Παρασκευή 31 Ιουλίου 2015

Γυμνό σώμα (απόσπασμα)

του Γιάννη Ρίτσου

Εἶπε:
ψηφίζω τὸ γαλάζιο.
Ἐγὼ τὸ κόκκινο.
Κι ἐγώ.
Τὸ σῶμα σου ὡραῖο
Τὸ σῶμα σου ἀπέραντο.
Χάθηκα στὸ ἀπέραντο.
Διαστολὴ τῆς νύχτας.
Διαστολὴ τοῦ σώματος.
Συστολὴ τῆς ψυχῆς.
Ὅσο ἀπομακρύνεσαι
Σὲ πλησιάζω.
Ἕνα ἄστρο
ἔκαψε τὸ σπίτι μου.
Οἱ νύχτες μὲ στενεύουν
στὴν ἀπουσία σου.
Σὲ ἀναπνέω.
Ἡ γλῶσσα μου στὸ στόμα σου
ἡ γλῶσσα σου στὸ στόμα μου-
σκοτεινὸ δάσος.
Οἱ ξυλοκόποι χάθηκαν
καὶ τὰ πουλιά.
Ὅπου βρίσκεσαι
ὑπάρχω.
Τὰ χείλη μου
περιτρέχουν τ᾿ ἀφτί σου.
Τόσο μικρὸ καὶ τρυφερὸ
πῶς χωράει
ὅλη τὴ μουσική;
Ἡδονή-
πέρα ἀπ᾿ τὴ γέννηση,
πέρα ἀπ᾿ τὸ θάνατο.
Τελικὸ κι αἰώνιο
παρόν.
Ἀγγίζω τὰ δάχτυλα
τῶν ποδιῶν σου.
Τί ἀναρίθμητος ὀ κόσμος.
Μέσα σε λίγες νύχτες
πῶς πλάθεται καὶ καταρρέει
ὅλος ὁ κόσμος;
Ἡ γλῶσσα ἐγγίζει
βαθύτερα ἀπ᾿ τὰ δάχτυλα.
Ἑνώνεται.
Τώρα
μὲ τὴ δική σου ἀναπνοὴ
ρυθμίζεται τὸ βῆμα μου
κι ὁ σφυγμός μου.
Δυὸ μῆνες ποὺ δὲ σμίξαμε.
Ἕνας αἰῶνας
κι ἐννιὰ δευτερόλεπτα.
Τί νὰ τὰ κάνω τ᾿ ἄστρα
ἀφοῦ λείπεις;
Μὲ τὸ κόκκινο τοῦ αἵματος
εἶμαι.
Εἶμαι γιὰ σένα.

Πέμπτη 30 Ιουλίου 2015

Οι ώρες απειθούν


Διονύσης Καψάλης

Οι ώρες απειθούν, γίνονται μέρες,
οι μέρες εβδομάδες.. μήνες.. χρόνια..
περιπολούν στους κήπους μαύρα πιόνια
και πέφτει νύχτα σ’όλες τις σκακιέρες.
Κλείνουν στο σπίτι τα παιδιά οι μητέρες
και γω που σ’ αγαπώ τρέμω μη φύγεις.
Χτυπάω στ’ όνειρό μου, δεν ανοίγεις,
κι ο πόνος της καρδιάς γεννάει αστέρες
διάττοντες, σε άπονο ουρανό.
Κοίτα πως καταλάμπουν το καινό
πεθαίνοντας κι η πύρινή τους κόμη
αχτένιστη, φεγγοβολάει ακόμη,
σαν ποιητές που σίγησαν ενώ
χάλκευαν μια χαρμόσυνη συγγνώμη

Ἡ προσευχὴ τοῦ ταπεινοῦ


Κύριε, σὰν ἦρθεν ἡ βραδιά, σοῦ λέω τὴν προσευχή μου.
Ἄλλη ψυχὴ δὲν ἔβλαψα στὸν κόσμο ἀπ᾿ τὴ δική μου.
Ἐκεῖνοι ποὺ μὲ πλήγωσαν ἦταν ἀγαπημένοι.
Τὴν πίκρα μου τὴ βάσταξα. Μοῦ δίνεις καὶ τὴν ξένη.
Μ᾿ ἀπαρνηθῆκαν οἱ χαρές. Δὲν τὶς γυρεύω πίσω.
Προσμένω τὰ χειρότερα. Εἶν᾿ ἁμαρτία νὰ ἐλπίσω.
Σὰν εὐτυχία τὴν ἀγαπῶ τῆς νύχτας τὴ φοβέρα.
Στὴν πόρτα μου ἄλλος δὲν χτυπᾷ κανεὶς ἀπ᾿ τὸν ἀγέρα.
Δὲν ἔχω δόξα. Εἶν᾿ ἥσυχα τὰ ἔργα ποὺ ἔχω πράξει.
Ἄκουσά τη γλυκιὰ βροχή. Τὴ δύση ἔχω κοιτάξει.
Ἔδωκα στὰ παιδιὰ χαρές, σὲ σκύλους λίγο χάδι.
Ζευγᾶδες καλησπέρισα ποὺ γύριζαν τὸ βράδυ.
Τώρα δὲν ἔχω τίποτα νὰ διώξω ἢ νὰ κρατήσω.
Δὲν περιμένω ἀνταμοιβή. Πολύ ῾ναι τέτοια ἐλπίδα.
Εὐδόκησε ν᾿ ἀφανιστῶ χωρὶς νὰ ξαναζήσω…
Σ᾿ εὐχαριστῶ γιὰ τὰ βουνὰ καὶ γιὰ τοὺς κάμπους ποὺ εἶδα.
Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Τετάρτη 29 Ιουλίου 2015

