Ο γέρο-Στεφανής δεν ετελείωσεν την φράσιν. Η Αφέντρα είχε στραφή προς τον πατέρα της, κι’ επειδή εγνώριζε τας παροιμίας του, του ένευσε, φέρουσα ζωηρώς τον δάκτυλον εις τα χείλη. Εφοβείτο μη προσβληθή ο μνηστήρ της. Ο Στάθης όμως ήξευρε, φαίνεται, τον άνθρωπόν του, και ήτο βέβαιος περί της ανοχής και της πραότητος του γαμβρού. Τω όντι, ούτος είχε λάβει, την προτεραίαν ήδη, τας τέσσαρας χιλιάδας, καίτοι επέμενε να λάβη άλλας χιλίας, και είχε διαθέσει μέγα μέρος του ποσού εκείνου εις εξόφλησιν εμπορικών υποχρεώσεων.
Ο ασθενής Θανάσης, τον οποίον είχον φέρει οπίσω εις την πόλιν, δεν κατώκησε πλέον εις την πατρώαν οικίαν, την οποίαν είχον γράψει ως προίκα εις το συμβόλαιον, κι’ εν αυτή θα εγένοντο αι εορταί και τα δείπνα του γάμου. Προς ανατολάς ταύτης ήτο μικρά πλατεία, και πέραν της πλατείας ήσαν άλλαι οικίαι. Μεταξύ τούτων, ενοικίασαν τον οικίσκον πτωχής γυναικός, δια να κατοικήση ο άρρωστος, είτα και οι γονείς του.
Ο φθισικός, και αν δεν ηδύνατο να σηκωθή δια να παρευρεθή εις τον γάμον, θα έβλεπε δια του παραθύρου τον μέγαν χορόν, όστις θα εχορεύετο επί της πλατείας, εις το ύπαιθρον, μετά το γαμήλιον γεύμα. Ήτον ήδη περί τας αρχάς του θέρους. Ο νεαρός γαμβρός ηγάπα, φαίνεται, την επίδειξιν, και ήθελε να καλέση πλείστους, και δικούς και ξένους, εις τους γάμους του.
Εν τοσούτω η απαίτησις των χιλίων δραχμών δεν είχε διευθετηθή ακόμη. Ο Θανάσης είπε να δώση ο Στάθης τας χιλίας δραχμάς εκ των χρημάτων όσα είχεν εις τας χείρας του, ως έχων την διαχείρησιν των εξόδων. Ο Στάθης εμόρφασεν, έγρυξε, και είπε: «Καλά!». Αλλά δεν έδωκε τα χρήματα.
Την άλλην ημέραν, ήτις ήτο η παραμονή του γάμου, ο γαμβρός υπέμνησε και πάλιν την απαίτησιν. Τότε ο Στάθης είπεν ότι δεν έχει πλέον χρήματα, επειδή όσα είχεν εις χείρας του επήγαν όλα στα έξοδα, και ας δώση τα χρήματα ο Θανάσης, αν θέλη.
Αυτά είπεν εις τον γαμβρόν. Εις δε τον Θανάσην είπεν.
― Αυτά να του τα δώσουμε για πανωπροίκι, να στεφανωθή, κι’ ύστερα, τι λες και συ;
― Ναι, είπεν ο Θανάσης, όστις επείθετο ευκόλως εις ό,τι του έλεγον όλοι, και μάλιστα ο Στάθης.
― Βέβαια, επέφερεν ο Στάθης, με αυτόν τον τρόπο θα αποδείξη κι’ αυτός πως μας εμπιστεύεται, όπως τον εμπιστευτήκαμε κι’ ημείς…
Άμα εξήλθεν ο πρωτότοκος αδελφός, εισήλθεν η Αφέντρα. Αύτη επλησίασεν εις την κλίνην του Θανάση, και ήρχισε να τον θωπεύη και να του γλυκομιλή.
