰ νὰ σκορπίσω τὴν ἰδέα πὼς εἶμαι μοναχή μου
καὶ πώς μου ἀξίζει ἡ ἔσχατη ποὺ μ᾿ ηὖρε δυστυχία.
Ἡμερωμένη νὰ σοῦ πῶ τότε γιὰ τὄνειρό μου
(δὲν ἦρθε κάτι πιὸ γλυκὸ στὸ δρόμο μου ἀπὸ κεῖνο),
ποὺ μὲ ἀκολούθησε παντοῦ κι᾿ ἄπιστο καὶ δικό μου
κ᾿ ἐναντιωμένο καὶ πιστό, νὰ παίρνη καὶ νὰ δίνω.
Εἶχε στιγμὲς μιᾶς ὀμορφιᾶς ἐξαίσιας, μὴ γυρεύεις,
μὴ συλλογιέσαι γιὰ χαρὲς καὶ γιὰ εὐτυχίες, ἦσαν
ξεχωριστές, τυραννικὰ γλυκὲς καὶ μὲ τῆς χλεύης
ἀκόμα τὴν πικρία γλυκές, μὰ γρήγορα μ᾿ ἀφῆσαν.
Καὶ τόσο ἀπομακρύνθηκαν ποὺ πιὰ δὲν τὶς θυμᾶμαι.
Ὅμως αὐτὲς θὰ μοῦ ἄφησαν κάτι γλυκὸ νὰ πῶ.
Ἂν μούδινες τὸ χέρι σου στὸ παρελθὸν νὰ πᾶμε,
φοβᾶμαι θὰ σὲ βάραινα πολὺ στὸ γυρισμό.
Κι᾿ ἀπόψε εἶμαι ἔτσι ἀφίλιωτη, τόσο μηδενισμένη
σὰ νἆμαι μία κληρονομιὰ κι᾿ ὁ πόνος ὁ δικός μου.
Δὲ θὰ φιλῶ τὰ χέρια σου, δὲ θἆμαι δακρισμένη,
ἔχω ἕνα βάρος μέσα μου σὰν νἆναι ὅλου του κόσμου.
Τί θ᾿ ἀπαντήσης, ἀδερφή, στὴ μαύρη μου βλαστήμια
ποὺ θ᾿ ἀντηχήση στὸ ἄδειο μου τὸ στῆθος; Τί θὰ πῆς;
Θὰ μὲ ἀδικήσης; Θὰ μὲ ἰδῆς μέσ᾿ στὰ συντρίμμια;
Πὼς ἔχασα καὶ τὴν ψυχὴ τάχα θὰ φοβηθῆς;
Ὤ, ἡσύχασε. Τὶς ὄμορφες στιγμὲς μοιάζουν τοῦ ὀνείρου
αὐτὲς οἱ δύσκολες στιγμὲς κι᾿ ὅμοια κι᾿ αὐτὲς θὰ φύγουν.
Εἶμαι σὰν ἕνα σύννεφο στὴ βασιλεία τοῦ ἀπείρου
ποὺ τὶς μορφές του οἱ ἄνεμοι τὶς πλάθουν καὶ τὶς πνίγουν.
Ὤ, μὴ φοβᾶσαι, δέξου με σὰ μία φτωχὴ στὴ θύρα
ποὺ ὅ, τι κι᾿ ἂν πάρη «εὐχαριστῶ» θὰ πῆ συλλογισμένη,
γιατί εἶνε τόσο δύστυχη, κ᾿ εἶνε ὀρφανὴ καὶ χήρα,
τόσο ἄχαρη, ποὺ μόνο αὐτὸ τὸ «εὐχαριστῶ» τῆς μένει.
ΛΙΛΗΣ Π...
Στὴν ἄφεγγη ψυχή μου
λάμπουν χρυσὰ ἀστεράκια
οἱ παιδικές σου χάρες,
τὰ θαυμαστὰ λογάκια.
Σὰν κρίνο φωτοβόλο
τὸ προσωπάκι- κάτι
σάλευε, χάδι ὀνείρου,
τὸ τρυφερό σου μάτι.
Καὶ τὰ χεράκια πλάνες
στὴ θλίψη τῆς μορφῆς μου.
Τὸ χαμόγελό σου, ἄνθι
τῆς ἔρημης ψυχῆς μου.
Μὰ πιὸ πολύ, τὸ μύρο
τῆς ὕπαρξής σου –θάμα,
τὰ πρώιμά σου λογάκια,
τῆς σκέψης μου ἅγιο νάμα.
Ἀνίδεα σεῖς λογάκια
-καημὸς καὶ προφητεία-
ποιὰ μοίρα νὰ μιλοῦσε
στὴν πλάνα σας γοητεία;
Τώρα τὴ γλυκιά σου ὄψη
σκύβεις συλλογισμένη
στὰ σοβαρὰ βιβλία
καὶ μ᾿ ἔχεις ξεχασμένη.
