Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2012

Οι δικαστές


τα χέρια πλένοντας οι θύτες, σαν Πιλάτοι
ρίχνουν ευθύνες "αμφιπλεύρως", όπως πάντα
και εξομοιώνουν των λαών την ιντιφάντα
με τις δικές του εκατόμβες και σφαγές.

Όσοι, με νόμο τους τον τρόμο και τη βία,
κάναν παράνομο το μέλλον του πλανήτη
τώρα δικάζουν το παρόν για ανταρσία
και τ’ αναγκάζουνε να σκύψει με κλωτσιές.

Βιαστές βαφτίζουν το βιασμό.... δικαιοσύνη
και την αντίσταση την λεν τρομοκρατία
κι όσους δεν έσκυαν εκεί, στην Παλαιστίνη
σαν τα σφαχτάρια τους κρεμάνε τις θηλιές.

Της νέας κρίσης οι κριτές - καν και στ’ αρνιά τους-
δεν επιτρέπουν σταθερές βοσκές και στρούγκες.
Σε μονοδρόμους τα προγκάν με τα σκυλιά τους
ή σ’ αδιεξόδους τα ξεκόβουν - βομβιστές.

Κι οι δικαστές - π’ αντί οδόντος βγάζουν μάτια-
σαν δίνουν "λύσεις... φιλικές" - λυκοπαγίδες!-
κρίκο τον κρίκο μας αλλάζουν αλυσίδες
γιατί σκουριάσανε και σπάζουν οι παλιές.

Οι ειρηνιστές


Πάν’ απ’ τα σπλάχνα της Τζενίν πετούν τα όρνια
κράζουν να διώξουν τα αχόρταγα θηρία
που, μπουκωμένα με συκώτια και πλεμόνια,
σκάβουν ακόμα για... εστίες ανταρτών.

Κλαδί ελιάς οι ευρωμπροστάτοι λεν πως φέρνουν
- αυτό που πήγαν και στην πρώην Γιογκοσλαβία!-
και μοιάζουν κόρακες στα νύχια που κραδαίνουν
σαν κλωναράκια τρυφερά... οστά παιδιών.

Κι όσοι - χωστά ή φανερά - βάλανε πλάτη
για να σταυρώσουν οι ΕυρωΝάτοι τη Σερβία
πάλι στηρίζουνε τη σκάλα του τζελάτη,*
του εργοδότη της ειρήνης των καρφιών.

Βγάζει, ξανά εκ των υστέρων, κι ο ‘διοχτήτης
το περιστέρι του Πικάσο απ’ τη σάλα
μήπως του φέρει σαν κοψίδ’ απ’ τη Ραμάλα
τον καταλύτη του βραχνά των εκλογών.

Μπουλντόζες σπρώχνουν τους νεκρούς για να περάσει
τουτ’ η πομπή βραδυφλεγούς ανθρωποσύνης
- αλλ’ απ’ τις τρύπες των χεριών της Παλαιστίνης
ρέει αβίαστα, σαν αίμα, το "αργόν"...*

*Τζελάτης: (από το τούρκικο cellat) ο δήμιος. Λέξη αποθησαυρισμένη και στη νεοελληνική λογοτεχνία (Κόντογλου, Βάρναλης κ.α.)
Αργό(ν): Εκτός των άλλων, το ακατέργαστο πετρέλαιο.

Το κουρμπάνι*


Έστελ’ ο καίσαρας φιρμάνι στον τετράρχη
την αταξία της σφεντόνας να πατάξει
κι ένα κουρμπάνι να του σφάξει σαν θυσία
για ούριο ρου των πετρελαίων του στη γη.

Και, ζηλωτής της εντολής που επιτάσσει
να θυσιάζει μαζικά στη Νέα Τάξη
Για την τιμή του πετρελαίου την αγία
Σφάζει ο Σαρόν ένα λαό σαν το τραγί.

Δεν φτάνει ελάφι στην Τζενίν, να γίνει θάμα,
- σαν της Αυλίδας- η φωνή, μόνη δεν φτάνει
την Ιφιγένεια να γλιτώσει απ’ τους μπαλντάδες
σε μια πατρίδα που λιανίζουν οι ληστές.

Φέτος το Πάσχα θα γλεντήσουν όλοι αντάμα, πραιτοριανοί, ευρωστρατοί, αμερικάνοι...
(Οι σιωνιστές και οι χριστιανοί πετρελαιάδες
ήδη σουβλίζουν φενταγίν στις ψυσταριές)

*Κουρμπάνι: το σφάγιο ζώο που προορίζεται για θυσία. (αραβ. Προελ λέξη, κοινή κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας σ’ όλη την Ελλάδα.

Πρόσωπο αχνό


Ενώ το πρόσωπο αχνό
πώς διαγράφεται ξεχωριστό
στα τόσα περιγράμματα,
που ανάμεσά τους
μία σκιά σαν έφιππη
χτυπάει σαν χρόνος.
Σιγά σιγά γεμίζει και το σώμα,
που ωστόσο υπολείπεται
μέσα στα πράγματα,
αφού στα ξαφνικά
τι ύψος που παίρνουν τα τραπέζια,
πόσο μακριά ανεβαίνουν οι θόλοι,
το Αλφα μόνο και το Ωμέγα
τον κοιτούν σαν μάτια.
Τις επιφάνειες όλες
τις ρυμουλκεί η ίδια η σκόνη.
Χαράδρες ανοίγουν με βουή από κάτω
και το νερό ανεβαίνει μέχρι τους θόλους.
Πρόσωπο αχνό
μα και θαμπό μες στα νερά,
από ψηλά τα γράμματα
σχοινί σού ρίχνουν να σε σώσουν.
Από μιαν άνωση της γλώσσας
είναι που δεν πνίγηκες ακόμα.


Βρεττός Λ. Σπύρος
Ποίημα από το λεύκωμα «Τα σχέδια της ποίησης: από μιαν άνωση της γλώσσας», Πολύεδρο 2009

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2012

του Φθινοπώρου

Άνθη που εκπνέουν οδυνηρά
και με λεπτότητα
φύλλα που πέφτουνε
με τεχνική αρτιότητα

Τι αιχμηρότερο αυτού
του φθινοπώρου;

                         Ημίφως.
Άνθος βαθύ που έγινες
του πράγματος ο τάφος
                                 χαίρε!

Χαίρε τρελέ μου
                        τριανταφυλλένιε
από αγκάθια
δικά σου πληγωμένε.

Η ώρα πέρασε

Η ώρα πέρασε
η θάλασσα έσβησε
                               λοιπόν.
Όλη νύχτα χτυπούσα
τις πόρτες της.
Να εισέλθω αργά σε θαυμαστά
ανάκτορα
ήλιων άλλων.
Μα η ώρα πέρασε
η θάλασσα έσβησε
                             ατυχώς
κι εγώ δυστύχησα
τούτο το απόγευμα
μην έχοντας τίποτα
να αντιγράψω
παρά εκφάνσεις
χαμένων κυμάτων.

“Πιότερο οδυνηρή κάνουν τη στάχτη τα όνειρα”

“Πιότερο οδυνηρή
κάνουν τη στάχτη τα όνειρα”
είπε ο μαύρος άγγελος
Έπειτα τραγούδησε
τραγούδησε και φάνηκε
το πένθιμο λουλούδι
-ωραία μέρα σήμερα
είπε ο ποιητής.

......Συννέφιασε ο καθρέφτης...

Συννέφιασε ο καθρέφτης επικίνδυνα -
βροχερή μορφή τεμαχισμένη
πρόβαλε τότε η Ποίηση
τρελή μητέρα θάνατο
θάνατο τραγουδώντας

....Θα πρέπει να ‘μουν θάλασσα...

Θα πρέπει να ‘μουν θάλασσα
καθώς θυμάμαι καθαρά
ψάρια νεκρά, ναυάγια
σβησμένα φώτα να σπαράζουν στους βυθούς
 
Θα πρέπει να ‘μουν θάλασσα -
βούλιαζε ένα φεγγάρι
στα μάταια νερά μου
 
Θα πρέπει να ‘μουν θάλασσα
θάλασσα κουρασμένη
δίχως ακτή το τέλος
το τέλος ν' ακουμπήσω.

Φάντασμα φθινοπώρου


 
Στάζουν γύρω τα δέντρα
άνοιξη πεθαμένη
 
Κι όλο φοβάσαι
                       δε ρωτάς
περνάς
           δε ρωτάς
γερνάς
           και ξέρεις
 
Ξέρεις πως δε λυτρώνονται
των δέντρων τα φαντάσματα.
 

Η νύχτα της φωνής μου


Η νύχτα της φωνής μου
είναι ο δίχως ήχο πυρετός
είναι το γκρίζο όνειρο
το χλωμό χάδι της μητέρας
κι ένα πουλί φθινόπωρο
που όλο φθίνει στον Άδη.
 

Ο λώρος


 
Ποτέ σου δεν κατάλαβες μητέρα
τα τριαντάφυλλα που αναρριχιόντουσαν
γύρω-γύρω σε ολόκληρο
το γυμνό κορμί μου
 
Και πως σφάδαζα όταν μαραίνονταν
ματωμένη του λυγμού τους μυρωδιά
μέναν τ' αγκάθια
 
Συνέχιζα,
μαραμένα τριαντάφυλλα φορτωμένος
τρόμο, τραύματα
μέναν τ' αγκάθια
 
Διαστέλλονται οι πληγές μου κάθε άνοιξη
Γι' αυτό αγαπώ τους χειμώνες
Μείναν τ' αγκάθια.
 

Δεν είναι μέρα


 
  Δεν είναι μέρα
καρφί τριαντάφυλλο
ο πυρετός της πέτρας
δεν είναι μέρα ούτε βροχή
όνειρό μου εσύ βαθύ
τρικυμισμένο
πληγή φωτός πηγή φωνής
και λέξεις
- χάδι η θάλασσα -
δεν είναι μέρα
                          


Για το ρόδο

Για το ρόδο που χάθηκε
πριν ο ήλιος να σβήσει
και γι’ αυτό που μαράθηκε
όταν έπαψε η δύση
για το άλλο που φύτρωσε
σε ουράνια μέρη
μα δε γνώρισε χάδι
απ’ του ανέμου το χέρι
και για το ρόδο
του Τσελάν
μες στη νυχτιά των άστρων.