― Να, τώρα, που λες, Θανασάκη μου, επειδή πάτησε ποδάρι αυτή η γριά, η πεθερά μου, που φοβάται μην πεθάνη, κι’ ήθελε να γένη ο γάμος τώρα… Εγώ είπα, να γένης πρώτα καλά εσύ, κι’ ύστερα να μας βάλουν στέφανα… Μόλις σηκώθηκε στα πόδια της, και βιάζεται να δώση την ευκή της, φοβάται μην ξανακυλήση… ως τόσο είσαι, και συ, καλλίτερα, Θανάση, δεν είσαι;
― Σαν καλλίτερα είμαι, είπεν ο Θανάσης, όστις ευκόλως επείθετο, ότι είναι καλλίτερα, άμα του το έλεγε τις· ησθάνετο δ’ ενίοτε και ψευδοβελτιώσεις της νόσου.
― Μακάρι ο Θεός να δώση να είσαι καλά! Θα σηκωθής Θανασάκη μου; Θα κάμης κουράγιο να ’ρθης στο γάμο, να με καμαρώσης, που θα φορώ το στεφάνι;
― Να ιδώ… σαν μπορέσω… Όπως πη ο γιατρός.
― Αν δεν έλθης, δεν βάζουν στέφανα, είπεν η Αφέντρα. Εσύ είσαι δεύτερος πατέρας για μας, θα σου φιλήσουμε το χέρι κι’ εγώ κι’ ο Γρηγόρης… ως τόσο, δε δίνεις μόνος σου κειναδά τα λεπτά;… Χίλιες δραχμές του έχουνε τάξει ακόμα… Δεν τα δίνεις με το χεράκι σου; Αποκάτ’ από το προσκέφαλό σου τα ’χεις;
Και λέγουσα έρριπτεν βλέματα πλήρη απληστίας υπό το προσκέφαλον, ως να ήθελε να ίδη μέσω του λινομετάξου περιβλήματος, και κάτωθεν του πατημένου μαλλίνου όγκου, τι εκρύπτετο υποκάτω. Έκαμε δε κίνημα, ως δια να χώση την χείραν της κάτωθεν του προσκεφαλαίου.
Ο Θανάσης είχε τω όντι υπό το προσκέφαλόν του, εντός χαρτοφυλακίου, το μέγιστον μέρος των χαρτίνων νομισμάτων, τα οποία είχε φέρει ο Στάθης εκ Βόλου – περί τας ένδεκα χιλιάδας δραχμών.
― Δεν τα δίνεις, επανέλαβεν η κόρη, για να μην εύρη καμμιά πρόφαση ο γαμβρός; Τώρα πλια, Θανασάκη, δεν είμαστε για ν’ απομείνουμε… Τι θα πη ο κόσμος; Αν μου κάμη τίποτε, Θεός να φυλάη και πη πως δε στεφανώνεται!... Κάλλιο έχω να…
Και δάκρυα έπνιξαν την φωνήν της. Την ιδίαν στιγμήν εισήλθεν ο Στάθης, όστις φαίνεται ότι ήτον απ’ έξω, και ίσως είχε τείνει το ους, ή τυχαίως ήκουσε.
Ο Στάθης ήρχισεν άλλην ομιλίαν, ωμίλει δια τα καθέκαστα του γάμου, δια τους καλεσμένους, οι οποίοι ήσαν τόσον πολλοί, ώστε δεν θα τους εχώρει το σπίτι… Είναι τω όντι φαντασμένος, αυτός ο γαμβρός.
― Μην το λες, και κακιών’ η αδερφή μας, είπεν μειδιών ο Θανάσης.
― Εμένα μ’ έχει αδερφό, είπεν ο Στάθης· τον Γρηγόρη, δεν τον έχει ακόμα τίποτε.
Η Αφέντρα είχε χαμηλωμένα τα όμματα κι’ εσιώπα. Εισήλθε και η Ασημίνα, ήτις ίστατο προ μικρού εις τον προθάλαμον, και είχεν ακούσει τον Στάθην.
