Παρασκευή 31 Μαΐου 2013

παλιγέννηση

Σβήστε τα φώτα
που απειλούν την ευτυχία.



Διώξτε τους ήχους
που θυμίσουν
Άρνηση.


Έρχονται :
- δίχως σημαίες
- δίχως εμβλήματα


( Μ’  ενα χαμόγελο )

Οι ερωτευμένοι!

Παζάρι επί του χώρου : Πειραιά


Ανέσυρα από λήθη, με χέρια βαρβαρικά
Πράγματα ενθυμήματα προσκείμενα τεθνεόντων
( Ή, γιά άλλους, πεθαμένους εν ζωή ) :


Πίνακες λυγμών γερμένους και άλλους με κεντήδια σκαλιστά
Ραγισμένα αγάλματα  με χέρια σταυρωτά
Βιβλία χαρακωμένα και τόμους ευθυτενείς


( Μιάς λύτρωσης μηδενικής )

Ρολόγια αποστασιοποιημένα κουρδιστά
Που μετρούσανε σε κάθε κτύπο μετρούσανε μια επιτύμβια στιγμή


Όταν ένας πεσσόντας, μικρός Αστερισμός
( Σ’ ένα φλεγόμενο, έναστρο, ανούσιο Ουρανό )
Γέρνει ημιθανείς στα στήθια μου κοιτάζοντας κατάματα τον Θάνατο


Στο πέρας μιάς επιμύθειας πνοής

Κλειστή ανάσα

Κλειστή ανάσα είναι η ποίησή μου.
Οι στίχοι θα  ΄ναι : σιωπή !


Χωρίς φωνή για ν΄ αναταράξει τα Σύμπαντα
Χωρίς πνοή, τα πύρινα δέντρα …


Και τα ερωτικά ποιήματα
Εξαχνίζονται στην ερημιά
( Χάνονται στο απολιθωμένο δάσος )


Εκεί που κρύβεται ο τελευταίος Θάνατος, σιωπηλός
Με σουβλερά και διαμαντένια δόντια …

Στην Κ.Κ

Καλημέρα !
Εσείς που ζήτε στα μαραμένα δάκτυλά σας
( Εσείς που ζήσατε την λανθάνουσα ζωή )

Καλημέρα !
Εσείς που ζείτε στα χάρτινα κλουβιά σας
( Εσείς που ζήσατε νεκροί )

Καλημέρα !
( Αγαπημένη )
Εσύ που είσαι για πάντα ζωντανή !

Βαχαρόπουλος Γεώργιος (βιογραφικό)

Γεννήθηκε 3 / 8 / 1968 στην Αθήνα και η καταγωγή του είναι από την Σίφνο. Σπούδασε Μηχανολόγος Μηχανικός Τ.Ε.Ε. και τελείωσε 1990. Από μικρός ασχολήθηκε με την ποίηση. Το πρώτο του ποίημα το έγραψε το 1979. Έχει εκδόσει δυο ποιητικές συλλογές 1989 και 1997. Κατά τα χρόνια που διάνησε, έχει λάβει κάποιες βραβεύσεις : Β’ βραβείο και έπαινο από το ” cultural agency ” του Γιοχάνεσμπουργκ το 1998, Τιμητικό Δίπλωμα στον Πολιτισμό στην ΔΕΕΛ το 1999, Α’ και Β’ βραβείο στην Αγροτική Τράπεζα από την Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών ΠΟΚΕΑΤΕ και στις εφημερίδες Ριζοσπάστης, Φιλολογική ώρα, Η Γνώμη των Πατρών, Ελευθερία, Αιολικά Φύλλα, Πατρίς, Ελευθεροτυπία, Ελεύθερος, Κουάριος, Γορτυνία και Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, Σπάρτης, Ελληνικό Πνευματικό Πρακτορείο, Λουρίδειο Ίδρυμα, δεκάδες κριτικές. Πήρε το Α’ Βραβείο στο διήγημα «Δύο φωτογραφίες » 1999 από την Νέα Αριάνδη και στις 3 / 6 /2000 τον παρουσίασαν σαν < λογοτέχνη – ποιητή > προς μεγάλη τιμή του από την ΔΕΕΛ από την Νέα Αριάνδη και απάγγελναν και τα ποιήματά του.

το διαβάσαμε:  http://taklamotasem.blogspot.com/2010/05/b.html

προπλασμα


 
1.

Πιστεύω σ΄ ένα Θεό, Πατέρα, Παντοκράτορα

ΠΟΙΗΤΗ Ουρανού και Γης, ορατών τε πάντων αοράτων



( Κοινός θνητός : ΚΑΝΕΙΣ ! )

2.

Η Ποίηση του Θεού είναι η ΑΓΑΠΗ των ανθρώπων

 
3.

Η Ποίηση ειναι ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ

 
4.

Ο σκόπος της Ποίησης είναι η υπέρμετρη ΑΛΗΘΕΙΑ

5.

Αναπαύομαι με ΑΝΟΧΗ ΘΕΟΥ και ξυπνάω με την γήινη, ποιητική μου φλέβα

 

6.

 


Η φθίνουσα ποίηση δεν είναι απλώς απόφθεγμα πάθους και σφοδρού συναισθήματος

Μα η δημιουργία μεθοδικής διερεύνησης ενορχηστρωμένης παλλόμενης μουσικής

Και θέλγητρο ροής του ζωντανού Ονείρου

 
7.

Δεν υπάρχουνε ΝΟΜΟΙ που να φυλακίζουν την πηγή ΚΑΘΑΡΗΣ ΠΟΙΗΣΕΩΣ

 
8.

Η Ψυχή της καθαρής Ποίησης είναι ο ΑΙΘΕΡΑΣ

Κάθε στιγμή

Κάθε στιγμή


Ο βράχος γίνεται βροχή


Κι ο Αέρας γίνεται φωτιά


Για μια μουσική


Παντοτινή






(Και ρέουσα Αγάπη !)

Έρωτας





Στους φιδίσιους αρμούς

Στα τροπικά ηλιοστάσια

Καθόταν η κόρη

Και αναμετρούσε τους έρωτες

Στους παλλόμενους χτύπους της καρδιάς της

(Ο έρωτας

Ρέει

Στις παλάμες της)

Τετάρτη 29 Μαΐου 2013

Παμ-Παμ


Κρυφτήκανε οι ποιητές
βαθιά στα όνειρά τους
κι οι τσαρλατάνοι χαίρονται,
που ήρθε η σειρά τους

Φτιάξανε ποιήματα πολλά
και με χαρά γεμάτοι,
μαζεύτηκαν οι χωρικοί
και όλο το παλάτι

Χοροπηδούν και χαίρονται
ωραίο παιχνιδάκι
και μία λίρα ολόχρυση,
πουλάνε το στιχάκι

Κι όταν τελειώσει η γιορτή
για ύπνο όλοι τρέχουν,
κοιμούνται όλοι τους βαθιά,
μα όνειρα δεν έχουν

Μας πήρανε τα σώβρακα,
ο Starman κι η Starwoman,
εδώ δεν πάτησε ψυχή
κι εκεί μετράνε πούλμαν

Εξήντα δυο φορές ρεφρέν,
όμορφα κοριτσάκια,
κουνιούνται μέσα στο ρυθμό,
κοτόπουλα μπουτάκια

Αυτό είναι το τραγούδι μας
και αν σας πιάνει νύστα,
να πάτε αλλού καλύτερα,
πρώτο τραπέζι πίστα

Είμαστε κουλτουριάρηδες,
φύγε ή κάτσε κι άκου,
αλλιώς, αν θες να δεις βυζί,
τράβα στη Μπεζεντάκου

το δενδρο


Μέσα στης καρδιάς το κέντρο,
μεγαλώνει ένα δέντρο.
Το `χω από μικρό παιδάκι,
κάθε χρόνος και κλαδάκι.

