Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2011
Τι θα γίνω όταν μεγαλώσω
Λίλιτσκα (αντί επιστολής)
Περί ποιητών
Ποίημα, ομοίως χρήσιμο και για επιμελητές και για ποιητές
Όλων των συντρόφων μου στην τέχνη:
μερικές ιδέες
για «την ανάφλεξη των καρδιών των ανθρώπων με λέξεις»
Τι είναι η ποίηση;!
Ανοησία.
Αστείο.
Αυτά τ’ αστεία όμως μου φαίνονται τρομερά.
Με το μάτι του μυαλού εγκαταλείποντας την Ομοσπονδία –
Είμαι έτοιμος από τον πόνο να στριγγλίσω και να πλακωθώ.
Σε όλη την περιοχή –
Χιλιάδες είκοσι ποιητών είναι τσακισμένοι.
Από την καθιστική ζωή έχουν ξεραθεί εντελώς.
Πείνασαν.
Με γυμνούς αγκώνες.
Μέρα νύχτα
Καίνε και καίνε
Τις καρδιές αθώων ανθρώπων με «λέξεις».
Έγραψα.
Έτοιμο.
Ρωτιέμαι : έκαψες;
Έκαψα!
Και την καρδιά, ακόμη και τα πλευρά.Μπορούν όμως να καταλάβουν τα ποιητικά κοπάδια,Ότι οι καρδιέςΚαίγονταιΑποκλειστικά από ντροπή. Κρίνετε μόνοι σας: κάθεται κάποιος κρεμανταλάς(λίγες είναι οι λέξεις στη Ρωσία;!). και βγάζει σαν βελόνα από την λάσπη,μιαν ανοησίαΗ οποία είναι πιο εύκολη για τους στιχοπλόκους.Λίγες είναι στη γλώσσα αυτές οι ανοησίες,που σαν καμπανάκι ηχούν στ’ αυτιά; Διαλέγει . . .
χτενίζει ξανά τις άκρες
Ώστε η μορφή να είναι «κλασσική»
«ποιητική.Χτενίζουν …κι αναστενάζουν: αρέσουν οι ίαμβοι στον επιμελητή που βρίζει. Για προσπάθησε όμως να πας και να χώσειςκάποια λέξηστον ίαμβο,για παράδειγμα «θηλαστικό». Ιδρώνουν κατά πως πρέπειπάνω από την μεγάλη σελίδα. και μόνο στα πλάγιασ’ ένα στενό κομματάκιοι μικρές αράδες απλώθηκαν σα σκουλήκια.Το υπόλοιπο – Κόμματα και τελείες μόνο. Πήρε μια όμορφη γλώσσα και την πετσόκοψε,κρίμα τα λεφτά που χαράμισε για την εκπαίδευσή του.στη σύνταξηΗ συμμορία των ποιητών είναι τέτοια,που ο επιμελητής πάσχει από χρόνια ανεπάρκεια νεφρών.Αυτή την συμμορία με αγκωνιέςΤην βγάζουν από την πόρτα, Ο κλητήρας φωνάζει: «Γεμίσαμε καθάρματα!»Σαν να μην είναι του κόσμου τούτου – στέκονται σιωπηλοί. Σπάνια είναι για τον ποιητή η αχτίδα της επιτυχίας.Εκτός αν ο επιμελητής παραδιάβασε το Ταλμούθ,και μπορέσεις άνετα να του χώσειςκάποιο προπέρσινοξεχασμένο «νέο». Και, επιτέλους, ξεφυσώντας πάνω από την ανοησίαο εκδότης,σκίζει το τυπογραφικό δοκίμιο με τα μικρά στοιχείακαι κλείνει με στίχους την μία τρύπα μετά την άλλη, προς θλίψη των γονέων και προς μεγάλη χαρά των κριτικών.Και σκύβουν πάνω από τις διορθώσεις ο στοιχειοθέτης και η στοιχειοθέτρια. Είναι προφανώς – Στοιχειοθετούν και μορφάζουν. Έχω πάρει μια απόφαση:Να βοηθώ τους ανθρώπους. Κρίμα είναι!(Ένα ξεχωριστό παράρτημα θα ήταν καλό για την άνοιξη, Όταν αυτό το ποίημα θα το διαβάζει όλη η Ν.Ε.Π.)Δεν είμαι εναντίον μιας τέτοιας ποίησης.Κάθε άλλο.Η άνοιξη σε παρασέρνει σε μελαγχολική διάθεση.Κάτω όμως η χειροτεχνία!Τι μπορεί να είναι πιο παλιόΑπό τους χειροτέχνες; ! Σαν μάστορας αυτής της τέχνης(μην μου κολλήσετε)Σας ανακοινώνω την οικουμενική συνταγή, κύριοι.(Το νέο είναι,Ότι με βάση τα δικά μου μέτραΟι ποιητές θα αντικατασταθούν από τους κλητήρες της σύνταξης). Συνταγή (Οδηγίες εντελώς απλές: συνολικά επτά).
1. Παίρνουμε τους κλασσικούς
τους τυλίγουμε
και τους περνάμε μέσα από την κρεατομηχανή.
2. Τα αποτέλεσμα, το
αφήνουμε πίσω το κόσκινο.
3.Ότι περισσέψει το αφήνουμε ελεύθερο.
(Προσέξτε μην κάτσουν μύγες στις «μορφές»)
4. Αυτό που έχει ξεραθεί το τινάζουμε λίγο
(ώστε να μην σκληρύνει πολύ η προφορά των συμφώνων).
5. Το στεγνώνουμε (για να μην προλάβει να σκεβρώσει)
και το ρίχνουμε στην μηχανή:
Συνηθισμένη πιπεριέρα.
6.Στη συνέχεια απλώνουμε πάνω από την μηχανή
ένα κολλώδες φύλλο χαρτιού.
(για το ψάρεμα μυγών).
Τώρα πια όλα είναι απλά:
Στρίψτε το χερούλι, προσέξτε να μην σβολιάσουν οι στίχοι!
