Παρασκευή 30 Απριλίου 2010
ΡΙΤΣΟΣ: Η Σονάτα του σεληνόφωτος
Το εργο ειχε τιμηθει το 1956 με το πρωτο κρατικό βραβείο ποίησης.Ακούγεται το Moonlight sonata του Μπετόβεν.
Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα, μοναχός στη δόξα και στο θάνατο. Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί. Άφησε με να έρθω μαζί σου....
Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει θέλω να πω έχει παλιώσει πολύ, τα καρφιά ξεκολλάνε, τα κάδρα ρίχνονται σα να βουτάνε στο κενό, οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβα όπως πέφτει το καπέλο του πεθαμένου
απ' την κρεμάστρα στο σκοτεινό διάδρομο όπως πέφτει το μάλλινο τριμμένο γάντι της σιωπής απ' τα γόνατά της ή όπως πέφτει μιά λουρίδα φεγγάρι στην παλιά, ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.
Κάποτε υπήρξε νέα κι αυτή, - όχι η φωτογραφία που κοιτάς με τόση δυσπιστία λέω για την πολυθρόνα, πολύ αναπαυτική, μπορούσες ώρες ολόκληρες να κάθεσαι και με κλεισμένα μάτια να ονειρεύεσαι ό,τι τύχει - μιάν αμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη από φεγγάρι, πιο στιλβωμένη απ' τα παλιά λουστρίνια μου που κάθε μήνα τα δίνω στο στιλβωτήριο της γωνίας, ή ένα πανί ψαρόβαρκας που χάνεται στο βάθος λικνισμένο απ' την ίδια του ανάσα, τριγωνικό πανί σα μαντίλι διπλωμένο λοξά μόνο στα δύο
σα να μην είχε τίποτα να κλείσει ή να κρατήσει ή ν' ανεμίσει διάπλατο σε αποχαιρετισμό.
Πάντα μου είχα μανία με τα μαντίλια, όχι για να κρατήσω τίποτα δεμένο, τίποτα σπόρους λουλουδιών ή χαμομήλι μαζεμένο στους αγρούς με το λιόγερμα ή να το δέσω τέσσερις κόμπους σαν το αντικρινό γιαπί
ή να σκουπίζω τα μάτια μου, - διατήρησα καλή την όρασή μου, ποτέ μου δεν φόρεσα γυαλιά. Μιά απλή ιδιοτροπία τα μαντίλια....
Τώρα τα διπλώνω στα τέσσερα, στα οχτώ, στα δεκάξι ν' απασχολώ τα δάχτυλά μου. Και τώρα θυμήθηκα
πως έτσι μετρούσα τη μουσική σαν πήγαινα στο Ωδείο με μπλε ποδιά κι άσπρο γιακά, με δύο ξανθές πλεξούδες - 8, 16, 32, 64, - κρατημένη απ' το χέρι μιας μικρής φίλης μου ροδακινιάς όλο φως και ροζ λουλούδια, (συγχώρεσέ μου αυτά τα λόγια κακή συνήθεια) 32, 64, - κι οι δικοί μου στήριζαν μεγάλες ελπίδες στο μουσικό μου τάλαντο. Λοιπόν, σου λεγα για την πολυθρόνα ξεκοιλιασμένη φαίνονται οι σκουριασμένες σούστες, τα άχερα έλεγα να την πάω δίπλα στο επιπλοποιείο, μα που καιρός και λεφτά και διάθεση τι να πρωτοδιορθώσεις; - έλεγα να ρίξω ένα σεντόνι πάνω της, - φοβήθηκα τ' άσπρο σεντόνι σε τέτοιο φεγγαρόφωτο. Εδώ κάθισαν άνθρωποι που ονειρεύτηκαν μεγάλα όνειρα, όπως κι εσύ κι όπως κι εγώ άλλωστε, και τώρα ξεκουράζονται κάτω απ' το χώμα δίχως να ενοχλούνται απ' τη βροχή ή το φεγγάρι.
Άφησε με να έρθω μαζί σου...
Λευτέρη
Λευτέρη Λευτέρη Λευτέρη
σ' έχω σταμπάρει στο παλιό μου το τεφτέρι
Λευτέρη Λευτέρη Λευτέρη
μην κοροϊδεύεις κι έχω γίνει πια ξεφτέρι
Βάλε μυαλό για κάνε μου τη χάρη
βάλε μυαλό χρυσό μου παλικάρι
σταμάτα πια μην κάνεις το λιοντάρι
σταμάτα πια σε πήραμε χαμπάρι
Στην αμμουδιά μου κλέψανε τη βάρκα
και δε θα βγω να πάμε απόψε τσάρκα
στον ουρανό με γέλασε τ' αστέρι
και δεν θα βρω το σπίτι σου Λευτέρη
Μα την αυγή η μέρα σαν χαράξει
θα μπω στου μπάρμπα Θόδωρου τ' αμάξι
και μια και δυο Λευτέρη Λευτεράκη
θα 'ρθώ να σου τα ψάλω ένα χεράκι
Μια Κεφαλλονίτισσα
Μια Κεφαλλονίτισσα μέσ' απ' τ' Αργοστόλι
μια Κεφαλλονίτισσα και πώς να σας το πω.
Μια Κεφαλλονίτισσα μου 'δωσε πιστόλι
μου 'δωσε περίστροφο να πάω να σκοτωθώ.
Ντόνα Μαντόνα γλυκιά Κεφαλλονίτισσα
Ντόνα Μαντόνα με πίκρανες πολύ.
Όχι κυρά μου όχι, πιστόλι δε σου ζήτησα
όχι κυρά μου όχι, σου ζήτησα φιλί.
Μια Κεφαλλονίτισσα κάποιο μεσημέρι
μια Κεφαλλονίτισσα και πώς να σας το πω.
Μια Κεφαλλονίτισσα μου 'δωσε μαχαίρι
άγιε μου Γεράσιμε για να μαχαιρωθώ.