Ο άνεμος

Ο άνεμος είναι
ένας άπραγος γέροντας.
Που και που χτυπά
τις πόρτες της πραγματικότητας.
Δεν του ανοίγει καμιά φυσικά.
Ξέρουν οι εκεί τον άνεμο
από καιρό τον ξέρουν.
Αν δέντρα του προσφέρουν,λένε,
θα τα ρημάξει.
Και αν λουλούδι ζωτικό
σε χάος θα τ’ αλλάξει.
Και ζούνε πάντα σκοτεινοί
-όποιοι εκεί-
μια αστεία διαλυμένη φαντασία
αλλά κι ο άνεμος
ο άνεμος
εκτός
την πιο αιχμηρή αιχμαλωσία.

χάος λυρικό

Τα άδεια απόψε δάχτυλα
του χάους με τυλίγουν.
Τάχα μπορούν απ’ τη νυχτιά
τ’ άστρα μου να ξεφύγουν;
Κάθε πουλί, ξέρω, μπορεί
ν’ αποσπαστεί απ’ το κλαδί
Κάθε οδοιπόρος, ακόμη,
μπορεί
το διάβα του να σταματήσει
και να κοιτάξει ώρα πολλή
(κενή)
τη γύρω φύση.

Μα εμένα απόψε δάχτυλα
του χάους με τυλίγουν
και δάκρυα
βαθιά καρφιά
κάθε μου λέξη πνίγουν.

η παγίδα της αυγής

Ξάφνου και παγιδεύομαι.
Από δυο πέπλα
όχι τίποτα σπουδαίο.
Αλλά υφασμένα
με διαθέσεις
κρυπτικές,
εφιαλτικές
και διόλου -αλήθεια-
στοργικές.

Σκότους τέτοια λεπτότητα
γιατί να σε χαλάσω;
Ξημέρωσε άλλωστε εντελώς.
Ώρα
να σπάσω.

Γεράκια

Γεράκια υπέρμετρα
χασκογελούν
πάνω απ' τις λέξεις μου.
Δικαίως.
Ναι
τόσο νέος
κι οι εικόνες μου γερνούν
βλέπω σιγά να γίνονται
η σίγουρη τροφή τους.

Ως γυάλινο μάτι

μνήμη Ελένης Βακαλό

Ως γυάλινο, υπάρχω, μάτι. Κάθε πρωί κάποιος με καθαρίζει στοργικά, μου δείχνει δυο θάλασσες και μου ζητάει να διαλέξω. Δεν ξέρω πως τα καταφέρνω, διαλέγω πάντοτε τη λάθος θάλασσα και βρίσκομαι αίφνης εντός της ερήμου.
Από δω σας μιλώ.

Νύχτα Μεταιχμίου

Μισός ύπνος
μισός θάνατος.
Με τα χέρια στην άνοιξη
την καρδιά μες στη λάσπη.
Έτσι μεταλλάσσομαι.
Μεταξύ ανοίξεως και μη
όπου το δέντρο βαθύ
και ριζώνουν τα κύματα.

Έτσι μεταλλάσσομαι.
Μισός Νίκος
μισός θάνατος.

Άτιτλο από "Ποίηση Ι"

μόνο ένας θάνατος
μόνο ένα κορμί
τα χείλη της νύχτας με φίλησαν
οι καθρέφτες έχουν φωνή ραϊσμένη
τα γεφύρια βυθίζονται
φίλοι μου
πέρα μεγάλος κόσμος
αβρό θάμπος
γυμνότητα
προσφέρονται μάγουλα και θηλές
και χώμα

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

Η επίσκεψη



Η Μαρία μού φέρνει μαργαρίτες
μου φέρνει περιστέρια κι ένα γράμμα


Δεν έμαθε η Μαρία πως ταξιδεύω
πως πια δεν κατοικώ σ' αυτό το σώμα

Ωραίο να ζεις



Ωραίο να ζεις μέσα στην Ανοιξη
στο φως και των χρωμάτων τη σπατάλη
στων αρωμάτων τη χλιδή
στη λάμψη και τη φαντασμαγορία


Ωραίο να ζεις σαν τα λουλούδια που αναβλύζουν
σαν τα πουλιά που ιχνηλατούν
σαν τα σκουλήκια που ζητούν τον προορισμό τους


Ωραίο να ζεις ξαλαφρωμένος τ' ουρανού το βάρος
ωραίο να ζεις απολησμονημένος
ωραίο να ζεις τρυγώντας γήινες ώρες
ωραίο να ζεις αντίπερα των άστρων


Ωραίο να ζεις πλησιάζοντας τις βρύσες
ωραίο να ζεις ακούγοντας τις φλέβες
ωραίο να ζεις με το ένα μόνο πρόσωπό σου
ξεχνώντας το άλλο στο δικό του κόσμο


Ωραίο να ξέρεις - κι όμως να σωπαίνεις

Ν' απλώνεις ρίζες - κι όμως να βυθίζεσαι

το φαγκότο

Ανοίγω τη μικρή γυάλινη θύρα
του σκοτεινού παλαιοπωλείου, χτυπάει
παλιοκαιρνό κουδούνι μα κανένας
δεν έρχεται
.. Τριγύρω βασιλεύει
τέφρα σιωπής κι ακινησία θανάτου
Ποιος είναι εδώ; Ρωτώ και το κουδούνι
ξαναχτυπά καθώς η θύρα κλείνει
Νιώθω πως είμαι πια παγιδευμένος
σ’ ένα ψυχρό νεκροταφείο πραγμάτων
Μισοσβημένες προσωπογραφίες
παμπάλαια βάζα και μουγγά ρολόγια
ζώα και πετεινά ταριχευμένα
που με κοιτούν με το νεκρό τους βλέμμα
Χαμογελά χορεύτρια πορσελάνης
Μου γνέφει φιλικά μακάριος βούδας
Κάτι σα χνούδι νιώθω να μ’ αγγίζει
Ποιος είν’ εδώ; Ξαναρωτώ
και τότε
φέγγος θαμπό το χώρο πλημμυρίζει
Ξανθό κορίτσι βγάζει το κεφάλι
πίσω από τη ροτόντα και μου λέει
Σιγά .. μη σας ακούσει και σωπάσει
Παίζει φαγκότο πάλι .. τον ακούτε;
Παίζει φαγκότο
Κάτω
Στα θεμέλια

ο υπηρέτηςς

Όχι, δεν είμαι εγώ καθώς νομίζεις
αυτός που κυβερνάει από τα βάθη
προκαθορίζοντας πορεία και στόχους

Ο άλλος είναι – ο αποκεκρυμένος
Εγώ –μα ποιος εγώ ;– παγιδευμένος
«αιχμάλωτος μιας αποτρόπαιης μοίρας»
ο ποιητής Πι Δέλτα ή Γάμα Βήτα
ή Ορέστης Αλεξάκης τέλος πάντων
δεν είμαι παρά μόνον υπηρέτης
αγνώστου Αυθέντη που ποτέ δεν είδα
και που δεν έχω ακούσει τη φωνή του
γιατί τα μάτια μου είναι σφραγισμένα
τ’ αυτιά μου βουλωμένα και τα χέρια
δέσμια για να μπορούν να κάνουν μόνο
τις απολύτως αναγκαίες κινήσεις.

Μοίρα σκληρή – μα δεν παραπονιέμαι
Γιατί οι ενδείξεις συνεχώς πληθαίνουν
πως είναι κι ο Αυθέντης μου τυφλός
κωφός
βωβός

και με το στήθος άδειο. . .

Ξενοδοχείον ο Απόπλους

Δεν το ξεχνώ το πανδοχείο εκείνο
Τον ξενοδόχο που χαμογελούσε
με το ένα μάτι πάντοτε κλεισμένο
σα να ’χε βρει του αινίγματος τη λύση
Την καμαριέρα με το μαύρο δόντι
που διέσχιζε τους έρημους διαδρόμους
κρατώντας πάντα μια σβησμένη λάμπα
λες κ’ είχε κάτι να μας φανερώσει
Το θάλαμο    τα δώδεκα κρεβάτια
–γύρω βαλίτσες
μπόγοι
πατερίτσες
κι η μυρωδιά παντού του σάπιου χόρτου–
Ν’ ακούγεται βροχή    να κάνει κρύο
να χώνεσαι στα βρώμικα σεντόνια
να βγάζει ο διπλανός το πρόσωπό του
μέσ’ από τις κουβέρτες και να λέει
Καλά να σκεπαστείς να μη κρυώσεις
νύχτα θα καβατζάρομε το κάστρο
μπάζει φαρμάκι από τις χαραμάδες

Côte d’Azur

Μπαρ Saint Tropez d’amour
Gitanes και ουίσκι
Νέφος καπνού και πορφυρά κορίτσια
Μια μεθυσμένη κρεολή θυμάται
Σ’ ένα ρημάδι φύτρωσα μου λέει
Μεγάλωσα σε παγερούς διαδρόμους
Στο βάθος βλέπω μόνον άσπρους τοίχους
Μια μοναχή προσεύχεται στο ημίφως
Ένας καμπούρης θυρωρός κλειδώνει
Ξάφνου πηδώ τον φράχτη και τον φόβο
Μέλλοντα ζοφερά με καταπίνουν
Πολλά φανάρια μ’ έχουν οδηγήσει
πολλά σημάδια ναυτικών γνωρίζω
πολλών πλανόδιων πωλητών μασχάλες
Παντού καπνός και νυχτωμένοι δρόμοι
κι η μοναξιά σαν το βρεγμένο ρούχο
Νυχτερινό κλωστήριο το μυαλό μου
χτυπούν νερά τα χτένια τής ψυχής μου
σπάζουν οι αρμοί και φως με κατακλύζει
Διακρίνετε στο βάθος τις καμπάνες;
Το Ave Maria των πεφορτισμένων
Η Παναγία τής Λούρδης επιστρέφει
διασχίζοντας απέραντες εκτάσεις
σε βάθη σκοτεινών χιλιομέτρων
Γιατί κι η μοίρα κάποτε αστοχεί
Γιατί κι η νύχτα κάποτε
φωτίζει