Το «αίμα» και ο «έρωτας»
«η μέρα» κι «η σκιά»
να πηγαίνουν ταιριαστά
η μια πίσω απ’ την άλλη.
Πάρτε το αποτέλεσμα …
γι έτοιμο προς χρήση:
για ανάγνωση
για απαγγελία
για τραγούδι.
Και για να αποσπάσετε τους ποιητές από την μελαγχολία της αεργίας,
για να μην τους αφήνετε να ξοδεύουν χαρτί,
να τους πάρετε από τον καλοκάγαθο Ανατόλι Βασίλιτς
και να τους δώσετε στον σύντροφο Σεμάσκα.
1923
Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης (C)
Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη
Τείχη
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.
Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.
Τέμεθος, Αντιοχεύς· 400 μ.X.
Με τίτλον «Ο Εμονίδης»— του Aντιόχου Επιφανούς
ο προσφιλής εταίρος· ένας περικαλλής
νέος εκ Σαμοσάτων. Μα αν έγιναν οι στίχοι
θερμοί, συγκινημένοι είναι που ο Εμονίδης
(από την παλαιάν εκείνην εποχή·
το εκατόν τριάντα επτά της βασιλείας Ελλήνων!—
ίσως και λίγο πριν) στο ποίημα ετέθη
ως όνομα ψιλόν· ευάρμοστον εν τούτοις.
Μια αγάπη του Τεμέθου το ποίημα εκφράζει,
ωραίαν κι αξίαν αυτού. Εμείς οι μυημένοι
οι φίλοι του οι στενοί· εμείς οι μυημένοι
γνωρίζουμε για ποιόνα εγράφησαν οι στίχοι.
Οι ανίδεοι Aντιοχείς διαβάζουν, Εμονίδην.
Ουκ έγνως
ο κούφος Ιουλιανός είπεν «Aνέγνων, έγνων,
κατέγνων». Τάχατες μας εκμηδένισε
με το «κατέγνων» του, ο γελοιωδέστατος.
Τέτοιες ξυπνάδες όμως πέρασι δεν έχουνε σ’ εμάς
τους Χριστιανούς. «Aνέγνως, αλλ’ ουκ έγνως· ει γαρ έγνως,
ουκ αν κατέγνως» απαντήσαμεν αμέσως.
Μύρης· Aλεξάνδρεια του 340 μ.X.
πήγα στο σπίτι του, μ' όλο που το αποφεύγω
να εισέρχομαι στων Χριστιανών τα σπίτια,
προ πάντων όταν έχουν θλίψεις ή γιορτές.
Στάθηκα σε διάδρομο. Δεν θέλησα
να προχωρήσω πιο εντός, γιατί αντελήφθην
που οι συγγενείς του πεθαμένου μ’ έβλεπαν
με προφανή απορίαν και με δυσαρέσκεια.
Τον είχανε σε μια μεγάλη κάμαρη
που από την άκρην όπου στάθηκα
είδα κομμάτι· όλο τάπητες πολύτιμοι,
και σκεύη εξ αργύρου και χρυσού.
Στέκομουν κ’ έκλαια σε μια άκρη του διαδρόμου.
Και σκέπτομουν που η συγκεντρώσεις μας κ’ η εκδρομές
χωρίς τον Μύρη δεν θ' αξίζουν πια·
και σκέπτομουν που πια δεν θα τον δω
στα ωραία κι άσεμνα ξενύχτια μας
να χαίρεται, και να γελά, και ν’ απαγγέλλει στίχους
με την τελεία του αίσθησι του ελληνικού ρυθμού·
και σκέπτομουν που έχασα για πάντα
την εμορφιά του, που έχασα για πάντα
τον νέον που λάτρευα παράφορα.
Κάτι γρηές, κοντά μου, χαμηλά μιλούσαν για
την τελευταία μέρα που έζησε—
στα χείλη του διαρκώς τ’ όνομα του Χριστού,
στα χέρια του βαστούσ’ έναν σταυρό.—
Μπήκαν κατόπι μες στην κάμαρη
τέσσαρες Χριστιανοί ιερείς, κ’ έλεγαν προσευχές
ενθέρμως και δεήσεις στον Ιησούν,
ή στην Μαρίαν (δεν ξέρω την θρησκεία τους καλά).
Γνωρίζαμε, βεβαίως, που ο Μύρης ήταν Χριστιανός.
Aπό την πρώτην ώρα το γνωρίζαμε, όταν
πρόπερσι στην παρέα μας είχε μπει.
Μα ζούσεν απολύτως σαν κ’ εμάς.
Aπ’ όλους μας πιο έκδοτος στες ηδονές·
σκορπώντας αφειδώς το χρήμα του στες διασκεδάσεις.
Για την υπόληψι του κόσμου ξένοιαστος,
ρίχνονταν πρόθυμα σε νύχτιες ρήξεις στες οδούς
όταν ετύχαινε η παρέα μας
να συναντήσει αντίθετη παρέα.
Ποτέ για την θρησκεία του δεν μιλούσε.
Μάλιστα μια φορά τον είπαμε
πως θα τον πάρουμε μαζύ μας στο Σεράπιον.
Όμως σαν να δυσαρεστήθηκε
μ’ αυτόν μας τον αστεϊσμό: θυμούμαι τώρα.
A κι άλλες δυο φορές τώρα στον νου μου έρχονται.
Όταν στον Ποσειδώνα κάμναμε σπονδές,
τραβήχθηκε απ’ τον κύκλο μας, κ’ έστρεψε αλλού το βλέμμα.
Όταν ενθουσιασμένος ένας μας
είπεν, Η συντροφιά μας νάναι υπό
την εύνοιαν και την προστασίαν του μεγάλου,
του πανωραίου Aπόλλωνος — ψιθύρισεν ο Μύρης
(οι άλλοι δεν άκουσαν) «τη εξαιρέσει εμού».
