Παρασκευή 31 Ιουλίου 2015
Γυμνό σώμα (απόσπασμα)
Πέμπτη 30 Ιουλίου 2015
Οι ώρες απειθούν
οι μέρες εβδομάδες.. μήνες.. χρόνια..
περιπολούν στους κήπους μαύρα πιόνια
και πέφτει νύχτα σ’όλες τις σκακιέρες.
και γω που σ’ αγαπώ τρέμω μη φύγεις.
Χτυπάω στ’ όνειρό μου, δεν ανοίγεις,
κι ο πόνος της καρδιάς γεννάει αστέρες
Κοίτα πως καταλάμπουν το καινό
πεθαίνοντας κι η πύρινή τους κόμη
σαν ποιητές που σίγησαν ενώ
χάλκευαν μια χαρμόσυνη συγγνώμη
Ἡ προσευχὴ τοῦ ταπεινοῦ
Ἄλλη ψυχὴ δὲν ἔβλαψα στὸν κόσμο ἀπ᾿ τὴ δική μου.
Ἐκεῖνοι ποὺ μὲ πλήγωσαν ἦταν ἀγαπημένοι.
Τὴν πίκρα μου τὴ βάσταξα. Μοῦ δίνεις καὶ τὴν ξένη.
Μ᾿ ἀπαρνηθῆκαν οἱ χαρές. Δὲν τὶς γυρεύω πίσω.
Προσμένω τὰ χειρότερα. Εἶν᾿ ἁμαρτία νὰ ἐλπίσω.
Σὰν εὐτυχία τὴν ἀγαπῶ τῆς νύχτας τὴ φοβέρα.
Στὴν πόρτα μου ἄλλος δὲν χτυπᾷ κανεὶς ἀπ᾿ τὸν ἀγέρα.
Δὲν ἔχω δόξα. Εἶν᾿ ἥσυχα τὰ ἔργα ποὺ ἔχω πράξει.
Ἄκουσά τη γλυκιὰ βροχή. Τὴ δύση ἔχω κοιτάξει.
Ἔδωκα στὰ παιδιὰ χαρές, σὲ σκύλους λίγο χάδι.
Ζευγᾶδες καλησπέρισα ποὺ γύριζαν τὸ βράδυ.
Τώρα δὲν ἔχω τίποτα νὰ διώξω ἢ νὰ κρατήσω.
Δὲν περιμένω ἀνταμοιβή. Πολύ ῾ναι τέτοια ἐλπίδα.
Εὐδόκησε ν᾿ ἀφανιστῶ χωρὶς νὰ ξαναζήσω…
Σ᾿ εὐχαριστῶ γιὰ τὰ βουνὰ καὶ γιὰ τοὺς κάμπους ποὺ εἶδα.
Τετάρτη 29 Ιουλίου 2015
Eρωτας και θάνατος
να με καλείς,
ή ίσως να θυμάμαι,
στου έρωτα τους στίχους,
στις τραγικές τους ώρες,
από θανάτων ήχους!
Δύο (2) ποιήματα της Στέλλας Βρακά
στάθηκε ο έρωτας
μεθυσμένος απ΄ το όλον
διψώντας το άρωμά του
θαμπωμένος στο χρώμα του.
πριν εκείνος σκορπιστεί
στο παμφάγο της γητείας του
τον πήρε απ΄το χέρι και
τον πήγε στο κυκλάμινο
του βράχου
του ανέμου
της μοναξιάς.
στο ευλογημένο της ταπεινότητας.
Στην ομορφιά της απλότητας.
για το τραγούδι της αγάπης μου.
'Εσπευσα στην κατάφασή του
και γητεύθηκα στο κάλος του.
Παρούσα στην παραλία σου
στέκομαι κι αντέχω.
Πλέκω όνειρα,
υφαίνω ελπίδες.
και τις θάβω στην άμμο
με τα ασπροβότσαλα.
κατοικεί στο ορμητήριο σου.
Κι όλα τα κύματα μου δείχνουν
τον δρόμο.
Στις συναντήσεις με τον διάολο....
