Τρίτη 22 Μαρτίου 2011
Δεκαπέντε τ' αλωνάρη
δεκατρείς του θεριστή
ήταν φρέσκο το φεγγάρι
κι η αγάπη σου ζεστή
Μα σιγά σιγά τα βράδυα μεγαλώνανε
της καρδιάς σου τα σκοτάδια μ' ανταμώναμε
και του χωρισμού σημάδια φανερώνανε
Δεκαπέντε του Αη Δημήτρη
δεκατρείς του τρυγητή
βρήκα έρημο το σπίτι
και την κάμαρα την κλειστή
Από το "Αργώ ή Πλους αεροστάτου" , 1980
Πλήθος μέγα περιεστοίχιζε το αερόστατον, και ηκούοντο πανταχόθεν πολύτονες αναφωνήσεις, που σκάζαν κάθε τόσον, σαν ώριμα μπουμπούκια υπό την επήρειαν ηλίου φλογερού. Συνωθούμενοι μεταξύ των αναριθμήτων θεατών, πολλοί μικροπωληταί διελάλουν και προσέφεραν αντί ευτελούς αντιτίμου, διαφόρους κονκάρδας και ταχυδρομικά δελτάρια, εικονίζοντα το αερόστατον, ή τους αεροναύτας, ή το αερόστατον μαζύ με τους αεροναύτας, καθώς και άλλα δελτάρια, εικονίζοντα τον αθλοθέτην του μεγαλειτέρου αεροπλοϊκού επάθλου, τον αμερικανόν Γκόρντον Μπέννετ, ως και ταχυδρομικά δελτάρια εικονίζοντα τον πρόεδρον της Δημοκρατίας της Κολομβίας.
Εις τα κράσπεδα της μεγάλης κοσμοσυρροής, ολίγοι πλανόδιοι μουσικοί και σαλτιμπάγκοι, προσεπάθουν να ελκύσουν την προσοχήν των ακραίων θεατών, με άσματα, ή με ταχυδακτυλουργικάς και ακροβατικάς επιδείξεις. Ουδείς όμως παρηκολούθει τους πλανοδίους αυτούς καλλιτέχνας, παρ΄ όλον ότι, τινές εξʼ αυτών, δεν εστερούντο ποιητικότητος και ταλέντου, διότι, και οι πλέον μεμακρυσμένοι από το κέντρον της συναθροίσεως, είχαν την προσοχήν των εστραμμένην προς την τεραστίαν σφαίραν, ήτις διεκρίνετο από παντού. Μία μόνον εξαίρεσις υπήρχε. Εις εν ακρότατον σημείον της ομηγύρεως, μια ομάς εκ δεκαπέντε περίπου ανδρών, παρετήρει, ουχί το αερόστατον, αλλά μίαν νεαράν ακροβάτιδα, ήτις, υπό τους ήχους ενός ντεφιού, που έσειε ένας νεώτερος αδελφός της, εξετέλει διάφορα γυμνάσματα με μεγάλην ευκαμψίαν και δεξιοτεχνίαν. Η νεάνις αυτή, ήτο ευειδής και χαρίεσσα. Εις μίαν στιγμήν δε, ενώ περιεστρέφετο επί των χειρών, με τους πόδας της εις τον αέρα, εσχίσθη, εν αγνοία της, η περισκελίς της εις καίριον σημείον, εις τρόπον ώστε, εις ωρισμένην φάσιν της ακροβασίας, να φαίνεται το αιδοίον της ευκρινώς. Εντεύθεν η εξαίρεσις, εντεύθεν η γοητεία. Διότι, εις το γεγονός ότι διεκρίνετο το ερωτικόν της όργανον, ωφείλετο η απόσπασις της προσοχής των δεκαπέντε θεατών από το αερόστατον. Όλοι οι άλλοι είχαν τα όμματά των εστραμμένα συνεχώς προς την μεγάλην σφαίραν.
Ενώ ταύτα ελάμβανον χώραν επί του ανάπεπταμένου πεδίου, οι αεροναύται (τρεις εν όλω), φέροντες ειδικάς στολάς εξ αδιαβρόχου υφάσματος, εξήταζαν διά τελευταίαν φοράν την λέμβον και απαντούσαν εις τας ερωτήσεις των ανταποκριτών των εφημερίδων. Όσοι μεταξύ των παρευρισκομένων ήσαν καλλίτερα πληροφορημένοι, θα ηδύναντο να αναγνωρίσουν αμέσως τους αεροναύτας, όχι μόνον από τας ενδυμασίας των, αλλά και από τα χαρακτηριστικά των, διότι είχε δημοσιεύσει επανειλημμένως ο παγκόσμιος τύπος, τόσον ο ημερήσιος όσον και ο περιοδικός, τας φωτογραφίας των, αναφερόμενος εις την εξέχουσαν προσωπικότητα ενός εκάστου και εις την διακεκριμένην και ενίοτε ηρωικήν των δράσιν. Ο πρώτος εξ΄ αυτών, ήτο ο Άγγλος λόρδος, Ώλμπερνον, καθηγητής της αστρονομίας εις το πανεπιστήμιον του Εδιμβούργου, και συγγραφεύς πολλών επιστημονικών έργων περί των ουρανίων σωμάτων, εκ των οποίων δύο, εθεωρούντο ήδη ως συγγράμματα κλασσικά. Ο δεύτερος, ήτο ο πρώην αντισυνταγματάρχης του γαλλικού στρατού, Ερνέστος Λαρύ-Νανσύ, εξερευνητής της Κεντρώας Αφρικής και συγγενής ενός εκ των ηρώων του επεισοδίου της Φασόδα. Ο τρίτος, ένας άνδρας γιγαντιαίου αναστήματος, με μακράν ξανθήν γενειάδα και διαυγέστατα γαλάζια μάτια, ήτο ο Ρώσσος ναύαρχος Βλαδίμηρος Βιερχόυ, πρόεδρος της Αυτοκρατορικής Γεωγραφικής Εταιρείας της Πετρουπόλεως και εις εκ των ελαχίστων, εν Ρωσσία, πνευματικών φίλων του Ισλάμ.
