μήπως κι εχθροί μ’ αντιληφθούν
κλεφτές ματιές στην πόλη έριχνα
καθώς στο λόφο ήμασταν αραδιασμένοι
τσουβάλια άδεια, με ανησυχία γεμισμένοι.
μπαρούτι μύριζε το παρόν.
Κι εμείς, ορθοί στημένοι, ώρες πολλές
απέναντι στα κανονιοβόλα
μας σημάδευαν
αδίσταχτων εκτελεστών τα πυροβόλα.
τα λεπτά αιώνες αγωνίας
εκκωφαντικοί οι χτύποι της καρδιάς μας
άτονες οι ανάσες της σιγαλιάς μας.
του αδερφού μου, πιο σφιχτά να μην φοβάται
καθότι παιδί εντεκάχρονο αυτός
κι εγώ, παλικάρι αμούστακο
τα νιάτα μας λυπάται.
είναι εκείνη της μάνας μου
στην αυλόθυρα του σχολείου στριμωγμένη
στο βλέμμα της η απορία ζωγραφισμένη
το πρόσωπό της αυλάκωνε η αγωνία,
η θλίψη, το μίσος και η αδικία.
Αναρωτιέμαι μα δεν τολμώ να το ψελλίσω
πέθανε ή ζει ,άραγε θα τη δω όταν γυρίσω.
ράγισε η ανάσα μας στα δύο
κοιταχτήκαμε με βλέμμα λυπημένο
άδικο κι αδίσταχτο το κατεστημένο.
τι θα κάνετε με εμάς
τα σκυλιά που αλυχτούσαν
διφορούμενα απαντούσαν
θα έρθει και για εσάς ο μποναμάς.
κατέλαβε τη θέση του ο φόβος, η αγωνία
αδημονούσαμε να δούμε τι θα γίνει
ποτάμι το δάκρυ έσταζε,
έβραζε η ανάσα σε καμίνι. .
φωτιά πήρε το βόλι
σαν πούπουλα ελεύθερου Γιατί
πέφτουν οι πρώτοι στο λόφο του Καπή .
νεκρός κι ο πατέρας του Αλέξη
πέφτουμε με τον αδερφό μου πιο εκεί
της στιγμής ιδέα ,αστραπιαίος στοχασμός
να γλιτώσουμε του εχθρού τον πυροβολισμό.
δεν αρκούνται στο αίμα που κυλά
ανάμεσα στα πτώματα περπατούν
αναποδογυρίζοντάς Τα
όποιο αναπνέει ακόμη , ποδοπατούν
ρίχνοντάς Του τη χαριστική βολή
δολοφονώντας και το τελευταίο παιδί.