Στις συναντήσεις με τον διάολο μέσα μου επιθυμώ να μοιραστώ μαζί σου το πρωινό μου τσιγάρο.
Στα χείλη μου στάζει μελάνι από τους χυμούς σου, κόκκινοι ,στάζουν αίμα σαν το νεφέλωμα γύρω από το φεγγάρι, σημαίνει βροχή κι αέρηδες ψιθυρίζοντας μου λες ,μετράς το χρόνο σου μα δεν σου φτάνει ποτέ κι ας τρέχεις στο κατόπι του .
Χαμηλώνω το βλέμμα μου ,γεωτρήσεις απύθμενες πίδακες ανενεργών ηφαιστείων ,πλημμυρίζει η σκιά μου.
Ξενύχτησα διαβάζοντας για ένα φάντασμα [ένα είναι τάχα, ξεχείλισε το φως από τα ξωτικά ] ``Με πόνεσες μέχρι θανάτου και σ΄ ευχαριστώ. Για να πονέσω τόσο φρικτά, φαντάσου πόσα μου χάρισες." γράφει η Βαμβουνάκη.
Σταγόνες διαλύουν τη γραφή μου.
Λύσε με φωνάζουν ,απελευθέρωσε με.
Σ ακούω μέσα από το μελάνι σου.
Φθαρμένος ο γιακάς του πανωφοριού μου φέτος.
Κι η κόλλα η λευκή.
Που οι λέξεις επιπλέουν μεταξύ ιδρώτα και δακρύων, φτιάχνοντας ορμητικούς και ερμητικούς καταρράκτες παθών και πόθων.
Σκόρπιες αναλαμπές σκέψεων .
Τελικά καπνίζω υπεραστικές αποστάσεις και αποδράσεις μη με ρωτάς για πού κι από πού , αφήνοντας ένα βαθούλωμα στο κάθισμα της πλάνης σου.
Κι ο διάολος εξακολουθεί να θρονιάζεται στο μέσα μου.
Εξευγενισμένος , όπως η αλήθεια σου τρικλίζοντας στη ρωγμή που έφτιαξες.
Την διαφορά σου ψάχνω. Διαφέρει το σε συναντώ από το επιθυμώ.
``έρημα κορμιά ,, καφτάνια της ψυχής αρχαίες αμαρτίες``, ακούω.
Δύο (2) ποιήματα της Δάφνης Κουμουλή
που στα ακροκέραμα χτυπιούνται των αετών,
δεν φέρνουν πια μαντάτα,
απλώς αυτοκτονούν σε πείσμα του ποιητή
με ένα μειδίαμα σαρκαστικό.
κρατάς το τελευταίο προπύργιο του εαυτού
και μέσα κρύβεις μιαν ελπίδα θολή,
που μυστικά ματαιώνεται.
Κατέθεσες στον χρόνο άτοκα
κι έρχεται λήθη.
κι η βροχή, στην παιδική της ακόμα ηλικία,
δεν νιώθει ποιον θάνατο ξεπλένει…………..
σε αρνητικό φωτογραφίας.
κι αντίπερα με πήγαν
καινούριο σενάριο να αρχινήσω
Μα κι εδώ φυλακές...
και ως τότε, για άλλοθι,
ποιήτρια πως είμαι θα ομολογώ……
Τον βίο που επέρασε
Τον βίο που επέρασε κοιτούσε
και τας τιμάς που έρχοντο θωρούσε
λόγους εύμορφους άκουγε συχνά
επαίνους κι αναγνωρίσεις
μα η καρδία ’του ποθούσε
τας στιγμάς που ήτο νέος
χωρίς τιμάς
αλλά με σφρίγος και ορμάς
και τας τιμάς επιζητούσε
τοιαύτη ανταλλαγή
πλέον δεν την ποθούσε
και καταδικασθείς
με τας τιμάς συζούσε
κι ο ίδιος πια κατάλαβε
πως αι δυνάμεις ’του απήλθαν
τοιαύτας τιμάς
για να του δίδουν.
Τρίτη 28 Ιουλίου 2015
Απόγνωση
Ο Ουρανός
ένα πικρό του δάκρυ...
