Δευτέρα 29 Μαρτίου 2021

"H βραδιά των 26 Ποιητών για την Ποίηση και την Παλιγγενεσία του 1821" Σ...

ΑΛΛΑΔΕ ΜΥΣΤΑΙ / Σαλίβερος Νικόλας

Πρόλογος

Μέσα σε κάποιας θαλασσινής σπηλιάς το σκοτάδι,
Εκεί που η άβυσσος ταράζεται
Από την υποψία τη ύπαρξης μιας αχτιδας φωτός,
Γεννηθήκαμε-εγώ-θαλασσοπόρος με ψυχή και φρόνηση,
Και ένα γιούσουρι,με ζωή και μύθο.
Από όντας κοιτάξαμε τον ήλιο
Ζούμε ένα  ατέλειωτο αγώνα επικράτησης,
Μια αέναη μυσταγωγία αναγέννησης.
Πότε-πότε μια ανάσα λευκή –θαλασσινή,
Ξεπετιέται απ’τη σπηλιά,
Με την ελπίδα να σμίξει
Με την αδελφή της,πούναι στη στεριά
Και τότε μαζί, θεριό-λευκό
Να πετάξουν την λάσπη,
Που γεννά ο αγώνας αυτός
Και να διώξουν την μαυρίλα
Που έχει σκεπάσει χώμα και νερό.
Ουτοπικός σκοπός η επικράτηση,
Του αισθητού, πέπλου της αγάπης

ΕΙΜΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ του Βασίλη Τσακίρογλου





Στριγγή φωνή του πορθητή δεν με τρομάζεις,
εσύ που δούλη και ραγιά με λογαριάζεις
πριν απ’ το λήθαργο της έπαρσης ξυπνήσεις
της Λευτεριάς μου το σπαθί θα προσκυνήσεις.

Είμαι η Ελλάδα των ηρώων και το ξέρεις,
παιδιά μου είναι o Λειβαδίτης κι ο Σεφέρης,
τη γη μου οργώνει ο ήλιος της Βεργίνας
και την ψυχή μου ο Σωκράτης της Αθήνας.

Δεν με τρομάζεις, δεν με τρομάζεις
Άπτερες Νίκες θα γεννώ, όσες μ’ αρπάζεις.

Είμαι του Διάκου το σπαθί στην Αλαμάνα,
είμαι στον Άθω της ειρήνης η καμπάνα,
είμαι η καρδιά του Παπαφλέσσα στο Μανιάκι,
είμαι η φωνή απ’ το Καστρί του Καζαντζάκη.

Δεν με τρομάζεις φέρνοντας σκοτάδι
Έχω το Σούλι, Μεσολόγγι και Αρκάδι.

Είμαι η Ελλάδα με γαλάζια φορεσιά,
κόρες μου έχω του Αιγαίου τα νησιά,
είμαι του κόσμου η Ιωλκός και η Ιθάκη
και το συρτάκι, στο Ζορμπά του Θεοδωράκη

Δεν με τρομάζουν οι απειλές σου και ας πληθαίνουν,
για μένα ζούνε τα παιδιά μου και πεθαίνουν.

Η παράξενη ώρα / Κική Ματέρη



Περνάει η παράξενη η ώρα 
Την λέω έτσι γιατί παραξενευω
Σαν να ξεθωριάζουν οι μνήμες τώρα
Στα λιμάνια τους ναύτες προξενευω
Πίνοντας καφέ από άλλη χώρα 
Κάνω τάχα πως στον κοσμο ταξιδεύω 
Συνάλλαγμα ξένο στα χέρια κρατώ
Τώρα με μία γουλιά ρόφημα πετώ

Είναι αλήθεια αργά και για μένα 
Μεγάλωσα ,γερασα γλυκά ξανά
Το κουτάλι λέει πάντα κλεμμένα 
Άντε τώρα πάλι απ'την αρχή πιά 
Βαφτίζονται μολύβια έως πένα
Παραξενεύω μα έχω βρεί γιατρειά 
Το κουτάλι πάντα μέσα στην κούπα 
Μου πονάει το ματάκι μου του 'πα

Περνάει η παράξενη η ώρα 


Ξανθομαλλούσα / Κική Ματέρη

 