Eρωτας και θάνατος


Νιώθω συχνά μούσα μου
να με καλείς,
και ίσως τότε λησμονώ
ή ίσως να θυμάμαι,
και ως κύμα αναδύομαι
στου έρωτα τους στίχους,
σε απαγγελίες που ιστορούν
στις τραγικές τους ώρες,
παραλυσίες των θνητών
από θανάτων ήχους!
==============
Βασίλης Κουστούδας

Έρωτας και θάνατος
Από την συλλογή
Ενώ δεν ήσουν εκεί

Δύο (2) ποιήματα της Στέλλας Βρακά

Στο σαγηνευτικό τριαντάφυλλο
στάθηκε ο έρωτας
μεθυσμένος απ΄ το όλον
διψώντας το άρωμά του
θαμπωμένος στο χρώμα του.
Μα η αγάπη
πριν εκείνος σκορπιστεί
στο παμφάγο της γητείας του
τον πήρε απ΄το χέρι και
τον πήγε στο κυκλάμινο
του βράχου
του ανέμου
της μοναξιάς.
Κι ο έρωτας υπέκυψε
στο ευλογημένο της ταπεινότητας.
Στην ομορφιά της απλότητας.

***

Όλοι οι άνεμοι αποφάσισαν
για το τραγούδι της αγάπης μου.
'Εσπευσα στην κατάφασή του
και γητεύθηκα στο κάλος του.
Κι είπα, ναι, στην απουσία σου.
Παρούσα στην παραλία σου
στέκομαι κι αντέχω.
Πλέκω όνειρα,
υφαίνω ελπίδες.
Και μαζεύω τις ματαιότητες μου
και τις θάβω στην άμμο
με τα ασπροβότσαλα.
Το φως το έμπιστο
κατοικεί στο ορμητήριο σου.
Το σκοτάδι με οφείλει στο φως.
Κι όλα τα κύματα μου δείχνουν
τον δρόμο.

Στις συναντήσεις με τον διάολο....

της Αγαθής Γιολτζίδου 


Στις συναντήσεις με τον διάολο μέσα μου επιθυμώ να μοιραστώ μαζί σου το πρωινό μου τσιγάρο.
Στα χείλη μου στάζει μελάνι από τους χυμούς σου, κόκκινοι ,στάζουν αίμα σαν το νεφέλωμα γύρω από το φεγγάρι, σημαίνει βροχή κι αέρηδες ψιθυρίζοντας μου λες ,μετράς το χρόνο σου μα δεν σου φτάνει ποτέ κι ας τρέχεις στο κατόπι του .
Χαμηλώνω το βλέμμα μου ,γεωτρήσεις απύθμενες πίδακες ανενεργών ηφαιστείων ,πλημμυρίζει η σκιά μου.
Ξενύχτησα διαβάζοντας για ένα φάντασμα [ένα είναι τάχα, ξεχείλισε το φως από τα ξωτικά ] ``Με πόνεσες μέχρι θανάτου και σ΄ ευχαριστώ. Για να πονέσω τόσο φρικτά, φαντάσου πόσα μου χάρισες." γράφει η Βαμβουνάκη.
Σταγόνες διαλύουν τη γραφή μου.
Λύσε με φωνάζουν ,απελευθέρωσε με.
Σ ακούω μέσα από το μελάνι σου.
Φθαρμένος ο γιακάς του πανωφοριού μου φέτος.
Κι η κόλλα η λευκή.
Που οι λέξεις επιπλέουν μεταξύ ιδρώτα και δακρύων, φτιάχνοντας ορμητικούς και ερμητικούς καταρράκτες παθών και πόθων.
Σκόρπιες αναλαμπές σκέψεων .
Τελικά καπνίζω υπεραστικές αποστάσεις και αποδράσεις μη με ρωτάς για πού κι από πού , αφήνοντας ένα βαθούλωμα στο κάθισμα της πλάνης σου.
Κι ο διάολος εξακολουθεί να θρονιάζεται στο μέσα μου.
Εξευγενισμένος , όπως η αλήθεια σου τρικλίζοντας στη ρωγμή που έφτιαξες.
Την διαφορά σου ψάχνω. Διαφέρει το σε συναντώ από το επιθυμώ.
``έρημα κορμιά ,, καφτάνια της ψυχής αρχαίες αμαρτίες``, ακούω.

