Σελίδες

Τετάρτη 29 Μαΐου 2019

Ο ΘΕΟΣ ΜΑΣ ΕΧΕΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΕΙ Ν' ΑΥΤΟΚΑΤΑΣΤΡΑΦΟΥΜΕ /larry Cool


"Bρέχει αἷμα
ἀπ᾽ τὰ σύννεφα προεξέχουν αἰχμὲς μαχαιριῶν
ἕνας σχιζοφρενὴς θεὸς σφαγιάζει τὸν κόσμο.
Τὰ δένδρα εἶναι βωβὲς ἱκεσίες
ἐκριζώνονται αἴφνης κι ἀνέρχονται κατακόρυφα
Γύρω μου ὑπνοβατοῦν στιλπνὰ σώματα
τ᾽ ἀσημένια μάτια τους ἀντανακλοῦν· δὲν βλέπουν
ὁ ἀλγόριθμος τοῦ μυαλοῦ τους ἐκτελεῖ,
ἐκ γενετῆς τὸν ἴδιο ἀτέρμονα βρόχο"
«Λάρρυ..,» –ξυπνῶ· »ἐσὺ προκαλεῖς τὴν ὀργὴ τοῦ θεοῦ,»
–μοῦ ψιθυρίζει στ᾽ αυτὶ τὸ κορίτσι μου.
Γιὰ περιδέραιο φορεῖ,
ἕναν ἱστὸ ἀράχνης μὲ πρωινὲς δροσοσταλίδες
ἀπὸ τοὺς πόρους ἐκφυσᾶ,
γαλαζωπὲς τριχοειδεῖς φλογίτσες καύλας
Τὴν ἀγκαλιάζω κι ἀποτεφρώνομαι.

Δε θα ξαναρθούν τα τρένα / Γιώργος Καραγιάννης


Στράβωσαν οι ράγες,
σάπισαν οι τραβέρσες
και η βροχή άφησε τις σιδεριές 
αιωρούμενες,
τα τρένα να μην ξαναρθούν άλλη φορά.
Αλλά εμένα μέσα μου ακούγεται ακόμα
εκείνο το παλιό σφύριγμα που με ξεσηκώνει
με τις φωνές των επιβατών,
τις αγκαλιές και τα φιλιά
από αντάμωσες και αποχωρισμούς
και την εικόνα που είχα απ’ το παρελθόν
την κουβαλώ αμόλυντη και άθικτη
μες σε όλους τους καιρούς
για παρηγοριά.
Όταν όμως, τη μνήμη μου προσπερνώ
κι εμφανίζεται στο προσκήνιο το φρικτό παρόν,
το άχαρο τοπίο με προδίδει.
Γιατί όπως και να το δω,
παραμένει άδειο και με αποκαρδιώνει,
που οι μέρες μας συνεχίζονται βαριές,
εγκαταλειμμένοι μες στην ερημία να πονάμε,
να μην ακούμε τους γλυκούς κελαηδισμούς
απ’ τα φευγάτα πουλιά,
που κάθονταν κάθε πρωί μπροστά στο παραθύρι,
να καταλάβουν αν ήμασταν ακόμα ζωντανοί
και δεν ξεχάσαμε να χαμογελάμε.

Γιώργος Καραγιάννης

Τόση κατάντια γύρω μου / Πελεκούδα Γρηγορία


Η βροχή μου αφηγήθηκε
με ασυνήθιστη οικειότητα,
άσε τις αισθήσεις σου
να συντονιστούν
με τον επαναλαμβανόμενο
ήχο των τροχών της τύχης
όταν ρετάρουν τα γρανάζια
απείθαρχα κι εσύ
στη μέση του δρόμου
κάθεσαι, ε κάποια στιγμή
θα σε προσέξουν τα μελλούμενα
για μια συνέχεια δυστυχώς
αναπάντητη...
Η δραπετεύω ή υπομονετικά
περιμένω την σειρά μου
σκέφτηκα, σήκωσα το χέρι μου
κάνοντας σινιάλο στο ταξί
στάσου! Στόπ! και στο αντικαθρέφτισμα
μιας τζαμαρίας είδα στην φάτσα
των περαστικών την απορία
να μείνω ή να γίνω θρύψαλο
νούμερο δυο της κοινωνίας
για ένα μέλλον ακαθόριστο;
Από τον ουρανό κατρακυλούν
οι τελευταίες σταγόνες,
στο πουθενά οι αιώνια μοίρα
των ανθρώπων και η θλίψη τους
σκέφτηκα...

Κυριακή 26 Μαΐου 2019

Γεώργιος Λιάκος (βιογραφικό σημείωμα) εκ Μυτιλήνης

Ο ποιητής Γιώργος Λιάκος γεννήθηκε στη Μυτιλήνη το 1911 και πέθανε στην Αθήνα στο Νοσοκομείο «Σωτηρία» το 1983 από την με την επάρατη νόσο.  Αποφοίτησε από το γυμνάσιο της Μυτιλήνης. Μαζί με τον Στρατή Καρίπη εκδίδει το περιοδικό «Η Τέχνη μας». Το 1937 ήρθε στην Αθήνα και μέχρι το 1940, εργάστηκε στο Λογιστήριο του Νοσοκομείου Παίδων. Το 2965 τιμάται με έπαινο από τον Φιλολογικό Σύλλογο «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ» Το 1976 του αναγνωρίζεται τιμητική λογοτεχνική σύνταξη.



Ποιητικές Συλλογές:  

α. «Ποιήματα»/ 1934. 
β. «ΟΜΙΧΛΗ» / 1936
γ. «Γήινα Δώρα» / 1954. 
δ. Αόρατος Κόσμος / 1963
ε. «Διάττοντες» / 1974
στ. «Μουσικός Λό­γος» / 1980




«ΔΙΑΤΤΩΝ» / Λιάκος Γεώργιος (Εκ Μυτιλήνης)


...Τότε, φωνή απ' τα σύνορα του χάους επιμένει: 
«σήμερα θα 'ναι, σήμερα» να λέει ψιθυριστά, 
ως που οι ώρες έρχονται κι απάνω απ' την καρδιά μου
χτυπούν τα εικοσιτέσσερα καρφιά τους δυνατά.

«ΔΥΣΗ» / Λιάκος Γεώργιος (Εκ Μυτιλήνης)

... μια τέτοιαν ώρα να βρεθώ, Λέσβος, κοντά σου πάλι,
πίσω απ' τα χρόνια να περάσω και να' ρθω και να σταθώ, 
σαν μια σκιά στο φως και στο ακρογιάλι,
προτού για πάντα μες στη νύχτα να χαθώ.