TO AΣΠΡΟ ΜΑΣ ΑΛΟΓΟ
επάνω στον καμβά του να καλπάζει
Κάποια νεκρή μας φύση
πρέπει να αναπνεύσει
" Η Λίμνη των Κύκλων"
Εκδόσεις Μανδραγόρας, Αθήνα 2014
Τρεις (3) Ποιήσεις του Κώστα Κωνσταντινίδη
Ι
απ' το παράθυρο κοιτώντας του αεροπλάνου
ίσως συμβεί
απρόσκλητη και βιαστική η αλήθεια να σ' επισκεφτεί
αυτό που γνώριζεις καλά όντας παιδί να ψυθιρίσει
και με χαμόγελο τζοκόντας να χαθεί
''είσαι πολύ μικρός για τόσο μεγάλα προβλήματα''
ΙΙ
με χέρια στις τσέπες βήμα αργό και σκυμμένο κεφάλι
θα τον συναντήσεις
καθώς θα προχωράς στου γνόφου το ενδότερο σου μονοπάτι
και θα τον ρωτήσεις
για να σου απαντήσει απλά πως δε σ' αγάπησε.
ΙΙΙ
γίνεσαι
σε κάνουν
οι λύκοι
δαγκώνοντας σε μόλις σου κερδίσουν την εμπιστοσύνη
κόβοντας κομμάτι το κομμάτι
μπας και καλύψουν τις δίκες τους λαβωματιές
μήπως και χορτάσουν το αδηφάγο τους εγώ
για να μην σε δουν αρτημέλη και συνειδητοποιήσουν την δική τους λειψότητα
να ΄ναι σίγουροι πως δεν ελλοχευει εκδίκηση
για να τους συντροφεύεις
να τους επιβεβαιώνεις
και αν μείνουν νηστικοί
δεν διστάζουν να δαγκώσουν ουτε τα ιδια τους τα παιδιά
μα όσοι λίγοι τυχεροί δεν μεταλλάχτηκαν,
φέρουν το αντίδωτο σου.
οι άνθρωποι και τα παιδιά
επιτυχώς οι άνθρωποι καλλιεργούν ασχήμια
στις σχέσεις τους στον έρωτα στους φίλους
στη διακόσμηση καρδιάς ψυχής σπιτιών
στις πόλεις στα χωριά στις θάλασσες και στα βουνά
βαθμολογούνται δ' ως άριστοι κτήτορες συνεχιστές
αιωνίων άλλων κατοίκων διερχομένων το πάλαι
χρόνο δεν έχουν πλιο οι δύσμοιροι διαλόγων κι αλλαγών
πάρθηκε ο δρόμος τους ολόιδιος των έργων τους
επιτυχώς
δήθεν πως πρέπει τα παιδιά μας να παραλάβουνε
καλλίτερο τον κόσμο που δανειστήκαμε απ' αυτά
και πρέπει αγνά και όμορφα να τακτοποιηθούν
έτσι ώστε την κρίση τους ποτέ να μη την πουν
επιτυχώς
οι άνθρωποι καλλιεργούν ασχήμια
υποθηκεύουν τ' αύριο στο αδηφάγο σήμερα
σε κάθ' αισχρό τους σχέδιο αμέτοχος κανείς
καλοί που πάψαν πια, κακοί, πως να τους πεις,
επιτυχώς
[Ο καφές της παρακμής ]
ψήνεται σε μπρίκι άπλυτο
προετοιμάζεται απο κουτάλι αμφιβόλου καθαρότητας
δεν θα σε νοιάξει
τα ουσιώδη θα αναζητάς
για την απόδραση που θα προσφέρει θα ανυπομονείς
με αίσθηση ώρας πρωινής,
ώρες έψαχνες λόγο απ'το κρεβάτι να σηκωθείς
τα σπουργίτια όμως θα ακούς να συζητούν
το μόνο ουσιώδη είναι αυτό.
την πρώτη σου την τσούρα θα ρουφάς
Έτσι κ' εσύ
Όπως των μεγαλουπόλεων τα αυτοκίνητα!