Η πελωρία σφαίρα εταλαντεύετο ως μέγα εναέριον κήτος υπεράνω των κεφαλών του πλήθους και όλος ο κόσμος έκαμνε προβλέψεις. Ο καιρός ήτο αίθριος. Μόνον εις ελάχιστα σημεία του ουρανού, ολίγα ελαφρότατα νέφη, έμοιαζαν να περιμένουν και αυτά την ανύψωσιν του μπαλλονίου, σαν μικρά σκάφη πλοηγών που αναμένουν υπʼ ατμόν επικειμένην αναχώρησιν ογκώδους ατμοπλοίου. Τέλος κατέφθασε και ο δήμαρχος της πρωτευούσης, όστις, αφού εξεφώνησε λογύδριον πλήρες εμφάσεως και στόμφου, ενεχείρισε εις τους τρεις αεροναύτας πιστοποιητικά της εγγραφής των, τιμής ένεκεν, ως πολιτών της Σάντα Φε ντε Μπογκοτά, εις τα μητρώα της πόλεως. Κατόπιν, τιθέμενος εις το πλευρόν των τριών αεροναυτών, ο δήμαρχος απεκρυσταλλώθη μαζύ των εις οριστικήν στάσιν, ενώπιον μιας προ ολίγου μόλις στηθείσης επί τρίποδος φωτογραφικής μηχανής. Ο δήμαρχος, όστις ήτο ανήρ εξαιρετικά μικρού αναστήματος και φαλακρός, παρουσίαζε οξυτάτην αντίθεσιν πλησίον των τριών αεροναυτών, ιδίως εν συγκρίσει με τον Βλαδίμηρον Βιερχόυ, προ του οποίου εστάθη. Ο αγαθός ναύαρχος, αντιληφθείς την γελοίαν θέσιν του Κολομβιανού επισήμου, έκαμε εν πλάγιον βήμα προς τα εμπρός και έλαβε θέσιν δίπλα του, διά να αμβλύνη κάπως την οξείαν και αυτόχρημα κωμικήν αντίθεσιν. Αλλά το μόνον που επέτυχε, ήτο να τον θέση τοιουτοτρόπως, άθελά του, εις έτι γελοιωδεστέραν θέσιν. Το πλήθος παρʼ ολίγο να εκσπάση εις γέλωτας, αντιλαμβανόμενον όμως, ότι, ούτω, θα διεπόμπευε εν τω προσώπω του δημάρχου ολόκληρον τον πληθυσμόν της πρωτευούσης, συνεκρατήθη μεν, αλλά μετά μεγίστης δυσκολίας.
Ο φωτογράφος έκυψε υπό το μαύρο πανί της φωτογραφικής συσκευής, και ήρχισε να περιστρέφη τον ρυθμίζοντα την απόστασιν κοχλίαν. Έπειτα, προβάλλων κατέρυθρος κάτω από το πανί, ωρθώθη εκ νέου και εζήτησεν απόλυτον ακινησίαν. Οι φωτογραφιζόμενοι συνεμορφώθησαν αμέσως΄ ο λόρδος Ώλμπερνον, με το βλέμμα του επί του έναντι ισταμένου, μεταξύ των επισήμων θεατών Πέντρο Ραμίρεθ΄ ο Λαρύ- Νανσύ επί του στήθους μιας ωραίας μοιχαλίδος, που εστέκετο εις το πλευρόν του καθηγητού της ιστορίας, ενώ ο Βλαδίμηρος Βιερχόυ, αγκάλιαζε, με τα μεγάλα γαλανά του μάτια, ολόκληρο το πλήθος. Με μίαν απότομον αλλά συνάμα χαρίεσσαν κίνησιν της χειρός του, ο φωτογράφος αφήρεσε το εσωτερικώς βελούδινον και εξωτερικώς δερμάτινον κάλυμμα του προεξέχοντος εν είδει πέους ή τηλεβόλου φακού και εμέτρησε, γεγωνυία τη φωνή, κρατών το πώμα εις τον αέρα τελετουργικώς: «Ένα…δύο…τρία…». Κατά τα ολίγα αυτά δευτερόλεπτα, εγένετο άκρα σιωπή πέριξ της πελωρίας σφαίρας, εντός της οποίας, οι προφερόμενοι αριθμοί, έπιπταν από τα χείλη του εξ επαγγέλματος φωτογράφου, σαν ξόρκια παραδόξου μαγγανείας, ή σαν χρησμοί λακωνικοί, μπηχτοί, αρσενικής Πυθίας, ενώπιον κατεχομένου από αγωνίαν ακροατηρίου. Πριν, όμως, προφέρη ο φωτογράφος τον τελευταίον αριθμόν της πόζας, μία κραυγή που εξεπήδησε από το στόμα μιας δεκαπενταέτιδος κόρης πελιδνοτάτης, που εστέκετο πλησίον της ωραίας μοιχαλίδος και του υψηλού Ντον Πέντρο, εξέσχισε την σιωπήν και ετάραξε τα βάθη της μέχρι του απωτάτου σημείου της κοσμοσυρροής.
«Θεέ!…Μη τους σκοτώσετε…Μη τους σκοτώσετε…Είναι αθώοι!…» εφώναξε η ωχρά νεάνις και κατέπεσε σφαδάζουσα επί του εδάφους.
Από το "Ζεμφύρα ή Το μυστικό της Πασιφάης" 1998
Παρασκευή 18 Μαρτίου 2011
Τετάρτη 16 Μαρτίου 2011
Τρίτη 15 Μαρτίου 2011
Μαλαματένια λόγια
τα βρήκα στο σεργιάνι μου προχθές
τ' αλφαβητάρι πάνω στο τριφύλλι
σου μάθαινε το αύριο και το χθες
μα εγώ περνούσα τη στερνή την πύλη
με του καιρού δεμένος τις κλωστές
Τ' αηδόνια σεχτηκιάσανε στην Τροία
που στράγγιξες χαμένα μια γενιά
καλύτερα να σ' έλεγαν Μαρία
και να 'σουν ράφτρα μες στην Κοκκινιά
κι όχι να ζεις μ' αυτή την κομπανία
και να μην ξέρεις τ' άστρο του φονιά
Γυρίσανε πολλοί σημαδεμένοι
απ' του καιρού την άγρια πληρωμή
στο μεσοστράτι τέσσερις ανέμοι
τους πήραν για σεργιάνι μια στιγμή
και βρήκανε τη φλόγα που δεν τρέμει
και το μαράζι δίχως αφορμή
Και σαν τους άλλους χάθηκαν κι εκείνοι
τους βρήκαν να γαβγίζουν στα μισά
κι απ' το παλιό μαρτύριο να 'χει μείνει
ένα σκυλί τη νύχτα που διψά
γυναίκες στη γωνιά μ' ασετυλίνη
παραμιλούν στην ακροθαλασσιά
Και στ' ανοιχτά του κόσμου τα καμιόνια
θα ξεφορτώνουν στην Καισαριανή
πώς έγινε με τούτο τον αιώνα
και γύρισε καπάκι η ζωή
πώς το 'φεραν η μοίρα και τα χρόνια
να μην ακούσεις έναν ποιητή
Του κόσμου ποιος το λύνει το κουβάρι
ποιος είναι καπετάνιος στα βουνά
ποιος δίνει την αγάπη και τη χάρη
και στις μυρτιές του ʼδη σεργιανά
μαλαματένια λόγια στο χορτάρι
ποιος βρίσκει για την άλλη τη γενιά
Με δέσαν στα στενά και στους κανόνες
και ξημερώνοντας μέρα κακή[Παρασκευή]
τοξότες φάλαγγες και λεγεώνες
με πήραν και με βάλαν σε κλουβί
και στα υπόγεια ζάρια τους αιώνες
παιχνίδι παίζουν οι αργυραμοιβοί
Ζητούσα τα μεγάλα τα κυνήγια
κι όπως δεν ήμουν μάγκας και νταής
περνούσα τα δικά σου δικαστήρια
αφού στον Άδη μέσα θα με βρεις
να με δικάσεις πάλι με μαρτύρια
και σαν κακούργο να με τιμωρείς
Και με παίρνουν τα κλάματα
να μη ζω τον καημό σου
γράφω γράμματα φανταστικά
στον εαυτό μου κρυφά,
δήθεν γράφεις εσύ σιωπηλά
κι είμαι εγώ παραλήπτης
και γεμίζει με φως και με τα φιλιά
μια νύχτα παλιά.
