Σελίδες
▼
Τετάρτη 30 Ιουνίου 2010
Πουλιά στα χίλια χρώματα
Πουλιά στα χίλια χρώματα
των ενθουσιασμών,
ελαφρά καλοκαίρια.
Στέγες κοντά στον ουρανό μόλις
που αγγίζουνε.
Θ' αδειάσουμε τη στάμνα,
θα γίνουμε γλαυκοί
δωρητές του πελάγους.
των ενθουσιασμών,
ελαφρά καλοκαίρια.
Στέγες κοντά στον ουρανό μόλις
που αγγίζουνε.
Θ' αδειάσουμε τη στάμνα,
θα γίνουμε γλαυκοί
δωρητές του πελάγους.
Τρίτη 29 Ιουνίου 2010
Ουρανός καθαρόαιμος
Ουρανός καθαρόαιμος
δάχτυλα που τα πήρε ρυάκι
περασμένο απ' τον ύπνο.
Στα χλωρά δαφνόφυλλα
γυμνή κοίτεται η μέρα.
δάχτυλα που τα πήρε ρυάκι
περασμένο απ' τον ύπνο.
Στα χλωρά δαφνόφυλλα
γυμνή κοίτεται η μέρα.
ο που ξερει ελληνικά
Σταμάτα μου την αστραπή
ν' ανάψω ένα τσιγάρο
και πες του σύννεφου να πει
πως θα 'ρθω να σε πάρω.
Μου 'φυγε ένα συννεφάκι
πάει τη λύπη στα βουνά
ψάχνει να βρει ένα σπιτάκι
στο πάντα και στο πουθενά.
Ο που ξέρει ελληνικά
πέντε κι έξι έντεκα
κι ο που ξέρει μόρτικα
δύο αλλ' αλλιώτικα.
Θα κλείσω μια θα κλείσω δυο
την απαλάμη των χαδιών,
θα κλείσω δυο θα κλείσω τρεις
την τύχη κι άμε να την βρεις.
Στήνει καρτέρι ο κεραυνός
χώρια να μας πετύχει
μα είναι μεγάλος ο ουρανός
και τοσοδούλα η τύχη.
Ο που ξέρει ελληνικά
πέντε κι έξι έντεκα
κι ο που ξέρει μόρτικα
δύο αλλ' αλλιώτικα.
ν' ανάψω ένα τσιγάρο
και πες του σύννεφου να πει
πως θα 'ρθω να σε πάρω.
Μου 'φυγε ένα συννεφάκι
πάει τη λύπη στα βουνά
ψάχνει να βρει ένα σπιτάκι
στο πάντα και στο πουθενά.
Ο που ξέρει ελληνικά
πέντε κι έξι έντεκα
κι ο που ξέρει μόρτικα
δύο αλλ' αλλιώτικα.
Θα κλείσω μια θα κλείσω δυο
την απαλάμη των χαδιών,
θα κλείσω δυο θα κλείσω τρεις
την τύχη κι άμε να την βρεις.
Στήνει καρτέρι ο κεραυνός
χώρια να μας πετύχει
μα είναι μεγάλος ο ουρανός
και τοσοδούλα η τύχη.
Ο που ξέρει ελληνικά
πέντε κι έξι έντεκα
κι ο που ξέρει μόρτικα
δύο αλλ' αλλιώτικα.
Ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα
Ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα
βαθύ γαρούφαλο ακρωτήρι
Το χέρι σου έφευγε με το νερό
να στρώσει νυφικό το πέλαγο
Το χέρι σου άνοιγε τον ουρανό
Άγγελοι μ' έντεκα σπαθιά
πλέανε πλάι στ' όνομά σου
σκίζοντας τ' ανθισμένα κύματα
Στους κόρφους σου έκρυβες μια χάρη
που ήταν το ίδιο το φεγγάρι
Φεγγάρι εδώ, φεγγάρι εκεί
αίνιγμα διαβασμένο από τη θάλασσα
Για το δικό σου το χατίρι
ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα
βαθύ γαρούφαλο ακρωτήρι
βαθύ γαρούφαλο ακρωτήρι
Το χέρι σου έφευγε με το νερό
να στρώσει νυφικό το πέλαγο
Το χέρι σου άνοιγε τον ουρανό
Άγγελοι μ' έντεκα σπαθιά
πλέανε πλάι στ' όνομά σου
σκίζοντας τ' ανθισμένα κύματα
Στους κόρφους σου έκρυβες μια χάρη
που ήταν το ίδιο το φεγγάρι
Φεγγάρι εδώ, φεγγάρι εκεί
αίνιγμα διαβασμένο από τη θάλασσα
Για το δικό σου το χατίρι
ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα
βαθύ γαρούφαλο ακρωτήρι
Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας
Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας
ο πετροπαιχνιδιάτορας
από την άκρη των ακρώ
κατηφοράει στο Ταίναρο.
Φωτιά 'ναι το πηγούνι του
χρυσάφι το πιρούνι του.
ο πετροπαιχνιδιάτορας
από την άκρη των ακρώ
κατηφοράει στο Ταίναρο.
Φωτιά 'ναι το πηγούνι του
χρυσάφι το πιρούνι του.
Δευτέρα 28 Ιουνίου 2010
Ντούκου ντούκου μηχανάκι,
Σκίζει η πλώρη τα νερά
κι αντηχάνε τα βουνά.
Ντούκου ντούκου μηχανάκι,
ντούκου το παλιό μεράκι.
Τρίτη, Πέμπτη και Σαββάτο
μες της θάλασσας τον πάτο.
Ποιος θα ρίξει, ποιος θα πάρει
τ' ασημένιο το φεγάρι.
Χάιντε, χάιντε βρε παιδιά,
πάμε στην Άγια Μαρίνα.
Πάμε στην Άγια Μαρίνα
με την όμορφη μπενζίνα.
Και Δευτέρα και Τετάρτη
ποιος θ' ανέβει στο κατάρτι
κι άχου την Παρασκευή
ποιος θα κάτσει στο κουπί.
Βρε παπά το θυμιατό σου
γύρισέ το κατα δω
και με το βασιλικό σου
ράντισε μας το νερό.
Χάιντε, χάιντε βρε παιδιά,
πάμε στην Αγια Μαρίνα.
Πάμε στην Άγια Μαρίνα
με την όμορφη μπενζίνα.
Να βγουν και να περπατήσουν
σαν κορίτσια οι νερατζιές
κι όλ' οι άντρες ν' αγαπήσουν
μια και δυο και τρεις φορές.
Σκίζει η πλώρη τα νερά
κι αντηχάνε τα βουνά.
Ντούκου ντούκου μηχανάκι,
ντούκου το παλιό μεράκι.
Χάιντε, χάιντε βρε παιδιά,
πάμε στην Άγια Μαρίνα.
Πάμε στην Άγια Μαρίνα
με την όμορφη μπενζίνα.
κι αντηχάνε τα βουνά.
Ντούκου ντούκου μηχανάκι,
ντούκου το παλιό μεράκι.
Τρίτη, Πέμπτη και Σαββάτο
μες της θάλασσας τον πάτο.
Ποιος θα ρίξει, ποιος θα πάρει
τ' ασημένιο το φεγάρι.
Χάιντε, χάιντε βρε παιδιά,
πάμε στην Άγια Μαρίνα.
Πάμε στην Άγια Μαρίνα
με την όμορφη μπενζίνα.
Και Δευτέρα και Τετάρτη
ποιος θ' ανέβει στο κατάρτι
κι άχου την Παρασκευή
ποιος θα κάτσει στο κουπί.
Βρε παπά το θυμιατό σου
γύρισέ το κατα δω
και με το βασιλικό σου
ράντισε μας το νερό.
Χάιντε, χάιντε βρε παιδιά,
πάμε στην Αγια Μαρίνα.
Πάμε στην Άγια Μαρίνα
με την όμορφη μπενζίνα.
Να βγουν και να περπατήσουν
σαν κορίτσια οι νερατζιές
κι όλ' οι άντρες ν' αγαπήσουν
μια και δυο και τρεις φορές.
Σκίζει η πλώρη τα νερά
κι αντηχάνε τα βουνά.
Ντούκου ντούκου μηχανάκι,
ντούκου το παλιό μεράκι.
Χάιντε, χάιντε βρε παιδιά,
πάμε στην Άγια Μαρίνα.
Πάμε στην Άγια Μαρίνα
με την όμορφη μπενζίνα.