έτσι κ' εσύ.
Μποτιλιαρισμένα το ένα πίσω απο το άλλο!
έτσι κ' εσύ,
παγιδευμένος αναμεσίς παρελθόντων και εικασιακών φαντασμάτων.
Αναγκασμένα μιά να σταματούν μια να ξεκινουν!
έτσι κ΄εσύ,
καταδικασμένος μια να δρας μια να αδρανείς.
Φθείροντας την μηχανή τους, σπαταλόντας την βενζίνη τους!
έτσι κ' εσύ,
φθείροντάς την ψυχή σου, ξεμένοντας απο ελπίδα.
Δευτέρα 27 Ιουλίου 2015
Τους έχω βαρεθεί
Κυριακή 26 Ιουλίου 2015
Μονόπρακτα εορτής (απόσπασμα)
Δέξου ακόμη μία επιστολή
-μεγάλωσα και πίστεψα
στον Έρωτα όσο σε Σένα.-
Την προστακτική διάβασέ τη ως μία λανθάνουσα ευκτική
που εξέλειψε.
Ας μοιραστούμε ένα ζεστό καφέ το απόγευμα,
θα μείνω πιστή στη συνήθεια
να μη ζητήσω τίποτα σε αυτό το γράμμα.
Είναι μονάχα μια ευκαιρία να κλείσω τα φώτα τα Μεσάνυχτα
να περιμένω ξύπνια το νέο ξημέρωμα
υπακούοντας στη διδασκαλία των Χριστουγεννιάτικων δέντρων.
το κορίτσι δίπλα του.
Όλοι λέγαν πως αυτό το ξύλινο στολίδι
δεν είναι αγόρι πάνω σε άλογο
μα άγγελος.
Κι οι άγγελοι δε συνάπτουν σχέσεις με μικρά κορίτσια
ακόμη κι αν εκείνα έχουν ξανθιές πλεξούδες.
Χρόνια τώρα δουλεύω στην απόδειξη
ενός αντίθετου μαθηματικού τύπου
συνεχίζω να τοποθετώ σχεδόν εμμονικά
τα παιχνίδια στις ίδιες θέσεις
δεξιά από ένα ελάφι, μια αρκούδα κι ένα ζαχαρωτό.
Παρασκευή 24 Ιουλίου 2015
Το λάθος (και οι αμπελοσοφίες του)
Το προσπερνώ,
Αδιαφορώ,
ενδιαφέρεται
Το χαστουκίζω,
με χαστουκίζει
Το ξεριζώνω,
ξαναφυτρώνει
Το πνίγω,
ανασταίνεται
Το θάβω,
βρικολακιάζει πάντοτε
Απ' τη σκιά μου πιο εφιαλτικό
Από τη σκέψη μου πιο έμφυτο
Μα τόσο έμφυτο το λάθος;
[Με βήματα άηχα]
άηχα
με τις αγγελικές
μορφές μας
ω! το βλέμμα
πως σαρκάζει
τη μνήμη,
τις αποθυμιές
τα καλοκαίρια
ονειρεύεται
τα δυάφανα
με ανέμους
μισούς
απο πάθος
κι αφύλακτα
να ξεπορτίζουν
στο χάος
τ΄ουρανού.
αχνο-φαίνεται
λιμνάζει,
σε ποιά
δειλινά
σε ποιά
θάλασσα
σε ποιά
στιγμή
ν΄αφήσεις
Ήλιε
πορφυρέ
πνοή
λυγμικού
λόγου....
