Σαν να έσκουζαν χίλιοι χάροι, οι μοίρες λες κι αποφάσισαν να κόψουν το νήμα της ζωής μας εκείνη την ώρα, έστειλαν τον αέρα με ρόχθους κι αλαλαγμούς να μας αφανίσει.
Αστραπόβροντα αυλάκωναν τον ουρανό.
Όχι ένα ή δύο.
Χιλιάδες, ταυτόχρονες ηλεκτρικές εκκενώσεις, φώτιζαν με ανατριχιαστική λεπτομέρεια την πάλη των στοιχείων της φύσης που μάχονταν, λες κι ήθελαν να δημιουργήσουν τον πλανήτη απ΄ την αρχή.
Έκλεινες τα μάτια να μην βλέπεις.
Την μια στιγμή κατηφορίζαμε σε αβυσσαλέα, θαλασσινά, φαράγγια και την άλλη πετούσαμε πάνω απο την κόλαση. Ουρανός και θάλασσα είχαν γίνει ένα.
Ο ορίζοντας χάθηκε.
Δεν υπήρχε πάνω ή κάτω.
Μόνο κεραυνοί που τύφλωναν και ασταμάτητες βροντές που διαδέχονταν η μία την άλλη χωρίς κενό μεταξύ τους.
Μια τρομακτική πελώρια βουή που έκανε τα τζάμια, τα ξύλα, τα μέταλλα και τις καρδιές μας να τρέμουν.
Μέσα στην τιμονιέρα, βλαστήμιες, ξεφωνητά πόνου και βρισιές, ξέφευγαν απο τα χείλη μας, καθώς τα σώματα πληγώνονταν απο τα χτυπήματα.
Ξαφνικά, κι ενώ το θαλασσοδαρμένο σκαρί σκαρφάλωνε στην κορυφή ενός κύματος, η σκάλα, μ΄ ένα ανατριχιαστικό μεταλλικό ήχο, τινάχτηκε ψηλά σπάζοντας τις βάσεις της, στάθηκε για λίγο μετέωρη και με την βουτιά που κάναμε στο κοίλωμα ξεκόλλησε απο τα καπόνια, πέρασε σύρριζα απο την μάσκα και σαν πούπουλο εξαφανίστηκε στο σκοτάδι.
Τούτη η αβαρία θα μας έστελνε στον πάτο αν δεν είχαν αποκοπεί τόσο γρήγορα οι πίροι που την στήριζαν.
Μέσα στον χαλασμό, άνοιξαν οι πύλες του ουρανού και χιλιάδες τόνοι βροχής πέσανε με ορμή πάνω μας. Τώρα το νερό μας κυρίευσε απο παντού. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο στη γη.
Μόνο νερό.
Άκουσα τον Γιάννη ταραγμένο.
«Τι κάνουμε καπετάνιο;» φώναξε παραιτημένος« δεν θα κρατήσει πολύ. Το νιώθω. Θα μας πάρει κάτω».
Το ένιωθα κι εγώ όπως όλοι.
Κάποιο απο αυτά τα τερατώδικα κύματα, θα μας βύθιζε με το βάρος του ή κάποια ριπή της τραμουντάνας, θα μας αναποδογύριζε.
Ήξερα πως αν κάτι πήγαινε στραβά, δεν θα υπήρχε χρόνος ούτε σήμα κινδύνου να εκπέμψω, αλλά ούτε να κατεβάσουμε σχεδίες ή να βάλουμε σωσίβια.
Ήταν αδύνατον να χωρέσουμε στην τιμονιέρα φορώντας τα και τα είχαμε κρεμάσει απ΄ έξω.
Βέβαια δεν ξεγελούσα τον εαυτό μου. Τίποτα απο αυτά δεν θα βοηθούσε. Τι σήματα κινδύνου και σωσίβια! Μόλις έπεφτες στο νερό θα πέθαινες απ΄ το κρύο ή θα σε έπνιγαν τα τεράστια κύματα.
Είχα αντικρύσει κι άλλες φορές τον θάνατο να μου κλείνει το μάτι, αλλά τώρα τον έβλεπα να χασκογελάει.
Ευτυχώς, σκέφτηκα, κάτι τέτοιες στιγμές δεν προλαβαίνεις να φοβηθείς.
Με τέτοιες συνθήκες, όλα γίνονται γρήγορα και εσύ απλά ελπίζεις και πιστεύεις πως θα τα καταφέρεις. Και παλεύεις θυμωμένα. Κι έτσι δεν φοβάσαι. Μόνο στο πρώτο χτύπημα αισθάνεσαι ξαφνιασμένος. Και αν είσαι τυχερός είναι τόσο ισχυρό και δεν νιώθεις τα επόμενα που σε κομματιάζουν.