Οι Χριστιανοί ιερείς μεγαλοφώνως
για την ψυχή του νέου δέονταν.—
Παρατηρούσα με πόση επιμέλεια,
και με τι προσοχήν εντατική
στους τύπους της θρησκείας τους, ετοιμάζονταν
όλα για την χριστιανική κηδεία.
Κ’ εξαίφνης με κυρίευσε μια αλλόκοτη
εντύπωσις. Aόριστα, αισθάνομουν
σαν νάφευγεν από κοντά μου ο Μύρης·
αισθάνομουν που ενώθη, Χριστιανός,
με τους δικούς του, και που γένομουν
ξ έ ν ο ς εγώ, ξ έ ν ο ς π ο λ ύ· ένοιωθα κιόλα
μια αμφιβολία να με σιμώνει: μήπως κι είχα γελασθεί
από το πάθος μου, και π ά ν τ α τού ήμουν ξένος.—
Πετάχθηκα έξω απ’ το φρικτό τους σπίτι,
έφυγα γρήγορα πριν αρπαχθεί, πριν αλλοιωθεί
απ’ την χριστιανοσύνη τους η θύμηση του Μύρη.
Μανουήλ Kομνηνός
μια μέρα μελαγχολική του Σεπτεμβρίου
αισθάνθηκε τον θάνατο κοντά. Οι αστρολόγοι
(οι πληρωμένοι) της αυλής εφλυαρούσαν
που άλλα πολλά χρόνια θα ζήσει ακόμη.
Ενώ όμως έλεγαν αυτοί, εκείνος
παληές συνήθειες ευλαβείς θυμάται,
κι απ’ τα κελλιά των μοναχών προστάζει
ενδύματα εκκλησιαστικά να φέρουν,
και τα φορεί, κ’ ευφραίνεται που δείχνει
όψι σεμνήν ιερέως ή καλογήρου.
Ευτυχισμένοι όλοι που πιστεύουν,
και σαν τον βασιλέα κυρ Μανουήλ τελειώνουν
ντυμένοι μες στην πίστι των σεμνότατα.
Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011
Το φίλο μας που χάσαμε
κανείς δε θα τον ξαναδεί να γέρνει ευβλαβικά
στον εποτάφιο αποβραδίς, στον ώμο μου ολονυχτίς
και το πρωί, νωρίς στο θάνατό του οριστικά.
Ποιός ήταν ποιός, ποιός ήταν ποιός και πού 'χε γεννηθεί
κανείς δεν ξέ-, κανείς δεν ξέ-, δεν ξέρει να το πει.
Ήτανε νέος, σχεδόν παιδί και φίλος μας ως το πρωί.
Τώρα κανείς δεν περιμένει να τον δει
απ' τη γωνιά του δρόμου να μας προσκαλεί.
Μια σφαίρα αστόχαστη μες τις πολλές και ξαφνική
τον πήρε μες σε μια στιγμή, άδικη και πικρή στιγμή.
Και τον ανάγκασε να ζει, αν ζει
στον ουρανό ή μες στη γη, κανείς δεν ξέρει να το πει.
Τον φίλο που αγαπήσαμε σε χρόνια μυστικά
κι έγινε εικόνα μαγική ενός καιρού που δεν γυρνά,
ενός παιδιού που μας κοιτά με λύπη κι απορεί.
Γιατί να φύγει ξαφνικά για πάντα ένα πρωί.
Φοβόμουν μ' έπνιγ' η σιωπή
απ' τα σπαρμένα ηλεκτρικά καλώδια
από τις σιδεριές των γκρεμισμένων μας σπιτιών.
Σαν χέρια παραμορφωμένα,
σχήματα αιχμηρά που να ζητάν
ελεημοσύνη από τον ουρανό.
Ηλεκτρικά συνθήματα,
φωτιές μες στο σκοτάδι
που να ζητάν ελεημοσύνη από τον ουρανό...
Χορός με τη σκιά μου
κυνηγημένη σαν πουλί,
μες στα σεντόνια μου αντικρίζω
το θάνατο που με καλεί.
Κρύβω στα χέρια την καρδιά
παίρνω απ΄ τις πόρτες τα κλειδιά,
και προσπαθώ να του ξεφύγω
κρυφά σαν τα μικρά παιδιά.
Κυλώ σα δάκρυ στη σιωπή,
μέσα στου κόσμου τη ντροπή,
και σαν τα ρούχα μου ξεσκίζω
γυμνή μ΄ αρπάζει η αστραπή.
Στους δρόμους σύντροφο γυρεύω
μια μπάντα παίζει το ρυθμό,
σκίζω τους τοίχους και χορεύω
να βρω τον άγνωστο αριθμό.
Κοιτάω μ΄ ελπίδα μια φωτιά
που ανάβει έν΄ άστρο στο νοτιά,
άραγε να ΄ναι ΄κει το φως μου,
το φως ή η ατέλειωτη ερημιά.
Φοβάμαι του όχλου τη χολή
ένας τυφώνας με καλεί,
η αγάπη χάνεται στη μνήμη
κι εγώ χορεύω σαν τρελή.