Ανέκδοτη Συλλογή
Κορμιά από χώμα
ένα απάτητο ναρκοπέδιο
ιχνηλάτες τα σκουλήκια
η βοή της βρώσης
νεκροί οι πυροτεχνουργοί
περπάτησαν στα σύρματα
βαμμένα σύρματα ξερά από σφαγές
αμέριμνοι διαβάτες
κόπηκαν στις σκουριές
άλλοι κλάπηκαν με τις σιωπές
ξεχάστηκαν στις φωτιές
στα σύνορα της πάλης και του κρύου
ένας βραχυκυκλωμένος εναγκαλισμός
εχθρός κυλιόμενος
απέραντος σαν δέρμα
υφέρπων σαν κουρασμένος νους
κάτω από τις γραμμές
πλάτες λυγισμένες
κομμένες χαρακώματα
χέρια ξεπροβάλλουν από τα χώματα
κλαδιά αζήτητα
η υγρασία στα γόνατα
και εκείνοι οι άγονοι δρόμοι
στα σύνορα ενός αφορεσμένου πυρετού
B.M
Το λάθος να βλέπουμε ταινίες μαζί
ΕΚΕΙΝΑ ΤΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ
Θέλω να ξαναζήσω
το χάδι της αύρας
στο πρόσωπό μου
τις γλυκές Αυγουστιάτικες ζέστες του
σούρουπου,
εκείνο το ολόγεμο κόκκινο φεγγάρι
να ανατέλλει πίσω από τον Πυξαριά,
τα τραγούδια γύρω από τη φωτιά,
και το κεφάλι του σκύλου μας
ακουμπισμένο πάνω στα πόδια μου…
Πάρε με πάλι πίσω σε κείνα τα καλοκαίρια...
Ο ΧΡΗΣΤΟΣ
Ασάλευτες. Οι μνήμες.
που ξύπνησε μια μέρα στο μουσείο
ξεπερασμένα σχήματα και αισθήματα κοιτά
Εδώ πάντα βρέχει
σφαιρίδια της θύμησης και άλλα πατρογονικά
Γέμισε ο τόπος μας κραυγές βροχής
αναίσχυντες μικρές ανησυχίες
στη γεύση του ψωμιού
στην εκκλησία του παππού
σε σκοτεινά περάσματα και άλλα
προπατορικά μνημεία
Βαρέθηκα από ψηλά να με κοιτάνε
τα κενοτάφια να ανοίγω
και τάματα στο Έλεος ελεεινά να κάνω
Και να παρακαλάω ποιόν;
Τα θεία σου βασανισμένα κείμενα όταν λειώσει
(πόση στοργή για πόσα χρόνια!)
όταν θα τρέχεις να σωθούν όσα μπορείς
από της πίστης σου τα ιερά σημεία
(πόσες φορές θα σου το πω ακόμα!)
με όνειρα με τάιζες παππού
κάπου ανάμεσα σε σώματα κάδρα
όμορφα και ακίνδυνα
Κάπου εκεί τον ξαναείδα
Όχι από ψηλά αυτή την φορά
Μονό κάτω. Πιο κάτω κι από μένα
κατάρα και ευχή του Χρήστου
εσταυρωμένη η μνήμη μου κρέμεται επί ξύλου.
Πέμπτη 23 Ιουλίου 2015
Ανδρέας Παστελλάς
Μερικά από τα έργα του
- Χώρος διασποράς (1970),
- Μεταθανατίως αποσχηματισθείς (1995),
- Τα καθ’ οδόν (Φιλολογικά και κριτικά κείμενα – 2002),
- Σχήματα αντιθετικών δομών στην ποίηση και την ποιητική του Κωστή Παλαμά (2002),
- Γκρίζο έως βαθύχρωμο σκούρο (Μικρές τομές και ανιχνεύσεις σε μεγάλα θέματα της καθημερινής ζωής – 2003),
- 12 κείμενα για τον Κώστα Μόντη (Συλλογικό έργο με τον Γιώργο Κεχαγιόγλου κ.ά).
"Ο Φρύνιχος στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1974"
Καθώς βγήκε στο φως από τον Υπόγειο της Ομόνοιας
σαν από σκοτεινή καταπακτή
από ξεχασμένη γαλαρία ορυχείου
με χιλιάδες αμίλητους νεκρούς συντρόφους
να ταξιδεύουν μαζί του,
δεν είχε στο κεφάλι του στεφάνι
καμωμένο από λίγα χορτάρια
που ʼχαν μείνει στην έρημη γη.