Δὲ θὰ ἰδῶ νὰ χαράζη
τὸ ἀνάγλυφό της χάδι
στὸ χλωμὸ μετωπάκι,
τὴ σκέψη κάποιο βράδι.
Στῆς ζωῆς τὸ ἐντευκτήριο
μὲ βιαστικὸ τὸ βῆμα
θάρχεσαι ἐσύ, θὰ φεύγω
ἐγὼ βουβὰ σὰν κύμα.
Θὰ φεύγω κ᾿ ἡ ματιά σου
ποτὲ δὲ θὰ μὲ φτάνη.
Μὰ θἄχω τὰ θαυμάσια
λογάκια σου στεφάνι.
Σ᾿ ΕΝΑ ΦΙΛΟ
Θαρθῶ ἕνα βράδι, στρέφοντας στὸ δρόμο ποὺ μὲ παίρνει,
θαρθῶ νὰ σ᾿εὕρω μοναχὸν μὲ τὸ παλιὸ ὄνειρό σου.
Ἡ Ἑσπέρα τὶς λεπτὲς σκιὲς νωχελικὰ θὰ σέρνη,
περνώντας στὸ μοναχικὸ μπροστὰ παράθυρό σου.
Στὴ σιωπηλή σου κάμαρα θὰ μὲ δεχτῆς καὶ θἆναι
βιβλία τριγύρω σὲ σιωπὴ βαθιὰ ἐγκαταλειμμένα.
Πλάι πλάι θὰ καθήσουμε. Θὰ ποῦμε γιὰ ὅσα πᾶνε,
γιὰ ὅσα προτοῦ τὰ χάσουμε μᾶς εἶνε πεθαμένα,
γιὰ τὴν πικρία τῆς ἄχαρης ζωῆς, γιὰ τὴν ἀνία,
γιὰ τὸ ποὺ δὲν προσμένουμε τίποτε ν᾿ἀληθέψη,
γιὰ τὴ φθορά, καὶ σιγαλὰ στὴ σκοτεινὴ ἡσυχία
θὰ σβήση κ᾿ ἡ ὁμιλία μας κ᾿ ἡ τελευταία μας σκέψη.
Μὰ ἡ νύχτα στὸ παράθυρο θαρθῆ νὰ σταματήση
Μύρα κι ἀνταύγειες ἀστεριῶν κι᾿ αὖρες θ᾿ ἀνακατέψη
μὲ τὸ μεγάλο κάλεσμα ποὺ θ᾿ ἀποπνέη ἡ Φύση,
μὲ τὴν καρδιά σου ποὺ ἡ σιωπὴ δὲ θὰ τὴν προστατέψη.
ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΠΟΥ ΜΕ ΣΥΝΤΡΟΦΕΥΟΥΝ
Τὴν κάμαρά μου γέμισαν τὰ φωτεινά σας μάτια.
Ἕνα ἄνθος ἐπιτάφιον ἡ ἀγάπη σας ποὺ πῆρα,
λυπητερὰ λικνίζεται στὴ λιγοστὴ πνοή.
Πόση εὐτυχία στὴ θλίψη σας γιὰ τὴ βαριά μου μοίρα,
πόση χαρὰ ποὺ ἀπόμεινε στὴν ὕστερη ζωή!
Κ᾿ ἡ μουσικὴ τῶν στίχων σας τί θὰ μοῦ φέρη ἀκόμη;
Πόση καρδιὰ θὰ μοὔπρεπε νὰ σᾶς δεχτῶ σὰ χάρη
χειμωνικὰ χαμόγελα καὶ ρόδα ἑσπερινά.
Ὤ, ἂς ἔρθη στὸ σκοτάδι του ὁ Χάρος νὰ μὲ πάρη,
ἐνῶ θἆναι τὰ μάτια σας κοντά μου φωτεινά.
Σ᾿ ΕΝΑ ΝΕΟ ΠΟΥ ΑΥΤΟΚΤΟΝΗΣΕ
Αὐτὸν τὸν καταδίωκε ἕνα πνεῦμα
στὶς σκοτεινὲς ἐκτάσεις τῆς ζωῆς του.
Οἱ ἀσχολίες του, οἱ χαρές του, σ᾿ ἕνα νεῦμα
προσχήματα γινόνταν τῆς ὁρμῆς του.
Τὰ ὡραῖα βιβλία, ἡ σκέψη, ἕνα ὁρμητήριο
λίγες στιγμές· βίαιος στὸν ἔρωτά του.
Ὕστερα γέμιζε ἡ ὄψη του μυστήριο
καὶ τίποτε δὲν ταιρίαζε κοντά του.
Ἕνας περίεργος ξένος ἐπλανιόταν
ἀνάμεσό μας, μ᾿ ὄψη ἀλλοιωμένη.
