Στα όνειρά μας ,υπάρχουν αφενός ο ονειρικός μας εαυτός,
( αυτός που ονειρευόμαστε ότι είμαστε)
αφετέρου η πραγματικότητα μέσα στην οποία αυτός κινείται .
Το ονειρικό μας εγώ συχνά τείνομε να το αγνοούμε και ενθυμούμενοι το όνειρο ,
δίδομε έμφαση στην «πραγματικότητα» στην οποία ο ονειρικός μας εαυτός κινήθηκε,
μολονότι ,αυτό που είμεθα στο όνειρό μας ,
είναι σαφώς κάτι άλλο από τον εαυτό μας και απέχει από αυτόν ,
όσο απέχει η πραγματικότητα του ονείρου από την δική μας πραγματικότητα.
Ονειρεύομαι για παράδειγμα ότι «είμαι παιδί» και «μπορώ να πετώ» άρα ζω την πραγματικότητα του ονείρου σαν «Πήτερ Παν» μολονότι δε χάνω ούτε στιγμή την αίσθηση της ταυτότητάς μου , όσο κι αν αυτό που είμαι στο όνειρό μου απέχει από αυτό που είμαι στη πραγματικότητα.
Όπως λοιπόν εγώ «κινούμαι» στην εξωτερική πραγματικότητα του μάταιου τούτου κόσμου έτσι και ένα πολύ κοντά στον εαυτό μου κομμάτι
(τόσο κοντά που να διατηρεί την αίσθηση της ταυτότητας )
κινείται σε μια πραγματικότητα εσωτερική
(που είναι όντως «πραγματικότητα» με την έννοια ότι αντιστέκεται στις επιθυμίες μου ) ,
η οποία όμως είναι κομμάτι του εαυτού μου , καθώς εγώ το δημιουργώ στο εκάστοτε όνειρο.
Αν ονομάσομε κάθε τέτοια «ονειρική πραγματικότητα «ονείρου τόπο» θα μπορούσαμε άραγε να ελπίζομε σε ένα χάρτη ονειρικό , όπου αυτοί οι διάφοροι τόποι θα είχαν τη σχετική τους θέση;
Η με άλλα λόγια όπως οι διάφοροι τόποι της εξωτερικής πραγματικότητας
δημιουργούν ένα ενιαίο χάρτη στον οποίο εντάσσονται με ένα λογικό τρόπο ,
και ορίζουν ένα συγκεκριμένο ενιαίο χώρο με διάφορες επιμέρους τοποθεσίες ,
όπου υπάρχουν εκεί και περιμένουν την επίσκεψή μας
(επί ματαίω ίσως όπως οι γκρεμοί των Αστερουσίων π.χ. )
ή την καθημερινή μας παρουσία (όπως ο χώρος εργασίας μας)
έτσι και οι ονειρικοί τόποι οργανώνονται σε ένα ενιαίο χώρο με επιμέρους τόπους
με διαφορετική ίσως επισκεψιμότητα
ή παραμένουν ασύμβατες και ακοινώνητες επιμέρους πραγματικότητες ,
σκηνικά μιας χρήσης , για τις ανάγκες του εκάστοτε ονείρου;
............................
Ονειρεύτηκα
τέσσερεις εαυτούς ταυτόχρονα
ο ένας σε μια ταβέρνα να τον ερωτεύεται μια γυμνή χορεύτρια
ο άλλος στις άκρες μιας πόλης σε κάτι παράξενες στοές
με την τρομακτική αίσθηση του αδυσώπητου χρόνου
ο τρίτος σε έρημους τόπους να ακούει το τραγούδι των ανέμων
και ο τέταρτος εγώ
απαρηγόρητος
που όλα αυτά που θα χαθούν
στους καταρράκτες των ονείρων.
Προηγουμένως , η ερώτηση ήταν αν η ταβέρνα ,
οι παράξενες στοές στις άκρες της πόλης , και οι έρημοι τόποι του ονείρου
είναι σκηνικά μιας χρήσης για τις ανάγκες του ονείρου,
ή, τόποι μιας εσωτερικής πραγματικότητας
μέσα στην οποία κινείται το ονειρικό μας εγώ.
