Τετάρτη 29 Απριλίου 2015

Η Λίμνη.


Ω! λίμνη πως πεθύμησα την ήρεμη ματιά σου
στέκεις εκεί ατάραχη τον ουρανό κοιτάζεις,
τ’ αστέρια καθρεπτίζονται στα γαλανά νερά σου,
τραγούδι πιάνουν τα πουλιά καθώς εσύ ρεμβάζεις.

Ω! λίμνη πόσο ζήλεψα τον ήμερο βυθό σου
δεν έχεις με ‘στα σωθικά αρπακτικά, σειρήνες,
πέτρα μικρή σου πέταξα να δω στο πρόσωπό σου
ρυτίδες τάχα κυκλικές να απλώνουν, από κείνες,

που σημαδεύουν χρόνια και τους ανθρώπους ενοχλούν
και κουβαλούν με ‘στην ψυχή, του παρελθόντος μνήμες,
λίμνη μου καταγάλανη τα μάτια μου σαν σε θωρούν,
ξεχνώ όλα τα προβλήματα και λογοπλέκω ρίμες.

Σ’ αφήνω τώρα πίσω μου καθώς με τρέχει η ζωή,
μα σ’ έχω πάντα μέσα μου, ψυχής λιμάνι απάγκιο,
επιθυμία, φλόγα άσβεστη που δίνει μου πνοή,
δύναμη για το σήμερα, για το αύριο κουράγιο.


Χρήστος Κουκουσούρης

Συμβιβασμοί


Λίγη αγάπη να σ’ αγοράσω ήθελα, καρδιά,
με τα λεφτά στα χέρια,
έκρυψα τα μαχαίρια δεμένα στα θηκάρια τους
όρθωσα το κορμί
μα σκέπασα με όνειρα τις μαχαιριές
κι έκρυψα τους συμβιβασμούς
ανάμεσα στις πτυχές σου,
να μη φανεί πόσο ευάλωτη είσαι
να κρύψω την ανάγκη σου για λίγες ρανίδες αμφίβολες,
να αγοράσω με λάθος αντίτιμο
μη αντέχοντας άλλες προδοσίες.


Χρήστος Κουκουσούρης.

[Έτρεχε ξανά η θάλασσα]

"Έτρεχε ξανά η θάλασσα, χτυπούσε την άμμο κι ο άνεμος συνεργός, σκόρπιζε τα πάντα/ το γκρίζο, βαρύ έφτανε τα πρώτα κύματα, σφύριζε μέσα τους προκλητικά/ μια βάρκα χάθηκε στο πέλαγος, μόνο θάλασσα έβλεπε και σκοτεινιά/ θα περάσει, λέγανε δυο περαστικοί, πάλι γύρισε χειμώνας/ έτσι γίνονταν στο νησί, η θάλασσα έτρεχε, ο αέρας σκόρπιζε, το γκρίζο κάθονταν και οι βάρκες χάνονταν/ ακόμα κι οι περαστικοί έρχονταν πάντα εκεί, σαν πειστική μαρτυρία, για τη συνέχεια/ τίποτα δεν άλλαζε αλήθεια, επανάληψη ήταν όλα, μιας καλά οργανωμένης δήθεν συγκυρίας." 


Γιάννης Βέλλης

[Νύχτωνε]

"Νύχτωνε, τα φώτα απλώνονταν στη συνοικία, μουρμούριζε κι ο διάβολος στα αδιέξοδα/ αυτή η καταραμένη ατέλειωτη υγρασία, έπεφτε βιαστικά πάνω μας, μας αγκάλιαζε/ που και που, κάποιο ξεχασμένο άστρο ξέφευγε μέσα από τα σύννεφα, έλαμπε χαρούμενο/ όσο οι έρωτες ξυπνούσαν ανήσυχοι κι έρχονταν, λόγια αντάλλασσαν οι καρδιές." 


Γιάννης Βέλλης

[Αθόρυφα]

"Αθόρυφα η συννεφιά σκίαζε πάλι τη μέρα μας, όσο το μικρό παράθυρο την καταχωρούσε βεβιασμένα στις σκέψεις μας/ όπως πάντα οι εικόνες του δεν μας ήταν όλες αποδεκτές, όμως μέσα από τα θολά του τζάμια την τραβούσαμε αχόρταγα/ σαν φτηνή απόδοση του ξεχασμένου ήλιου στις καρδιές μας, αυτές που καίγονταν καθημερινά από αγάπη/ η ώρα πρωινή, ξεκινούσε αυθόρμητα με ένα καφέ κι ένα τσιγάρο από αυτά που λέγαμε μέχρι χθες ότι θα κόψουμε/ όσο στο ραδιόφωνο παλιό τραγούδι έστεκε στα νιάτα μας, τα αναμασούσε, τρώγονταν για λίγο και στέκονταν μετά βουβό στην καθημερινότητα". 


Γιάννης Βέλλης

[Στις παρυφές του ουράνιου τόξου...]