Ντόνα Μαντόνα γλυκιά Κεφαλλονίτισσα
Ντόνα Μαντόνα με πίκρανες πολύ.
Όχι κυρά μου όχι, μαχαίρι δε σου ζήτησα
όχι κυρά μου όχι, σου ζήτησα φιλί.
Μη μου χτυπάς
Μη μου χτυπάς
τα μεσάνυχτα τη πόρτα
μη μου μιλάς
να σ' ακούσω δεν μπορώ
Αν μ' αγαπάς
μην γυρίζεις πίσω
άσε να κρατήσω
τον πόνο συντροφιά
Όπου κι αν πας
την αγάπη παίρνεις
το σκοτάδι φέρνεις
και τη συννεφιά
Το παιδί με το ταμπούρλο
Ζούσε κάποτε στον κόσμο τον αγιάτρευτο
Ένα αγόρι ξεχασμένο κι απροστάτευτο.
Είχε ένα μικρό ταμπούρλο και το βάραγε.
Τι ψυχή βασανισμένη να 'ταν άραγε;
Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Η γειτονιά του δεν το κράταγε.
Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Τους δρόμους πήρε και περπάταγε.
Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Καπνός τριγύρω δε φαινότανε
Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Μα κάπου πόλεμος γινότανε.
Τι τα θέλει τα βιβλία και τα γράμματα
Σ' όλους έρχονται μια μέρα τα γεράματα.
Τι τα θέλει τα παλάτια, τα μαλάματα.
Η ζωή κυλάει με δάκρυα και με κλάματα.
Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Κανένας τόπος δεν τον χώραγε
Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Στις ερημιές μακριά προχώραγε.
Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Ούτ' ένα φύλλο δεν κουνιότανε
Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Μα κάπου πόλεμος γινότανε.
Νύχτα μέρα περπατούσε ασταμάτητα
Σε λαγκάδια φουντωμένα, δάση απάτητα.
Μα στου ποταμού την άκρη που αργοκύλαγε,
Το τσακάλι του πολέμου παραφύλαγε.
Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Με τ' άγριο νύχι του σημάδεψε
Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Και μια ζωούλα ακόμα κλάδεψε.
Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Τ' αγόρι λες ονειρευότανε
Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Μα γύρω πόλεμος γινότανε.
Κι όταν στις κορφές απάνω μέρα χάραξε
Στη μικρή καρδιά του μέσα κάτι σπάραξε.
Έτσι πέρασε στη χώρα του αμίλητου
Και τ' αγρίμια του άλλου κόσμου γίναν φίλοι του.
Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Της γης ο κόρφος δεν τον χώρεσε
Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Στον ουρανό βαθιά προχώρησε.
Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Ταμπούρλο πια δεν ακουγότανε
Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Μα πάντα πόλεμος γινότανε.
Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Ταμπούρλο πια δεν ακουγότανε
Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Μα πάντα πόλεμος γινότανε.
Τώρα που πας στην ξενιτιά
Τώρα που πας στη ξενιτειά
πουλί θα γίνω του νοτιά
γρήγορα να σ' ανταμώσω.
Για να σου φέρω τον σταυρό
που μου παράγγειλες να βρω
δαχτυλίδι να σου δώσω.
Ήσουν κυπαρίσσι στην αυλή μου αγαπημένο
ποιος θα μου χαρίσει το φιλί που περιμένω.
Στ' όμορφο ακρογιάλι καρτερώ να μου 'ρθεις πάλι
σαν μικρό χαρούμενο πουλί. (δις)
Χρυσή μου αγάπη έχε γεια
να 'ναι μαζί σου η Παναγιά
κι όταν 'ρθει το περιστέρι.
Θα χω κρεμάσει φυλαχτό
στο παραθύρι τ' ανοιχτό
την καρδιά μου σαν αστέρι.
Ήσουν κυπαρίσσι στην αυλή μου αγαπημένο
ποιος θα μου χαρίσει το φιλί που περιμένω.
Στ' όμορφο ακρογιάλι καρτερώ να μου ρθεις πάλι
σαν μικρό χαρούμενο πουλί. (δις)
Από την "Αμοργό" και .......
.....Τι να μου κάμει η σταλαγματιά που λάμπει στο μέτωπο σου;
Το ξέρω πάνω στα χείλια σου έγραψε ο κεραυνός τ' όνομα του
Το ξέρω μέσα στα μάτια σου έχτισε ένας αητός τη φωλιά του
Μα εδώ στην όχτη την υγρή μόνο ένας δρόμος υπάρχει
Μόνο ένας δρόμος απατηλός και πρέπει να τον περάσεις
Πρέπει στο αίμα να βουτηχτείς πριν ο καιρός σε προφτάσει
Και να διαβείς αντίπερα να ξαναβρείς τους συντρόφους σου
Άνθη πουλιά ελάφια
Να βρείς μιαν άλλη θάλασσα μιαν άλλη απαλοσύνη
Να πιάσεις από τα λουριά του Αχιλλέα τ' άλογα
Αντί να κάθεσαι βουβή τον ποταμό να μαλώνεις
Τον ποταμό να λιθοβολείς όπως η μάνα του Κίτσου.
Γιατί κι εσύ θα' χεις χαθεί κι η ομορφιά σου θα' χει γεράσει.
Μέσα στους κλώνους μιας λυγαριάς βλέπω το παιδικό σου πουκάμισο να στεγνώνει
Πάρ' το σημαία της ζωής να σαβανώσεις τον θάνατο
Κι ας μη λυγίσει η καρδιά σου
Κι ας μην κυλήσει το δάκρυ σου πάνω στην αδυσώπητη τούτη γη
Όπως εκύλησε μια φορά στην παγωμένη ερημιά το δάκρυ του πιγκουίνου
Δεν ωφελεί το παράπονο
Ίδια παντού θα' ναι η ζωή με το σουραύλι των φιδιών στη χώρα των φαντασμάτων
Με το τραγούδι των ληστών στα δάση των αρωμάτων
Με το μαχαίρι ενός καημού στα μάγουλα της ελπίδας
Με το μαράζι μιας άνοιξης στα φυλλοκάρδια του γκιώνη
Φτάνει ένα αλέτρι να βρεθεί κι ένα δρεπάνι κοφτερό σ' ένα χαρούμενο χέρι
Φτάνει ν' ανθίσει μόνο
Λίγο σιτάρι για τις γιορτές λίγο κρασί για τη θύμηση λίγο νερό για τη σκόνη.....
