Σελίδες

Κυριακή 31 Μαρτίου 2019

[Τηλέφωνο δὲν χτυπᾶ] / Μασμανίδης Ιωάννης

Τηλέφωνο δὲν χτυπᾶ
Ἀμάντευτα ἀτέλειωτη
Ἡ νύχτα
Γυρίζω βλέπω
Τραβῶ τὸ ξένο χέρι
Στὴ μοναξιὰ ἐνδίδω
Μιὰ αὔρα ἀλλιώτικης ἀνησυχίας
Πυκνὸ στρώσιμο κουρελοῦς
Σκεπάζει τὶς σιωπὲς μου
Σωπαίνει κι ὁ ἄνεμος
Ὅλα δείχνουν μιὰ βαθειὰ
Ἐκπνοὴ
Ὅλοι
Στὰ ἤρεμα βολικὰ ὄνειρα
Λύπη στάζουν καὶ ἔντονο
Μακιγιάζ
Συνεχίζουν μόνοι
Στὸν τοῖχο μόνες κι οἱ φωτογραφίες
Ἀπ' ὅπου ἀγναντεύουν
Τὰ ἴδια νηπενθῆ
Τὰ ἴδια
Γυμνώνουν τὴν ψυχὴ μου
Δὲ βαστῶ
Κρυφαγκαλιάζω τὴ δακρυσμένη θύμηση
Τὸ σκοτάδι ἀδειάζω
Στὸ λευκὸ ἀνθοστάτη πάλι
Δέσμη μαραμένα τριαντάφυλλα
Ἀνεπαίσθητα σείονται κι αὐτὰ
Κάτω ἀπὸ τὴν ἐπήρεια τοῦ κενοῦ
Σκάβουν τὴ ματαιότητα
Στὰ μισοφωτισμένα περιστύλια
ἤσκιος κυπαρισσιῶν
Κύτταγμα φθορᾶς μὲ ταξιδεύει
Μὲ λόγια ὄνειρα
Ξυπνῶ τὰ μάτια μου μόνο
Πόσο ἀνίκητο
Τόσο σκοτάδι τελικὰ
Τόσο παρελθὸν σ' ἕνα μονάχα φιλὶ χωρεῖ
Γυρτὸ ἀδειανὸ μελανοδοχεῖο
Σὲ ἄλλο καθρέφτη
Βουρκώνω
Ὅλοι λύπη στάζουν καὶ ἔντονο μακιγάζ