Τὴν ὑποψία μας δὲ μᾶς τὴν ἀρνιόταν
πὼς κάτι φοβερὸ τὸν περιμένει.
Ἦταν ὡραῖος παράξενα, σὰν κείνους
ποὺ ὁ Θάνατος τοὺς ἔχει ξεχωρίσει.
Δινόταν στοὺς φριχτότερους κινδύνους
σὰν κάτι νὰ τὸν εἶχε ἐξασφαλίσει.
Ἕνα πρωί, σὲ μία κάρυνη θήκη
τὸν βρήκαμε νεκρὸ μ᾿ ἕνα σημάδι
στὸν κρόταφο. Ἦταν ὅλος σὰ μία νίκη,
σὰ φῶς ποὺ ρίχνει γύρω του σκοτάδι.
Εἶχε μία τέτοια ἁπλότη καὶ γαλήνη,
μία γελαστὴ μορφὴ ζωντανεμένη!
Ὅλος μία εὐχαριστία σὰ νἆχε γίνει.
Κ᾿ ἡ αἰτία τοῦ κακοῦ σημαδεμένη.
ΓΙΑ ΤΟΝ «ΑΔΕΛΦΟ» ΜΟΥ, ΤΟΝ ΥΠΕΡΟΧΟ ΣΚΟΙΝΟΒΑΤΗ
Τὴν ψυχρή σου γούνα ἀναπαύεις
στὶς στοῖβες τῶν παλιῶν βιβλίων τώρα,
καημένε μου, κι ἀναθυμᾶσαι
τὰ χάδια ποὺ σοῦ λείψαν καὶ τὰ δῶρα.
Στὴν περιφρόνηση ἐσὺ ἀντέχεις
ὅμως κι᾿ ὅλο καὶ πιὸ ψηλὰ στυλώνεις
φλεγματικά, πελώρια μάτια,
τὴν τραγική σου τύχη νὰ λυτρώνης.
Παράξενα ἄσχημο ἐσὺ πλάσμα
χωρὶς ψυχή, μιλᾶς μὲ τὴν ψυχή μου
γιὰ τὴν συμπάθεια, γιὰ τὴν τύψη
καὶ κάποτε μία δύναμη εἶσαι ἐχθρή μου.
Καὶ σὲ ἀποφεύγω σὰν τὴν τύψη,
πλάσμα ἀπὸ γούνα, σὲ φοβᾶμαι τόσο!
Φοβᾶμαι ἀστεῖε σκοινοβάτη
μήπως καὶ μὲ τὴ σκέψη σ᾿ ἀνταμώσω.
Ποιὰ μοίρα σ᾿ ἔστειλε σὲ μένα!
Νερομπογιὰ τὸ μάτι σου καὶ βάφει
τυπώματα μέσ᾿ τὴν ψυχή μου.
Λησμονημένοι ἀνοίγουν τάφοι.
Ἐξόριστε, ποὖχα γελάσει
μαζί σου παίζοντας, στ᾿ ἀλήθεια
ἡ ἀσκήμια σου μ᾿ ἔχει νικήσει,
τὸ γέλιο μου μοῦ βάρυνε τὰ στήθια.
ΑΦΙΕΡΩΣΗ
Γατούλα, μὲ τῆς ράτσας σου χαμένα τὰ σημάδια,
ἀδιάφορη, παράξενα ψυχρὴ
καὶ κάποτε ποὺ μοιάζεις θλιβερή,
τί τριγυρνᾶς σὰ φάντασμα στὴν πλάση μας τὴν ἄδεια;
Εἶνε γιατί δὲ βρέθηκες σὲ κύριο κανένα,
νὰ παίρνης ἀπὸ χέρι τὴν τροφὴ
καὶ σοὔλειψε ἔτσι ἐκείνη σου ἡ κρυφὴ
χαρά, πὼς κάποιος νιάζεται φτωχούλα μου γιὰ σένα;
Ἢ μήπως τάχα γνώρισες δὼ μέσα τὸ μοιραῖο
καὶ τὴ φιλοσοφία τὴν πικρή;
Μαντεύω πὼς ἀκόμα εἶσαι μικρὴ
καὶ θὰ μποροῦσες εὔκολα νἄσουνα κάτι ὡραῖο.
Κι᾿ ὅμως σὲ βλέπω ἀδιάφορη στὸν ἔρωτα κι᾿ ἀκόμα
καὶ στὰ τυχαῖα παιδιά σου βαρετή.
Πῶς νὰ τὸ μάθω τὸ ἄδικο «γιατί»
ποὺ ἔπνιξε τὴ φωνίτσα σου μέσ᾿ στὸ κλειστό σου στόμα;
Σὲ διώχνει καὶ τὸ χάδι μου κ᾿ ἡ φιλικὴ μιλιά μου.
Εἶσαι ὅλη τόλμη κι᾿ ὅλη δισταγμό.
