Τετάρτη 30 Ιουνίου 2010
Πουλιά στα χίλια χρώματα
των ενθουσιασμών,
ελαφρά καλοκαίρια.
Στέγες κοντά στον ουρανό μόλις
που αγγίζουνε.
Θ' αδειάσουμε τη στάμνα,
θα γίνουμε γλαυκοί
δωρητές του πελάγους.
Τρίτη 29 Ιουνίου 2010
Ουρανός καθαρόαιμος
δάχτυλα που τα πήρε ρυάκι
περασμένο απ' τον ύπνο.
Στα χλωρά δαφνόφυλλα
γυμνή κοίτεται η μέρα.
ο που ξερει ελληνικά
ν' ανάψω ένα τσιγάρο
και πες του σύννεφου να πει
πως θα 'ρθω να σε πάρω.
Μου 'φυγε ένα συννεφάκι
πάει τη λύπη στα βουνά
ψάχνει να βρει ένα σπιτάκι
στο πάντα και στο πουθενά.
Ο που ξέρει ελληνικά
πέντε κι έξι έντεκα
κι ο που ξέρει μόρτικα
δύο αλλ' αλλιώτικα.
Θα κλείσω μια θα κλείσω δυο
την απαλάμη των χαδιών,
θα κλείσω δυο θα κλείσω τρεις
την τύχη κι άμε να την βρεις.
Στήνει καρτέρι ο κεραυνός
χώρια να μας πετύχει
μα είναι μεγάλος ο ουρανός
και τοσοδούλα η τύχη.
Ο που ξέρει ελληνικά
πέντε κι έξι έντεκα
κι ο που ξέρει μόρτικα
δύο αλλ' αλλιώτικα.
Ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα
βαθύ γαρούφαλο ακρωτήρι
Το χέρι σου έφευγε με το νερό
να στρώσει νυφικό το πέλαγο
Το χέρι σου άνοιγε τον ουρανό
Άγγελοι μ' έντεκα σπαθιά
πλέανε πλάι στ' όνομά σου
σκίζοντας τ' ανθισμένα κύματα
Στους κόρφους σου έκρυβες μια χάρη
που ήταν το ίδιο το φεγγάρι
Φεγγάρι εδώ, φεγγάρι εκεί
αίνιγμα διαβασμένο από τη θάλασσα
Για το δικό σου το χατίρι
ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα
βαθύ γαρούφαλο ακρωτήρι
Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας
ο πετροπαιχνιδιάτορας
από την άκρη των ακρώ
κατηφοράει στο Ταίναρο.
Φωτιά 'ναι το πηγούνι του
χρυσάφι το πιρούνι του.
Δευτέρα 28 Ιουνίου 2010
Ντούκου ντούκου μηχανάκι,
κι αντηχάνε τα βουνά.
Ντούκου ντούκου μηχανάκι,
ντούκου το παλιό μεράκι.
Τρίτη, Πέμπτη και Σαββάτο
μες της θάλασσας τον πάτο.
Ποιος θα ρίξει, ποιος θα πάρει
τ' ασημένιο το φεγάρι.
Χάιντε, χάιντε βρε παιδιά,
πάμε στην Άγια Μαρίνα.
Πάμε στην Άγια Μαρίνα
με την όμορφη μπενζίνα.
Και Δευτέρα και Τετάρτη
ποιος θ' ανέβει στο κατάρτι
κι άχου την Παρασκευή
ποιος θα κάτσει στο κουπί.
Βρε παπά το θυμιατό σου
γύρισέ το κατα δω
και με το βασιλικό σου
ράντισε μας το νερό.
Χάιντε, χάιντε βρε παιδιά,
πάμε στην Αγια Μαρίνα.
Πάμε στην Άγια Μαρίνα
με την όμορφη μπενζίνα.
Να βγουν και να περπατήσουν
σαν κορίτσια οι νερατζιές
κι όλ' οι άντρες ν' αγαπήσουν
μια και δυο και τρεις φορές.
Σκίζει η πλώρη τα νερά
κι αντηχάνε τα βουνά.