― Τώρα πλια έχουμε χαρές… Θα κάμωμε γάμο, που να δώση νάμι… Δημάρχους, λιμενάρχους, ντελεγραφιστάδες, νεροδίκη, τελώνη, αστρονόμο, όλους τους εκάλεσε ο γαμβρός μας… Θα στήσουμε αύριο ένα χορό, που θα δώση κρότο, τι λες καλέ!.. Θα κάμη χαρά, λέει, που να βαστάξη τρεις βδομάδες. Παράγγειλε στον μπάρμπα μας τον Κοψιδάκη, να του σφάξη τέσσερ’ αρνιά, τρία πρόβατα, δυο κατσίκια, θυσία… Και χωριστά ο κουμπάρος που θα σφάξη δυο τραγιά, και θα κουβαλήση πίττες και μπακλαβάδες. Και βιολιά και λαούτα, ακούς, και λογιών – τω – λογιών λαλούμενα, τ’ ακούς, και όλ’ οι βιολιτζήδες οι ντόπιοι τρεις ξένοι, οι τουρκόγυφτοι με τα κλαρινέττα, ακούς… Και θα χορέψουν όλοι, που να πηδήσουν μεσούρανα, τ’ ακούς… Και πού είσ’ ακόμα ν’ αρχίσουν να μας έρχωνται οι νυφάδες για το Θανάση, κι’ οι πενθεράδες που θα μας κουβαλούν ζαχαροχαμαλιά, και κουραμπιέδες, και λογιών – τω – λογιών καλούδια… ως το χειμώνα, φέτος, άλλο γάμο θα ’χουμε… Και ποια μάννα είναι σαν εμένα;… Πώς έχω το νου, δε λέτε;…
Την στιγμήν εκείνην, επήλθε παροξυσμός βηχός, μετά διαταραχής του στομάχου, εις τον φθισικόν. Εν τη παραζάλη και τω θορύβω, κι’ ενώ αι δύο γυναίκες προσεπάθουν ν’ ανακουφίσουν τον πάσχοντα, ο Στάθης έβαλε την χείρα υπό το προσκέφαλον, ήρπασε το χρηματοφυλάκιον, χωρίς κανείς να τον παρατηρήση, και το έθεσεν ήρεμα εις τον κόλπον του.
Είτα ο Θανάσης ησύχασεν. Η μήτηρ έκλεισε καλώς την θύραν του θαλάμου, και είπεν, εις όλους, καθώς είχον εξέλθει εις τον προθάλαμον.
― Αφήστε τον να κοιμηθή… Είναι κρίμα απ’ το Θεό… Τις χίλιες δραχμές θα τις δώση αύριο… ας είναι καλά, το παιδάκι μου… Μακάρι να είχατε να λαβαίνετε… Έχασε τα νειάτα του, αρρώστησε το παιδί μου… Τόσα χρόνια ήτανε βαθειά στη γης, εκεί που βγάζουν τ’ ασήμι, ακούς! Βαθειά κάτω, σαν τυφλοπόντικας να σκάφτη μεσ’ τα λαγούμια, τ’ ακούς! Αφήστε τον ν’ ανασάνη, να πάρη αέρα, που έλυωσε στον απάν’ κόσμο, κι ανάλυσε, σαν το κερί, το παιδάκι μου!... Ας ησυχάση καλά τη νύχτα…
Την επαύριον, όλ’ αι ετοιμασίαι δια τον γάμον ήσαν συμπληρωμέναι…
Την νύχτα η Αφέντρα, καθ’ ην στιγμήν ο μνηστήρ τούς εκαλονύκτιζεν, είχε ψιθυρίσει προς αυτόν κατ’ ιδίαν.
― Θα μου τις δώση αύριον τις χίλιες δραχμές… Υποσχέθηκε κι’ η μητέρα.
Την ώραν που επήγαν τα βιολιά, κι’ έφεραν τον κουμπάρο έμπροσθεν της πατρικής οικίας του γαμβρού, ο Γρηγόρης, μη έχων τίνα άλλον να ερωτήση, ηρώτησε κρυφά τον Στάθην, όστις, στολισμένος, συνώδευε με πολλούς εκ των καλεσμένων τον κουμπάρον, ελθόντα να παραλάβη τον γαμβρόν.
― Οι χίλιες δραχμές τι γίνονται;
― Θαρρώ πως τις έδωκεν ο Θανάσης της Αφέντρας, απήντησε βιαστικά ο Στάθης.