η απρόσμενη

Όμως
ποια να σαι Εσύ που αιφνιδιάζεις
—με τόση λάμψη τόση μουσική—
το σκυθρωπό βασίλειο της σιωπής μου;
Που χείμαρρος φωτός εισβάλλεις ξάφνου
σ’ αυτά τα ειρηνικά σκιόφωτα όπου
χρόνια και χρόνια τώρα συντηρώ
τις λιγοστές αναιμικές μου μνήμες;
Μ’ αυτή την εκτυφλωτική ομορφιά; Μ’ αυτή
την εκκωφαντική σου παρουσία;
Τι ανακαλεί το βλέμμα σου στη μνήμη;
Κι αυτό το αστραφτερό χαμόγελό σου
—σαν άξαφνη αστραπή σε μαύρο φόντο—
ποιο ανέφικτο υπαινίσσεται και ποιες
ακτές πέραν του χρόνου προφητεύει;
Στο φρύδι του γκρεμού με καρτερείς
και με χαμόγελο ήρεμο μου γνέφεις
ανύπαρκτα φτερά να εμπιστευθώ
παγιδευμένες πτήσεις να τολμήσω

Ο ποιητής είναι αθώος

Ο ποιητής υποφέρει           Ο ποιητής υποφέρει
γιατί έχει χάσει το δρόμο και πού πηγαίνει δεν ξέρει
και περπατά δίχως μνήμη σ’ αυτή τη χώρα του νότου
ενώ ένα μαύρο ποτάμι μπαίνει συχνά στ’ όνειρό του

Ο ποιητής δε γνωρίζει μόνο αγρυπνά και δακρύζει
σαν να τον κράζουν οι ρίζες υπόγειους κήπους σκαλίζει
και μέρα νύχτα τα ερείπια της ύπαρξής του ανασκάβει
κι ένα σκυλί σκοτωμένο μέσα στα τρόχαλα θάβει

Κι άλλοτε πάλι μονάχος κωπηλατεί σε μια λίμνη
και λυπημένος κοιτάζει την άδεια θέση στην πρύμνη
Κι ενώ απ’ τα βάθη των χρόνων ένα παιδί τον φωνάζει
νιώθει που η βάρκα του γέρνει κι αγάλι αγάλι βουλιάζει

Κι ακούει μια μάνα να λέει την ίδια πάντα ιστορία
Κρυμμένη πίσω από ράφια και σκονισμένα βιβλία
Κι όπως η νύχτα ζυγώνει και το σκοτάδι πυκνώνει
Βλέπει -απ’ αλλού- το κορμί του να το σκεπάζει το χιόνι

Αυτοχειρία




Κι αν ίσως κάποτε συμπράττω
θύμα κι εγώ μοιραίων συσχετισμών..
Ο ΛΗΞΙΑΡΧΟΣ, «Ο περιπατητής τής παραλίας»

Και βέβαια κάποτε συμπράττεις
Κάποτε ακούσια προσχωρείς
Ο χρόνος τήκεται νωρίς
Κι όλο σού γνέφει ο σχοινοβάτης

Κοιτάς σημάδια τού προσώπου
Ζεις σε μιαν άγνωστη εποχή
Το τέλος είναι στην αρχή
Το σύμπαν στο κλουβί τού ανθρώπου

Πόλη θαμπή και κουρασμένη
Μνήμη που γλείφει σαν σκυλί
Κανείς δεν ξέρει ποιο σκαλί
Το μάταιο βήμα κατεβαίνει

Κανείς δεν ξέρει ποιος ζυγώνει
Ποιος στη σκιά καραδοκεί
Ποιος στο κορμί σου κατοικεί
Ποιος επιστρέφει από τη σκόνη

Στο μεταξύ πετούν μπαλόνια
Γέμισε ο τόπος κομφετί
Γίνεται ο θάνατος γιορτή
Πωλούνται φέρετρα και χρόνια

Κάποιος ανοίγει την παρτίδα
Κάποιος ορίζει την τιμή
Σε παρασύρουν οι αριθμοί
Στη φοβερή τους πλημμυρίδα

Χάνεσαι μέσα στη χοάνη
Σε προσμετρούν στο ποσοστό

(Το πτώμα βρέθηκε ζεστό
Κι άγγιξε ο κρόταφος την κάννη)

Ερημίτου απόλογος


 
[Από την ενότητα
 Ψυχογένεια]

Έτσι εκπληρώνω τον προορισμό μου

Με τα κρυμμένα μου πουλιά
που ζωντανεύουν με κρουνούς κελαηδισμών
τις αποτεφρωμένες σας κοιλάδες
Με τη δική μου μουσική
των δειλινών
που μολονότι ηδυμελής και ωχρότατη
στο τέλος
τον άγριο παφλασμό σας υποτάσσει
Με των δρυμών την περισυλλογή
με των ανέμων την πολυφωνία
μ' όλα τα μάτια μου ανοιχτά στο αντιπρανές
με τη σιωπή μου κύμβαλο αλαλάζον

Σ' αυτό το μετερίζι ξαγρυπνώ
σ' αυτή την έσχατη σκοπιά
παρόχθιος παρατηρητής
των επιγείων τη μοίρα κατοπτεύω

Ερωτηματικά ψυχοσαββάτων





μνήμη
 Τάσου Κόρφη
 
Έρχονται οι φίλοι μού
χτυπούν την πόρτα
τι να τους πω θα τους ανοίξω πάλι
κι εξ άλλου χρόνια τώρα πεθαμένοι
κι εξ άλλου
χρόνια τώρα που κρυώνουν
Και το σκυλί - τι άβυσσος αλήθεια -
κουνώντας την ουρά
καλωσορίζει
Προς τι λοιπόν οι μάταιες αντιστάσεις;
Ποιος ορθοτόμος και
δικαιοκρίτης;
Και ποιος
 εγώ που δήθεν τοπογράφος
οριοθετώ
τον πάνω κόσμο από
τον κάτω κόσμο;
Και ποιος
 εσύ
που αμίλητος ανοίγεις
παλιά συρτάρια και
βαθιά σεντούκια
ψάχνοντας το χαμένο μυρογυάλι;
Και ποιος
 αυτός
που αντίκρυ μου στην τάβλα
χύνοντας δάκρυα φλογερά
μια πίνει κόκκινο κρασί και μια
την ερημιά των τάφων τραγουδάει;

Απειλή


 
Και πάλι ρόδινοι νυγμοί
στην άδεια νύχτα

σταγόνες μνήμης

στην τυφλή σπηλιά μου

ένα πουλί από φως στο μαύρο φόντο

ρίγη κελαηδισμού

φοβάμαι πάλι

Ο έσχατος



Κι όταν η πόλη οριστικά νεκρώθηκε
και στις μεγάλες άδειες λεωφόρους
έμειναν μόνο τενεκέδες σκουπιδιών
και γάτες εξαθλιωμένες που θρηνούσαν

Εκείνος γλίστρησε αλαφρά σαν ίσκιος
μέσ' από την παλιά νεκροκασέλα
κι ευτυχισμένος που αξιώθηκε επιτέλους
τόση συγκομιδή απεραντοσύνης

γονάτισε και κλείνοντας τα μάτια
δόθηκε στη βαθιά μαγεία των ήχων
αυτών που μόνο οι πονεμένοι ακούνε

κι έτσι δεν ένιωσε καθόλου τα σκυλιά
που πεινασμένα σύρθηκαν κοντά του
κι έτρωγαν τρυφερά τις σάπιες σάρκες του

καθώς πιο κει το νέο του σώμα
φορτισμένο
με αγνότητα ουρανού

φεγγοβολούσε

Ένοικος



Μα
 Εσύ ποιος είσαι; Ακούω τα βήματά σου
Στους ήχους των βημάτων μου
  Ποιος είσαι;
Ακούω το βάθος τής σιωπής σου ως ένα
Πηγάδι σκοτεινό ή ανάσα δέντρου
Ακούω την ύπαρξή σου σαν αγνώστου
Κι απόμακρου ουρανού το κατακρήμνισμα
Κι όμως το ξέρω, μ' έχεις προσαρτήσει
Με κατοικείς, είμαι το σπίτι σου, έλα
Να ζεσταθείς, σου ανάβω την καρδιά μου

Δεν θέλω ανταμοιβή, δεν σου γυρεύω
Να μου φανερωθείς, σου ανοίγω κιόλας
Τη μυστική καταπακτή βαθιά μου
Να κρύψεις μέσα εκεί τα αινίγματά σου
Δεν σου ζητώ σημάδι παρουσίας
Δέχομαι τον πικρό καρπό τής λήθης
Τη μοναξιά - την ερημιά των κόσμων

Σωπαίνω μέσα σ' όλες τις σιωπές σου

Θα 'μαι το κάστρο σου ως στην έσχατη ώρα

Η μόλις μουσική

Μην απορείς που δυνασχετώ
ν’ ακολουθώ τα βήματά σου Μνήμη
Γνωρίζω την αλήθεια τι ωφελεί
αδιάκοπα σ’ αυτήν να μ’ επιστρέφεις;
Για ποιο σκοπό ο χορός των ερειπίων;
Η επαναβίωση τόσων χωρισμών;
Η εκταφή του ενταφιασμένου χρόνου;

Σώπασε… σώπασε… η ψυχή κοιμάται
Μην την ξυπνάς… κουράστηκε να ελπίζει
Κουλουριασμένη μέσα στον εαυτό της
έχει αφεθεί στη μόλις μουσική

που η αίσθηση του μάταιου αναδίδει

Μοναξιά



Ανταμώσαμε πάλι ξανά
σκληρή μου μοναξιά,
παλιά μου ερωμένη.
Βρεθήκαμε ξανά μαζί,
σε μέρη απάτητα και σκοτεινά,
καί οι δυό μας πληγωμένοι.

Το ήξερες από καιρό

πως στα όνειρά μου σ’ απατώ
με άχρωμες παρέες.
Που μου ’χουν κάνει τις στιγμές
αφόρητες και πληκτικές,
παράτες χωρίς συνθήματα, χωρίς σημαίες.