του Πάρη Παπανικολάου 

Στις παρυφές του ουράνιου τόξου...
εκεί όπου σμίγει ο ουρανός με την γη
σκορπισμένη φωταψία από επτάχορδη ωδή
λάμψη φεγγοβόλα, αστραφτερή σαγήνη,
τώρα που έμελλε ν' ανταμώσουμε…
το ρομαντικό λιόγερμα της έμμετρης ευτυχίας
δοσμένοι σε μιαν ολόθερμη αχώριστη αγκάλη,
ακούγοντας τ' αηδόνια που για μας τραγουδούν
ύμνους αιθέριους, μυστηριακούς.
Η αγάπη μας η ανοιξιάτικη
ανεξίτηλη παρέμεινε στα χρονικά
και ξανά φουντώνει τώρα...
στης ψυχής την ανθερή κοιλάδα
με μπουμπούκια κατακόκκινα, λευκά
μυρωδάτα, θαυμάσια κι ωραία, καθώς
σου χαρίζω μάτια μου με υπέρτατη αγάπη
και με απόλυτη ευτυχία...
ολάκερο τον ανεκτίμητο της καρδιάς μου θησαυρό
σε δαχτυλίδι σκαλιστό, σμαραγδένιο, λαμπερό
πλασμένο στο βασίλειο των θαυμάτων
και ζητώ ιπποτικά η πριγκιπέσσα μου να γίνεις...
η λαμπερόμορφη, η υπέροχη, η σαγηνευτική
στο αέναο ταξίδι της αγάπης.

Αγαπημένη μου…

του Πάρη Παπανικολάου 

Αγαπημένη μου…
πίκρες είναι οι στιγμές της μοναξιάς
να σε βαστάξω στη ζεστή μου αγκάλη πόσο θέλω
μιαν ανοιξιάτικη φεγγαροβραδιά,
στην ανθοστόλιστη βεράντα του σπιτιού μου
μεθώντας από τις γλυκύτατες ευωδιές
των πανέμορφων νυχτο-λούλουδων,
είσαι ότι ωραιότερο έχω συναντήσει στη ζωή
γοητευμένος θα είμαι πάντα...
ο πηγαίος πόθος πλημμυρίζει την καρδιά μου
κι ο έρωτας στη σκέψη μου κυριαρχεί
μιας που απρόσμενα ήρθε...
ένα δειλινό που σε πρωτο-αντίκρισα
με περισσό ενθουσιασμό και τέρψη
στην χρυσαφένια ακρογιαλιά,
έτρεχες από 'δω κι από 'κει
μ' ένα απέραντο 'λιοστάλαχτο χαμόγελο
στα ρόδινα τα χείλη…
καθώς τα καστανόξανθα σου μαλλιά
κυμάτιζαν απ' το απαλό το αεράκι…
αμέσως σ’ ερωτεύτηκα,
αντάμωσα στα καστανόχρωμα,
αμυγδαλωτά σου μάτια,
την ύπαρξη έτερον μου ήμισυ που αναζητώ,
ίσως...
να μην ‘ρθεις ποτέ κοντά μου…
να σε βαστάξω σφιχτά στην αγκαλιά
και να σε γλυκοκοιμίσω τα βράδια με φιλιά
ίσως…
να μείνεις απλά
μιαν ανάμνηση ωραία τρυφερή,
παρ' όλα αυτά θα σε βλέπω στα όνειρα μου..
θα με κρατούν συντροφιά σ' έναν ονειρικό παράδεισο,
οι σκέψεις μου για εσένα...
φέρνοντας ελπίδα, χαρά, φως, αγάπη...
κι υπέρτατη γαλήνη στη ψυχή,
άλλωστε στο κόσμο της φαντασίας δεν υπάρχουν φραγμοί…
οτιδήποτε εφικτό…
αφιερωμένο με αγάπη !!

Αίθουσα Αναμονής (Απόσπασμα) : Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης 1958

του Γιώργου Γεραλή

Στο θαμπό φως, μια συλλογή κρατάει τους πεθαμένους.
Kάποτε ανοίγει η θύρα και περνά ένας άλλος,
μ' ένα μισόγελο, κάτι σαν σκιά χαιρετισμού,
χωρίς κανείς να του αποκρίνεται. Tον κοιτούν μόνο
με λοξό βλέμμα, και βυθίζονται ξανά στο θάνατο.
Άγνωστοι, κι έναν άγνωστο χώρο ανιχνεύουν,
καθένας μόνος, με μιαν ηρεμία, μια αποδοχή,
είτε με μια αξιοπρέπεια φοβισμένη. Έπειτα πάλι,
γυρνώντας, σα να μελετούνε ο ένας του άλλου
τη μυστική φθορά, την κρυφή πείρα,
μια σύσπαση που απόμεινε από το ταξίδι,
τον πανικό ενός ίσκιου στα γερμένα μάτια,
που αναζητούνε διέξοδο σε ακατανόητα
περιοδικά, μιας μακρινής χρονολογίας.

Mέσα, ο σοφός καθηγητής ακούει τα βήματα,
προβλέπει τα ενδεχόμενα με ακρίβεια,
εγκάρδιος σε όσους ζύγωσαν κιόλα την πύλη,
φορέσανε τη μαύρη σκέπη, είν' έτοιμοι.
Tους αποχαιρετά μ' ένα μειδίαμα,
"Φίλε μου, θα ξαναϊδωθούμε", βέβαιος ότι
εκείνοι αναχωρούν πια για την άβυσσο.
Άλλοτε σιωπηλός, στυγνός, όταν, σκυμμένος,
κουράζεται ερευνώντας μακρινούς θανάτους,
θύελλες βιαστικές, παιγνιώδη σκότη.

Όρθια στην πόρτα, η αδελφή, λευκή σαν το άπειρο,
αμίλητη σαν την ενέδρα, κατανεύει μόνο
στα ερωτηματικά, με μια ανεπαίσθητη
κίνηση, μιαν απόκρυφη ειρωνεία.
Δείχνει το δρόμο, ή σταματά ένα πρόωρο ξύπνημα.
"Ω, κοιμηθείτε ακόμα, κοιμηθείτε".



από τις σελίδες του Σπουδαστηρίου Νέου Ελληνισμού.