Και με παίρνουν τα κλάματα,
τα κλάματα, τα κλάματα,
με τα ψεύτικα γράμματα
που είναι σαν φαντάσματα,
και θυμάμαι μονάχος μου
και των δυο μας τόσα σφάλματα,
που να γράφω μ' οδήγησαν
τέτοια ψεύτικα τέτοια γράμματα.
Το κουδούνι μου κάποιος χτυπά
κι είναι ο ταχυδρόμος
που μου φέρνει ένα γράμμα ακριβό
στον ουρανό να βγω
και διαβάζω τι γράφω εγώ
τι παράπονα κρύβω
μα μου γράφεις εσύ για μένα θαρρώ,
για κάποιο σταυρό.
Και με παίρνουν τα κλάματα,
τα κλάματα, τα κλάματα,
με τα ψεύτικα γράμματα
που είναι σαν φαντάσματα,
και θυμάμαι μονάχος μου
και των δυο μας τόσα σφάλματα,
που να γράφω μ' οδήγησαν
τέτοια ψεύτικα, τέτοια γράμματα.( χ3 )
Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες
και 'κείνο το 'μαθες μισό
να συλλαβίζεις τα όνειρά σου
στο Άργος και στον Ιλισό
Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες
τρεις του Σεπτέμβρη να περνάς
και τσικουδιά στους καφενέδες
τα παλικάρια να κερνάς
Του κόσμου το στενό γεφύρι
θα το περάσουμε μαζί
θα 'ναι η καρδιά σου παραθύρι
τα λόγια σου παλιό κρασί
Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες
τρεις του Σεπτέμβρη να περνάς
και τσικουδιά στους καφενέδες
τα παλικάρια να κερνάς
Θα πάρω βόλτα τη ζωή
σ' όλα της τα-, σ' όλα της τα δρομάκια
και θ' ανεβώ, και θ' ανεβώ σκαλί-σκαλί
μ' όλα της τα-, μ' όλα της τα φαρμάκια.
Θα πάρω βόλτα, βόλτα τη ζωή
να δω που πήγαν , που πήγαν οι καημοί,
να δω που πήγαν , που πήγαν οι καημοί,
θα πάρω βόλτα, βόλτα τη ζωή.
Θα πάρω βόλτα, βόλτα τη ζωή
να βρω χαρές, να βρω χαρές και λύπες,
να μάθω όσα, όσα μου 'κρυψες
κι εκείνα που, κι εκείνα που δεν είπες.
Θα πάρω βόλτα, βόλτα τη ζωή
να δω που πήγαν , που πήγαν οι καημοί,
να δω που πήγαν , που πήγαν οι καημοί,
θα πάρω βόλτα, βόλτα τη ζωή.
Κυριακή 13 Μαρτίου 2011
Η μπαλάντα του οδοιπόρου
μα ψυχή δεν μου χαμογελά
στα κρεβάτια τ΄ άρρωστα παιδιά
και στα δέντρα ξερά τα κλαδιά.
Την αγάπη πέταξα σ΄ ένα βυθό
και το φόβο μου έστρωσα να κοιμηθώ.
Βρίσκω τάφους κι έναν κόσμο
που δεν πονά.
Όπου πάω κι ένα λάθος
με τυραννά.
Ποιος προφήτης τώρα θ΄ ακουστεί
σα φωνή σε στέρνα κλειστή;
Σ΄ έναν κόσμο άδειο κι ορφανό
ποια κραυγή απ΄ τον ουρανό;
Τα πουλιά παράτησα στις ερημιές
και το φως σπατάλησα στις γειτονιές
Δεν τον θέλω και φοβάμαι
το γυρισμό.
Δες ποιος είμαι πού πηγαίνω
για το χαμό.
Η δίκοπη ζωή
κι όπως ενήστευες τη δίκοπη ζωή,
σε βρήκα ξαφνικά σημαδεμένο
να σ' έχει ο κάτω κόσμος ξεγραμμένο
κι ο πάνω κόσμος να 'ναι οι τροχοί
που σ' έχουν στα στενά κυνηγημένο...
Και πήρες του καιρού τ' αλφαβητάρι
και της αγάπης λόγια φυλαχτό,
για να βρει πάλι ρίζα το χορτάρι
και πήρες την ελπίδα και τη χάρη,
ψηλά να πας να χτίσεις κιβωτό
με την ελπίδα μόνο και τη χάρη...
Μα πως να μην ξεχάσεις την αυλή σου
και την παλιά τη γνώμη καθενός,
όσους κρυφά περπάτησαν μαζί σου
να σημαδεύουν πάλι τη ζωή σου
και να σαι το πουλί κι ο κυνηγός
στις μαύρες λαγκαδιές του παραδείσου...
Κρυφά και φανερά σ' ακολουθούνε
οι συμμορίες κι οι βασανιστές
και ψάχνουν μέρα - νύχτα να σε βρούνε,
μα δεν υπάρχει δρόμος να διαβούνε
γιατί ποτέ δεν ήταν ποιητές,
το χώμα που πατούν να προσκυνούνε..
Ευαγγελία Πίσσα
πέρασες και συ μέσα στη ζωή μου
τώρα που κάθομαι να λογαριάσω
πόσοι χαθήκαν
πόσοι μας άφησαν
και ποιοι σκορπίσανε
τώρα που κάθε μέρα λιγοστεύουν
εκείνοι που μας πόνεσαν
όσοι μας βρήκανε στη νύχτα του θανάτου
εγώ σε ονομάζω καταφυγή μου,
Ευαγγελία Πίσσα.
Έρημοι σταθμοί
δίπλα οι σκουριασμένες οι γραμμές
μοιάζουν με τις νύχτες κάποιων πόνων
στων ερώτων τις διαδρομές.
Έρημοι σταθμοί σαν τα τραγούδια
που δεν τα τραγούδησε κανείς
σαν στενά παπούτσια και κοστούμια
μιας ζωής που εσύ καταφρονείς.
Κάτω απ το υπόστεγο βαγόνια
δίχως μνήμη, δίχως εποχές
Μοιάζουν με τα αμίλητα σεντόνια
που κορμιά σκεπάσαν και ψυχές.
Έρημοι σταθμοί μέσα στ αγκάθια
-συναντήσεις κι αποχωρισμοί-
σε θυμάμαι απ τα σπασμένα τζάμια
να φωτογραφίζεις τη σιωπή.
Εμάλωσα με τη ζωή
που ήταν για μένα αληθινή
κι ας ήταν μητριά μου.
Κι αυτό γιατί πολλές φορές
δυο λέξεις μού 'πες τρυφερές
κι έχασα τη σειρά μου.
Εμάλωσα με τη ζωή
που δεν καθότανε στιγμή
για να τη ζωγραφίσω.
Κι άλλαζε ρούχα και μορφές
κι έβαζε μάσκες και μπογιές
για να μην τη γνωρίσω.
Εμάλωσα με τη ζωή
που μ' έβλεπε σαν την ντροπή
κι άσκημα μου μιλούσε.
Εγώ που είχα ένα κορμί
και καφενές δεν τό 'χε δει
και κείνη το γελούσε.