Δύο (2) ποιήματα της Δάφνης Κουμουλή

Αυτόχειρες ουρανοί
Αυτές οι γερασμένες κάργιες
που στα ακροκέραμα χτυπιούνται των αετών,
δεν φέρνουν πια μαντάτα, 
απλώς αυτοκτονούν σε πείσμα του ποιητή
με ένα μειδίαμα σαρκαστικό.
Αχ! να ‘ταν μια ανάσταση ακόμα…
Εύελπις παρακμίας του χτες,
κρατάς το τελευταίο προπύργιο του εαυτού
και μέσα κρύβεις μιαν ελπίδα θολή,
που μυστικά ματαιώνεται.
Κατέθεσες στον χρόνο άτοκα
κι έρχεται λήθη.
Λιγοστός ο ουρανός που άφησες στα σύννεφα
κι η βροχή, στην παιδική της ακόμα ηλικία,
δεν νιώθει ποιον θάνατο ξεπλένει…………..

**
Μοιάζω να βγήκα από ρήγμα
σε αρνητικό φωτογραφίας.
Ειδικό βάρος μηδέν!
Με φόρεσαν τα διαρρηγμένα ιμάτια
κι αντίπερα με πήγαν
καινούριο σενάριο να αρχινήσω
Μα κι εδώ φυλακές...
Αφήνω ένα ρήγμα φιλιού για το τέλος
και ως τότε, για άλλοθι,
ποιήτρια πως είμαι θα ομολογώ……

Τον βίο που επέρασε


του Σπύρου Μάλλιου


Τον βίο που επέρασε κοιτούσε
και τας τιμάς που έρχοντο θωρούσε
λόγους εύμορφους άκουγε συχνά
επαίνους κι αναγνωρίσεις

μα η καρδία ’του ποθούσε
τας στιγμάς που ήτο νέος
χωρίς τιμάς
αλλά με σφρίγος και ορμάς
και τας τιμάς επιζητούσε

τοιαύτη ανταλλαγή
πλέον δεν την ποθούσε
και καταδικασθείς
με τας τιμάς συζούσε

κι ο ίδιος πια κατάλαβε
πως αι δυνάμεις ’του απήλθαν
τοιαύτας τιμάς
για να του δίδουν.

Τρίτη 28 Ιουλίου 2015

Απόγνωση

Στων αισθημάτων το ταμπλό,
ένα συν ένα δεν μας κάνουν δυό,
παρά μονάχα ένα....
Αυτό το ονοματίσαμε Χαρά,
και το βαστούνε μέσα τους γερά
οι ΄Ανθρωποι με Αγάπη....
Κι ήρθε το Ψέμα ύστερα
στήνοντας μπρος μας οδοφράγματα,
ώσπου γινήκαμε ΄Ολοι Ξένοι.
Ακόμη και οι Θεοί ξεφτήσανε
μέσα απ' την αμυαλωσύνη
και μείναμε χωρίς Θεό,
δίχως Αρχές και ΄Ονειρα,
όντας ψαχουλευτές του σκοταδιού
γιά ΄Ισκιους, Χαρές και Αλήθειες.
Τώρα πιά, τί να προσμένουμε,
παρά Απόγνωση μονάχα,
αφού τα στήθια μας γιομίσανε
από ΄Αγχος και Κακίες.
Και, ήρθε μετά η Μοναξιά,
κι εμείς,
δέσμιοι βρεθήκαμε
στα σκοτεινά κελιά της....
Αυτά που εμείς οι ίδιοι χτίσαμε,
σφραγίζοντας με ογκόλιθους,
για Πάντα τα ΄Ονειρά μας!

Ο Ουρανός

Με αδέσμευτη την καρδιά,
αγναντεύω δυό κλαριά που καθρεφτίζονται,
στην επιφάνεια της λίμνης...
Σηκώνω το βλέμμα μου αψηλά
και η ματιά μου σαν κλέφτης τρυπώνει,
στου Ουρανού το Γαλάζιο Παλάτι.
Νοιόθω Φίλο μου και Αδερφό τον Ουρανό,
και πολλές φορές,
γιά τα όνειρά μου, μαζί του συζητάω.
Και, αν τύχει και είναι ΄Ανοιξη,
που ο Ουρανός στη λίμνη καθρεφτογιαλίζεται,
θαρώ, πως ο ΄Ηλιος του χαμογελά,
ενώ, στην Αντάρα και στην Κακοχειμωνιά,
ο ΄Ηλιος του, κρυμένος θλίβεται,
στέλνοντας στη Γη μαζί με τη βροχή,
ένα πικρό του δάκρυ...