Ναυτάκι του περιβολιού
Tώρα με ψάθα γυριστή και με σαντάλια κόκκινα,
μ' ένα σουγιά στο χέρι
πάει το ναυτάκι του περιβολιού
κόβει τα κίτρινα σκοινιά,
λασκάρει τ' άσπρα σύννεφα
η αυγή σφυρίζει στην κοχύλα της.
Μπαρούτι σκάει στα όνειρα,
Λαμπρή στα φύκια τ' ουρανού!
άγγελοι! Σία τα κουπιά,
ν' αράξει εδώ η Eυαγγελίστρια!
μ' ένα σουγιά στο χέρι
πάει το ναυτάκι του περιβολιού
κόβει τα κίτρινα σκοινιά,
λασκάρει τ' άσπρα σύννεφα
η αυγή σφυρίζει στην κοχύλα της.
Μπαρούτι σκάει στα όνειρα,
Λαμπρή στα φύκια τ' ουρανού!
άγγελοι! Σία τα κουπιά,
ν' αράξει εδώ η Eυαγγελίστρια!
Μικρή πράσινη θάλασσα
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
που θα 'θελα να σε υιοθετήσω
Σχολείο να σε στείλω στην Ιωνία
να μάθεις μανταρίνι κι άψινθο
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
τον ήλιο να γυρίσεις και ν' ακούσεις
Πώς η μοίρα ξεγίνεται και πώς
οι μακρινοί μας συγγενείς συνεννοούνται ακόμα
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
για να σε κοιμηθώ παράνομα
και να βρίσκω βαθιά στην αγκαλιά σου
κομμάτια πέτρες τα λόγια των θεών
κομμάτια πέτρες τ' αποσπάσματα του Ηράκλειτου
που θα 'θελα να σε υιοθετήσω
Σχολείο να σε στείλω στην Ιωνία
να μάθεις μανταρίνι κι άψινθο
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
τον ήλιο να γυρίσεις και ν' ακούσεις
Πώς η μοίρα ξεγίνεται και πώς
οι μακρινοί μας συγγενείς συνεννοούνται ακόμα
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
για να σε κοιμηθώ παράνομα
και να βρίσκω βαθιά στην αγκαλιά σου
κομμάτια πέτρες τα λόγια των θεών
κομμάτια πέτρες τ' αποσπάσματα του Ηράκλειτου
Σάββατο 26 Ιουνίου 2010
Μαρίνα
Δώσε μου δυόσμο να μυρίσω,
Λουίζα και βασιλικό
Μαζί μ'αυτά να σε φιλήσω,
και τι να πρωτοθυμηθώ
Τη βρύση με τα περιστέρια,
των αρχαγγέλων το σπαθί
Το περιβόλι με τ' αστέρια,
και το πηγάδι το βαθύ
Τις νύχτες που σε σεργιανούσα,
στην άλλη άκρη τ' ουρανού
Και ν' ανεβαίνεις σε θωρούσα,
σαν αδελφή του αυγερινού
Μαρίνα πράσινο μου αστέρι
Μαρίνα φως του αυγερινού
Μαρίνα μου άγριο περιστέρι
Και κρίνο του καλοκαιριού
Λουίζα και βασιλικό
Μαζί μ'αυτά να σε φιλήσω,
και τι να πρωτοθυμηθώ
Τη βρύση με τα περιστέρια,
των αρχαγγέλων το σπαθί
Το περιβόλι με τ' αστέρια,
και το πηγάδι το βαθύ
Τις νύχτες που σε σεργιανούσα,
στην άλλη άκρη τ' ουρανού
Και ν' ανεβαίνεις σε θωρούσα,
σαν αδελφή του αυγερινού
Μαρίνα πράσινο μου αστέρι
Μαρίνα φως του αυγερινού
Μαρίνα μου άγριο περιστέρι
Και κρίνο του καλοκαιριού
Κάμποι της Σαλονίκης
Κάμποι της Σαλονίκης
κι όρη του Μοριά
πού ‘ ν ‘ τα παρμένα κάστρα,
πού ‘ναι τα χωριά.
Μες στον αέρα κοίτα μισοφέγγαρο
κοίτα κορίτσι πράμα, που να το χαρώ.
Δευτέρα μεγαλώνει, Τρίτη πολεμά
Τετάρτη γονατίζει, Πέμπτη ξεψυχά.
κι όρη του Μοριά
πού ‘ ν ‘ τα παρμένα κάστρα,
πού ‘ναι τα χωριά.
Μες στον αέρα κοίτα μισοφέγγαρο
κοίτα κορίτσι πράμα, που να το χαρώ.
Δευτέρα μεγαλώνει, Τρίτη πολεμά
Τετάρτη γονατίζει, Πέμπτη ξεψυχά.
Θέλω καράβια σπρώχνω
Θέλω καράβια σπρώχνω
θέλω σταματώ
τα δυο βουνά χωρίζω
και τα περπατώ.
Μες στις αγάπες μπαίνω
και ζαλίζομαι
κι από τα μυστικά τους
αντραλίζομαι.
Σ' όλους το παραγγέλνω
σ' όλους το μηνώ
τρώγεται ο νους του ανθρώπου
μόνο αλίμονο.
θέλω σταματώ
τα δυο βουνά χωρίζω
και τα περπατώ.
Μες στις αγάπες μπαίνω
και ζαλίζομαι
κι από τα μυστικά τους
αντραλίζομαι.
Σ' όλους το παραγγέλνω
σ' όλους το μηνώ
τρώγεται ο νους του ανθρώπου
μόνο αλίμονο.
Ήλιε μου και τρισήλιε μου
Βότσαλο μέσα στα νερά
του κοριτσιού η αποθυμιά
Κύκλοι και πώς ανοίγουνε
και με τα σένα σμίγουνε
ψηλά στη γλάστρα του βουνού
χρυσό γεράνι τ' ουρανού
Ήλιε μου και τρισήλιε μου
ένα σου λόγο στείλε μου.
του κοριτσιού η αποθυμιά
Κύκλοι και πώς ανοίγουνε
και με τα σένα σμίγουνε
ψηλά στη γλάστρα του βουνού
χρυσό γεράνι τ' ουρανού
Ήλιε μου και τρισήλιε μου
ένα σου λόγο στείλε μου.
Έπεσα για να κολυμπήσω
Λάμπει τ' ασημί του σπάρου
μες στο μάρμαρο της Πάρου
Στου μεσημεριού το φως
το τραγούδι της Σαπφώς
Λάμπει λάμπει κι η χαρά μου
μες στην άσπρη κάμαρά μου
Κωπηλάτες του θανάτου
να 'χει Ελλάδες κι εκεί κάτου;
Να με πάτε να με πάτε
σαν νησάκι που κοιμάται
Και βουές γεμίζει μόνον
στους αιώνες των αιώνων
μες στο μάρμαρο της Πάρου
Στου μεσημεριού το φως
το τραγούδι της Σαπφώς
Λάμπει λάμπει κι η χαρά μου
μες στην άσπρη κάμαρά μου
Κωπηλάτες του θανάτου
να 'χει Ελλάδες κι εκεί κάτου;
Να με πάτε να με πάτε
σαν νησάκι που κοιμάται
Και βουές γεμίζει μόνον
στους αιώνες των αιώνων
Ελένη
Σήκωνε το κλουβί μια δω μια κει
κι ο ήλιος πήγαινε απ' την άλλη
Ν'ανάψει τ' όμορφο κεφάλι
μια δω μια κει
ο ήλιος κάθε Κυριακή
Φώναζε στην αυλή και ψι και ψι
κι ο γάτος σήκωνε ποδάρι
Μέσα απ' τα μάτια της να πάρει
και ψι και ψι
την αστραπή τους την χρυσή
Πήγαινε ν' ανεβεί σκαλί σκαλί
την αγκαλιά ρούχα γεμάτη
Κι έλεγαν οι αγγέλοι νά'τη
σκαλί σκαλί
τη πιο μικρή μας αδερφή
Κάτασπρο γιασεμί και μι και μι
και μυστικέ μου αποσπερίτη
πάρτε με πάρτε με στην Κρήτη
και μη και μη
και μη ρωτάτε το γιατί
κι ο ήλιος πήγαινε απ' την άλλη
Ν'ανάψει τ' όμορφο κεφάλι
μια δω μια κει
ο ήλιος κάθε Κυριακή
Φώναζε στην αυλή και ψι και ψι
κι ο γάτος σήκωνε ποδάρι
Μέσα απ' τα μάτια της να πάρει
και ψι και ψι
την αστραπή τους την χρυσή
Πήγαινε ν' ανεβεί σκαλί σκαλί
την αγκαλιά ρούχα γεμάτη
Κι έλεγαν οι αγγέλοι νά'τη
σκαλί σκαλί
τη πιο μικρή μας αδερφή
Κάτασπρο γιασεμί και μι και μι
και μυστικέ μου αποσπερίτη
πάρτε με πάρτε με στην Κρήτη
και μη και μη
και μη ρωτάτε το γιατί
Παρασκευή 25 Ιουνίου 2010
Ανάμεσα Σύρο και Τζια
Ανάμεσα Σύρο και Τζια μικρή φυτρώνει νεραντζιά
όμορφή μου κοπελιά που 'χει τις ρίζες στο βυθό
και τα κλαδιά στον ουρανό, το κορίτσι π' αγαπώ.