Αυτή την ερώτηση την έθεσα στον εαυτό μου πολύ νωρίς
και η απάντηση ,
μια χαρτογράφηση ( του δικού μου ονειρικού χώρου )
ήταν η διπλωματική μου εργασία (φοιτητής των Μαθηματικών(!!!) στη Πάτρα)
στον καθηγητή Αλέξανδρο Κοσμόπουλο ,
καθηγητή που μας δίδασκε παιδαγωγικά,
μια εργασία που ξάφνιασε και αυτόν και μένα
και που νομίζω ότι η όποια αξία της
ήταν η παρουσίαση της αίσθησης
και όχι της ιδέας που ειχα και έχω
για το ομοιομορφισμό
ανάμεσα στην εξωτερική
και την εσωτερική πραγματικότητα.
Ότι είμαστε ας πούμε σαν ένα τεράστιο διαστημόπλοιο στο απέραντο σύμπαν
του έξω κόσμου,
με το οποίο κινδυνεύομε στις χαράδρες των άστρων,
και τις νύκτες ,
όταν καταφέρομε να το προσγειώσαμε στο κρεβάτι μας ,
ξεκινούν απίστευτες περιπέτειες στο χαώδες εσσωτερικό του .
Αυτός ο ομοιομορφισμός του μέσα με το έξω
ειναι κάποιες φορές έντονος όπως φαίνεται π.χ εδώ
Το φώς ως ιμάτιον
Έρχονται στο χωριό για το Πάσχα
Έρχονται από την Αθήνα , από τη Γερμανία ,κάποιος από το Βόλο….
Κυρίως από την Αθήνα.
Όσοι έχουν φέρει ακριβό αμάξι
παρκάρουν στη πλατεία .
Κατεβαίνουν δήθεν αδιάφοροι ,
επιτέλους δικαιωμένοι.
Έχουν μια έξαψη και ένα κάπως παιδικό θρίαμβο…
όπως χτυπάνε τη πόρτα
και κάθονται στις παλιές καρέκλες
ψάχνοντας στα μάτια μας
την πληρωμή της ξενιτιάς…
Μετά από λίγο ξεχνιούνται
Κοιτάζουν τους ευκαλύπτους, τον αρχαίο βράχο ,
τους γερόντους που ζουν ακόμα , αναλίωτοι , χαμένοι στο χρόνο τους
τις ίδιες φωτογραφίες στους τοίχους
με τους πεθαμένους λυράρηδες
και τους καπετάνιους
τις γριές που αγωνίζονται τοίχο τοίχο τον ανήφορο και το θάνατο
Ερχεται και η νύχτα
ακούνε τους σκύλους που γαυγίζουν μακριά
νιώθουν στη καρδιά τους
τη λεπίδα του φεγγαριού…
μπαίνουν στα όνειρά τους
γιατί αυτοί είναι οι τόποι των ονείρων τους.
Τους κερνούμε ρακές, τους προσέχομε
Όταν ακουστεί το νυχτοπούλι
Φεύγουν απαρηγόρητοι και μεθυσμένοι.
Σταματούν κάποιες στιγμές απότομα
Έτοιμοι να δεχτούν την αποκάλυψη
που αισθάνονται να γεννιέται μέσα τους.
Αυτό το τεράστιο νόημα που όλο έρχεται να ξεσπάσει σα κύμα
και ποτέ δε φτάνει
Αυτό που θα τα ξεκαθαρίσει όλα αυτά δια μιάς
τα όνειρα, τους γέρους ,τα σοκάκια ,τις μυστικές στοές στην αποθήκη,
το αίμα που χύθηκε μια Άνοιξη
εκείνο το κορίτσι που γελούσε κάποτε στο ήλιο
αυτή την αυλή που δεν είναι πια ακριβώς αυλή
είναι και ένα συναίσθημα
και τα σχέδια των ίσκιων των ευκαλύπτων στο φως του φεγγαριού
που είναι πλέον σκέψεις.