Τρίτη 28 Απριλίου 2015

Εν ανθηρώ έλληνι λόγω (απόσπασμα)

του Νίκου Εγγονόπουλου
 Α΄Κρατικό βραβείο ποίησης 
1958



Σονέτο μάλλον απαισιόδοξο

Το γυμνασμένο μάτι του τραμπούκου
να διέκρινε άραγε των ροδόδενδρων την αρμονία;
όχι-όχι - μια απέραντη ηθικολογία
δεν θα βοηθήσει να κάνουμε καλλίτερο τον κόσμο.

Να ελπίζεις - να ελπίζεις πάντα - πως ανάμεσα εις τους ανθρώπους
- που τους ρημάζει η τρομερή "ευκολία"
θα συναντήσεις απαλές ψυχές με τρόπους
που τους διέπει καλοσύνη - πόθος ευγένειας - ηρεμία.

Ίσως όχι πολλές - ίσως νασ' άτυχος: καμία -
τότες εσύ προσπάθησε να γίνεις καλλίτερος
εις τρόπον ώστε να έρθει κάποια σχετική ηρεμία.

Άσε τους γύρωθέ σου να βουρλίζονται πως κάνουν κάτι
συ σκέψου - τώρα πια - με τι γλυκιά γαλήνη
προσμένεις ναρθ' η ώρα να ξαπλώσεις στο παρήγορο του θάνατου κρεβάτι.


***


Νέα περί του θανάτου του Ισπανού ποιητού Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα στις 19 Αυγούστου του 1936 μέσα στο χαντάκι του Καμίνο Ντε λα Φουέντε

«... una acción vil y disgraciado»

η τέχνη κι η ποίηση δε μας βοηθούν να ζήσουμε:
η τέχνη και η ποίησις μάς βοηθούνε
να πεθάνουμε

περιφρόνησις απόλυτη
αρμόζει
σ' όλους αυτούς τους θόρυβους
τις έρευνες
τα σχόλια επί σχολίων
που κάθε τόσο ξεφουρνίζουν
αργόσχολοι και ματαιόδοξοι γραφιάδες
γύρω από τις μυστηριώδικες κι αισχρές συνθήκες
της εκτελέσεως του κακορίζικου του Λόρκα
υπό των φασιστών

μα επί τέλους! πια ο καθείς γνωρίζει
πως
από καιρό τώρα
- και προ παντός στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα -
είθισται
να δολοφονούν
τους ποιητάς



Κυριακή 26 Απριλίου 2015

ΤΑ ΩΡΑΙΟΤΕΡΑ ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ (Τόμος β΄)

Ενότητα: ΚΛΕΦΤΙΚΑ
του Γιάννη Κορίδη 
Εκδόσεις ΙΩΛΚΟΣ


ΒΑΣΙΛΗ ΚΑΤΣΕ ΦΡΟΝΙΜΑ

«Βασίλη, κάτσε φρόνιμα, να γένεις νοικοκύρης,
για ν' αποχτήσεις πρόβατα, ζευγάρια κι αγελάδες,
χωριά κι αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν.
- Μάνα μου εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης,
να κάμω αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν,
και να 'μαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι στους γερόντους.
Φέρε μου τ' αλαφρό σπαθί και το βαρύ τουφέκι,
να πεταχτώ σαν το πουλί ψηλά στα κορφοβούνια,
να πάρω δίπλα τα βουνά, να περπατήσω λόγγους,
να βρω λημέρια  των κλεφτών, γιατάκια  καπετάνων
και να σουρίξω κλέφτικα, να σμίξω τους συντρόφους,
που πολεμούν με την Τουρκιά και με τους Αρβανίτες».

Πουρνό  φιλεί τη μάνα του, πουρνό ξεπροβοδιέται.
«Γεια σας βουνά με τους γκρεμνούς, λαγκάδια με τις πάχνες!
- Καλώς το τ' άξιο το παιδί και τ' άξιο παλικάρι».


ΚΕΡΝΑ ΜΑΣ ΣΚΛΑΒΑ , ΚΕΡΝΑ ΜΑΣ


Της νύχτας οι αρματωλοί και της αυγής οι κλέφτες
ολονυχτίς κουρσεύανε και την αυγή κοιμόνται,
κοιμόνται 'ς τα ψηλά βουνά και 'ς τους παχιούς τους ήσκιους.
Είχαν αρνιά και ψένανε, κριάρια σουβλισμένα,
είχαν κ' ένα γλυκό κρασί από το μοναστήρι,
είχαν και σκλάβα νέμορφη και τους κερνάει και πίνουν.

"Κέρνα μας, σκλάβα, κέρνα μας γεμάτα τα ποτήρια,
και κείνονε οπού αγαπάς για διπλοκέρασέ τον,
και 'ς το δικό μου το γυαλί ρίξε σπυρί φαρμάκι,
για ναν το πίνω βράδυ αυγή, αυγή και μεσημέρι,
να κατακάτσει ο σεβντάς, σεβντάς πού ‘χω για σένα".

ΚΑΛΑ ΤΡΩΜΕ  ΚΑΙ ΠΙΝΟΥΜΕ


Της νύχτας οι αρματωλοί και της αυγής οι κλέφτες
ολονυχτίς κουρσεύανε και ταις αυγές κοιμόνται.
Κοιμόνται 'ς τα δασά κλαριά και 'ς τους παχιούς τους ήσκιους.
Είχαν αρνιά και ψήνανε, κριάρια σουβλισμένα,
μα είχαν κ' ένα γλυκό κρασί, που πίν' τα παλληκάρια.
Κ’ ένας τον άλλον έλεγαν, κ' ένας τον άλλον λέει.
"Καλά τρώμε και πίνουμε και λιανοτραγουδάμε,
δεν κάνουμε κ’ ένα καλό, καλό για την ψυχή μας;
-ο κόσμος φκιάνουν εκκλησιές, φκιάνουν και μοναστήρια,
- να πάμε να φυλάξουμε 'ς της Τρίχας το γεφύρι,
που θα πέραση ο βόιβοντας με τους αλυσωμένους
-να κόψουμε τους άλυσους να βγουν οι σκλαβωμένοι,
να βγει της χήρας το παιδί, π' άλλο παιδί δεν έχει,
π' αυτή το χει μονάκριβο 'ς τον κόσμο ξακουσμένο".