TO AΣΠΡΟ ΜΑΣ ΑΛΟΓΟ


Αφήστε το άσπρο μας άλογο
επάνω στον καμβά του να καλπάζει
Κάποια νεκρή μας φύση 
πρέπει να αναπνεύσει
Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου 



" Η Λίμνη των Κύκλων"
Εκδόσεις Μανδραγόρας, Αθήνα 2014

Τρεις (3) Ποιήσεις του Κώστα Κωνσταντινίδη


Ι

απ' το παράθυρο κοιτώντας του αεροπλάνου
ίσως συμβεί
απρόσκλητη και βιαστική η αλήθεια να σ' επισκεφτεί
αυτό που γνώριζεις καλά όντας παιδί να ψυθιρίσει
και με χαμόγελο τζοκόντας να χαθεί
''είσαι πολύ μικρός για τόσο μεγάλα προβλήματα''


ΙΙ

με χέρια στις τσέπες βήμα αργό και σκυμμένο κεφάλι
θα τον συναντήσεις
καθώς θα προχωράς στου γνόφου το ενδότερο σου μονοπάτι
και θα τον ρωτήσεις
για να σου απαντήσει απλά πως δε σ' αγάπησε.


ΙΙΙ

Των Λύκων

Λύκος δεν γεννιέσαι
γίνεσαι
σε κάνουν
οι λύκοι
δαγκώνοντας σε μόλις σου κερδίσουν την εμπιστοσύνη
κόβοντας κομμάτι το κομμάτι
μπας και καλύψουν τις δίκες τους λαβωματιές
μήπως και χορτάσουν το αδηφάγο τους εγώ
για να μην σε δουν αρτημέλη και συνειδητοποιήσουν την δική τους λειψότητα
να ΄ναι σίγουροι πως δεν ελλοχευει εκδίκηση
για να τους συντροφεύεις
να τους επιβεβαιώνεις
και αν μείνουν νηστικοί
δεν διστάζουν να δαγκώσουν ουτε τα ιδια τους τα παιδιά
μα όσοι λίγοι τυχεροί δεν μεταλλάχτηκαν,
φέρουν το αντίδωτο σου.

οι άνθρωποι και τα παιδιά


Φαίδων Αλκίνοος

επιτυχώς οι άνθρωποι καλλιεργούν ασχήμια
στις σχέσεις τους στον έρωτα στους φίλους
στη διακόσμηση καρδιάς ψυχής σπιτιών
στις πόλεις στα χωριά στις θάλασσες και στα βουνά
επιτυχώς

βαθμολογούνται δ' ως άριστοι κτήτορες συνεχιστές
αιωνίων άλλων κατοίκων διερχομένων το πάλαι
χρόνο δεν έχουν πλιο οι δύσμοιροι διαλόγων κι αλλαγών
πάρθηκε ο δρόμος τους ολόιδιος των έργων τους
επιτυχώς

δήθεν πως πρέπει τα παιδιά μας να παραλάβουνε
καλλίτερο τον κόσμο που δανειστήκαμε απ' αυτά
και πρέπει αγνά και όμορφα να τακτοποιηθούν
έτσι ώστε την κρίση τους ποτέ να μη την πουν
επιτυχώς

οι άνθρωποι καλλιεργούν ασχήμια
υποθηκεύουν τ' αύριο στο αδηφάγο σήμερα
σε κάθ' αισχρό τους σχέδιο αμέτοχος κανείς
καλοί που πάψαν πια, κακοί, πως να τους πεις,
επιτυχώς

[Ο καφές της παρακμής ]



του Κώστα Κωνσταντινίδη 

Ο καφές της παρακμής πίνεται σε φλυτζάνι βρώμικο
ψήνεται σε μπρίκι άπλυτο
προετοιμάζεται απο κουτάλι αμφιβόλου καθαρότητας
το καιμάκι ίσως κόψει,
δεν θα σε νοιάξει
τα ουσιώδη θα αναζητάς
θα αργήσει να κρυώσει,
για την απόδραση που θα προσφέρει θα ανυπομονείς
θα τον πιείς γύρω στις 1:30 το μεσημέρι
με αίσθηση ώρας πρωινής,
ώρες έψαχνες λόγο απ'το κρεβάτι να σηκωθείς
ρούχα στο πάτωμα θυμωμένα θα σου φωνάζουν,
τα σπουργίτια όμως θα ακούς να συζητούν
το μόνο ουσιώδη είναι αυτό.
κ' ετσι
την πρώτη σου την τσούρα θα ρουφάς

Έτσι κ' εσύ

του Κώστα Κωνσταντινίδη 
Έτσι κ' εσύ!
Όπως των μεγαλουπόλεων τα αυτοκίνητα!
έτσι κ' εσύ.
Των μεγαλουπόλεων!
Μποτιλιαρισμένα το ένα πίσω απο το άλλο!
έτσι κ' εσύ,
παγιδευμένος αναμεσίς παρελθόντων και εικασιακών φαντασμάτων.
Στο μποτιλιάρισμα!
Αναγκασμένα μιά να σταματούν μια να ξεκινουν!
έτσι κ΄εσύ,
καταδικασμένος μια να δρας μια να αδρανείς.
Μια να ξεκινούν και μια να σταματούν!
Φθείροντας την μηχανή τους, σπαταλόντας την βενζίνη τους!
έτσι κ' εσύ,
φθείροντάς την ψυχή σου, ξεμένοντας απο ελπίδα.