Είναι μία κόρη ξανθομαλλούσα 
Για αυτήν μαζευα προικιά σε μπαούλο 
Ζωγραφιά από εικόνα,απο τρούλο
Το καθένα με μεράκι φτιαγμένο 
Με τα χέρια στην σκάφη την σκληρή πλυμμένο
Στον ήλιο έβγαιναν  όλα συχνά θαρρώ
Την ξανθομαλλούσα άραγε ποτέ θα δω
Για αυτήν σε ολον τον κόσμο μιλούσα
Πως είχε προικιά ως καμιάν άλλη 
Μοναχοκόρη  με δίχως αλλά αδέρφια
Και όσον για ομορφιά ,ξακουστά  τα κάλλη
Μα υπήρχε φήμη πως ήτανε στέρφα
Έκλαιγε η μάνα που ρούχα* δεν έχει 
Δεκαέξι χρονών στους κάμπους τρέχει 



* Ρούχα=έμμηνος ρύση

Πέμπτη 25 Μαρτίου 2021

1453 - 1821 - 2021 / Κώστας Μανιζατές


 

Τέσσερις αιώνες σκλάβοι

οι Έλληνες.

Βλέπαν μπροστά τους όλους τους νεκρούς

σκοτωμένους να τους φωνάζουν.

Και έλεγαν ελληνικά:

Όσοι κι αν πεθάνουν εδώ

θα μείνουν λίγοι να ξεκινήσουν…

Ελευθερία ή θάνατος!

Και η ελευθερία

γυρίζει με το αίμα τους.

Σήμερα η Ελλάδα γιορτάζει.





Το εικοσιένα σήμερα /Κική Ματέρη



Ένα πληκτρολόγιο έχουμε όπλο
συντεταγμένες λέξεις πεδίο οθόνης
ατακτή στρατιά που θα υμνει όλο

Δεδομένη τούτη τη μοναξιά της μόνης 
είναι η ενθυμηση των εποχών 
τον εχθρό να νικάς να σκοτώνεις 

Δείτε την πράγματι ουσία των ιαχών
Το αθάνατο μας το εικοσιένα
Από των ηρώων των στεναγμών 

Λεύτεροι πια απο ζυγό και ξένα
Μένω Ελλάδα μου να ενθυμουμαι 
Ποιος πολέμησε χώρα μου για μένα


Δευτέρα 15 Μαρτίου 2021

ΜΑΡΤΗΣ ΤΟΥ ΄21 / ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΠΟΥΝΤΟΥΡΗΣ


Διακόσιες χορδές ο ταμπουράς

που κρέμεται στον τοίχο.

 

Ήχοι λεπτοί,ήχοι της γής,ήχοι αρματωμένοι

καρφί μεγάλο της σκουριάς,με την υπόσχεση βαθιά μπηγμένη.

 

Ο Ρήγας πρώτος με σπουδή τους στίχους τραγουδά

κι αντιλαλεί σ΄ολόκληρο τον Αίμο.

 

Η ερημιά γεμίζει νότες,Νόημα,μελτέμια

με τις φωνές των Αρχαγγέλων Θοδωρή,Οδυσσέα,Κωνσταντή

Νικήτα,Δόμνας και Γιωργή

η μουσική ακούγεται αιώνια.

 

Διακόσιοι ουρανοί ματώσανε το πέρασμά μας

στις ξώβεργες πιασμένα όνειρά μας

 

το ερημοκλήσι πουλήθηκε στους ξένους

δυστυχώς.

 

Είμαστε ακόμα “ολίγοι εις το πλήθος του Μπραΐμη”

 

μα οι παλιοί είπανε πως

μένει και μαγιά.

 

Ζητείται χέρι του λαού

τον ταμπουρά να ξεκρεμάσει.

Αυτόν με τις διακόσιες τις χορδές.

 

 



Όμορφος φίλος / Κική Ματέρη



Γεννήθηκε μίαν αλήθεια σε μία κουβέντα 
Τεμαχίστηκε γοργά και είχε γεύση μέντα 
Έλεγε η αλήθεια πως φίλος δεν υπάρχει
Και πως η κάθε κουβέντα αισθητικής μάχη

Να μη μιλούμε και πολυ με την καρδιά μας λέει
Να την βάζουμε μία ροζ κορδέλα όταν κλαίει
Όμορφες γράμμες στα καφε ζωγραφιστά μάτια 
Θα σε κάνω μούσα, θα σε κάνω χιλια κομματια

Με βαθιά συγκίνηση και στο μάτι το δάκρυ 
Βρήκα  την ομορφιά με ένα φίλο εκεί στην άκρη 
Η αξία τούτης της αισθητικής είναι μικρή
Τα αισθήματα του φίλου έχουν μελετηθεί 