Ονείρου Τόποι / Ψαράκης Κώστας


Στα όνειρά μας ,υπάρχουν αφενός ο ονειρικός μας εαυτός,
( αυτός που ονειρευόμαστε ότι είμαστε)
αφετέρου η πραγματικότητα μέσα στην οποία αυτός κινείται .
Το ονειρικό μας εγώ συχνά τείνομε να το αγνοούμε και ενθυμούμενοι το όνειρο ,
δίδομε έμφαση στην «πραγματικότητα» στην οποία ο ονειρικός μας εαυτός κινήθηκε,
μολονότι ,αυτό που είμεθα στο όνειρό μας ,
είναι σαφώς κάτι άλλο από τον εαυτό μας και απέχει από αυτόν ,
όσο απέχει η πραγματικότητα του ονείρου από την δική μας πραγματικότητα.
Ονειρεύομαι για παράδειγμα ότι «είμαι παιδί» και «μπορώ να πετώ» άρα ζω την πραγματικότητα του ονείρου σαν «Πήτερ Παν» μολονότι δε χάνω ούτε στιγμή την αίσθηση της ταυτότητάς μου , όσο κι αν αυτό που είμαι στο όνειρό μου απέχει από αυτό που είμαι στη πραγματικότητα.
Όπως λοιπόν εγώ «κινούμαι» στην εξωτερική πραγματικότητα του μάταιου τούτου κόσμου έτσι και ένα πολύ κοντά στον εαυτό μου κομμάτι
(τόσο κοντά που να διατηρεί την αίσθηση της ταυτότητας )
κινείται σε μια πραγματικότητα εσωτερική
(που είναι όντως «πραγματικότητα» με την έννοια ότι αντιστέκεται στις επιθυμίες μου ) ,
η οποία όμως είναι κομμάτι του εαυτού μου , καθώς εγώ το δημιουργώ στο εκάστοτε όνειρο.
Αν ονομάσομε κάθε τέτοια «ονειρική πραγματικότητα «ονείρου τόπο» θα μπορούσαμε άραγε να ελπίζομε σε ένα χάρτη ονειρικό , όπου αυτοί οι διάφοροι τόποι θα είχαν τη σχετική τους θέση;
Η με άλλα λόγια όπως οι διάφοροι τόποι της εξωτερικής πραγματικότητας
δημιουργούν ένα ενιαίο χάρτη στον οποίο εντάσσονται με ένα λογικό τρόπο ,
και ορίζουν ένα συγκεκριμένο ενιαίο χώρο με διάφορες επιμέρους τοποθεσίες ,
όπου υπάρχουν εκεί και περιμένουν την επίσκεψή μας
(επί ματαίω ίσως όπως οι γκρεμοί των Αστερουσίων π.χ. )
ή την καθημερινή μας παρουσία (όπως ο χώρος εργασίας μας)
έτσι και οι ονειρικοί τόποι οργανώνονται σε ένα ενιαίο χώρο με επιμέρους τόπους
με διαφορετική ίσως επισκεψιμότητα
ή παραμένουν ασύμβατες και ακοινώνητες επιμέρους πραγματικότητες ,
σκηνικά μιας χρήσης , για τις ανάγκες του εκάστοτε ονείρου;
............................
Ονειρεύτηκα
τέσσερεις εαυτούς ταυτόχρονα
ο ένας σε μια ταβέρνα να τον ερωτεύεται μια γυμνή χορεύτρια
ο άλλος στις άκρες μιας πόλης σε κάτι παράξενες στοές
με την τρομακτική αίσθηση του αδυσώπητου χρόνου
ο τρίτος σε έρημους τόπους να ακούει το τραγούδι των ανέμων
και ο τέταρτος εγώ
απαρηγόρητος
που όλα αυτά που θα χαθούν
στους καταρράκτες των ονείρων.
Προηγουμένως , η ερώτηση ήταν αν η ταβέρνα ,
οι παράξενες στοές στις άκρες της πόλης , και οι έρημοι τόποι του ονείρου
είναι σκηνικά μιας χρήσης για τις ανάγκες του ονείρου,
ή, τόποι μιας εσωτερικής πραγματικότητας
μέσα στην οποία κινείται το ονειρικό μας εγώ.
Αυτή την ερώτηση την έθεσα στον εαυτό μου πολύ νωρίς
και η απάντηση ,
μια χαρτογράφηση ( του δικού μου ονειρικού χώρου )
ήταν η διπλωματική μου εργασία (φοιτητής των Μαθηματικών(!!!) στη Πάτρα)
στον καθηγητή Αλέξανδρο Κοσμόπουλο ,
καθηγητή που μας δίδασκε παιδαγωγικά,
μια εργασία που ξάφνιασε και αυτόν και μένα
και που νομίζω ότι η όποια αξία της
ήταν η παρουσίαση της αίσθησης
και όχι της ιδέας που ειχα και έχω
για το ομοιομορφισμό
ανάμεσα στην εξωτερική
και την εσωτερική πραγματικότητα.
Ότι είμαστε ας πούμε σαν ένα τεράστιο διαστημόπλοιο στο απέραντο σύμπαν
του έξω κόσμου,
με το οποίο κινδυνεύομε στις χαράδρες των άστρων,
και τις νύκτες ,
όταν καταφέρομε να το προσγειώσαμε στο κρεβάτι μας ,
ξεκινούν απίστευτες περιπέτειες στο χαώδες εσσωτερικό του .
Αυτός ο ομοιομορφισμός του μέσα με το έξω
ειναι κάποιες φορές έντονος όπως φαίνεται π.χ εδώ
Το φώς ως ιμάτιον
Έρχονται στο χωριό για το Πάσχα
Έρχονται από την Αθήνα , από τη Γερμανία ,κάποιος από το Βόλο….
Κυρίως από την Αθήνα.
Όσοι έχουν φέρει ακριβό αμάξι
παρκάρουν στη πλατεία .
Κατεβαίνουν δήθεν αδιάφοροι ,
επιτέλους δικαιωμένοι.
Έχουν μια έξαψη και ένα κάπως παιδικό θρίαμβο…
όπως χτυπάνε τη πόρτα
και κάθονται στις παλιές καρέκλες