«ΘΥΜΗΣΗ» / Λιάκος Γεώργιος εκ Μυτιλήνης

 Απόψε της πατρίδας μου της όμορφης της μακρινής
νοστάλγησα το βελουδένιο το ακρογιάλι
που ένας μικρός κυματισμός σαν θάμα ερωτικής φωνής
στην άκρη του παραπονιέται αγάλι

Γιάνης Λέφας (βιογραφικό σημείωμα)

Γεννήθηκε το 1932 στην Καλλιθέα (Ζάχα) Ολυμπίας του νομού Ηλείας. 
Εισήχθη με υποτροφία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. 
Το 1979, αναγορεύτηκε διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων για την εργασία του "Ο Αλεξ. Σούτσος και οι επιδράσεις του έργου του στους συγχρόνους του". Το 1983 τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών με το βραβείο του Χαρίλαου Σακελλαριάδη για την εργασία του "Παναγιώτης Σούτσος". Εργάστηκε στην Δημόσια Εκπαίδευση και υπηρέτησε ως γυμνασιάρχης και λυκειάρχης στην Ανδρίτσαινα Ολυμπίας και ως λυκειάρχης στο 7ο Εσπερινό και 42ο Ημερήσιο Λύκειο Αθηνών
Έχει δημοσιεύσει εργασίες του σε διάφορα εκπαιδευτικά περιοδικά.
Έργα του: 

Ποιητικές Συλλογές: 


1979: "Στον Αστερισμό της ειρήνης"


άλλα βιβλία


Χιλιάδες τέσσερις σταυροί στο μαρτυρικό Μωριά / Αλφειός, 2007


Εργασίες: 


α. 1998 "Ο δημοκρατικός στρατός Πελοποννήσου" (εκδ. "Αλφειός", τόμοι Α΄και Β΄).

β. "Ανέκδοτη ανώνυμη σάτιρα των αρχών του ΙΘ΄αιώνα. Προσγράφεται στον Αλέξ. Σούτσο. Αθήνα 1977", "Νεοελληνικές επιδράσεις στο έργο του Αλεξ. Σούτσου. Ανάτυπο από την Επετηρίδα του Ιδρύματος Νεοελληνικών Σπουδών, τόμ. Α΄, 1979-1980", "Ορέστης. Έμμετρη τραγωδία του Αλεξ. Σούτσου. Ανάτυπο από το περ. Νεοελληνικόν Αρχείον, τόμ. Β", "Αγγέλου Σικελιανού, Δείπνος. Ανάτυπο απο΄την Επετηρίδα του Ιδρύματος Νεοελληνικών Σπουδών, τομ. Ε΄, 1987-1988". 

πηγή: http://www.biblionet.gr/author/39744/%CE%93%CE%B9%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%82_%CE%9B._%CE%9B%CE%AD%CF%86%CE%B1%CF%82


περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε και στον σύνδεσμο: http://yannitsochori.blogspot.com/2013/02/blog-post_8873.html

Σάββατο 25 Μαΐου 2019

Μέρες ... του Κωνσταντίνου Καβάφη

Μέρες του 1896


Εξευτελίσθη πλήρως. Μια ερωτική ροπή του
λίαν απαγορευμένη και περιφρονημένη
(έμφυτη μολοντούτο) υπήρξεν η αιτία:
ήταν η κοινωνία σεμνότυφη πολύ.
Έχασε βαθμηδόν το λιγοστό του χρήμα·
κατόπι τη σειρά, και την υπόληψί του.
Πλησίαζε τα τριάντα χωρίς ποτέ έναν χρόνο
να βγάλει σε δουλειά, τουλάχιστον γνωστή.
Ενίοτε τα έξοδά του τα κέρδιζεν από
μεσολαβήσεις που θεωρούνται ντροπιασμένες.
Κατήντησ’ ένας τύπος που αν σ’ έβλεπαν μαζύ του
συχνά, ήταν πιθανόν μεγάλως να εκτεθείς.

Aλλ’ όχι μόνον τούτα. Δεν θάτανε σωστό.
Aξίζει παραπάνω της εμορφιάς του η μνήμη.
Μια άποψις άλλη υπάρχει που αν ιδωθεί από αυτήν
φαντάζει, συμπαθής· φαντάζει, απλό και γνήσιο
του έρωτος παιδί, που άνω απ’ την τιμή,
και την υπόληψί του έθεσε ανεξετάστως
της καθαρής σαρκός του την καθαρή ηδονή.

Aπ’ την υπόληψί του; Μα η κοινωνία που ήταν
σεμνότυφη πολύ συσχέτιζε κουτά.


**

Μέρες του 1901


Τούτο εις αυτόν υπήρχε το ξεχωριστό,
που μέσα σ’ όλην του την έκλυσι
και την πολλήν του πείραν έρωτος,
παρ’ όλην την συνειθισμένη του
στάσεως και ηλικίας εναρμόνισιν,
ετύχαιναν στιγμές — πλην βέβαια
σπανιότατες — που την εντύπωσιν
έδιδε σάρκας σχεδόν άθικτης.

Των είκοσι εννιά του χρόνων η εμορφιά,
η τόσο από την ηδονή δοκιμασμένη,
ήταν στιγμές που θύμιζε παράδοξα
έφηβο που —κάπως αδέξια— στην αγάπη
πρώτη φορά το αγνό του σώμα παραδίδει.

**

Μέρες του 1903

Δεν τα ηύρα πια ξανά — τα τόσο γρήγορα χαμένα ....
τα ποιητικά τα μάτια, το χλωμό
το πρόσωπο .... στο νύχτωμα του δρόμου ....

Δεν τα ηύρα πια — τ’ αποκτηθέντα κατά τύχην όλως,
που έτσι εύκολα παραίτησα·
και που κατόπι με αγωνίαν ήθελα.
Τα ποιητικά τα μάτια, το χλωμό το πρόσωπο,
τα χείλη εκείνα δεν τα ηύρα πια.


**

Μέρες του 1908

Τον χρόνο εκείνον βρέθηκε χωρίς δουλειά·
και συνεπώς ζούσεν απ’ τα χαρτιά,
από το τάβλι, και τα δανεικά.

Μια θέσις, τριώ λιρών τον μήνα, σε μικρό
χαρτοπωλείον του είχε προσφερθεί.
Μα την αρνήθηκε, χωρίς κανένα δισταγμό.
Δεν έκανε. Δεν ήτανε μισθός γι’ αυτόν,
νέον με γράμματ’ αρκετά, και είκοσι πέντ’ ετών.

Δυο, τρία σελίνια την ημέρα κέρδιζε, δεν κέρδιζε.
Aπό χαρτιά και τάβλι τι να βγάλει το παιδί,
στα καφενεία της σειράς του, τα λαϊκά,
όσο κι αν έπαιζ’ έξυπνα, όσο κι αν διάλεγε κουτούς.
Τα δανεικά, αυτά δα ήσαν κ’ ήσαν.
Σπάνια το τάλληρο εύρισκε, το πιο συχνά μισό,
κάποτε ξέπεφτε και στο σελίνι.

Καμιά εβδομάδα, ενίοτε πιο πολύ,
σαν γλύτωνεν απ’ το φρικτό ξενύχτι,
δροσίζονταν στα μπάνια, στο κολύμβι το πρωί.