Άτεχνο κομψοτέχνημα  όλους σας προσκαλεί
Οποιος τον φίλο το όμορφο κάπου εδω τον δει
Γρήγορα να τρέξει από τον καλό λογο να κρυφτεί 
Με φόβο μη  μαθευτεί ότι μπορεί να πληγωθεί


Παρασκευή 12 Μαρτίου 2021

ΚΙΛΕΛΕΡ / Αλεξανδρής Γιώργος




Παράπονο το χάραμα,προσκύνημα η χάση.
Η μοίρα τους τούς έταξε βαριόμοιρη λαχτάρα,
το τίμημα της φτώχειας τους να τό 'χουνε κατάρα,
ξένη τη γη τους να ποτίζουνε με αίμα και ιδρώτα.

Χορταίνουνε στο λιόκαμα, γητεύονται στον ίσκιο
κολλήγες που δουλεύουνε στο στοιχειωμένο χώμα,
φυτρώνοντας τον πόνο τους παρηγοριά ν' ανθίσει,
βλαστολογώντας όνειρα ελπίδα να καρπίσει,
ζωή, πικρή κι αβάσταχτη μην τύχει τους μισήσει
κι αυτή τη γη ζητιάνεμα μονάχα τους γνωρίσει.

Παράπονο το χάραμα, εκδίκηση η χάση.
Φιδόκλεφτες στιγμές πικρές,στιγμές ζωντανεμένες
που βρίσκει η πείνα χόρτασμα, η δίψα τη δροσιά της
και χάνεται ο πόνος τους στην πίκρα του καημού τους,
μ' αντρειωμένο φίλημα της σκέψης στην ψυχή τους.

Τραγούδι γλυκοσέρνεται, φωνές αναθαρρεύουν,
θεριεύονται στο πνίξιμο ανάσες διψασμένες.
-- Ο κάμπος μας τσιφλίκια τους και θάνατος δικός μας.
Ψωμί τους είναι η πείνα μας, η δίψα μας χαρά τους.
Ιτιές παραπονιάρικες πως είμαστε ποιος τό 'πε;
Δικός μας είν' ο κάμπος μας, δική μας κι η σοδειά μας.
Δικός μας ο ιδρώτας μας κι αυτή η δούλεψή μας.
Ημέρες που περάσαμε ποτέ να μην ξανάρθουν.
Κιλελέρ, Κιλελέρ, ξημέρωμα Λαμπρής φαντώσου!
Ψηλά στον ήλιο Κιλελέρ, τ' αλέτρι το δρεπάνι.
Δική μας τούτη η γη ,του τσιφλικά δεν είναι!

Δευτέρα 8 Μαρτίου 2021

Ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα / Οδυσσέας Ελύτης

Ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα
βαθύ γαρούφαλο ακρωτήρι
Το χέρι σου έφευγε με το νερό
να στρώσει νυφικό το πέλαγο
Το χέρι σου άνοιγε τον ουρανό

Άγγελοι μ' έντεκα σπαθιά
πλέανε πλάι στ' όνομά σου
σκίζοντας τ' ανθισμένα κύματα
Στους κόρφους σου έκρυβες μια χάρη
που ήταν το ίδιο το φεγγάρι

Φεγγάρι εδώ, φεγγάρι εκεί
αίνιγμα διαβασμένο από τη θάλασσα
Για το δικό σου το χατίρι
ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα
βαθύ γαρούφαλο ακρωτήρι


Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος / Οδυσσέας Ελύτης

Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος
που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός
καθώς εχιόνιζε απ' το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας
κι ανάβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες

εκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλατάνου λεβέντικου
και μια σημαία πλατάγιαζε ψηλά γη και νερό
που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε
μα όλος ο κόπος τ' ουρανού
όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα
πρωί στα πόδια του βουνού
τώρα σαν από στεναγμό θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει.

Τώρα η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκαλιάρικα
πιάνει και σβήνει ένα ένα τα λουλούδια επάνω της
μες στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησαν
από λιμό χαράς κείτουνται τα τραγούδια.

Ηλικία της γλαυκής θύμησης (μικρό απόσπασμα) / Οδυσσέας Ελύτης



Ελαιώνες κι αμπέλια μακριά ως τη θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες πιο μακριά ως τη θύμηση
Έλυτρα χρυσά του Αυγούστου στον μεσημεριάτικο ύπνο
Με φύκια ή όστρακα. Κι εκείνο το σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, που διαβάζει ακόμη στην ειρήνη
του κόλπου των νερών Έχει ο Θεός

Περάσανε τα χρόνια φύλλα ή βότσαλα
Θυμάμαι τα παιδόπουλα, τους ναύτες που έφευγαν
Βάφοντας τα πανιά σαν την καρδιά τους
Τραγουδούσαν τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
Κι είχαν ζωγραφιστούς βοριάδες μες στα στήθια.