Είναι κάτι άνθρωποι
Που θαρρείς πως ζήσανε κρυφά
Χρόνια χωματόδρομοι και παλιές κουρτίνες
Κι ένας αγέρας δίπλα τους να λες πως δεν φυσά
Προάστια φτωχά ξεχασμένα
Προάστια λαϊκά πικραμένα
Είσαι η Πρέβεζα και το Κιλκίς
κι αυτά τα σπίτια δίπλα στο γιαλό
αυτές οι μάνες με το κάρβουνο στα μάτια τους
κι αυτά τα κύματα που φεύγουν και ξαναγυρνούν
αυτά τα πεύκα με τα χαραγμένα λόγια
κι ο Κωνσταντίνος, ο καημός που πέταξε σαν το πουλί
κι εκείνα που δεν πρόφτασαν οι κήρυκες,
παρά μονάχα ψεύτες και ρουφιάνοι,
Ω! πολιτεία με το βράδιασμα κοντά στους ταρσανάδες
στην αγορά,στον καφενέ και στο ποδόσφαιρο
είσαι η Πρέβεζα,τα Γιάννενα και το Κιλκίς,
το Μεσολόγγι,ο Πόντος κι η Ερμούπολις
Ω! πολιτεία του αμανέ στα τουρκοχώρια
μ' αυτές τις ρεματιές κι αυτά τα βράχια
μ' αυτά τα σπίτια δίπλα στο γιαλό
μ' αυτές τις μάνες με το κάρβουνο στα μάτια τους
θα 'ρθει ο καιρός που θα φανούν οι κήρυκες
κι όχι μονάχα ψεύτες και ρουφιάνοι.
Είναι κάτι αγάπες
που κι εμείς ακόμη
δεν τους περπατήσαμε
κι όλα αυτά συμβαίνουν
μια και δεν προσμένουν
κείνοι που αγαπήσαμε
Είναι κάτι αγάπες
φυλακές γεμάτες
πάνω μας που γείρανε
και ρωτάς τι φταίει
ποιος καημός μας καίει
ποιος καημός μας μοίρανε
Είναι κάτι σπίτια
που ‘χουν πάντα νύχτα
νύχτες αξημέρωτες
κι όλα αυτά σε λιώνουν
και σε φαρμακώνουν
σαν μεγάλοι έρωτες
Είναι κάτι αγάπες
φυλακές γεμάτες
πάνω μας που γείρανε
και ρωτάς τι φταίει
ποιος καημός μας καίει
ποιος καημός μας μοίρανε
Έγινε ο κόσμος καφενές
το'παν σπουδαίοι και σοφοί
για τη γενιά μας
δεν ξέραν όμως τα καρφιά
πόσο πικρά είναι και βαθειά
μες την καρδιά μας
Μ' απάτη και με μπαμπεσιά
μας δώσανε στη μοιρασιά
μονάχα πόνους
κλωτσιές χαστούκια και φωνές
έγιν' ο κόσμος καφενές
για δολοφόνους
Όλοι χωρούν σ' αυτή τη γη
μόνο που αλλάζει η πληγή
του καθενός μας
χρόνια στην ίδια τη γωνιά
κι απ' άδικο στην απονιά
το μερτικό μας
Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011
Δρόμοι του Βερολίνου
τον χωρισμό σας στα μάτια μου πίνω
μη με ξεχάσετε
κι εγώ ας ρωτώ
υπήρξα κάποτε στ΄αλήθεια εδώ
Σε μια πλακόστρωτη γωνιά
βρες τε μου, βρες τε ένα μπαρ
που αγόρια όμορφα του κόσμου
να συχνάζουν
όμως εγώ δεν το μπορώ
πάνω από μέρα ν΄αγαπώ
σ΄αυτήν την πόλη είν' αρκετό
κάποιον μια μέρα ν΄αγαπώ
Βρες τε μου, βρε τε ένα παιδί
να 'ν' η καρδιά του ωκεανή
και ξεριζώστε του τα μάτια
δίχως λύπη
βγάλτε τα μάτια του γιατί
δεν τα χρειάζεται να δει
αυτή την πόλη το χτικιό
που όλοι σε τρώνε ζωντανό
Αντίο δρόμοι του Βερολίνου
θα κλάψετε άραγε που σας αφήνω
θα κλάψετε άραγε που θα χαθώ
στη συννεφιά και στον καπνό
Ζούσα μια χάρτινη ζωή
Ζούσα μια χάρτινη ζωή
κι άναψα σπίρτο μια στιγμή
να κάψω ένα γράμμα.
Μα πήρε σπίθες η ζωή
και λαμπαδιάσαμε μαζί
κι αρχίσαμε το κλάμα.
Ζούσα μια χάρτινη ζωή
τσαλακωμένη και πικρή
χωρίς πολλές ελπίδες.
Μα η μεγάλη η ζημιά
ήρθε από σένα μια βραδιά
που μού 'στησες παγίδες.
Ζούσα μια χάρτινη ζωή
που σαν τσιγάρο είχε καεί
και το πετάς στο δρόμο.
Ώσπου αποφάσισα κι εγώ
να δραπετεύσω και να ζω
χωρίς δεσμά και νόμο.
Έρημοι σταθμοί
δίπλα οι σκουριασμένες οι γραμμές
μοιάζουν με τις νύχτες κάποιων πόνων
στων ερώτων τις διαδρομές.
Έρημοι σταθμοί σαν τα τραγούδια
που δεν τα τραγούδησε κανείς
σαν στενά παπούτσια και κοστούμια
μιας ζωής που εσύ καταφρονείς.
Κάτω απ το υπόστεγο βαγόνια
δίχως μνήμη, δίχως εποχές
Μοιάζουν με τα αμίλητα σεντόνια
που κορμιά σκεπάσαν και ψυχές.
Έρημοι σταθμοί μέσα στ αγκάθια
-συναντήσεις κι αποχωρισμοί-
σε θυμάμαι απ τα σπασμένα τζάμια
να φωτογραφίζεις τη σιωπή.
Εμάλωσα με τη ζωή
που ήταν για μένα αληθινή
κι ας ήταν μητριά μου.
Κι αυτό γιατί πολλές φορές
δυο λέξεις μού 'πες τρυφερές
κι έχασα τη σειρά μου.
Εμάλωσα με τη ζωή
που δεν καθότανε στιγμή
για να τη ζωγραφίσω.
Κι άλλαζε ρούχα και μορφές
κι έβαζε μάσκες και μπογιές
για να μην τη γνωρίσω.
Εμάλωσα με τη ζωή
που μ' έβλεπε σαν την ντροπή
κι άσκημα μου μιλούσε.
Εγώ που είχα ένα κορμί
και καφενές δεν τό 'χε δει
και κείνη το γελούσε.
Τετάρτη 9 Μαρτίου 2011
Δίψασα στην πόρτα σου
Δίψασα στην πόρτα σου γι' αγάπη
κι έγειρα γλυκά να κοιμηθώ
Μαύρο δαχτυλίδι το φεγγάρι
τάμα σε ξωκκλήσι μακρινό.
Μαύρο δαχτυλίδι το φεγγάρι
τάμα σε ξωκκλήσι μακρινό.
Έδεσα με κόμπο την φωνή σου
δροσερό κλωνάρι της αυλής
δένδρο μυστικό του παραδείσου
μπαλκονάκι της μικρής ζωής
δένδρο μυστικό του παραδείσου
μπαλκονάκι της μικρής ζωής
Δε φταις εσύ που ταξιδεύω
μα εγώ γεννήθηκα μονάχος,
ώσπου, μου τ’ άπλωσες το χέρι
κι είδα που βρίσκεται το λάθος.