Τα ρούχα του είχαν ένα χάλι τρομερό.
Μια φορεσιά την ίδια πάντοτ’ έβαζε, μια φορεσιά
πολύ ξεθωριασμένη κανελιά.

A μέρες του καλοκαιριού του εννιακόσια οκτώ,
απ’ το είδωμά σας, καλαισθητικά,
έλειψ’ η κανελιά ξεθωριασμένη φορεσιά.

Το είδωμά σας τον εφύλαξε
όταν που τάβγαζε, που τάριχνε από πάνω του,
τ’ ανάξια ρούχα, και τα μπαλωμένα εσώρουχα.
Κ’ έμενε ολόγυμνος· άψογα ωραίος· ένα θαύμα.
Aχτένιστα, ανασηκωμένα τα μαλλιά του·
τα μέλη του ηλιοκαμένα λίγο
από την γύμνια του πρωιού στα μπάνια, και στην παραλία.

**

Μέρες του 1909, 10 και 11


Ενός τυραννισμένου, πτωχοτάτου ναυτικού
(από νησί του Aιγαίου Πελάγους) ήταν υιός.
Εργάζονταν σε σιδερά. Παληόρουχα φορούσε.
Σχισμένα τα ποδήματά του της δουλειάς κ’ ελεεινά.
Τα χέρια του ήσαν λερωμένα από σκουριές και λάδια.

Το βραδυνό, σαν έκλειε το μαγαζί,
αν ήταν τίποτε να επιθυμεί πολύ,
καμιά κραβάτα κάπως ακριβή,
καμιά κραβάτα για την Κυριακή,
ή σε βιτρίνα αν είχε δει και λαχταρούσε
κανένα ωραίο πουκάμισο μαβί,
το σώμα του για ένα τάλληρο ή δυο πουλούσε.

Διερωτώμαι αν στους αρχαίους καιρούς
είχεν η ένδοξη Aλεξάνδρεια νέον πιο περικαλλή,
πιο τέλειο αγόρι από αυτόν — που πήε χαμένος:
δεν έγινε, εννοείται, άγαλμά του ή ζωγραφιά·
στο παληομάγαζο ενός σιδερά ριχμένος,
γρήγορ’ απ’ την επίπονη δουλειά,
κι από λαϊκή κραιπάλη, ταλαιπωρημένη, είχε φθαρεί.

ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ / Γιάννης Τάτσης


Ροδόχρωμο λουλούδι, ευωδιάς, σκορπώντας
αρώματα ευτυχίας στον κήπο της καρδιάς,
έγινε κόκκινο μήλο μιας άγουρης μηλιάς.
Κομμένο από ξένο, αγάπης χέρι,
με φορτωμένα περπατάει, πίκρας γιατί…,
που κακοφορμίζουν την πληγή και αιμορραγεί.
Παιδί της καρδιάς,
αναπνέοντας σε μια ζεστή, αγάπης αγκαλιά,
αναβλύζει αρώματα νοσταλγίας
για τον τόπο του υπαρξιακού του δέντρου.
Κάποιο δάκρυ, μοίρας σκοτεινής
το δίκασε στου χωρισμού το νυχτωμένο δρόμο,
στις πίκρας τον αφόρητο καημό, στου μαρασμού
τον πόνο να ψάχνει για το ριζικό του,
μες στο λαβύρινθο του πολύχρωμου κόσμου.
Ήλιος ιχνηλάτης,
ακολουθώντας τις οπλές ακέφαλων ιχνών
στη σκόνη του κακοτράχαλου καιρού,
έριξε αχτίδα φωτός στις πληγές του πόνου.
Χρόνια πέταξαν πολλά μαζί με απελπισμένα,
ταξιδιάρικα πουλιά, μέσα στη χιονοθύελλα
μιας απεγνωσμένης αναζήτησης στον κρύο το βοριά,
μα ήρθαν αρώματα της άνοιξης στην αγκαλιά
και έλιωσαν πάγους και καημούς, ένωσαν τη μάνα
και το γιο κάτω από το δέντρο το δικό τους.
Δυο μάνες έχουν αγκαλιά,
το γιο τους που πονά για μάνα και μητέρα.

Από την ποιητική συλλογή "Στα αγνάντια των λογισμών."

Τ’ ΑΦΡΙΣΜΑ / Ανδρέας Διγενής (το Πέταγμα του Γλάρου)


Φεύγεις....
Τα μάτια πλημμυρίζουν
στις μπόρες πού ‘ρχονται.
Τα χείλη γεύονται την πίκρα
του τίποτα που προσμένει.
Του καημού τα βέλη
φωλιάζουν στην καρδιά.
Το σκίρτημα της ψυχής
περιμένει τ’ άγνωστο μέλλον,
ενώ το παρόν ξοδεύεται άσκοπα....
Σ’ αρρωσταίνουν οι φάμπρικες,
κοιτάς τα σύννεφα καπνού
...τα μπερδεύεις με τους γλάρους,
με το γαλανόλευκο άφρισμά Της,
κι έτσι ξεγελάς τον εαυτό σου,
δίνεις κουράγιο στο είναι σου.
Παλεύεις ν’ αντέξεις....
Καρτεράς την Άνοιξη
μιας άλλης φεγγαρόστρατας.
Θά ‘ρθει ;....

Νύχτα σιωπής / Κουφογάζου Φωτεινή


Το πουλί κρύφτηκε
στο πυκνόφυλλο δέντρο
Η ζωή φωλιάζει ανάμεσα απ' τη ρίζα κι ίσαμε τα κλαδιά 
Κάπου κάπου, ακούγονται φουρφουρίσματα
Το μπόϊ της σιωπής του ...γίγαντας,
Καθώς η ώρα του δειλινού φέρνει το ξαπόσταμα
θροϊσματα απαλά του άνεμου
αντηχούν την ευφράδεια...
Αποκαμαμωμένα όλα
γέρνουν στο σιωπηλό της πρόσωπο ..
αφουγκράζεσαι και καρτερείς...
Βαθυϊσκιωτη πλάση...
Τα φράγματα του φόβου γκρεμίζονται
Ακόμα μια νύχτα αγρύπνιας ...
για τούτα και για τ'άλλα
για 'κείνα που έσβησαν,
που χάθηκαν,
που νοιώθεις
που αγγίζεις

Μίμηση ψυχής / Στέλλα Βρακά


Μουδιάζω
μια παράξενη απραξία.
Παλεύει η ψυχή να βρει μια διέξοδο
που να της ταιριάζει.
Μίμηση μιας πρωτοφανέρωτης
θάλασσας.
Μίμηση της βουτιάς του γλάρου.
Μίμηση φωτός στο ψαλτήρι
του όρθρου
η ομορφιά σου που αγιάζει.
Πιστεύω πως το άπιαστό σου
το κρατάω μέσα στα γράμματα.
Δυο άνεμοι κι ένα σμάρι θαλασσοπούλια.
Ένα όνειρο
μια νιοστάλαχτη γαλήνη
όταν η αίσθηση της γνώσης
μου προσφέρει την σιωπή της.
Κι όταν η φωτιά τυλίξει το όνειρο
κρατάω το ωμέγα μην το διαπεράσει
και πού να σε χωρέσω τότε;
Θα πας με το δοκίμιο της μορφής
στην θάλασσα και θα την συνταιριάξεις
στον σκοπό σου.
Πες μου τότε πως θα ακουμπάω
την αλήθεια σου.
Όταν μπορέσεις ψηλάφισε
την ψυχή μου να με γνωρίσεις.