ψάχνοντας στα μάτια μας
την πληρωμή της ξενιτιάς…
Μετά από λίγο ξεχνιούνται
Κοιτάζουν τους ευκαλύπτους, τον αρχαίο βράχο ,
τους γερόντους που ζουν ακόμα , αναλίωτοι , χαμένοι στο χρόνο τους
τις ίδιες φωτογραφίες στους τοίχους
με τους πεθαμένους λυράρηδες
και τους καπετάνιους
τις γριές που αγωνίζονται τοίχο τοίχο τον ανήφορο και το θάνατο
Ερχεται και η νύχτα
ακούνε τους σκύλους που γαυγίζουν μακριά
νιώθουν στη καρδιά τους
τη λεπίδα του φεγγαριού…
μπαίνουν στα όνειρά τους
γιατί αυτοί είναι οι τόποι των ονείρων τους.
Τους κερνούμε ρακές, τους προσέχομε
Όταν ακουστεί το νυχτοπούλι
Φεύγουν απαρηγόρητοι και μεθυσμένοι.
Σταματούν κάποιες στιγμές απότομα
Έτοιμοι να δεχτούν την αποκάλυψη
που αισθάνονται να γεννιέται μέσα τους.
Αυτό το τεράστιο νόημα που όλο έρχεται να ξεσπάσει σα κύμα
και ποτέ δε φτάνει
Αυτό που θα τα ξεκαθαρίσει όλα αυτά δια μιάς
τα όνειρα, τους γέρους ,τα σοκάκια ,τις μυστικές στοές στην αποθήκη,
το αίμα που χύθηκε μια Άνοιξη
εκείνο το κορίτσι που γελούσε κάποτε στο ήλιο
αυτή την αυλή που δεν είναι πια ακριβώς αυλή
είναι και ένα συναίσθημα
και τα σχέδια των ίσκιων των ευκαλύπτων στο φως του φεγγαριού
που είναι πλέον σκέψεις.
σκέψεις μέσα σε σκέψεις
τόποι της μεθυσμένης τους ψυχής
όπως το κοιμητήρι
που έμπαινε στη θάλασσα
και βρέχανε τα κύματα
τους πρώτους τάφους…
Η νύχτα είναι λίγο δύσκολη απόψε
με το Άνοιξη να διαπερνά σιγά σιγά τους ανέμους
Η νύχτα είναι πάντα δύσκολη στις δίνες του Χρόνου
Αύριο θα τους κεράσομε καφέ.
Τους αγαπάμε.
……….
Από τότε που άρχισα να γράφω ,τίποτε άλλο δεν κάνω από το να προσπαθώ να περιγράψω με την ακατάλληλη των ανθρώπων γλώσσα ,τα εσσωτερικά τοπία , που σιγά σιγά κατάντησε να τα ζώ και ξυπνητός.
Ακατάλληλη διότι ειναι φτιαγμένη να περιγράφει τον μάταιο τούτο κόσμο και πως να μιλήσεις για τον άλλον μ αυτήν .....
όπως τα
μετέωρα
Οπου έψαχνα μια λέξη να ονομάσω αυτές τις σύνθετες οντότητες
από σκέψεις και δομές σκέψεων, συναισθήματα και πρότυπα συναισθημάτων
ανθρώπους πεθαμένους ή ζωντανούς , τόπους , αντικείμενα υπαρκτά ή ανύπαρκτα ...
και πράγματα που έγιναν ή θα συμβούν στη ζωή ή τα όνειρα
και δεν έβρισκα
αλλά ήταν εκεί , διακριτά , σαν βράχοι μετέωροι και ανάμεσά τους στενά περάσματα .
Καμιά φορά χάνονται , κι άλλοτε ειναι πολλοί μαζύ στο πέρασμα της ζωής ,και πώς να περάσω
όπου ο καθένας απ αυτους ειναι ένας κόσμος και μια αιωνιότητα
Οπου πέρνω την απόφαση και πατώ τις κορφές τους και περνώ
κι αν πέσω έπεσα
και τότε γίνεται ο κίνδυνος και το ύψος και το άγγιγμά τους και η εναλλαγή των αγγιγμάτων
ένα πράγμα μέσα μου που ουτε γι αυτό έχω όνομα
και που θα τη βρούμε αυτή τη γλώσσα σαν αυτή που λέω εδώ
τα σταφύλια
Απόψε ονειρεύτηκα τον τάφο μου.
Ηταν κάτω από ένα δέντρο , μια παράμερη ελιά
σ ένα καταπράσινο χωράφι υψίπεδο.
Kαι στην ελιά ειχε σκαρφαλώσει ένα κλίμα αμπελιού
και την είχε γεμίσει σταφύλια.
και κάτω από το δέντρο ήταν η πλάκα
Και στη πλάκα ένας σπουδαίος στίχος.
Υπήρχε μιά αίσθηση
όπως όταν τραγουδάνε κοπέλες κάπου μακριά
σαν να είναι όλα πολύ εύθραυστα
σα τη ζάχαρη που κρουστάλλιασε σε παλιό γλυκό πιοτό.
και απρόσιτα ,βυθισμένα στον δικό τους χρόνο όπως οι φωτογραφίες στα παλιά σπίτια
αλλά και μια τρυφερή ματαιότητα
για τις ανώφελες προσπάθειές μας να καταννοήσομε
όπως το παιδάκι στην θάλασσα, του Ιερού Αυγουστίνου .
κι όλα αυτά , αλλά και τόσα άλλα
ήταν γραμμένα στο στίχο στην πλάκα
σε μια γλώσσα αέρινη και θαλασσινή
με άλλες λέξεις απο τις δικές μας
τρυφερές, που δεν πληγώνουν τα νοήματα
διότι εμεις , ότι κι αν έχομε γράψει ,
κι ότι κι αν γράψομε στις γλώσσες μας
είναι ένα σφάγιο , μια καταστροφή του νοήματος
διότι οι λέξεις μας είναι σκληρές.
Πως μιλά ο άνεμος στα καλάμια ;
Τέτοιες λέξεις χρειαζόμαστε
...
αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε τα σταφύλια στην ελιά
με την αναπάντεχη οριστική δικαίωση της ομορφιάς.
Και τις κοπέλες που τραγουδούν κάπου μακριά
την τρυφερή ματαιότητα των πάντων.