Είν’ η ρίζα του βαθιά μου,
στην ψυχή, στα όνειρά μου.
Η σκιά του με πλακώνει,
θα το κάψω να τελειώνει.

Κι όλο σκάβω εκεί βαθιά μου,
να το βγάλω απ’ την καρδιά μου.
Σ’ ένα φόβο έχει ριζώσει,
νόμιζα πως θα με σώσει.

Μέσα στης καρδιάς το κέντρο,
μεγαλώνει ένα δέντρο.
Κι από τους εφτά του κλώνους,
για καρπούς μου δίνει πόνους.

Έπαψα να το ποτίζω,
και τον κήπο να του χτίζω.
Η σκιά του με πλακώνει,
θα το κάψω να τελειώνει.

Κι όλο σκάβω εκεί βαθιά μου,
να το βγάλω απ’ την καρδιά μου.
Σ’ ένα φόβο έχει ριζώσει,
νόμιζα πως θα με σώσει.

Μέσα στης καρδιάς το κέντρο,
μεγαλώνει ένα δέντρο.
Το `χω από μικρό παιδάκι,
κάθε φύλλο και φαρμάκι.

κάνε μια ευχή

Σαν κεριά μέσα στην άμμο
σιγοκαίει η ζωή
Τρεμοσβήνουμε και λιώνει
Λιώνει ο χρόνος και η στιγμή
κάνε μια ευχή

Σαν τα σύννεφα από πάνω
φεύγουμε γυρίζουμε
Σαν φυσήξει θα χαθούμε
βρέχει όταν δακρύζουμε
Ψιχαλίζουμε

Σαν τα τρένα που χουν φύγει
Σαν το πλοίο που γυρνά
φεύγει η ζωή και πάει
σαν το δάκρυ που κυλά
Γύρισε ξανά

Σαν το ήλιο όλη μέρα
μια ματιά σου δε χαλάς
μα όταν γείρει για να φύγει
κόκκινος και βασιλιάς
Στέκεις τον κοιτάς

Χειρουργείο


Δεν τους έδωσε κανείς σημασία
ούτε ο καθρέφτης
χαμογελούσαν σα μάσκες
οδηγούσαν εντυπωσιακά,
τουλάχιστον εκείνοι εντυπωσιάζονταν.
Μέρη του σώματος
ποτέ ολόκληρα
ποτέ αυτό που λένε ‘’ο άλλος’’,
η καλύτερη στιγμή της πράξης
η αυριανή περιγραφή της,
τοίχος.
Τα πρόσωπα ασκημαίνουν
ιδίως όταν θυμώνουν αδιέξοδα
γίνονται σαν εμετός που βγήκε
και ξαναμπήκε.
Όνειρα? Ναι κάτι σ΄ εφιάλτες
ανοίγεις χέρια και πετάς
ανοίγεις βήμα και το άλμα σε κρατά στον αέρα.
Μα γιατί χτίζουν όλοι?
Οι αναμνήσεις θέλουν δεκαετίες
δεν θα προλάβουν να τις ζήσουν
αυτό που νόμιζα του νου, ίσχυε
πνιγόταν η φωνή….
δεν πολυέβγαινε.
Τις ίδιες βλακείες στο ίδιο χαζό Σάββατο
καμώνονται τους ευτυχισμένους
όπως αυτοί που μάθαν τεχνικές,
‘’σύμβουλοι’’ γάμου, γονιών
αν σκοτωθούν αύριο θα το έχω προβλέψει
αν είναι ήδη σκοτωμένοι
θα γίνω μονάχα,
πιο αντιπαθητικός.

Το τρένο


Το τρένο πάντα μυρίζει
σώματα, για μια ‘’μη αναστρέψιμη’’ διαδικασία
η πορεία δεν είναι ποτέ η ίδια
τα σώματα το νιώθουν: εκρήγνυνται.
Ο πόνος , η προσμονή
με τη μορφή ιδρώτα.
‘’Αγνοούν’’ κάποιοι το σώμα.
Δεν ακούν δεν μυρίζουν δεν γεύονται.
Το τρένο με πάει βόρεια
στην αυταπάτη,
‘’ μη αναστρέψιμη’’ κι αυτή.

Καρναβάλι


Καρναβάλι γιορτάζουν οι άδικα νεκροί.
Φορούν ενα μαντήλι-σα νύφες-τριγύρω στο κρανίο
και πλησιάζουν τους ζωντανούς.
‘’Χάσαμε λίγο ακόμη κλάμα’’ τους λένε,
‘’και μιαν άνοιξη’’.
Και μετά ανοίγουν τα σκέλια
συνουσιάζονται αχόρταγα,
σαν ίδιοι.

Νίκος Κυριακίδης (μικρό βιογραφικό)

Ο Νίκος Κυριακίδης γεννήθηκε το 1960 πίσω απ΄τα προσφυγικά του Αι Σώστη. Είναι μαθηματικός. Πρωτοεμφανίστηκε στο διαδίκτυο πριν από δύο χρόνια (2011) και οι " δρόμοι με ματωμένα γόνατα" είναι το πρώτο του βιβλίο.

Τρίτη 28 Μαΐου 2013

Η ΖΩΟΦΟΡΟΣ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ

  
Ψάρια μικρά μεγάλα με το στόμα ανοιχτό
τέρατα δύτες κολυμβητές
στρατιές λογχοφόρων ο δράκος
που θα μας καταβροχθίσει όλους
γυναίκες πάνω σ’ ατίθασα άλογα
αρχαίες νεκρικές πομπές
Το γαϊτανάκι της φαντασίας
η ζωοφόρος του ουρανού
τέρπει τρομοκρατεί

Σαν το απειλητικό σάπιο
πορτοκάλι ξεπρόβαλε απ’ τα βάθη
της γης στοιχειωμένο
Θέλει να μας επιβληθεί
να μας αφανίσει

Αλλά θ’ αντισταθούμε

Νίκος Αλιφέρης (βιογραφικό)

Ο Νίκος Αλιφέρης γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Μαθηματικά και Φιλοσοφία στο Λονδίνο και το Παρίσι αντίστοιχα. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: Άβυδος (Άγρα, 1994), Eκ του Mετώπου (Άγρα, 1998), Προσωπογραφίες και άλλα ποιήματα (Άγρα, 2005).

Έχει μεταφράσει: τα Γράμματα από την Ελλάδα του Γ. Φλωμπέρ (Άγρα, 1984), τις Φιλοσοφικές επιστολές του Βολταίρου (Αλεξάνδρεια, 1990), το Φινιστέρε και άλλα ποιήματα του Ε. Μοντάλε (Άγρα, 1995), το  Hμερολόγιο του ΄72 του Ε. Μοντάλε (Άγρα, 1999), το  Περί ποιήσεως (Άγρα, 2005).
Το 2013 θα κυκλοφορήσει σε μετάφρασή του από τις εκδόσεις Άγρα το Ημερολόγιο του ΄71 του Ε. Μοντάλε.
 