Γαιδουροεκλογες / Γιάννης Παρασκευοπουλος


Κάτω απ το λαμπρό φεγγάρι
Συζητούσαν δυο γαιδαροι
Να πάνε για ύπνο στο χωριό 
Ή στην πόλη για ποτό
Κι αύριο έχει εκλογές
Να ψηφίσουν τι τα θες
Ο κυρ Μεντιος γκαρίζει
Ο μπάρμπα Κίτσος χλιμιντριζει
Θέλει να γίνει μάλλον άτι
Να του φύγει το γινατι
Έβαλε αντί σαμάρι σέλα
Κι άρχισε τα πηγαινελα
Ψηφοδέλτια μοιράζουν
Κι όλο ταζουν ταζουν ταζουν
Και στο γαιδουροχωριο
Έχουν σπείρει πανικό
Ξέχασαν όμως να πουν
Γάιδαροι είναι σε τι να εξελιχθούν
Αυτά είπαν οι δυο μας γαιδαροι
Και κοιμήθηκαν κατω απ το φεγγάρι

Εαρινά άνθη! / Δασκαλάκης Τάσος


Τα όποια δώρα
στη ζωή μας προφανώς
έχουν νόημα.
Τα επιπλέον
παίζουν ρόλο συνεχώς.
Αναζητώντας
στην αλήθεια στόχων
την αφθονία.
Περνώντας γονίδια
φωτός στις άλλες γενιές.
Μ` ελευθερίας
λόγια αλτρουιστικά
ως τις εκφάνσεις.
Μακράν από απάτες
και μηχανορραφίες.

Στον ήχο της σιωπής ο τίποτα σβήνει / Γρηγορία Πελεκούδα

Στον ήχο της σιωπής
ο τίποτα σβήνει.
Μοιάζει με Ανατολή
μα είναι η δύση αυτή
που υπερβαίνει τα όρια,
ανήσυχοι και διψασμένοι
όπου τα πάντα υπάρχουν
ως τετελεσμένα πορεύονται
οι απογυμνωμένοι,
ένα τραγούδι έρχεται
στα γαλανά της νερά
μα πάλι βυθίστηκε
ο ήχος στο βυθό της,
ω άνθρωπε φόρεσε
έστω για μια φορά
τις φτερούγες σου
και πέτα, πέτα μακριά
απ΄την κενότητα
των πραγμάτων γιατί
η θάλασσα των ονείρων σου
έχει πολλά ψάρια
της μη-ύπαρξης
με καλυμμένα πρόσωπα.