[Γονατιστή ατενίζω την ευλαβική μου σκέψη,σκιτσάροντας την μορφή σου.] Αγαθή Γιολτζίδου

Γονατιστή ατενίζω την ευλαβική μου σκέψη,σκιτσάροντας την μορφή σου.
Χάραμα άνοιξης και οι μυρωδιές ερχόντουσαν ανάμεσα από το μουσικό πεντάγραμμο του καιρού.
Μέτρησα δεκατρία μερόνυχτα, άναψα δεκατρείς φωτιές κι αφαίρεσα .
Αφαιρώ ,
Αφής υμών και ημών ,άκτιστου φωτός ,ο αίρων τις αμαρτίες ,,,ποιων άραγε???
Από τι να αφαιρέσω?
Από το θερμόμετρο του τοίχου ή του επιτραπέζιου ημερολόγιο????
Αφαιρώ λοιπόν.
Περίπλοκη υπόθεση .
Ότι έχει σχέση με τις αφαιρέσεις μονάχα στον πόνο γαμώτο δεν χρησιμοποιείται ετούτη η μαθηματική πράξη.
Λευκό παντελόνι για τις έντονες γραμμώσεις των άκρων και της αναφοράς του αγριοκάτσικου!!!!
Πορφυρόν t-shirt βαμβακερόν επιλογών αφής ωσάν των αισθημάτων της.
Ζαχαρί μπουφάν demi-saison τύπου, ως το μισό του χαρακτήρα της ,ζάχαρης.
Και στιλέτο στο πατούμενο από τιτάνιο του υπόλοιπου μισού και της πυρκαγιάς.
Τι χάρη έχει το κορμί της σαν η μελωδία του βαδίζειν μπερδεύεται με τον θυμό του αποχωρήσαντα μήνα .
Eyeliner χρώματος μπλαβί, ρουζ στις αποχρώσεις του δειλινού, χάραξε με το μοβ μολύβι το σχήμα του λόγου της …
Σχηματίζει τρίγωνο η μετάβαση της , συν και κοινωνία της γραμμής.
Ποιας γραμμής ,αφού γνωρίζω μονάχα της ζωής το μονοπάτι , συλλογιέται.
Ξ_έχασε να εν_ημερώσει το χαρτάκι της συν και φοράς.
Συμφορά την λέγουν.
Πρόστιμον της λέει βλοσυρά ο ελεγκτής της εκλεκτής διαδρομής.
Φευ!
Σαν να την κοίταζε ο βαρκάρης του Αχέροντα και της ζήταγε τα ρήτρα της μετάβασης.
Φύγε, ουρλιάζει.
Φύγε από εμπρός μου πάω να μπερδέψω τις αισθήσεις μου με τον κατέχων το κυοφορών του σπέρμα .[ανορθοδοξία της ορθογραφίας]
Δεν εν__ημέρωσα το εισιτήριο διότι και ως εκ τούτου δεν είμαι εξ__ημερωμένη με την φυγή Του!!!!
Δεν προλαμβάνω σου λέγω!!!!
`
Ένας προβολέας που καθρεφτιζόταν στα πτερύγια της απόγνωσης βλέμμα ,της χαμογελούσε.
_το όνομα σου, πιο είναι το όνομα σου, ακούει φωνές λευκές γύρω της.
Γράφει σ ένα γαλανό χαρτί το όνομα του δρόμου.
Τον όροφο και το επώνυμό του.
Αφήνει και σημάδια στον καρπό της λευκής φιγούρας.
`
Μουσκεμένη από την φιγούρα του ήλιου σχίζει τα σύμπαντα η κραυγή του αποχαιρετισμού του.
`
Η μοναξιά δεν υπάρχει πουθενά αν δεν την έχεις φέρει με το ύστερον της ύπαρξή σου.
`
Είσαι φτηνός μέσα στην κρίση ντουνιά !!!!!
◆Πες στου κόσμου το φως να μην επιμένει.
Δεν είμαι μέσα,γράφει ο Ποιητής του Ταυγέτου!!!!!
__
Πες του το λοιπόν!!!!!

Στο μαγαζί… / ΓΙΩΡΓΟΣ Δ. ΜΠΙΜΗΣ.


Στης γειτονιάς το μαγαζί
τα πίνουμε ξανά μαζί
και τον καημό μας λέμε
κι όταν θολώνει το μυαλό
δεν βρίσκει τίποτα καλό
στον κόσμο τον αμαρτωλό
και με ρωτάς που φταίμε.
Ν’ αφήσουμε τον καφενέ
στο δίκιο μας να πούμε ναι
κι άλλο να μη ρωτάμε,
ν’ αλλάξουμε και τον καιρό, να χτίσουμε άλλον ουρανό
στο φως να περπατάμε.
Και χτες στο άδειο μαγαζί
τα πίναμε ξανά μαζί
μα ο κόσμος δεν αλλάζει.
Χωρίς ψωμί, χωρίς δουλειά,
έχουμε σπίτι, φαμελιά
και μες την τρύπια μας καρδιά
η νύχτα δάκρυα στάζει…

Ο ΘΙΑΣΟΣ / Γκανέλης Γιώργος


Κρατάς στο χέρι το εισιτήριο
Δεν είχες ξαναδεί ηθοποιούς
Ανήσυχος ο παπάς του χωριού
Πιστεύει πως ήρθαν οι δαίμονες
Οι θεατές με παγωμένη γκαζόζα
Ακροβολίζονται στο καφενείο.
Είμαι δειλός και κρύβομαι
Πίσω απ’ την ευτραφή κυρία
Αρχίζει τώρα η παράσταση
Νομίζω ότι με χειροκροτούν
Πριν από λίγο άλλαξαν έργο
Κάπου το ξέρω το σενάριο
Μου θυμίζει κάτι δικό μου
Κρίμα που είμαι ξυπόλητος
Με γρατζουνιές στο γόνατο
Αλλιώς θ’ ανέβαινα στο πάλκο.
Απέξω περνούσαν φέρετρα
Πάνω σε στολισμένες άμαξες
Πήδηξες με φόρα στην πρώτη
Άρχισες να κουνάς τα γκέμια
Τρέχω ανήσυχος να σε φτάσω
Στον δρόμο μπανανόφλουδες
Κι ανοιχτά κλουβιά με γορίλες
Τρακάρεις σ’ ένα αυτοκίνητο
Κατεβαίνει η πρωταγωνίστρια
Και σε χαστουκίζει βρίζοντας.
Εδώ τελειώνει απότομα το έργο
Κι εγώ θα είμαι ο κομπάρσος
Σε κάθε περιπλανώμενο θίασο
Να κοιτώ με παιδική αφέλεια
Το γρατζουνισμένο μου γόνατο
Και να μην μπορώ να σε φτάσω.
''Υπό το μηδέν'' (2017)