Άιντε, νύφη της θαλάσσης τι φαμίλιες θα χαλάσεις
με τον ήλιο φορεσιά σου και με τα πουλιά προικιά σου.
Όταν καθίζει ένα πουλί στην κεφαλή της και λαλεί
ωχ φορτούνα μου κι αυτή.Χάνω τιμόνι και κουπιά,
με πλημμυράνε τα νερά, έλα Χριστέ και Παναγιά.
Κι αν γενεί ποτέ το θάμα κι αγαπήσεις, κάνω τάμα
να σου φέρω μια μπρατσέρα και τον Πολικό Αστέρα.
όμορφή μου κοπελιά που 'χει τις ρίζες στο βυθό
και τα κλαδιά στον ουρανό, το κορίτσι π' αγαπώ.
Άιντε, νύφη της θαλάσσης τι φαμίλιες θα χαλάσεις
με τον ήλιο φορεσιά σου και με τα πουλιά προικιά σου.
Όταν καθίζει ένα πουλί στην κεφαλή της και λαλεί
ωχ φορτούνα μου κι αυτή.Χάνω τιμόνι και κουπιά,
με πλημμυράνε τα νερά, έλα Χριστέ και Παναγιά.
Κι αν γενεί ποτέ το θάμα κι αγαπήσεις, κάνω τάμα
να σου φέρω μια μπρατσέρα και τον Πολικό Αστέρα.
Ανάθεμα την ώρα
Ανάθεμα την ώρα ποιος ορίζει εδώ
το ανάποδο βαφτίζει και λέει το σωστό
Του αδύναμου το δίκιο μήτε λέει ποτέ
βγαίνει τη νύχτα μέρα και τ' ορκίζεται
Όπου μεγάλη πόρτα πίσω της αυτός
κάνεις να την ανοίξεις γίνεται άφαντος
το ανάποδο βαφτίζει και λέει το σωστό
Του αδύναμου το δίκιο μήτε λέει ποτέ
βγαίνει τη νύχτα μέρα και τ' ορκίζεται
Όπου μεγάλη πόρτα πίσω της αυτός
κάνεις να την ανοίξεις γίνεται άφαντος
Ο κόσμος όλος έγινε άνω-κάτω
Μπρος αδελφή δώσε το χέρι
κι εσύ αδελφέ μου πάρε το μαχαίρι
ο κόσμος όλος έγινε άνω-κάτω
οι πλούσιοι, κοίτα, βρέθηκαν στον πάτο.
Απ' τη χαρά τους οι φτωχοί αλαλάζουν
κι αυτός όπου δεν είχε μια μπουκιά ψωμί
το στάρι όλου του κόσμου θα χαρεί.
Τι κάνεις στρατηγέ, δε βάζεις τάξη
όλα εδώ πέρα τα 'χουνε τινάξει
πεντάρα το αρχοντόπουλο δε δίνει
μιας παρακατιανής παιδάκι εγίνει.
Σκλάβοι που δε σφαλούσανε το μάτι
τώρα κοιμούνται σε ζεστό κρεβάτι,
τώρα κοιμούνται σε ζεστό κρεβάτι.
Μπέρτολτ Μπρέχτ και Οδυσσέας Ελύτης
κι εσύ αδελφέ μου πάρε το μαχαίρι
ο κόσμος όλος έγινε άνω-κάτω
οι πλούσιοι, κοίτα, βρέθηκαν στον πάτο.
Απ' τη χαρά τους οι φτωχοί αλαλάζουν
κι αυτός όπου δεν είχε μια μπουκιά ψωμί
το στάρι όλου του κόσμου θα χαρεί.
Τι κάνεις στρατηγέ, δε βάζεις τάξη
όλα εδώ πέρα τα 'χουνε τινάξει
πεντάρα το αρχοντόπουλο δε δίνει
μιας παρακατιανής παιδάκι εγίνει.
Σκλάβοι που δε σφαλούσανε το μάτι
τώρα κοιμούνται σε ζεστό κρεβάτι,
τώρα κοιμούνται σε ζεστό κρεβάτι.
Μπέρτολτ Μπρέχτ και Οδυσσέας Ελύτης
Μια φορά κι ένα καιρό
Μια φορά κι ένα καιρό
ζούσε ένα παιδί καλό
που το πότιζαν φαρμάκι
κι είχε μείνει ορφανό
δίχως φαΐ, δίχως νεράκι.
Παιδί, παιδάκι της οχιάς
παιδί, παιδάκι μου καρτέρα
κάποτε θα 'ρθει η μέρα
όπου θα φας, όπου θα πιεις
κι όπου θα βρεις άλλη μητέρα.
Μπέρτολτ Μπρέχτ και Οδυσσέας Ελύτης
ζούσε ένα παιδί καλό
που το πότιζαν φαρμάκι
κι είχε μείνει ορφανό
δίχως φαΐ, δίχως νεράκι.
Παιδί, παιδάκι της οχιάς
παιδί, παιδάκι μου καρτέρα
κάποτε θα 'ρθει η μέρα
όπου θα φας, όπου θα πιεις
κι όπου θα βρεις άλλη μητέρα.
Μπέρτολτ Μπρέχτ και Οδυσσέας Ελύτης
Εμβατήριο για λεηλασίες
Γιατί τα παλικάρια μας κι οι κόρες μας γιατί,
πια δεν γνωρίζουνε αίμα και δάκρυα τι θα πει.
Γιατί το μόνο αίμα να 'ναι απ' τα σφαχτάρια,
γιατί τα μόνα δάκρυα που λάμπουν το πρωί
να ΄ναι η βροχή που ανθίζει την ελιά πάνω στη γη με ορμή.
Ο βασιλιάς καινούργιες χώρες θα κατακτήσει
και τη φελλάδα των φτωχών κι αυτήν θα την ζητήσει
Του κόσμου το βασίλειο λαμπρά για να στηθεί
πρέπει το φτωχοκάλυβο να ξεθεμελιωθεί.
Στίχοι: Μπέρτολτ Μπρέχτ και Οδυσσέας Ελύτης
πια δεν γνωρίζουνε αίμα και δάκρυα τι θα πει.
Γιατί το μόνο αίμα να 'ναι απ' τα σφαχτάρια,
γιατί τα μόνα δάκρυα που λάμπουν το πρωί
να ΄ναι η βροχή που ανθίζει την ελιά πάνω στη γη με ορμή.
Ο βασιλιάς καινούργιες χώρες θα κατακτήσει
και τη φελλάδα των φτωχών κι αυτήν θα την ζητήσει
Του κόσμου το βασίλειο λαμπρά για να στηθεί
πρέπει το φτωχοκάλυβο να ξεθεμελιωθεί.
Στίχοι: Μπέρτολτ Μπρέχτ και Οδυσσέας Ελύτης
Ανάγκη να σε πάρω εγώ
Ανάγκη να σε πάρω εγώ
που έτσι σε παρατήσανε
μονάχο κι έρμο κι ορφανό
παιδάκι μου, πώς σε πονώ.
Το ρούχο το μεταξωτό
μες στο ποτάμι το 'ριξα
φτωχά κουρέλια σου φορώ
παιδάκι μου, πώς σ' αγαπώ.
Δρόμο σε πήγα, δρόμο μακρινό
νυχτόμερα βαδίζοντας
πείνασα και ματώθηκα
μα να σ' αφήσω δεν μπορώ.