ΚΟΝΤΡΑΜΠΑΝΤΟ: Απόσπασμα από το βιβλίο του Πάνου Καραβίδα


 ΣΕΛ. 223-225 


Την αλλαγή την νιώσαμε όπως τα θαλασσοπούλια την φουρτούνα και τσιτωθήκαμε. 
Μόλις που προλάβαμε να χωθούμε μέσα ο ένας πίσω απ΄ τον άλλον και σπρώχνοντας με τα χέρια, τα γόνατα και τους αγκώνες, τρύπωσα κι εγώ τελευταίος, ασφαλίζοντας την πόρτα πίσω μου. 
Σαν να έσκουζαν χίλιοι χάροι, οι μοίρες λες κι αποφάσισαν να κόψουν το νήμα της ζωής μας εκείνη την ώρα, έστειλαν τον αέρα με ρόχθους κι αλαλαγμούς να μας αφανίσει. 
Αστραπόβροντα αυλάκωναν τον ουρανό. 
Όχι ένα ή δύο.
Χιλιάδες, ταυτόχρονες ηλεκτρικές εκκενώσεις, φώτιζαν με ανατριχιαστική λεπτομέρεια την πάλη των στοιχείων της φύσης που μάχονταν, λες κι ήθελαν να δημιουργήσουν τον πλανήτη απ΄ την αρχή.
Έκλεινες τα μάτια να μην βλέπεις. 
Την μια στιγμή κατηφορίζαμε σε αβυσσαλέα, θαλασσινά, φαράγγια και την άλλη πετούσαμε πάνω απο την κόλαση. Ουρανός και θάλασσα είχαν γίνει ένα. 
Ο ορίζοντας χάθηκε.
Δεν υπήρχε πάνω ή κάτω. 
Μόνο κεραυνοί που τύφλωναν και ασταμάτητες βροντές που διαδέχονταν η μία την άλλη χωρίς κενό μεταξύ τους. 
Μια τρομακτική πελώρια βουή που έκανε τα τζάμια, τα ξύλα, τα μέταλλα και τις καρδιές μας να τρέμουν. 
Μέσα στην τιμονιέρα, βλαστήμιες, ξεφωνητά πόνου και βρισιές, ξέφευγαν απο τα χείλη μας, καθώς τα σώματα πληγώνονταν απο τα χτυπήματα. 
Ξαφνικά, κι ενώ το θαλασσοδαρμένο σκαρί σκαρφάλωνε στην κορυφή ενός κύματος, η σκάλα, μ΄ ένα ανατριχιαστικό μεταλλικό ήχο, τινάχτηκε ψηλά σπάζοντας τις βάσεις της, στάθηκε για λίγο μετέωρη και με την βουτιά που κάναμε στο κοίλωμα ξεκόλλησε απο τα καπόνια, πέρασε σύρριζα απο την μάσκα και σαν πούπουλο εξαφανίστηκε στο σκοτάδι. 
Τούτη η αβαρία θα μας έστελνε στον πάτο αν δεν είχαν αποκοπεί τόσο γρήγορα οι πίροι που την στήριζαν. 
Μέσα στον χαλασμό, άνοιξαν οι πύλες του ουρανού και χιλιάδες τόνοι βροχής πέσανε με ορμή πάνω μας. Τώρα το νερό μας κυρίευσε απο παντού. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο στη γη.
Μόνο νερό. 
Άκουσα τον Γιάννη ταραγμένο.
«Τι κάνουμε καπετάνιο;» φώναξε παραιτημένος« δεν θα κρατήσει πολύ. Το νιώθω. Θα μας πάρει κάτω».
Το ένιωθα κι εγώ όπως όλοι. 
Κάποιο απο αυτά τα τερατώδικα κύματα, θα μας βύθιζε με το βάρος του ή κάποια ριπή της τραμουντάνας, θα μας αναποδογύριζε. 
Ήξερα πως αν κάτι πήγαινε στραβά, δεν θα υπήρχε χρόνος ούτε σήμα κινδύνου να εκπέμψω, αλλά ούτε να κατεβάσουμε σχεδίες ή να βάλουμε σωσίβια. 
Ήταν αδύνατον να χωρέσουμε στην τιμονιέρα φορώντας τα και τα είχαμε κρεμάσει απ΄ έξω. 
Βέβαια δεν ξεγελούσα τον εαυτό μου. Τίποτα απο αυτά δεν θα βοηθούσε. Τι σήματα κινδύνου και σωσίβια! Μόλις έπεφτες στο νερό θα πέθαινες απ΄ το κρύο ή θα σε έπνιγαν τα τεράστια κύματα. 
Είχα αντικρύσει κι άλλες φορές τον θάνατο να μου κλείνει το μάτι, αλλά τώρα τον έβλεπα να χασκογελάει. 
Ευτυχώς, σκέφτηκα, κάτι τέτοιες στιγμές δεν προλαβαίνεις να φοβηθείς. 
Με τέτοιες συνθήκες, όλα γίνονται γρήγορα και εσύ απλά ελπίζεις και πιστεύεις πως θα τα καταφέρεις. Και παλεύεις θυμωμένα. Κι έτσι δεν φοβάσαι. Μόνο στο πρώτο χτύπημα αισθάνεσαι ξαφνιασμένος. Και αν είσαι τυχερός είναι τόσο ισχυρό και δεν νιώθεις τα επόμενα που σε κομματιάζουν. 
Τώρα όμως κάτι έπρεπε να γίνει. Να μην παραδοθούμε έτσι. 
«Λούση!» φώναξα για να ακουστώ μέσα στον ορυμαγδό της καταιγίδας. 
Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω την φράση μου κι ένα πανύψηλο κύμα μας χτύπησε με βροντερή οργή. 
Ακολούθησε ένας ανατριχιαστικός ήχος απο ξύλο και μέταλλο που ξεσχίζονταν πάνω απο τα κεφάλια μας, ενώ η τιμονιέρα τραντάζονταν, έτοιμη να ξεκολλήσει απ΄ το κουφάρι. 
Κι άλλοι θόρυβοι, γδούποι, γδαρσίματα και σκισίματα αντηχούσαν πάνω απο την υπερκατασκευή, λες και το σκάφος είχε βρεθεί ξαφνικά σε διαλυτήριο πλοίων. 
Η οθόνη του ραντάρ νέκρωσε, το VHF σιώπησε, η ανταύγεια απο τα φώτα πορείας χάθηκε και σαν σκιές, βλέπαμε να περνούν στο πλάι αντένες, κατάρτι, καλώδια, συρματόσχοινα, σχεδίες φουσκωτό όλα μαζί μπερδεμένα, ένα κουβάρι. 
Ότι υπήρχε πάνω στην υπερκατασκευή είχαν παρασυρθεί απο το κύμα. 
Στο μεταξύ, γδούποι και κρότοι απο την κουβέρτα, με έκαναν να ανάψω τα φώτα της οροφής και πρόλαβα να δω τα παγκάκια να εξαφανίζονται στο έρεβος. 
Κοιταχτήκαμε έντρομοι. Δεν έμενε πολύς χρόνος. Δεν είχα περιθώρια. Δεν είχα πολλές επιλογές.
«Λούση» ξαναφώναξα μόλις κόπασαν λίγο οι θόρυβοι.
«Την πλωτή απο πλώρα και σβέλτα. Να τραβερσώσουμε ρε πριν μας διπλαρώσει». Και κρατώντας σφιχτά την πόρτα βγήκα στην κόλαση του νερού.
Η πλωτή άγκυρα βρισκόταν κάτω απο το μπαουλοκάθισμα κι έπρεπε να αναμερίσουμε. 
Πίσω μου βγήκε ο Αραφάτ γαντζωμένος πάνω μου. 
Κατάφερα να σταθώ όρθιος, αρπαγμένος απο τον χειραγωγό, όταν η Γεροντοκόρη, αφού αιωρήθηκε για λίγο καβάλα σ΄ ένα ψηλό συμπαγές κύμα, ξεκίνησε με ιλιγγιώδη ταχύτητα να βουτάει προς την άβυσσο. 
« Αυτό είναι !» σκέφθηκα «Το Κύμα Ακραίας Καταιγίδας όπως το λένε τα ναυτικά βιβλία αυτή είναι η τέλεια θανάσιμη βουτιά. Δεν γλιτώνουμε τώρα. Τώρα θα μας πάρει».
Το σκάφος καρφώθηκε σχεδόν κάθετα, κι εγώ βρέθηκα σαν θαλασσοπούλι να πετάω παράλληλα με την επιφάνεια του νερού.
Ήμουν βέβαιος πως θα μας έπαιρνε απο κάτω. Δεν προλάβαινα να κάνω τίποτα απο τα σχέδια ανάγκης κι όλα όσα έπρεπε να γίνουν. Δεν αισθανόμουν φόβο, παρά μόνο μια ανακούφιση, που ήμουν έξω, στον καθαρό αέρα και δεν θα πέθαινα παλεύοντας απεγνωσμένα, παγιδευμένος ανάμεσα στις λαμαρίνες μέχρι να τελειώσει ο αέρας στα πνευμόνια μου. 
Μια πρωτόγνωρη γαλήνη πλημύρισε την καρδιά μου καθώς η πλώρη γλιστρούσε όλο και πιο βαθειά στο υδάτινο φαράγγι. 
«Τελικά δεν είναι και τόσο άσκημα να πεθαίνεις!» Πρόλαβα να σκεφτώ. 
Τα αγαπημένα μου παιδικά πρόσωπα, χαμογελούσαν στο σκοτάδι κι οι μπούκλες των μαλλιών τους ανέμιζαν στον αέρα. Αισθάνθηκα ελαφρύς, σαν να είχα πιει τον καλλίτερο καπνό του κόσμου και καθώς ο βυθός ανέβαινε, τα φύκια, τα μούσκλια κι οι γοργόνες έτρεχαν να με καλωσορίσουν στην αγκαλιά τους.

Κάτω απ΄το σπίτι / Κ. Καβάφης

Χθες περπατώντας σε μια συνοικία
απόκεντρη, πέρασα κάτω από το σπίτι
που έμπαινα σαν ήμουν νέος πολύ.
Εκεί το σώμα μου είχε λάβει ο Έρως
με την εξαίσια του ισχύν.

Και χθες
σαν πέρασ’ απ’ τον δρόμο τον παληό,
αμέσως ωραΐσθηκαν απ’ την γοητεία του έρωτος
τα μαγαζιά, τα πεζοδρόμια, η πέτρες,
και τοίχοι, και μπαλκόνια, και παράθυρα·
τίποτε άσχημο δεν έμεινεν εκεί.

Και καθώς στέκομουν, κ’ εκύτταζα την πόρτα,
και στέκομουν, κ’ εβράδυνα κάτω απ’ το σπίτι,
η υπόστασίς μου όλη απέδιδε
την φυλαχθείσα ηδονική συγκίνησι.