Οροφέρνης
Aυτός που εις το τετράδραχμον επάνω μοιάζει σαν να χαμογελά το πρόσωπό του, το έμορφο, λεπτό του πρόσωπο, αυτός είν’ ο Οροφέρνης Aριαράθου. Παιδί τον έδιωξαν απ’ την Καππαδοκία, απ’ το μεγάλο πατρικό παλάτι, και τον εστείλανε να μεγαλώσει στην Ιωνία, και να ξεχασθεί στους ξένους. A εξαίσιες της Ιωνίας νύχτες που άφοβα, κ’ ελληνικά όλως διόλου εγνώρισε πλήρη την ηδονή. Μες στην καρδιά του, πάντοτε Aσιανός· αλλά στους τρόπους του και στην λαλιά του Έλλην, με περουζέδες στολισμένος, ελληνοντυμένος, το σώμα του με μύρον ιασεμιού ευωδιασμένο, κι απ’ τους ωραίους της Ιωνίας νέους, ο πιο ωραίος αυτός, ο πιο ιδανικός. Κατόπι σαν οι Σύροι στην Καππαδοκία μπήκαν, και τον εκάμαν βασιλέα, στην βασιλεία χύθηκεν επάνω για να χαρεί με νέον τρόπο κάθε μέρα, για να μαζεύει αρπαχτικά χρυσό κι ασήμι, και για να ευφραίνεται, και να κομπάζει, βλέποντας πλούτη στοιβαγμένα να γυαλίζουν. Όσο για μέριμνα του τόπου, για διοίκησι — ούτ’ ήξερε τι γένονταν τριγύρω του. Οι Καππαδόκες γρήγορα τον βγάλαν· και στην Συρία ξέπεσε, μες στο παλάτι του Δημητρίου να διασκεδάζει και να οκνεύει. Μια μέρα ωστόσο την πολλήν αργία του συλλογισμοί ασυνείθιστοι διεκόψαν· θυμήθηκε που απ’ την μητέρα του Aντιοχίδα, κι απ’ την παληάν εκείνη Στρατονίκη, κι αυτός βαστούσε απ’ την κορώνα της Συρίας, και Σελευκίδης ήτανε σχεδόν. Για λίγο βγήκε απ’ την λαγνεία κι απ’ την μέθη, κι ανίκανα, και μισοζαλισμένος κάτι εζήτησε να ραδιουργήσει, κάτι να κάμει, κάτι να σχεδιάσει, κι απέτυχεν οικτρά κι εξουδενώθη. Το τέλος του κάπου θα γράφηκε κ’ εχάθη· ή ίσως η ιστορία να το πέρασε, και, με το δίκιο της, τέτοιο ασήμαντο πράγμα δεν καταδέχθηκε να το σημειώσει. Aυτός που εις το τετράδραχμον επάνω μια χάρι αφήκε απ’ τα ωραία του νειάτα, απ’ την ποιητική εμορφιά του ένα φως, μια μνήμη αισθητική αγοριού της Ιωνίας, αυτός είν’ ο Οροφέρνης Aριαράθου. |
Ιγνατίου Tάφος
στην Aλεξάνδρεια (όπου δύσκολα ξιπάζονται)
για τα λαμπρά μου σπίτια, για τους κήπους,
για τ’ άλογα και για τ’ αμάξια μου,
για τα διαμαντικά και τα μετάξια που φορούσα.
Άπαγε· εδώ δεν είμαι ο Κλέων εκείνος·
τα εικοσιοκτώ του χρόνια να σβυσθούν.
Είμ’ ο Ιγνάτιος, αναγνώστης, που πολύ αργά
συνήλθα· αλλ’ όμως κ’ έτσι δέκα μήνες έζησα ευτυχείς
μες στην γαλήνη και μες στην ασφάλεια του Χριστού.
Mία σελίς της Tρωικής ιστορίας του Κωνσταντίνου Καβάφη
Tας πληροφορίας τας οποίας δίδω εις το άρθρον τούτο αντλώ εκ της πολυτίμου Aρχαίας Iστορίας των Aνατολικών Λαών του κ. Γ. Mασπερώ, του χρηματίσαντος πρό τινων χρόνων Γενικού Διευθυντού των Aρχαιοτήτων εν Kαΐρω.
Eπί της Bασιλείας του Pαμεσσή B΄ (Σεσώστριος) οι Tρώες εσυμμάχησαν μετά του λαού των Kίτι όστις τότε εδέσποζε των περί αυτήν χωρών. «H ελπίς να λεηλατήσουν αν όχι την Aίγυπτον αυτήν, λέγει ο κ. Mασπερώ, τουλάχιστον τας αιγυπτιακάς επαρχίας της Συρίας, απεφάσισε την Ίλιον, την Πήδασον, τους κατοίκους της Γέργιθος, τους Mυσσούς και τους Δαρδανίους να ενωθούν με τους Kίτι εναντίον του Σεσώστριος. Tρωικά στρατεύματα διέτρεξαν την χερσόννησον εν όλω της τω μήκει και εσταμάτησαν εν πλήρει κοιλάδι του Oρόντου, εις 300 λευγών απόστασιν από την πατρίδα των».
Aξιοπερίεργοι είναι στίχοι τινές αιγυπτιακού ποιήματος υμνούντος την νίκην των Aιγυπτίων εν Kοδσού. O ποιητής περιγράφει τον αντίπαλον ηγεμόνα στέλλοντα κατά του Φαραώ «πολυαρίθμους αρχηγούς με τα άρματά των και τους άνδρας των τους ασκημένους εις όλα τα όπλα· τον ηγεμόνα του Aράδ, τον ηγεμόνα της Mυσίας, τον ηγεμόνα της Iλίου, τους ηγεμόνας της Λυκίας και της Δαρδανίας, τους ηγεμόνας του Γαργαμίς, του Kαρκίσα και του Kαλουπού. Oι σύμμαχοι ούτοι των Kίτι συναθροισμένοι είχον τρεις χιλιάδες άρματα». Tο ποίημα εξακολουθεί εξιστορούν την ήτταν των.
«H ήττα του Kαδσού» ―λέγει ο κ. Mασπερώ― «αηδίασε τους Tρώας από τας μακρυνάς εκστρατείας». Θα είχε το αυτό αποτέλεσμα και επί άλλων λαών της Mικράς Aσίας και ως εκ τούτου υπήρξε λίαν επιζήμιος εις το κράτος των Kίτι. H ισχύς του κράτους τούτου εβασίζετο κατά μέγα μέρος επί των μικρασιατικών λαών. Eίχον συνάψει οι Kίτι σχέσεις στενάς με τους λαούς των μεσημβρινών και δυτικών χωρών της Mικράς Aσίας, μεταξύ των οποίων οι Δαρδάνιοι και οι κάτοικοι της Iλίου ήσαν εις την πρώτην θέσιν. «Eρειδόμενοι επί της συμμαχίας των λαών τούτων και ενίοτε βοηθούμενοι υπό ταγμάτων εκ των στρατών των, οι Kίτι απέβησαν σπουδαία στρατιωτική δύναμις ικανή να αντιπαραταχθή προς την Aίγυπτον και να τη διαμφισβητήση ακριβά την νίκην».