Δε φταις εσύ που ταξιδεύω
τόσα ταξίδι στο μυαλό μου.
Δεν φταις εσύ που σε γυρεύω
μέχρι την άκρια της γης.
Δεν φταις εσύ που σ’ αγαπάω,
που σ’ ονειρεύομαι κοντά μου,
δεν φταις εσύ για τα όνειρά μου,
και τα παιχνίδια της ζωής.
Κοιτάζω μέσα στον καθρέφτη
κι αντί δω το είδωλό μου
εσένα βλέπω σαν το κλέφτη
που ήρθες να κλέψεις τα’ όνειρό μου.
Γλυκοφιλούσα Παναγιά
μάνα μου κι οδηγήτρα μου
κι εγώ στα στήθη έχω καρδιά
που λιώνει από την πίκρα μου.
Γιατ' ήσουν μάνα μια φορά
και ξέρεις τα ραγίσματα
που έχει ο πόνος κι η χαρά
και του καιρού τα πείσματα.
Γιατ' ήσουν μάνα και πονάς,
φέρε το παλικάρι μου
στην ξενιτιά που το γυρνάς,
το σκοτεινό φεγγάρι μου.
Γενέθλια
τον τόπο που έχεις γεννηθεί
για ποιον φυλάς τα δάκρυά σου
κι έχει από σένα πια χαθεί.
Μού 'πες για λόγια και γι' ανθρώπους
μα τέτοια θά 'χεις ξαναπεί
κάθε φορά και σ' άλλους τόπους
χωρίς αγάπη και ντροπή.
Μου διάβασες ξανά Σεφέρη
το ίδιο που έκανες και χτες
μα εμένα η καρδιά μου ξέρει
πως δεν μας σώζουν ποιητές.
Μου διάβασες και τον Ελύτη
κι ακούσαμε και μουσική
μού 'δειξες το παλιό σου σπίτι
κι ό,τι κρυμμένο είχες εκεί.
Μου μίλησες με ξένες γλώσσες
μα να με πείσεις δεν μπορείς.
Εγώ μεγάλωσα με τόσες
τόσες πληγές, που συγχωρείς.
Αυτός ο τόπος
Αυτός ο τόπος που μας ματώνει
κι αυτός ο αέρας που μας φαρμακώνει,
με μια σημαία μάς έχει ντύσει
μιας ξένης χώρας που έχει χρόνια σβήσει.
Αυτός ο τόπος που έχει ανοίξει
βαθειά πηγάδια και πικρά να πνίξει,
αυτός ο τόπος, αυτό το χώμα
και πεθαμένους δεν μας θέλει ακόμα.
Ποιος είμαι κι ήρθα
χωρίς ελπίδα
με μια πατρίδα
σαν την νυχτερίδα
και κυματίζω σαν μια σημαία
μπροστά στην Κίρκη
και στον Οδυσσέα;
Αυτός ο τόπος που έχει ανοίξει
βαθειά πηγάδια και πικρά να πνίξει,
αυτός ο τόπος, αυτό το χώμα
και πεθαμένους δεν μας θέλει ακόμα.
Αργοναύτες
και το νερό της ξενιτιάς σου τ' αλμυρό,
τ' άλογα τρέχουν 'κει χωρίς τον καβαλάρη
μα ποιος προφταίνει να κερδίσει τον καιρό,
τώρα που ο κόσμος είναι πόρτα με χορτάρι
κι όσο να ψάξω στη ζωή δεν θα σε βρω.
Ποιος σου 'χε τάξει να χαμογελάς τοξότη
με μιαν ευχή κι ένα φιλί σαν φυλαχτό;
Στην Προποντίδα να περάσεις στρατιώτη
και να πουλιέσαι στο παζάρι για σφαχτό,
ποιος σου 'χε τάξει τη ζωή και τον καημό της
και να κοιμάσαι μ' έναν ψεύτικο Θεό;
Ποιος φίλος έπαιξε τη μοίρα σου στα ζάρια,
πίσω από σένα ποιος μοιράζει τα χαρτιά,
ποιος κανονίζει τις αυγές και τα φεγγάρια
και ποιος αλλάζει τον βοριά και το νοτιά;
Τόσα ταξίδια και καημοί τόσα κουφάρια
άδικα πήγαν των αδίκων στην φωτιά.
Αναθεώρησα
Χθες βράδυ και ονειρεύτηκα,
Και δίχως ρούχο βρέθηκα
Στους δρόμους της βροχής
Θαρρείς και προσευχήθηκα,
Για ‘σενανε και ευχήθηκα
Να πάρεις ότι αρνήθηκα
και το μισό της γης
Μου πήρες όσα ζήτησες και δε συζήτησες
Μα όλα τα αμφισβήτησες και όλα τα ζητάς
Γι' αυτό και ‘γω σε χώρισα, αναθεώρησα
Γι' αυτό και σε τιμώρησα αλλού να τα χρωστάς
Κρατώντας τα προσχήματα,
Έβαζα και στοιχήματα,
Πως όλα είναι πείσματα
Αθώα τις στιγμής
Μα ήταν ματαιότητα
Η τόση ανευθυνότητα
Ν΄ αλλάζεις και ταυτότητα
κι αξία μιας τιμής
Μου πήρες όσα ζήτησες και δε συζήτησες
Μα όλα τα αμφισβήτησες και όλα τα ζητάς
Γι' αυτό και ‘γω σε χώρισα, αναθεώρησα
Γι' αυτό και σε τιμώρησα αλλού να τα χρωστάς
Αν ρωτάς να σου πω
πώς υπάρχω και ζω
και με πόσες ανέσεις,
σου το λέω απλά:
έχω δάκρυα πολλά
ταχτικές καταθέσεις.
Έχω τόσες πολλές
από σένα πληγές
κι από άλλους ανθρώπους
που εισπράττω πολλά
κι από σένα διπλά
με χρυσάφι τους τόκους.
Γι' αυτό ό,τι σου πω
και με όποιο σκοπό
θα τ' ακούς λυπημένα,
αφού οι λέξεις που κλαιν
στα τραγούδια μου αυτά
έχουν κάτι από σένα.