Δευτέρα 27 Ιουλίου 2015

Τους έχω βαρεθεί

Τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στους δημιουργούς του τραγουδιού και του Video

Κυριακή 26 Ιουλίου 2015

Μονόπρακτα εορτής (απόσπασμα)

της Έφης Κατσουρού


III.

Σου έγραφα τακτικά, θυμάσαι;
Δέξου ακόμη μία επιστολή
-μεγάλωσα και πίστεψα
στον Έρωτα όσο σε Σένα.-
Την προστακτική διάβασέ τη ως μία λανθάνουσα ευκτική
που εξέλειψε.
Ας μοιραστούμε ένα ζεστό καφέ το απόγευμα,
θα μείνω πιστή στη συνήθεια
να μη ζητήσω τίποτα σε αυτό το γράμμα.
Είναι μονάχα μια ευκαιρία να κλείσω τα φώτα τα Μεσάνυχτα
να περιμένω ξύπνια το νέο ξημέρωμα
υπακούοντας στη διδασκαλία των Χριστουγεννιάτικων δέντρων.

IV.

Το αγόρι το κρέμασα στο πρώτο κλαδί
το κορίτσι δίπλα του.
Όλοι λέγαν πως αυτό το ξύλινο στολίδι
δεν είναι αγόρι πάνω σε άλογο
μα άγγελος.
Κι οι άγγελοι δε συνάπτουν σχέσεις με μικρά κορίτσια
ακόμη κι αν εκείνα έχουν ξανθιές πλεξούδες.
Χρόνια τώρα δουλεύω στην απόδειξη
ενός αντίθετου μαθηματικού τύπου
συνεχίζω να τοποθετώ σχεδόν εμμονικά
τα παιχνίδια στις ίδιες θέσεις
δεξιά από ένα ελάφι, μια αρκούδα κι ένα ζαχαρωτό.

Παρασκευή 24 Ιουλίου 2015

Το λάθος (και οι αμπελοσοφίες του)


της Ελένης Εφραιμίδου

Το προσπερνώ,
μ' ακολουθεί
Αδιαφορώ,
ενδιαφέρεται
Το χαστουκίζω,
με χαστουκίζει
Το ξεριζώνω,
ξαναφυτρώνει
Το πνίγω,
ανασταίνεται
Το θάβω,
βρικολακιάζει πάντοτε

Απ' τη σκιά μου πιο εφιαλτικό
Από τη σκέψη μου πιο έμφυτο

Μα τόσο έμφυτο το λάθος;

[Με βήματα άηχα]

Με βήματα
άηχα
με τις αγγελικές
μορφές μας
ω! το βλέμμα 
πως σαρκάζει
τη μνήμη,
τις αποθυμιές
τα καλοκαίρια
ονειρεύεται
τα δυάφανα
με ανέμους
μισούς
απο πάθος
κι αφύλακτα
να ξεπορτίζουν
στο χάος
τ΄ουρανού.
Ο κόσμος
αχνο-φαίνεται
λιμνάζει,
σε ποιά
δειλινά
σε ποιά
θάλασσα
σε ποιά
στιγμή
ν΄αφήσεις
Ήλιε
πορφυρέ
πνοή
λυγμικού
λόγου....
Γρηγορία Πελςκούδα
Ανέκδοτη Συλλογή

Κορμιά από χώμα


Έμεινες κορμί ένας ακρωτηριασμός
ένα απάτητο ναρκοπέδιο
ιχνηλάτες τα σκουλήκια 
η βοή της βρώσης
νεκροί οι πυροτεχνουργοί
περπάτησαν στα σύρματα
βαμμένα σύρματα ξερά από σφαγές
αμέριμνοι διαβάτες
κόπηκαν στις σκουριές
άλλοι κλάπηκαν με τις σιωπές
ξεχάστηκαν στις φωτιές
στα σύνορα της πάλης και του κρύου
Έμεινες κορμί ένας καταιγισμός
ένας βραχυκυκλωμένος εναγκαλισμός
εχθρός κυλιόμενος
απέραντος σαν δέρμα
υφέρπων σαν κουρασμένος νους
κάτω από τις γραμμές
πλάτες λυγισμένες
κομμένες χαρακώματα
χέρια ξεπροβάλλουν από τα χώματα
κλαδιά αζήτητα
η υγρασία στα γόνατα
και εκείνοι οι άγονοι δρόμοι
στα σύνορα ενός αφορεσμένου πυρετού

B.M

Το λάθος να βλέπουμε ταινίες μαζί


Όταν τέλειωσε το φιλμ
σε μισούσα
έμοιαζε ο τρόπος
που κρατάς την εφημερίδα
το τσιγάρο
στα δάκτυλα σου
το ματωμένο μαχαίρι
έμοιαζε ο έρωτας μας
με το φιλμικό έρωτα
των ηρώων
ώστε