Όμως μια χάρη σου ζητώ

μαζί μου γι’ απόψε λίγο μείνε.
Κι’αν στ’ όνειρο μου πάλι εγώ βρεθώ,
σε κάποιο καταγώγειο να μεθώ,
μ’ απατηλούς συνδαιτημόνες,
συγχώραμε εσύ γι’ αυτό
γιατί σαν άνθρωπος κι’ εγώ
δεν αντέχω άλλο πια
μοναχικούς χειμώνες.

Αυτοκτονία



Η νύχτα καλεί με χέρια που μυρίζουν θάλασσα
Μες στην ομίχλη η μπουρού φωνάζει
Και του θυμίζει τότε που τα δικά του χέρια τραβούσαν την ψαρόβαρκα γεμάτη στην ακτή.
‘Ολοι τον θαύμαζαν για τη δύναμή του, τα πόδια βράχια, τα μπράτσα όλο νεύρο—
Κι όλοι φοβόντουσαν την τρέλα που κούρνιαζε στο μυαλό του,
Απρόβλεπτη σαν μπουρίνι καλοκαιρινό.
‘Εψαξε τα μαχαίρια στην κουζίνα μα οι αδερφές του είχαν προνοήσει.
Το μπαλκονάκι ήταν χαμηλό.
Ροβόλισε στη θάλασσα που τον είχε ανδρώσει
Μα ντράπηκε τα βλέμματα της ροδοδάχτυλης αυγής—
Κι ύστερα πώς να πνιγεί ένας ψαράς;
Γύρισε σπίτι άπραγος, ξεκλείδωσε την πόρτα
Και σιγοπάτησε στην είσοδο μη δώσει αφορμή.
Ένα χλωμό μπουκάλι με χλωρίνη τον κάλεσε στην άκρη
Τι  άραγε πιο ήσυχο απ’ αυτό;
Τον βρήκαν αργότερα στο γιατάκι του σκυφτό
Με βλέμμα κουρασμένο και αργό,
Οι παντόφλες μισοφορεμένες στην άκρη των ποδιών.
Ντράπηκα, τους είπε, και ντρέπομαι που ζω.
Οποιά κατάρα να έχεις σώμα άφθαρτο
Κι ένα μυαλό που λαχταράει το θάνατο.

Τιμωρός Αναξιμένη



Παράξενα στο φως καθρεφτίζουν οι οφθαλμοί σου,
αλλιώτικα από τους θυρσούς που ελλοχεύουν το σημάδι της αφής
στο μέτωπο μιας διθύραμβης αβύσσου.
Ομοίωμα διττής αισθήσεως στο στερέωμα η πνοή,
αγρυπνώντας τις δωρικές αφθάρσεις,
δολώντας το κέρας με ψυχικές του Ίωνος αφαιμάξεις
γοήτευε σαν Απολλώνιος αγέρας το άσαρκο μιας θυμοειδούς τάσις.
Αβρότης εστί Αιθίοπας του άτεκνου δισταγμού,
δαυλός μιας νιότης που στειρώνει τον αναστεναγμό
στον υμένα της πλατωνικής συστολής προς το ατέρμιτο δέος
ενός αλαλαγμένου αποστάτη,
καλπάζει στης προδωσίας την αιδώ με το αγέρωχο άτι.
Κίνησις εκ των άκρων,
φθείνουσας πορείας αμφοτέρων δογμάτων
εις το αθεράπευτο εκμαβλίζων θέρος τας επιφανείας χορηγείας.
Το ανήθικο βέτο ασκηθείσας το βρεφικόν,
απαλλαχθέντος δημαγωγός ο χρόνος
θόλωσε με τα δεσμά της ανοσίας τη μνήμη.
Ότε δίκη συ αποδώσεις τας τιμωρίας κλίνης
τοις πράγμασι φημολογίας εστί το τέλος ως αποφυγή της τίσις,
γέννεση της απραξίας,σκέψη νοσηρή,
δόρατος πληγή αφορμώμενη απ'τον πολυμήχανο της πλάσεως
ονομαζόμενο εκ του γένους αμαρτία, αιθέρα.

Μαγεία Λόγου στο Youtube



                                               "Βλέπεις, το κάθε του χαμόγελο ήταν κάτι επιπλέον"
                                                 Γιάννης Γκούμας, Στη μνήμη του Γιάννη Βαρβέρη (1955-2011)

Η συνέντευξή σου συνεπήρε.

Η κριτική θεώρηση
–κόντρα στο ρεύμα–
Το κουπί της γνώσης
–στα βαθιά–
Η ειρωνεία
–καίρια–
–διάχυτη–
Η στοχαστική σκέψη

Mάγεψαν μία έλξη.

Έλξη, όπως λέμε

Λέξη έξη
Διάλεξη διαλεγμένη
Ανάφλεξη γραφής

Έλξη, όπως

Επάλειψη θεραπεία
Έλλειψη αναγκαίου
Έκλειψη.

Η συνέντευξή σου

λόγος για συνεντεύξεις
τόκος του λόγου
κάλπασμα αλόγου
πλημμύρισμα λόγιο
διάδημα αγγειακό
φτεροκόπημα αγγίγματος
μεγένθυση αγγείου
αγγειοπλαστική για τέχνες

τόπια ποίησης
πτυχές νοημάτων
οργιές παρρησίας
Πόσες;
Να τόσες...

Χώροι κληρονομιάς


Χαστούκι ζωής
ξεπετάει το καθιστικό του μητρικού
σε ευτελές ενοίκειο·
θρύψαλα το οικογενειακό πορτραίτο,
κάτι κειμήλια με γάζες περιθάλπω 
σε πορεία μετανάστευσης.

«Μόνο ο θάνατος υπόσχεση ιδιοκτησίας τώρα»
η τηλεφωνική διαθήκη σου,
ειρωνικά χωρατά
οι ανελκυστήρες του χώρου σου.

[να θαφτείς με τ’ αγαπημένα σου τσιγάρα
«να τρατάρεις τα Χερουβείμ» ζήτησες.]

Ετήσιο προσκύνημα
την υλικότητα σου ψηλαφίζω,
απούσα παρούσα
στο μαρμάρινο οικόπεδο
–πόσο δίκιο είχες–
μάταια.
Αλλού το ειδικό βάρος της απώλειας.

Δωμάτιο 609 αυτήν την φορά
έπιπλα χωρίς εκπλήξεις·
μνήμες απολυμαντικά
σούζα στην επιθεώρηση.
Φρούτα πίνακες
καταπίνουν ημερομηνίες λήξης
λουλούδια εμπριμέ
φυλορροούν την άνοιξη του γέλιου σου.
Το λαμπάκι νυχτός
γυρίζει πράσινο
αναγκαστική κατάταξη
στα τάγματα εξορίας.
Αέρας ανωτερότητας.

Το σινιαρισμένο
το ατσαλάκωτο
το φρεσκοξυρισμένο
λαμπάκι.
 
Αναπαύομαι ν΄αλλάξει χρώμα,
μαρσάρω με κόκκινο
προσφέρω τσιγάρο·
προοπτική
αναλαμπή συνέχειας,
υπεύθυνο σκοπιάς το αναθέτω.

Αποστολή:
Εν ολονύχτιαν εγρηγόρσει
ν΄αφοπλίσει τυχόν αυταπάτες
αγουροξυπνημένων ονείρων.

Οδηγίες:
Στην πρώτη υποψία
αρειμάνια τζούρα
–σύρμα στα πνευμόνια–
η καύτρα
–βαθύ κόκκινο μωβ–
να λιώσει τη νύχτα
ουρλιάζοντας.

Ανταμοιβή:
Εκλεκτός καπνός
από φυτεία σπάνιας διαλογής
οργανικός,
στριμμένος στον
τίτλο ιδιοκτησίας μας.

Διπλή Υλικότητα


κ όπως στο κοβάλτιο
ε όπως στο εμπλουτισμός
ι όπως στο ιώδιο
μ όπως στο μέταλλο
ή όπως στο ήπαρ
λ όπως στο λάβα
ι όπως στο ίανθος
ο όπως στο οξείδιο.

Εύφλεκτο υλικό, φορτισμένο.
Πόνος
Bαθύ αίσθημα
Άρρηκτος δεσμός
Καταρρέουν οι κανόνες πυροπροστασίας στον
Κοινό λόγο.

Αρχαιολογικά κόσκινα
πολίτες με φακό
κι εθνογράφοι με σούπερ ακοή
αφουγκράζονται αφηγήσεις-ανασκαφές
– κάρβουνα μνήμης σε σχάρα βίου
«έτσι το φορούσε πάντα
δέστε, να έτσι,
υπογραφή ζωής»
– προσάναμμα βίου αβίωτου
«αυτό που τόσο λάτρεψε
αυτό την εμπόδισε,
μη ρωτήσετε γιατί».

Οι κληρονομιές μας.
Οι ιστορίες τους
Η ακύρωση άλλων
–αν αμετουσίωτα σε να–
Συνέχεια βαπτισμένη σε αίμα.
Νήματα μνήμης
Μνήματα επιθυμίας άβγαλτης
Οι αλχημείες της σχέσης τους
Παρανάλωμα κοινού λόγου.

Όλων των ειδών ενδιαφερόμενοι
ερευνητές
κι ανθρωπολόγοι
με βουρτσάκια ευαίσθητα ανασκαλεύουν
– αποκαΐδια
«τα εάν που κειμήλια βασάνισαν
μη πληγώσουν, αυτά τα
αν τα καμμένα να
φροντίσουν, αυτόν τον καημό,
τον ανεκπλήρωτο αναγραμματισμό».

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012

λόγος περί των φαλλών της Δήλου

Ποιος να σακάτεψε άραγε της Δήλου τους φαλλούς;
Ποιος στρατηγός αγάμητος να διέταξε τα βάρβαρα σφυριά
να σπάσουνε τους ανδρειωμένους πούτσους!
Που σαν κανόνια στέκονταν αιώνες καυλωμένοι
κι είχαν στη μπούκα τους τα πιο εξαίσια μουνιά.
Κι είναι τ’ αστέρια τώρα κι οι πλανήτες
το σπέρμα το χυμένο τους
κομήτες σπερματόζωα στου σύμπαντος τη μήτρα!