Αν μ' ονειρευτείς
απ' το χέρι που θα σου 'χω απλωμένο
κι αν θα το μπορείς σκύψε για να πιεις
το φιλί το τελευταίο τ' αγιασμένο
Αν με θυμηθείς έλα να χαρείς
και την πόρτα μου σαν πρώτα να χτυπήσεις
έλα όπως χτες και σταλαγματιές
με χρυσάφι την ζωή μου να γεμίσεις
Αν μ' ονειρευτείς θέλω να μου πεις
ένα ακόμη απ' τα ψέμματα που ξέρεις
έργο μιας στιγμής και μιας πληρωμής
δεν υπάρχει περιθώριο να υποφέρεις
Αν με θυμηθείς έλα να χαρείς
και την πόρτα μου σαν πρώτα να χτυπήσεις
έλα όπως χτες και σταλαγματιές
με χρυσάφι την ζωή μου να γεμίσεις
Αν ήταν άστρα τα φιλιά σου
και τα 'χαν άλλοι ουρανοί
θα 'ταν αλλιώς ο κόσμος τώρα
θα 'χαν και τα πουλιά φωνή
Αν ήταν άστρα τα φιλιά σου
σ' ένα κουτί θα κλείδωνα
για να ταίζω την ψυχή μου
και τα πετροχελίδονα
Αν ήταν άστρα τα φιλιά σου
και χαμηλώναν προς τη γη
θα 'ταν αλλιώς ο κόσμος τώρα
θα 'ταν αλλιώς και η ζωή
Άλλος για Χίο τράβηξε
ως το πρωί γειτόνοι
μα σκοτεινιάζει ο καιρός
και στις καρδιές νυχτώνει
Άλλος για Χίο τράβηξε πήγε
κι άλλος για Μυτιλήνη
κι άλλος στης Σύρας τα στενά
αίμα και δάκρυα πίνει
Σε πανηγύρι και γιορτή
απ' την Αγιά Μαρκέλλα
σ' αγόρασα χρυσή κλώστη
και κόκκινη κορδέλα
Άλλος για Χίο τράβηξε πήγε
κι άλλος για Μυτιλήνη
κι άλλος στης Σύρας τα στενά
αίμα και δάκρυα πίνει
Άγιος Φεβρουάριος
από την Μικράν Ασία
μου 'στειλες κάρτες με στρατό
και με την Αγιά Σοφία
Κι αυτά συμβαίνουν στον καιρό
Μ' από τότε μέχρι εδώ
σπίτι μείναμε μόνο δυό
ο Άγιος Φεβρουάριος κι εγώ
Πρόσφυγα σ' έριξαν εδώ
κι ο χάρος έξι βήματα
στα χρόνια που 'ρθα να σε δω
μέσα στα παραπήγματα
Κι αυτά συμβαίνουν στον καιρό
Αγιασμένα τραγούδια
τα έχουν άνθρωποι γραμμένα
που μιλούσαν μονάχα με τη σιωπή
κι είχαν φίλους τους αγγέλους
σαν αγάπες κάποιου τέλους
όταν όλα είχαν μια ανατροπή
Τα τραγούδια τ' αγιασμένα
Σαν φιλία είναι καρφωμένα
Στον αέρα, όπως τ' άστρα που κοιτάς
Χτίστηκαν κι αυτά με λάσπες
Με τις έχθρες και μ' αγάπες
Και με πείσματα που χρόνια μου κρατάς
Μόνο τα μαργαριτάρια
Δεν αφήνουνε σημάδια
Όταν μείνουνε καιρό σ' ένα λαιμό
Και γι' αυτό κι εγώ σφυρίζω
Τους σκοπούς που αιχμαλωτίζω
Για ν' ακούς τραγούδια δίχως σπαραγμό
Τα τραγούδια τ' αγιασμένα
Σαν φιλιά είναι καρφωμένα
Στον αέρα, όπως τ' άστρα που κοιτάς
Χτίστηκαν κι αυτά με λάσπες
Με τις έχθρες και μ' αγάπες
Και με πείσματα που χρόνια μου κρατάς
Τα τραγούδια τ' αγιασμένα
Τα έχουν άνθρωποι γραμμένα
που μιλούσαν μονάχα με τη σιωπή
κι είχαν φίλους τους αγγέλους
σαν αγάπες κάποιου τέλους
όταν όλα είχαν μια ανατροπή
Τρίτη 8 Μαρτίου 2011
Κώστας Μίχος (1938-1974)
Κώστα Μίχο γιατί κρύβεις τ’ όνομά σου;
Στα καφενεία που συχνάζεις δεν κατοικούν οι παντοκράτορες
Κώστας Καρυωτάκης γράφει κι η ταυτότητά σου,
πρίγκηπας επάγγελμα, πρίγκηπας για τη γενιά σου.
Παραμονεύουν οι φασίστες με τους ψευδομάρτυρες.
Κώστα Μίχο, σε ποιόν κρύβεις τ’ όνομά σου;
Μες στα ένδοξα Παρίσια δεν κερδίζεις τον παράδεισο.
Τη ξυραφιά του Ρεμπώ τη σκεπάζουν τα μαλλιά σου,
δεν φτάνουν όλα τα νερά της γης να πλύνουν το άγαλμά σου,
μια νεκροψία,-κι ύστερα το γαλανό πουκάμισο.
Κώστα Μίχο, μη μου κρύβεις τ΄όνομά σου.
Ένα κλαδάκι ουρανός ήταν μονάχα ο κλήρος σου.
Στις λοταρίες των ποιητών μια βρύση έλαχε στη μοιρασιά σου.
Της ζητιανιάς η φιλία ισορροπεί τη ζυγαριά σου,
στιχάκια ψίχουλα, μετάληψη και μύρο σου.
Κώστα Μίχο, μη μου κρύβεις τ’ όνομά σου.
Ρόζα Λουξεμπουργκ
και στην καρδιά ζωγραφισμένος ο Γκεβάρα.
Στα πορνοστάσια με ουίσκι και με τζιν
παίζουν αλέγκρο την καρδιά μου σε κιθάρα.
Άι, Ρόζα Λούξεμπουργκ, τι σου ‘χω φυλαγμένα,
πάνω στο κάρρο σ’ είδα στα εννιακόσια εφτά.
Εγώ τότε κοιμόμουνα στο φως τού εικοσιένα
κι εξήντα χρόνια αργότερα σε βρήκα στα χαρτιά.
Φυλλάδες κίτρινες και πράσινη χολή,
τα νιάτα σου, τα νιάτα μου κι οι εμπόροι.
Χρυσό πουλάκι δίχως το κλουβί
για σένα κάνουν τον Αγώνα οι τζογαδόροι.
Τα παγώνια της θάλασσας
τον είδα να φυλάει μια σκεπή.
Στα πόδια φώτα και στα χέρια νύχτα,
σημάδευε τα λόγια στη σιωπή,
πουλί μαλαματένιο μες στα δίχτυα.
Της θάλασσας παλεύουν τα παγώνια,
τον ύπνο φαρμακώνουν του ψαρά.
Μετάξι φέρνουν απ’ την Καρχηδόνα
και της παράδεισός μου τα νερά
βουλιάξανε κι ετούτο τον αιώνα.
Ποιος είναι ο φονιάς και ποιος δικάζει,
ποιος λιγοστεύει τ’ άνθος απ’ τη γη;
Ποιος ρήμαξε στου κόσμου το μαράζι
και στα βαθιά τον πήρε η ζωή
να μάθει καθαρά να λογαριάζει;
Στα χέρια σου κεντήσανε καράβι
για να ξεχνάς του πόντου τ’ ανοιχτά.
Σε σκοτεινό σε ρίξανε πηγάδι
μ’ Απρίλη μήνα και με θανατά
να βρεις την πληρωμή μες στο σκοτάδι.
ΤΡΟΠΑΡΙΑ ΓΙΑ ΦΟΝΙΑΔΕΣ
Νίκος Πλουμπίδης
με μισθοφόρους και πραιτωριανούς,
τη δόξα σου γονατιστός να ζητιανεύω,
και να χτυπώ την πόρτα σου στους ουρανούς.
Σαν ψίχουλα είναι τούτα τα στιχάκια,
από συμπόσια και ξενύχτια ποιητών,
τα ψιθυρίζουν οι χαφιέδες στα σοκάκια,
εκεί που πάω σαν το ψάρι να πιαστώ,
τα ψιθυρίζουν οι χαφιέδες στα σοκάκια,
εκεί που πάω σαν το ψάρι να πιαστώ.