Από την Ποιητική Συλλογή "Προσανατολισμοί"

Η σημαία

Ιωάννης Πολέμης 

Πάντα κι όπου σ' αντικρίζω,
με λαχτάρα σταματώ,
υπερήφανα δακρύζω,
ταπεινά σε χαιρετώ.

Δόξα αθάνατη στολίζει
κάθε θεία σου πτυχή
και μαζί σου φτερουγίζει
της πατρίδος η ψυχή.

Όταν ξάφνου σε χαϊδεύει
τ' αγεράκι τ' αλαφρό,
μοιάζεις κύμα, που σαλεύει
με χιονόλευκον αφρό.

Κι ο σταυρός που λαμπυρίζει
στην ψηλή σου κορυφή,
είν' ο φάρος που φωτίζει
μιαν ελπίδα μας κρυφή.

Σε θωρώ κι αναθαρρεύω
και τα χέρια μου χτυπώ,
σαν αγία σε λατρεύω,
σα μητέρα σ' αγαπώ.

Κι απ' τα στήθη μου ανεβαίνει
μια χαρούμενη φωνή:
«Να 'σαι πάντα δοξασμένη,
ω Σημαία γαλανή!»



Αντιγραφή από: Αναγνωστικό Ε´ Δημοτικού  ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΚΑΛΟΚΑΘΗ(Αθήνα 1964) (σε μονοτονική γραφή)

Ηδονισμός / Κωστής Παλαμάς

Ἀπὸ τραγούδια ἒν᾿ ἄυλο κομπολόϊ
σ᾿ ἐσὲ δὲν ἦρθα σήμερα νὰ δώσω.
Μὲ τὰ παιγνίδια ἐγὼ θὰ σὲ λιγώσω
καὶ μὲ τὰ ξόρκια, ἀγάπη μου, ἑνὸς γόη.

Γυμνοί. Καὶ σὰν κισσὸς θὰ σκαρφαλώσω
γιὰ νὰ φάω τὸ κορμί σου ποὺ μὲ τρώει.
Τοῦ λαγκαδιοῦ σου τὴ δροσάτη χλόη
μὲ τὸ χέρι θρασὰ θὰ τὴν πυρώσω.

Τὸ κρασὶ ποὺ ξανάφτει καὶ τὸ γάλα
ποὺ κοιμίζει, θὰ φέρω στάλα-στάλα,
μ᾿ ὅλο μου τὸ κορμί, νὰ σὲ ποτίσω.

Καὶ στὰ πόδια σου τ᾿ ἀσπροσκαλισμένα,
δύο βάζα ποὺ μοῦ παίρνουνε τὰ φρένα,
στερνὴ μανία τὸ μέλι μου θὰ χύσω.

ΚΥΠΡΟΣ του Κωστή Παλαμά

Καλώς μας ήρθατε, παιδιά! Στην Κύπρο την αέρινη,
 Στη Μακαρία γη, 
Στάζει το μέλι διαλεχτό σαν πρώτα; Ακόμα γίνεται 
Τ' ολόγλυκο κρασί;   

Η χαρουπιά η ολόχλωρη λέει τα παληά και τ' άξια 
Της αργυρής εληάς; 
Και τ' αηδόνι τραγουδεί στην ευωδιά του λάδανου 
Τα πάθη της καρδιάς; 

Κ' οι ακρογιαλιές λαχταριστές, τ' αραξοβόλια ολόβαθα 
Και τ' ακροτόπια ορθά, 
Το καρτερούνε της θεάς το υπέρκαλο ξαγνάντεμα
 Και δεύτερη φορά; 

Καλώς μας ήρθατε παιδιά! Στην Κύπρο την πολύχαλκη, 
Στην καρποφόρα γη, 
Ακόμη η Μοίρα της οργής, η Μοίρα όλων των ώμορφων, 
Ξεσπάει και καταλεί; 

Λυσσάει με την αναβροχιά, με την ακρίδα μαίνεται, 
Χτυπάει με τη σκλαβιά; 
Στ' ωραίο πολύπαθο κορμί η αγνή ψυχή δεν έσβυσε; 
Πέστε το, εσείς παιδιά! 