Πέμπτη 16 Μαΐου 2019

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟΥ ΜΟΥ ΤΑΞΙΔΕΥΤΗΣ : Από την Ποιητική Συλλογή του Κυριάκου Ολυμπίου : Της Βάρδιας Σκέψεις

Αναμονές, αφίξεις, ανοιχτές αγκαλιές, αναχωρήσεις κι μια ελπίδα ζωογόνος,
μονάχος τις νύχτες, προβάλλοντας συνέχεια ένα ανύπαρκτο ‘εγώ’,
για να μπορέσω να ξεδιπλώσω τις ευαισθησίες μου,
αλλά πως, και από ποιον να ζητήσω βοήθεια?
Χάθηκα στου ήλιου το φως,
δεν μπόρεσα να βρω τον εαυτό μου!

Χρόνια αυτή η ζωή. Χρόνια ολόκληρα, μια ζωή,
αμετανόητοι αγαπητικοί αυτών των καιρών,
ταξιδεύουνε, αναζητώντας τις μακρινές γειτονιές των κόσμων.                   
 
Οι ναυτικοί που έχουν ένα αλλιώτικο χαμόγελο,
χαμόγελο ψυχρό και βαθειά λυπημένο!
γιατί έζησαν τη μοναξιά ανάμεσα σε ανθρώπους, 
γιατί αγάπησαν ότι φοβόνταν περισσότερο, τη θάλασσα,
γιατί ο κίνδυνος στη θάλασσα σε αδερφώνει
Έτσι. Ώσπου να καταλαγιάσει η μπόρα.
 
Σε όλα τα μέρη της γης, τα λιμάνια ίδια
Tώρα, με τη φωνή αργή, μέσα στην κούραση,
κι από τα χρώματα του ονείρου μου ταξιδευτής για μια ελπίδα...
…Όταν φτάσεις στη σιωπή, τότε θα ξέρεις!  
 
Τραγούδα το χειμώνα, που σε έκανε να νιώσεις την Άνοιξη!
H ζωή εκεί έξω τρέχει με γκρίζα μαλλιά… 

Τρίτη 14 Μαΐου 2019

ΑΔΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ / Σκούλικα - Βέλλου Σοφία

Άνθρωπος άδικος αρπαχτικό στον τάφο του δεν θα χει καντήλι θαυματουργό, μοσχοβολιά απο λιβανιστήρι. όποιος χρήμα ξένο χουφτώνει συχώρεση δεν αξίζει. Θα ναι ψυχή αποδιωγμένη και στην άλλη ζωή αφού με άδικο βουλιάξε τη γη

Σάββατο 11 Μαΐου 2019

Συσχετισμοί / Καλαϊτζίδου Ξένια


Ένα καλοκαίρι πριν
κάποιοι έριξαν τον ψεύτικο πράσινο ήλιο
στο Σύνταγμα.
Κι έγιναν λέει άλλοι άνθρωποι.
Δεν ήμουν αλλά έγινα κι εγώ.
Και τώρα γιατί να μην έχουμε κουράγιο
κάθε πρωί να ξυπνάμε να τους βουλιάξουμε;
Εκείνους,
να μας κατηγορούν ότι σφίξαμε τη θηλιά μας.
Εγώ που τα λέω
θα ’θελα να κάτσω στην πλατεία
με σχήμα και χρώμα από μπουκάλι
όχι γιατί δεν έχω που να πάω.
Θα ’θελα ένα σαββατόβραδο
με τις βάρκες αντίκρυ
όχι γιατί μιλώ μια αταίριαστη διάλεκτο.
Δεν είναι αυτή μαγκιά.
Μαγκιά είναι να παραμένεις άνθρωπος
και να νιώθεις αυτόν που δεν μπόρεσε
και να χτίζεις και στο όνομα του αύριο.

9 του Μάη (ημέρα Νίκης) / Ξένια Καλαϊτζίδου


Δεν μας έφταιξε ο Βάγκνερ, 
Δεν μας έφταιξε ο Νίτσσε
Για το αίμα των λαών μας,
Για τα βάσανα της γης.
Δεν μας έφταιξαν οι μάνες
Για την μαύρη, μαύρη δύση,
Που χαθήκαν τα παιδιά τους
Στον γκρεμό της οιμωγής.
Φταίξαν κάποια ανθρωπάκια
Με δειλά σαν μύγες μάτια
Και με νύχια σαν ψαλίδι
Και με πίστη σε στοιχειά.
Ποιος προστάτευε τ’ αρνάκια,
Λάτρης του πλανήτη άδειου,
Μετατράπηκε σε φίδι,
Για να βγάλει τη “βρωμιά”.
Ποιες υπέρ και ποιες κατά του
Ξεσηκώθηκαν οι χώρες.
Αναστέναξαν τα δάση,
Κλάψαν τα παλιά βουνά.
Του δαγκώσαν τη γροθιά του,
Της Ευρώπης γιους και κόρες
Δεν τον άφησαν να σφάξει,
Γη να κάνει κάρβουνα.
Ποιοι; Οι “βάρβαροι”, οι “φαύλοι”,
Πριν κάποιες χιλιάδες χρόνια
Με τα έθνη των Αρίων
Που κατέφυγαν εκεί.
Τόση πίστη, τόση πάλη
Για την λευτεριά αιώνια.
Και ιδού ξανά θηρία,
Ιδού σκύλοι νηστικοί.
Μάζες που δεν ξέρουν πόνο
Και δεν ξέρουν την πορεία –
Λόγια μιας παλιάς κασέτας
Γελοιογραφικά, σφοδρά –
Παραμένουν μάζες μόνο…
Ήμουν σήμερα σχολείο.
Ποιο κατόρθωμα, τι λέτε;
Ούτε μια αναφορά.
Και όσους γνωστούς ρωτούσα,
Δεν το ήξερε κανένας
Πως ο Μιχαήλ Γιεγκόροφ
Έβαλε πάνω στο Ραϊχστάγκ
Μια σημαία αιμορραγούσα,
Γιατί ήταν ηττημένος
Ο χωριάτης-εωσφόρος
Και τα δόγματα πλαστά.
Μα μικροί, εννιά του Μάη
Βλέπαμε τους στρατιώτες,
Τους προσφέραμε λουλούδια
Και χαιρόμασταν μαζί.
Κι όμως εύχομαι να έρθει
Ο χρόνος της δικής σας νιότης,
Να θυμίσει τα τραγούδια
Των ηρώων της αυγής.

Πέμπτη 9 Μαΐου 2019

Μαρουσώ Αθανασίου (Μικρή αναφορά)

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1982. 
Σπούδασε Πληροφορική και Θέατρο. 
Είναι απόφοιτη του ποιητικού εργαστηρίου Τάκης Σινόπουλος και ιδρυτικό μέλος της ομάδας ποίησης Σκάσε Αηδόνι
Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά.