ΑΥΤΗ Η / Βαραλής Νίκος


Όλα φαίνονται να έχουν τεντώσει. Τα δέντρα που οι κορυφές τους έπεφταν με θόρυβο στους δρόμους, οι πλατείες που κυοφορούσαν τα μεσημέρια με μιαν απέραντη οδύνη, κι αυτός ακόμα που έπαιρνε τον καθρέφτη που πάνω του κυκλοφορούσε ως πραγματικότητα. «Η κυριαρχία του αλατιού είναι πιο σκληρή από το θάνατο», είπε ο αδελφός μαζεύοντας τις πεθαμένες μύγες. Για μια στιγμή τα παλιά ρολόγια ξεθάφτηκαν και οι νεκροί άρχισαν να μιλάνε μια γλώσσα ακατάληπτη. Για ανταγωνισμούς έλεγαν και για κέρδος. Ο σταυρός όμως ψηλά στο λόφο μαρτυρούσε ότι οι άνθρωποι μπορούσαν να έχουν τέσσερα μάτια. Τα δύο οπωσδήποτε για να βλέπουν το τοπίο της ερήμου μέσα τους. Ο σταυρός θύμιζε τα παλιά γεφύρια που ένωναν ύλη και αντιύλη, όνειρα και βουνιές ακατάστατες αγχωτικών πολέμων. Τι να παίξω τώρα στα βουνά; Με τι λόγο να πείσω τον άνεμο να δροσίσει; Όλα έχουν τεντώσει. Κι όμως του καθενός είναι το σπαθί. Κάθεται πάνω σε κάθε λαιμό και περιμένει. Χωράει στα αρχαία αυλάκια και διανοίγει την αρτηρία της καρδιάς. Αυτή την άνοιξη θα συναντηθούμε στο άγιο αίμα.

8 Μαρτίου / Γρηγόρης Σακαλής

Γυναίκα
στα λόγια τιμημένη
Γυναίκα
ατέλειωτη βία
πάνω σου
Γυναίκα
σε κάναν Παναγιά
για να μπορούν
να ασελγούν
ατέλειωτα
στην ψυχή σου
Γυναίκα
ψεύτικες γιορτές
για χάρη σου
Γυναίκα
πολύς δρόμος ακόμη
για την ελευθερία σου

Οι βασανισμένοι / Ρένα Γέρου


Μ' αρέσουν οι άνθρωποι,
που κουβαλάνε στην πλάτη τους
μια μοίρα τσαλακωμένη, βαριά και ασήκωτη.

Παλεύουνε, μάταια, στην ζωή τους ολόκληρη,
να την σιδερώσουνε να ισιώσει.
Μα οι ρυτίδες της μένουνε
βαθιά υπενθύμιση του αδύνατου να ξεφύγουν.
Και παρ' όλα τα βάρη, τα βάσανα
συνεχίζουν ν' ανεβαίνουν της ζωής την πλαγιά
κι ας μπορούν σε μια άκρη να αράξουνε
να λουφάξουν, να ξεφορτωθούνε τον μπόγο
και να κάνουν ότι και οι υπόλοιποι.
Χωρίς να τους νοιάζει
χωρίς να αγχώνονται
και κυρίως χωρίς να κοπιάζουν.
Μα όχι
επιλέγουν, αντίθετα με το ρεύμα, ν' απλώνουν τα χέρια
να ματώνουν και να ξοδεύονται ανεπανόρθωτα.
Απλά και μόνο γιατί τόσο βαθιά αγαπήσανε κάποτε
κι ο απόηχος αυτής της αγάπης
ακόμα τους ζεσταίνει το αίμα
κάνει την εξαντλημένη καρδιά τους
να χτυπά ασταμάτητα
και τους δίνει ελπίδα και δύναμη
να συνεχίσουν. Ν' αντέχουν.

ΜΙΚΡΕΣ ΕΞΟΡΙΕΣ (Αλήθειες) / Ρούλα Τριανταφύλλου


Φύλλα δέντρου το φθινόπωρο
οι μικροί μου θάνατοι.
Βλέπω τον εαυτό μου να διαβαίνει.
Τόσο μικρή πια,
ίσα που χωράω στο σώμα μου.
Χρόνια και χρόνια με κουβαλάω.
Λύπη, φόβοι και καημοί
συμπαγή πετρώματα με τον καιρό.
Μέσα μου κρύβω αλήθειες μικρές
-μεγάλες ήττες που με γέρασαν.
Οι μέρες που απέμειναν
θα πορευτούν περιγελώντας με.
Πώς να κρατήσω φεγγάρια;
Πώς να κρατήσω νύχτες καλοκαιρινές;
Τα χέρια ν’ απλώσω ν’ αγγίξω άστρα;
Δάκρυ με οδηγεί και με πνίγει.
Ω άνεμε!
Λαιστρυγόνες με θέλουν αλυσοδεμένη
στο παγωμένο χέρι του χειμώνα;