Σε μαύρες μέρες και σκληρές
πλένω σε και βαφτίζω σε
μες στο κατάψυχρο νερό
μην κλαις και μου πικραίνεσαι.
που έτσι σε παρατήσανε
μονάχο κι έρμο κι ορφανό
παιδάκι μου, πώς σε πονώ.
Το ρούχο το μεταξωτό
μες στο ποτάμι το 'ριξα
φτωχά κουρέλια σου φορώ
παιδάκι μου, πώς σ' αγαπώ.
Δρόμο σε πήγα, δρόμο μακρινό
νυχτόμερα βαδίζοντας
πείνασα και ματώθηκα
μα να σ' αφήσω δεν μπορώ.
Σε μαύρες μέρες και σκληρές
πλένω σε και βαφτίζω σε
μες στο κατάψυχρο νερό
μην κλαις και μου πικραίνεσαι.
Τετάρτη 23 Ιουνίου 2010
Το κτήνος είναι και κωφόν
Στα χαρτιά του Βάρναλη βρέθηκε και ένα αντίτυπο από την πρώτη έκδοση του Φωτός που καίει, όπως το είχε δώσει στον πρωθυπουργό Μιχαλακόπουλο κάποιος καλοθελητής, γεμάτο υποτιμητικά και δήθεν αγανακτισμένα σχόλια, για να τιμωρήσει τον Βάρναλη. Ο Γ. Κατσίμπαλης, συγγενής του πρωθυπουργού, συνηγόρησε υπέρ του Βάρναλη, κι ο Μιχαλακόπουλος του έδωσε το επίμαχο αντίτυπο, κι αυτός το χάρισε στον Βάρναλη. Η φωτογραφία του εξωφύλλου, με τα χειρόγραφα σχόλια του εθνικόφρονα ρουφιάνου, όπως δημοσιεύεται στην έκδοση του Κέδρου:
Τα χειρόγραφα σχόλια λένε τα εξής:
Βάρναλης, καθηγητής εις την Παιδαγωγικήν Ακαδημίαν, δηλαδή την αυθαίρετον Σχολήν του Γληνού.
Εάν επιθυμείτε και έχετε καιρόν αναγνώσατέ το όλον, αλλά πάντως αναγνώσατε τας σελίδας 40 (τελευταίον στίχον) 53 όπου υβρίζει την Παναγίαν, τέλος δε από της σελίδος 61 μέχρι τέλους.
Το κτήνος αυτό είναι Βουλγαρικόν. Είναι και κωφόν. Εν τούτοις, επειδή είναι μαλλιαρόν, εν γνώσει των πίστεών του, το απέστειλαν δις ή τρις υπότροφον!
Να σημειώσω ότι ο Βάρναλης ήταν πράγματι βαρήκοος, ενώ ο χαρακτηρισμός Βουλγαρικόν κτήνος μάλλον εννοεί το ότι ο Βάρναλης είχε γεννηθεί στην Ανατολική Ρωμυλία (και όχι ότι ήταν αριστερός μια και το 1925 δεν έλεγαν Βούλγαρους τους κομμουνιστές). Κατά τα άλλα, η εθνικοφροσύνη έσκιζε τα ρούχα της για τον εκτός των συνόρων ελληνισμό.
SARANTAKOS.GR
ο ΣΤΑΦΙΔΑΣ
Η ανταπόκριση που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στο φύλλο του Ριζοσπάστη της 6ης Φεβρουαρίου 1936 με τον επίτιτλο «Από τη ζωή της εξορίας». Θυμίζουμε ότι ο Κώστας Βάρναλης είχε εξοριστεί τον Οκτώβριο του 1935 στον Άη Στράτη σε ένα κύμα «προληπτικών» συλλήψεων και εκτοπίσεων «βενιζελοκομμουνιστών» δηλ. δημοκρατικών πολιτών (έγραψε και σχετικό ποίημα) και απελευθερώθηκε γύρω στα Χριστούγεννα. Με την επάνοδό του άρχισε να δημοσιεύει τις εντυπώσεις του στον Ανεξάρτητο, την εφημερίδα του Μήτσου Πουρνάρα. Όμως, γύρω στις 10 Ιανουαρίου, και ενώ είχαν δημοσιευτεί πέντε ανταποκρίσεις του Βάρναλη, το ΚΚΕ ήρθε σε βιαιότατη ρήξη με την εφημερίδα αυτή, κατηγορώντας τον Πουρνάρα ότι διέδιδε ψεύδη για τις προεκλογικές κινήσεις του κόμματος (οι εκλογές έγιναν στις 26 Ιανουαρίου). Ο Βάρναλης διέκοψε αμέσως τις δημοσιεύσεις (μάλιστα, η τελευταία δημοσιευμένη ανταπόκριση τελειώνει με κάτι σαν «Αυτά θα τα πούμε αύριο»). Στις 14 Ιανουαρίου ο Ριζοσπάστης αναγγέλλει με καμάρι ότι ο Βάρναλης «άκουσε πάλι τη φωνή της μάζας και τη φωνή της καρδιάς του» και ότι «σε λίγο» θα εκδοθεί από τον Ριζοσπάστη το βιβλίο του Βάρναλη για τα νησιά της εξορίας, «εκείνο που η αρχή του δημοσιεύτηκε στον Ανεξάρτητο».
Ωστόσο, τέτοιο βιβλίο δεν εκδόθηκε ποτέ. Δύο από τις ανταποκρίσεις του Ανεξάρτητου είναι προσιτές στον σημερινό αναγνώστη, αφού τις αναδημοσίευσε ο Γ. Ζεβελάκης στη «Βιβλιοθήκη» της Ελευθεροτυπίας στις 16 Νοεμβρίου 2007. Εκτός από αυτές, ο Βάρναλης έγραψε τουλάχιστον δύο άρθρα στον Ριζοσπάστη με εντυπώσεις από την εξορία. Το άρθρο που δημοσιεύουμε εδώ και που δεν το μνημονεύει ο Γ. Ζεβελάκης στο άρθρο του, είναι το πρώτο.
Ο Σταφίδας που περιγράφεται εδώ, είναι υπαρκτό πρόσωπο. Μάλιστα, σε επόμενο φύλλο του Ριζοσπάστη, ο μόνιμος χρονογράφος της εφημερίδας, ο μυτιληνιός ποιητής Τάκης Κόντος (υπέγραφε με το ψευδώνυμο Στάρκος), διορθώνει την πληροφορία που παραθέτει ο Βάρναλης στο τέλος της ανταπόκρισής του: δυστυχώς ο Σταφίδας δεν είχε απελευθερωθεί.
* * *
Την πληκτρολόγηση την έκανε ο εκλεκτός φίλος Ν. Λ., που επίσης επιμελήθηκε τη μονοτονική μετατροπή και τον εκσυγχρονισμό της ορθογραφίας. Ζάβαλης είναι ο κακομοίρης. Ουντάρνικος (ρώσικη λέξη) είναι το μέλος της κολεχτίβας που ξεπερνάει το πλάνο του.
Ο σταφίδας
H κολεχτιβιστική ζωή της εξορίας κατορθώνει δυο αντίθετα αποτελέσματα στην ψυχολογία και στο χαραχτήρα των συντρόφων. Από τη μια μεριά περιορίζει και κόβει τα πιο αντικοινωνικά τους κουσούρια: τους στρογγυλαίνει· κι από την άλλη αναδείχνει όλες τους τις ικανότητες στον ανώτερο βαθμό και προ πάντων την αγωνιστική τους αξία κι έτσι τους διαφοροποιεί. Αφήνω πως η εντατική μορφωτική δουλειά που γίνεται καθημερινά στην κολεχτίβα τούς συνειδητοποιεί όλους και τους οπλίζει με το πιο δυνατό όπλο για την πάλη: τη γνώση. Η κολεχτιβιστική ζωή σ’ όλα τα ξερονήσια του θανάτου είναι μια μικρογραφία σοσιαλιστικού κράτους.
Όλοι ζούνε από το πρωί ώς το βράδυ μαζί σα μια οικογένεια και δουλεύουνε όλοι για όλους. Με την οργανωμένη τους ομαδική ζωή αντιμετωπίζουνε πιο θαρρετά και πιο αποτελεσματικά τις οικονομικές δυσκολίες και την κυβερνητική αδικία. Σ’ αυτή την υπερατομική προσπάθεια ο καθένας προσφέρει τον καλύτερο εαυτό του και βάζει όλα του τα δυνατά να γίνει καλύτερος απ’ ό,τι ήρθε. Κι ο τύπος του σιγά-σιγά ξεκαθαρίζεται κι ολοκληρώνεται μέσα σε λίγες μέρες.