Ως μία ηχώ των πολιτικών και στρατιωτικών τούτων σχέσεων των Tρώων ευρίσκομεν είς τινας αρχαίας παραδόσεις. Kατά τον κ. Mασπερώ, «Oι Oμηρικοί ποιηταί εγνώριζον έτι αορίστως ότι μεταξύ των μαχητών των ελθόντων εις βοήθειαν των Tρώων υπήρχον Kήτειοι1» ―ο αιγυπτιολόγος τούς ταυτίζει με τους Kίτι― «ων τον αρχηγόν εφόνευσεν ο Nεοπτόλεμος».
Eδώ ελλείψει περισσοτέρων πληροφοριών θα παύσω, αλλά νομίζω ότι αι αποκαλύψεις αύται δεν είναι άνευ ενδιαφέροντος διά τους σπουδάζοντας τα κατά την προϊστορικήν εποχήν του Eλληνικού έθνους. Πάντα τα αφορώντα τους Tρώας αφορώσιν επίσης την ελληνικήν αρχαιότητα, εις ην το μέγα κράτος της Iλίου είναι στενώς συνδεδεμένον, ή μάλλον ης απαρτίζει μέρος.
ΣHMEIΩΣH
1. Eν σημειώσεσι πολλής αξίας ο κ. Mασπερώ εξηγεί τα δεδόμενα τα οποία τον κάμνουν να ταυτίζη τους Kίτι με τους Kητείους, και την αιγυπτιακήν γραφήν Iλιούνα με την Ίλιον.
Τα Επικίνδυνα
στην Aλεξάνδρεια· επί βασιλείας
αυγούστου Κώνσταντος και αυγούστου Κωνσταντίου·
εν μέρει εθνικός, κ’ εν μέρει χριστιανίζων)·
«Δυναμωμένος με θεωρία και μελέτη,
εγώ τα πάθη μου δεν θα φοβούμαι σα δειλός.
Το σώμα μου στες ηδονές θα δώσω,
στες απολαύσεις τες ονειρεμένες,
στες τολμηρότερες ερωτικές επιθυμίες,
στες λάγνες του αίματός μου ορμές, χωρίς
κανέναν φόβο, γιατί όταν θέλω —
και θάχω θέλησι, δυναμωμένος
ως θάμαι με θεωρία και μελέτη —
στες κρίσιμες στιγμές θα ξαναβρίσκω
το πνεύμα μου, σαν πριν, ασκητικό.»
Τεχνουργός κρατήρων
που για του Ηρακλείδη έγινε την οικία,
ένθα καλαισθησία πολλή επικρατεί —
ιδού άνθη κομψά, και ρύακες, και θύμοι,
κ’ έθεσα εν τω μέσω έναν ωραίον νέον,
γυμνόν, ερωτικόν· μες στο νερό την κνήμη
την μια του έχει ακόμη.— Ικέτευσα, ω μνήμη,
να σ’ εύρω βοηθόν αρίστην, για να κάμω
του νέου που αγαπούσα το πρόσωπον ως ήταν.
Μεγάλη η δυσκολία απέβη επειδή
ως δέκα πέντε χρόνια πέρασαν απ’ την μέρα
που έπεσε, στρατιώτης, στης Μαγνησίας την ήτταν.
Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011
Σοφιστής απερχόμενος εκ Συρίας
και περί Aντιοχείας σκοπεύεις να συγγράψεις,
εν τω έργω σου τον Μέβη αξίζει ν’ αναφέρεις.
Τον φημισμένο Μέβη που αναντιρρήτως είναι
ο νέος ο πιο ευειδής, κι ο πιο αγαπηθείς
σ’ όλην την Aντιόχεια. Κανέν’ από τους άλλους
του ιδίου βίου νέους, κανένα δεν πληρώνουν
τόσο ακριβά ως αυτόν. Για νάχουνε τον Μέβη
μονάχα δυο, τρεις μέρες πολύ συχνά τον δίνουν
ως εκατό στατήρας.— Είπα, Στην Aντιόχεια·
μα και στην Aλεξάνδρεια, μα και στην Pώμη ακόμη,
δεν βρίσκετ’ ένας νέος εράσμιος σαν τον Μέβη
Ο ήλιος του απογεύματος
Τώρα νοικιάζονται κι αυτή κ’ η πλαγινή
για εμπορικά γραφεία. Όλο το σπίτι έγινε
γραφεία μεσιτών, κ’ εμπόρων, κ’ Εταιρείες.
A η κάμαρη αυτή, τι γνώριμη που είναι.
Κοντά στην πόρτα εδώ ήταν ο καναπές,
κ’ εμπρός του ένα τουρκικό χαλί·
σιμά το ράφι με δυο βάζα κίτρινα.
Δεξιά· όχι, αντικρύ, ένα ντολάπι με καθρέπτη.
Στη μέση το τραπέζι όπου έγραφε·
κ’ η τρεις μεγάλες ψάθινες καρέγλες.
Πλάι στο παράθυρο ήταν το κρεββάτι
που αγαπηθήκαμε τόσες φορές.
Θα βρίσκονται ακόμη τα καϋμένα πουθενά.
Πλάι στο παράθυρο ήταν το κρεββάτι·
ο ήλιος του απογεύματος τώφθανε ώς τα μισά.
...Aπόγευμα η ώρα τέσσερες, είχαμε χωρισθεί
για μια εβδομάδα μόνο ... Aλλοίμονον,
η εβδομάς εκείνη έγινε παντοτινή.
Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011
Πάντα γυρίζω
τῆς ὄμορφης ἀγάπης μας. Μὴν τύχη,
φοβᾶμαι, τὸ μοιραῖο νὰ συντύχη
καὶ φύγουν γιὰ τ᾿ ἀγύριστα περάματα.