...Πόσο πολύ σε αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω
Εγώ που κάποτε σ' άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ' αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους
καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό
τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.....
Μερικoί στίχοι του
Αυτή ήταν η ζωή μας
Λίγα δένδρα λίγα σπίτια κι ένας άδειος ουρανός
είταν όλος μας ο κόσμος είταν όλο μας το βιός.
Το κανάτι στο πρεβάζι το πηγάδι στην αυλή
το κουράγιο της μητέρας του πατέρα η συμβουλή
Αυτή ήταν η ζωή μας κι όχι άλλη
μικρή και ταπεινή μα και μεγάλη
κι αν κάποτε μας πίκρανε - χαλάλι!
Με το κρύο με το χιόνι με το δάκρυ στην καρδιά
Το ψωμάκι μετρημένο το προσφάϊ λιγοστό
και στη γη την πρώτη μάνα το μεγάλο ευχαριστώ
Αυτή ήταν η ζωή μας κι όχι άλλη
μικρή και ταπεινή μα και μεγάλη
κι αν κάποτε μας πίκρανε - χαλάλι!
Ασε τον καιρό
Ασε τον καιρό
να γίνει χάδι δροσερό
πάνω στη πληγή σου.
Ασε να φανεί
στην άδεια θάλασσα πανί
κι ύστερα θυμήσου.
Θυμήσου κείνο το πρωί
που μες του κόσμου τη βοή
άνοιξες δρόμο στη ζωή
και χάθηκες
και χάθηκες.
Ασε τα παιδιά
που 'χουν σπίθα στην καρδιά
να 'ρθουνε κοντά σου.
Ασε τη φωτιά
να σου χαϊδεύει τη ματιά
κι ύστερα στοχάσου.
Στοχάσου κείνο το πρωί
που μες του κόσμου τη βοή
άνοιξες δρόμο στη ζωή
και χάθηκες
και χάθηκες.
Ο Νίκος Γκάτσος
γεννήθηκε το 1911στα Χάνια Φραγκόβρυσης (κάτω Ασέα) της Αρκαδίας, όπου και τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο. Τις γυμνασιακές του σπουδές έκανε στην Τρίπολη, όπου γνώρισε τα λογοτεχνικά βιβλία, αλλά και τις μεθόδους αυτοδιδασκαλίας ξένων γλωσσών. Στη συνέχεια πήγε στην Αθήνα όπου φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ήξερε ήδη αρκετά καλά αγγλικά και γαλλικά και είχε μελετήσει τον Παλαμά, τον Σολωμό, το δημοτικό τραγούδι, όπως και τις νεωτεριστικές τάσεις στην ευρωπαϊκή ποίηση.
Στην Αθήνα, όπου εγκαταταστάθηκε με την οικογένειά του, άρχισε να έρχεται σε επαφή με τους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής. Πρωτοδημοσίευσε ποιήματά του, μικρά σε έκταση και με κλασικό ύφος, στα περιοδικά "Νέα Εστία" το 1931 και "Ρυθμός" το 1933. Την ίδια περίοδο έγραψε κριτικά σημειώματα στα περιοδικά "Μακεδονικές Ημέρες", "Ρυθμός" και "Τα Νέα Γράμματα" (για τον ποιητή Κωστή Μπαστιά, την ποιήτρια Μυρτιδιώτισσα και τον Θ. Καστανάκη αντίστοιχα).
Το 1943 εξέδωσε από τις εκδόσεις "Αετός" (σε 308 αντίτυπα) το βιβλίο του "Αμοργός" με το ομώνυμο ποίημα, που έμελε να σημαδέψει τη σύγχρονη ελληνική ποίηση. Αυτό ήταν και το μοναδικό βιβλίο του. Το έργο, που αποτελείται από μόνον 20 μόνον σελίδες,εκφράζει τις διαθέσεις της νεότερης ποίησης και θεωρείται σαν κορυφαίο ποιητικό έργο του ελληνικού υπερρεαλισμού. Στην πρώτη κυκλοφορία του μάλιστα προκάλεσε δυσμενείς κριτικές και αντιδράσεις, αλλά πολύ σύντομα,το 1947, το κλίμα αντιστράφηκε και η "Αμοργός"με τις ευμενείς ελληνικές και ξένες κριτικές κατατάχτηκε στην κορυφή της ελληνικής ποίησης. Η "Αμοργός" επανεκδόθηκε το 1963, το 1969 και το 1987. Από τότε ο ποιητής εδημοσίευσε μόνον τρία ακόμη ποιήματα: το "Ελεγείο" (1946, "Φιλολογικά Χρονικά"), το "Ο Ιππότης και ο Θάνατος" ( 1947, "Μικρό Τετράδιο") και το "Τραγούδι του παλιού καιρού" (1963, "Ο Ταχυδρόμος"), αφιερωμένο στο Γ. Σεφέρη. Έγραψε επίσης πολλές μελέτες και σχόλια πάνω στην ποίηση.
Με το τέλος του πολέμου ο Ν. Γκάτσος συνεργάστηκε με την "Αγγλοελληνική Επιθεώρηση" ως μεταφραστής και με το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας ως ραδιοσκηνοθέτης, για βιοποριστικούς λόγους. Παράλληλα άρχισε να γράφει στίχους πάνω στη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, ανοίγοντας έτσι μια λαμπρή θητεία στο σύγχρονο ελληνικό τραγούδι. Αργότερα θα συνεργαζόταν και με άλλους αξιόλογους συνθέτες, όπως με τον Θεοδωράκη και τον Ξαρχάκο.