Ντούκου ντούκου μηχανάκι,
ντούκου το παλιό μεράκι.
Χάιντε, χάιντε βρε παιδιά,
πάμε στην Άγια Μαρίνα.
Πάμε στην Άγια Μαρίνα
με την όμορφη μπενζίνα.
Ναυτάκι του περιβολιού
μ' ένα σουγιά στο χέρι
πάει το ναυτάκι του περιβολιού
κόβει τα κίτρινα σκοινιά,
λασκάρει τ' άσπρα σύννεφα
η αυγή σφυρίζει στην κοχύλα της.
Μπαρούτι σκάει στα όνειρα,
Λαμπρή στα φύκια τ' ουρανού!
άγγελοι! Σία τα κουπιά,
ν' αράξει εδώ η Eυαγγελίστρια!
Μικρή πράσινη θάλασσα
που θα 'θελα να σε υιοθετήσω
Σχολείο να σε στείλω στην Ιωνία
να μάθεις μανταρίνι κι άψινθο
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
τον ήλιο να γυρίσεις και ν' ακούσεις
Πώς η μοίρα ξεγίνεται και πώς
οι μακρινοί μας συγγενείς συνεννοούνται ακόμα
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
για να σε κοιμηθώ παράνομα
και να βρίσκω βαθιά στην αγκαλιά σου
κομμάτια πέτρες τα λόγια των θεών
κομμάτια πέτρες τ' αποσπάσματα του Ηράκλειτου
Σάββατο 26 Ιουνίου 2010
Μαρίνα
Λουίζα και βασιλικό
Μαζί μ'αυτά να σε φιλήσω,
και τι να πρωτοθυμηθώ
Τη βρύση με τα περιστέρια,
των αρχαγγέλων το σπαθί
Το περιβόλι με τ' αστέρια,
και το πηγάδι το βαθύ
Τις νύχτες που σε σεργιανούσα,
στην άλλη άκρη τ' ουρανού
Και ν' ανεβαίνεις σε θωρούσα,
σαν αδελφή του αυγερινού
Μαρίνα πράσινο μου αστέρι
Μαρίνα φως του αυγερινού
Μαρίνα μου άγριο περιστέρι
Και κρίνο του καλοκαιριού
Κάμποι της Σαλονίκης
κι όρη του Μοριά
πού ‘ ν ‘ τα παρμένα κάστρα,
πού ‘ναι τα χωριά.
Μες στον αέρα κοίτα μισοφέγγαρο
κοίτα κορίτσι πράμα, που να το χαρώ.
Δευτέρα μεγαλώνει, Τρίτη πολεμά
Τετάρτη γονατίζει, Πέμπτη ξεψυχά.
Θέλω καράβια σπρώχνω
θέλω σταματώ
τα δυο βουνά χωρίζω
και τα περπατώ.
Μες στις αγάπες μπαίνω
και ζαλίζομαι
κι από τα μυστικά τους
αντραλίζομαι.
Σ' όλους το παραγγέλνω
σ' όλους το μηνώ
τρώγεται ο νους του ανθρώπου
μόνο αλίμονο.
Ήλιε μου και τρισήλιε μου
του κοριτσιού η αποθυμιά
Κύκλοι και πώς ανοίγουνε
και με τα σένα σμίγουνε
ψηλά στη γλάστρα του βουνού
χρυσό γεράνι τ' ουρανού
Ήλιε μου και τρισήλιε μου
ένα σου λόγο στείλε μου.