[Όταν περίμενες σε δωμάτια...] Στέλλα Βρακά

Όταν περίμενες σε δωμάτια
γεμάτα καπνούς
θρεμμένα παρελθόν
καταδίκαζες την μετάνοια.
Κοίταζες ανησυχία από το κλειστό
παράθυρο.
Παραπατούσες από έρωτα.
Όταν νόμιζες πως σου χτυπούσαν
την πόρτα
ήξερες πώς όλοι σε κοιτούσαν
ακατανόητα.
Όταν έψαχνες στο δάσος της
βροχής
στεγνούς πάπυρους
να γράψεις τα όνειρά σου...
Όταν ακόμα ήλπιζες
στην συνουσία την πολύτιμη
δεν είχες μέσα σου
παραδεχτεί
την μεγαλειώδη νίκη
της συντριβής.
Αρρώστησες αργά την σκέψη
έκανες υποθέσεις
μπροστά σ' έναν γρίφο
που φαντάστηκες
δύσκολο.
Πες μου πώς θα ξημερωθείς;
Εσύ κι ένα αστέρι που δεν κοιμήθηκε;
Όταν στους δρόμους
ξαναπαίξουν τα παιδιά
θα πάψω την φωνή μου
και θ' αγαπήσω επτά φορές
την σιωπή σου.

ΕΦΗΒΙΚΕΣ ΑΝΗΣΥΧΙΕΣ / Τσελεπίδης Τηλέμαχος

«Η ποίηση πρέπει να επενεργεί λυτρωτικά για τα άτομα και την κοινωνία, γιατί είναι επαναστατική ρομφαία ιδεών και διαχρονικών αξιών κι όχι ιδεολογημάτων»







                                            
ΕΦΗΒΙΚΕΣ  ΑΝΗΣΥΧΙΕΣ

Απέραντη αισθάνομαι ερημιά
σε αόρατο κελί φυλακισμένος.
Και θέλω τόσο να σωθώ,
να λυτρωθώ,
να φύγω.
             *
Μα πού να πάω;
                                                             *
Αβασίλευτα τα βράδια μου.
Κοπέλες γλυκοθώρητες,
πανώριες, ποθοπλάνες,
ασπρογαλάζιες αμμουδιές
βαθύχρωμες πλαγιές,
τον κόσμο μου αναδεύουν...
                                                                 *
Αλλοπαρμένος, ονειρικός
του απόβραδου είναι ο κόσμος,
που ξεπλανεύεται ο νους
κι αλώνετε η καρδιά μου.

ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ / Τσελεπίδης Τηλέμαχος

«Δεν ωφελεί να καρτεράς... Αν είναι νάρθει, θε ναρθεί.
Κλειστά όλα να ’ναι, θα τη δεις άξαφνα μπρος σου να βρεθεί
κι ανοίγοντας τα μπράτσα της πρώτη θα σ’ αγκαλιάσει.»
                                           Κώστας Ουράνης («Αγάπη»)


ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ

Σε προσμένω κι αγναντεύω
τον ατέλειωτο το δρόμο,
κάποια ώρα,
κάποια μέρα, να ξανάρθεις ...
                                                          *
Κι ίσως, έρθεις,
όπως τότε.
Ήταν Άνοιξη.
Θυμάσαι;
                *
Κι άνθισε όλη η ζωή μας ...
Χτίζαμε, σαν τα πουλάκια,
μεθυσμένα, αλλοπαρμένα,
και τη νύχτα και τη μέρα,
τη φωλιά της ευτυχίας ...
                                                              *
Κι όμως,
τώρα,
περιμένω με λαχτάρα
κι αγωνία
πότε να έρθεις.

ΝΑ ΠΑΣ ΜΕ ΤΟ ΚΑΛΟ / Τσελεπίδης Τηλέμαχος

«Και να θυμάσαι:
Eμένα θα αγαπάς
κι εγώ θα σ’ αγαπώ
όπου κι αν θα ‘σαι»


ΝΑ ΠΑΣ ΜΕ ΤΟ ΚΑΛΟ

Φεύγεις,
και πάς στην εξοχή,
εκεί που η φύση λεύτερη
κι ο νους καθάριος
κι η ψυχή ανάλαφρη.

Φεύγεις,
εκεί που το δροσαγέρι
κατεβάζει μηνύματα αγάπης
κι ανέμελη, σχιστόφρυδη,
περδικοστήθα κόρη,
θα αλαφροδιαβαίνεις
σε άλση σκιερά.

Φεύγεις,
αταξίδευτη παρθένα,
και πάς στη φύση την αγνή,
τον άσπιλο βουνίσιο αγέρα,
κοντά στα αηδόνια,
τα αγρολούλουδα.

Φεύγεις και πάς,
φορτίο θανάσιμης νοσταλγίας,
πάνω σε κρυστάλλινες
δροσοπηγές ηδονόχαρες,
πλάι στους γρύλους,
τα πουλιά, τους θείους Βορεάδες.

Φεύγεις, και πάς
στην ξεγνοιασιά,
μέσα στην ανάβρα
της παρθένας βλάστησης,
της Ηδωνίδας χώρας
που τόσο  την ποθούσες ...