Η πομπή των καλεσμένων, μετά βιολίων και λαγούτων, άγουσα τον κουμπάρον και τον γαμβρόν, κατήλθε μέχρι της οικίας της νύμφης. Ανέβησαν εις την οικίαν ο γαμβρός, ο σύντεκνος, και οι οικείοι· οι πλείστοι επερίμεναν εις τα πρόθυρα της οικίας. Μετ’ ολίγα λεπτά κατήλθον όλοι, άγοντες και την νύμφην, στολισμένην με φορέματα της προτελευταίας μόδας, και με καπέλλον μετά τεχνητών ανθέων πορτοκαλέας, συνοδευομένην από την μητέρα της την Ασημίνα, ήτις έφερε το σαλομέταξο φουστάνι της, και γουνάκι και κουζούκαν εκ βελούδου, αμαυρού χρώματος, και από τας θείας της, όλας αναλόγως στολισμένας. Ο γερο-Στεφανής εφόρει πανωβράκι τσόχινον, το οποίον είχεν από τριακονταετίας, και δεν το είχεν φορέσει περισσότερον από πέντε φοράς εις όλην την ζωήν του. Έφερε φέσι κατακόκκινον, με φούντα κυανήν, το οποίον του είχεν φέρει από το Τούνεζι κατά την εποχή των Κριμαϊκών ο κουμπάρος, όστις τον είχε στεφανώσει, εμποροπλοίαρχος, προ χρόνων αποθαμένος τώρα, είχε δε κρεμασμένον από την τσέπην της τζάκας του την εσωτερικήν, κατερχόμενον έως το γόνα του, μακρότατον μεταξωτόν μανδήλιον, κόκκινον, διανθές.
Πριν καταβώσιν από την οικίαν, ο γαμβρός, καθώς είχε πλησιάσει την νύμφην, την ηρώτησε με πολύ χαμηλήν φωνήν, δια να μην ακούσουν ο σύντεκνος και άλλοι οικείοι ιστάμενοι πλησίον.
― Σου τις έδωκε ο Θανάσης;
Η Αφέντρα, μη τολμώσα ν’ αρθρώση φωνήν, καθώς ένευε την κεφαλήν κάτω, κατένευσεν ακόμη χαμηλότερα, ερυθριώσα.
― Τις έχεις; ηρώτησεν πάλιν ο Γρηγόρης.
Δεύτερον νεύμα έτι ασθενέστερον έκαμεν η νέα.
Ήτον Κυριακή πρωί, ώρα δεκάτη, απολείτουργα. Η πομπή διευθύνθη εις τον ναόν όπου ετελέσθη ο γάμος.
Ο γάμος έγινε επίσημος. Μετά το γεύμα, όλοι οι καλεσμένοι, ο δήμαρχος, ο λιμενάρχης, ο ειρηνοδίκης, ο υποτελώνης και οι λοιποί, όσους είχεν καταριθμήσει η Ασημίνα, όλοι μετά των συζύγων των έλαβον μέρος εις τον χορόν – τινές ως απλοί θεαταί – όστις είχε στηθή εις την μικράν πλατείαν, εκείθεν της οικίας.
Πολλοί εχόρευσαν, όλοι σχεδόν ευφράνθησαν και κανείς δεν εμελαγχόλησεν. Ο δυστυχής ο φθισικός, όστις είχε σηκωθή μετά βίας από την κλίνην, και τον είχον καθίσει επί καναπέ πλησίον του παραθύρου, εθεώρει τον χορόν, και ησθάνετο ηθικήν ευχαρίστησιν.
― Αν δεν ηρχόμουν εγώ απ’ την Αμέρικα, έλεγε μέσα του, και δεν έφερνα αυτούς τους παράδες, όλ’ αυτά θα έλειπαν… Γάμος μπορούσε να γίνη, αλλά θα ήτον πτωχικώτερος… και τέτοιος χορός δεν θα εγίνετο.
Κι’ εκείνην την στιγμήν ησθάνθη την ανάγκην να θωπεύση με τας χείρας του το χρηματοφυλάκιον, το οποίον είχεν υπό το προσκεφάλαιόν του. Από τριών ή τεσσάρων ημερών δεν είχε σηκώσει το προσκεφάλαιον να το ίδη.