Να’ ταν υπάλληλοι βυζαντινοί στρατιώτες του Ιησού,
ορδές του γιεχωβά
που δεν αντέχαν την αλήθεια!
Να’ ταν Εβραίοι σοφοί όπου και σήμερα
τη φύση διορθώνουνε οι άμοιροι με τη περιτομή!
ή να’ ταν μουσουλμάνοι που φοράνε στα κορίτσια φερετζέ
για να μη βλέπουνε τη γύμνια ενσαρκωμένη του θεού
στο πρόσωπό τους.
Και φτιάξανε οι Έλληνες για να τιμήσουν
την αιώνια γυναίκα
ένα νησί σπαρμένο με φαλλούς μες το Αιγαίο
και φτιάξαν έναν κήπο από πέτρινα λουλούδια
έναν ναό υπαίθριο κι απέραντο
όπου θα κατοικεί μονάχα η Αφροδίτη
και ο Άγιος φαλλός
ο μέγας πολιούχος των ερώτων.

μη βάζετε ποτέ τελεία στα ποιήματα

μη βάζετε ποτέ τελεία στα ποιήματα
να μοιάζουν με καπνισμένες κάνες
να μοιάζουν με βόμβες σε προξενεία
θεόπνευστοι έρωτες να τα ευλογούν
ο αφαλός τους να λάμπει σαν το πρώτο βιολί
να το λαχταράνε οι μύγες στα σφαγεία
να μαρσάρει σα γιαμάχα ο στίχος
σε όλες τις μαύρες γειτονιές του κόσμου
μη βάζετε ποτέ τελεία στις συγκινήσεις
κι ας μη νοιάζεται κανείς στη μαραμένη χώρα για ποιήματα

Ο πόλεμος έφτασε στα σπίτια μας

Ο πόλεμος έφτασε στα σπίτια μας
φύτρωσε στη γλάστρα μας
ο πόλεμος είναι στο δρόμο μας
στο κρεβάτι μας και το καθιστικό μας
είναι στο παιχνίδι των παιδιών
στο μελάνι των ποιητών
που περιμένουνε τις μάχες
για να γράψουνε τους στίχους
ο πόλεμος μαύρος κότσυφας
του πατέρα μου η μελαγχολία στο βουνό
όπου μια τουφεκιά κάθε βράδυ περίμενε
τα τσακάλια να διώξει, όπου περίμενε
να τελειώσει ο πόλεμος στο σχολείο του
να πάει να διαβάσει τ’ αδιάβαστα βιβλία ξανά
να ξεχάσει τη μήτρα του ζώου που
γεννούσε το θάνατο τα κουφάρια τα μαύρα
που αχνίζαν στον ήλιο που διψασμένες
τα βοσκούσανε σφήκες που περίμενε να στεγνώσει
το αίμα να ζυμώσει ψωμί για το μέλλον

Αχ

Αχ! οι άνθρωποι
πράγματα αγοράζουν και ξεχνούν.
Καταναλώνουν τα σκουπίδια που παράγουν και ξεχνούν.
Ξεχνούν το σώμα του ήλιου
που σφηνώνει ανάμεσα στων δέντρων τα κλαδιά.
Ξεχνούν το πέπλο της ομίχλης
που ο άνεμος σπρώχνει απαλά
στη φωτεινή πεδιάδα.
Ξεχνούν οι άνθρωποι
τα πουλιά του πρωινού
που κελαηδούν αιώνες τώρα
κρατώντας τον αρχαίο ρυθμό.
Αχ! η ματαιοδοξία πράγματα άχρηστα
τους κάνει να αγοράζουν
πετώντας τα μέσα στο στόμα του κενού
που τους ακολουθεί,
ταΐζοντας το αχόρταγο θηρίο.
Το αβυσσαλέο στομάχι του καιρού.
Αχ! πως ξεχνούν οι άνθρωποι
τα ένδοξα γαμήσια που τους φέραν στη ζωή.
Αχ! πως ξεχνούν οι άνθρωποι
τα ένδοξα γαμήσια που τους κρατάνε στη ζωή.
Ω! έρωτα σκληρέ, τραχύ, αλλά με γεύση εξαίσια
εσύ ότι έχουμε για την αιώνια πείνα μας.

το μυρμήγκι

κουβαλάει το μυρμήγκι μέσ’ την τρύπα του
ψίχουλα θεόρατα απ’ την αγορά των σκλάβων
τα αφεντικά κι οι πονηροί παπάδες
το βάφτισαν εργατικό μα είναι τεμπελάκος
ότι θα κλέψει είν’ γι’ αυτό τα λάφυρά του
και το τσουκάλι του δε μένει αδειανό ποτέ
γιατί γεμάτα σπόρους είναι τα χωράφια
και περπατά εδώ κάτω απ’ τον ήλιο
και περπατά στις αμμουδιές
επάνω στα ζεματιστά κορμιά
γλείφοντας την αλμύρα απ’ τα βυζιά
να νοστιμίσει αργότερα τα πλούσια φαγιά
και περπατά και χάνεται
βαθιά μέσα στη νύχτα
και τραγουδά μονάχο του
μέχρι να’ ρθεί να το συντρίψει
η αρβύλα ενός μαλάκα.

οι τρελοί δεν έχουν ανάγκη τα παραμύθια

οι τρελοί δεν έχουν ανάγκη τα παραμύθια
οι γλώσσες τους τσακίζουν σαν τσεκούρια
με τα δόντια τους ροκανάνε τη μέρα σα μαμούθ
παίζουν κρυφτό
παίζουν κουτσό
παίζουνε το φονιά
παίζουνε με τον ήλιο
και κατουράν τους τάφους των ηρώων
κι ανθίζουνε ξυπόλητοι κρύβοντας μεσ’ τις λέξεις τους
τα χνώτα του θεού
κι είναι μέσα στον κόσμο η απουσία του κόσμου
κι είναι η μύξα στο μανίκι της θρησκείας
δε λέν αντίο ποτέ γιατί ποτέ δε φεύγουνε
είναι διαβόλοι που φυτεύουν άγριους σπόρους
είναι το πυρωμένο μάτι της κουζίνας που ξεχάστηκε
το σαλεμένο μάτι του θεού που είναι ένας τράγος καυλωμένος
χωρίς ελπίδες
χιμώντας σα θηρίο πάνω σε όλες τις χαρές
οι τρελοί πάνω σ’ αυτό το άστρο της γης
δεν έχουν ανάγκη τα παραμύθια.

το όμορφη μέρα

Τι όμορφη μέρα! τι ζεστό πρωινό
σαν τα στήθη μιας κοκκινομάλλας νοσοκόμας
με το σπαρταριστό κορμί κρυμμένο
με το άσπρο φλούδι του λουλουδιού
με το σημάδι στο λαιμό
με τις δαγκωματιές
με τις παλίρροιες στα μακριά μαλλιά
και τα ρέματα που τραβιούνται στη θάλασσα
Τι όμορφη μέρα! τι ζεστό πρωινό
σαν ταύρος που αντάμωσε με τις μέλλουσες γενιές
σα θεός που έγινε γάιδαρος για να τον καβαλήσουνε
τα καυλωμένα χωριατόπαιδα
σαν κρασί χυμένο σε στιφάδο με τη διαβολικιά
θεσπέσια γεύση
σα γυναίκα όμορφη χοντρή που ρίχνει τη σκιά της
που ρίχνει τουφεκιά
που κατουράει σα γάτα τις πέτρες του Σεφέρη
που γουργουρίζει ευτυχισμένη
όταν τη χορταίνει πούτσο ο εραστής της
που γουργουρίζει ευτυχισμένη
όταν καταπίνει του αγαπημένου της το σπέρμα
Τι όμορφη μέρα! τι ζεστό πρωινό
σα διάβολος ζουλάπι που τρυπώνει στα μυαλά
ζουλάπι που χιμά μέσα στο ανθρώπινο κοπάδι
με το αστρικό του γέλιο
με την κραυγή από αιωνιότητα
Τι όμορφη μέρα σα γουρούνα
που ξεγεννά στριγκλίζοντας το μέλλον
που ξεγεννά τα νέα σφαχτά μέσα στο αίμα.

Γλυκόλογα για Μολότοφ

Η εξέγερση είναι δυναμωτικό
διεγερτικό
τονωτικό
ο Γκόγια ζωγράφισε την εξέγερση
κουφάρια και σαρκοβόρους πετεινούς
κι ήταν σα σκύλος που καθόταν στην άκρη της στέρνας
και οι βολβοί των ματιών του
φύτρωναν στο χώμα
κι ο Πικάσσο με τους ακροβάτες του
καταβρόχθιζε την Αμερική
βίοι αγίων σε πεινασμένα σκυλιά
Αλβανοί στα γκέτο και τις σκαλωσιές
με άυπνο βλέμμα ποντικίσιο
σαν του φτασμένου ποιητή
παιδιά αθόρυβα ασήμαντα
με το σταρένιο της νεότητας ψωμί
βεγγαλικά και μέλι
να μοσχοβολάν μολότοφ
που λιώνει υπέροχα πάνω στου δρόμου την κοιλιά
κι ο ήλιος στη διαπασών αφροδισιακό
με τις αχτίνες να βαρά τα πλήκτρα δυνατά
είναι μέρα ιερής γιορτής η εξέγερση
τα πλοκάμια τρελαμένων στους δρόμους
σημαδεύει το θανατηφόρο μας εγώ
είναι σπασμένες τράπεζες κι αηδόνια
που καταπίνουν σκυλιά
χείμαρροι που ξεσπούν στα χωράφια
δεν γονατίζουν σημαδεύουν ισόβια
του ετοιμοθάνατου κόσμου τα κλομπ
τους λοβούς του Αρχάγγελου
και τα στήθη της νύχτας

Αικατερίνης Θεομηνίες

Μαλακίας Εγκώμιον

ο χρόνος

Γράφεται και ακυρώνεται ο χρόνος
με μια εγγύηση που και το φως θα σεβαστεί.
Μετά,
μες τις πυκνότητες που κομίζουν οι νύχτες,
ράθυμα
αντικρίζω τα μάτια του,
λαμπερά
όπως του τρομαγμένου αιλουροειδούς-
φοβισμένα σε φοβίζουν..

Και σαν από το λειασμένο βότσαλο που φτάνει πάντα
ο ήχος της θάλασσας
αρχέγονος, αιώνιος, αινιγματικός-
ήχος που κάνει το νερό που πρώτο
συλλάβισε ζωή και όμως
υδρίες του θανάτου πάντοτε θα γέμει..