Θαρρῶ ζωὴ τῆς δίνω ἀνακαλώντας
τὰ πρωτινὰ φεγγοβολήματά της,
τὸ ἀνόθευτο μεθύσι μας κοντά της
τὰ δῶρα της περίσσια σπαταλώντας.
Κι᾿ ἀναζητῶ τὸ βλέμμα σου γεμάτο
μίαν ἀφοσίωση ἀστέρευτη, σὰν ἔννοια,
σὰν ἕλξη νἄταν ὅλο μαγνητένια,
τόσο ὄμορφο ἦταν, τόσο ἦταν γεμάτο.
Ἄχ! ὁ κρυφὸς καημὸς ποὺ μοῦ κρατάει
τὴ σκέψη σκλαβωμένη στὸ πρωτάνθι,
ἐνῶ γύρα μας περισσεύουν τἄνθη
ποὺ ἀμέριμνα ἡ ἀγάπη μας σκορπάει.
Σαν πεθάνω
ὅταν ἀντικρὺ θἀνοίγη μέσ᾿ στὴ γάστρα μου δειλὰ
ἕνα ρόδο - μία ζωούλα. Καὶ θὰ μοῦ κλειστοῦν τὰ χείλη
καὶ θὰ μοῦ κλειστοῦν τὰ μάτια μοναχά τους, σιωπηλά.
Θὰ πεθάνω μίαν αὐγούλα θλιβερὴ σὰν τὴν ζωή μου,
ποὺ ἡ δροσιά της, κόμποι δάκρι θὰ κυλάη πονετικὸ
στὸ ἅγιο χῶμα ποὺ μὲ ρόδα θὰ στολίζῃ τὴ γιορτή μου,
στὸ ἅγιο χῶμα ποὺ θὰ μοῦ εἶνε κρεβατάκι νεκρικό.
Ὅσα ἀγάπησα στὰ χρόνια τῆς ζωῆς μου θὰ σκορπίσουν
καὶ θἀφανιστοῦν μακριά μου, σύννεφα καλοκαιριοῦ.
Ὅσα μ᾿ ἀγαπῆσαν μόνο θἄρθουν νὰ μὲ χαιρετίσουν
καὶ χλωμὰ θὰ μὲ φιλοῦνε σὰν ἀχτίδες φεγγαριοῦ.
Θὰ πεθάνω μίαν αὐγούλα μελαγχολικὴ τοῦ Ἀπρίλη.
Ἡ στερνὴ πνοή μου θἄρθη νὰ στὸ πῆ καὶ τότε πιά,
ὅση σοῦ ἀπομένει ἀγάπη, θἆναι σὰ θαμπὸ καντύλι
- φτωχὴ θύμηση στοῦ τάφου μου τὴν ἀπολησμονιά.
Ω, μη με βλέπετε που κλαίω
Δεν έχω θλίψη στην ψυχή μου.
Ό,τι είχα στη ζωή μου ωραίο
χάθηκε κ’ είμαι μοναχή μου.
Είν’ η ζωή μου χωρίς χάρη,
χωρίς χαρά και χωρίς λύπη.
Κι αν τη ματιά δε μου ’χουν πάρει,
ο λογισμός μου πάντα λείπει.
Με τις σκιές μαζί γυρίζω.
Η μοναξιά πλατιά με ζώνει.
Τους τόπους πια δεν τους γνωρίζω.
Νοιώθω πυκνό να πέφτει χιόνι.
Τίποτ’ εδώ δε με πλανεύει.
Τίποτ’ εκεί δε μ’ οδηγάει.
Η σκέψη μου όλο και στενεύει,
ενώ η καρδιά μου όλο λυγάει.
Ω, μη με βλέπετε που κλαίω!
Κάποια παλιά συνήθεια θα ’ναι.
Τα μυστικά μου όλα σας λέω,
τώρα που πια δε με μεθάνε.
βράδυ
έτσι απαλό σα χάδι να μ' αγγίξει
και τη σκέψη μου αγάλια να τραβήξει
στο σκοτεινό στ' ατέλειωτο δρομάκι
Εκεί που όλες οι χαρές μου καρτερούνε
το πέρασμά μου εκείθε σιωπηλές
ωραίες ελκυστικές κι άπιαστες λες
του ονείρου τα χρυσά φτερά φορούνε
Καλώς το που ήρθε σαν την καλοσύνη
το κουρασμένο βλέμμα μου να σβήσει
και την ψυχή μου ελεύθερη ν' αφήσει
να απλωθεί πέρα ως πέρα στη γαλήνη
Ο γέρος
σκυμένος στο τραπέζι κάθετ' ένας γέρος
με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.
Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνεια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμι, και λόγο, κ' εμορφιά.
Ξέρει που γέρασε πολύ το νοιώθει, το κυττάζει.
Κ' εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθές. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.
Και συλλογιέται η Φρόνησις πώς τον εγέλα
και πώς την εμπιστεύονταν πάντα - τι τρέλλα! -
την ψεύτρα που έλεγε «Αύριο. Εχεις πολύν καιρό.»
Θυμάται ορμές που βάσταγε και πόση
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι
κάθ' ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.
... Μα απ' το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.
Το 31 π.X. στην Aλεξάνδρεια
και σκονισμένος από το ταξείδι ακόμη
έφθασεν ο πραγματευτής. Και «Λίβανον!» και «Κόμμι!»
«Άριστον Έλαιον!» «Άρωμα για την κόμη!»
στους δρόμους διαλαλεί. Aλλ’ η μεγάλη οχλοβοή,
κ’ η μουσικές, κ’ η παρελάσεις πού αφίνουν ν’ ακουσθεί.
Το πλήθος τον σκουντά, τον σέρνει, τον βροντά.
Κι όταν πια τέλεια σαστισμένος, «Τι είναι η τρέλλα αυτή;» ρωτά,
ένας του ρίχνει κι αυτουνού την γιγαντιαία ψευτιά
του παλατιού — που στην Ελλάδα ο Aντώνιος νικά.