ΚΑΜΙΑ ΠΡΟΦΥΛΑΞΗ / Μαρουσώ Αθανασίου


η τρέλα περιθάλπει
ταΐζει στο στόμα
γλυκό του κουταλιού
με τις χούφτες
μαλλιά
σε απόχρωση του μπλε
εκτός χρωματολογίου
χρόνος που φράκαρε
στη μέση δαχτυλίδι
πιέζουμε το λαιμό
να γουρλώσει τα μάτια
φτύνει στο στόμα
περίσσια μαύρη βλέννα
στο αναφιλητό του διπλανού
στο τέλος όλοι
κρατιούνται από το κάγκελο
το ζήτημα είναι
να το αφήσεις

ΕΠΙ ΤΩΝ ΠΟΤΑΜΩΝ ΒΑΒΥΛΩΝΟΣ / Βαφόπουλος Γεώργιος



Πτήση Αεροφλότ, Βουδαπέστη-Αθήνα.
Τουπόλιεβ εκατόν τριάντα τέσσαρα.

Αν το ελαφρό χαμόγελο έπαυε να ανθίζει
στης αεροσυνοδού μας τα γαλάζια μάτια,
ίσως το ιπτάμενο τούτο πλοίο νάχε βουλιάξει
στο βυθό της ατέρμονης μεγάλης νύχτας,
κάτω από το βάρος της δικής μου νοσταλγίας.

Είναι βαρύς του νόστου ο πόνος. Πιο βαρύς
κι από τον όγκο ενός πύργου που σωριάζεται.
Βαρύτερος ακόμα κι απ’ το χωρισμό,
που αφανίζει κι αυτού του νόστου την ελπίδα.

Πως ν’ αντέξεις μπορείς σε τέτοιο βάρος,
όταν, μετέωρος στο πυκνό τούτο σκοτάδι,
ούτε καν τον παλμό της γης υποψιάζεσαι,
που σε κύματα σεισμικά κάτω σου τρέμει;

Αλλά να, ξάφνου, στη φορά του έμφορτου βέλους,
μεσ’ απ’ το θολωμένο τούτο φινιστρίνι,
αποκαλύπτεται χλωμό το ελληνικό φεγγάρι,
καθώς από τα μαύρα σύννεφα αναδύεται.

Κι ακούεται η βραχνή φωνή του μεγαφώνου:
«Περνούμε πάνω απ’ τη Θεσσαλονίκη».

Ο παλμός της καρδιάς σταματά. Τα μάτια κλείνουν.
Το πνεύμα από του νόστου το άλγος κατακλύζεται.

Κι όταν τα βλέφαρα ανασύρονται απ’ το βλέμμα,
στην ανταύγεια του τρομαγμένου φεγγαριού,
ακίνητο της πολιτείας το σώμα φαίνεται,
με τα εγκελάδια τραύματά του, δίχως
ούτε ένα φως να υπόσχεται κάποιαν ελπίδα.

Είναι λοιπόν, νεκρή η Θεσσαλονίκη;
Έκλεισε ο μέγας τάφος, δίχως το δικό μου σώμα,
κρατώντας μέσα του μονάχα, από τη μνήμη
της μακρινής μου νιότης, μιαν υδρία δακρύων
κι αίμα πηχτό ανεπούλωτων τραυμάτων;

Τη νύχτα εκείνη του πικρού μου νόστου
πολύ έκλαψα για σένα, ώ Πόλη λατρεμμένη,
Μητέρα, πληγωμένη ακόμα κάποτε
κι από τα χέρια των ίδιων των παιδιών σου.

Λατρεμμένη Πόλη; Μ’ άλλοτε τάχα εγώ δεν ήμουν,
που σ’ είχα ονοματίσει πόλη μισεμένη,
όταν σε κύματα οργής κι απελπισίας
παγιδευμένος, χτυπιόμουν στους στενούς σου δρόμους;

Μήπως εγώ δεν ήμουνα, που είχα ποθήσει,
πριν δραπετεύσω από την κολασμένη φυλακή μου,
γύρους να κάνω επάνω σου, μ’ ένα πετούμενο,
για να σε περιλούσω με τα εκκρίματά μου;

Πώς ήταν τότε δυνατό, στην ταραγμένη
Συνείδηση των είκοσί μου χρόνων,
να δεχθώ της απλής σοφίας το μέγα δίδαγμα,
πώς απ’ της νιότης τον πόνο γεννιέται η αφροσύνη;

Η μεταμέλεια τώρα, η τύψη κι η συγνώμη
Πλέκουν σκληρό στεφάνι στη λευκή μου κόμη.

Των γερατιών τα δάκρυα είναι πιο βαριά
κι απ’ τις πεσμένες επάλξεις του Λευκού σου Πύργου.
Βαρύτερα κι απ’ τα ψηφιά της Πλατυτέρας,
καθώς κυλούν ξεκολλημένα από την κόγχη
του ραγισμένου ναού της του Θεού Σοφίας.

Τώρα πια πώς μπορώ να τραγουδήσω
τη ρημαγμένη αγαπημένη Πόλη,
από την άφιλη κι αλλότρια τούτη γή;

Στον Τάμεση εμπιστεύομαι το μήνυμα μου:
Εάν επιλάθωμαί σου, ώ Θεσσαλονίκη,
η αρά επιπέσοι των προγόνων μου επ’ εμέ.
Άλλαλος είη η γλώσσα μου, εάν μή σου μνησθώ.

Αγγλία, Σεπτέμβριος 1978




Ταγματάρχης Δουράτσος / Καρυωτάκης Νίκος




Ω! ηρωικέ από την μοίρα επιλεγμένε Ταγματάρχη
άραγε ήξερες τι η τύχη για σένα επιφύλασσε
τα τείχη του οχυρού με την αντρεία σου διαφύλασσε
με την έμπνευση του αρχαίου πρόγονού σου, ισόθεου, στρατάρχη.

Μπρος στο αξιοζήλευτο από τους Μυρμιδόνες  θάρρος
και τους πιστούς σε εσένα, άλλης εποχής, στρατιώτες
φέρθηκες σαν αυτοκρατορικός κατάφρακτος με ιππότες·
τελώντας για θνητούς και αθάνατους ανδρείας φάρος.

Όρισες στους εχθρούς της πατρίδος το σθένος,
στη περήφανη αυτή γη μαθήματα πυγμής δίδονται
“τα οχυρά καταλαμβάνονται, δεν παραδίδονται”·
ούτε στιγμή δεν λύγιζες τ' ανάστημά σου αφημένος.