το διαβάσαμε:  http://agrapublications.blogspot.com

ουράνια γατα

Σάντρα βασίλισσα του φεγγαριού
Μαύρη σφίγγα θρονιασμένη στην ψάθα
Της Ερήμου


Είσαι η ουράνια γάτα του θεού Ρα
Που πάλεψε το σκοτάδι της νύχτας
Αγγελιοφόρος μηνυμάτων κρυφών
Η χαρμοσύνη της γονιμότητας


Τριγυρνάς στους κήπους του Νείλου
Το αστέρι ανάμεσα στα μάτια
Κάτω από την σελήνη που στάζει
Ευωδιά από γιασεμί


Κι έπειτα έρχεσαι κι εδώ σε μας
Εμφανίζεσαι μεγαλοπρεπής
Σ’ ένα πλατύσκαλο
Και ξαφνικά γεννιέται ένα ποίημα

εκ του μετωπου

Τα γιασεμιά σου τα έκρυψα στο συρτάρι μου
μην κάνω ξεχασμένος πως τα μυρίζω
μπροστά στον Κωνσταντίνο
Έσφαλα και συχνά αμάρτησα
εζήτησα όμως πάντα το αγαθό
Η ψυχή μου ματωμένη
από τους φίλους που έχασα
από την φρίκη του πολέμου

Νίκη

Σημαίες και λάβαρα υψώνονται
μέσα στο πανδαιμόνιο της νίκης
ζητωκραυγές αλαλαγμοί ανεμίζουν
από χαρά κι οι δαίμονές μας
φεύγουν τρομαγμένοι.

Μας καρτερούν
σαν ξεπροβάλλει η άλλη μέρα
στην γωνιά του κρεβατιού

δημιουργώντας τριγύρω ένα κενό
απειλητικό που χαίνει.

Ἀφροδίτες

Λαχταριστὲς Ἀφροδίτες
μὲ καλλίγραμμα μέλη
ἀκόρεστα μεγάλα μάτια
καὶ μικρὲς ψυχές

Θὰ σᾶς βάλω στὴν κόλαση
τὴν καθεμιὰ καὶ σ’ ἕνα κύκλο.
Στὸν κύκλο τῆς λαγνείας
τῆς πλεονεξίας
τῆς φιλαργυρίας, τῆς σπατάλης
τοῦ δόλου, τῶν ὑποκριτῶν

Στὸν κύκλο τῆς ἀνυπαρξίας καὶ τῆς λήθης.
Στὸ βάραθρο τοῦ μηδενός

ουράνια γάτα

Σάντρα βασίλισσα του φεγγαριού
Μαύρη σφίγγα θρονιασμένη στην ψάθα
Της Ερήμου

Είσαι η ουράνια γάτα του θεού Ρα
Που πάλεψε το σκοτάδι της νύχτας
Αγγελιοφόρος μηνυμάτων κρυφών
Η χαρμοσύνη της γονιμότητας

Τριγυρνάς στους κήπους του Νείλου
Το αστέρι ανάμεσα στα μάτια
Κάτω από την σελήνη που στάζει
Ευωδιά από γιασεμί

Κι έπειτα έρχεσαι κι εδώ σε μας
Εμφανίζεσαι μεγαλοπρεπής
Σ’ ένα πλατύσκαλο
Και ξαφνικά γεννιέται ένα ποίημα

Μυτιλήνη

Θα γεράσουμε κι ίσως πεθάνουμε εδώ
Στο απρόσμενο πέτρινο σπίτι
Στον κήπο μύστη
Μιας ζωής πιο κρυφής
Η Ιωνία θα ξεπροβάλλει αντικρύ
Στολισμένη την άσβεστη λάμψη
Των πανάρχαιων θρύλων

πλεύσεις

Κορίτσια της πρώτης νεότητας
Που αρμενίζετε για τα σαράντα
Σκορπίζετε το αινιγματικό χαμόγελό σας
Στον ύπνο μου και τον φωτίζετε
Γυναίκες πια ανεμίζετε
Τα αργυρά σειρήτια των μαλλιών σας
Στα σκαλοπάτια του Λυκαβηττού
Κορίτσια που δεν ενωθήκαμε ποτέ
Μιαν άλλη ένωσή μας καρτερώ
Μιαν άλλη νεότητα.

Κορίτσια των πρώτων φωτισμών
Και των πρώτων ανοίξεων

Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

[Αρχή τής ύπαρξής μου η περιδίνηση..]

Αρχή τής ύπαρξής μου η περιδίνηση
και τα πρώτα φιλιά. Και ιδού εγώ
ήλιος μικρός και γύρω μου
η αείροη νεφέλη.

Αχνίζει το νεόκοπο σώμα,
απτόμενον μέτρα και αποσβεννύμενον μέτρα,
με τους ατμούς τού θόλου μου
και της ψυχής μου τους κοχλασμούς,
για να πληρωθούν οι μασχάλες μου ύδατα,
γεωγέννητος
και τώρα
γεωφόρος.

Αποβάλλω στους πράσινους δρόμους
το κέλυφος το ασπιδοφόρο.
Και οι μέσα δαγκάνες με ανυψώνουν
στο μαλακό χώμα τής γόησσας γης
κι οι πατούσες αποτυπώνουν
τα πρώτα ίχνη
της περιδιάβασης.

Θαλπωρή ωαρίου το σώμα το Άχραντο
που με περιείχε
και βύζαινα την Αμάλθεια
με τα μαστάρια ξέχειλα ζωής
και τα χείλη ηδονικά στις ρώγες.

Έσκυψα και ντύθηκα μαζί σας το σαρκίο μου
κι άπλωσα στους καρπούς χέρια πολύκλαδα,
και στο χώμα ριζίδια χλωρά και
πορφυρές βύθισα ρίζες
και ευφραινόμουν την ευφροσύνη την πλούσια,
συνδαιτυμόνες μου,
αδέλφια τής κοινής Μητέρας
και του πατέρα τού άγνωστου.

Κι έπαιζα κύκλους και κλωθο-
γύριζα, μεθυσμένος που άγγιξα τη ζεστή -
μες στο αίμα τού τάραντου
και των ψαριών το σπαρτάρισμα,
καθώς μέσα σε φλόγες -
καρδιά σας.

Φως και φτερό στ' ανάλαφρα γόνατα,
κύκλιοι χοροί και κραυγές τερψιλαρύγγιες
στις άγριες ρεματιές και στα δασιά μουστάκια
ή
τα σείστρα των γοφών
και το φεγγάρι τής παρθένας μήτρας
σε έκσταση.

Κυκλοδίωκτο σπέρμα στις ζεστές λαγόνες των γυναικών
τους ομοίους μου γέννησα αδελφούς κι αδελφές μου.
Και πορεύτηκα τη χλόη με τον ήλιο παραμάσχαλα
και καβάλα στον τράχηλο τον κοινό μας απόγονο τον αντίμαχο
που θα γευόταν
τη σάρκα και το αίμα
του αδελφού του.
Κι έσκυψα κι είδα τα παγόβουνα μέσα μου
και τη λάβα που πέτρωσε το κόκκινο αίμα.
Κι η μητέρα Γη δεν είχε να μου στρώσει τραπέζι
και το πρώτο μαχαίρι ανήμπορο
να μοιράσει βολβούς.

Δεινόσαυρων πτώματα και βροντόσαυρων ρόγχοι
κι ένα βράδυ κόκκινο ατέρμονου πυρετού
κι άγριο το μάτι τής Άβυσσος
στις πρώτες εκλείψεις τής μέρας.
Κι ήρθε και στάθηκε πάνω μου
αμείλικτο το πνεύμα τής Ανάγκης.
Τράβηξε με το μαύρο της δάχτυλο
βουτηγμένο στη λάβα
τη γραμμή που χώριζε τον κύκλο στα δυο.
Κι είδα πως άλλος ήμουν εγώ
κι είδα πως άλλος ήταν ο διπλανός
και τον ξεχώρισα.