Ο Ν. Γκάτσος, εκμεταλευόμενος την εκφραστική του δεινότητα, ασχολήθηκε διεξοδικά με τη μετάφραση έργων, κύρια για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου, του Θεάτρου Τέχνης και του Λαϊκού Θεάτρου. Πολλές μεταφράσεις του θα παραμείνουν έκτοτε κλασικές με πρώτη αυτή του "Ματωμένου Γάμου". Μετέφρασε πολλούς συγγραφείς και συγκεκριμένα από τα ισπανικά τους Λόρκα, Λοπε δε Βέγα και Ραμόν δελ Βάλιε-Ινκλάν,από τα γαλλικά, τον Ζενέ και από τα αγγλικά τον Τ. Ουιλλιαμς, Ε. Ο΄Νηλ, Α.Μακ Λης, Σων Ο΄Κέιζυ, Αύγουστο Στρίντμπεργκ, Κρίστοφερ Φράυ και άλλους. Το 1944 μετέφρασε ("Φιλολογικά Χρονικά") το ποίημα "Νυχτερινό Τραγούδι" του Λόρκα. Μετέφρασε επίσης τα έργα: "Ματωμένος Γάμος" (1948), "Το σπίτι της Μπερνάντα Αλμπα" (1945) του Φ. Λόρκα, "Ο πατέρας" του Στρίνμπεργκ (1962) και "Ταξίδι μακριάς ημέρας μέσα στη νύχτα" του Ο' Νηλ (1965). Ολα τα έργα αυτά ανεβάστηκαν από το Εθνικό Θέατρο και το Θέατρο Τέχνης. Συνεργάστηκε επίσης με τα περιοδικά "Νέα Εστία", "Τράμ", "Μακεδονικές Ημέρες", "Μικρό Τετράδιο", "Τα Νέα Γράμματα", "Φιλολογικά Χρονικά", "Ρυθμός" και "Καλλιτεχνικά Νέα". Επίσης, σε συνεργασία του με την ελληνική ραδιοφωνία, σκηνοθέτησε διάφορα θεατρικά έργα.
Μεγάλη προσφορά έχει ο ποιητής σαν στιχουργός στο ελληνικό τραγούδι, στο οποίο αφιερώθηκε σε μεγάλο βαθμό μετά την "Αμοργό". Συνεργάστηκε στενά με κορυφαίους Ελληνες συνθέτες. Στίχους του μελοποίησαν οι Μ. Χατζιδάκις, Μ. Θεοδωράκης, Στ. Ξαρχάκος, Δ. Μούτσης, Λ. Κελαηδόνης, Χ. Χάλαρης κ.α. σε κορυφαίες δημιουργίες και επιτυχίες ("Αθανασία", "Της γής το χρυσάφι", "Ρεμπέτικο", "Αρχιπέλαγος", "Πήρες το μεγάλο δρόμο", "Πορνογραφία", "Λαϊκή Αγορά", "Η μικρή Ραλλού", "Μια γλώσσα μια πατρίδα", "Αν θυμηθείς τ' όνειρό μου", "Η νύχτα", "Στο Σείριο υπάρχουνε παιδιά","Αντικατοπτρισμοί", "Τα κατά Μάρκον", "America America" κ.α.). Ιδιαίτερη σχέση και συνεργασία ανέπτυξε ο ποιητής με τον Μ. Χατζιδάκι και μάλιστα για μεγάλο διάστημα μέχρι και το θανατό του ήταν επίλεκτο μέλος της ομάδας Xατζιδάκι, Eλύτη, Tσαρούχη, Mποσταντζόγλου και Αργυράκη.
Με της υψηλής ποιότητας και μεστή ποίησή του, ο Ν. Γκάτσος καθιερώθηκε σαν κορυφαίος στιχουργός της ελληνικής έντεχνης μουσικής. Χαρακτηριστικά, αξέχαστοι θα μείνουν οι στίχοι του, που μελοποιήθηκαν από τον Μ. Χατζηδάκη, από το "Ματωμένο Γάμο", "Χάρτινο το Φεγγαράκι" και "Πάει ο καιρός":
"Πάει ο καιρός πάει ο καιρός
που ήταν ο κόσμος δροσερός
και καθ' αυγή ξεκινούσε μια πληγή
για να ποτίσει όλη τη γη..."
Μάλιστα, το γεμάτο νόημα αυτό τραγούδι, απαγορεύτηκε από τη δικτατορία. Μετά την πτώση της, το 1974, ο ποιητής όμως θα απαντήσει:
"Ήρθε ο καιρός ήρθε ο καιρός
πάνου στου κόσμου την πληγή
ήρθε ο καιρός ήρθε ο καιρός
να ξαναχτίσετε τη γη..."
Ο Ν. Γκάτσος πέθανε στις 12 Μαϊου 1992 και τάφηκε στην Ασέα. Θα μείνει για πάντα σαν ο κατ' εξοχήν εκφραστής του ελληνικού ποιητικού υπερρεαλισμού και σαν μια εξέχουσα μορφή του ελληνικού ποιοτικού τραγουδιού.
Τετάρτη 28 Απριλίου 2010
Τρίτη 27 Απριλίου 2010
Πηνελόπη Δέλτα
Πηνελόπη Δέλτα : Σιωπή ,η λέξη γραμμένη πάνω στον τάφο της
Στις 27 Απριλίου 1941, ημέρα όπου τα γερμανικά στρατεύματα καταλαμβάνουν την Αθήνα, η Πηνελόπη Δέλτα αυτοκτονεί παίρνοντας δηλητήριο -είχαν προηγηθεί και άλλες απόπειρες αυτοκτονίας στο παρελθόν. Πέθανε στις 2 Μαΐου. Στον τάφο της, στον κήπο του σπιτιού της, χαράχτηκε η λέξη ΣIΩΠH.