Τον βρήκα και τον έχασα, ήτανε κρουνός-
τελετουργία από παλαιών
θρησκειών ιερωμένους. Πάει πρίμα·
μπαλαρίνα των άυλων ανέμων
που σκουντά και εξωθεί τις εξάψεις μέσα σε λαύρα σιωπή..

Εγώ έχω μόνο εμένα· μέσα μου αναδιπλώνομαι·
περιέχω εμαυτόν και θλίψη·
καθώς μια κουρασμένη πόλη θορυβεί γύρω απ’ το σπίτι μου
και με βουρκώνει μες τις σημαντικά υπεύθυνες
αυταπάτες της..

Είμαι ο τελευταίος πια που δέχεται ανακωχή
με κάθε πίκρα·
χωνεύω μέσα μου το δυνατό φαρμάκι τους· διυλίζω
το σώμα του καημού που ξαναενώνεται
σε χίλια δύο σπαθιά-
με κατασφάζουν…

Και ψιχαλίζει συμπάθειες των λουλουδιών
μέσα στην νύχτα, μέσα στην ψυχή μου!

Ποιητών αγνώστων

Σκέφτομαι πολλές φορές
όσους δεν έχουνε λεφτά
για να τυπώσουνε ποιήματα.
Και τους τρώει το συρτάρι.
Και το μαύρο σκοτάδι.
Και δε θα γράψουνε γι’ αυτούς
ούτε έναν κάλπικο διθύραμβο.
Ούτε μια ψευτοκριτική στο Βήμα.
Μονάχα σε στενό κύκλο φίλων
ή συγγενών διαβάζουνε ποιήματα
σαν λάμπες κρεμασμένες
απ’ το γυμνό καλώδιο της ύπαρξης
βγάζοντας ένα κακόκεφο φως
στο δωμάτιο, φωτίζοντας τους
τοίχους μ’ έναν λιγότερο βίαιο ήλιο
που δεν δοκιμάστηκε στους δρόμους
συνθλίβοντας τα πάντα.

Κυρά εσύ που ψάχνεις την αγάπη

Κυρά εσύ που ψάχνεις την αγάπη
και τον έρωτα κι άλλες αποδεκτές
αμαρτίες του μέσου όρου κι έναν
σκοπό στη ζωή και χάδια στον
γυμνό σου λαιμό κι ένα κύκνειο
άσμα ανακατωτά με φιλιά και
φεγγαρόφωτα και μιαν εμπειρία
να σε σκορπίσει στου ορίζοντα
τα τέσσερα σημεία, απόλαυσε
τώρα κρυφά με το δάχτυλο την
ηδονή, το μίσχο του φαλλού
φαντάσου, στα τροπικά δάση
του αιδοίου να βυθίζεται, στα χάη.

Όταν σφίγγει ο κλοιός

Όταν σφίγγει ο κλοιός
οι λέξεις σκορπίζουν τη
σκόνη τους στα φριχτά
γεγονότα, γδύνουν το
κρεμμυδάκι νοικοκυρές
καμωμένες από χώμα
που δε βλάστησε και
χείλη που δε βλαστημήσανε
το βλοσυρό θεό. Όταν
σφίγγει ο κλοιός και
χτυπάν οι καμπάνες
σημαίες σκεπάζουν
τα τραγικά συμβάντα κι
ολόγυμνες υπάρξεις ορμάνε
καταπάνω στον όλεθρο
ολοένα και πιο αφιονισμένες
να συναντήσουν τον άγνωστο
εραστή απ’ τα βίπερ της εφηβείας,
να συναντήσουν την μπάντα
του έρωτα να τους παίξει εμβατήρια
του Κάτω κόσμου κι αναμνήσεις
απ’ τα πεδία των μαχών.

Πλατεία Κοτζιά

Είναι η μέρα που διαδηλώνουν για το Μωάμεθ.
Με τα ματωμένα πόδια τους σα να ’χουν βγάλει μόλις τους επιδέσμους.
Σαν άμαχοι σε σχολικά βιβλία.
Κακόκεφοι και κουρασμένοι και καχύποπτοι.
Φτάσανε στην Ευρώπη περπατώντας.
Σαν γέρικες αγελάδες στο λευκό τους πετσί τουρτουρίζοντας.


Γαλήνια πετροβολούν τους Ματατζήδες.
Κι η πυροσβεστική τους καταβρέχει σαν φλεγόμενες δεντροστοιχίες.
Ούτε ουρλιαχτά, ούτε παρακάλια.
Από μικρά δρομάκια το σκάνε, να φτάσουν στις συνοικίες.
Σε κάποιο ρηχό υπόγειο να ταΐσουν τις αδέσποτες γάτες.


Και τον κατοικίδιο να προσκυνήσουν θεό.
Δίπλα στις αράχνες και τους φόβους
και το σκοτάδι που τιτιβίζει υπνωτισμένο.

Αικατερίνης Θεομηνίες

Ὀφθαλμό ἀντί ὀφθαλμοῦ
καί μέλι ἀπ’ τήν κερήθρα τοῦ κορμιοῦ.
Ὅσα μού δίδαξες τά πῆρες πίσω
γυναίκα ὄμορφη πού στάθηκες
μιά νύχτα γδυτή ἀνάμεσα σέ μένα
καί στό τίποτε. Ἀκλόνητη ὑπόθεση
μέσ’ τό ἀχανές χαρτοφυλάκιο τού
χρόνου. Κι εἶπες μονάχα, ἅς ἑνωθοῦν
τά στήθη καί τά χείλη μας καί τ’ ἄλλα
ἅς τά καλύψει ἡ σιωπή.

αγριότοπος

Είναι και λίγο αγριότοπος τούτη η γη.
Κι ας έχει όμορφες γυναίκες, ωραία
νησιά. Λουτρά ιαματικά, αεράκι επιταφίου.
Ελαιώνες και ποιητές ζόρικους σαν το Γκόρπα.
Κι άλλους που τους έθαψαν ζωντανούς.
Είναι γεμάτη κόλπους χαράδρες αλμύρα.
Αιματόβρεχτη από έρωτες η φτιαξιά της.
Με ήλιο που τη γλείφει ακαταπαύστως
και τη ζαβλακώνει. Με ντουφέκια που
παραφυλάνε στις τρομερές κόγχες της.

μαύρο κρίνο

Σύμπαν αχειροποίητο
που κάθε τόσο σ’ επισκεπτόμαστε οι θνητοί
με κείνα
τα φαλλικά μας ματογυάλια
κοιτάζοντας, σαν πρίαποι, εκστατικοί
τις σκοτεινές οπές σου
έτσι καθώς
ανεξιχνίαστες καλύπτουν τα μυστήρια.
Σύμπαν μου, μαύρο κρίνο
εσύ
που ’χεις για γύρη
σκόνη των αστεριών και σπόρους
από αρχαίες καταστροφές
δεν παύεις να μας στέλνεις τα μηνύματα.
Την ώρα που μπροστά στων γυναικών
την ωραία πύλη προσευχόμαστε, την ώρα που
μπροστά
απ’ τις  θαυματουργές εικόνες σου
στεκόμαστε γονατιστοί
νιώθοντας
τις μυστικές δονήσεις σου
αγγίζοντας η γλώσσα μας το αλμυρό τους δάκρυ
την γεύση την αληθινή του υμένα σου

πράξεις

Είπε ο σοφός διανοούμενος Πωλ Σαρτρ
πως κόλασή μας είν’ οι άλλοι.
Μα εγώ κάθε φορά που γυναικεία σάρκα θα μυρίσω
μες στον παράδεισο για λίγο θα βρεθώ.
Γιατί γνωρίζω πως
η κάθε κόλαση έχει και τον παράδεισό της
όπως τ’ αντίθετό του ο αριθμός.
Κι είν’ ο φαλλός το πρόσημο του σώματος
κι ο έρωτας των πράξεων η πιο αθώα πράξη
πρόσθεση κι αφαίρεση μαζί.
Κι όταν κάνει ο έρωτας τη σούμα του
τα πρόσημα εξαλείφονται
τ’ αντίθετα γινόμαστε μηδέν.
Ξαναγυρνούμε στην αρχή
εκεί πριν απ’ τη γέννηση
εκεί μετά το θάνατο
σε μιαν ανυπαρξία γλυκιά
κι είμαστε σπόροι μοναχά, ιερά μηδενικά
ζώα κυκλικά, συμπαντικοί τροχοί
γύρη αθώα μες στου χρόνου το λουλούδι
κι ο οργασμός η μέθη η βαθύτατη
του σύμπαντος ο αιώνιος ο παρανομαστής.

Δύσκολοι καιροί

Δύσκολοι καιροί,
σιδερόκαρδοι καταλαχάρηδες,
με λιγοστεμένο φως
και μουχρωμένο ορίζοντα.
Δύσκολοι καιροί,
που σε υποχρεώνουν να πληρώνεις,
σα μεθυσμένος γύφτος,
να πορεύεσαι κατ’εντολήν,
με εντατική ταχυπαλμία,
δίχως όραμα, δίχως μοίρα,
δίχως φως, δίχως ελευθερία.
Φορτίο δύσκολο η ζωή.

Εύοσμό μου Μπουγαρίνι



εφώτισε η νύχτα την καρδιά μου
και οι πολλές σου αμαρτίες καρφιτσωμένες στο στήθος σου
γυαλίζανε τα φτερά τους και ζωγραφίζανε
στα ρημαγμένα καρνάγια Παντοκράτορες
και πουλιά.
Το μαρμάρινο σώμα σου φορτωμένο λουλούδια,
ήχους χρωμάτων και λυγμών δεν έχει χάσει ακόμα την ψυχή του.
Του χρωστάνε πολύ ουρανό, μοσχολίβανο και αγάπη.
Ως την έσχατη ώρα μου θα σε λατρεύω
κι ας ράγισε ο χρόνος το κορμί σου
φως μου εσπερινό.