Κι ευθύς ο σπαραγμός στα σωθικά
κι ευθύς το μαχαίρι στον καινούργιο μας στόχο,
Άβελ, Άβελ -ή όπως αλλιώς-
καιρός να λιγοστέψουμε,
καιρός να πολλαπλασιάσουμε τα πράγματα.
Και είναι Δέντρο αυτό
και Στάχυς το άλλο
και Βότρυς.
Και είναι η κόρη αυτή
που πλαγιάζει το σπέρμα μου
στην καινούργια τροχιά τής δικής μου καλύβας.

Ο Ζυγός κάπου θα κλίνει
και ψηλά ανεβάζοντας το πελώριο το τάσι,
Σελήνη και Ήλιος,
τη σπορά των θεών θα επικαλεστώ
και κάτω χαμηλά
των ολιγόζωων βροτών οι σπόνδυλοι
θα υψώσουν πυραμίδες, ναούς και μαυσωλεία
στο ύψος τού ελεύθερου μετώπου.

Και θα βάλω φτερά
ότι με γοητεύει η πτώση μου,
και θα βάλω αλυσίδες στον σκλάβο μου αδελφό,
τι πώς αλλιώς θα τον ελευθερώσω;
Ο δούλος εγώ
που έγινα αφέντης
σε δούλους
που θα γίνουν
αφέντες μου.
Το Τόξο η εξουσία μου κι ο Πέλεκυς,
τα πρώτα ιερογλυφικά
και οι χρησμοί
μαζί με την εξ ύψους παρηγοριά.
Και σκιάζω τους υποτακτικούς μου και τους δίνω
τα όπλα που στεριώνουν
τα καλά και συμφέροντα.

Κι ο τροχός γυρίζει μέσα στα χέρια μου.
Χτυπώ με το πόδι το τύμπανο το πελώριο της γης
και κρατώ στα δόντια το μαχαίρι τού πυρρίχιου
και στις μετόπες ψηλά τις οπλές των αλόγων.

Και ρυθμός της Ανάγκης
πολυσήμαντος παλίντονος αρμονία τής καιομένης βάτου,
άσμα χορευτικό τής πυρκαγιάς,
που σέρνει και βλασταίνει το Ρόδο
στο κέρας το μοναδικό τής εξουσίας.

Και μέσ' απ' το χορό ανεβαίνω απελεύθερος
με κρασί τού Διόνυσου
και το ζεστό το αίμα των Μαινάδων.
Με τους θύρσους στο χέρι
και παρέα τους Κορύβαντες
πάνω χύνομαι στις ροές των κυμάτων
κι ο κηρόδετος αυλός συνταιριάζει
το ρυθμό των ελάτινων κουπιών.
Γεμίζουν φτερά τα πελάγη
και σωρεύω τα πλούτη
που κινούν τους τροχούς
των μεγάλων αλλαγών.

Το κορμί μου στη φάμπρικα
κι η γυναίκα
κι η πρώτη μου τρυφερή σπορά στον αφέντη μου.
Δικό μου τίποτα.
Μονάχα η πίστη στη βουλή τού Ουράνιου Πατέρα
κι ο παραδείσιος ο τόπος ο χλοερός.
Βρίζω το αρχοντολόι
κι αναδεύουν γερακίσια φτερά
τα δασιά μου μουστάκια.
Οι αντένες στα μπράτσα μου
κι οι τροχαλίες
που αναποδογυρίζουν
τ' απάνω κάτω
το χώμα τού κόσμου.
Και στύβω στις μηχανές τον ιδρώτα
και πλάθω
ιδέες και μονέδα
να ξαγοράσω ακίνδυνα
την υποταγή,
ο πριν δουλοπάροικος
και νυν αφέντης.

Τα ίσαλα της Αργώς ή η ποίηση


Ροές των κυμάτων
και βλέπω να στάζουν στην αλμύρα
πυκνά τα γένια σου
κι η σοφία πλέκει λόγια φωταγωγά.
Καμαρώνεις θαλασσινοί που γεννηθήκαμε
κι είχαμε βαθιά στο στέρνο
αχούς τού ωκεανού
κι οσμή ευωδερής Κολχίδας
κουβέρτα κι άλμπουρα.
Και συγχρόνως την πένα ονειρεύεσαι,
πες μου τι καμαρώνεις βλέποντας να τη βαστώ
και να ραμφίζω ψίχουλα στο χαρτί
αντί να καταστρώνω φωτεινά ταξίδια
γεμάτα μουσικές τού ωκεανού
κι από την Τραπεζούντα
καρσί να βγω στη μυθική την Αία

και πάλι το άτι κάθιδρο να κατευθύνω
στ' ατίθασα νερά τής Προποντίδας
παραβγαίνοντας το πέταγμα περιστεριών
και των δελφινιών
το ηχηρό παιχνίδισμα.


Άμποτε να 'ρθουν καιροί ηρωικοί
γεμάτοι κίνηση και χρώμα,
να τετραποδίζει φτερωτός ο εξάμετρος,
ποίημα, αψίδα θριάμβου,
λέξεις απ' ατσάλι αστραφτερές,
στίχοι χρυσάφι
και στροφές πλημμυρισμένες με αλκή,
στη μαύρη καταιγίδα τινάζοντας την κόμη
μεγαλειώδης άγγελος
ή μικρός ολύμπιος θεός.
Και δίνοντας χτυπήματα με τα φτερά,
όπως οι αετοί,
ή με τα νύχια,
όπως τα λιοντάρια,
τους ανάξιους βρίζοντας.

Σ΄ακολουθώ
κι εσύ αντί να προπορεύεσαι
μ' ακο
λουθείς νύχτα με φακόστις ποντικές ακτές τις απόκρημνες
κι η λάμψη μεγαλώνει τις σκιές
ως μέσα στον άγνωστο χρόνο,
τον διαχωριστικό και πειναλέο,
κι απ' τα κλωνάρια τ' ουρανού κατευθείαν
κρέμεται ο χειμώνας σέρνοντας το έλκηθρο,
κι οι λύκοι στο κατόπι του,
όπως δελφίνια στης Αργώς τα αφρισμένα ίσαλα.


Φυτρώνουν μεμιάς τα δενδρύλλια των πόλεων,
απλώνουν τα κλαδιά τους
και τινάζουν
Σινώπες και Τραπεζούντες και Αμισούς,
Όλβιες και Παντικάπαια και Γοργίππες,
μια νέα Ελλάδα θαλπωρή ερώτων
και παστάδα κατάλευκη ονείρων.
Και γεννιούνται, μεστώνουν και ταξιδεύουν
τα ρήματα τα φεγγερά τού πνεύματος,
ηρακλείτεια παλίντονα
κι αναξαγόρεια πλανητικά μυστηρίων.
Το άρρητο της παιδιάς σε αψίδες θαυμάτων
κι ο Λόγος που κοσμεί τα ισόρροπα τόξα.
Αιωρείται στο φως το λάβαρο της πρώτης ιστορίας
με λευκά ιστία εντελών κανόνων.
Και το τέθριππο του ήλιου τα φρένα πυρώνοντας
γεννά κι αθανατίζει
των ολιγόζωων θνητών
την άδηλη μοίρα.