Η Πηνελόπη Δέλτα γεννήθηκε το 1874 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου κι ήταν το τρίτο παιδί του Εμμανουήλ Μπενάκη και της Βιργινίας Χωρέμη. Είχε δυο μεγαλύτερα αδέλφια, την Αλεξάνδρα και τον Αντώνη, το γνωστό "Τρελαντώνη" του ομώνυμου βιβλίου της. Μετά τη γέννηση της Πηνελόπης ακολούθησαν άλλα τρία παιδιά, ο Κωνσταντίνος (που πέθανε σε ηλικία 2 χρόνων), ο Αλέξανδρος και η Αργίνη.
Η οικογένεια Μπενάκη μετακόμισε προσωρινά στην Αθήνα το 1882, όπου η Πηνελόπη παντρεύτηκε τον πλούσιο Φαναριώτη έμπορο Στέφανο Δέλτα. Μαζί του απέκτησε τρεις κόρες: τη Σοφία (μετέπειτα Μαυροκορδάτου), τη Βιργινία (μετέπειτα Ζάννα) και την Αλεξάνδρα (μετέπειτα Παπαδοπούλου). Επέστρεψαν στην Αλεξάνδρεια το 1905, όπου η Πηνελόπη γνώρισε τον Ίωνα Δραγούμη, τότε υποπρόξενο της Ελλάδας στην Αλεξάνδρεια. Ανάμεσά τους αναπτύσσεται ένας μεγάλος έρωτας, η Πηνελόπη όμως δεν μπορεί να αντιταχθεί στις κοινωνικές επιταγές και την υποχρέωσή της απέναντι στο σύζυγο και τα παιδιά της. Η πλατωνική αυτή σχέση της Πηνελόπης Δέλτα με τον Δραγούμη τελειώνει το 1908, όταν αυτός συνδέεται με τη Μαρίκα Κοτοπούλη.
Η Δέλτα μετακόμισε στη Φρανκφούρτη το 1906 και το πρώτο της μυθιστόρημα, με τίτλο "Για την Πατρίδα", εκδόθηκε το 1909. Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και σύντομα ακολουθεί και το δεύτερο μυθιστόρημά της, "Τον Καιρό του Βουλγαροκτόνου". Το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί το 1909 την εμπνέει να γράψει το "Παραμύθι χωρίς όνομα" (1911).
Το 1913, η οικογένεια Δέλτα επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια και το 1916 εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Αθήνα, όπου ο πατέρας της Δέλτα, Εμμανουήλ Μπενάκης, είχε εκλεχθεί δήμαρχος. Ανέπτυξαν στενή φιλία με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον οποίο και προσκαλούσαν συχνά στην εξοχική τους οικία στην Κηφισιά. Το 1925, εκδίδεται "Η ζωή του Χριστού", ενώ την ίδια χρονιά εμφανίζονται τα πρώτα συμπτώματα της πολυομυελίτιδας, αρρώστιας που θα την ταλαιπωρήσει μέχρι το θάνατό της. Το 1929, ξεκίνησε τη συγγραφή της τριλογίας "Ρωμιοπούλες", η οποία τελείωσε το 1939. Το πρώτο βιβλίο, "Το Ξύπνημα", καλύπτει γεγονότα των ετών 1895-1907, η "Λάβρα" καλύπτει τα έτη 1907-1909 και το "Σούρουπο" τα έτη 1914-1920.
Εν τω μεταξύ, εκδόθηκαν άλλα τρία μυθιστορήματά της: ο "Τρελαντώνης" (1932), όπου περιγράφει τις περιπέτειες του αδερφού της, όταν όλα τα αδέρφια ήρθαν από την Αίγυπτο να περάσουν το καλοκαίρι με τη θεία τους (σε ένα σπίτι του Τσίλερ) στον Πειραιά, ο "Μάγκας" (1935), η ζωή στην Αλεξάνδρεια με τα μάτια του μικρού σκυλιού της οικογένειας, και τα "Μυστικά του Βάλτου" (1937), όπου η ιστορία εκτυλίσσεται γύρω από τη λίμνη των Γιαννιτσών κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα.
Το 1941, ο Φίλιππος Δραγούμης, εμπιστεύεται στη Δέλτα τα ημερολόγια και το αρχείο του αδερφού του, Ίωνα Δραγούμη, στα οποία η Δέλτα πρόσθεσε περίπου 1000 χειρόγραφες σελίδες με σχόλια για το έργο του Δραγούμη.
Έργα της Πηνελόπης Δέλτα
Για την Πατρίδα (1909)
Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου (1911)
Παραμύθι χωρίς όνομα (1911)
Παραμύθια και άλλα (1915)
Η ζωή του Χριστού (1925)
Ο Τρελαντώνης (1932)
Ο Μάγκας (1937)
Τα μυστικά του βάλτου (1937)
Ρωμιοπούλες (1939)
Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος : ημερολόγιο, αναμνήσεις, μαρτυρίες, αλληλογραφία (1978)
Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου (1911)
Η ιστορία μας διαδραματίζεται στο ταραγμένο Βυζάντιο, στην αυγή της 2ης χιλιετίας μ.Χ., κατά τη διάρκεια των πολέμων ενάντια στους Βούλγαρους. Βασιλιάς των Βουλγάρων είναι ο Σαμουήλ, ενώ στο Βυζαντινό στρατόπεδο ηγείται ο Βασίλειος Βουλγαροκτόνος.