Καλώς μας ήρθατε παιδιά, και φέρτε, κελαϊδίστε μας 
Το ευγενικό νησί. 
Μεσ' στη βαθειά της αγκαλιά μητέρα η άσπρη θάλασσα 
Να κρύψει εσέ ζητεί. 


Του κάκου στεριές πέλαγα, λαοί τρυγύρω σου ήμεροι 
Και βάρβαροι λαοί 
Σε είδανε, σε ωρέχτηκαν, και κατά σένα χύθηκαν 
Ασία και Αφρική. 

Ρωμαίους και Σαρακηνούς, Τούρκους και Φράγκους γνώρισες! 
Ω, Ροδαφνούσα εσύ, 
Από τη Δύσι ο βασιληάς κι' ο Ρήγας σ' ερωτεύτηκαν 
Απ' την Ανατολή. 

Κι' απ' τον καιρό που σε ηύρανε θαλασσομάχοι Φοίνικες, 
Ως τώρα που σοφά 
Πατάει σ' εσένα ο Βρεταννός, πολλούς αφέντες άλλαξες. 
Δεν άλλαξες καρδιά. 

Κ' είνε η καρδιά σου εσέ πιστή, και δένεις με γητέματα, 
Και πήραν από σε 
Μια ρίζα τα διαβατικά, και μοίρανε τ' αλλότρια 
Δική σου χάρη, ω ναι!

Και την Αστάρτη ξέγραψεν η θεία Ποθοκρατόρισσα 
Που γέννησαν οι αφροί, 
Κι' από της Τύρου το Μελκάρθ, και με τα σπλάγχνα σου έπλασες 
Τον Έλληνα Ηρακλή 

Κι' αφού πετάξαν οι θεοί, και της Παφίας απόμεινε 
Συντρίμματα ο βωμός, 
Η Ροδαφνούσα σου έφτασε, και γίνηκε τραγούδι σου, 
Και σ' άναψε, καϋμός. 

Και του Ηρακλή το ρόπαλον επήρε και κυνήγυσε 
Τον ξένο, εκδικητής. 
Κ' εσέ λημέρι του έκαμε, το κάλεσμα προσμένοντας 
Το μέγα, ο Διγενής. 

Κ' εσύ κρυφοζωντάνεψες, ωραίο νησί, και φύλαξες, 
Κ' εσύ τα προσκυνάς, 
Της Ρωμηοσύνης τα είδωλα. Της Ωμορφιάς το είδωλο
 Και της Παλληκαριάς. 

Από τα κέδρα του Όλυμπου σκαλίστε γοργοκάραβα, 
Ω Ακρίτα! Ω Ροδαφνού! 
Ή κάμετε καράβια σας τα ολάνθιστα κ' ολόδροσα 
Φτερούγια του Απριλιού! 

Και των Ελλάδων τα νεκρά ακρογιάλια γύρα φέρτε τα, 
Ξυπνήστε ένα βορειά, 
Απλώστε ένα τρικύμισμα, κι' αστράφτε εμπρός και μέσα μας 
Τα ωραία, τα δυνατά. 

Καλώς μας ήρθατε παιδιά! Σ' εσένα Κύπρο αέρινη, 
Ω Μακαρία γη, 
Πήγεν ο μέγας Έρωτας και χτύπησε, κι' ανάβρησε 
Θαυματουργή πηγή. 

Στοιχειό ωργισμένο την πηγή βαθειά την καταχώνιασε. 
Ω χέρι ονειρευτό 
Που πάντα σε προσμένουμε, ξεσκέπασε, και φέρε μας 
Το αθάνατο νερό! 

Καλώς μας ήρθατε, παιδιά! Στην Κύπρο την αέρινη, 
Στη Μακαρία γη. 
Στ' ωραίο πολύπαθο κορμί η αγνή ψυχή δεν έσβυσε.
 Και ζη, και ζη, και ζη!  

Τετάρτη 3 Μαρτίου 2021

ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΩΝ ΑΝΤΙΘΕΣΕΩΝ (Χαϊκού) της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη

 

«ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΩΝ ΑΝΤΙΘΕΣΕΩΝ» 

της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη

Μικτή Τεχνική

Διάσταση 60Χ 70cm

 

 

 
 

 ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΩΝ ΑΝΤΙΘΕΣΕΩΝ   (Χαϊκού)
 
1. 
Το πρόσωπό μας 
με  Ορατά σημάδια 
αδιαφορίας..... 