ΣΑΡΑΝΤΑ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ

Σαράντα παλληκάρια από τη Λεβαδιά
Βγήκαν αρματωμένα , πάνε για κλεψιά .
Πάνε για να πατήσουν το Καλό Χωριό
Κάνα δεν έχουν πρώτο και τρανύτερο .
Γυρεύουν ένα γέρο για την ορμηνειά
Επήγαν και τον βρήκαν σε βαθειά σπηλιά
Οπέλιωνε τα” ασήμι κι” έφτιανε κουμπιά .

Γειά σου χαρά σου γέρο, καλώς τα παιδιά
Καλώς τα παλληκάρια, τα κλεφτόπουλα.
Σήκου να βγούμε γέρο, κλέφτες στα βουνά
Δεν ημπορώ παιδιά μου, γιατ” εγέρασα.
Περάστε από τη στάνη και τα πρόβατα
Και πάρτε τον υγιό μου τον μικρότερο.

Πώχει λαγού ποδάρι, δράκου δύναμη
Ξέρει τα μονοπάτια και τα σούρματα
Ξέρει και τα λημέρια που λημέριαζα
Ξέρει τις κρύες βρύσες πώπινα νερό
Ξέρει τα μοναστληρια πώπαιρνα ψωμί
Και ξέρει και τις τρύπες που κρυβόμουνα .

Αυτού μπροστά που πάτε στο Καλό Χωριό
Έχει όμορφα κορίτσια και γλυκά κρασιά
Τήρα μη σας μεθύσουν και σας πιάσουνε
Και στον κατή σας πάνε , σας κρεμάσουνε.

Του γέρου την ορμήνεια την ξεχάσανε
Επήγαν και μεθύσαν και τους πιάσανε .
Σαν τα” άκουσε κι ο γέρος χαμογέλασε
Κουμπούρια ξεκρεμάει κι” αρματώνεται.

Στο δρόμο που πηγαίνει βρίσκει τον πασά:
Ώρα καλή πασά μου και Τουρκοκριτή
Να βγάλει τα παιδιά μου απ” τη φυλακή …

ΕΝΑΣ ΑΗΤΟΣ ΠΕΡΗΦΑΝΟΣ


'Ένας αϊτός περήφανος, ένας αϊτός λεβέντης
από την περηφάνεια του κι’ από τη λεβεντιά του,
δεν πάει τα κατώμερα να καλοξεχειμάση,
μον’μένει απάνω 'ς τα βουνά, ψηλά 'ς τα κορφοβούνια.
Κ’ έρρηξε χιόνια 'ς τα βουνά και κρούσταλλα 'ς τους κάμπους,
εμάργωσαν τα νύχια του κ' επέσαν τα φτερά του.
Κι' αγνάντιο βγήκε κ' έκατσε, 'ς ένα ψηλό λιθάρι,
και με τον ήλιο μάλωνε και με τον ήλιο λέει.
"Ήλιε, για δε βαρείς κ' εδώ 'ς τούτη την αποσκιούρα,
να λειώσουνε τα κρούσταλλα, να λειώσουνε τα χιόνια,
να γίνη μια άνοιξη καλή, να γίνη καλοκαίρι,
να ζεσταθούν τα νύχια μου, να γιάνουν τα φτερά μου,
να ρθούνε τάλλα τα πουλιά και τάλλα μου ταδέρφια".


Ο ΟΛΥΜΠΟΣ ΚΙ Ο ΚΙΣΣΑΒΟΣ

Ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος, τα δυο βουνά μαλώνουν,
το ποιο να ρίξει την βροχή, το ποιο να ρίξει χιόνι.
Ο Κίσσαβος ρίχνει βροχή κι ο Όλυμπος το χιόνι.
Γυρίζει τότ' ο Όλυμπος και λέει του Κισσάβου.
"Μη με μαλώνεις, Κίσαβε, βρε τουρκοπατημένε,
που σε πατάει η Κονιαριά κι οι Λαρσινοί αγάδες.
Εγώ είμ' ο γέρος Όλυμπος στον κόσμο ξακουσμένος,
έχω σαράντα δυο κορφές κι εξήντα δυο βρυσούλες,
κάθε κορφή και φλάμπουρο κάθε κλαδί και κλέφτης.
Κι όταν το παίρν' η άνοιξη κι ανοίγουν τα κλαδάκια,
γεμίζουν τα βουνά κλεφτιά και τα λαγκάδια σκλάβους.
Έχω και το χρυσόν αϊτό, το χρυσοπλουμισμένο,
πάνω στην πέτρα κάθεται και με τον ήλιο λέγει:
-"Ήλιε μ', δεν κρους τ' από ταχύ, μόν' κρους το μεσημέρι,
να ζεσταθούν τα νύχια μου, τα νυχοπόδαρά μου;".