εμείς υποκρινόμαστε


Πατεράκης Νίκος

ΕΚΕΙΝΑ ΤΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ


Πάρε με πάλι σ’ εκείνα τα καλοκαίρια…
Θέλω να ξαναζήσω
το χάδι της αύρας
στο πρόσωπό μου
τις γλυκές Αυγουστιάτικες ζέστες του
σούρουπου,
εκείνο το ολόγεμο κόκκινο φεγγάρι
να ανατέλλει πίσω από τον Πυξαριά,
τα τραγούδια γύρω από τη φωτιά,
και το κεφάλι του σκύλου μας
ακουμπισμένο πάνω στα πόδια μου…

Πάρε με πάλι πίσω σε κείνα τα καλοκαίρια...


Μπούκουρας Δημήτρης


Ο ΧΡΗΣΤΟΣ

Ροδάνθη Τζωρτζάκη 
Ακρίδες σε αποσύνθεση.
Ασάλευτες. Οι μνήμες.
Το πράσινο χαμόγελο παιδιού
που ξύπνησε μια μέρα στο μουσείο
ξεπερασμένα σχήματα και αισθήματα κοιτά
Και έξω βρέχει
Εδώ πάντα βρέχει
Μα δεν φυτεύουμε στους τόπους πια
σφαιρίδια της θύμησης και άλλα πατρογονικά 
Γέμισε ο τόπος μας κραυγές βροχής 
αναίσχυντες μικρές ανησυχίες
Μικρό παιδί τον ένιωθε παντού
στη γεύση του ψωμιού
στην εκκλησία του παππού
σε σκοτεινά περάσματα και άλλα 
προπατορικά μνημεία
Πέρασαν χρόνια από τότε
Βαρέθηκα από ψηλά να με κοιτάνε
τα κενοτάφια να ανοίγω
και τάματα στο Έλεος ελεεινά να κάνω
Και να παρακαλάω ποιόν;
Όταν η βροχή ξεπλύνει τα ωραία σου άμφια
Τα θεία σου βασανισμένα κείμενα όταν λειώσει
(πόση στοργή για πόσα χρόνια!)
όταν θα τρέχεις να σωθούν όσα μπορείς
από της πίστης σου τα ιερά σημεία
θα καταλάβεις τότε-
(πόσες φορές θα σου το πω ακόμα!)
με όνειρα με τάιζες παππού
Περιήγηση σήμερα η ζωή μου σε μουσείο
κάπου ανάμεσα σε σώματα κάδρα
όμορφα και ακίνδυνα
Κάπου εκεί τον ξαναείδα
Όχι από ψηλά αυτή την φορά
Μονό κάτω. Πιο κάτω κι από μένα

Αυτή θα ήταν-είπα-
κατάρα και ευχή του Χρήστου
εσταυρωμένη η μνήμη μου κρέμεται επί ξύλου.

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2015

Ανδρέας Παστελλάς

Ο ποιητής-φιλόλογος-συγγραφέας Ανδρέας Παστελλάς γεννήθηκε στην Κάτω Πάφο της Κύπρου το 1932. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συνέχισε τις σπουδές του στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο Βηρυτού. Εργάστηκε ως φιλόλογος Μέσης Εκπαίδευσης στην Κύπρο. Μέλος της εκδοτικής ομάδας των περιοδικών Επιθεώρηση Λόγου και Τέχνης και Κυπριακά Χρονικά. Πρωτοδημοσίευσε στα Κυπριακά Γράμματα. Το ποιητικό του έργο ανθολογήθηκε από τους Ν. Ορφανίση και Σ. Παύλου (1995).

Μερικά από τα έργα του 

  • Χώρος διασποράς (1970), 
  • Μεταθανατίως αποσχηματισθείς (1995), 
  • Τα καθ’ οδόν (Φιλολογικά και κριτικά κείμενα – 2002), 
  • Σχήματα αντιθετικών δομών στην ποίηση και την ποιητική του Κωστή Παλαμά (2002),
  • Γκρίζο έως βαθύχρωμο σκούρο (Μικρές τομές και ανιχνεύσεις σε μεγάλα θέματα της καθημερινής ζωής – 2003), 
  • 12 κείμενα για τον Κώστα Μόντη (Συλλογικό έργο με τον Γιώργο Κεχαγιόγλου κ.ά).