2.

Μάτια ανοίγω

σε άλλους ορίζοντες 
ταξιδεύοντας...

«ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΜΑΤΙ» διήγημα της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη

 


Καλημερίζω τη ζωή. Την καλημερίζω, καθημερινώς, όπως κι αν έρθει! Είτε με ήλιο, είτε με βροχή, άνεμο ή χαλάζι. Ακόμη και τις πάλλευκες μέρες του χιονιά και της πηκτής ομίχλης, την καλημερίζω. Πώς  δύναται  να ‘ναι   κενή μια ζωή μετά τόσης αγάπης που της μοιράζεται;  Κοινή η Κοινότητα του Κοινού κι η Υπερέχουσα Αγάπη του Σύμπαντος! Καινή μονάχα για τους αμάχους, τους απέχοντες και τους απαίδευτους  βιώσαντες του Μεγαλείου της Βίωσης.

Γλωσσοδέτης ας μη γίνεται η πονεμένη αλήθεια. Κακά τα ψέματα!

Η σύλληψή μου, απροσδόκητη, μες το πυκνό σκοτάδι‧ δίχως καμιά κατηγορία, αίτιο κι αφορμή‧  χωρίς καμία μήνυση ή έστω κάποια μύηση, με παρέδωσαν στη  Δικαιοσύνη της  Γνώσης του Κοινού. 

Οδηγήθηκα, δεμένος, πισθάγκωνα. Φορώντας  μου  στα μάτια παρωπίδες να μη λοξεύουν οι οφθαλμοί από  ισάδη     δρόμο. Πέρασμά μου, μονοπάτια πολλά, πολιτείες και χωριά με φωτεινούς και σκοτεινούς ορίζοντες.  Η  πρώτη στάση, το Τούνελ: Το στενό πέρασμα απ’ το σκοτάδι στο φως, κι από το φως στο αντίκρισμα του  Κόσμου των ανθρώπων με τη μορφή μωρού πλάσματος.

Η Γνώση κατακτιέται βήμα- βήμα, με βιωματικές μνήμες και διδαχές μέσα στων αιώνων την πορεία, σφυρηλατημένη στο αμόνι του Θεού,   μεταλλαγμένη από Αναρχία σε Κοσμική Τάξη. 

Εγώ, δεν προκάλεσα τη σύλληψη μου. Αθόρυβα κυλιόμουν μες το ασύλληπτο του σύμπαντος, μεγαλείο‧  θρυμματισμένη σκόνη που έσμιξε με αγάπη και ρίζωσε μέσα μου ο καρπός της ζωής. Εκκολάφτηκα μες το πηχτό σκοτάδι‧ με θαλπωρή  την τάξη των οργάνων πορεύτηκα. Πορευτήκαμε…

Περάσαμε το Πρώτο, το Δεύτερο, το Τρίτο Μάτι  του Τούνελ, να σμίξω με το πλήθος των συλληφθέντων που τώρα είχαν γίνει οι Δικαστές που θα δικάζανε.

«Η Κοινωνία είναι ο αυστηρότερος και δικαιότερος Κριτής!»  μου υπενθύμισε  το Όργανο του Νόμου, οδηγώντας με  στην Κρύπτη των Μελλοθανάτων.

«Εδώ η τελευταία σου στάση! Πάρε μια βαθιά αναπνοή και βάλε τα μάτια σου στο κιάλι. Με τη βοήθεια του φακού θα μπορέσεις να δεις από κοντά  το πλήθος   που σε περιμένει» είπε κι έσπρωξε το κεφάλι μου στο μεγάλο πέτρινο μάτι στο  βάθος του Τούνελ.

«Ετοιμάσου για την απολογία σου. Εδώ, οι  Κατάδικοι, καταγγέλλουν μονάχοι τις κατηγορίες τους, εκφωνώντας την ετυμολογία των πράξεων τους. Η Κοινότητα περιμένει!»  ενημερώθηκα απ’ τον  Φρουρό κι άνοιξε το κανάλι επικοινωνίας.

Άνοιξα διάπλατα τα μάτια. Κοίταξα,  ευθεία, μπροστά. Ένιωσα την καρδιά να χτυπά δυνατά. Μια λαοθάλασσα  με αναμμένα κεριά στα χέρια ανέμενε καρτερικά την επομένη άφιξη, να επισφραγίσει το δριμύ κατηγορώ  ή την αθώωση, μετά ακροάσεως.  