Έπεσα για να κολυμπήσω
μες στο μάρμαρο της Πάρου
Στου μεσημεριού το φως
το τραγούδι της Σαπφώς
Λάμπει λάμπει κι η χαρά μου
μες στην άσπρη κάμαρά μου
Κωπηλάτες του θανάτου
να 'χει Ελλάδες κι εκεί κάτου;
Να με πάτε να με πάτε
σαν νησάκι που κοιμάται
Και βουές γεμίζει μόνον
στους αιώνες των αιώνων
Ελένη
κι ο ήλιος πήγαινε απ' την άλλη
Ν'ανάψει τ' όμορφο κεφάλι
μια δω μια κει
ο ήλιος κάθε Κυριακή
Φώναζε στην αυλή και ψι και ψι
κι ο γάτος σήκωνε ποδάρι
Μέσα απ' τα μάτια της να πάρει
και ψι και ψι
την αστραπή τους την χρυσή
Πήγαινε ν' ανεβεί σκαλί σκαλί
την αγκαλιά ρούχα γεμάτη
Κι έλεγαν οι αγγέλοι νά'τη
σκαλί σκαλί
τη πιο μικρή μας αδερφή
Κάτασπρο γιασεμί και μι και μι
και μυστικέ μου αποσπερίτη
πάρτε με πάρτε με στην Κρήτη
και μη και μη
και μη ρωτάτε το γιατί
Παρασκευή 25 Ιουνίου 2010
Ανάμεσα Σύρο και Τζια
όμορφή μου κοπελιά που 'χει τις ρίζες στο βυθό
και τα κλαδιά στον ουρανό, το κορίτσι π' αγαπώ.
Άιντε, νύφη της θαλάσσης τι φαμίλιες θα χαλάσεις
με τον ήλιο φορεσιά σου και με τα πουλιά προικιά σου.
Όταν καθίζει ένα πουλί στην κεφαλή της και λαλεί
ωχ φορτούνα μου κι αυτή.Χάνω τιμόνι και κουπιά,
με πλημμυράνε τα νερά, έλα Χριστέ και Παναγιά.
Κι αν γενεί ποτέ το θάμα κι αγαπήσεις, κάνω τάμα
να σου φέρω μια μπρατσέρα και τον Πολικό Αστέρα.
Ανάθεμα την ώρα
το ανάποδο βαφτίζει και λέει το σωστό
Του αδύναμου το δίκιο μήτε λέει ποτέ
βγαίνει τη νύχτα μέρα και τ' ορκίζεται
Όπου μεγάλη πόρτα πίσω της αυτός
κάνεις να την ανοίξεις γίνεται άφαντος
Ο κόσμος όλος έγινε άνω-κάτω
κι εσύ αδελφέ μου πάρε το μαχαίρι
ο κόσμος όλος έγινε άνω-κάτω
οι πλούσιοι, κοίτα, βρέθηκαν στον πάτο.
Απ' τη χαρά τους οι φτωχοί αλαλάζουν
κι αυτός όπου δεν είχε μια μπουκιά ψωμί
το στάρι όλου του κόσμου θα χαρεί.
Τι κάνεις στρατηγέ, δε βάζεις τάξη
όλα εδώ πέρα τα 'χουνε τινάξει
πεντάρα το αρχοντόπουλο δε δίνει
μιας παρακατιανής παιδάκι εγίνει.
Σκλάβοι που δε σφαλούσανε το μάτι
τώρα κοιμούνται σε ζεστό κρεβάτι,
τώρα κοιμούνται σε ζεστό κρεβάτι.
Μπέρτολτ Μπρέχτ και Οδυσσέας Ελύτης
Μια φορά κι ένα καιρό
ζούσε ένα παιδί καλό
που το πότιζαν φαρμάκι
κι είχε μείνει ορφανό
δίχως φαΐ, δίχως νεράκι.
Παιδί, παιδάκι της οχιάς
παιδί, παιδάκι μου καρτέρα
κάποτε θα 'ρθει η μέρα
όπου θα φας, όπου θα πιεις
κι όπου θα βρεις άλλη μητέρα.
Μπέρτολτ Μπρέχτ και Οδυσσέας Ελύτης
Εμβατήριο για λεηλασίες
πια δεν γνωρίζουνε αίμα και δάκρυα τι θα πει.
Γιατί το μόνο αίμα να 'ναι απ' τα σφαχτάρια,
γιατί τα μόνα δάκρυα που λάμπουν το πρωί
να ΄ναι η βροχή που ανθίζει την ελιά πάνω στη γη με ορμή.