Με τσουρουφλισμένα βλέφαρα
μάτια θολά και κόκκινα απʼ τους καπνούς
τη στάχτη στα μαλλιά
απʼ τα καμένα κέδρα
πυρπολημένης γειτονιάς πατρίδας μακρινής,
χωρίς ακοή απʼ τις στριγγές φωνές
σφαγμένων αγρινών,
με χέρια απλωμένα
αόμματος επαίτης
γωνία Σταδίου και Αιόλου
στάθηκε
μπροστά στην υποχθόνια βοή που ερχόταν
κατηφορίζοντας
σαν από άλλο κόσμο χαρισάμενο στο πεζοδρόμιο.
— Έλληνες αδελφοί…
Από ηχείο στήθους ραγισμένου
βραχνή βγήκε η φωνή σαν ξένη
σε άσημα θρύψαλα ήχου σκορπίστηκε
σαν πατημένα φέιγ-βολάν
στην άκρη του δρόμου
ή σαν άχρηστα εισιτήρια λεωφορείου
στο λερωμένο πλακόστρωτο.
— Έλληνες αδελφοί…
η φωνή χάθηκε στο βάθος ξεραμένου πηγαδιού.
Κάποιος περνώντας δίπλα
του ʼχωσε βιαστικά στη χούφτα
ένα τάληρο.
[Στην πατρίδα μου]
Φοίνικες
«Ο σκαντζόχοιρος που επέζησε»
περίμεναν.
Τετάρτη 22 Ιουλίου 2015
ΜΕ ΕΝΑ ΣΑΚΙΔΙΟ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΗ
---------------------------------------
Και να,
που με ένα σακίδιο στην πλάτη
γεμάτο Στιγμές,Αισθήματα και Μνήμες,
ανυποψίαστος έφτασα
μπροστά στην Μεγάλη Πύλη της Εξόδου μου...
Τα Αγιοκέρια που φώτιζαν
των προσδοκιών μου τα τοπία,
ένα-ένα άρχισαν να σβήνουν
και μιά γκρίζα Ομίχλη
ξεπροβάλλει...στο βάθος!
Ευτυχώς για μένα,
η μέρα ακόμη δεν βιάζεται να φύγει,
αφήνοντας στο περιθώριο τις Σκιές
που απειλητικά με πλησιάζουν,
να περιμένουν τον καθυστερημένο Επισκέπτη τους!
Ακόμη και την Ύστατη Ώρα,
μέσα από ζοφερά μονοπάτια
αναζητώ τα Νεανικά μου Χαμόγελα,
που θα σκίσουν την Μαύρη Κουρτίνα
της Λήθης και της Αδημονίας μου,
μήπως και αναπνεύσω του Φεγγαριού
και της Πανσπερμίας των Άστρων τ' αρώματα,
που έρχονται από κείθε αψηλά,
που είναι στημένο
του Ουρανού το Ακραίο Χαγιάτι!
[Αυτοί που' φύγαν απ' τη θάλασσα]
χώμα, τάφος δεν τους σκεπάζει
της θάλασσας αναγράφονται μηνύματα
ή μνήματα στ' απάρθενο το περιγιάλι?
της λήθης τους στα χέρια
τα μνήματα για να μυρώσουνε
του αδελφού, τ'αγαπητού και του πατέρα.
κοράλλια εκεί που ο Περσέας εφόνευσε
τη Μέδουσα, απιθώνουν τα λουλούδια τους
στους μικρούς σταυρούς, τη θάλασσα που στολίζουν.
Τρίτη 21 Ιουλίου 2015
Καρδιά
Η καρδιά ένα συρτάρι αδειανό.
Φωτογραφίες, γράμματα,
ενθύμια ερώτων και παθών,
σαν της Σαχάρας οι αμμόλοφοι
με το που φύσηξε ο άνεμος,
χαθήκαν
κι άφησαν πίσω το αδιάτρητο κενό.
Συρτάρι έρημο.
Έρημος η καρδιά.
Κι ήρεμη σαν την έρημο.