Ο κόμπος  που τόσα χρόνια ανέβαινε απ’ τα σπλάχνα και μου ‘σφιγγε το λαρύγγι, λύθηκε. Με ξάστερο βλέμμα και κρυστάλλινη φωνή ξεκίνησα τον απολογητικό μου μονόλογο:

«Γεννήθηκα, δούλος, από δούλους γονείς. Ο Αφέντης μου με αφαλόκοψε από μια μήτρα  σκοτεινή κι  έβαλε το στόμα μου να βυζάξει απ’ το μαστό της ζωής,  φάρμακο και φαρμάκι.  Κάποια απ’ τα μαντζούνια του με πήγαιναν στο παρελθόν κι άλλα με ταξίδευαν στο μέλλον, πλησίον του Θανάτου. Το καμουτσίκι του με ηλεκτροσόκ με συνέφερε… και να ‘μαι  ‘δω ξανά απ’ την αρχή ν’ απολογούμαι για τα δώρα και τα αντίδωρα.   Τον κοιτούσα με δέος‧ υποταγμένος, πάντοτε, στις θελήσεις του‧  εκστασιασμένος για τις μαγικές  του δυνάμεις. Πάντοτε προσπαθούσα να εμβαθύνω, να ερμηνεύσω τις πράξεις του. Γιατί,  άραγε, μα ‘μαι τόσο σημαντικός κι ασήμαντος γι αυτόν, ώστε άλλες φορές να με κεραυνοβολεί κι άλλες να με αφήνει να επιζήσω;

Ξεγλίστρησα του θανάτου, πολλάκις. Βλέπω το φως έξω από τη σκοτεινή μήτρα που με γέννησε. Νιώθω την ευλογία της Ύψιστης Επιλογής να ζήσω ελεύθερος τη σκλαβιά μου‧ ζώντας ως μαθητής του Αφέντη μου.

Με έπαιρνε μαζί του  στις περιοδείες‧ μαθητευόμενος  τις σκέψεις των ανθρώπων, την άναρχη γνώση του όχλου, την ατέρμονη, αφήνοντας να εισβάλουν εντός μου.»

«Δεν υπάρχει εύκολη ζωή», διέκοψε κάποιος απ’ το πλήθος.      

«Δεν υπάρχει εύκολη ζωή! επανέλαβα. Το βίωσα μέσα στο βίο σας και στο βίο μου. Δούλοι του Αφέντη μας, πορευτήκαμε, ζητιανεύοντας  Αλήθεια.»

«Είσαι Ψεύτης!» αναφώνησε κάποιος αγανακτισμένος για την τοποθέτησή μου.

«Τώρα θα λογοδοτήσεις για τα ατοπήματα σου, ενώπιων  όλων. Δεν θα γλυτώσεις τη Θεία Δίκη» ούρλιαζε το πλήθος αφήνοντας  κάτω τις λυχνίες, αρπάζοντας ο καθείς από ένα λιθάρι ετοιμάζοντας τον λιθοβολισμό μου.

Γαλήνιος, με παρωπίδες  στα μάτια συνέχισα την απολογία μου.

«Είμαι  Αποστάτης των θέσεων μας! Είμαι ένοχος. Αμετανόητος αυτοτιμωρός! 

Μαζί σας, καλησπερίζω τη ζωή! Καλησπερίζω το τέλος της μέρας. Την ώρα που ο ήλιος δύει κι αφήνει το σκοτάδι να καλύψει τη γη ως τον ερχομό της επομένης μέρας.           Πώς μπορούμε να μένουμε ασυγκίνητοι, αδαείς κι αμέτοχοι στα αγαθά της κοινοκτημοσύνης μας;

Είμαι, ένοχος! Τελεσίδικη η απόφαση μου. Τιμωρός  του Εαυτού! Έρχομαι μαζί σας να ξεπληρώνω  την εις αεί  δουλεία μου.

Ο Φρουρός έκλεισε το κανάλι  επικοινωνίας. Το  Όργανο του Νόμου πήρε στα χέρια του τα κιάλια παραδίδοντας τα στον επόμενο κι άνοιξε την πύλη, αφήνοντας με ελεύθερο.

Στην καινούργια μου πολιτεία αντίκρισα λυχναράκια να φωτίζουν  κι αναμμένα κεριά να καίγονται λιώνοντας  πάνω στο  σώμα μου.  