Να πάς,
να πάς με το καλό

ΠΕΣΣΙΜΙΣΜΟΣ / Τσελεπίδης Τηλέμαχος

«Με δυναστεύει
τη μέρα και τη νύχτα
το διαβρωτικό
πέρασμα του χρόνου»

ΠΕΣΣΙΜΙΣΜΟΣ

Μούσα μου
κτίσε φυλακές,
απόρθητες κι ανήλιες
κι αμπάρωσέ με  γρήγορα,
σε τρίσβαθα μπουντρούμια.
                                                                             *
Δεν έχει νόημα η ζωή
κι απόκαμε η καρδιά μου
κι ελπίδες
δε με απόμειναν
στα λιγοστά όνειρά μου.

ΝΟΣΤΑΛΓΗΣΑ / Τσελεπίδης Τηλέμαχος



Νοστάλγησα
τις παιδικές
κι ανέγνοιαστές μου ώρες,
             *
τους φίλους μου,
που αγάπησα,
τις ξανθομάλλες φίλες,
             *
τα στενορύμια,
τις αυλές,
τις λύπες, τις χαρές μου.
             *
Ό π ω ς,
φθινοπωριάτικα,
στη Δύση μου αρμενίζω...

ΝΕΟΛΑΙΟΣ / Τσελεπίδης Τηλέμαχος

«Ο άνθρωπος όταν χάσει   τα ιδανικά του μοιραία αυτο-εγκαταλείπεται»




ΝΕΟΛΑΙΟΣ

Δώστε μου
τώρα
ιδανικά
να έχω σκοπό
να ζήσω.


ΕΛΠΙΔΑ / Τσελεπίδης Τηλέμαχος

«Όσοι δεν έχουν όνειρα   κι ελπίδες πεθαίνουν    από θλίψη»
ΕΛΠΙΔΑ

Κι αν η ψυχούλα σου
πληρώθηκε με οδύνες
δε χάθηκε η χαρά για σένα ακόμα.
                                                                     *
Ας το παράθυρο ανοιχτό
λιόχαρο στην  ελπίδα,
υπάρχει, πάντα, Κτίστης
να σου χτίσει τη γαλήνη.

ΑΝΟΙΞΗ / Τσελεπίδης Τηλέμαχος


«Η Άνοιξη είναι η νεότητα του έτους
και η νεότητα  η Άνοιξη της ζωής»
Γεωργία Σάνδη (1804-1876)

ΑΝΟΙΞΗ

Ήρθαν και πάλι τα πουλιά
κι  η  Άνοιξη οργιάζει
και η χαρά στα χείλη μας
ροδάνθισε ξανά.

*
Ξαστέρωσε ο ουρανός
κι ο μύρμηγκας δουλεύει
κι η πεταλούδα ανέγνοιαστη
κι η μέλισσα τρυγά.

*
Η Φύση αναθάρρησε
πήρε ζωή το δάσος
κι η αγελάδα στην πλαγιά
βελάζει από χαρά.

*
Αλλοπαρμένος πάνανθος
ο κόσμος πέρα ως πέρα
πυρπολημένο λιόγερμα
και  βράδια  πλανερά.

*
Πόσο μας γλύκανε ο καιρός
ο ήλιος, τα βουνά μας,
ο κάμπος και ο ουρανός,
τα σπίτια κι  η καρδιά μας...

*
Ας ήτανε η Άνοιξη,
Θεέ μου, να ‘ρθει  ξανά.

ΕΙΡΗΝΗ / Τσελεπίδης Τηλέμαχος


«Φέρε φύλλο εληάς, σημάδι της ειρήνης»
Μίλτον Τζόν (1608-1674) Άγγλος



                                          ΕΙΡΗΝΗ
Έλα κι Εσύ,
δώσε κι Εσύ,
την πέτρα σου
θεμέλιο στην Ειρήνη.

Έλα κι Εσύ,
βόηθα κι Εσύ,
το μίσος να χαθεί,
χαμόγελα να κτίσουμε
σε Ουρανό και Γη ...

 Έλα κι Εσύ,
βόηθα κι Εσύ,
είναι λίγα τα έξοδα
για να κτιστεί
η Ειρήνη.

ΣΤΗ ΧΑΜΕΝΗ ΑΓΑΠΗ / Τσελεπίδης Τηλέμαχος



«Η πρώτη  αγάπη  στην  καρδιά - πολλά  σημάδια  αφήνει,
γιατί  είναι  αρχή  κι  ο έρωτας -  αμάλαγη  τη  βρίνει. »

                                                                                                                 Μήτσος Σταυρακάκης



ΣΤΗ ΧΑΜΕΝΗ ΑΓΑΠΗ

Ένα λουλούδι είναι η ζωή και τίποτε άλλο,
κι ένα χαμόγελο η ευτυχία κι η χαρά

Κι’  Εσύ,
ονειρική ανασεμιά μου,
πηγή ακένωτη, δροσιάς κι ελπίδας,
ουράνια λίμνη ακύμαντη,
ανέσπερο ηλιοφώς, στη μοναξιά μου,
έλα κι απόψε, όπως τότε, που προσμένω.

               Έλα,
στο βιολετί  μου λιόγερμα,
το γέλιο το κρουστό σου ν’ αντηχήσει,
χιλιόμορφη αγαπούλα,
κορμάκι αθερινό,
σ’ ανεμικό απάγκιο  να κρυφτούμε.