Πρωταγωνιστές είναι δύο αχώριστοι φίλοι απ' το Βυζάντιο, που για χάρη της πατρίδας θα εισχωρήσουν στο Βουλγαρικό στρατόπεδο για να κατασκοπεύσουν και να συλλέξουν πληροφορίες για τους αντιπάλους. Μέσα από δύσκολες και αντίξοες συνθήκες, η φιλία αλλά και η αγάπη για την πατρίδα θα δοκιμαστεί πολλές φορές. Το κρυφό τους μυστικό, η αγάπη για την Αλεξία, θα τους φέρει αντιμέτωπους με τραγικά διλήμματα, που αφορούν ακόμα και την ίδια τους την ύπαρξη. Ο πόλεμος και το καθήκον, όμως, είναι πάνω και πέρα από συναισθήματα και πάθη για τους ιδανικούς ήρωες της Π. Δέλτα.
Τα μυστικά του βάλτου (1937)
Το βιβλίο αυτό αποτελεί ένα εξαίρετο διήγημα για παιδιά Δημοτικού και Γυμνασίου.
Η ιστορία μας διαδραματίζεται στην περιοχή των Γιαννιτσών
κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα. Παρακολουθούμε τους αγώνες του καπετάν-Νικηφόρου και του καπετάν-Άγρα εναντίον των Κομιτατζήδων.
Κυριακή 25 Απριλίου 2010
Σάββατο 24 Απριλίου 2010
Πέμπτη 22 Απριλίου 2010
Εγκώμιο στον κομμουνισμό
Μια και δεν είσαι εκμεταλλευτής, μπορείς να τον συλλάβεις.
Είναι καλός για σένα, μάθαινε γι' αυτόν.
Οι ηλίθιοι ηλίθιο τον αποκαλούνε, και οι βρωμεροί τον λένε βρωμερό.
Αυτός είναι ενάντια στη βρωμιά και την ηλιθιότητα.
Οι εκμεταλλευτές έγκλημα τον ονοματίζουν.
Αλλά εμείς ξέρουμε:
Είναι το τέλος κάθε εγκλήματος.
Δεν είναι παραφροσύνη, μα
Το τέλος της παραφροσύνης.
Δεν είναι χάος
Μα η τάξη.
Είναι το απλό
Που είναι δύσκολο να γίνει.
Απώλεια ενός πολύτιμου ανθρώπου
Τ' ότι έφυγε από σένα, δεν είναι απόδειξη
Ότι πολύτιμος δεν είναι. Παραδέξου το:
Έναν πολύτιμο άνθρωπο έχεις χάσει.
Έναν πολύτιμο άνθρωπο έχεις χάσει.
Έφυγε από σένα, γιατί υπηρετούσες μια καλή υπόθεση
Κι αυτός πήγε μια τιποτένια να υπηρετήσει. Παραδέξου το, όμως:
Έναν πολύτιμο άνθρωπο έχεις χάσει.
Τετάρτη 21 Απριλίου 2010
Από τους χρόνους τους παλιούς τό 'χω βαθύ μεράκι
να βγω στις πέρα θάλασσες να βρω το μαγισσάκι
Τ' άπιαστο σαν αερικό στην εμορφιά του Μάης
που αν κάνεις να τον μυριστείς αλίμονό σου εκάεις
Έβγα έβγα μαγισσάκι χτύπα χτύπα το ραβδάκι
ντο και ρε και μι και φα μες στα ροζ τα σύννεφα
Τι ζουμπούλια και τι κρίνα τι και τούτα τι κι εκείνα
ντο και ρε και φα και μι φούχτα μου και δύναμη
Ποιος θα μου δώκει δύναμη κι ένα μακρύ καμάκι
να βγω στις πέρα θάλασσες να βρω το μαγισσάκι
Που 'ναι σπηλιά του ο ουρανός άγγελος η μαμά του
κι αφρός το φουστανάκι του στην άκρια του κυμάτου
Χτύπα χτύπα το ραβδάκι γίνε το νερό στ' αυλάκι
φα και ρε και μι και ντο μες στο μπλε το ξάγναντο
Τα παπιά και τα βαπόρια παν μαζί και πάνε χώρια
έξι τέσσερα κι οχτώ γούρι μου και φυλαχτό
Ανοίξτε πύλες κι εκκλησιές ν' ανάψω ένα κεράκι
να κάνει θαύμα στα κρυφά για με το μαγισσάκι
Που να κοιμάμαι ξυπνητός να τρέχω ξαπλωμένος
και να με λεν χωρίς καρδιά μα να 'μαι ερωτευμένος
Έβγα έβγα μαγισσάκι χτύπα χτύπα το ραβδάκι
ντο και ρε και μι και φα μες στα ροζ τα σύννεφα
Τα παπιά και τα βαπόρια παν μαζί και πάνε χώρια
έξι τέσσερα κι οχτώ γούρι μου και φυλαχτό
Μουσική - Μίκης Θεοδωράκης
Η Πούλια πόχει εφτά παιδιά
μέσ' απ' τους ουρανούς περνά.
Κάποτε λίγο σταματά
στο φτωχικό μου και κοιτά.
-Γεια σας τι κάνετε; Καλά;
-Καλά. Πώς είναι τα παιδιά;
-Τι να σας πω εκεί ψηλά τα
τρώει τ' αγιάζι κι η ερημιά.
-Γι αυτό πικραίνεσαι κυρά,
δε μου τα φέρνεις εδωνά;
-Ευχαριστώ μα 'ναι πολλά
θα σου τη φάνε τη σοδειά.
-Δώσε μου καν την πιο μικρή
τη Μάγια την αστραφτερή.
-Πάρ' την κι έχε λοιπόν στο νου
πως θά 'σαι ο άντρας τ' ουρανού.
Λάμπουνε γύρω τα βουνά,
τα χέρια μου βγάνουν φωτιά.
Κι η Πούλια πόχει εφτά παιδιά
φεύγει και μ' αποχαιρετά.
Στίχοι: Οδυσσέας Ελύτης
Ανοίγω το στόμα μου κι αναγαλλιάζει το πέλαγος
και παίρνει τα λόγια μου στις σκοτεινές του τις σπηλιές
και στις φώκιες τις μικρές τα ψιθυρίζει
τις νύχτες που κλαιν των ανθρώπων τα βάσανα.