Δευτέρα 1 Μαρτίου 2021

Τσιμπιρλή Βίκυ: Κι εκεί , στ΄απότομα ίσθμια των ποιημάτων μου , καταποντίζονται οι στίχοι μου και οι λέξεις οι χωρίς ομοιοκαταληξία , στέκουν σαν συμπληγάδες , καρφωμένες σε κάθετην αμμουδιά !!


 ΑΓΑΠΗ

Ό που αγαπά , δεν ξ-αγαπά ,
σαν λευτερώνει κάτι ,
σαν το πουλάκι που όλο τσιγκλά ,
τα σύρματα απ΄τον χάρτη !
Αν κάθε τόσο και συχνά ,
σηκώνει φασαρία ,
πως είν΄τα όρια στενά ,
κι όλο βογκά με σαματά ,
τότε κι εσύ που΄χεις καρδιά ,
δος του ξελεφτερία !
Κι αν τα σποράκια τα ζεστά ,
στην χούφτα σου ξεμείναν ,
ρίχνε από λίγο το πρωί ,
να τα ραμφίζει την αυγή ,
και να περνά τον μήνα....
Κι αν έχεις το περίσσεμα,
που δεν θα το τιμήσει ,
κάνε το ποίημα βαθύ ,
να σ΄ανασταίνει το φιλί,
που τού΄δωσες μια δύση.....

**
ΣΤΕΚΕΙΣ ΣΑΝ ΚΑΣΤΡΟ
Σήκωσα μια πέτρα της καρδιάς μου ,
να ξεκαταχωνιάσεις και να βγεις,
γιατί αλυχτούσες επίμονα
και γρατζούναγες κάθε τόσο,
τις διψασμένες και στερημένες της ρίζες !
Να βγεις !
Να κάνεις αυτό που νιώθεις ,
όποια στιγμή το νιώθεις ,
για όποιον και για ό,τι το νιώθεις ,
σύμφωνα με τον άνεμο
που σε κυβερνά !
Δεν σ΄απελαύνω απ΄το σύμπαν μου,
μήτε απ΄τον μικρόκοσμο μου !
Εγώ θα συνεχίζω ,
με νερό και αλάτι ,
ανάγλυφο να χτίζω το σώμα σου,
στ΄αμμουδερά μου καρνάγια
και τ΄όνομα σου θα διασταυρώνεται
αλάθητα με την αυγή ,
πάνω στα δάχτυλά μου !
Γιατί τί νοήμα θα κρύβαν οι ουρανοί,
αν έλειπε η φωνή σου ,
κι αν χώμα δεν γινόμουνα ,
τι θα φωτούσαν τ΄άστρα ;
Πώς θα χυνόταν θάλασσα ,
να γεννηθούν οι γλάροι ,
αν μέσα στους μυκτήρες σου,
δεν εμφυσούσα εμένα ;;
Ναι !
Εγώ θα συνεχίσω γύρω σου,
να σου προσθέτω Σύμπαν...

Σκοπός μας είναι η δημιουργία μιας Ανθολογίας Ποιημάτων από το σύνολο των Ελλήνων Ποιητών- Ποιητριών αλλά και ορισμένων ξένων, καθώς επίσης και κειμένων που έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον μας. Πιθανόν ορισμένοι ποιητές και ποιήτριες να μην έχουν συμπεριληφθεί. Αυτό δεν αποτελεί εσκεμμένη ενέργεια του διαχειριστή του Ιστολογίου αλλά είναι τυχαίο γεγονός. Όσοι δημιουργοί επιθυμούν, μπορούν να αποστέλλουν τα ποιήματά τους

στο e-mail : dimitriosgogas2991964@yahoo.com προκειμένου να αναρτηθούν στο Ιστολόγιο.

Θα θέλαμε να τονίσουμε ότι σεβόμαστε πλήρως τα πνευματικά δικαιώματα του κάθε δημιουργού, ποιητή και ποιήτριας και επισημαίνουμε πως όποιος δεν επιθυμεί την ανάρτηση των ποιημάτων του ή κειμένων στο παρόν Ιστολόγιο, μπορεί να μας αποστείλει σχετικό μήνυμα και τα γραπτά θα διαγραφούν.

Τέλος υπογράφουμε ρητά ότι το παρόν Ιστολόγιο δεν είναι κερδοσκοπικό και πως δεν η ανάρτηση οποιουδήποτε κειμένου, ποιήματος κτλ γίνεται με μοναδικό στόχο την προβολή της ποίησης και την γνωριμία όλων όσων ασχολούνται με αυτή, με το ευρύτερο κοινό του διαδικτύου.