Δεινός εξολοθρευτής
τού πλούτου τής καρδιάς
-του ρήματος ‘αισθάνομαι’ σ' όλους τους χρόνους-
είναι ο μέγας πόνος·
κατά τρόπο, μάλιστα,
αριστουργηματικό:
Τις αρτηρίες σου παγώνει
-επιτελώντας, σάμπως, τοπική αναισθησία-,
τόσο
που το αίμα εντός τους
πάγος γίνεται
-άλικο κρύσταλλο ακατέργαστο και κοφτερό-
κι αμέσως σού τις φράζει.
Δίχως το αίμα σου να ρέει πια καυτό
Παγώνει το μυαλό
Κι η αντλία σου εις θάνατον καλπάζει.
Χαίρονται τα σπουργίτια, από τη μια,
για την αβάσταχτη ελαφρότητα των φύλλων.
Μα, από την άλλη,
σκιάζοντ’ απ’ τη γύμνια των δέντρων
μόλις ντυθούνε το Φθινόπωρο.
Η θέα του κενού, του άδειου, του γυμνού,
σε ξαλαφρώνει.
Συγχρόνως, όμως, σε φοβίζει.
Αέναα προκαλεί ένα δέος
ισχυρό κι αχειραγώγητο
η γύμνια, η κενότητα, η ερημιά.
Κι αυτό,
γιατί τη μοναξιά πάντα θυμίζει.
Καρδιά άψυχη, ψυχρή κι ασάλευτη
σαν νεκρικό κρεβάτι.
Αισθήματα αναίσθητα
σού μένουν αμανάτι.
[Το πιο όμορφό μου ποίημα]
Με τη σιωπή μου το ‘γραψα
Βουλιάζοντας ηδυπαθώς
Και καθ’ ολοκληρίαν
Μέσα στ’ απύθμενα τα μάτια σου
Εκεί όπου συνάντησα
Τις πιο κραταιές λέξεις.
Σάββατο 18 Ιουλίου 2015
[Μας ζητάτε ]
ν΄ απαγγείλουμε ποιήματα
τώρα που
τα ποιήματα δεν απαγγέλλονται
παρά τα δένομε στο στήθος χιαστί
σε σφαιροθήκες .
Κι αν κάποτε μας περισσεύουν
ταχυδρομούμε τους στίχους μας
στους λαούς
που έχουν ανάγκη πολεμικό υλικό.
Δε μας μένει λοιπόν
κανένα υπόλοιπο στίχων
για ηλιοβασιλέματα κι αμυγδαλιές.
Ξεχάστε μας.!
Σκοπός μας είναι η δημιουργία μιας Ανθολογίας Ποιημάτων από το σύνολο των Ελλήνων Ποιητών- Ποιητριών αλλά και ορισμένων ξένων, καθώς επίσης και κειμένων που έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον μας. Πιθανόν ορισμένοι ποιητές και ποιήτριες να μην έχουν συμπεριληφθεί. Αυτό δεν αποτελεί εσκεμμένη ενέργεια του διαχειριστή του Ιστολογίου αλλά είναι τυχαίο γεγονός. Όσοι δημιουργοί επιθυμούν, μπορούν να αποστέλλουν τα ποιήματά τους
στο e-mail : dimitriosgogas2991964@yahoo.com προκειμένου να αναρτηθούν στο Ιστολόγιο.
Θα θέλαμε να τονίσουμε ότι σεβόμαστε πλήρως τα πνευματικά δικαιώματα του κάθε δημιουργού, ποιητή και ποιήτριας και επισημαίνουμε πως όποιος δεν επιθυμεί την ανάρτηση των ποιημάτων του ή κειμένων στο παρόν Ιστολόγιο, μπορεί να μας αποστείλει σχετικό μήνυμα και τα γραπτά θα διαγραφούν.
Τέλος υπογράφουμε ρητά ότι το παρόν Ιστολόγιο δεν είναι κερδοσκοπικό και πως δεν η ανάρτηση οποιουδήποτε κειμένου, ποιήματος κτλ γίνεται με μοναδικό στόχο την προβολή της ποίησης και την γνωριμία όλων όσων ασχολούνται με αυτή, με το ευρύτερο κοινό του διαδικτύου.