Τώρα όμως κάτι έπρεπε να γίνει. Να μην παραδοθούμε έτσι.
«Λούση!» φώναξα για να ακουστώ μέσα στον ορυμαγδό της καταιγίδας.
Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω την φράση μου κι ένα πανύψηλο κύμα μας χτύπησε με βροντερή οργή.
Ακολούθησε ένας ανατριχιαστικός ήχος απο ξύλο και μέταλλο που ξεσχίζονταν πάνω απο τα κεφάλια μας, ενώ η τιμονιέρα τραντάζονταν, έτοιμη να ξεκολλήσει απ΄ το κουφάρι.
Κι άλλοι θόρυβοι, γδούποι, γδαρσίματα και σκισίματα αντηχούσαν πάνω απο την υπερκατασκευή, λες και το σκάφος είχε βρεθεί ξαφνικά σε διαλυτήριο πλοίων.
Η οθόνη του ραντάρ νέκρωσε, το VHF σιώπησε, η ανταύγεια απο τα φώτα πορείας χάθηκε και σαν σκιές, βλέπαμε να περνούν στο πλάι αντένες, κατάρτι, καλώδια, συρματόσχοινα, σχεδίες φουσκωτό όλα μαζί μπερδεμένα, ένα κουβάρι.
Ότι υπήρχε πάνω στην υπερκατασκευή είχαν παρασυρθεί απο το κύμα.
Στο μεταξύ, γδούποι και κρότοι απο την κουβέρτα, με έκαναν να ανάψω τα φώτα της οροφής και πρόλαβα να δω τα παγκάκια να εξαφανίζονται στο έρεβος.
Κοιταχτήκαμε έντρομοι. Δεν έμενε πολύς χρόνος. Δεν είχα περιθώρια. Δεν είχα πολλές επιλογές.
«Λούση» ξαναφώναξα μόλις κόπασαν λίγο οι θόρυβοι.
«Την πλωτή απο πλώρα και σβέλτα. Να τραβερσώσουμε ρε πριν μας διπλαρώσει». Και κρατώντας σφιχτά την πόρτα βγήκα στην κόλαση του νερού.
Η πλωτή άγκυρα βρισκόταν κάτω απο το μπαουλοκάθισμα κι έπρεπε να αναμερίσουμε.
Πίσω μου βγήκε ο Αραφάτ γαντζωμένος πάνω μου.
Κατάφερα να σταθώ όρθιος, αρπαγμένος απο τον χειραγωγό, όταν η Γεροντοκόρη, αφού αιωρήθηκε για λίγο καβάλα σ΄ ένα ψηλό συμπαγές κύμα, ξεκίνησε με ιλιγγιώδη ταχύτητα να βουτάει προς την άβυσσο.
« Αυτό είναι !» σκέφθηκα «Το Κύμα Ακραίας Καταιγίδας όπως το λένε τα ναυτικά βιβλία αυτή είναι η τέλεια θανάσιμη βουτιά. Δεν γλιτώνουμε τώρα. Τώρα θα μας πάρει».
Το σκάφος καρφώθηκε σχεδόν κάθετα, κι εγώ βρέθηκα σαν θαλασσοπούλι να πετάω παράλληλα με την επιφάνεια του νερού.
Ήμουν βέβαιος πως θα μας έπαιρνε απο κάτω. Δεν προλάβαινα να κάνω τίποτα απο τα σχέδια ανάγκης κι όλα όσα έπρεπε να γίνουν. Δεν αισθανόμουν φόβο, παρά μόνο μια ανακούφιση, που ήμουν έξω, στον καθαρό αέρα και δεν θα πέθαινα παλεύοντας απεγνωσμένα, παγιδευμένος ανάμεσα στις λαμαρίνες μέχρι να τελειώσει ο αέρας στα πνευμόνια μου.
Μια πρωτόγνωρη γαλήνη πλημύρισε την καρδιά μου καθώς η πλώρη γλιστρούσε όλο και πιο βαθειά στο υδάτινο φαράγγι.
«Τελικά δεν είναι και τόσο άσκημα να πεθαίνεις!» Πρόλαβα να σκεφτώ.
Τα αγαπημένα μου παιδικά πρόσωπα, χαμογελούσαν στο σκοτάδι κι οι μπούκλες των μαλλιών τους ανέμιζαν στον αέρα. Αισθάνθηκα ελαφρύς, σαν να είχα πιει τον καλλίτερο καπνό του κόσμου και καθώς ο βυθός ανέβαινε, τα φύκια, τα μούσκλια κι οι γοργόνες έτρεχαν να με καλωσορίσουν στην αγκαλιά τους.