σκέψεις μέσα σε σκέψεις
τόποι της μεθυσμένης τους ψυχής
όπως το κοιμητήρι
που έμπαινε στη θάλασσα
και βρέχανε τα κύματα
τους πρώτους τάφους…
Η νύχτα είναι λίγο δύσκολη απόψε
με το Άνοιξη να διαπερνά σιγά σιγά τους ανέμους
Η νύχτα είναι πάντα δύσκολη στις δίνες του Χρόνου
Αύριο θα τους κεράσομε καφέ.
Τους αγαπάμε.
……….
Από τότε που άρχισα να γράφω ,τίποτε άλλο δεν κάνω από το να προσπαθώ να περιγράψω με την ακατάλληλη των ανθρώπων γλώσσα ,τα εσσωτερικά τοπία , που σιγά σιγά κατάντησε να τα ζώ και ξυπνητός.
Ακατάλληλη διότι ειναι φτιαγμένη να περιγράφει τον μάταιο τούτο κόσμο και πως να μιλήσεις για τον άλλον μ αυτήν .....
όπως τα
μετέωρα
Οπου έψαχνα μια λέξη να ονομάσω αυτές τις σύνθετες οντότητες
από σκέψεις και δομές σκέψεων, συναισθήματα και πρότυπα συναισθημάτων
ανθρώπους πεθαμένους ή ζωντανούς , τόπους , αντικείμενα υπαρκτά ή ανύπαρκτα ...
και πράγματα που έγιναν ή θα συμβούν στη ζωή ή τα όνειρα
και δεν έβρισκα
αλλά ήταν εκεί , διακριτά , σαν βράχοι μετέωροι και ανάμεσά τους στενά περάσματα .
Καμιά φορά χάνονται , κι άλλοτε ειναι πολλοί μαζύ στο πέρασμα της ζωής ,και πώς να περάσω
όπου ο καθένας απ αυτους ειναι ένας κόσμος και μια αιωνιότητα
Οπου πέρνω την απόφαση και πατώ τις κορφές τους και περνώ
κι αν πέσω έπεσα
και τότε γίνεται ο κίνδυνος και το ύψος και το άγγιγμά τους και η εναλλαγή των αγγιγμάτων
ένα πράγμα μέσα μου που ουτε γι αυτό έχω όνομα
και που θα τη βρούμε αυτή τη γλώσσα σαν αυτή που λέω εδώ
τα σταφύλια
Απόψε ονειρεύτηκα τον τάφο μου.
Ηταν κάτω από ένα δέντρο , μια παράμερη ελιά
σ ένα καταπράσινο χωράφι υψίπεδο.
Kαι στην ελιά ειχε σκαρφαλώσει ένα κλίμα αμπελιού
και την είχε γεμίσει σταφύλια.
και κάτω από το δέντρο ήταν η πλάκα
Και στη πλάκα ένας σπουδαίος στίχος.
Υπήρχε μιά αίσθηση
όπως όταν τραγουδάνε κοπέλες κάπου μακριά
σαν να είναι όλα πολύ εύθραυστα
σα τη ζάχαρη που κρουστάλλιασε σε παλιό γλυκό πιοτό.
και απρόσιτα ,βυθισμένα στον δικό τους χρόνο όπως οι φωτογραφίες στα παλιά σπίτια
αλλά και μια τρυφερή ματαιότητα
για τις ανώφελες προσπάθειές μας να καταννοήσομε
όπως το παιδάκι στην θάλασσα, του Ιερού Αυγουστίνου .
κι όλα αυτά , αλλά και τόσα άλλα
ήταν γραμμένα στο στίχο στην πλάκα
σε μια γλώσσα αέρινη και θαλασσινή
με άλλες λέξεις απο τις δικές μας
τρυφερές, που δεν πληγώνουν τα νοήματα
διότι εμεις , ότι κι αν έχομε γράψει ,
κι ότι κι αν γράψομε στις γλώσσες μας
είναι ένα σφάγιο , μια καταστροφή του νοήματος
διότι οι λέξεις μας είναι σκληρές.
Πως μιλά ο άνεμος στα καλάμια ;
Τέτοιες λέξεις χρειαζόμαστε
...
αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε τα σταφύλια στην ελιά
με την αναπάντεχη οριστική δικαίωση της ομορφιάς.
Και τις κοπέλες που τραγουδούν κάπου μακριά
την τρυφερή ματαιότητα των πάντων.