Τὸ νοιώθω, καθὼς μπαίνεις, καὶ κρεμῶ
εὐγενικὴ κι ἀδιάφορη στοὺς τοίχους τὴ ματιά μου.
Ἔρχεσαι σὰν ὑπόσχεση, πάντα τὴν ἴδιαν ὥρα
καὶ κάθεσαι μὲ μίαν ἱερὴ σιγή.
Ἂν σηκωθεῖς, «γιὰ τίποτε στὴ γῆ»
δὲ σὲ κρατῶ σὰ νὰ κινᾶς γιὰ τῶν νεκρῶν τὴ χώρα.
[ ΚΑΙ ΤΩΡΑ, ΚΛΕΙΣΤΕ ΕΡΜΗΤΙΚΑ...]
Καὶ τώρα, κλεῖστε ἑρμητικὰ τὶς θύρες. Τελειώσαν
ὅλα. Νὰ φύγουν κι οἱ στερνοί, νὰ μείνω μοναχή μου.
Ὅλα δικά μου ἦταν ἐδῶ μέσα κι᾿ ὅλα μοῦ λείψαν
κ᾿ ἔμεινε τόσο ἀπίστευτα μοναχικὴ ἡ ψυχή μου.
Νὰ φύγουν ὅλοι! Ἀκάλεστοι κι᾿ ἂς ἤρθανε μὲ δῶρα.
Τίποτε δὲν ἐταίριασε στὴν ἐξαίσια γυμνότη
ποὺ μὲ τριγύριζε λαμπρή. Μεγαλειώδεις πλάνες
ποὺ ἐμπρός τους μὲ ταπείνωσαν ἱκέτη καὶ δεσμώτη.
Τώρα προφητικὰ σημαίνει ἡ μυστικὴ καμπάνα
τοῦ «Δείπνου». Ὁ Μέγας Φίλος μου μηνᾶ τὴ θέλησή του
ναρθῆ. Κι᾿ ἂν πάντοτε ἔλειπεν, ὅμως μέσ᾿ στὴν καρδιά του
ἄξια τῆς πίστης μου ἔφεγγε τρισάξια ἡ θύμησή του.
Γιὰ τὴ μεγάλη ἀναμονὴν ἑτοιμασία θ᾿ ἀρχίσω
Ζωντάνεψε στὶς φλέβες μου ἡ εὐγενικὴ γενιά μου.
Τὰ χέρια μου τῆς προσευχῆς, ἕτοιμα νὰ συντρίψουν.
Φραγγέλιο ἡ ἀσυμβίβαστη, περήφανη ἀπονιά μου,
Κ᾿ ἔτσι θὰ νοιώσω, μὲ σεμνὰ χαμηλωμένα μάτια,
νὰ πέφτη ἀπὸ τὸ βάθρο του κ᾿ ἕνας θεὸς ὡραῖος
ποὺ εὔκολα μὲ ψαλμοὺς λατρείας βασίλεψε καὶ μένει
ἀκόμα λαμπροστέφανος κι᾿ ἀνύποπτα μοιραῖος.
Ἔρχεται! Ἀκούω ποὺ χτυπᾶ πιὸ βιαστικὰ ἡ καμπάνα.
Εἶμαι ἕτοιμη. Μονάχη της τὸ τέλος ἀντικρύζει
πιὸ γρήγορο, στὸν πόθο της ἡ τραγικὴ ψυχή μου,
ἀμφίβολη ἂν τὴ πίστεψεν Αὐτὸς ποὺ τὴ γνωρίζει.
[ΧΑΙΡΕ, ΡΥΘΜΕ ΚΑΙ ΡΙΜΑ...]
Χαῖρε, Ρυθμὲ καὶ Ρίμα.
Σᾶς χαιρετίζω,
πιὰ δὲν ὁρίζω
τὴ φωνή μου.
Ξεφεύγει παραλήρημα.
Σᾶς σμίγω μὰ ἡ πνοή μου
δὲ φτάνει, σπᾶ.
Σκοπέ, σ᾿ ἀφήνω. Ἦχε, Τραγούδι
μ᾿ ἀφήνετε. Τὴ μονάχη
χορδὴ μάταια κρούω στὴ λύρα μου.
Νἄχῃ μόνο ἕνα «χαῖρε»
νἆναι μονάχη του «χαῖρε» ἡ χορδὴ
στὴν καρδιά μου!
Πᾶνε τὰ ὡραῖα, τ᾿ ἁγνά, ἡ ζωή.
Ἀδιαφορία στῆς ἀγάπης τὰ μάτια.
Κακίας μεθύσι στὸ χαλασμὸ
τοῦ ὅ,τι ἀπομένει,
στὸ μαρασμὸ ποὺ ἔχει ἀνθίσει
μέσα μου κ᾿ ἔξω-κισσοῦ πλημμύρα,
σημαία ἀποκλεισμοῦ!