Μέσα σε λίγες μέρες κανένας πια δε μπορεί να μένει "κρυμμένος". Λες και του κρεμούν οι άλλοι στο στήθος το "φύλλον ποιότητός" του. Γι’ αυτό ίσα-ίσα και προσπαθεί όσο μπορεί να μη φανεί κατώτερος από τον πλαγινό του σε τίποτα· προσπαθεί με τη διαγωγή του να κερδίσει την εμπιστοσύνη και την αγάπη της "κοινότητας". Κι αυτοί που κατέχουνε τα πιο υπεύθυνα πόστα στην κοινότητα στέκονται άξια στο ύψος τους και δικαιολογούνε με την εργατικότητά τους και την αυτοθυσία τους την απεριόριστη εχτίμηση που έχουνε όλοι γι’ αυτούς.
Έτσι η απαισιοδοξία, που την καλλιέργησαν χρόνια στην ψυχή του λαού οι πνευματικοί και πολιτικοί του ηγέτες, πως τάχα η ελληνική ράτσα είναι ξοφλημένη βιολογικά και καταδικασμένη να σέρνεται πίσου απ’ τ’ άλλα πολιτισμένα έθνη, γιατί έχασε κάθε δημιουργική ζωτικότητα, μεταβάλλεται σε φανατική πίστη για τη μάζα των εργαζομένων και για το καλύτερο μέλλον της. Κι εμείς οι "διανοούμενοι" που είμαστε έως τώρα συναγωνιστές της μάζας, στο πνευματικό πεδίο μονάχα από θεωρητική μόρφωση και συνείδηση πως η υπόθεσή της είναι και δίκια κι αληθινή, γνωρίζοντας από κοντά το ηθικό μεγαλείο των προλεταρίων πλουτίσαμε τη γνώση μας και τη δράση μας μ' ένα καινούργιο στοιχείο: την εχτίμηση και την αγάπη για τους ηρωικούς μας συνοδοιπόρους. Είδαμε από κοντά πόσες ικανότητες έχουν μέσα τους αυτά τα παιδιά του λαού όχι μονάχα για την άμεση πάλη μα και για τη μελλοντική ανοικοδόμηση και στη χώρα μας του σοσιαλιστικού κράτους.
Οι περισσότεροι απ’ αυτούς είναι παλιοί αγωνιστές της τάξης μας, που περάσανε χρόνια στη φυλακή και στην εξορία. Η φυλακή και η εξορία τούς στάθηκε το μεγαλύτερο το μεγαλύτερο μορφωτικό σκολειό –και ξέρουμε πόσοι έχουν βγει από ’κει με μια και δυο ξένες γλώσσες και με βαθιά κατάρτιση στη ματεριαλιστική φιλοσοφία. Όλοι ετούτοι είναι σήμερα "τελειωμένοι" επαναστατικοί τύποι. Μα δίπλα σ’ αυτούς ήτανε και πολλοί "καινούργιοι", που δεν τους δόθηκε ακόμα ο απαιτούμενος καιρός να "στρογγυλέψουνε". Καλοί αγωνιστές στο βάθος και καλοί φίλοι διατηρούσανε ακόμα κάποια επιφανειακά κουσούρια, που όλοι τα παραβλέπαμε, γιατί δε βλάφτανε σε τίποτα την οργανωμένη μας κοινότητα και, το κάτω της γραφής, προσθέτανε μ’ αυτά τους τα κουσούρια κάποιον τόνο εύθυμης ποικιλίας στην αυστηρή κι ασκητική (ώς ένα σημείο) ζωή μας.
Ένας τέτοιος χαριτωμένος τύπος ήτανε κι ο Σταφίδας. Το "Σταφίδας" δεν είναι όνομα. Είναι παρατσούκλι. Έτσι τον παρανομάσαμε παίζοντας, επειδής ήτανε σταφιδοπαραγωγός. Κι από πού, αν αγαπάτε; Από την πηγή της μοραϊτιάς. Απ’ την Μπαρμπάσαινα.
Ήτανε δεν ήτανε καμιά τριανταριά χρονών. Μέτριος στ’ ανάστημα, μελαχρινός, με μικρά και σβέλτα μάτια που παίζανε όλο σπίθα δεξιά κι αριστερά σαν της αλεπούς. Με το παλτό του ριγμένο στον ώμο κάπνιζε με την ξυλένια του πίπα τα "μισαδάκια" του (τσιγάρα κομμένα στα δυο με το ξουράφι) και ρουφούσε έτσι βαθιά τον καπνό, που τα μάγουλά του βουλιάζανε από τις δυο μπάντες. Γράμματα δεν ήξερε και πολλά. Όμως ήτανε και καλό παιδί και γερός μαχητής. Από το χωριό του δεν του έγραφε κανένας ούτε και έστελνε καμιά δεκάρα. Λες και τον είχανε αρνηθεί τον "καταραμένο", τον "άσωτο υιό" κι αναγνωρίζανε πως καλά έκανε το κράτος να τον εξορίσει, αφού ήτανε "τέτοιος" (μπολσεβίκος). Μα ο Σταφίδας δε σκοτιζότανε και πολύ γι’ αυτό. Ούτε το κέφι του έχασε ούτε τη σπιρτάδα του. Μα ούτε και τη μοραΐτικη πονηριά του και το μοραΐτικον τοπικισμό του.
-- Πού στο διάολο είναι, μωρέ, τούτη η παλιο-Μπαρμπάσαινα;
-- Έχασες! Σπουδαίο μέρος! Είναι τα άγια χώματα που ρίχνουνε τα κουβέρνα.
Η γλώσσα του Σταφίδα ήτανε βέρα κι ατόφια δημοτική - μοραΐτικη. Από τη γλωσσική άποψη ο φίλος μας ήτανε ένας έτοιμος λογοτεχνικός τύπος. Ένας συγγραφέας δε θα κόπιαζε πολύ να τόνε μεταφέρει στο χαρτί. Φτάνει να κρατούσε σημειώσεις από τις κουβέντες του.
Μα ο Σταφίδας είχε και το κουσούρι του. Προσπαθούσε να ξεφεύγει από τις πολλές υπηρεσίες και μάλιστα τις βαριές. Το θεωρούσε ζήτημα μοραΐτικης εξυπνάδας. Κι επειδής δεν μπορούσε να ξεφεύγει, το έριχνε στο αστείο.
Μια μέρα είχε υπηρεσία στο μαγειρείο. Την πιο βαριά από όλες: να πλένει τα πιάτα και τα κουταλοπίρουνα. Όλα αυτά τα ατελείωτα μαγειρικά "σκεύη" έπρεπε να τα πλύνει, ο ζάβαλης, μέσα στη σκάφη – κι ύστερα να βραστούνε μέσα στο καζάνι για ν’ απολυμανθούνε. Κι ο Σταφίδας ήτανε άρρωστος κείνην την ημέρα.
Τον είδα να κάθεται ανακούρκουδα μπροστά στη σκάφη με μανίκια ανασκουμπωμένα και με μουντζουρωμένα μούτρα μέσα στη λάσπη και στα νερά. Κείνην την ημέρα έβρεχε.
-- Μπράβο, μπράβο Σταφίδα! του φώναξα από μακριά. Απόψε θα σε βγάλουμε "ουντάρνικο".
Άμα γύρισε και με είδε, παράτησε τη δουλειά κι έτρεξε κοντά μου.
-- Ας τα, φίλε! Με βάλανε στην πιο βαριά δουλειά. Θα πλύνω σήμερα από δυο φορές 150 πιάτα και τριακόσια κουταλοπίρουνα. Θα είμαι άρρωστος δέκα μέρες. Έτσι κάνουνε τους "αρχηγούς"; Θα γράψω κάτου (στην Μπαρμπάσαινα) να μην κουνιέται κανένας για το "ζήτημα"… Δε λες να βάλουν στη θέση μου το Στρατηγόπουλο; (Ο Στρατηγόπουλος κείνη την ημέρα είχε κι αυτός υπηρεσία στο μαγειρείο: υπηρεσία γκαρσονιού!).