ΜΑΝΑ Μ΄ ΕΚΑΤΑΡΑΣΤΗΚΕΣ (απόσπασμα)

Μάνα με καταράστηκες, βαριά κατάρα μου ‘πες
Κλέφτης να βγεις παιδάκι μου, κάμπους βουνά να τρέχεις ,
Ολημερίς να πολεμάς και να ‘χεις όλη νύχτα
Μια πέτρα για προσκέφαλο και το σπαθί για στρώμα
Και το βαρύ ντουφέκι σου, σαν κόρη αγκαλιασμένο.
Να ήσουνα πετροπέρδικα , να πέταγες τα' αψήλου
Να αγνάντευες πως πολεμούν οι Κλέφτες με τους Τούρκους
Να αγνάντευες το γιόκα σου μπροστά να τρέχει απ' όλους

ΤΟΥ ΚΙΤΣΟΥ Η ΜΑΝΑ

Του Κίτσου η μάνα κάθονταν στην άκρη στο ποτάμι,
με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε.
“Ποτάμι για λιγόστεψε, ποτάμι στρέψε πίσω
για να περάσω αντίπερα, πέρα στα κλεφτοχώρια,
όπ' έχουν κλέφτες σύνοδο, όπ' έχουν τα λημέρια”.
Τον Κίτσο τον επιάσανε, στην φυλακή τον πάνε,
χίλιοι τον πάν' από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω,
κι όλο ξοπίσω πήγαινεν η δόλια του η μανούλα.
"Κίτσο μου που 'ναι τ' άρματα, που τα χεις τα τσαπράζια,
τις πέντε αράδες τα κουμπιά τα φλωροκαπνισμένα;".
"Μάνα λωλή, μάνα τρελή, μάνα ξεμυαλισμένη,
μάνα, δεν κλαις τα νιάτα μου, δεν κλαις τη λεβεντιά μου,
μόν' κλαις τα 'ρημα τ' άρματα, τα 'ρημα τα τσαπράζια;".

ΛΑΘΟΣ ΑΙΣΘΗΣΗ


Χωρίς αιτία περνούν τα τρένα
τρέχουν πάνω στις κρεμαστές γέφυρες,
το χιόνι άριζο σκαρφάλωσε στην καμινάδα.

Στον μαύρο καπνό κολυμπάει
καρυδότσουφλο ο ουρανός,
ατέλειωτος ο πόνος,
ελεύθερος σκοπευτής με κίτρινη όψη.
Στείρες οι κοιλάδες από εκπλήξεις
σάπισαν οι δαντελένιες ρίζες.
Που είναι οι πράσινες αναπνοές ;

Με ανοιχτή απορία
και κατάλευκα δόντια οι νεκροί ,
αβέβαιοι τραγουδούν
στο γερμένο ηλιοβασίλεμα.
Μάταιη η χαρά τους στην
προσμονή της Κυριακής.

Αιώνιοι οδοιπόροι
στην χαμηλόφωνη σιωπή τους,
περιμένουν λευκούς καπνούς
στις στοές του παραδείσου,
απ ' τα χωρίς αιτία κυνηγημένα τρένα.

Μόλις και γαντζώθηκα στο
τελευταίο βαγόνι της ζωής.

Σιωπώ...
μέσ' στο φεγγαροβολεμένο σκότος
με αγαλμάτινο χαμόγελο,
περνάει η ελεγκτής αυγή
με το χρυσό της δόντι,
θροΐζουν οι μενεξέδες
στα τρεμάμενα χέρια μου.

ΧΑΡΗΣ ΠΑΠΑΣΑΒΒΑΣ

[Κοιμάμαι ]


της  Αγαθής Γιολτζίδου


Κοιμάμαι
κι έχω ένα πόνο στα όνειρα μου.
Μεταμορφώνω τις αισθήσεις μου, σε γητευτρια.
Κλωστές ζωτικές /
μ ατελείωτους κόμπους /
ενώνουν το χαμόγελο μου σαν αγγίζει τον πόνο/
εκείνον τον πόνο τ ονείρου.
. Μισώ τον πόνο/
Μισό το παυσίπονο της αγάπης που μου κρύβεις.
Ήθελα,
ω Θεοί πόσο θα ήθελα να ήμουν μια ξαφνική καταιγίδα στη ζωή σου και να σε κρύψω,να σε προστατεύσω κάτω από τις φτερούγες μου.

Φοβάσαι, το νιώθω.
Γι αυτό κι έχω έναν πόνο στα όνειρα μου.

Σάββατο 25 Απριλίου 2015

[Με φευγαλέα φιλιά ]

Με φευγαλέα φιλιά συμπαντικής
αρμονίας,
όρθωσα τις άκρες δαχτύλων
στην πεμπτουσία χρωμάτων
ω, σιωπή
στη νιότη τρέχει ο ρεμβασμός
πόθων.

Θάρθει ο καιρός
που θα λάμψει με σταγόνες
ολόγιομη η αγκαλιά
από ηλιοτρόπια
κρυμμένης λύπης.

Άνθρωπε! 'Ακου!



Για πρώτη μου φορά
δίπλωσαν
μέσα μου
κι έσπασαν
οι αντοχές μου
όλα τέλειωσαν
όλα,
στο ψέμα.
Μιλώ για σένα
για μένα
στα μάτια τα γερμένα
του σκοταδιού
μια γεναιοδωρία
που τρέχει
με τον άνεμο.

'Ακου!
Στη σιωπή
πως γκρεμίζονται
αστέρια,
αγκαλιασμένα
τις απάνεμες νύχτες!
'Ακου!

Μάρτης 1978

Χρειάζεται λίγη δύναμη 
για να γλυτώσεις 
απ΄ τα περιττά πράγματα 
κι έπειτα η ζωή
έρχεται στα μέτρα σου 
και γλυκαίνει. 