Ήτον εις τον τελευταίον βαθμόν της νόσου, και μόλις ηδύνατο να ίσταται εις τους πόδας του. Ανεσηκώθη κι’ έκαμε τρία βήματα, δια να πλησιάση εις την κλίνην.
Εσήκωσε το προσκέφαλον, και βλέπει ότι η θέσις ήτο κενή. Το πορτοφόλιον έλειπε.
Ανεσήκωσε την προσκεφαλάδα, ή μαξιλάραν, την υποκάτωθεν. Έψαξε τα σινδόνια. Τίποτε. Το χρηματοφυλάκιον είχε γίνει άφαντον.
Κρύος ιδρώτας τον περιέχυσε, και βηξ αγωνίας τον έπνιξε.
― Μάννα μου! Μάννα!
Η μικρή Ανθούσα, πτωχή κορασίς, συγγενής της οικογενείας, την οποίαν είχαν προσλάβει εκείνας τας ημέρας δια να υπηρετεί τον ασθενή, ίστατο εις την θύραν του οικίσκου, κι’ εκύτταζεν εν εκστάσει τον μέγαν χορόν, όστις ήτον ως τεράστιος ορμαθός ανθρώπων πολύχρωμος και αεικίνητος. Μ’ όλον τον θόρυβον, όστις ήρχετο έξωθεν, ήκουσε την κραυγήν και το βήμα του Θανάση, κι’ έτρεξεν επάνω.
― Τι έχεις, Θανάση;
― Αθουσώ!... Αθουσώ!... Τρέξε γλήγορα, φώναξε τη μάννα μου…
― Είναι πιασμένη στο χορό…
― Να ξεπιασθή… και να τρέξη!
Μετ’ ολίγον ήλθε τω όντι η Ασημίνα.
― Ω! Καλά έκαμε τ’ Αθουσώ, κι’ ήρθε, και μ’ έκαμε να ξεπιαστώ απ’ το χορό. Μπαΐλντισα, παιδάκι μου! Με τις νιες αυτουνού του καιρού, με δημαρχίνες, νεροδικήνες, λιμεναρχήνες, ντεληγραφιστίνες, ξέρω εγώ να χορεύω!... Όχι άλλο!... Ας είναι στεριωμένα, καλορρίζικα, παιδάκι μου… Τι με φώναξες, Αθούσα; Με θέλεις τίποτε, Θανάση;
― Μάννα, ποιος μου πήρε το πορτοφόλι μου;
― Ποιο; Τι είπες;
― Το πορτοφόλι, που είχα τους παράδες μέσα…
― Ε;
― Λείπει… Μου το κλέψαν, μάννα…
― Τι λες παιδί μου;
Την ιδίαν στιγμήν ηκούσθη η φωνή του Στάθη, καλούντος έξωθεν της θύρας.
― Μάννα… Μάννα!
― Ποιος φωνάζει; Εσ’ είσαι, Στάθη;
Και η Ασημίνα προέκυψεν εις το παράθυρον.
― Πες του Θανάση, εγώ τώ ’χω το πορτοφόλι, και να ησυχάση.
Και αφού είπε τούτο, ο Στάθης απεμακρύνθη.
Ο Θανάσης εν μέρει μόνον κατεπραΰνθη.
― Γιατί δεν ήρθε μέσα;
― Έχει δουλειές, παιδί μου… Αυτός έχει όλη τη φροντίδα του χορού, των παιγνιδιών, και τα κεράσματα… Πηρετεί όλους τους καλεσμένους…
Ακολούθως η μητέρα κατήλθεν εις την πλατείαν, και διελθούσα πλησίον του Στάθη, του έρριψε βλέμμα ερωτηματικόν.
― Σύρε να πης του Θανάση, είπεν ούτος, ο Στάθης, πες, τώ ’χει το πορτοφόλι, και θα του το δώση, πες… Το πήρα, γιατί φοβήθηκα μην τ’ αρπάξ’ η θυγατέρα σου, την ώρα που τον έπιασε ο βήχας… κι’ αυτή πολεμούσε να τόνε καταφέρη για να της δώση τις χίλιες δραχμές, τα παραπανισμένα που μας γύρευε ο γαμβρός… Τώρα πια η πόρτα έκλεισε… Πανωπροίκια δεν έχει.