Ο βασιλιάς καινούργιες χώρες θα κατακτήσει
και τη φελλάδα των φτωχών κι αυτήν θα την ζητήσει
Του κόσμου το βασίλειο λαμπρά για να στηθεί
πρέπει το φτωχοκάλυβο να ξεθεμελιωθεί.
Στίχοι: Μπέρτολτ Μπρέχτ και Οδυσσέας Ελύτης
Ανάγκη να σε πάρω εγώ
που έτσι σε παρατήσανε
μονάχο κι έρμο κι ορφανό
παιδάκι μου, πώς σε πονώ.
Το ρούχο το μεταξωτό
μες στο ποτάμι το 'ριξα
φτωχά κουρέλια σου φορώ
παιδάκι μου, πώς σ' αγαπώ.
Δρόμο σε πήγα, δρόμο μακρινό
νυχτόμερα βαδίζοντας
πείνασα και ματώθηκα
μα να σ' αφήσω δεν μπορώ.
Σε μαύρες μέρες και σκληρές
πλένω σε και βαφτίζω σε
μες στο κατάψυχρο νερό
μην κλαις και μου πικραίνεσαι.
Τετάρτη 23 Ιουνίου 2010
Το κτήνος είναι και κωφόν
ο ΣΤΑΦΙΔΑΣ
Οχτώβρης
Η προσευχή του ταπεινού (παρωδία)
SARANTAKOS.GR
ΕΞΑΓΝΙΣΜΟΣ
Άσειστα ολόγυρα τειχιά
και μεις του σκοταδιού στοιχειά.
απάνου στον ψηλό ουρανό.
πότε πουλάκι να περάσει
πότ’ έν’ αστέρι να φανεί,
ή πότε η πόρτα ν’ ανοιχτεί,
φίλος ρακί κρυφά να μπάσει
να μπάσει τον ψηλό ουρανό!
Ήταν ο Τσόκλης ο γκαβός,
ο Κωτσιαράς ο παλαβός,
ο Λέτσος με τη μαχαιριά,
μπουλούκι από μουστακαλήδες,
που με ζουνάρι απολυτό
περάσανε στον κόσμο αυτό,
μπεκρήδες, κλέφτες, χασικλήδες,
που τέλος πάντα η μαχαιριά.
Όξω μας ήταν οι καλοί!
Λουλούδια, μυρουδιά, βιολί.
τα κοριτσόπουλα οι κυρές,
γαζετατζήδες, γαλονάδες,
μπαγκέρηδες με τον παρά,
καραβοκύρηδες με ουρά.
κατήδες, έμποροι, παπάδες,
τα κοριτσόπουλα, οι κυρές
Μα ξάφνου ο αγέρας ο μαβής
τη ρίζα μιας ζωής βουβής
ήρθε να σκίσει, τρανταχτά:
Πόλεμος άναβε στη χώρα.
Κανόνια, αλόγατα, σπαθιά,
Η πιο ψηλή κι η πιο βαθιά,
μέσ’ στην καρδιά μας, μπήκε γνώρα
βροντόλαλα και τρανταχτά.
Πήρε κι εμάς ο ποταμός!
–Χαρά και φόβος και θυμός! –
Κι όλοι φωνάξανε μαζύ:
Πάρτε κι εμάς να σκοτωθούμε
για την Ιδέα τη λαμπερή
(κορώνα και φτερά φορεί!)
κι όταν νικήσουμε θαρθούμε
στο Μεντρεσέ ξανά μαζύ…
Ε!... να μας βλέπατε εδεκεί
πώς με τη ρέγκα στο σακκί
και με διαμάντια στην καρδιά
χυνόμαστε σαν τους πετρίτες,
βαράγαμε ζερβά-δεξιά,
(θέληση, δύναμη κι αξιά)
αρκουδιαρέους γουρνομύτες,
πάντα σταυρό, πάντα καρδιά.
Φωτιά στα σπίτια, στα δεντρά,
φαρμάκι στα γλυκά νερά,
(ιδέα και λύσσα ιδανικές!)