Τετάρτη 8 Μαΐου 2019

ΣΠΟΝΔΗ / Μπακονίκα Αλεξάνδρα

Στεκόταν στο μπαρ
κι όταν την είδε να προβάλει από την πόρτα
με μια γρήγορη κίνηση έσιαξε
τα μαλλιά και το πουκάμισό του.
Από αυθόρμητο ζήλο το έκανε,
να είναι περιποιημένος,
σε λίγο θα άρχιζε να τη φλερτάρει.
Σαν μια υπέροχη σπονδή στον ερωτισμό, στην αφροδισία,
της φάνηκε η κίνησή του,
κι ήταν για χάρη της.
Κατακλυσμιαίο το κύμα της αφροδισίας
που τους αγκάλιασε.
( ΣΠΟΝΔΗ δημοσιεύθηκε στην ΠΟΙΗΤΙΚΗ τευχ. 22, χειμώνας 2018)

ΕΡΩΤΙΚΌ / Τριανταφύλλου Ρούλα


Τρέμει η καρδιά στις ρωγμές του ονείρου.
Με κόκκινη κλωστή δένω τον ήλιο.
Στου Μάη τις μαργαρίτες, παραμονεύει το νυχτερινό φιλί.
Εκεί στην άκρη των χειλιών
ανθίζει η άνοιξη.
Χρώματα, ροδόσταμο, χειμωνανθοί.
Φωνή μου.
Σιωπή μου!
Αναδύομαι σαν λάμψη αστραπής,
των οριζόντων αέναη γραμμή.
Ποίημα στο μαγικό σου κόσμο.
Ψυχή μου.
Των υακίνθων, του ασφοδέλου τραγούδι.
Στου ανέμου τα κατάρτια.
Στη ρότα της μοίρας σου.
Στο χρυσό του ονείρου βυθό,
χάνομαι.

ΚΑΛΝΤΕΡΙΜΙ / Βαραλής Νίκος


ήταν εδώ….
περνούσε μέρες της γραφής
κι ύστερα στα καλντερίμια 
κυνηγούσε εφιάλτες, έφευγε..
Πριν μπει στο μονοπάτι
ξεστράτισε στον Αη Νικολάκη τον κρεμαστό
και στην εικόνα έσκυψε,
δεν είχε να αποθέσει παρά μόνο
αποτυχημένες ομοιοκαταληξίες μιας ζωής
Η Θεία χάρις όμως
αυτή που πάντοτε τα ασθενή θεραπεύει
και τα ελλειπόντα αναπληρεί… έβρεχε έξω
και στα μάτια του
πότιζε το αλάτι της καρδιάς.
ξεκίνησε.
Γλίστρα οι πέτρες,
τράβαγε το χώμα στα ριζά
και κάτω το ποτάμι ριγούσε σύμφωνα και πέτρες.
Θα έφτανε στο πετρωμένο φίδι, έτσι το λέγανε μικροί …
φαινότανε όταν έπεφτε ο ήλιος
σκαλιστό μέσα στο βράχο
ποτέ του δεν το είδε, μονάχα στο όνειρο
χιμούσε στην ψυχή του μέσα και έτρωγε
ότι νεκρό είχε μαζέψει ο χρόνος.
πέρασε Κουκουράβα και ανέβαινε …
«η ομιλία μας ξεχάστηκε σ’ ένα φαράγγι,
έγινε στάχτη, κουρνιαχτός,
ένας μονόλογος ντυμένος βόλια*» ..
εδώ στον Αη Γιώργη από πίσω είκοσι ψυχές
και οι βόμβες πέφτανε δεν βρήκε ούτε μια…
αργότερα ήρθε το ναυάγιο
στην προσπάθεια να κρατήσει ίσα
την ανισόρροπη ζωή.
ήταν ακριβώς σαν τη ζωή..
λίγο ισάδι κι ανήφορος
μετά μέχρι πλατεία..
κι ήταν σαν ξένος
μέσα στα «ω» των τουριστών,
τα φλας την βυσσινάδα….
κατέβασε κεφάλι κι έκατσε μόνος στο Θεόφιλο..
κι ήρθε ένα τσίπουρο γαλακτερό σαν βέρτιγκο
και ήρθαν τσιτσίραβλα μ’ οσμή θανάτου…
κατάπιε κι έφυγε από πάνω του ο σουβάς,
εγκρεμίσθη κι έμεινε ο τείχος αδειανός …….
σαν ένα γκράφιτι φτιαγμένο ......
από μέλλον.

Ν.Β.
* στίχος του Γ.Παναγιώτου

Ρώμη 4ος αιώνας / Άλμπης Άρης


Οι οπαδοί αδημονούν να βγάλουνε πρωταθλητή
σε άχρωμη αρένα,
όπου με ζήτω και κραυγές αναζητούν το νικητή.
Κι ας είναι ένα ψέμα.
Οι άρχοντες – οι μεν κι οι δε – ασήμαντοι, ανεπαρκείς,
ανθύπατοι αχρείοι,
ραβδούχοι ανερμάτιστοι, προβεβλημένοι ευτελείς,
οι πραίτορες γελοίοι.
Υπήκοοι ανεκτικοί τούς άρχοντες χειροκροτούν
και περιμένουν δώρα
μονάχα για το σήμερα· δε δείχνουνε ν’ ανησυχούν
τι έρχεται στη χώρα.
Οι Βησιγότθοι σταθεροί με σχέδια επιθετικά
το μέλλον ετοιμάζουν,
θρασύτατοι και ιταμοί, τα λόγια τους προκλητικά·
τα όπλα τους ακμάζουν.
Πολίτες ασυμβίβαστοι παρατηρούν τους οιωνούς,
αφήνουν τα μαντεία,
εναγωνίως προσπαθούν, αναζητούνε ικανούς
να λάβουν τα ηνία.
Ακίνητοι και διάσπαρτοι εδώ κι εκεί οι ικανοί,
και ποιος να τους ενώσει,
δε φαίνεται ένας αρχηγός να βάλει λογική φωνή,
τη χώρα να διασώσει.
Κι αν θα βρεθεί ο αρχηγός, ανθρώπινος και νουνεχής,
πολλοί να τον στηρίξουν,
πολυετείς διαλαλητές – εντεταλμένοι διαβολείς –
στο μαύρο θα τον ρίξουν.
Οι οπαδοί αδημονούν να βγάλουνε πρωταθλητή
σε θλιβερή αρένα,
όπου με ζήτω και κραυγές αναζητούν το νικητή.
Κι ας ξέρουνε το ψέμα.

Πόθος κρυφός / Σοφία Τανακίδου


Πόθοι κρυφοί
ψάχνουν διέξοδο
Πάνω στα χείλη φιλιά
αγωνιούν να ματώσουν.
Δάκρυα απρόσμενα
ζητούν καταφύγιο.
Ερωτας τα πλάνεψε.
Στο σκοτάδι τα έριξε.
Μόνο σαν τον κοιτάν
φως αντικρίζουν.
Το χτες στη φωτιά,
του πόθου το αύριο ξύπνησε.
Του κόσμου τα λόγια
σκληρά κι εχθρικά,
μα θα 'ναι το φιλί
πιο καυτό ονειρεύεσαι.
Ζεστή η αγκαλιά
που βυθίζεσαι,
σαράντα τα κύματα
κι αφήνεσαι,
πριν να πνιγείς παραδίνεσαι,
στο πρώτο φιλί
κι αναδύεσαι.