Όλην την ημέραν, και μέχρι βαθείας νυκτός, διήρκεσεν η ευθυμία, και ο χορός διακοπτόμενος επανελαμβάνετο πάλιν. Είτα οι καλεσμένοι, ολίγοι-ολίγοι, εσκορπίσθησαν. Τελευταίοι έμειναν ο κουμπάρος και οι στενώτεροι οικείοι με τα βιολιά με τα λαγούτα. Πέραν του μεσονυκτίου έφαγαν νέον δείπνον. Τα γλυκοχαράματα, αφού έφεραν γύρον με τα βιολιά, ο κουμπάρος και οι οικείοι, εγύρισαν οπίσω υπό την οικίαν και έμελψαν τα πιστρόφια.
Όλην την εσπέραν, και μέχρι βαθείας νυκτός, και την πρωίαν της επιούσης ακόμη, ο Στάθης δεν ανήλθεν εις την μικράν οικίαν, όπου ευρίσκετο ο ασθενής αδελφός του. Ούτος, ενώ την νύκτα της παραμονής του γάμου είχε κοιμηθή καλά κι’ επί πολλάς ώρας εφαίνετο ησυχώτερος, την νύκτα την μετά τον γάμον, και κατόπιν της ανακαλύψεως της απουσίας του χρηματοφυλακίου, την διήλθεν άυπνος και με φοβεράς εκρήξεις βηχός.
Την ώραν του μεταμεσονυκτίου δείπνου, ενώ ο κουμπάρος μετά των στενωτέρων εκ των καλεσμένων ευφραίνοντο, ο γαμβρός ενθυμήθη να ερωτήση την νεόνυμφον.
― Πού τις έχεις τις χίλιες; Απάνω σου;
Η Αφέντρα έκαμεν αδιόρατον νεύμα.
― Και δεν μου λες, είπεν ο Γρηγόρης, γιατί δεν σου έβαλε η μάννα σου, την κολλαΐνα με τις λίρες, που μου ’λεγες, πως θα σου βάλη;
Πού να τις βρούμε τις λίρες, είπε τότε η Αφέντρα, λυθείσης της γλώσσης της – επειδή η μοδίστρα τής είχεν ειπεί ότι οι νύμφες που φορούν ευρωπαϊκά δεν είναι ανάγκη να σιωπούν, ούτε να καμαρώνουν, καθώς εσυνήθιζαν οι πρωτινές, που φορούσαν καβούκες κεντητές και χρυσοΰφαντα ποδογύρια – και μάλιστα ωμοίαζαν πολύ με αχελώνες, καθώς έλεγε η μοδίστρα. Πού να τις βρούμε τις λίρες· ο Στάθης μόνο συχνάτσες έφερε απ’ το Βόλο…
»Κι’ έπειτα, η κολλαΐνα, που έλεγε η μητέρα, θα ταίριαζε αν φορούσα νυφιάτικα ντόπια… Μ’ αυτά που φόρεσα τώρα, δεν πάει.
Την πρωίαν, καθώς ο Στάθης επέστρεψεν εις το σπίτι του, και όλοι οι καλεσμένοι επήγαν τέλος να κοιμηθούν, ο γέρων πατήρ ελθών εφώναξε τον Στάθην και του είπε.
― Σύρε να ιδής τον αδερφό σου… Σε θέλει.
Ο Στάθης ήτον πλαγιασμένος, πήρε έναν ύπνον, και αργοπόρησε.
Μετ’ ολίγον η Ασημίνα έτρεξε κι’ εφώναξε την νύμφην της.
― Γερακίνα, πού είν’ ο Στάθης; Μην κοιμάται;… Δεν είναι καλά ο Θανάσης· πες του να φθάση γλήγορα!
Ολίγω ύστερον ήλθεν η Μαργαρώ, η άλλη ύπανδρος αδελφή!...
― Στάθη! Έλα γλήγορα!... Πεθαίνη ο Θανάσης!...
Ο Στάθης είχε σηκωθή, κι’ ενίπτετο, κι’ εκτενίζετο, κι’ αργοπορούσε.