ανοίγαμε παλιές κασέλες,
ασήμια αρπάζαμε, προικιά,
και την κοπέλα τη γλυκιά,
νεκρήν του φόβου, με μασέλες
ξεσκίζαμεν ιδανικές!...
Μανάδες, φουντωτές μηλιές
αδειάζαμέ τους τις κοιλιές,
και στον αέρα το χρυσό,
τινάζαμε με δυναμίτη
γεφύρια σιδερογραμμές…
Αξέχαστες ιερές στιγμές!
Ω! πόλεμε δικαιοκρίτη,
άστρο στα μέτωπα χρυσό!
Και σα γυρίσαμε στητοί,
πιστοί σε λόγο κι αρετή,
της λευτεριάς κοπέλια εμείς,
της λευτεριάς την άγιαν ώρα
μας εχαρίσαν. Το νερό
έσβυσε το αίμα των χεριών
κι είμαστε τίμιοι ανθρώποι τώρα
και με παράσημον, εμείς!
Ο καπετάνιος του «Κώστα Γιαβή» από το περιοδικό «Φιλική Εταιρεία»
Μα δεν ξεχνά η καρδιά πιστή
πως έχει να λογαριαστεί
με τον Κίτσο, με τον Γιάννη,
που αδερφούς η Ανάγκη κάνει.
Μα’ ρθε και δίσεχτη χρονιά –
μπαμπέση Αλή, κρυφέ φονιά,
που μας πήρες στο κυνήγι
κι’ όπου φύγει κι’ όπου φύγει.
Ένας αφήνει τα βουνά
και πέφτει και σε προσκυνά
κι’ άλλος πάει στην Άγια Μαύρα
να περάσει γέρα μαύρα.
Άνεργη ζήση, που χωρίς
ρεμούλα κι’ αίμα δεν μπορείς!
Μόσκοβε, έλα με φρεγάδες!....
Τούτη η άνοιξη, ραγιάδες!....
Κ’ ήρθε το μήνυμα ταχιά:
πρώτη σηκώθηκε η Βλαχιά!
Και γελάσανε τα χείλη
με τ’ αξό το καριοφίλι.
Μα χύμηξε τουρκιά πολλή
και μες στο κάστρο αυτό μας κλει.
Μα ψηλά βαστά η ψυχή μας,
όσο η θάλασσα η δική μας.
Μα τώρα μας την πήρε πια
Αράπης απ’ την Αραπιά!...
Θάνατε, κι’ αν σ’ αντικρύζω,
μα στην πείνα ομπρός λυγίζω.
Δεν είναι τρόπος για να βγεις,
–ω, κάλεσμα της πέρα γης!...–
Στερνό πήδημα να κάνεις
πριν πιαστείς ή πριν πεθάνεις.
Και τότες η καρδιά πιστή
θα πιάσει να λογαριαστεί
με τον Φώτο με τον Γιάννη,
που αδερφούς η Τύχη κάνει.
(δυνατά) Μα πρώτα πάμε κάτου στα
παράθυρά του τα κλειστά:
«Λόρδε! πριν να ξεψυχήσεις
το μιστό να μας μετρήσεις!»
Σκλάβοι πολιορκημένοι – Ο Πρόλογος της χειρόγραφης «έκδοσης»
Πάλε μεθυσμένος είσαι (δυόμισυ ώρα της νυχτός!)
Κι αν σου τρέμανε τα πόδια, μα στεκόσουνα στητός
μπρος σε κάθε τραπεζάκι – «Γειά σου Κωσταντή βαρβάτε!"
– «Καλησπερούδια, αφεντικά, πως τα καλοπερνάτε»!
Ένας σούδινε ποτήρι κι άλλος σούδινεν ελιά.
Έτσι πέρασες γραμμή της γειτονιάς τα καπελιά.
Κι αν σε πείραζε κανένας (αχ, εκείνος ο Τριβέλας!)
έκανες, πως δεν ένοιωθες και πάντα εγλυκογέλας.
Χτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνος μπρος, χρόνια μετά.
Η ύπαρξή μου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά.