Κινήσαμε για μακρινό ταξίδι
κι η νύχτα φαρμακώνει τα φιλιά
ποιος κόσμος μας κρατάει και ποιο σανίδι
απόψε που δικάζουν τον Πλουμπίδη.
Οι λύκοι αγκαλιά με τα σκυλιά.
ΤΡΟΠΑΡΙΑ ΓΙΑ ΦΟΝΙΑΔΕΣ
Μάνος Ελευθερίου
Γιώργος Σεφέρης «ΕΛΕΝΗ»
φόρεσε χρώματα ἀνοιχτὰ
καὶ μὲ περπάτημα ἀλαφρὺ
πάλι μὲ τὴν ἄνοιξη
πάλι τὸ καλοκαίρι
χαμογελοῦσε.
Μέσα στοὺς φρέσκους ροδαμούς
στῆθος γυμνὸ ὡς τὶς φλέβες
πέρα ἀπ᾿ τὴ νύχτα τὴ στεγνὴ
πέρα ἀπ᾿ τοὺς ἄσπρους γέροντες
ποὺ συζητοῦσαν σιγανὰ
τί θά ῾τανε καλύτερο
νὰ παραδώσουν τὰ κλειδιὰ
ἢ νὰ τραβήξουν τὸ σκοινὶ
νὰ κρεμαστοῦνε στὴ θηλιὰ
ν᾿ ἀφήσουν ἄδεια σώματα
κεῖ ποὺ οἱ ψυχὲς δὲν ἄντεχαν
ἐκεῖ ποὺ ὁ νοῦς δὲν πρόφταινε
καὶ λύγιζαν τὰ γόνατα.
Μὲ τοὺς καινούργιους ροδαμούς
οἱ γέροντες ἀστόχησαν
κι ὅλα τὰ παραδώσανε
ἀγγόνια καὶ δισέγγονα
καὶ τὰ χωράφια τὰ βαθιὰ
καὶ τὰ βουνὰ τὰ πράσινα
καὶ τὴν ἀγάπη καὶ τὸ βιός
τὴ σπλάχνιση καὶ τὴ σκεπὴ
καὶ ποταμοὺς καὶ θάλασσα
καὶ φύγαν σὰν ἀγάλματα
κι ἄφησαν πίσω τους σιγὴ
ποὺ δὲν τὴν ἔκοψε σπαθὶ
ποὺ δὲν τὴν πῆρε καλπασμός
μήτε ἡ φωνὴ τῶν ἄγουρων
κι ἦρθε ἡ μεγάλη μοναξιὰ
κι ἦρθε ἡ μεγάλη στέρηση
μαζὶ μ᾿ αὐτὴ τὴν ἄνοιξη
καὶ κάθισε κι ἀπλώθηκε
ὡσὰν τὴν πάχνη τῆς αὐγῆς
καὶ πιάστη ἀπ᾿ τ᾿ ἀψηλὰ κλαδιὰ
μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ δέντρα γλίστρησε
καὶ τὴν ψυχή μας τύλιξε.
Μὰ ἐκείνη χαμογέλασε
φορώντας χρώματα ἀνοιχτὰ
σὰν ἀνθισμένη ἀμυγδαλιὰ
μέσα σε φλόγες κίτρινες
καὶ περπατοῦσε ἀνάλαφρα
ἀνοίγοντας παράθυρα
στὸν οὐρανὸ ποὺ χαίρονταν
χωρὶς ἐμᾶς τοὺς ἄμοιρους.
Κι εἶδα τὸ στῆθος της γυμνὸ
τὴ μέση καὶ τὸ γόνατο
πῶς βγαίνει ἀπὸ τὴν παιδωμὴ
νὰ πάει στὰ ἐπουράνια
ὁ μάρτυρας ἀνέγγιχτος
ἀνέγγιχτος καὶ καθαρός,
ἔξω ἀπ᾿ τὰ ψιθυρίσματα
τοῦ λαοῦ τ᾿ ἀξεδιάλυτα
στὸν τσίρκο τὸν ἀπέραντο
ἔξω ἀπ᾿ τὸ μαῦρο μορφασμὸ
τὸν ἱδρωμένο τράχηλο
τοῦ δήμιου π᾿ ἀγανάχτησε
χτυπώντας ἀνωφέλευτα.
Ἔγινε λίμνη ἡ μοναξιὰ
ἔγινε λίμνη ἡ στέρηση
ἀνέγγιχτη κι ἀχάραχτη.
16 Μαρτ. ῾39
Κυριακή 6 Μαρτίου 2011
Τα Βάσανα της Αγάπης
καθώς ανέμισαν τα μαλλάκια της έτσι μπροστά στα μάτια μου λες και σαν ξαφνικά να ξύπνησα και για πρώτη φορά την είδα - και την επρόσεξα - την ωραία νεαρή κόρη με συνεκίνησε η αρμονία των κινήσεών της η ραδινότης των μελών του κορμιού της η γοητεία του βλέμματός της η απαλή στρογγυλάδα των μαστών της η όλη χάρη τέλος που ανεδίδετο από το κομψό ολόδροσο πλάσμα κι' αμέσως σκέφτηκα - και "φιλοσόφησα" - ο νους μου πήγε στον αγαθό εκείνον που μπορεί κάποτε - μα είμαι βέβαιος - να υποφέρη μαρτυρικά να δυστυχήση σα θα φαντάζεται πως έχει σκέψη κι' έχει ψυχή το τρυφερό το αιθέριο το πλασματάκι και να ματώνη η καρδιά του ν' απελπίζεται ως θ' αποδίδη έστω και κόκκο νου στ' ολότελα άδειο μικρό κρανίο |
(από το Στην Kοιλάδα με τους Pοδώνες, Ίκαρος 1992) |
Σύντομος Βιογραφία του Ποιητού Kωνσταντίνου Kαβάφη (και του καθενός μας – άλλωστε)
K. KABAΦH H πόλις
νταλγκαδιασμένος και βαρύς
γυρνάει τα στενορρύμια
της πολιτείας της άχαρης
που τρώει τα σωθικά του
σ' αυτήν εδώ γεννήθηκε
σ' αυτή θε ν' αποθάνη
εδώ πίκρες τον πότισαν κρουνηδόν
εδώ τον βασανίσαν
μόνος του
πίστεψε - φορές -
πως τη χαράν ευρήκε σπανίως
κάποτε θέλησε κι' αυτός
κάπου μακρυά να φύγη
μα εκατέβη στο γιαλό
και δεν είχε καράβι
Πικασσό
ο ταυρομάχος τώρα πλέον ζει στην Ελασσόνα
εις τη λιθόστρωτη πλατεία κάτω απ’ τα πλατάνια
κι ο καφφετζής αέναα πηγαινοέρχεται κι ανανεώνει
τον καφφέ στο φλυτζάνι και τον καπνό στον αργελέ του ταυρομάχου
ώς ότου να περάσουνε νοσταλγικά
της μέρας οι ώρες
και συναχτούν πουλιών μυριάδες
μέσ’ στις πυκνές τις φυλλωσιές των πλατανιώνε
όπου σημαίνει πως ο ήλιος δύει
τότε οι συνωμότες ένας ένας γλυστράνε στο σοκάκι
σιωπηλά ως πέφτει η νύχτα και βοηθά τους
απαρατήρητοι να συναχτούν κι αυτοί σαν
τα πουλιά
εκεί που θέλουν
και δακρυά βαρειά κυλούν από τα δόλια τους τα μάτια
και η μητέρα όπου ζητεί ν’ αναχαιτίση τους φασίστες
μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο κει που σιγομιλούν οι συνωμότες
και κρέμονται απ’ το ταβάνι πιπεριές για να στεγνώνουν
με τα ροζιάρικα τα χέρια που τα κοσμούν ροδάρια