Κι ολούθε γεννιέται
και φεγγοβολάει
μια νέα
ΕΛΛΑΔΑ

Ο αναποδογυρισμένος κόσμος. Η μοναξιά


Ανακατεύεις την τράπουλα της ιστορίας και μοιράζεις.
Γίνεσαι εσύ εγγονός κι εγώ παππούς σεβάσμιος.
Ανακαλύπτεις το ηλεκτρόνιο κι εγώ
τη λάμψη τής φωτιάς και τον τροχό τής μοίρας.
Βυθίζομαι
κι έχω χαθεί
μέσα στην απεριόριστη περατότητα του είναι σου,
που πάλλεται, συσπάται, συστέλλεται και διαστέλλεται στο χρόνο.
Αιώνες τώρα αφουγκράζομαι τους χτύπους,
καθώς διασχίζουν το άπειρο
με μια επαναλαμβανόμενη αταξία,
που δεν μπορεί παρά να είναι η απόλυτη Τάξη.
Κι εσύ αρνιέσαι τη γοητεία τους
και αφήνεις να ξεχυθεί από μια τεράστια αρτηρία ποτάμι αίμα
που πλημμυρίζει τα κοίλα μεσοδιαστήματα των άτακτων χτύπων.
Γρασαρισμένα με λαμπερό αίμα
δεν αφήνουν χώρο για περιδιάβαση,
παρά μια απέραντη
μοναξιά ευταξίας.

Για να βρεθείς σε λίγο μπροστά σε μιαν ασύμμετρη συμμετρία συμβολικών παραμέτρων, που σε οδηγούν σε ένα πανταχού παρόν συνεχές σύστημα μηδενικών συναρτήσεων με φθόγγους μουσικών τόνων.

Εσύ τα στοχάζεσαι
κι εγώ απελπίζομαι,
και το σοφό ασυνεχές τρέχει αενάως και ανοήτως
σε φανταστικούς
ή υποτιθέμενους κύκλους
αστρικών συστημάτων.
Τα κύτταρά μου αρνούνται
κάποια σημάδια λογικής στίξης,
που ν' απεικονίζουν, χωρίς περιττές παραμέτρους,
ένα ελάχιστο κύμα τρυφερότητας
ή τρόμου,
καθώς ο χρόνος περνά σαν σφουγγάρι κυκλικά
και εκμηδενίζει τα σημάδια
ή τα μετατρέπει σε φαντάσματα,
πολλαπλασιάζοντας τους χώρους τής μοναξιάς.
Και ιδού
οι γαλαξίες λιγοστεύουν μέρα τη μέρα,
αιωνιότητα την αιωνιότητα
και τη θέση τους παίρνει το μαύρο,
όχι του πένθους ή του κακού,
αλλά το μαύρο, υποκατάστατο
της χαμένης αίσθησης,
που περνά μέσα απ' το χρόνο
σε άλλο ακαθόριστο σημείο φωτισμένο,
μοναχικό, απέραντο, ακίνητο
και αενάως κινούμενο,
εξοπλισμένο με καρδιά αδιάφθορη και μυστική,
σαν ένα πεδίο
γιγάντιας και τρομαχτικής
μοναξιάς.

Η ύπαρξη, της μοίρας μας ουσία,
προσμένει της ψυχής σου τη θυσία.
Καβάλησε το άτι σαν Κοζάκος,
μη σ' εύρει η φυλλοξήρα ή και ο δάκος.
Στήσου στη γη σου Διγενής κι Ακρίτας,
κρατώντας τα ιερά τής αλφαβήτας.
Σκύψε την κεφαλή σου και στοχάσου.
Ύλη και πνεύμα η καρδιά σου.

Νόστος


Κι έστησα το κονάκι σου του Πόντου
στην Κορυφή Κιλκίς
και σ' έκλεισα μέσα, όπως σε παλάτι μνήμης,
ώσπου.

Και λίγο πιο πέρα
οι φούστες των κοριτσιών γεμάτες ψιθυρίσματα
κι αφουγκραζόμουν κρυφά τον μυστικό ρυθμό τους,
επειδή και κατείχα ακόμη μέσα μου
κάποιες χορδές κιθάρας
ή πλήκτρα από λεία βότσαλα ασίγαστου πόθου.
Και τα μάτια τους,
τρυφερές νύχτες μες στις ατέλειωτες αγρύπνιες μου,
άνοιγαν
μ' ένα μονάχα βλέμμα τους
ρωγμές στον ουρανό,
όπου γράφανε με χρυσή μελάνη
τους στίχους τής καρδιάς
αποκρυπτογραφώντας κρυφά
πάνω στο σταρί τής σάρκας τους
τα όνειρα τα μυστικά τής εφηβείας.

Και λάμπαν τα σκεβρά θρανία
και σαλεύαν τα φύλλα των βιβλίων
σαν των αγγέλων τις φτερούγες.
Κι επειδή νήστευα όλο το χρόνο το κορμί τους,
κάθε πρωί μεταλάβαινα την ομορφιά
μ' ένα αντίδωρο του πόθου μου
και τ' άμετρο ερωτικό κρασί.

Καμιά νύχτα δεν κλέβει το όνειρο,
το ψιχαλίζει από ψηλά στη διψασμένη μας ψυχή.
Σκάει κι ανοίγει το στέρνο
τρίζοντας και συντονίζοντας τον ήχο του
με τους ασίγαστους πόθους.
Έτσι μεθυσμένο μ' ανεβάζανε οι άγγελοι
στους κήπους τούς πρωτόγνωρους του παραδείσου.

Ανεμισμένες οι κόμες στο στροβίλισμα του χορού
και τα χέρια ξαναμμένα
γύρω απ' τις λιανές μεσούλες.
Ανάσες καυτές να καίνε τα χνουδάτα μάγουλα
.
Πού πας
με την έξαψή σου να κρέμεται
στις φλεγόμενες φούστες
κι αρχίζεις να παραληρείς
στο Α κεφαλαίο τού κορμιού της
με τα χρυσά των δώδεκα και κάτι Ιουλίων
κι ανεβαίνεις όπως τα νερά
όλες τις αποχρώσεις τού πράσινου:
το λαχανί τού πρώτου σκιρτήματος,
το χλωρό πράσινο της ελπίδας,
το κυανοπράσινο του βραχνού πόθου
που μυρίζει θάλασσα,
και λάμπεις διάφανος βυθός
γλιστρώντας πάνω στους χρησμούς
των δίδυμων λοφίσκων των μαστών της;
Κάθιδρος και ο ύπνος να σαλεύει πλήρης φτερών,
σαν ένας Άγγελος
που ισορροπεί μετέωρος στο παράθυρό σου
και να τρικλίζεις πάνω στα μυστήρια
συλλαβίζοντας τα άνθη
ως τον πυρήνα τού καρπού τους.

Τα μέτρα και τα σταθμά



Ο Αγώνας

Όμως οι άντρες
και πιο πολύ οι γυναίκες,
που διακρίνουν ευκολότερα
τ' άφαντα στα σκοτάδια,
βάλανε κλειδωνιές τα δόντια να φυλάξουν τη ζωή
που έντρομη φώλιαζε στ' άσαρκα μέλη,
γιατί
πού να σε θάψουν, και μάλιστα
με τέτοια ακρίβεια κεριών και παπάδων.

Και μέρες πολλές ψάχναμε για δουλειά
αλλού ο πατέρας,
αλλού τ' αμούστακο τ' αγόρι κι η μητέρα
ώρες έξω απ' τις πόρτες σπιτιών και γραφείων
- πώς να τολμήσεις, έτσι μικρός,
κάτω απ' τις πελώριες
τις αυστηρές πολυκατοικίες
- ελκεσικέραυνα δονούμενα.
Ώσπου να 'ρθουν στα μέτρα μας
ή να τα φέρουμε εμείς στα δικά μας τα μέτρα
και να γίνουν οι πέτρες
χαλίκι και σκυρόδεμα στις πλάτες
ή κασελάκι στιλβωτή
και σκάφη και σφουγγαρόπανο.