Ευθύς κατόπιν, έφθασε μία θεία.
― Στάθη! Έλα γρήγορα!... Σε γυρεύει ο Θανάσης… την ψυχή στα δόντια!...
Τελευταίος, και πάλιν ήλθεν ο γερο-Στεφανής.
― Τρέξε γλήγορα!... Τον αδερφό σου τον μεταλαβαίνουνε.
Τέλος εξεκίνησεν ο Στάθης. Συνήντησε τον ιερέα, ασκεπή, με το Άγιον Ποτήριον, κατερχόμενον από τον οικίσκον του ασθενούς.
Ο Στάθης έβγαλε το καπέλλο του, επροσκύνησε βαθέως, και τέλος ανήλθεν εις την μικράν οικίαν.
Ο Θανάσης ήτον εις τας λοισθίας στιγμάς.
Ο Στάθης επλησίασεν εκθύμως, του έδωσε το πορτοφόλι εις τας χείρας. Εκείνος το έλαβε κι’ εμειδίασε.
― Σχώρεσέ με, αδελφέ μου, για καλό τώ ’καμα, να μη σε γδύσουν… Σου χρειάζονται τα λεπτά για να κυτταχθής, να γένης καλά… να ζήσης ακόμα, πολύ, πολύ!...
Ο φθισικός είπεν «ευχαριστώ», έσφιξε το πορτοφόλι εις την παλάμην του, κι’ εξέπνευσε.
Μόλις απέδωκεν την τελευταίαν πνοήν ο Θανάσης, και ο Στάθης ανέλαβε πάλιν το πορτοφόλι, και το έβαλεν εις τον κόλπον του.
Η Ασημίνα έρριξε μίαν κραυγήν, είτα, μετά την συστολήν του νεκρού, απηγόρευσε τα μοιρολόγια. Είχαν χαράν εις την φαμιλιάν της, και το σπίτι της νεονύμφου ήτον εκατό βήματα παρέκει, αντικρύ εκεί. Δεν ήρμοζε ν’ αμαυρωθή με θρήνους η πρώτη ημέρα του γάμου της θυγατρός της.
Ο μαστρο-Στεφανής, όστις δεν είχε μάθει, ότι ο Στάθης είχε πάρει το πορτοφόλι με τα χαρτονομίσματα, και δεν ήξευρεν αν το επέστρεψεν εις τον Θανάσην, ούτε ότι το έλαβεν οπίσω πάλιν, μόλις έμαθε το τέλος του Θανάση, έφερε μίαν γύραν εις την αγοράν, επέρασεν από το καπηλείον, κι’ εφώναξε τον Αντώνην του Βλάχου.
― Πάτερ Αβράμ! Ελέησόν με, και πέμψον Λάζαρον!
Τα μελίμηνα του ανδρογύνου επικράνθησαν από τον θάνατον του αδελφού, του προικοδότου και χορηγητού. Ο Γρηγόρης εξηκολούθει επί πολύν καιρόν ακόμη να ζητή τας χιλίας δραχμάς, και να παραπονήται κατά της συζύγου του, ότι αύτη του είχε είπει ψεύδος. Πλην η Αφέντρα ισχυρίζετο, ότι δεν του είπε ποτέ, με το στόμα, ότι είχε λάβει τα χρήματα εκείνα.
Ο Στάθης υπεσχέθη να γηροκομήση τους γονείς του, αλλ’ ουδέποτε επείσθη να δώση το «πανωπροίκι» εις τον γαμβρόν. Είχεν εύρει τώρα και άλλο επιχείρημα, ότι και ο άλλος γαμβρός, ο σύζυγος της πρεσβυτέρας αδελφής, Μαργαρώς, ήγειρεν απαίτησιν, ζητών και αυτός «πανωπροίκια», επειδή η προιξ την οποίαν είχε λάβει ούτος ήτο πολύ ευτελεστέρα.
― Και με τα πανωπροίκια, πού πάμε, και τι θα γίνουμε; είπεν ο Στάθης.
Ο γερο-Στεφανής, προσέθηκε μελαγχολικώς.
― Άλλοι σπέρνανε, κι’ άλλοι θερίζουνε.