Πᾶνε τὰ ὡραῖα, τ᾿ ἁγνά, ἡ ζωή.
Γλυκὲ Σκοπέ, δὲ μοῦ ἀντέχει
ἡ φωνή.
Νὰ τραγουδῶ
τὸ θάνατο τὴ δυστυχία,
νὰ λησμονῶ
τῆς χαρᾶς τὴν ἀγάπη,
δὲ θέλω. Ἂς σβήσω
σφιχταγκαλιάζοντας τὴ χορδὴ ποὺ μοῦ μένει
νὰ μὴ σημαίνη
γλυκὰ στὸ Θάνατο κι᾿ αὐτὸς ἀργεῖ
μὲ ἰδιοτροπία ἐρωμένου!
Σᾶς χαιρετίζω,
Σκοποὶ ὅπου πᾶτε, μὴ μὲ ξεχνᾶτε.
--------------------------------------------------------------------------------.......................................................................................................................
Ο ΜΟΙΡΑΙΟΣ ΔΡΟΜΟΣ
--------------------------------------------------------------------------------
ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΜΟΥ
Μητέρα μου· παιδί σου ἐμὲ πιστὸ
μὲ ἀφήνει ἡ κάθε μέρα ποὺ διαβαίνει.
Σὲ μὲ τὸ πρόσωπό σου εἰκονιστὸ
καὶ μέσα μου ἡ ψυχή σου φωληασμένη.
Δὲ σ᾿ ἔνοιωσα πρὶν νὰ σὲ χωριστῶ
μὰ ἡ θύμησή σου ἀκέρηα ποὺ μοῦ μένει,
μοῦ δείχνει ἐμένα, ἐκεῖ νὰ ἐξιλαστῶ
γιὰ πάντα θλιβερὴ μετανοιωμένη.
Πιστὸ παιδί σου. Τὴ μαρτυρικὴ
ζωή σου ζωή μου νὰ τὴ νοιώσω
Μητέρα μου καλή, πονετική.
Καὶ στὸν κρυφὸ καημό σου, νὰ μὴ δοῦν
τὸ πόνο σου ὅσοι ἀγάπαγες, νὰ δώσω
καὶ γὼ τὰ σπλάχνα μου - ἄνθη νὰ μαδοῦν ...
ΓΥΡΙΣΜΟΣ
Ἦρθες! ἦρθες! πλημμύρισε ἡ χαρά μου
κ᾿ ἡ λαχτάρα μὲ σφίγγει νὰ μὲ πνίξη.
Ἦρθες, ὅσο κι᾿ ἂν μάκρυνεν ὁ χρόνος,
ὁ ἴδιος χρόνος τὴν πόρτα σοὔχει ἀνοίξει.
Ψυχή μου, γιατί μένεις λυπημένος;
Κυττᾶς τὸ μαρασμὸ ποὺ μ᾿ ἔχει ντύσει
σὰν τὴν ὁμίχλη τὴ δειλινὴ ὥρα;
Θὲς νὰ σοῦ πῶ τὸ πῶς μ᾿ ἔχει ἀπαντήσει;
Μὰ τί σημαίνει. Φαίδρυνε τὰ χείλη
στῆς πάναγνης χαρᾶς μου τὸ μεθύσι.
Τί σημαίνει πὼς ὁ χειμώνας ἦρθε
πρὶν τίποτε γιὰ μένανε ν᾿ ἀνθίση.
Τώρα πιά, ὅπως ἄλλοτε, δὲ θέλω
εὔοσμα ἄνθη ἀπ᾿ τὰ νεανικά σου χέρια.
Εἶμαι σεμνή. Μὲ κάθαρεν ἡ ἀγάπη
ἀπ᾿ τὰ στολίδια, δές, μ᾿ ἔγδυσε πλέρια.
Κύττα πὼς ἀγωνίζεται ἡ ψυχή μου
τὰ στέρεα τῆς ζωῆς δεσμὰ νὰ λύση·
ἀνέσπερον ἀστέρι νὰ προφτάση
τὸ ἀργυρὸ μέτωπό σου νὰ φιλήση.
ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ
Χλωμὴ ἀδερφούλα
ἡ μέρα φτάνει
καὶ στὰ ματάκια σου
ὕπνος δὲ φάνη.
Τί σὲ παιδεύει
κ᾿ ἔχεις τὴν ὄψη
σκληρή; σὰν ἄνθος
ποὺ τὤχουν κόψει;
Βλέπω ἡ ματιά σου
ποὺ δὲ λυγάει.
Τί σκέψη τάχα
νὰ κυνηγάη;
Χλωμὴ ἀδερφούλα
- μὴ μὲ μαλώσης.