Πρέπει να σημειώσω πως ο Σταφίδας με αγαπούσε πολύ κι είχε μαζί μου περισσότερο θάρρος παρά με όλους τους άλλους. Έτσι μπορούσε να βγάζει λεύτερα το άχτι του σε μένα «υπό τύπον αστείου».
Μεγαλύτερη όμως αγγαρεία τού φαινόντανε τα ατέλειωτα μαθήματα. Δύο φορές την ημέρα και από δυο ώρες την ημέρα. Και τότες προτιμούσε να έχει καμιάν άλλη υπηρεσία, για να γλιτώσει το μάθημα.
Κι όταν ερχόταν στο μάθημα, στύλωνε τα μάτια του στο δάσκαλο και προσπαθούσε να καταλάβει… Μα δεν γυρνούσε η γλώσσα του και να το πει. Γι’ αυτό, άμα ο δάσκαλος τού έλεγε να πει τι κατάλαβε, ο Σταφίδας ή τα έλεγε κομπιασμένα ή, αν το μάθημα ήταν ζόρικο, απαντούσε:
-- Δεν άκουσα καλά. Έχω πάρει … κινίνο και βουίζουνε τ’ αφτιά μου.
Μα όταν το φαΐ ήτανε καλό (φασουλάδα, μαρίδες πλακί στο φούρνο, πατάτες γιαχνί κλπ.) κι ο Σταφίδας δεν είχε υπηρεσία ούτε μάθημα, τότες ήτανε στις δόξες του. Τότες αστροβολούσε ολάκερος. Έχοντας εξοικονομήσει μια δραχμή, αγόραζε ένα κύπελλο κρασί από την καντίνα. Κρυμμένος σε μια γωνιά πίσω από τις πλάτες των αλλωνών μέσα στο ζυμωτήριο του φούρνου ροφούσε σιγά-σιγά το κρασί του. Χαιρόταν και το κρασί και τον… εαυτό του. Μακριά από τα βάσκανα μάτια.
-- Ε, πατριωτάκι! Κρυφά το βυζαίνεις.
-- Όσο ν’ αδειάσει η... λάτα.
-- Τι είναι πάλι αυτή η λάτα;
-- Ο τενεκές!
(Τα κύπελλα ήτανε κανωμένα από τα κουτιά του συμπυκνωμένου γαλάτου)
-- Μα εσείς οι Μοραΐτες τότε λέτε, θαρρώ, πάφιλα.
-- Ο Ρωμιός είναι… πολυάριθμος! (μεταχειρίζεται πολλούς όρους για το ίδιο πράμα). Για να μην τονε βρίσκει ο στόχος (= για να μπορεί να αρνιέται ό,τι είπε· να ξεφεύγει από τις καθαρές κουβέντες· να "υποχωρεί!" Ολάκερος ο Τσαλδάρης, ο πατριώτης του, είναι μέσα σ’ αυτή τη φράση).
Σιωπή.
Και σε λίγο:
-- Αχ! στο χωριό μου έχω δέκα βαρέλες κρασί ίσαμε το ταβάνι ψηλές. Και... «κάθονται»! Κι εγώ εδώ αναγκάζομαι να το αγοράζω.
-- Μα το κρασί τούτο είναι ωραίο. Σα γάλα. Απαλό, δροσερό, όλο ουσία. Όσο να πίνεις, δε χορταίνεις.
-- Μπα αυτό που βλέπεις είναι 15 βαθιμοί. Άμα το μπιστευθείς λιγάκι παραπάνου, σπας την άλυσο.
-- Τι διάολο! Λυσσασμένα σκυλιά είμαστε!
-- Αμή; Γιατί το κουβέρνο μας έδεσε δύο-δύο;
Σιωπή.
-- Έλα πίνε, γρήγορα, Σταφίδα! Μας χρειάζεται το κύπελλο, να πιούμε κι εμείς.
-- Έννοια σου! Όσο να ψηθούνε οι πατάτες σου και να… φάμε, έχουμε καιρό να γουστάρουμε κι εμείς τη γουλιά μας.
-- Να «γουστάρουμε» είναι δικός σου λογαριασμός. Να «φάμε» είναι μονάχα δικός μου!
-- Η στάση που τηράς μού θυμίζει το Βουρλούμη, το μεγάλο καρχαρία. Πήγαμε μια μέρα επιτροπή στο υπουργείο να του μιλήσουμε για το σταφιδικό. Είχε βαλμένο το μεγάλο δάχτυλο του χεριού του στις μασχάλες κάτου από το γιλέκο. Σουλατσάριζε πάνου-κάτου και παράσταινε το μεγάλο γάτο. Έκανε πως δεν μας ήξερε. Μας κοίταγε λοξά, όπως το λυκόπουλο ματιάζει την προβατίνα όσο να βρει τη στιγμή να την βουτήξει. Έτσι είσαι; λέω μέσα μου. Άμα φύγαμε από το υπουργείο, κάτσαμε και του γράψαμε γράμμα: «Κύριε υπουργέ, Στο χωριό σου, την Κούμανη, περπατούσες με τσαρούχια, κι εδώ στην πρωτεύουσα κάνεις πως δεν μας γνωρίζεις. Έννοια σου! Θα μας γνωρίσεις στις ... εκλογές».
-- Ας τα αυτά, Σταφίδα, κι ας το σκούξουμε και λιγάκι:
«Αντώνη μου, τι σκέφτεσαι-αι-αι-αι κι είσαι συλλογισμένοοοοος».
-- Πολύ το πιλαλάς (πολύ γρήγορα το λες) διακόφτει ο Σταφίδας. Άιντε, μωρέ, να ’ρθούτε το Πάσκα στην Μπαρμπάσαινα, συ κι ο Γληνός! Θα βαρέσω προσκλητήριο. Θα φωνάξω ούλα τα παλληκάρια. Θα σφάξω και το γουρουνόπουλο…
-- Μα ίσαμε τότε, το γουρουνόπουλο θα είναι 80 οκαδών γουρούναρος!
-- Τότε έχει την ουσία. Τι; Μικρό; Είναι μίξα!
Όταν επιτέλους ήρθε το τηλεγράφημα της ανάκλησής μας από την εξορία, το όνομα του Σταφίδα δεν ήτανε μέσα. Κι ωστόσο είχε εξοριστεί και δεθεί μαζί μας.
-- Είδες; μου λέει. Εμένα δεν μου δίνουν αμνηστία. Φοβούνται τους «αρχηγούς»!
Κι αυτό το ζήτημα το γύρισε στο αστείο.
Αργότερα έφυγε κι αυτός. Θα ξαναβρήκε τις δέκα του βαρέλες. Και τη φρεσκάδα του. Και τον αγώνα του. Εκεί θα μας θυμάται με αγάπη, όπως τόνε θυμούμαστε κι εμείς. Όσο για το γουρουνόπουλο, θα το φάμε κάποτες. Στα επινίκια του προλεταριάτου.
Οχτώβρης
Αφού μας εσκοτώναν με το ζόρι
στα μακελειά τους χρόνια οι μπαζαδόροι
κι αφού μας εσκοτώνανε πιο φίνα
στα χρόνια της ειρήνης με την πείνα·
αφού μας εσκοτώναν έτσι αιώνες
τ' αφεντικά μας οι απατεώνες,
της Λύτρωσης, αδέρφια, η ώρα φτάνει
αρπάχτε από το Χάρο το δρεπάνι!
Τελειώσανε τα ψέματα κι αστεία.
Κάνει νερά και τρίζει η Πολιτεία.
Το σάπιο, το κουρσάρικο καράβι
δεν το σώζουν των φασισμών οι μπράβοι.
Ψηλά κι ορθοί σταθείτε δικαιοκρίτες
όλου του κόσμου οι μάρτυρες κι ακρίτες!
Απ' τα μπουντρούμια και την εξορία
η νέα του κόσμου ξεκινά Ιστορία.
1935, Αη Στράτης
Το ποίημα το παρουσίασε ο Μιχ. Παπαϊωάννου στην «Πολιτιστική» το 1984 με τα εξής σχόλια:
Κάτω από το ποίημα υπάρχει τούτο το σημείωμα γραμμένο με το χέρι της Δώρας Μοάτσου: «Το ποίημα αυτό «δημοσιεύτηκε» στην εφημερίδα του τοίχου των εξόριστων του Αη-Στράτη στην επέτειο της Οχτωβριανής επανάστασης. Δεν το θυμόμουνα και τώρα το συμπλήρωσα και το δίνω για δημοσίευση. Με την ίδια ευκαιρία...»