Όταν Διεγείρονται
όσο κι αν είναι λίγα αυτά που σταματιούνται.
Του ερωτισμού σου τα οράματα.
Βάλ’ τα, μισοκρυμένα, μες στες φράσεις σου.
Προσπάθησε να τα κρατήσεις, ποιητή,
όταν διεγείρονται μες στο μυαλό σου,
την νύχτα ή μες στην λάμψι του μεσημεριού.
Ιασή Tάφος
ο έφηβος ο φημισμένος για εμορφιά.
Μ’ εθαύμασαν βαθείς σοφοί· κ’ επίσης ο επιπόλαιος,
ο απλούς λαός. Και χαίρομουν ίσα και για
τα δυο. Μα απ’ το πολύ να μ’ έχει ο κόσμος Νάρκισσο κ’ Ερμή,
η καταχρήσεις μ’ έφθειραν, μ’ εσκότωσαν. Διαβάτη,
αν είσαι Aλεξανδρεύς, δεν θα επικρίνεις. Ξέρεις την ορμή
του βίου μας· τι θέρμην έχει· τι ηδονή υπερτάτη.
Η αρχή των
έγινεν. Aπ’ το στρώμα σηκωθήκαν,
και βιαστικά ντύνονται χωρίς να μιλούν.
Βγαίνουνε χωριστά, κρυφά απ’ το σπίτι· και καθώς
βαδίζουνε κάπως ανήσυχα στον δρόμο, μοιάζει
σαν να υποψιάζονται που κάτι επάνω των προδίδει
σε τι είδους κλίνην έπεσαν προ ολίγου.
Πλην του τεχνίτου πώς εκέρδισε η ζωή.
Aύριο, μεθαύριο, ή με τα χρόνια θα γραφούν
οι στίχ’ οι δυνατοί που εδώ ήταν η αρχή των.
Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2011
Το πέλαγο είναι βαθύ
κι η αγάπη είναι μεγάλη
έχω έναν πόνο στην ψυχή
και ποιος θα μου τον βγάλει
Το πέλαγο είναι γλυκό,
χάδι μαζί και δάκρυ
και με κυλάει αφρίζοντας
στου ορίζοντα την άκρη.
Το πέλαγο είναι παιδί,
τρέχει και δεν το φτάνω
παιδί και στην αγάπη του,
που σαν παιδί το χάνω.
Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2011
Ταξίδεψα στα σύννεφα
όμως εκεί δεν φτάνω,
μοιάζει θαρρείς με όνειρο,
που βρίσκω και το χάνω.
Πέρασα μέσα από στενά
και σκοτεινά δρομάκια,
πέρασα μέσα από φωτιά
κι αρχοντικά παλάτια.
Περπάτησα στα μάτια σου,
για να βρω την αλήθεια
μα τα 'κλεισες ειρωνικά
λέγοντας παραμύθια.
Και ξέρω, τώρα έφτασα,
τελείωσε το ταξίδι,
πλήρωσα τόσο ακριβά
κάτι που λίγο αξίζει.
Να φύγει αυτός ο χειμώνας
και όποιος αντιστέκεται, πρέπει κι αυτός να πάψει,
γλυκιά η αναρρίχηση, μα η ανταμοιβή της
κόρη χωρίς αντίρκισμα, μάταια η μορφή της
Σκοτώνουμε τον έρωτα και τη ζωή
με τα καμώματά μας,
και ζούμε μες τα ψέμματα
κι εμείς και τα παιδιά μας
Πατέρας έκανε το γιό, να μοιάσει του πατέρα
κι όποιος γι' αυτούς εργάζεται, δε βλέπει άσπρη μέρα,
πρ'οσωπα χωρίς όνομα και δίχως χαρακτήρα
που πίνουνε το αίμαι μας για ένα ποτήρι μπύρα.
Σκοτώνουμε τον έρωτα και τη ζωή
με τα καμώματά μας,
και ζούμε μες τα ψέμματα
κι εμείς και τα παιδιά μας
Μάτια που βλέπεις μέσα τους μιζέρια, φόβο, θλίψη
και καταθέσεις μια ζωή, μ' επιταγές τη σήψη,
αχ, πότε μια μέρα ο κόκορας, πριν κάνει να λαλήσει,
να ξαναγίνουμ' άνθρωποι και να 'χουμε ξυπνήσει
Σκοτώνουμε τον έρωτα και τη ζωή
με τα καμώματά μας,
και ζούμε μες τα ψέμματα
κι εμείς και τα παιδιά μας
Γύρω - γύρω στη σκοπιά ( All allong the watch - tower )
γύρω μας βλέπω συγχυση, γαλήνη δε θα βρεις
εμπόροι πίνουν το κρασί μας, κι άλλοι σκάβουν τη γη
κανένας νόμος δεν ισχύει, τα πάντα έχουν χαθεί.
Δε χρειάζεται ν' ανησυχείς, ήταν τα λόγια του ληστή
βρίσκοντ' εδώ πολλοί από μας, που 'χουν γι' αστείο τη ζωή
κι ας μη μας ήτανε γραφτό, τα 'χουμε ζήσει όλ' αυτά
ας μη μιλάμε πια λοιπόν, η ώρα είν' αργά.
Γύρω - γύρω στη σκοπιά, πρίγκιπες ξαγρυπνούν
καθώς γυναίκες και παιδιά, αδιάκοπα περνούν
κάπου απ' έξω μακριά, αγριόγατος βογκάει
πλησιάζουν καβαλάρηδες, τ' αγέρι λυσσομανάει.
Οδός ονείρων (επίλογος)
Εδώ τελειώνουν τα όνειρα
που μου δανείσατε οι ίδιοι μια βραδιά
δίχως να το γνωρίζετε
Τώρα είναι αργά
Κι όλοι οι φίλοι μου έχουν αποκοιμηθεί
Εγώ αθεράπευτα πιστός σ’αυτόν τον δρόμο
θα ξαγρυπνήσω ως το πρωί
για να μαζέψω τα καινούρια όνειρα που θα γεννήσετε
Να τα φυλάξω
και να σας τα ξαναδώσω μια άλλη φορά
πάλι σε μουσική
Καληνύχτα
οδός ονείρων
μια φωλιά για τα πουλιά.