Ελένη



Αν δεν θυμάσαι το όνομά μου,
άνοιξε ένα μπουγαρίνι να το βρείς.
Είμαι ο τρελός εκείνος ποιητής
που δεν θα μάθει ποτέ
σε τι ηλικιακή θερμοκρασία λιώνει ο έρωτας

Σκιές

Σκιές φώτισαν ενός άλλου ουρανού,/ 
ενός δακρύβρεχτου συγκινητικού δειλινού,/ 
που χάθηκαν, που πνίγηκαν, που σώθηκαν,/ 
που έκαναν πως αναστέναξαν,/ 
στα ρόδια των σαν φανταστικών κοιλάδων,/ 
με το φόντο ενός ξεχειλίζοντος στην αλμύρα/ 
να προσμένει ανώτερες ευοίωνες αισθαντικότητες, 
χρυσού και αργυρού ν' αγναντέψει ωκεανού...

Σήμερα δεν έγραψα ποιήματα

Σήμερα δεν έγραψα ποιήματα,
προτίμησα όπως ας πούμε αυτό το καυτό αγνό χώμα
να σκάψω, να φτιάξω μηχανές, να βγω μια βόλτα,
να σκεφτώ πόσα στερούν την ανάσα απλής
καθημερινότητας,
να ανάψω γύρω μου περίεργα και να τα κοιτώ, να τα
χαζεύω φώτα, ακόμα και να προσευχηθώ,
προτίμησα να παίξω με έναν ήλιο, από της μεγάλης άλλης
ποίησης τον υπαρξιακό ανήλιαγο βυθό,
προτίμησα να μιλήσω λίγο
με έναν αγνό άγνωστο γνωστό Θεό,
να νιώσω το παρθενικό άρωμα, της απλής καθημερινότητας,
προτίμησα να στέλνω στίχους στο υπερπέραν,
και να παίρνω μηνύματα από το υπερπέραν,
προτίμησα λίγο να ξεκουραστώ, και έναν άλλο ήλιο
ξεκούραστα και αγνά να υμνήσω,
και με τα αστέρια - αστέρια σαν παιδί να τραγουδήσω.

Εαρειανικά

Πάνω απ' την παιδική σου αφελή άγνοια/
 ανάδυσα το φως μιας πικρής μακρινής, μικρής αναζήτησης/ 
καθρέφτισα το ίδιο το φτωχό, απλό κατά βάθος εγώ μου,/ 
μα οι αχτίδες της λες και έκαψαν τη φωλιά κι αυτής της αγάπης μας. 



(από τη σελ. 34 του βιβλίου)


Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2012

ελάχιστη φωνή

Θέλω να σου μιλήσω
με την ελάχιστη φωνή
και τους μεγάλους φόβους μου,
το απομεσήμερο, την ώρα
που οι λυγμοί των καθρεφτών
ταράζουν τα παραπετάσματα ,
και συ μετράς , δακρύπλουτος,
το θησαυρό της θλίψης σου.
Στη φλεγομένη άβυσσο
της μνήμης παρανάλωμα
Με αιχμάλωτα μάτια
στην πικρόχολη θάλασσα.
Γυμνές οι πέτρες
της ετοιμόρροπης πραγματικότητας.

ΙΙ
Παγιδευμένος
σ ένα επώδυνο παραλήρημα
Τί άλλο μου μέλλεται;
Μερίδιο της μοίρας
ο βραδύκαυστος θάνατος.
Τα είδωλα του ύπνου ίχνη ανθρώπων
που ρήμαξαν αγάπες ψεύτρες:
Η ξέφρενη πορεία του Σταμάτη
με ρόδες που στρίγγλιζαν
στον τετελεσμένο μέλλοντα του φορτηγού.
Ο Κώστας , άγουρη πίκρα, να σαπίζει
στα βάθη της μουσικής των Jethro Tal
Ο Βαγγέλης χορευτής να ισορροπεί
στο τεντωμένο σκοινί του ρεμπέτικου καημού…
Ίχνη μαρτύρων, περγαμηνές οδύνης…

ΙΙΙ
Βαρέθηκα τις λέξεις.
Μην κοιτάς την πόρτα που έκλεισε.
Πέρα αστράφτει στο ξέφωτο μια μαγική οδός.
Στο γέρμα τ’ Αυγούστου ανοιχτό
το πέλαγος των ονείρων μας.
Αύριο θ αγαπήσουμε ξανά.

ερωτικό

Ι
Κόκκινο πάθος.
Τ’ ανθισμένα χείλη σου
Νύχτες των μύρων

ΙΙ
Άλικα χείλη.
Αυγή εμών βλεφάρων
Κρήνη του πόθου

ΙΙΙ
Άλικα χείλη.
Στην αρένα της μνήμης
ο μαύρος ταύρος.

ΙV
Μουσικές φωνές
στους νυχτωμένους δρόμους
εικοσάχρονες…

θητεία στο εφήμερο

Οι στίχοι σου πληγή
στη μεγάλη πρόφαση του χρόνου,
ρολόγι που γυρνά
τους δείχτες ανάποδα,
θάμνος στολίδι των ερειπίων.
Άκουσες το λύκο της μνήμης
να ουρλιάζει την έσχατη αγωνία σου
καλώντας τις εφεδρείες
των κεκοιμημένων.
Είδες ψηλά στα κάστρα
να κυματίζουν μεσίστιες
μαύρες σημαίες της άρνησης
λάβαρα της αμφιβολίας.
Τα θλιμμένα δέντρα
πήραν τη φωνή σου.
Κι ακόμα να πιστέψεις
στο εφήμερο;

μετρήσεις

Με χρήματα, με πόντους, με βαθμούς
τα έργα της ζωής μου έχουν μετρήσει.
Κι ας μισώ τόσο πολύ τους αριθμούς
κι ας προσμένω μοναχά την άλλη κρίση.


Ποιός άνθρωπος, ποιός φίλος, ποιός
την αξία δίχως φθόνο θ’ αντικρίσει;
Σιωπηλός κι αργός ο φερετροποιός
που
τελευταίος σωστά θα με μετρήσει.

Συμπλέγματα


Ι
Καλειδοσκοπικά κλειδωμένες η
μια πάνω στην άλλη, αίθουσες,
με ψυχές δεμένες να κοιτάζουν
κρυστάλλους χρωματιστούς
και σκιές — σκιές τρομακτικότερες
κι απ’αυτές της ορίτζιναλ έκδωσης –
μάσκες, θαρρείς, τριγυρνάμε, σ΄έναν
κόσμο της επιλογής μας. Τίποτα,
όμως, δεν είναι μεγαλύτερο ψέμμα
απ’αυτό! Δεν είναι! Δεν είμαστε
εμείς, καλά-καλά, επιλογής μας!
Αλλά όπου κι αν τυχόν κοιτάξεις
άλλες αίθουσες, μόνο, θα βρεις, άλλες
αισθήσεις — ψευδαισθήσεις. Ψέμματα.

ΙΙ
Ζεις, όμως, χωρίς αυτές; — υπάρχεις;
Ζωή χωρίς εξάρτηση υπάρχει;
Η ίδια η ζωή δεν ειν’ εξάρτηση;
Το οξυγόνο που αναπνέεις;
Και χωρίς τη σπηλιά σου, πού θα πας;
Θα αιωρείσαι στο απέραντο;
Θα χωθείς να κρυφτείς στις ιδέες;
Δεν είναι σπηλιά κι αυτές;
Έξοδος δεν υπάρχει• κι ο θάνατος,
εν τέλει, μια είσοδος στο κενό –
μόνο εισόδοι… Μόνο άλλοι κόσμοι.
Ιδού, το συμπέρασμα, κύριες και
κύριοι: όπου κι αν χωθείτε, είστ΄
εδώ. – Κάντε ό,τιδήποτε θέλετε.

Αυθύπαρκτος


Στροβυλίζοντας
 τα στόματά τους κλείνω –
κάθε στοχασμός μια κρούση
εναντίον των εικονοκλαστών,
και μια φυγή απ’τα νύχια τους.
Τίποτ’άλλο παρά μια παράσταση –
ένα χυδαίο απείκασμά μου –
μα η μόνη εικώνα που έχω.
Είμαι εγώ. Εικώνα. –
κοιτάζομαι από κάθε παράθυρο,
κάθε καθρέφτη, κάθε επιφάνεια,
και μέσ’απ’τα μάτια του Άλλου.
Αυθύπαρκτος.
Υπεράνω θρώσκον.

Ο μικρές γενοκτονίες του φθινοπώρου


Πέφτοντας, σβήνοντας, τα φύλλα,
σα διάττοντες αστέρες, λες κι η τελευταία τους
φλόγα δεν είναι, πια, παρμένη απ’τον ήλιο, μα δική τους.
Σε μια απελπισμένη απόπειρα να σωθούν, κρατιούνται σφιχτά
απ’τα κλαδιά του δέντρου που έτρεφαν,
τ’ οποίο, παρακάλια αγνωόντας,
τ’αφήνει ορφανά να σοριάζονται στους δρόμους:
Ένα χαλί ζωούλες ματωμένες, ζοφερές, που
σα σ’ ολοκαύτωμα μικρό κείτοντ’ εκεί,
εκτεθειμένες στην όξινη βροχή,
όπου σαπίζουν ώσπου περάσει ο χειμώνας.

Ἐπικίνδυνη Μοναξιά.



..Ὅταν τὶς νύχτες τριγυρνῶ στὴ μοναξιά μου,
ψάχνω μέσ᾿ σὲ χιλιάδες πρόσωπα νὰ βρῶ
ἐκεῖνο τὸ τρεμούλιασμα στὴν ἄκρη τοῦ ματιοῦ σου.
Ἂν ἔστω κι ἕνας μόνο ἀπηχοῦσε
κάτι ἀπ᾿ τὴ δική σου ὀμορφιά,
θὰ τοῦ ῾λεγα: -«Λοιπόν, τί περιμένεις;
μὲ τὰ καρφιὰ τῶν παπουτσιῶν σου κάρφωσέ με».
καὶ δὲ θὰ καρτεροῦσα πιὰ γλυκὸ φιλὶ
οὔτε μία τρυφερὴ περίπτυξη...

Βρόχος.