 Έλα,
πνοή αδιάφθορη του ανέμου,
φλόγα ανερμήνευτη,
γλυκόηχο τραγούδι θεσπέσιας μελωδίας,
περδικοστήθα κόρη του Μαγιού,
αγάπη άσβεστη, στην ανέστια ερημιά μου.

               Έλα
πυρπόλησε και πέρασε
το έρημο κατώφλι της ψυχής μου,
αύρα μυρόφερνη του ονείρου,
απόκοσμη κι αιθέρια οπτασία,
πανέμορφη Δρυάδα του προδομένου Παγγαίου.

               Έλα,
κι ύστερα φύγε,
ως ήρθες,
στου δάσους τα κλωνιά που ολοθροϊζουν,
αβάσταχτη ομορφιά μου,
έτσι απλά,
μέσα στη νύχτα, μέσα στο κρύο,
κι άσεμε πάλι, όπως χθες,
στη μοναξιά μου.

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2019

ΑΝΤΙΗΡΩΑΣ / Ραμανδάνη Κατερίνα


Έψαχνες για έναν καθημερινό άνθρωπο.
Για αντιήρωα, για άλλοθι.
Για τροφή, για ζωντάνια.
Δίχτυ άπλωσες.
Κι αντί για αντιήρωα
πέτυχες ακριβό μαργαριτάρι.
Όμως στην ροή της γαλάζιας θάλασσας
κολυμπάω με πνοές οξυγόνου,
δακρύζω με μαργαριτάρια
κι αγαπώ με αξίες.
Υπογράφοντας τελικά ως ήρωας.

Ιωαννέτα Δοκανάρη (μικρή αναφορά)



Η Ιωαννέτα Δοκανάρη είναι φιλόλογος και  ψυχοθεραπεύτρια. Εργάστηκε ως καθηγήτρια στη Μέση Εκπαίδευση για 28 χρόνια. Με την ποίηση ασχολείται από την νεαρή ηλικία. Ποίησή της βρίσκεται διάσπαρτη σε διάφορους ποιητικούς ιστοτόπους του διαδικτύου. 

Ποιητικές συλλογές: 

- Ανθός Ονείρων 



Όλα τα ποιήματα που είναι αναρτημένα στο παρόν ιστολόγιο της ποιήτριας είναι από την ποιητική της συλλογή: Ανθός ονείρων

χη φύση της Κέρκυρας.

Οι επισκέπτες / Δοκανάρη Ιωαννέτα



Οι σκέψεις μαύρα σύννεφα
παραμονεύουν.
Μόλις βρουν ευκαιρία
ορμάνε στον εξώστη του νου.
Η σκηνή είναι δική τους.
Παίζουν θέατρο μόνο για σένα.
Τα μάτια ανοίγουν διάπλατα.
Βλέπουν το τεράστιο κύμα
που πλησιάζει.
Για μια στιγμή η απειλή είναι παντοκρατόρισσα.
Μια νέα σκέψη κατεβαίνει.
Οι εσωτερικοί φύλακες διώχνουν το θίασο απ’ τη σκηνή.

Η Μεσόγειος / Δοκανάρη Ιωαννέτα



Η Μεσόγειος με το βλέμμα προσηλωμένο στα ζεστά μέρη της, θυμάται τις 
δυστυχίες που έζησε.
Οι τρεις μανάδες της ανησυχούν γι’ αυτήν.
Οι εχθροί της ζωής κάνουν περίπατο απ’ τη μια ιστορική σελίδα της στην 
άλλη.
Είναι αυτοί που συρρικνώνουν τη ζωή.
Έμποροι, κατακτητές, δικτάτορες, κλέφτες του πλούτου των ανθρώπων 
και των τόπων.
Η Μεσόγειος νέα καλλίμορφη και παιχνιδιάρα, όμως δίκαιη,
ετοιμάζει ένα τεράστιο κύμα με αναδρομική ισχύ για τους εχθρούς της ζωής.
Έτσι για την ψυχή των κακοπαθισμένων κωπηλατών.
Για την ανάμνηση των πνιγμένων ναυτών,
για τους πρόσφυγες,τους μετανάστες,
για τα πλήθη των μελαψών που δεν τους δίνουν καν όνομα.

Κενό ψυχής / Δοκανάρη Ιωαννέτα



Ο ουρανός του συννεφιασμένος.
Χαλάζι σιωπής απλώνεται στη ζωή του.
Περπατά κι η βροχή δεν τον βλέπει.
Κολυμπά κι η θάλασσα δεν του μιλά.
Είναι ένα απέραντο κενό
με συντροφιά τον κόκκινο θυμό.
Σινάφι σκοτεινό τού υπόσχεται υπόσταση.
Ντύνεται σκληρός κορμός.
Με τα κλαδιά του ρόπαλα χτυπά τη ζωή που αντιστέκεται.
Σα χάρος κυνηγά τους αδύναμους.
Στολίζεται αλλότρια λόγια.
Γεμίζει το κενό.
Υπακούει τυφλά στον αρχηγό.
Υπάρχει επιτέλους κι αυτός.
Η σκοτεινή καταιγίδα τού ανοίγει τον δρόμο του τρόμου.
 Σκαλί σκαλί κατεβαίνει στην κόλαση των ουρλιαχτών.