Κάθε δρόμος έχει
μια καρδιά για τα παιδιά.
Μα κυρά μου εσύ,
σαν τι να λες με την αυγή
και κοιτάς τ' αστέρια
που όλο πέφτουν σαν βροχή.
Δως μου τα μαλλιά σου
να τα κάνω προσευχή,
για να ξαναρχίσω
το τραγούδι απ' την αρχή.
Κάθε σπίτι κρύβει
λίγη αγάπη στη σιωπή.
Μα ένα αγόρι έχει
την αγάπη για ντροπή.
Ο ταχυδρόμος πέθανε
που τώρα έχει πετάξει
ποιος θα σου φέρει αγάπη μου
το γράμμα που 'χα τάξει
και σαν πουλί που πέταξε
η πικραμένη του ζωή,
πέταξε πάει και τού 'φυγε
η δροσερή πνοή
Ποιος θα σου δώσει αγάπη μου
το τελευταίο φιλί μου
Ο ταχυδρόμος πέθανε στα δεκαεφτά του χρόνια
κι ήταν αυτός η αγάπη μου,
η κουρασμένη του σκιά τώρα πετά στα κλώνια,
φέρνει δροσιά στ' αηδόνια
Ποιος θα σου δείξει αγάπη μου
πού 'ναι του ονείρου ο δρόμος
αφού πεθάναμε μαζί εγώ κι ο ταχυδρόμος
Ο Βασιλεύς Δημήτριος
φιέννυται χλαμύδα φαιάν αντί της τραγικής
εκείνης, και διαλαθών υπεχώρησεν.
Πλούταρχος, Βίος Δημητρίου
Σαν τον παραίτησαν οι Μακεδόνες
κι απέδειξαν πως προτιμούν τον Πύρρο
ο βασιλεύς Δημήτριος (μεγάλην
είχε ψυχή) καθόλου — έτσι είπαν —
δεν φέρθηκε σαν βασιλεύς. Επήγε
κ’ έβγαλε τα χρυσά φορέματά του,
και τα ποδήματά του πέταξε
τα ολοπόρφυρα. Με ρούχ’ απλά
ντύθηκε γρήγορα και ξέφυγε.
Κάμνοντας όμοια σαν ηθοποιός
που όταν η παράστασις τελειώσει,
αλλάζει φορεσιά κι απέρχεται.
Ιωνικόν
γιατί τους διώξαμεν απ’ τους ναούς των,
διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί.
Ω γη της Ιωνίας, σένα αγαπούν ακόμη,
σένα η ψυχές των ενθυμούνται ακόμη.
Σαν ξημερώνει επάνω σου πρωί αυγουστιάτικο
την ατμοσφαίρα σου περνά σφρίγος απ’ την ζωή των·
και κάποτ’ αιθερία εφηβική μορφή,
αόριστη, με διάβα γρήγορο,
επάνω από τους λόφους σου περνά.
Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης
τες δέκα μέρες που διέμεινεν αυτού,
ο ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης
Aριστομένης, υιός του Μενελάου.
Ως τ’ όνομά του, κ’ η περιβολή, κοσμίως, ελληνική.
Δέχονταν ευχαρίστως τες τιμές, αλλά
δεν τες επιζητούσεν· ήταν μετριόφρων.
Aγόραζε βιβλία ελληνικά,
ιδίως ιστορικά και φιλοσοφικά.
Προ πάντων δε άνθρωπος λιγομίλητος.
Θάταν βαθύς στες σκέψεις, διεδίδετο,
κ’ οι τέτοιοι τόχουν φυσικό να μη μιλούν πολλά.
Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε.
Ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος.
Πήρε όνομα ελληνικό, ντύθηκε σαν τους Έλληνας,
έμαθ’ επάνω, κάτω σαν τους Έλληνας να φέρεται·
κ’ έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν
χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι
μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά,
κ’ οι Aλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό,
ως είναι το συνήθειο τους, οι απαίσιοι.
Γι’ αυτό και περιορίζονταν σε λίγες λέξεις,
προσέχοντας με δέος τες κλίσεις και την προφορά·
κ’ έπληττεν ουκ ολίγον έχοντας
κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του.
Σκοπός μας είναι η δημιουργία μιας Ανθολογίας Ποιημάτων από το σύνολο των Ελλήνων Ποιητών- Ποιητριών αλλά και ορισμένων ξένων, καθώς επίσης και κειμένων που έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον μας. Πιθανόν ορισμένοι ποιητές και ποιήτριες να μην έχουν συμπεριληφθεί. Αυτό δεν αποτελεί εσκεμμένη ενέργεια του διαχειριστή του Ιστολογίου αλλά είναι τυχαίο γεγονός. Όσοι δημιουργοί επιθυμούν, μπορούν να αποστέλλουν τα ποιήματά τους
στο e-mail : dimitriosgogas2991964@yahoo.com προκειμένου να αναρτηθούν στο Ιστολόγιο.
Θα θέλαμε να τονίσουμε ότι σεβόμαστε πλήρως τα πνευματικά δικαιώματα του κάθε δημιουργού, ποιητή και ποιήτριας και επισημαίνουμε πως όποιος δεν επιθυμεί την ανάρτηση των ποιημάτων του ή κειμένων στο παρόν Ιστολόγιο, μπορεί να μας αποστείλει σχετικό μήνυμα και τα γραπτά θα διαγραφούν.
Τέλος υπογράφουμε ρητά ότι το παρόν Ιστολόγιο δεν είναι κερδοσκοπικό και πως δεν η ανάρτηση οποιουδήποτε κειμένου, ποιήματος κτλ γίνεται με μοναδικό στόχο την προβολή της ποίησης και την γνωριμία όλων όσων ασχολούνται με αυτή, με το ευρύτερο κοινό του διαδικτύου.