"Ο Φρύνιχος στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1974"


Καθώς βγήκε στο φως από τον Υπόγειο της Ομόνοιας
σαν από σκοτεινή καταπακτή
από ξεχασμένη γαλαρία ορυχείου
με χιλιάδες αμίλητους νεκρούς συντρόφους
να ταξιδεύουν μαζί του,
δεν είχε στο κεφάλι του στεφάνι
καμωμένο από λίγα χορτάρια
που ʼχαν μείνει στην έρημη γη.
Με τσουρουφλισμένα βλέφαρα
μάτια θολά και κόκκινα απʼ τους καπνούς
τη στάχτη στα μαλλιά
απʼ τα καμένα κέδρα
πυρπολημένης γειτονιάς πατρίδας μακρινής,
χωρίς ακοή απʼ τις στριγγές φωνές
σφαγμένων αγρινών,
με χέρια απλωμένα
αόμματος επαίτης
γωνία Σταδίου και Αιόλου
στάθηκε
μπροστά στην υποχθόνια βοή που ερχόταν
κατηφορίζοντας
σαν από άλλο κόσμο χαρισάμενο στο πεζοδρόμιο.
— Έλληνες αδελφοί…
Από ηχείο στήθους ραγισμένου
βραχνή βγήκε η φωνή σαν ξένη
σε άσημα θρύψαλα ήχου σκορπίστηκε
σαν πατημένα φέιγ-βολάν
στην άκρη του δρόμου
ή σαν άχρηστα εισιτήρια λεωφορείου
στο λερωμένο πλακόστρωτο.
— Έλληνες αδελφοί…
η φωνή χάθηκε στο βάθος ξεραμένου πηγαδιού.

Κάποιος περνώντας δίπλα
του ʼχωσε βιαστικά στη χούφτα
ένα τάληρο.

[Στην πατρίδα μου]

«Στην πατρίδα μου πλήθυναν οι Φοίνικες
την πατρίδα μου πουλούν καθημερινά μεσοτιμής οι
Φοίνικες
σε κάθε γωνιά εμπορείο φοινικικό
εκεί που άλλοτε βλάσταινε  μονάχα
η δάφνη η ελληνική
για τους γενναίους»

«Ο σκαντζόχοιρος που επέζησε»

«Εκεί που όλοι τον εχαν ξεγραμμένο

τον εύχονταν για ξεγραμμένο

ερχόταν μόνος.

Μέσα από λοιμούς, λυγμούς

ισοπεδώσεις

εκχερσώσεις

επιχωματώσεις

αργά διέσχιζε το δρόμο κουτσαίνοντας.

Λάτρεις κρανοφόροι του μετάλλου τον παραμόνευαν.

Μελανηφοροι πεφυσιωμένοι επιβήτορες των μηχανών

επίβουλοι τον περίμεναν

βαθιά μέσα τους πονώντας για τη χαμένη ηδονή

―Νάτον θα πέσει!

Μέσα σε πανδαιμόνιο χαρούμενων κλάξον τον
περίμεναν.

Εκείνος προχωρούσε ανέγγιχτος

με χείλι μισάνοιχτο

γκριμάτσα πόνου ή χαμόγελο

κάπνιζε το τσιγάρο του

φρενοβλαβής, ίσως, και περήφανος.»


Τετάρτη 22 Ιουλίου 2015

ΜΕ ΕΝΑ ΣΑΚΙΔΙΟ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΗ


---------------------------------------
Και να,
που με ένα σακίδιο στην πλάτη
γεμάτο Στιγμές,Αισθήματα και Μνήμες,
ανυποψίαστος έφτασα
μπροστά στην Μεγάλη Πύλη της Εξόδου μου...
Τα Αγιοκέρια που φώτιζαν
των προσδοκιών μου τα τοπία,
ένα-ένα άρχισαν να σβήνουν
και μιά γκρίζα Ομίχλη
ξεπροβάλλει...στο βάθος!
Ευτυχώς για μένα,
η μέρα ακόμη δεν βιάζεται να φύγει,
αφήνοντας στο περιθώριο τις Σκιές
που απειλητικά με πλησιάζουν,
να περιμένουν τον καθυστερημένο Επισκέπτη τους!
Ακόμη και την Ύστατη Ώρα,
μέσα από ζοφερά μονοπάτια
αναζητώ τα Νεανικά μου Χαμόγελα,
που θα σκίσουν την Μαύρη Κουρτίνα
της Λήθης και της Αδημονίας μου,
μήπως και αναπνεύσω του Φεγγαριού
και της Πανσπερμίας των Άστρων τ' αρώματα,
που έρχονται από κείθε αψηλά,
που είναι στημένο
του Ουρανού το Ακραίο Χαγιάτι!

[Αυτοί που' φύγαν απ' τη θάλασσα]

Αυτοί που' φύγαν απ' τη θάλασσα
χώμα, τάφος δεν τους σκεπάζει
της θάλασσας αναγράφονται μηνύματα
ή μνήματα στ' απάρθενο το περιγιάλι?
Ήρθαν οι κόρες, γεμάτες με λουλούδια κίτρινα
της λήθης τους στα χέρια
τα μνήματα για να μυρώσουνε
του αδελφού, τ'αγαπητού και του πατέρα.
Κοκκινόχρωον, μελάνων και λευκών
κοράλλια εκεί που ο Περσέας εφόνευσε
τη Μέδουσα, απιθώνουν τα λουλούδια τους
στους μικρούς σταυρούς, τη θάλασσα που στολίζουν.