Καλπακτσόγλου Τάτη

Παρασκευή 24 Απριλίου 2015

Μάης 1977

Ψυχή 
διπλωμένη στα τέσσερα 
σα μαντήλι 
πούπαψε να χαιρετά


Καλπακτσόγλου Τάτη

Άνοιξη 1965


Καλπακτσόγλου Τάτη
Είμαι ο άνεμος
ολημέρα φιλώ τη θάλασσα
μπλέκουμαι στα κλαδιά των δέντρων
κυνηγώ τα σύννεφα
παίζω με τη σκιά σου
Είμαι τραγούδι για το στόμα
των λυπημένων
των έρημων των μακρυνών μου φίλων
Είμαι παιδί
με μια καρδιά καλοκαιριάτικη
με δάκρυα αληθινά
κι αμέτρητο θαυμασμό
για τα ωραία πράγματα
Είμαι η αγάπη
μια αγκαλιά ολάνοιχτη
ένα χαμόγελο για κάθε λύπη
ένας φίλος ενάντια στη μοναξιά
ένα φιλί για τα μάτια σου
Είμαι ένας νέος άνθρωπος
Είμαι η ελπίδα

Πέμπτη 23 Απριλίου 2015

«Ποίηση 1929-1951» (απόσπασμα)

του Νικηφόρου Βρεττάκου

Τα Μάτια της Μαργαρίτας

Βρήκα μέσα στα μάτια σου τα βιβλία που δεν έγραψα
Πεδιάδες, δάση, πολιτείες, ορίζοντες, κανάλια.
Βρήκα τ’ αυτοκρατορικά όρη της γης κι’ απάνω τους
τις δύσες με τα κόκκινα σύνεφα. Τα μεγάλα
ταξίδια που δεν έκανα βρήκα μέσα στα μάτια σου.
Βρήκα μέσα στα μάτια σου τους γελαστούς μου φίλους
που μου τους σκέπασεν η γης, η χλόη, το χιόνι, η νύχτα.
Τα λόγια που θα μούλεγαν βρήκα μέσα στα μάτια σου.

....

Αύριο, όταν φύγω, γύρισε τα μάτια σου να ιδεί,
να ξέρει ο ήλιος, τουτ’ η γης να ιδεί, όσα με γνώρισαν
όλα να ιδούν στα μάτια σου. Σου αφήνω αυτό που είμαι,
να ιδούν ότι έμεινα ο πιστός του ανθρώπου. Την ψυχή μου,
αυτόν το λαβωμένο Ιησού, αφήνω μέσα στα μάτια σου.

Ο κόσμος κι η ποίηση


του Νικηφόρου Βρεττάκου

Απλά πράγματα όλα. Η τάξη τους είναι

φροντισμένη απ’ το χέρι σου. Μια δέσμη από χρώματα
στο βάζο του χρόνου.
Άλλωστε, τι
θαρρείς πως στο βάθος είναι η ποίηση; Είναι η γύρη
των πραγμάτων του σύμπαντος. Η γύρη σε πράξεις,
η γύρη σε οδύνη, σε φως, σε χαρά, σε αλλαγές,
σε πορεία, σε κίνηση.
Η ζωή κι η ψυχή
σ’ ένα αιώνιο καθρέφτισμα μέσα στο χρόνο.

Τι νομίζεις λοιπόν κατά βάθος η ποίηση

είναι μι’ ανθρώπινη καρδιά φορτωμένη όλον τον κόσμο.

Τετάρτη 22 Απριλίου 2015

ΓΙΑ ΣΑΣ ΠΑΙΔΙΑ Τ’ ΑΓΙΑΝΤΡΙΑ

Του ΠΕΤΡΟ Β. ΚΟΥΡΤΗ
(τραγούδι)
Πικρό σεργιάνι η Αραβουνά
Κάνει κι όλο πονάει
Κι ο Ίσαυρος από ψηλά
Το δάκρυ δεν κρατάει.

Τα δάκρυά τους δε βαστούν
Προσήλιο και Μαλίνα
Θρηνούν στη μαύρη ερημιά
Αχ, πουν' τα χρόνια κείνα!

Σαν σουρουπώνει η βραδιά
Και το σκοτάδι απλώνει
Μόνη φωνή στη ερημιά
Είν' η κραυγή του γκιώνη.

Μαζί θρηνούν την ερημιά
Μαζί τους αχ, τι κρίμα!
Κι ανατριχιάζει η νέα γένια
Στην Πάτρα, στην Αθήνα.

Ω, σεις παιδιά τ’ Αγιαντριά
Ακούστε τη φωνή μας
Εδώ είναι ο πρέπος μας
Εδώ είναι κι η τιμή μας.

Γυρίστε ω, λεβέντες μας
Κι οι πέτρες σας ζητούνε
Κρίμα δεν είν' τον τόπο μας
Ξένοι να τον χαρούνε...;!

ΜΟΝΑΞΙΑ


Ζωή Καρέλλη 
Πού θα πάμε, ψυχή, μ’ όλη τούτη
την εξορία που μέσα μας φέρνουμε;
Μαζί μας κανένας κι η μοναξιά
έγινε τόσο παράξενη, που είναι ίδια
με τη συντροφιά των πολλών ανθρώπων.
Μιλάς και σωπαίνεις και τα πράγματα
μένουν αδιάλλαχτα, σα να μην υπάρχει
θέληση καμιά, να τα κυβερνήσει.
Αστειότερες, οι θλιβερές προσπάθειες,
γιατί τόση απαισιοδοξία;… Σαν το τίποτα
να μεγάλωσε, να φούσκωσε αλλόκοτα,
δείχνει ένα πρόσωπο παράφορο δίχως μορφή,
έτοιμο να σκάσει, να βγάλει απ’ το νου,
όλα τα πλήθη που το κρατούν
και τώρα διασπώνται, σαν το τίποτα
να γίνετ’ ένα μυρμήγκιασμα.