Για ν' αρχίσει σε λίγο ο άλλος ο πόλεμος,
της ντροπής

μολύναμε την πόλη,
κι είχανε, λέει, γεμίσει
οι υπόνομοι του Καραβάν Σαράι
εκτρώματα και φονικά,
εκεί που μόνο εμείς το ξέραμε
πόσο ευώδιαζε το βλέμμα
κι ο καθαρός χτύπος τής καρδιάς,
όταν η χάρη αιθρίαζε
και τρίζαν οι σίμβλοι τής χαράς
απ' την πνοή τού
εσώτερου μύρου.

Γιατί ο δικός μας ο έρωτας
φυσούσε πάνω στη χλόη
με ροδοκόκκινα μάγουλα και μελαψά μέλη
κι είχε το χρώμα το πορφυρό τής αγιότητας.
Ζεμένος κάτω απ' το γλυκό φορτίο
δε σήκωνε τα μάτια τα σεμνά της αφοσίωσης τα μοναδικά.
Εδώ λιμάζει η πόλη των αστών,
σε γδύνει με τα μάτια της.
Άπληστα ψαύουνε τα χέρια
και τα χείλη έχουν βεβηλωθεί
από κραυγές ξένες.
Σαπίζει ο καρπός τής αφοσίωσης,
ανεμίζουν φουστάνια
και σαλεύουν
φουσκωμένοι
λαίμαργοι μηροί.

Και γεννηθήκαμε πολλές φορές
κι έκθαμβοι ακούγαμε το νέο ανάβλυσμα της ψυχής
που ντύθηκε τον φωτεινό χιτώνα
να προστατεύσει απ' το κακό
και να ζεστάνει το δρόμο τής Αρετής.
Και λύθηκαν μεμιάς τα σκιώδη αινίγματα
κι άνοιξε η μελωδούσα πύλη τού καιρού
στο διφρήλατο ρόδο.

Ήρθαν χέρι με χέρι τα πρώτα εύγε και τα χαμόγελα
- ρόδινη αυγή των κοριτσιών τής γειτονιάς.
Φιλιώθηκε η ανάγκη με τη σεμνότητα
και τα όνειρα πορφύρωσαν τις αναζητήσεις.
Ύψωσε φωτολαμπείς πυρσούς ο ουρανίδης λογισμός
κι οι παρθένες μήτρες ανύμνησαν
των εφήβων το αγέρωχο κάλλος.

Καινούργιοι ξεκινάμε
αφήνοντας να κοιμούνται μες στη μνήμη μας
τιμάρια και ακίνητα
με τη σποδό των έργων
που σωριάστηκαν γύρω μας.
Ακόμη και τον φύλακα άγγελο
που αποκοιμήθηκε κι η συμφορά μάς βρήκε
απαρνηθήκαμε
και μάθαμε να προσκυνούμε τ' άξια τα χέρια
και το φτερωτό πνεύμα τής έμπνευσης.
Προσεκτικά ψηλαφήσαμε τ' ακριβά τής Τέχνης
που είχανε παραμελήσει οι κάτοχοί τους
χάρη των ηδονών

την άρπα με τη μουσική τού αρωματικού ξύλου,
το μουσαμά,
όπου νηστική πάλεψε η άγρια μέθη,
τις γλυφές τού μαρμάρου και του ορείχαλκου.
Υψώσαμε στοχαστικά το μέτωπο
στις αυστηρές βιβλιοθήκες
όπως παλιότερα στη δροσερή βροχή
και στο δαυλό τού ήλιου
.

Νοσταλγία


Στο έμπα τού χωριού κάτω από τον πλάτανο
κάθισα λίγη ώρα να ξεκουραστώ.
Πάνω μου κλώνοι ήρεμοι ζυγιάζονταν,
αβρά μέσα στον ίσκιο τους με τύλιγαν.
Θρόιζαν, σουσουρίζαν τα φυλλώματα
και γύρω η φύση βούιζε απ' τα έντομα.

Σιγά σιγά αλλάζει ανεπαίσθητα,
μαζί κι εγώ σιγά σιγά μεταμορφώνομαι,
το παιδικό μου σώμα ξαναντύνομαι
και παίζω με τα χώματα αμέριμνος.
Βγάζω και καμαρώνω την κλειδίτσα μου
σουγιά κολοκοτρωνέικο, χριστουγεννιάτικο
λαμπρό κανίσκι, απ' τον πατέρα μου
.

Στη ρίζα λουλουδιού καθώς τον βύθισα,
φυσά ζεστό αέρι και ξεχύνεται
βουή ανθοφορίας ανοιξιάτικης
κι η νεκρωμένη γη από τα σπλάχνα της
λουλούδια αμέτρητα ξεπέταξε πολύχρωμα
.

Κι εγώ, άγνωστο πώς, αμέσως βρέθηκα
πάνω στο αλωνάκι ρόδου εκατόφυλλου
κι ύπνο ευωδιαστό γλυκοκοιμήθηκα
.

Κι όταν σε λίγο ξύπνησα από το όνειρο,
αντίκρισα πουλιά με μάτι πονηρό
να έχουνε κατεβεί στο γύρω πράσινο
και να τσιμπολογούνε τιτιβίζοντας
σπυρί σπυρί καημούς τής νοσταλγίας μου
.

Στρεβλή ρίμα



Ώρες καθηλωμένος στην καινούργια πολυθρόνα,
με βλέμμα απλανές ρεμβάζεις τον παλιό ανθώνα

κι απορείς πώς βγήκε από τέτοια στρεβλή ρίμα
κι ακαθόριστη διάθεση ταξίδι με τ' αγέρι πρίμα,
αναίτια πάντως, μια περιπέτεια
ξεχασμένη - τι θέλει τώρα πια και επιμένει;
Εσύ να κάθεσαι στις φτέρνες με την κλαρωτή
φούστα σου στα φωτεινά σου γόνατα, καμαρωτή
στη σιωπή τής ώρας -καλοκαίρι-,
απλώνοντας τελετουργικά τ' αβρό σου χέρι
ν' αγγίξεις της μοίρας τ' ανοιχτό λουλούδι
λεπτό και τρυφερό σαν το δικό σου χνούδι,
κι εκείνο να γίνεται ρυθμός και μουσική
άσμα ερωτικό, να πεταρίζει γύρω σου - εδεμική.


Έφυγες κι αδειάζει ο κόσμος, σβήνει,
σε παίρνει ο χρόνος στα φτερά του, αφήνει
στη θέση σου το απόλυτο κενό
για να σε βλέπω και αιώνια να θρηνώ.
Στ' απύθμενα βάθη έχω απομείνει,
τώρα που έφυγες εσύ απ' τη σκηνή.
Ήταν για μένα η βαρύτερη ποινή,
η πιο επιτυχής αποτυχία
δίχως αποδείξεις και στοιχεία
παρά μόνο ότι ο ουρανός είναι πια μακαρίτης
κι έχουν σβήσει τ' άστρα κι ο αποσπερίτης
κι έμεινα ξεσκέπαστος
μες στα κρύα χάη
όπου μόνο ένα σκυλί γρούζει κι αλυχτάει.

Και βέβαια ήθελα κι εγώ να σου πω
τον καημό μου,
όμως κανένας στίχος δεν εκφράζει
το ρυθμό μου
.