Τώρα ποὺ σ᾿ ἔχω διαγράψει ἀπ᾿ τὴν καρδιά μου,
ξαναγυρνᾷς ὅλο καὶ πιὸ πολὺ ἐπίμονα,
ὅλο καὶ πιὸ πολὺ τυραννικά.
Δὲν ἔχουν ἔλεος τὰ μάτια σου γιὰ μένα,
δὲν ἔχουν τρυφερότητα τὰ λόγια σου,
τὰ δάχτυλά σου ἔγιναν τώρα πιὸ σκληρά,
ἔγιναν πιὸ κατάλληλα γιὰ τὸ λαιμό μου.

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

Αγάπη που ξόδεψε

Αγάπη που ξόδεψε και ξοδεύτηκε..
έκανε το αίμα φωτιά
γεφύρωσε και χώρισε τα όμοια
φύτρωσε ανούσια σε λάθος διαδρομές
πίστεψε και δραπέτευσε βουβά

Αγάπη που έχασε τα κλειδιά της στο δρόμο

κι απόμεινε στο κατώφλι..
έτρεμε το φιλί της πρώτης ματιάς
στα ύστατα σημάδια παραδόθηκε..
μεγάλωσε και μίκρυνε σε μια νύχτα
σάλεψε τη λογική και γέλασε με σπασμούς

Αγάπη που κλειδώθηκε στα κύτταρα

κι έγινε ίσκιος και θεός..
μοιράστηκε σε κενές σελίδες εραστών
και σημαδεμένα χαρτιά..
αγάπη που εμπνεύστηκε απ’την ανάγκη
και σπάραξε σε άδεια αγκαλιά..
αγάπη μέσα σε φράχτες ανήμπορη..
δήμιος που λεηλάτησε,
απαξίωσε στίχους και κραυγές

Αγάπη που έγινε οργή το ξημέρωμα

λήστεψε και δείλιασε
αγάπη του φόβου και της πτώσης
της μιας ευκαιρίας
της αμφιλεγόμενης μάχης
του πένθους της σελήνης
της υπεράσπισης και του αντίο..

Αγάπη που θα ξαναγεννηθεί

χωρίς όριο στο παραπέντε του τέλους…

Η Αντίσταση



Δεν είναι τούτο πάλεμα σε μαρμαρένια αλώνια,
εκεί να στέκει ο Διγενής και μπρος να στέκει ο Χάρος...
Εδώ σηκώνεται όλ' η γη με τους αποθαμένους,
και με τον ίδιο θάνατο πατάει το θάνατό της...

Κι απάνω στα βουνά, κι απάνω στις κορφές τους

φωτάει μεμιάς Ανάσταση, ξεσπάει αχός μεγάλος...

Η Ελλάδα σέρνει το χορό ψηλά με τους αντάρτες,

- χιλιάδες δίπλες ο χορός, χιλιάδες τα τραπέζια-,
κι είν' οι νεκροί, στα ξάγναντα, πρωτοπανηγυριώτες !

Μια στάλα κατράμι σ’ ένα βαρέλι μέλι (απόσπασμα)



Ο δρόμος

Τι δουλειά έχω εγώ με τις συναθροίσεις των καλικαντζάρων
Το πρωτόκολλο της νιότης μου έχει πια φθαρεί
Όλα τα τότε όχι μου έχουν πια αμφιβολίες
Κι είναι που έχουν παραγραφεί πια όλα τα χρέη των ονείρων μου
Πουλήθηκα
Αξιολύπητα
Με κάτι συγχωροχάρτια καριέρας και οικογένειας
Τάξης και ασφάλειας

Πολλές φορές ο δρόμος σου σημαδεύεται
Απ’ την ομίχλη των υπολοίπων

Κι ύστερα δεν θυμάσαι πια για πού είχες ξεκινήσει

===========
Το δικό μου σπίτι

Κοντά στη θάλασσα να ‘ναι χτισμένο
Το σπίτι που τα όνειρα μου θα φιλοξενεί.
Νικόλας Κάλας

Υπήρξα ανέκαθεν ολίγον τι ακαδημαϊκός
Κι ας μην το παραδέχομαι
Κι ας με ξενίζει η ιδέα
Εκεί που τους βρίζω και τους λοιδωρώ
Εγώ ο μέγας των ανυποτάχτων αρχηγός
Εκεί ώρες ώρες κουρνιάζω και αφήνομαι
Στη σκέψη μιας ησυχίας ασκητικής
Και πάνω απ’ όλα ακαδημαϊκής
Άμα μεγαλώσω το σπίτι μου θα ‘ναι μικρό κι άσχημο
Μα δε με νοιάζει
Θα ‘χει παντού ωραία μεγάλα βιβλία
Κι άλλα πιο μικρά
Που δεν θα φαίνονται με την πρώτη ματιά

Τα βιβλία θα ‘ναι η διάθεση του δωματίου
Θα μπαίνεις και θα καίγεσαι
Μέσα σε μια θερμοκρασία ηφαιστειακού λογιοτατισμού
Η χαρτούρα και η μυρωδιά του τυπωμένου βιβλίου
Θα θυμίζουν ημιυπόγειο παλαιοβιβλιοπωλείο στην οδό Ιπποκράτους
Ο καπνός και οι κιτρινισμένοι τοίχοι γύρω
Θα αφήνουν την υποψία μανιώδους καπνιστή
Μάλλον του σπιτονοικοκύρη
Και παράθυρα
Ναι, παράθυρα
Να μην ξεχάσω να έχει παράθυρα
Ένα παράθυρο πάνω στο ταβάνι γεμάτο ουρανό
Κι άλλο ένα απέναντι από τη βιβλιοθήκη
Στο ίδιο ξύλο και χρώμα μ’ αυτή
Και ανοιχτό, πάντα ανοιχτό
Να αγναντεύει επιθετικά κι αστραποβόλα
Ένα επαναστατημένο κομμάτι θάλασσας

========
Συνταγή βιβλιοδέτου

Τη σάρκα το αίμα θα βάλω
Σε σχήμα βιβλίου μεγάλο.
Κ. Γ. Καρυωτάκης

Να αποτιμήσουμε και το marketing της βιβλιοδεσίας
Συνάδελφοι
Διότι καλώς ή κακώς
Το καθετί θέλει την πολιτική του
Και την κερδοσκοπική του διαχείριση
Υπάρχει άλλωστε πληθώρα βιβλίων
Δόξα τω Θεώ η παραγωγή είναι ικανοποιητική
Υπάρχουν βιβλία όλων των τύπων
Ράφτες ραφιών βιβλιοθηκονόμοι
Γραμματιστές γεωλόγοι όλων των ειδών
Θα κάνω μία πρόποση
Με συγχωρείτε πρόταση ήθελα να πω
Ενίοτε βέβαια από σαρδάμ και όνειρα
Είναι που μαθαίνει κανείς την αλήθεια
Τα βιβλία τα ιστορικά και οι εκπονημένες διατριβές
Πρέπει να τυπώνονται σε μεγάλους τόμους
Κοτσονάτους ψυχρούς κι αδέκαστους
Παρακαλώ να παρέχεται δωρεάν κι ένα ζευγάρι γυαλιά
Ή αν προτιμάτε το μονόκλ του κύριου Μαλακάση
Τα μελοδράματα και τα ρομάντζα τώρα
Λέω να τα τυπώνουμε σε βιβλία μετρίου μεγέθους
Έτσι που να ‘ναι ευκολοχώνευτα και βολικά
Με όμορφα ελκυστικά εξώφυλλα
Που προκαλούν το μάτι του καταναλωτή
Δωρεάν διανομή στις κουζίνες των βορείων προαστίων
Μαζί με ένα ένθετο σκυλάκι σαλονιού
Και μια βρεγμένη κιλότα
Η ποίηση όμως είναι αλητεία και δεν καταχωρείται
Μήτε πουλιέται
Παρά μόνο σε μικρά βιβλιαράκια τσέπης
Να ταξιδεύει πρέπει το ποίημα
Ξεγελώντας τον έλεγχο των τελωνειακών
Στη μέσα τσέπη ενός μπουφάν
Ή στο καπέλο ενός ταχυδακτυλουργού
Σε σχήμα χειροβομβίδας να τυπώνεται το ποίημα
Με την περόνη στ’ αχαμνά των ποιητών
Να τρομοκρατούν το σύμπαν της φενάκης

=======
Υστερόγραφο
(ή πως φτιάχνονται τα ποιήματα)

Ανακάλυψα το μεγαλείο του γραπτού οχετού
Αποκαθήλωσα το σκιάχτρο της έμπνευσης
Αφόπλισα τους καλούς οιωνούς της βουκολικής εκεχειρίας
Αρμάτωσα τις λέξεις με αντιβαλλιστική ρίμα
Αναλαμβάνω την ευθύνη όλων των τρομοκρατικών ενεργειών του κόσμου

Αθωώστε τους δικαστές που θα με δικάσουν

Σκοπός μας είναι η δημιουργία μιας Ανθολογίας Ποιημάτων από το σύνολο των Ελλήνων Ποιητών- Ποιητριών αλλά και ορισμένων ξένων, καθώς επίσης και κειμένων που έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον μας. Πιθανόν ορισμένοι ποιητές και ποιήτριες να μην έχουν συμπεριληφθεί. Αυτό δεν αποτελεί εσκεμμένη ενέργεια του διαχειριστή του Ιστολογίου αλλά είναι τυχαίο γεγονός. Όσοι δημιουργοί επιθυμούν, μπορούν να αποστέλλουν τα ποιήματά τους

στο e-mail : dimitriosgogas2991964@yahoo.com προκειμένου να αναρτηθούν στο Ιστολόγιο.

Θα θέλαμε να τονίσουμε ότι σεβόμαστε πλήρως τα πνευματικά δικαιώματα του κάθε δημιουργού, ποιητή και ποιήτριας και επισημαίνουμε πως όποιος δεν επιθυμεί την ανάρτηση των ποιημάτων του ή κειμένων στο παρόν Ιστολόγιο, μπορεί να μας αποστείλει σχετικό μήνυμα και τα γραπτά θα διαγραφούν.

Τέλος υπογράφουμε ρητά ότι το παρόν Ιστολόγιο δεν είναι κερδοσκοπικό και πως δεν η ανάρτηση οποιουδήποτε κειμένου, ποιήματος κτλ γίνεται με μοναδικό στόχο την προβολή της ποίησης και την γνωριμία όλων όσων ασχολούνται με αυτή, με το ευρύτερο κοινό του διαδικτύου.