Α, τι αθλιότητα περιέχουν
τα μάτια τής μοναξιάς!
Φύγετε τόσο μακριά,
που ποτέ να μη συναντήσετε πια
την μονάχην εικόνα σας,
καθώς φαίνεται, σήμερα, ολόκληρη.

[Αγάπησα τη γλώσσα]

Αγάπησα τη γλώσσα, αχ Θεέ μου πόσο!
Άνθηση
Έμορφα της ζωής ξεσπάσματα
των δέντρων άνθη, ανθίσματα
της ορμής που ανεβαίνει
στο σιωπηλό, κλειστό κορμό.
Ανοίγουν οι εύχρωμες λαλιές τους,
εύηχες
γίνονται προσφορές.
Ευαίσθητες, λεπτές εκφράσεις
του έρωτα λέξεις ερωτικές,
πάνω στο σκληρό σώμα
των δέντρων της άνοιξης.


Ποιητική Συλλογή: Παραμύθια του κήπου (1955)

[Διαλύομαι στην έννοια του χρόνου]

Διαλύομαι στην έννοια του χρόνου,
…χάνομαι.
Στ’ αόρατα του χρόνου
δάχτυλα συμφύρομαι, συντρίβομαι
και η ζωή μου άνεμος της στιγμής,
φωνή απομένει εναγώνια
αφανίζομαι και ζητώ
στου θανάτου το νόημα
καταφύγιο απίθανο εκεί,
να βρεθώ ακατάλυτη παρουσία.
…Λαλίστε λόγια, φωνάξτε! Είμαι. 


Ποιητική Συλλογή: Φαντασία του χρόνου (1949)

Τρίτη 21 Απριλίου 2015

Το οδοιπορικό του θανάτου

Της Αγγελικής Γραφάκου
----------------------------------
Πολύ καιρό,περπατούσα στην μονότονη έρημο.
Ώσπου μια νύχτα προσευχήθηκα.
Κατόπιν είπα στον εαυτό μου:
''Φώναξε
προτού μαραθούν τα δέντρα απ΄την φωτιά
προτού τα παιδιά μας κρυώσουν στον ήλιο,
προτού μας τελειώσει το ψωμί
προτού τ' αδέρφι κι ο φίλος σκοτωθεί στον πόλεμο,
προτού ξεριζωθούν οι λαοί
προτού πεθάνει η νύχτα πάνω μας
-σαν ένα ακατέργαστο καλοκαίρι-.''
Δεν φώναξα δυνατά.
...................................
Και η νύχτα θάναι πιο πικρή
κι απ' το ψωμί που τρώμε..
Μακρυά τα σύνορα κι απέραντα,
του κόσμου.
Κι εσύ Μάνα-κορφολογώ τον καημό σου.-
--κοιμήσου λουλούδι μου
για να μην είναι τα μάτια σου
νυσταγμένα αύριο..
και το φίλησες
μ' ένα δυνατό φιλί
το τελευταίο.
Και σαν όλους τους νεκρούς,
ακουμπήσατε τα χέρια σας
στην μαυριδερή την θάλασσα.
..............................................
Πού να κουβαλήσω τους νεκρούς Θεέ;
Πού να τους θάψω;
Επιθυμώ να τους πλένω με μύρο
και να τους σκεπάσω με βιολέτες
προτού γίνουν βορά στούς γύπες.
....................................................
Το λιμάνι των ονείρων σας
αύριο,θάναι πάλι άδειο..

ΦΟΒΑΜΑΙ

          του Γεωργίου Αλεξανδρή

Με τη μνήμη κοντή κι ασπούδαστη την αλήθεια,
ασύνετοι οι καιροί και βία η ιστορία.

Εντέλλονται το μέλλον αυτόκλητοι αρχηγοί
κι επίδοξοι προφήτες ομνύουν στην καταστροφή
μ’ επιδρομές στο όνειδος και τη συνενοχή
δύο γενεών που φύγαν κι αυτής που απορεί.

Και φοβάμαι. Φοβάμαι το άγγελμα το ευοίωνο,
το μήνυμα τ’ απόκρυφο σ’ ερμήνευμα προσωπικό.
                              
                                     *
Συνείδηση με επινόηση και σκέψη σε μεταφορά,
η σωτηρία υπόδειξη και η αποδοχή ανάγκη.

Βουλεύεται ωρυόμενο και λειψό το μέγα πλήθος,
οι εύσχημοι, μεσίστιες ατενίζουν τις βεβαιότητές τους
με λογισμό χωρίς υπέρβαση και γνώση δίχως μέθη,
μύχια επίκληση η συμφορά και η ουτοπία μέτρο.

Και φοβάμαι. Φοβάμαι και πάλι να υποπτευθώ
σχήματα ελευθερίας στο περιθώριο και τον πανικό.
                              
                                     *
Η αυθεντία θέσπισμα και η ιδεοληψία ήθος,
η αυταπάτη αθώωση και η ευθύνη πλάνη.

Δικάζεται παράλυτη η εποχή και χειραγωγημένη,
κοστολογείται η ζωή με μηδενισμό κι αποποιήσεις,
θρίαμβος πνεύματος ο θυμός κι ανέστιος ο λόγος,
με τη δικαίωση αρετή και τη συνέπεια κρίση.

Και φοβάμαι. Φοβάμαι τη νοσταλγία του εφικτού,
τ’ αργύρωμα της ευπείθειας σε διαδοχή και τάξη.