Ανελκυστήρες



Οι ποιητές δε θα μάθουν ποτέ
τη χρήση ανελκυστήρων
-
προτιμούν κάτι άλογα παλιάς τεχνολογίας.
Κάποιες προσπάθειες προσαρμογής
οι αυτοσχεδιασμοί σε τίποτα δεν ωφέλησαν
∙ ακόμα
αγνοούν τους βασικούς μηχανισμούς:
πώς ξεκινάς ή σταματάς και πότε
απροειδοποίητα σε τυλίγει το σκοτάδι

τι αντηχήσεις παίρνουν μέσα
στο φρέαρ οι κραυγές
και σε ποια υπόγεια σωρεύονται και αβγαταίνουν
όταν αγωνιάς εγκλωβισμένος.
Το μόνο που καλά γνωρίζουν είναι
ο άνεμος στα δάση και στα ρετιρέ των βουνών
κι η ανάερη διαδρομή, ανοιχτή και ευοίωνη,
χωρίς λαμπτήρες και φώτα τεχνητά,
φυλακισμένο φωτισμό και συναισθήματα,
έγκλειστα και περιγεγραμμένα.
Γνωρίζουν ακόμη κάτι συχνές εναλλαγές,
μια συμβολική αραίωση και πύκνωση φωτοσκιάσεων
ανάμεσα σε σκότος αμιγές και φως κίβδηλο,
το μέσο ευνοϊκό πάντα και πρόθυμο κρατώντας
.

Ως το τέρμα



Οι καθήμενοι προσεύχονται
οι όρθιοι τους ευλογούν.
Σαν θυμιατήρια κουδουνάνε οι χειρολαβές.
Ένας τρελάθηκε

πιέζει το κουμπί, μες στο μυαλό του
ανάβει ένα φωτάκι. Οι άλλοι
δεν πρόλαβαν - μείναν μισότρελοι
με το χέρι μετέωρο.

Έβαψε τα μάτια τους η ώχρα.

Εγώ, είπε ο ποιητής,
δε θα συμβιβαστώ με ενδιάμεσα.

Θα φτάσω την τρέλα μου ως το τέρμα.

Η χρησμολογία τού φωτός



Προβάλλει κρυφή υποψία η νυφίτσα απ' το λαγούμι της
κι η ουρά τού σκίουρου διαγράφει μες στα φυλλώματα
το είδωλο του καιρού.

Ένας λαγός σκιρτώντας στον ανήφορο εισχωρεί στο σύνορο του γλαυκού
και το λαγωνικό να κρεμάει μάταια γλώσσα νικητήριας σημαίας
.

Αίγες ντυμένες στο μαύρο σαλεύουν τις κάπες τους
σείοντας τις φουντωτές κορφές των θάμνων στην πλαγιά,
όπου σκάζουν ένα ένα τα μυρωδικά τους τα λουλούδια
και βομβούν γύρω σε μικρούς παραδείσους τα εφήμερα.

Κι ανάμεσα σε μυριστικά μονοπάτια ρέουν σταγόνες διάφανης χαράς.
Πάμφωτη η ρώγα σφύζει από θεϊκό χυμό
με στάλες δροσιάς στο κίτρινο ράμφος τού κότσυφα
κι ο αμπελουργός άδει το τερπνό του άσμα
στις παρυφές των πιτσιλωτών αβγών τής διαιώνισής του.

Μέσα μας τρεμουλιάζουν χωρίς ίχνος αέρα
τα φύλλα τής λεύκας
μια αχνοπράσινα, μια γλαυκά λευκάζοντας τον ύπνο μας.

Διαφωνώ ριζικά με το σκίουρο της Μοίρας. Πάντα
μέσ' απ' τη σκοτεινιά χρησμολογεί με τις μικρές εκρήξεις του το φως.

το μυστικό άνθος

Δεν είναι που δεν έχεις τι να πεις
μάλλον
κάποιο μυστικό άνθος
άρχισε να ωριμάζει
στη σιωπή σου.

Δεν έχει ήττα ή νίκη


Στον έρωτα δεν έχει ήττα ή νίκη·
χαρίζονται το ’να στ’ άλλο τα κορμιά.


Όταν σε σμίγω μες στο φεγγαρόφωτο,
γεμίζει ο κήπος μυστικές φωνές·
ειρήνη βασιλεύει γύρω μας και μέσα.

Γρηγοριάδης Νίκος (βιογραφικό)

Ο ποιητής και φιλόλογος Νίκος Θ. Γρηγοριάδης γεννήθηκε στο χωριό Κορυφή του Κιλκίς το 1931. Σπούδασε κλασική φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και εργάστηκε στην Ελλάδα και στο εξωτερικό ως φιλόλογος και σχολικός σύμβουλος μέσης εκπαίδευσης. Ανήκε στην ομάδα σύνταξης των "Κειμένων νεοελληνικής λογοτεχνίας" για το γυμνάσιο και το λύκειο. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1963 με την ποιητική συλλογή "Το βάθος της ληκύθου". Ακολούθησαν οι συλλογές: "Δειγματοληψία Α'", 1981, "Ο κήπος και η πύλη", 1982, "Τα μέτρα και τα σταθμά", 1983, "Η απουσία και ο λόγος", 1985, "Ίσκιοι", 1987, "Το αθέατο μέσα μας", 1988, "Βουστροφηδόν το σύνταγμα της ζωής", 1988 (με το ψευδώνυμο Νικόλας Ταλμάν), "Flora mirabilis. Ο πίθος και το φανάρι", 1992, "Μαύρες ακτές", 1994, "Δειγματοληψία Β'", 1996, "Η φωτογραφία μαζί με το τελευταίο μήνυμα", 1998, "Ανάβαση", 2002, "Και στρεβλές ρίμες", 2006, καθώς και η συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του "Ποιήματα 1963-2005", Γαβριηλίδης, 2007. Η ποίηση του Νίκου Γρηγοριάδη διακρίνεται για τη λιτότητα αλλά και το στοχαστικό της βάθος. Ωστόσο, από την έκφρασή του, προπάντων στα πρόσφατα ποιητικά του έργα, δεν λείπει η βαθύτερη δραματική αίσθηση για τον κόσμο, συνδυασμένη με έναν τόνο σαρκασμού. Έγραψε επίσης το τρίτομο δοκίμιο "Το δημιουργικό γράψιμο: η τέχνη και η τεχνική του: δοκίμια προβληματισμού", Γρηγόρης, 1979, επανέκδοση, 2000 από τις εκδόσεις "Κώδικας" τις οποίες διευθύνει, και "Αναγνώσεις λογοτεχνικών κειμένων", 1992. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία για τον Νίκο Γρηγοριάδη, βλ. "Αφιέρωμα στον Νίκο Γρηγοριάδη", Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων, 1997, "Η ελληνική ποίηση· Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά", Αθήνα: Σοκόλης, 2002, σ. 334-345, και Αλέξης Ζήρας, Χρύσα Πετρωτού, "Γρηγοριάδης, Νίκος" στο "Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", Αθήνα: Πατάκης, 2007, σ. 442.