βγάζει της λάμπας το γυαλί και την ανάφτει
και τα ροζιάρικα πάλιτα χέρια που τα λερώσαν τα πετρέλαια
ήσυχα ήσυχα τα σφουγγίζει στην ποδιά της
και καθώς είπαμε ότι ποθεί ν’ αναχαιτίση τους φονιάδες
παίρν’ η γριά τη λάμπα απ’ το τραπέζι
κι ανοίγει το παράθυρο με βιάση
κι όξω τεντώνει
―μέσ’ στη νύχτα―
τη χερούκλα που κρατά τη λάμπα
γριά μάνα! της φωνάζουν
πού την πας τη λάμπα;
όμως μέσ’ στα χωράφια της Αβίλας δες σαλέψαν
ύποπτες σκιές μ’ αυτόματα στην αμασκάλη
κι ως από μακρυά εφάνταζε σαν άστρο
το φως που είχε βγαλθή στο παραθύρι
άρχισαν λίγο λίγο ν’ αντηχούν κιθάρες
κι οι γύφτισσες επιάσαν να χορεύουν
με τις ωραίες λαγόνες και τα πολύχρωμα ανεμιζούμενα πλατειά φουστάνια
ενώ απ’ τα θερμά βαμμένα στόματά τους ίδια κραυγές πόνου
εξέφευγαν του τραγουδιού τα λόγια:
«θα σου πω τη μοναξιά μου με το Soleares»
κι οι majos λυσσάγαν πάνω στις κιθάρες
και τα φασιστικά καθάρματα πολυβολούσανε τα πλήθη
κι αυτές με τα μεταξωτά γοβάκια τους
―με τα ψηλά τακούνια―
χάμω ―πάνω στο καρντερίμι― τσαλαπατούσαν την καρδιά μου
τότες εγίνηκε «που να σου φύγη το καφάσι»
σαν ένας ταύρος κοκκινότριχος πετάχτηκε στη μέση
φλόγες καθώς του βγαίνανε απ’ τα ρουθούνια
κι οι μπαντερίλλιες τού βελόνιαζαν οδυνηρά το σβέρκο και την πλάτη
κι άρχισε δω και κει να κουτουλάη
να ξεκοιλιάζη
να λιανίζη σάρκες με τα κέρατά του
ψηλά στον αέρα να τινάζη
όσους χτυπούσε
και να σωριάζωνται βουνό κουφάρια ένα γύρο
αλόγων άνθρωπων
μέσ’ σε ποτάμια αίμα
(το σβέρκο και τη ράχη του οδυνηρά ΚΟΣΜΟΥΣΑΝ μπαντερίλλιες)
κι οι κόρες με τους ωραίους μαστούς ανάσκελα εξαπλωθήκαν χάμω
και μέσ’ στα ωραία μάτια τους δύανε
κι ανατέλλαν
ήλιοι
Όρθρου Βαθέος
συγκινούσε
- και συγκινεί πάντοτε -
τους
ανθρώπους
είναι
η καταπληκτική μου ομοιότης
με τον
Aβραάμ Λίνκολν
μάλιστα σαν κάποτες ανεγέρθηκε το μπρούντζινό μου άγαλμα
σε μίαν οποιαδήποτε πλατεία του Πειραιώς
εναπόθεσαν
στα πόδια μου
σιωπηλά
κάτι
που έμοιαζε
- δεν εδιάκρινα καλά πάν' απ' το βάθρον -
σαν λείψανο
σα χάλκινο
μαγκάλι
μ' αναμμένα κάρβουνα
περίμενα να νυχτώση καλά
κι' όταν επλησίασα
να δω
διεπίστωσα
- με τι χαρά -
ότι δεν είταν τίποτ' άλλο
παρά
τα μαύρα μάτια της γυναίκας π' αγαπώ
που
ελάμπανε
μέσ' στο
σκοτάδι
Μερκούριος Mπούας
- Tι έχεις αυτού ; τον ρωτώ.
Στρέφεται :
- Lettere d'amore, μου κάνει.
Kι' ύστερα :
- Δεν σ' ενδιαφέρουν ;
- Mα φυσικά, ξέρεις, σαν πρόκειται γι' αγάπες..., απαντώ.
Tότες αρχίζει σιγά-σιγά, με προσεκτικώτατες κινήσεις, να βγάζει έξω ένα-ένα διάφορα πράγματα και να μου τα επιδεικνύη.
Πρώτα ανάσυρε, κι' έδειξε, διάφορα βελούδινα υφάσματα, σωρούς-κουβάρια, άλλα πλουμιστά κι' άλλα μoνόχρωμα. Ύστερα, ένα σάπιο στρώμα, και τελικά παρατά το καπάκι, βγάζει όξω ένα πτώμα, καλώς διατηρημένο, νεκρού ανδρός, και το αποθέτει χάμω. Eκείνο που έκανε όλως ιδιαιτέρα εντύπωση σ' αυτό το πτώμα είταν το στιλπνό κι' εκθαμβωτικά λευκό της επιδερμίδος, καθώς κι' η ατίθαση κόμη και τα αρειμάνια μακρυά μουστάκια.
Σκοπός μας είναι η δημιουργία μιας Ανθολογίας Ποιημάτων από το σύνολο των Ελλήνων Ποιητών- Ποιητριών αλλά και ορισμένων ξένων, καθώς επίσης και κειμένων που έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον μας. Πιθανόν ορισμένοι ποιητές και ποιήτριες να μην έχουν συμπεριληφθεί. Αυτό δεν αποτελεί εσκεμμένη ενέργεια του διαχειριστή του Ιστολογίου αλλά είναι τυχαίο γεγονός. Όσοι δημιουργοί επιθυμούν, μπορούν να αποστέλλουν τα ποιήματά τους
στο e-mail : dimitriosgogas2991964@yahoo.com προκειμένου να αναρτηθούν στο Ιστολόγιο.
Θα θέλαμε να τονίσουμε ότι σεβόμαστε πλήρως τα πνευματικά δικαιώματα του κάθε δημιουργού, ποιητή και ποιήτριας και επισημαίνουμε πως όποιος δεν επιθυμεί την ανάρτηση των ποιημάτων του ή κειμένων στο παρόν Ιστολόγιο, μπορεί να μας αποστείλει σχετικό μήνυμα και τα γραπτά θα διαγραφούν.
Τέλος υπογράφουμε ρητά ότι το παρόν Ιστολόγιο δεν είναι κερδοσκοπικό και πως δεν η ανάρτηση οποιουδήποτε κειμένου, ποιήματος κτλ γίνεται με μοναδικό στόχο την προβολή της ποίησης και την γνωριμία όλων όσων ασχολούνται με αυτή, με το ευρύτερο κοινό του διαδικτύου.