Γραίκα Σελάνα

Τρίτη 21 Ιουλίου 2015

Καρδιά

Νικολάττα Σίμωνις 


Η καρδιά ένα συρτάρι αδειανό.
Φωτογραφίες, γράμματα,
ενθύμια ερώτων και παθών,
σαν της Σαχάρας οι αμμόλοφοι
με το που φύσηξε ο άνεμος,
χαθήκαν
κι άφησαν πίσω το αδιάτρητο κενό.
Συρτάρι έρημο.
Έρημος η καρδιά.
Κι ήρεμη σαν την έρημο.

Δεινός εξολοθρευτής
τού πλούτου τής καρδιάς
-του ρήματος ‘αισθάνομαι’ σ' όλους τους χρόνους-
είναι ο μέγας πόνος·
κατά τρόπο, μάλιστα,
αριστουργηματικό:
Τις αρτηρίες σου παγώνει
-επιτελώντας, σάμπως, τοπική αναισθησία-,
τόσο
που το αίμα εντός τους
πάγος γίνεται
-άλικο κρύσταλλο ακατέργαστο και κοφτερό-
κι αμέσως σού τις φράζει.
Δίχως το αίμα σου να ρέει πια καυτό
Παγώνει το μυαλό
Κι η αντλία σου εις θάνατον καλπάζει.

Χαίρονται τα σπουργίτια, από τη μια,
για την αβάσταχτη ελαφρότητα των φύλλων.
Μα, από την άλλη,
σκιάζοντ’ απ’ τη γύμνια των δέντρων
μόλις ντυθούνε το Φθινόπωρο.
Η θέα του κενού, του άδειου, του γυμνού,
σε ξαλαφρώνει.
Συγχρόνως, όμως, σε φοβίζει.
Αέναα προκαλεί ένα δέος
ισχυρό κι αχειραγώγητο
η γύμνια, η κενότητα, η ερημιά.
Κι αυτό,
γιατί τη μοναξιά πάντα θυμίζει.

Καρδιά άψυχη, ψυχρή κι ασάλευτη
σαν νεκρικό κρεβάτι.
Αισθήματα αναίσθητα
σού μένουν αμανάτι.


[Το πιο όμορφό μου ποίημα]

Το πιο όμορφό μου ποίημα
Με τη σιωπή μου το ‘γραψα
Βουλιάζοντας ηδυπαθώς
Και καθ’ ολοκληρίαν
Μέσα στ’ απύθμενα τα μάτια σου
Εκεί όπου συνάντησα
Τις πιο κραταιές λέξεις.
Νικολέττα Σίμωνος

Σάββατο 18 Ιουλίου 2015

[Μας ζητάτε ]

Μας ζητάτε 
ν΄ απαγγείλουμε ποιήματα 
τώρα που 
τα ποιήματα δεν απαγγέλλονται 
παρά τα δένομε στο στήθος χιαστί
σε σφαιροθήκες .

Κι αν κάποτε μας περισσεύουν 
ταχυδρομούμε τους στίχους μας 
στους λαούς 
που έχουν ανάγκη πολεμικό υλικό.

Δε μας μένει λοιπόν 
κανένα υπόλοιπο στίχων 
για ηλιοβασιλέματα κι αμυγδαλιές.

Ξεχάστε μας.!


Λούης Περεντός 


Παχύδερμα, 1979

Σκοπός μας είναι η δημιουργία μιας Ανθολογίας Ποιημάτων από το σύνολο των Ελλήνων Ποιητών- Ποιητριών αλλά και ορισμένων ξένων, καθώς επίσης και κειμένων που έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον μας. Πιθανόν ορισμένοι ποιητές και ποιήτριες να μην έχουν συμπεριληφθεί. Αυτό δεν αποτελεί εσκεμμένη ενέργεια του διαχειριστή του Ιστολογίου αλλά είναι τυχαίο γεγονός. Όσοι δημιουργοί επιθυμούν, μπορούν να αποστέλλουν τα ποιήματά τους

στο e-mail : dimitriosgogas2991964@yahoo.com προκειμένου να αναρτηθούν στο Ιστολόγιο.

Θα θέλαμε να τονίσουμε ότι σεβόμαστε πλήρως τα πνευματικά δικαιώματα του κάθε δημιουργού, ποιητή και ποιήτριας και επισημαίνουμε πως όποιος δεν επιθυμεί την ανάρτηση των ποιημάτων του ή κειμένων στο παρόν Ιστολόγιο, μπορεί να μας αποστείλει σχετικό μήνυμα και τα γραπτά θα διαγραφούν.

Τέλος υπογράφουμε ρητά ότι το παρόν Ιστολόγιο δεν είναι κερδοσκοπικό και πως δεν η ανάρτηση οποιουδήποτε κειμένου, ποιήματος κτλ γίνεται με μοναδικό στόχο την προβολή της ποίησης και την γνωριμία όλων όσων ασχολούνται με αυτή, με το ευρύτερο κοινό του διαδικτύου.