αντιγραφή από :  http://www.biblionet.gr

εργα του ποιητή: 

(2007) Ποιήματα, Γαβριηλίδης
(2002) Ανάβαση, Κώδικας
(2000) Το δημιουργικό γράψιμο: Η τέχνη και η τεχνική του: Εκθέσεις, Κώδικας
(2000) Το δημιουργικό γράψιμο: Η τέχνη και η τεχνική του: Η παράγραφος, Κώδικας
(2000) Το δημιουργικό γράψιμο: Η τέχνη και η τεχνική του: Το βιβλίο του καθηγητή, Κώδικας
(1998) Η φωτογραφία μαζί με το τελευταίο μήνυμα, Κώδικας
(1992) Δοκίμια προβληματισμού: Το δημιουργικό γράψιμο: Η τέχνη και η τεχνική του, Γρηγόρη

Η ταβέρνα



Απόμερη μέσα στη σκοτεινιά της εξοχής
άνοιξε μεμιάς τα παράθυρα της νύχτας
δωροδοκώντας την μ' ένα ποτήρι κρασί
γεμάτο αντιλαμπές και μνήμες.
                                             Μπήκε
η παρέα που ερχότανε απ' τους ουρανούς
αδειάζοντας το στέρνο από τραγούδια.

Έτσι πιωμένοι βγήκανε απ' το μπουκάλι
χορεύοντας ρυθμούς που έπαιζαν στον άνεμο
τα δέντρα.
               Χαράματα
περνώντας απ' τη ρεματιά ξυπνήσανε τ' αηδόνια  
κι ήπιαν και πάλι μουσική
απ' το λαγούτο του μικροσκοπικού τους στέρνου.

Όταν ξαπλώσανε να κοιμηθούν
ανάβλυζε κιόλας φως
απ' το κορμί τους.


Καλεσμένος του έρωτα


 

Κι όμως το 'νιωσα αμέσως, το κατάλαβα
ξανά πως καλεσμένος ήμουν του έρωτα,
αφότου μια τυχαία λάγνα σου ματιά
στάθηκε λίγο εντός μου, με κυρίεψε
στέλνοντάς μου το νεύμα, μια υπόσχεση.
Ξέρει η καρδιά από τέτοια, δε γελάστηκε
ποτέ σε συναντήσεις τόσο κρίσιμες.

Βάζω φτερά στα πόδια για το σπίτι μου,
παίρνω και το λουτρό μου, αρωματίζομαι,
φρεσκοπλυμένα βάζω ρούχα καθαρά,
πανέτοιμο το σώμα να 'ναι και ζεστό,
χαρά να σου προσφέρω, πόθο κι ηδονή.

Πού κατοικείς δεν ξέρω, όμως θα σε βρω∙
η ευωδιά που αφήκες όλα πότισε,
δρόμους, πάρκα και σπίτια και τον ουρανό.

Μες στα λουλούδια σ' ήβρα που περπάταγες
κι ευώδιαζε η ανάσα σου στα πέρατα.
Κι ως έφτασα κοντά σου τ' αβρό γέλιο σου
άνθισε στη θωριά σου ρόδο κόκκινο.

Το χέρι μου απλώνω τρεμουλιάζοντας,
πειθήνια συντονίζεσαι στο βήμα μου
ως του σπιτιού την πόρτα που από μόνη της
διάπλατα ανοίγει και σε δέχεται.
Στο πλάι καρτερεί ο ορθός ο έρωτας
που οδηγεί τους δυο μας ως την κάμαρα,
πλημμυρισμένη ρόδα και αρώματα.

Τρέμοντας σε ξεντύνω στο σκιόφωτο,
στην κλίνη ανθούν τα μέλη, λάμπει η σάρκα σου,
σέλας με φως αιώνιο και ανέσπερο.
Και πια δεν έχω έγνοια για παράδεισο,
αφού μαζί σου είμαι σε γλυκιά άβυσσο.

Από τη συλλογή
 Και στρεβλές ρίμες (2006)

Γεντί Κουλέ



Πώς γίνεται και γιατί δεν ξέρει,
όμως όταν η νύχτα απλώνει το μαντίλι της
πάνω Γεντί Κουλέ και Εφταπύργιο
ζώνοντας με τ' ασημιά κεντίδια της τη Σαλονίκη,
τον βλέπουν, ακόμη κι όσοι τον έχουν εντελώς ξεχάσει,
να κάθεται Προφήτης εν νεφέλαις
στο πιο ψηλό μπεντένι του σιωπώντας.

Κι όπως δε διακρίνουν τη μορφή του
«Ποιος είναι αυτός ο άγνωστος που περιπαίζει
τα κάστρα μας και παριστάνει
τον πολιούχο που όλοι μας τιμούμε;»
μέμφονται και αφρίζουν οργισμένοι.

Άσ' τους, ουκ οίδασι, δεν ξέρουν
που τόση μοναξιά τον κατατρώει.
Δε βλέπουν, δεν ακούν τα παρακάλια
στον καβαλάρη μας τον Μυροβλήτη
να' ρθει και με το δόρυ του να ξεκοιλιάσει
το δράκο που τον πνίγει αλυσοδεμένο.


Ο ποιητής


 

Δώσ' μου την αγάπη σου
(αν μου δώσεις την αγάπη σου, λέει ο ποιητής).
Δώσ' μου τη ματιά σου (αν μου δώσεις τη ματιά σου, λέει ο ποιητής),
θα σε κάνω πουλί, θα σε κάνω αστέρι.
Και θα 'σαι πουλί και θα 'σαι αστέρι,
γιατί το στέρνο μου είναι ένας πολλαπλασιαστής
κι ό,τι του δίνεις σ' το επιστρέφει μεταστοιχειωμένο,
γιατί το στέρνο μου είναι ένας πρωτόγονος μάγος
και ό,τι αγγίζει το μεταμορφώνει,
γιατί είναι πουλί
κι ό,τι αντικρίζει το κάνει τραγούδι.

Δώσ' μου την αγάπη σου, λέει ο ποιητής,
να σου δώσω το σπέρμα μου,
να σου δώσω το λόγο μου.
Και θα 'σαι η χλόη και θα 'σαι το νερό
και το παράθυρο, η γλάστρα και το ποίημα.

Δώσ' μου τη ματιά σου, λέει ο ποιητής,
να τη διαθλάσω σε μαρμαρυγές,
να φωτίζεις τα σκότη,
να φέγγεις μυριστικά
τον άνθρωπο.

Σκοπός μας είναι η δημιουργία μιας Ανθολογίας Ποιημάτων από το σύνολο των Ελλήνων Ποιητών- Ποιητριών αλλά και ορισμένων ξένων, καθώς επίσης και κειμένων που έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον μας. Πιθανόν ορισμένοι ποιητές και ποιήτριες να μην έχουν συμπεριληφθεί. Αυτό δεν αποτελεί εσκεμμένη ενέργεια του διαχειριστή του Ιστολογίου αλλά είναι τυχαίο γεγονός. Όσοι δημιουργοί επιθυμούν, μπορούν να αποστέλλουν τα ποιήματά τους

στο e-mail : dimitriosgogas2991964@yahoo.com προκειμένου να αναρτηθούν στο Ιστολόγιο.

Θα θέλαμε να τονίσουμε ότι σεβόμαστε πλήρως τα πνευματικά δικαιώματα του κάθε δημιουργού, ποιητή και ποιήτριας και επισημαίνουμε πως όποιος δεν επιθυμεί την ανάρτηση των ποιημάτων του ή κειμένων στο παρόν Ιστολόγιο, μπορεί να μας αποστείλει σχετικό μήνυμα και τα γραπτά θα διαγραφούν.

Τέλος υπογράφουμε ρητά ότι το παρόν Ιστολόγιο δεν είναι κερδοσκοπικό και πως δεν η ανάρτηση οποιουδήποτε κειμένου, ποιήματος κτλ γίνεται με μοναδικό στόχο την προβολή της ποίησης και την γνωριμία όλων όσων ασχολούνται με αυτή, με το ευρύτερο κοινό του διαδικτύου.