Χαράζω τις φλέβες μου και κοκκινίζουν τα όνειρα
και τσέρκουλα γίνονται στις γειτονιές των παιδιών
και σεντόνια στις κοπέλες που αγρυπνούνε
κρυφά για ν' ακούν των ερώτων τα θαύματα.
Τρίτη 20 Απριλίου 2010
Δευτέρα 19 Απριλίου 2010
Κυριακή 18 Απριλίου 2010
Ώρα καλή πουλάκι μου
Ώρα καλή πουλάκι μου
αχ και να καλοδρομήσεις
Τα λόγια μου να θυμηθείς
αχ και πίσω να γυρίσεις
Εκεί στα ξένα που θα πας
αχ να μη με λησμονήσεις
ʼλλη αγάπη να μη βρεις
αχ κι εμένα παρατήσεις
Στέργιους πισμάνιψι
Κρουν τα νταούλια μωρί Στέργιου μ΄
κρουν κι τα βιολιά
κρουν τα νταούλια μωρί Στέργιου μ΄
κρουν κι τα βιολιά
Πάπούς μι την κόκκινη σαλβάρα
πάπούς χορεύει μπροστά
πάπούς μι την κόκκινη σαλβάρα
πάπούς χορεύει μπροστά
Ίδω Στέργιους, ικεί Στέργιους
Στέργιους απάν΄ στην αγριμδιά
Ίδω Στέργιους, ικεί Στέργιους
Στέργιους απάν΄ στην αγριμδιά
Κάτέβα Στέργιου μ΄, κάτεβα γκζάνι μ΄
να σε παντρέψουμι
κάτέβα Στέργιου μ΄, κάτεβα γκζάνι μ΄
να σε παντρέψουμι
Δεν κατιβαίνω, δεν αλλάζω
γάμπρός δεν γίνομι
δεν κατιβαίνω, δεν αλλάζω
γάμπρός δεν γίνομι
Τα σημάδια πίσω να πάτι
Στέργιους πισμάνιψι
τα σημάδια πίσω να πάτι
Στέργιους πισμάνιψι
Τρία μιτζίθια παπούτσια βρε Στέργιου μ΄
πάπούς αγόρασι
Τρία μιτζίθια παπούτσια βρε Στέργιου μ΄
πάπούς αγόρασι
Κάτέβα Στέργιου μ΄, κάτέβα γκζάνι μ΄
να σε παντρέψουμι
κάτέβα Στέργιου μ΄, κάτέβα γκζάνι μ΄
να σε παντρέψουμι
Σ' αυτό το αλώνι
Σ' αυτό το αλώνι Ελένη μου
σ' αυτό το αλώνι το φαρδύ
σ' αυτό τ' αλώνι το φαρδύ
τρανός χορός που γίνεται
Να 'χα μήλο Ελένη μου
να 'χα μήλο να 'χα ρόιδο
να 'χα μήλο να 'χα ρόιδο
να πέταγα μες στο χορό
Να ξεδιπλώ- Ελένη μου
να ξεδιπλώσω το χορό
να ξεδιπλώσω το χορό
να διω την κόρη που αγαπώ
Παραδοσιακό της Δυτικής Θράκης
Στου τουμάκι Μεταξάδες
Στου τουμάκι Μεταξάδες
Στου τουμάκι Μεταξάδες
Γιάννης Δήμαρχους αιντι Βασιλκούλα μ’
Γιάννης Δήμαρχους
Γιάννης έχει τρεις γυναίκεις
Γιάννης έχει τρεις γυναίκεις
Κι’ άλλην αγαπά αιντι Βασιλκούλα μ’
Κι’ άλλην αγαπά
Θα χουρίσει τη Θουδώρα
Θα χουρίσει τη Θουδώρα
Θα πάρει τη Βασιλκή αιντι Βασιλκούλα μ’
Θα πάρει τη Βασιλκή
Μάνα της την ουρμινεύει
Μάνα της την ουρμινεύει
Την παρακαλεί αιντι Βασιλκούλα μ’
Την παρακαλεί
Μην τουν παίρνεις πιδί μ’ τουν Γιάννη
Μην τουν παίρνεις πιδί μ’ τουν Γιάννη
Τουν Γιάννη του χουβαρδά αιντι Βασιλκούλα μ’
Τουν Γιάννη του χουβαρδά
Παραδοσιακό της Δυτικής Θράκης
Πέντε πέρδικες πιτούσαν
και στον κάμπο 'λογυρνούσαν,
για τα μας τα δυο ρωτούσαν,
γιατ' ισένα, γιατ' ιμένα,
για τα δικά σου μαύρα ματιά,
κάνω μαύρα μονοπάτια.
Θα σι πάρω, δε σ' αφήνω,
και στην Πόλη θα σι πάγω,
πέντε ντούμπλες θα σι βάλω
κι φλουρί θα σ' αρματώσω.