Δὲ θὲς τὰ χέρια
σὲ μὲ ν᾿ ἁπλώσης;
Ἄλλοτε - ἄχ, πόσο
δὲν τὸ ξεχνάω,
δῶ, στὴ μικρούλα
καρδιά μου πάνω
Τὸ μέτωπό σου
μοῦ ἐμπιστευόσουν
κ᾿ ἤσουν γαλήνια
σὰ νὰ κοιμώσουν.
Κι᾿ ἄλλοτε... ἄχ, τότε
μ᾿ εἶχες ξεχάσει.
Ἔκλαιες σὰ νἄχες
τὰ πάντα χάσει
Μὰ τῆς χλωμάδας
ἡ ἀρρώστεια φάνη
τὸ μετωπάκι σου
σὰ στεφάνι.
Σφίγγει ὁλοένα.
Πιὰ δὲ θυμᾶσαι.
- Χλωμὴ ἀδερφούλα
πές μου, κοιμᾶσαι;
Γιὰ τὴν ἀρρώστειά σου
λέω. Θαρροῦσα
νὰ τὴν νικήσω
πῶς θὰ μποροῦσα.
Ξέρω τί ἀγάπες
κλείνεις στὰ στήθια.
Θέλεις λουλούδια
καὶ παραμύθια.
Κάποτε μοῦπες
θαρρῶ, θλιμμένη,
γιὰ μία ψυχούλα
πὤχεις χαμένη.
Κι᾿ αὐτὸ θὰ σ᾿ ἔχει
πολὺ ἀπελπίσει.
Τὴν εἶχες πιότερο
ἀπὸ μὲ ἀγαπήσει;
Χλωμὴ ἀδερφούλα
πιὰ τί μὲ νοιάζει...
Ἄχ, ἡ ματιά σου
πῶς σκοτεινιάζει.
Τὰ παγωμένα
χέρια σου, Θέ μου...
Δὲ σ᾿ εἶδα τόσο
χλωμὴ ποτέ μου...
Σήμερα κιόλα,
πρὶν βασιλέψη
θὰ πάω στὸν κῆπο
ποὖχες φυτέψει.
Ὅλα γιὰ μένα
θὰ ξανανθίσουν.
Θᾶμαι θλιμμένη,
θὰ μ᾿ ἀγαπήσουν.
Καὶ θὰ μοῦ δώσουν
κάτι δικό τους.
Τὴ δροσοχάρη,
τὸ μυστικό τους.
Καὶ μία ἱστορία
θἄχη καθένα.
Θὰ τὴν μιλήσουν
σιγὰ σὲ μένα.
Γιὰ μία ψυχούλα,
γιὰ τὸ ἀγεράκι,
τὸ κρύο σύννεφο
κακὸ γεράκι.
Καὶ θὰ στὰ φέρω
μ᾿ ἀκοῦς; Νυστάζεις.
Σὰ νὰ κοιμᾶσαι
κι᾿ ὅμως κυττάζεις
Κάπου. Κοιμήσου.
Τὸ φῶς σιμώνει.
Χλωμὴ ἀδερφούλα
δὲν εἶσαι μόνη.
Εἶμαι κοντά σου,
σὲ νανουρίζω.
Τὰ βάσανά σου
πικρὰ γνωρίζω.
Μονάχα ὁ ὕπνος
δὲ λέει «θυμήσου»
Χλωμὴ ἀδερφούλα
φέγγει...κοιμήσου...
ΝΑΝΑΙ ΑΥΤΗ...
Κάποια μέρα ποὺ ἐγειρόταν περήφανα
τῆς ψεύτικης ζωῆς τὸ πανηγύρι
κ᾿ ἕνα σκληρὸ φῶς, ἄκαρπο βασίλευε
ποὺ ἀλλοιώνει τὰ πάντα καὶ διεγείρει
μονάχα στὴ ζωὴ τὴν πιὸ κοινή,
Τὸ ἀναπάντητο ρώτημα μὲ γέμισε
κ᾿ εἶδα μὲ ἀμφιβολία καὶ τὴν ψυχή μου.
Τότε ἄνοιξε μίαν ἄβυσσο καὶ κρύφτηκε
κ᾿ ἔμεινα, δίχως θλίψη, μοναχή μου
στὴν ἄσκοπη ζωὴ ποὺ δὲν πονεῖ.
Καὶ πέρασα ἔτσι. Τώρα ποὺ ὅλα κώπασαν
καὶ τοῦ ἄλλου κόσμου τὸ ἅγιο φῶς πλανιέται,
νοιώθω κάποια πνοὴ ποὺ ἔρχεται ἀπόκοσμη
καὶ δὲ μοῦ κλαίει καὶ δὲν παραπονιέται
μόνο κρυφὸ σὰν κάτι νὰ κρατῆ.