Οι δυό τελευταίες αράδες «Δεν το θυμόμουνα κλπ.» είναι διαγραμμένες με μολύβι. Το ποίημα αυτό δεν το συμπεριέλαβε ποτέ σε βιβλίο του. Θυμούμαι αμυδρά πως για πρώτη φορά είχε δημοσιευθεί στην εφημερίδα της Εργατικής Βοήθειας που έβγαινε στην Αθήνα κείνα τα χρόνια. Το άφησε έξω από τα «Άπαντά» του (τα ((Ποιητικά» του «Κέδρου») γιατί το θεωρούσε σκληρό. Για τον ίδιο λόγο απέκλεισε και άλλα ποιήματα ή αισθητικά και κριτικά δοκίμια για το Δελμούζο, τον Αποστολάκη και άλλους.
Ο «Οχτώβρης» βρέθηκε στα χειρόγραφα του Βάρναλη σε πολλές μορφές, που δε μοιάζουν μεταξύ τους. Ο Γ.Π. Σαββίδης δημοσίευσε μια απ' αυτές (περιοδικό «Ηριδανός», αριθ. 2, Οχτώβρης-Νοέμβρης 1975, σελ. 42) με τον τίτλο «Αι-Στράτης 1935». Το αντίγραφο που δημοσιεύεται εδώ είναι γραμμένο με το χέρι του Βάρναλη και με κοινό μολύβι. Όσες διορθώσεις έκανε πάνω σ' αυτό τις έκανε με μελάνι. Τη χρονιά 1935 τη διόρθωσε, το 5 το έκανε με μελάνι 4 η γυναίκα του, γιατί δε θυμόταν ακριβώς πότε εξορίστηκε. Το σωστό είναι το 1935.
Να σημειώσω ότι ο Βάρναλης είχε εξοριστεί, το 1935, μαζί με τον Δ. Γληνό και άλλους κομμουνιστές και δημοκράτες, στον Άι Στράτη. Την αποστολή του στην εξορία την έχει αφηγηθεί ποιητικά ο Βάρναλης σε ένα άλλο ποίημά του, το «Στην εξορία». Ύστερα από λαϊκές κινητοποιήσεις, αρκετοί εξόριστοι γύρισαν σπίτια τους με τον νέο χρόνο το 1936. Στον Ριζοσπάστη της 21 Ιανουαρίου 1936 διαβάζω ότι ο Βάρναλης μίλησε σε προεκλογική συγκέντρωση του Παλλαϊκού Μετώπου (που ήταν ο εκλογικός συνασπισμός του ΚΚΕ) και εμψύχωσε τους συγκεντρωμένους με τους στίχους «Απ' τα μπουντρούμια και την εξορία / η νέα του κόσμου ξεκινά Ιστορία».
SARANTAKOS.GR
Η προσευχή του ταπεινού (παρωδία)
Ο Βάρναλης έγραψε την παρακάτω αριστοτεχνική (αλλά και δηλητηριώδη) παρωδία του ποιήματος του Ζαχαρία Παπαντωνίου «Προσευχή του ταπεινού», λίγο καιρό μετά την κυκλοφορία της συλλογής «Θεία δώρα» του Παπαντωνίου το 1931. Ο Παπαντωνίου, καλός ποιητής, ήταν βενιζελικός και είχε ευνοηθεί από το κόμμα του αφού διορίστηκε διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης, ακαδημαϊκός, καθηγητής της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών, τιμήθηκε με το Αριστείο γραμμάτων και τεχνών κτλ.
Το ποίημα δεν έχει αποθησαυριστεί αλλού, ούτε σε βιβλίο ούτε στο περιοδικό Ηριδανός. Το δημοσίευσε στο τεύχος αρ. 2 του περιοδικού Πολιτιστική (1984) ο Μιχ. Παπαϊωάννου, στο άρθρο του «Θέματα από το έργο του Βάρναλη».
Ο Μ.Μ.Παπαϊωάννου γράφει στην Πολιτιστική ότι ο Βάρναλης δημοσίευσε την παρωδία σε περιοδικό ποικίλης ύλης, υπογράφοντάς την με χλευαστικό ψευδώνυμο, αλλά είχε χάσει τη σημείωση που είχε κρατήσει κι έτσι δεν μπορούσε να δώσει περισσότερες πληροφορίες. Κατά σύμπτωση, ο φίλος ιστορικός Γιώργος Πετρόπουλος βρήκε το ποίημα στο αρχείο του. Η παρωδία λοιπόν πρωτοδημοσιεύτηκε στο αριστερό περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι», με το χαρακτηριστικό ψευδώνυμο Καρχαρίας Παπαφαταούλας.
Κύριε, σαν ήρθεν η βραδιά και μάτι δεν μας βλέπει
βρέχε σωρό διορισμούς στην ταπεινή μου τσέπη.
Την προσευχή μου, Κύριε, σου λέω με προθυμία
καμιά ψυχή δεν έβλαψα, μονάχα τα Ταμεία.
Εκείνοι που με πλήγωσαν ήσαν αγαπημένοι.
Που να μην την εβούτηξα θέση καμιά δε μένει.
Ήσυχα εγώ κι αθόρυβα τα έργα μου έχω πράξει
κι από Γραικύλους και Γραικούς το σύμπαν έχω αρπάξει
Στην πόρτα μου άλλος δεν χτυπά κανείς απ’ τον αέρα
κι όλες εγώ τις χτύπησα (δουλειά μου κάθε μέρα).
Ήμουνα των μικρών παιδιών και των σκυλιών ο φίλος
κι όλων εγώ των αρχηγών πιστός χαδιάρης σκύλος.
Σ’ ευχαριστώ για τα βουνά και για τους κάμπους που είδα.
Αφού το κράτος πλήρωνε, ζήτω η γλυκειά Πατρίδα!
Σ’ ευχαριστώ που μου’ δωκες χωρίς να μου ανήκει
τη θέση της Εκδοτικής και την Πινακοθήκη.
Για την καπατσοσύνη μου οι εχθροί θα με μισήσουν.
Ευδόκησε ν’ αφανιστούν χωρίς να ξαναζήσουν.
Με τρόπο της Ποιήσεως δώσε μου, Κύριε, τώρα
τα πενήντα χιλιάρικα, τ’ αληθινά «θεία δώρα».
Το ποίημα του Παπαντωνίου έχει ως εξής:
Κύριε, σαν ήρθεν η βραδιά, σου λέω τη προσευχή μου:
'Αλλη ψυχή δεν έβλαψα στο κόσμο απ' τη δική μου.
Εκείνοι που με πλήγωσαν ήσαν αγαπημένοι.
Τη πίκρα μου τη βάσταξα, μου δίνεις και τη ξένη.
Μ' απαρνηθήκαν οι χαρές. Δε τις γυρεύω πίσω.
Προσμένω τα χειρότερα. Ειν' αμαρτία να ελπίσω.
Σαν ευτυχία αγαπώ της νύχτας τη φοβέρα.
Στη πόρτα μ' άλλος δε χτυπά κανείς, απ' τον αγέρα.
Δεν έχω δόξα. Ειν' ήσυχα τα έργα που 'χω πράξει.
'Ακουσα τη γλυκειά βροχή, τη δύση 'χω κοιτάξει,
έδωκα στα παιδιά χαρές, σε σκύλους λίγο χάδι,
ζευγάδες καλησπέρισα που γύριζαν το βράδι.
Τώρα δεν έχω τίποτε να διώξω ή να κρατήσω.
Δε περιμένω ανταμοιβή, πολλή 'ναι τέτοια ελπίδα!
Ευδόκησε ν' αφανιστώ, χωρίς να ξαναζήσω.
Σ' ευχαριστώ για τα βουνά και για τους κάμπους που είδα.
SARANTAKOS.GR
ΕΞΑΓΝΙΣΜΟΣ
Άσειστα ολόγυρα τειχιά
και μεις του σκοταδιού στοιχειά.
απάνου στον ψηλό ουρανό.
πότε πουλάκι να περάσει
πότ’ έν’ αστέρι να φανεί,
ή πότε η πόρτα ν’ ανοιχτεί,
φίλος ρακί κρυφά να μπάσει
να μπάσει τον ψηλό ουρανό!