Παραδοσιακό της Δυτικής Θράκης
Καραγατσιανή
παίρνοντας αυτόν τον άντρα κόρη ζηλευτή
Είναι κρίμα τέτοια νιάτα Καραγατσιανή (δις)
να ναι τόσο αδικημένα κόρη ζηλευτή
Δεν μπορείς για να το κρύψεις Καραγατσιανή (δις)
μαρτυρούν τα δυο σου μάτια κόρη ζηλευτή
Παραδοσιακό της Δυτικής Θράκης
Αρχοντογιός - αρχοντογιός παντρεύεται
Εκτελέση: Χρόνης Αηδονίδης
Αρχοντογιός - αρχοντογιός παντρεύεται (2)
και παίρνει προσφυγούλα
προσφυγούλα μαυρομάτα μου
και παίρνει προσφυγούλα
προσφυγούλα σε κλαιν τα μάτια μου
Η μάνα του - η μάνα του σαν τ' άκουσε (2)
πολύ της κακοφάνη
προσφυγούλα μαυρομάτα μου
πολύ της κακοφάνη
προσφυγούλα σε κλαιν τα μάτια μου
Πιάνει δυο φι - πιάνει δυο φίδια ζωντανά (2)
τα ξεροτηγανίζει
προσφυγούλα μαυρομάτα μου
τα ξεροτηγανίζει
προσφυγούλα σε κλαιν τα μάτια μου
Κάτσε νύφη μ'-κάτσε νύφη μ' να φας να πιεις (2)
ψάρια τηγανισμένα
προσφυγούλα μαυρομάτα μου
ψάρια τηγανισμένα
προσφυγούλα σε κλαίν' τα μάτια μου
Από την πρώ-από την πρώτη πιρουνιά (2)
η κόρη εφαρμακώθη
προσφυγούλα μαυρομάτα μου
η κόρη εφάρμακώθη
προσφυγούλα σε κλαίν' τα μάτια μου
-Αχ,πεθερά-αχ,πεθερά θέλω νερό (2)
τη φλόγα μου να σβήσω
προσφυγούλα μαυρομάτα μου
τη φλόγα μου να σβήσω
προσφυγούλα σε κλαίν'τα μάτια μου
Σάββατο 17 Απριλίου 2010
Τέσσερα τζιαί τέσσερα ( δημοτικο Κύπρου)
Τέσσερα παλληκάρκα πασίν στον πόλεμον
Τέσσερα παλληκάρκα πασίν στον πόλεμον
Γυρεύκουν νάβρουν βρύσιν απάνω στον βουνόν,
Τζι ηυράσιν έναν λάκκον των εκατό ορκών
Έριξαν το λαγνίν τους ποιός εννά κατεβεί
Τζιαί έππεσεν ο κλήρος πας στο μιτσήν παιδί
Τζιαί έππεσεν ο κλήρος πας στο μιτσήν παιδί
«Δέστε με αδέρκια μου τζι εγιώ να κατεβώ,
Μεσ το ερημολάτσιην να βκάλω το νερόν»
«Μεσ το ερημολάτσιην να βκάλω το νερόν»
Τζιαί τότες τ αδέρκια του τον σφιχτοδέσασιν
Μεσ το ερημολάτσιην τον κατεβάσασιν
«Εβκάρτε με αδέρκια μου γιατ ηύρα το νερόν,
Εν κότσιηνον τζιαί μαύρον, μα τζιαί φαρματζιερόν»
«Εν κότσιηνον τζιαί μαύρον, μα τζιαί φαρματζιερόν»
Ώσπου να τον τραβήσουσιν τζιαί να τον βκάλουσιν,
Οι όφεις τζιαί τα φίδκια τον μισοφάασιν
Οι όφεις τζιαί τα φίδκια τον μισοφάασιν
«Να πείτε της μαννούλας μου στα μαύρα να ντυθεί
Γιατί τον γιον της τον μιτσήν εν θα τον ξαναδεί»
«Γιατί τον γιον της τον μιτσήν εν θα τον ξαναδεί»
Αγάπησά την ‘πού καρκιάς
τον έναν γρόνον είχα την, τον άλλον έχασά την
Αα, την καρκιάν μου εχείς καμένην και με τυραννείς
Αα, λυπήθου με κι αρκίνα πκιον να με πονείς
Αγάπησά την ‘πού καρκιάς κι έπινα τον καμόν της
και μέραν νύχταν έρεσσα κρυφά ‘που το στενόν της
Αα, την καρκιάν μου εχείς καμένην και με τυραννείς
Αα, λυπήθου με κι αρκίνα πκιον να με πονείς
Αγαπημένη τους πολλούς, αγάπα με κι εμέναν
τους άλλους διάς τους δκυό φιλιά, δως μου κι εμέναν έναν
Αα, έλα αγάπα με κι εσούνι μεν με τυραννείς
Αα, κι έλα δως μου έναν φιλούιν άγια να χαρείς
Αα, την καρκιάν μου εχείς καμένην και με τυραννείς
Αα, λυπήθου με κι αρκίνα πκιον να με πονείς
οι κριτικοί του έργου του Καρυωτάκη
Σκοπός μας είναι η δημιουργία μιας Ανθολογίας Ποιημάτων από το σύνολο των Ελλήνων Ποιητών- Ποιητριών αλλά και ορισμένων ξένων, καθώς επίσης και κειμένων που έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον μας. Πιθανόν ορισμένοι ποιητές και ποιήτριες να μην έχουν συμπεριληφθεί. Αυτό δεν αποτελεί εσκεμμένη ενέργεια του διαχειριστή του Ιστολογίου αλλά είναι τυχαίο γεγονός. Όσοι δημιουργοί επιθυμούν, μπορούν να αποστέλλουν τα ποιήματά τους
στο e-mail : dimitriosgogas2991964@yahoo.com προκειμένου να αναρτηθούν στο Ιστολόγιο.
Θα θέλαμε να τονίσουμε ότι σεβόμαστε πλήρως τα πνευματικά δικαιώματα του κάθε δημιουργού, ποιητή και ποιήτριας και επισημαίνουμε πως όποιος δεν επιθυμεί την ανάρτηση των ποιημάτων του ή κειμένων στο παρόν Ιστολόγιο, μπορεί να μας αποστείλει σχετικό μήνυμα και τα γραπτά θα διαγραφούν.
Τέλος υπογράφουμε ρητά ότι το παρόν Ιστολόγιο δεν είναι κερδοσκοπικό και πως δεν η ανάρτηση οποιουδήποτε κειμένου, ποιήματος κτλ γίνεται με μοναδικό στόχο την προβολή της ποίησης και την γνωριμία όλων όσων ασχολούνται με αυτή, με το ευρύτερο κοινό του διαδικτύου.