Μοῦ δείχνει τὸ βραδάκι ποὺ ὅλο κ᾿ ἔρχεται
σὰ νἆναι μία ὑπέρτατη καλωσύνη
καὶ κάτι θέλει νὰ μοῦ πῆ, μὰ στέκεται
λὲς κρύβει μία λαχτάρα, μία βιασύνη
σὲ κάποιο χαμόγελο...νἆναι αὐτή;
ΘΥΣΙΑ
Στὸν κ. Γιάννη Ρίτσο
Καρδιά μου, τούτη ἡ ὥρα ἐδῶ ποὺ ἐστάθη
μὲ μία δεσποτικιὰ γαλήνη, κάτι
ἔχει βαρύ, μ᾿ ἀγγίζει σὰν τὸ μάτι
τοῦ ἄγριου μοιραίου ποὺ λάθεψα πὼς χάθη.
Ὁ λογισμός μου τώρα ἀδυνατίζει
καὶ σκύβει σὰν ὁ ἔνοχος μπροστά σου.
Καμμιὰ φωνὴ νὰ μοῦ φωνάζη, στάσου.
Οὔτε μία ἐλπίδα, ἐντός μου νὰ φωτίζη.
Καὶ δὲν ἀντέχω, θὰ τ᾿ ἀκούσης ὅλα,
τίποτα δὲν ἐσκέπασεν ἡ λήθη.
Θὰ σοῦ τὰ πῶ σὰν ἕνα παραμύθι
καρδιά μου ἐρημικὴ κι᾿ ὀνειροπόλα.
Κύτταξε τὸ βραδάκι αὐτὸ ποὺ κλείνει
τόση γαλήνη κι᾿ ὅταν ἀντικρύζη
τὸν κάμπο εἶνε σὰ χάδι, δὲ δροσίζει
ὅμως, μία νοσταλγία μέσα μας χύνει...
Μαντεύω ἀπ᾿ τὴ γαλήνη σου τί θλίψη
πικρὴ σὲ τρώει φτωχὴ καρδιά μου κ᾿ ἔρμη.
Τῆς ὕπαρξής σου σοὔκλεψαν τὴ θέρμη
κ᾿ ἡ δρόσο τοῦ καημοῦ σοὔχει ἀπολείψει.
Λουλούδι ποὺ τὸ φῶς σ᾿ εἶχε ἀγαπήσει
ἔμεινες μοναχὰ μὲ τὴ λαχτάρα,
ποὺ ἀργὰ γίνηκε φλόγα καὶ κατάρα
τίποτα πιὰ ᾿πὸ σὲ νὰ μὴν ἀφήση.
Εἶδα τὸ φῶς αὐτὸ νὰ λιγοστεύη
τότε καὶ σένα ἀγάλια νὰ χλωμαίνης.
Σούειπα, θυμᾶσαι; Πρέπει νὰ ὑπομένης
καὶ σοὔδειξα τὴ σκέψη ποὺ πιστεύει.
Ἦταν ὡραῖα κάποτε, θυμᾶσαι;
τὴν ἐκαμάρωσες καὶ σὺ καρδιά μου.
Ἄχ, ἡ ἁρμονία πὼς ὤρμησε βαθιά μου
τότε. Μὰ σὲ εἶδα πάλι νὰ λυπᾶσαι...
Τώρα, γιὰ σένα εἶνε ὅλα τελειωμένα.
Καὶ τὴ στερνὴ πνοούλα ἔχεις ἀφήσει.
Ἡ σκέψη μου ποὺ μάταια ἔχει ἀνθίσει
Μαδάει σὲ νεκράνθια σπαραγμένα.
ΤΑΠΕΙΝΩΣΥΝΗ
Φιλάρεσκα ἀρωματισμένη ἡ νύχτα πάλι
ἦρθε κι᾿ ὡς τὴ φτωχὴ τὴν κάμαρά μου,
μοῦ ζήτησε ἕνα γέλιο, τὴ χαρά μου
καὶ στὸ προκηρυγμένο μου ἔσκυψε κεφάλι.
Γιατί τὴ φιλαρέσκεια ἀκόμα αὐτὴ σὲ μένα;
Ἀκόμα μία βρισιὰ στὰ αἰσθήματά μου.
Ξέρει καλὰ τὴν ταπεινότητά μου
τὸ μέγα Σύμπαν κ᾿ ἡ ράβδος τοῦ Ποιμένα.
Ξέρει καλὰ πὼς κι᾿ ἂν τὰ χείλη στὴν πληγή μου
μὲ ροδοκλώνια, παίζοντας, ἀνοίγει,
μία περηφάνια πάντοτε θὰ πνίγη
καὶ τὴ βλαστήμια ἀκόμα στὴ σιγή μου.
[ΟΧΙ, ΔΕΝ ΕΧΩ ΔΑΚΡΥΑ...]
Ὄχι, δὲν ἔχω δάκρια πιὰ γιὰ σένα
ψεύτρα Νυχτιά, μὲ τὰ διαμαντικὰ
καὶ μὲ τὰ μάτια σου τὰ ἠλεκτρισμένα.