Ήταν ο Τσόκλης ο γκαβός,
ο Κωτσιαράς ο παλαβός,
ο Λέτσος με τη μαχαιριά,
μπουλούκι από μουστακαλήδες,
που με ζουνάρι απολυτό
περάσανε στον κόσμο αυτό,
μπεκρήδες, κλέφτες, χασικλήδες,
που τέλος πάντα η μαχαιριά.
Όξω μας ήταν οι καλοί!
Λουλούδια, μυρουδιά, βιολί.
τα κοριτσόπουλα οι κυρές,
γαζετατζήδες, γαλονάδες,
μπαγκέρηδες με τον παρά,
καραβοκύρηδες με ουρά.
κατήδες, έμποροι, παπάδες,
τα κοριτσόπουλα, οι κυρές
Μα ξάφνου ο αγέρας ο μαβής
τη ρίζα μιας ζωής βουβής
ήρθε να σκίσει, τρανταχτά:
Πόλεμος άναβε στη χώρα.
Κανόνια, αλόγατα, σπαθιά,
Η πιο ψηλή κι η πιο βαθιά,
μέσ’ στην καρδιά μας, μπήκε γνώρα
βροντόλαλα και τρανταχτά.
Πήρε κι εμάς ο ποταμός!
–Χαρά και φόβος και θυμός! –
Κι όλοι φωνάξανε μαζύ:
Πάρτε κι εμάς να σκοτωθούμε
για την Ιδέα τη λαμπερή
(κορώνα και φτερά φορεί!)
κι όταν νικήσουμε θαρθούμε
στο Μεντρεσέ ξανά μαζύ…
Ε!... να μας βλέπατε εδεκεί
πώς με τη ρέγκα στο σακκί
και με διαμάντια στην καρδιά
χυνόμαστε σαν τους πετρίτες,
βαράγαμε ζερβά-δεξιά,
(θέληση, δύναμη κι αξιά)
αρκουδιαρέους γουρνομύτες,
πάντα σταυρό, πάντα καρδιά.
Φωτιά στα σπίτια, στα δεντρά,
φαρμάκι στα γλυκά νερά,
(ιδέα και λύσσα ιδανικές!)
ανοίγαμε παλιές κασέλες,
ασήμια αρπάζαμε, προικιά,
και την κοπέλα τη γλυκιά,
νεκρήν του φόβου, με μασέλες
ξεσκίζαμεν ιδανικές!...
Μανάδες, φουντωτές μηλιές
αδειάζαμέ τους τις κοιλιές,
και στον αέρα το χρυσό,
τινάζαμε με δυναμίτη
γεφύρια σιδερογραμμές…
Αξέχαστες ιερές στιγμές!
Ω! πόλεμε δικαιοκρίτη,
άστρο στα μέτωπα χρυσό!
Και σα γυρίσαμε στητοί,
πιστοί σε λόγο κι αρετή,
της λευτεριάς κοπέλια εμείς,
της λευτεριάς την άγιαν ώρα
μας εχαρίσαν. Το νερό
έσβυσε το αίμα των χεριών
κι είμαστε τίμιοι ανθρώποι τώρα
και με παράσημον, εμείς!
Ο καπετάνιος του «Κώστα Γιαβή» από το περιοδικό «Φιλική Εταιρεία»
Μα δεν ξεχνά η καρδιά πιστή
πως έχει να λογαριαστεί
με τον Κίτσο, με τον Γιάννη,
που αδερφούς η Ανάγκη κάνει.
Μα’ ρθε και δίσεχτη χρονιά –
μπαμπέση Αλή, κρυφέ φονιά,
που μας πήρες στο κυνήγι
κι’ όπου φύγει κι’ όπου φύγει.
Ένας αφήνει τα βουνά
και πέφτει και σε προσκυνά
κι’ άλλος πάει στην Άγια Μαύρα
να περάσει γέρα μαύρα.
Άνεργη ζήση, που χωρίς
ρεμούλα κι’ αίμα δεν μπορείς!
Μόσκοβε, έλα με φρεγάδες!....
Τούτη η άνοιξη, ραγιάδες!....
Κ’ ήρθε το μήνυμα ταχιά:
πρώτη σηκώθηκε η Βλαχιά!
Και γελάσανε τα χείλη
με τ’ αξό το καριοφίλι.
Μα χύμηξε τουρκιά πολλή
και μες στο κάστρο αυτό μας κλει.
Μα ψηλά βαστά η ψυχή μας,
όσο η θάλασσα η δική μας.
Μα τώρα μας την πήρε πια
Αράπης απ’ την Αραπιά!...
Θάνατε, κι’ αν σ’ αντικρύζω,
μα στην πείνα ομπρός λυγίζω.
Δεν είναι τρόπος για να βγεις,
–ω, κάλεσμα της πέρα γης!...–
Στερνό πήδημα να κάνεις
πριν πιαστείς ή πριν πεθάνεις.
Και τότες η καρδιά πιστή
θα πιάσει να λογαριαστεί
με τον Φώτο με τον Γιάννη,
που αδερφούς η Τύχη κάνει.
(δυνατά) Μα πρώτα πάμε κάτου στα
παράθυρά του τα κλειστά:
«Λόρδε! πριν να ξεψυχήσεις
το μιστό να μας μετρήσεις!»
Σκλάβοι πολιορκημένοι – Ο Πρόλογος της χειρόγραφης «έκδοσης»
Πάλε μεθυσμένος είσαι (δυόμισυ ώρα της νυχτός!)
Κι αν σου τρέμανε τα πόδια, μα στεκόσουνα στητός
μπρος σε κάθε τραπεζάκι – «Γειά σου Κωσταντή βαρβάτε!"
– «Καλησπερούδια, αφεντικά, πως τα καλοπερνάτε»!
Ένας σούδινε ποτήρι κι άλλος σούδινεν ελιά.
Έτσι πέρασες γραμμή της γειτονιάς τα καπελιά.
Κι αν σε πείραζε κανένας (αχ, εκείνος ο Τριβέλας!)
έκανες, πως δεν ένοιωθες και πάντα εγλυκογέλας.
Χτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνος μπρος, χρόνια μετά.
Η ύπαρξή μου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά.
Τάχα η θελησή μου λίγη, τάχα ο πόνος μου μεγάλος;
Ω! πούσαι, νιότη, πούδειχνες, πως θα γινόμουν άλλος!
΄
Τώρα μες το λασπονέρι σωριασμένος, πώς βαστώ
τα μελίγγια, που χτυπάνε! (Τ’ αποτσίγαρο σβηστό
κρέμεται στα πικρά χείλη). Κι όλο το κορμί σπαρτάρει,
καθώς το δέρνουν η βροχή κι ο αγέρας του Φλεβάρη.
Κι αν ζητώ ναν το κινήσω, δεν ξυπνά μου το μυαλό.
Σ’ ένα κολασμένο βύθος τα ματάκια αργοσφαλώ.
Άξαφνο άστραμμα και σείσμα της ψυχής! Νά σε κοντά μου,
ω Μάρθα μου, ανοιξιάτικη γνώρα κ’ ηλιοχαρά μου!
Δένεις τα λιγνά σου μπράτσα στο λαιμό μου (ωιμέ καημοί)
κ’ η παιδιάτική σου ανάσα έρχεται απάνω μου θερμή:
στο γλυκό σου στόμα βάζω τις δυο φούχτες μου σαν τάσι,
να τη ρουφήξω, που η καρδιά σαν άλλοτες ν’ αγιάσει.
Αλαφρή σαν τη τουλούπα του χιονιού, σκύβεις, πολύ
να με ιδείς στα μάτια μέσα πάντα αγνή, πάντα καλή,
«Σ’ αγαπώ», μου λες φωνούλα σφυριχτή, «γιατί μου μοιάζεις
κ’ έχεις ιδέες αλλόκοτες, που ωραία τις συνταιριάζεις»!
Ω! πώς καιν τα μάγουλά μου από ντροπή (να μην τα ιδείς!)
και ξεσπάω στο κλάμα (πόσο ο ξεπεσμός μου είναι βαθής!)
Είτανε μες την ψυχή μου φλέβες χρυσαφιού· πού νάναι;
Κάνω να σείσω τα φτερά, βαριά και με πονάνε!
Μυστική ’ταν στην καρδιά σου δύναμη για να γρικά
σε καρδιές φουρτουνιασμένες τα κρυφά τους μυστικά:
αν για μας σωμός δεν είναι, πες, αχέ του παραδείσου,
«έτσι θα πέφτουν κ’ οι γενιές, που μας έρχονται πίσου;»