Τάχα η θελησή μου λίγη, τάχα ο πόνος μου μεγάλος;
Ω! πούσαι, νιότη, πούδειχνες, πως θα γινόμουν άλλος!
΄
Τώρα μες το λασπονέρι σωριασμένος, πώς βαστώ
τα μελίγγια, που χτυπάνε! (Τ’ αποτσίγαρο σβηστό
κρέμεται στα πικρά χείλη). Κι όλο το κορμί σπαρτάρει,
καθώς το δέρνουν η βροχή κι ο αγέρας του Φλεβάρη.
Κι αν ζητώ ναν το κινήσω, δεν ξυπνά μου το μυαλό.
Σ’ ένα κολασμένο βύθος τα ματάκια αργοσφαλώ.
Άξαφνο άστραμμα και σείσμα της ψυχής! Νά σε κοντά μου,
ω Μάρθα μου, ανοιξιάτικη γνώρα κ’ ηλιοχαρά μου!
Δένεις τα λιγνά σου μπράτσα στο λαιμό μου (ωιμέ καημοί)
κ’ η παιδιάτική σου ανάσα έρχεται απάνω μου θερμή:
στο γλυκό σου στόμα βάζω τις δυο φούχτες μου σαν τάσι,
να τη ρουφήξω, που η καρδιά σαν άλλοτες ν’ αγιάσει.
Αλαφρή σαν τη τουλούπα του χιονιού, σκύβεις, πολύ
να με ιδείς στα μάτια μέσα πάντα αγνή, πάντα καλή,
«Σ’ αγαπώ», μου λες φωνούλα σφυριχτή, «γιατί μου μοιάζεις
κ’ έχεις ιδέες αλλόκοτες, που ωραία τις συνταιριάζεις»!
Ω! πώς καιν τα μάγουλά μου από ντροπή (να μην τα ιδείς!)
και ξεσπάω στο κλάμα (πόσο ο ξεπεσμός μου είναι βαθής!)
Είτανε μες την ψυχή μου φλέβες χρυσαφιού· πού νάναι;
Κάνω να σείσω τα φτερά, βαριά και με πονάνε!
Μυστική ’ταν στην καρδιά σου δύναμη για να γρικά
σε καρδιές φουρτουνιασμένες τα κρυφά τους μυστικά:
αν για μας σωμός δεν είναι, πες, αχέ του παραδείσου,
«έτσι θα πέφτουν κ’ οι γενιές, που μας έρχονται πίσου;»
Σκοπός μας είναι η δημιουργία μιας Ανθολογίας Ποιημάτων από το σύνολο των Ελλήνων Ποιητών- Ποιητριών αλλά και ορισμένων ξένων, καθώς επίσης και κειμένων που έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον μας. Πιθανόν ορισμένοι ποιητές και ποιήτριες να μην έχουν συμπεριληφθεί. Αυτό δεν αποτελεί εσκεμμένη ενέργεια του διαχειριστή του Ιστολογίου αλλά είναι τυχαίο γεγονός. Όσοι δημιουργοί επιθυμούν, μπορούν να αποστέλλουν τα ποιήματά τους
στο e-mail : dimitriosgogas2991964@yahoo.com προκειμένου να αναρτηθούν στο Ιστολόγιο.
Θα θέλαμε να τονίσουμε ότι σεβόμαστε πλήρως τα πνευματικά δικαιώματα του κάθε δημιουργού, ποιητή και ποιήτριας και επισημαίνουμε πως όποιος δεν επιθυμεί την ανάρτηση των ποιημάτων του ή κειμένων στο παρόν Ιστολόγιο, μπορεί να μας αποστείλει σχετικό μήνυμα και τα γραπτά θα διαγραφούν.
Τέλος υπογράφουμε ρητά ότι το παρόν Ιστολόγιο δεν είναι κερδοσκοπικό και πως δεν η ανάρτηση οποιουδήποτε κειμένου, ποιήματος κτλ γίνεται με μοναδικό στόχο την προβολή της ποίησης και την γνωριμία όλων όσων ασχολούνται με αυτή, με το ευρύτερο κοινό του διαδικτύου.