Στὸ κάλεσμά σου εἶμαι ἄφωνη σὰ μνῆμα.
Καὶ τὰ τραγούδια τὰ νοσταλγικὰ
κ᾿ οἱ ἔρωτές μου σὰν τὸ κομμένο νῆμα.
Ἄλλοτε πίστευα στὴν ὀμορφιά σου
κι᾿ ὅλη καρδιὰ γινόμουν νὰ πονῆ.
Κι᾿ ἀπ᾿ τὶς ἀγάπες σου κι᾿ ἀπ᾿ τὰ καρφιά σου.
Τώρα βλέπω μὲ φρίκη νὰ σιμώνης.
Μὲ μὲ χαϊδεύεις ἔτσι ταπεινή,
τὸ μίσος μου μονάχα δυναμώνεις.
ΠΑΘΟΣ
Κυττάξτε με στοιχεῖα τῆς Φύσης
ψυχρὰ στοιχεῖα χωρὶς ψυχή.
Ὡραῖε Ὑμηττὲ σὺ θὰ μὲ ἀφήσης
ἢ ἐγὼ θὰ φύγω μοναχή;
Κυττάξτε με, ἔχω ἕνα τρυπάνι
μέσ᾿ στὸ κεφάλι μου βαθιά.
Τίποτα τοῦτο δὲ σᾶς κάνει;
Στοιχεῖα χωρὶς σταλιὰ καρδιά.
Εἶχα ζήσει νὰ μαντέψω
τὸ μυστικό σας μία ἐποχή.
Τὴ θλίψη σας νὰ γαληνέψω
σεῖς δυνατὰ καὶ γὼ φτωχή.
Εἶχε ἡ καρδιά μου κ᾿ ἕνα δάκρι
γιὰ κάθε σας κρυφὸ χαμό.
Χωρὶς ἐσᾶς, σὲ καμμιὰν ἄκρη,
ποτὲ δὲν εἶχα ἀναπαμό.
Ἐδῶ οἱ κροτάφοι μου ποὺ ἰσκιώνουν
γέμιζαν σκέψη τρυφερὴ
τότε γιὰ σᾶς. Μὰ τώρα λυώνουν
κ᾿ ἡ σκέψη εἶναι ζοφερή.
Κυττᾶξτε τὸ τρυπάνι ποὺ ἔχω,
πονῶ φριχτὰ στὴν κεφαλὴ
καὶ νὰ σᾶς στείλω δὲν ἀντέχω
τὸ τελευταῖο μου φιλί.
Ἀγάλια θὰ συρθῶ ὡς τὰ πόδια
ἐκεῖ τοῦ ἀντικρυνοῦ βουνοῦ
κι᾿ ἀπ᾿ τὰ στερνά μου ἀκόμα ἐφόδια
θὰ σᾶς μοιράσω καθενοῦ.
Ἔπειτα στὸ αἷμα βουτηγμένη
τοῦ πληγωμένου κεφαλιοῦ,
θ᾿ ἀφήσω μία κραυγὴ πνιγμένη
σὰν κρώξιμο ἄγριου πουλιοῦ.
--------------------------------------------------------------------------------
Σκοπός μας είναι η δημιουργία μιας Ανθολογίας Ποιημάτων από το σύνολο των Ελλήνων Ποιητών- Ποιητριών αλλά και ορισμένων ξένων, καθώς επίσης και κειμένων που έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον μας. Πιθανόν ορισμένοι ποιητές και ποιήτριες να μην έχουν συμπεριληφθεί. Αυτό δεν αποτελεί εσκεμμένη ενέργεια του διαχειριστή του Ιστολογίου αλλά είναι τυχαίο γεγονός. Όσοι δημιουργοί επιθυμούν, μπορούν να αποστέλλουν τα ποιήματά τους
στο e-mail : dimitriosgogas2991964@yahoo.com προκειμένου να αναρτηθούν στο Ιστολόγιο.
Θα θέλαμε να τονίσουμε ότι σεβόμαστε πλήρως τα πνευματικά δικαιώματα του κάθε δημιουργού, ποιητή και ποιήτριας και επισημαίνουμε πως όποιος δεν επιθυμεί την ανάρτηση των ποιημάτων του ή κειμένων στο παρόν Ιστολόγιο, μπορεί να μας αποστείλει σχετικό μήνυμα και τα γραπτά θα διαγραφούν.
Τέλος υπογράφουμε ρητά ότι το παρόν Ιστολόγιο δεν είναι κερδοσκοπικό και πως δεν η ανάρτηση οποιουδήποτε κειμένου, ποιήματος κτλ γίνεται με μοναδικό στόχο την προβολή της ποίησης και την γνωριμία όλων όσων ασχολούνται με αυτή, με το ευρύτερο κοινό του διαδικτύου.