ΠΟΙΗΣΗ

του Γεωργίου Αλεξανδρή 


Του  ’λεγε να κατα­φύ­γει  στην ποί­ηση,
γιατί μπο­ρούσε ως μύστης να την υπη­ρε­τή­σει,
στην τέχνη της να υψω­θεί,
να λυτρω­θεί στη δημιουρ­γία
και να μετα­λά­βει της ζωής την ομορ­φιά,
στίχο το στίχο,
κι απ’ τη θεία τούτη μετά­ληψη
τόσοι πιστοί προ­σκυ­νη­τές και λει­τουρ­γοί να πιούνε.

Αρνή­θηκε τη σιωπή, φοβή­θηκε και τον ύμνο,
γιατί η ποί­ηση δεν είναι του λόγου σμί­λεμα
ούτε έμπνευση του απεί­θαρ­χου μυα­λού.
Απέ­χει από την τέχνη και τη σπουδή
και δε συν­θέ­τει παν­δαι­σία
ούτε  έκφραση είναι και επικοινωνία.

Είναι οργή και σπα­ραγ­μός,
άλγος και ορρω­δία,
κατά­βαση είναι στα σκο­τεινά του θανά­του,
και μοί­ρα­σμα και σκόρ­πι­σμα της ψυχής.
Είναι κραυγή απ’ την άβυσσο,
ανά­στα­σης πισω­γύ­ρι­σμα,
γεν­νη­ση­μιού το φύτρο,
φως αστρα­πής που φλο­γί­ζει των αδύ­των
και φαί­νο­νται στο μεγα­λείο τους,
τ’ ανθρώ­πινα τα πάθη.

Του  ́λεγε ν ́ αρμε­νί­ζει της ζωής,
με θάλασσα το στο­χα­σμό και άνεμο το λόγο.
Οι λέξεις κόκ­κινα πανιά,
οι στί­χοι του κατάρ­τια,
μακριά απ ́ αβά­στα­χτα λιμά­νια
κι ανυ­πό­φο­ρες στεριές.

Ανε­πι­τή­δευτα της νύχτας αδελ­φο­ποι­τοί,
το βιώ­σατε κι οι δυο
με ταυ­τι­σμένη σκέψη.
Δεν είναι η ποί­ηση δια­φυγή
και γλί­στρημα στο χρόνο,
ούτε κατα­φυγή κι  αρμέ­νι­σμα ονεί­ρου.
Οδύνη  είναι  στ’ αδιέ­ξοδο
και παρά­δοση  στη μονα­ξιά  τ’ απεί­ρου.
Γι αυτό και δεν δια­βά­ζε­ται,
παρά ομολογείται

ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ


 του Γεωργίου Αλεξανδρή

Γύμνωνε τη νύχτα κι έντυνε τη  σιωπή.
Έβαφε τη μονα­ξιά με αισθή­σεων αντι­φω­νή­σεις,
και μάθαινε των  αστε­ριών  να συλ­λα­βί­ζουν φως.

Τον έρωτα στά­λαζε, και ψιθύ­ριζε στη ζωή,
γυμνή να χορέ­ψει στ’ ουρα­νού το μπαλ­κόνι,
να έχει  δρό­μους η ψυχή, και η μνήμη γιορτή.

Μα εμείς, κατη­φο­ρί­σαμε στις μικρές μας ώρες,
κορ­φο­λο­γή­σαμε απ’ τις αθώες μνή­μες
και κινή­σαμε  απαί­δευτο θρήνο της ψυχής.

Έσυρε ο νους τις πεθυ­μιές στο φόβο,
μισές πνοές μας χάλ­κευαν άδεια στή­θια
κι έγι­ναν σπά­ραγμα τα εγκώ­μια του λάμπους.

Φτά­σαμε χωρίς προσ­δο­κία στο λυκαυ­γές
και γεί­ραμε  σε ασχη­μά­τι­στη ευχή,
γιατί τα χέρια μας δεν έσμι­γαν ψηλά.

Σκοπός μας είναι η δημιουργία μιας Ανθολογίας Ποιημάτων από το σύνολο των Ελλήνων Ποιητών- Ποιητριών αλλά και ορισμένων ξένων, καθώς επίσης και κειμένων που έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον μας. Πιθανόν ορισμένοι ποιητές και ποιήτριες να μην έχουν συμπεριληφθεί. Αυτό δεν αποτελεί εσκεμμένη ενέργεια του διαχειριστή του Ιστολογίου αλλά είναι τυχαίο γεγονός. Όσοι δημιουργοί επιθυμούν, μπορούν να αποστέλλουν τα ποιήματά τους

στο e-mail : dimitriosgogas2991964@yahoo.com προκειμένου να αναρτηθούν στο Ιστολόγιο.

Θα θέλαμε να τονίσουμε ότι σεβόμαστε πλήρως τα πνευματικά δικαιώματα του κάθε δημιουργού, ποιητή και ποιήτριας και επισημαίνουμε πως όποιος δεν επιθυμεί την ανάρτηση των ποιημάτων του ή κειμένων στο παρόν Ιστολόγιο, μπορεί να μας αποστείλει σχετικό μήνυμα και τα γραπτά θα διαγραφούν.

Τέλος υπογράφουμε ρητά ότι το παρόν Ιστολόγιο δεν είναι κερδοσκοπικό και πως δεν η ανάρτηση οποιουδήποτε κειμένου, ποιήματος κτλ γίνεται με μοναδικό στόχο την προβολή της ποίησης και την γνωριμία όλων όσων ασχολούνται με αυτή, με το ευρύτερο κοινό του διαδικτύου.