ήταν εδώ….
περνούσε μέρες της γραφής
κι ύστερα στα καλντερίμια
κυνηγούσε εφιάλτες, έφευγε..
Πριν μπει στο μονοπάτι
ξεστράτισε στον Αη Νικολάκη τον κρεμαστό
και στην εικόνα έσκυψε,
δεν είχε να αποθέσει παρά μόνο
αποτυχημένες ομοιοκαταληξίες μιας ζωής
Η Θεία χάρις όμως
αυτή που πάντοτε τα ασθενή θεραπεύει
και τα ελλειπόντα αναπληρεί… έβρεχε έξω
και στα μάτια του
πότιζε το αλάτι της καρδιάς.
περνούσε μέρες της γραφής
κι ύστερα στα καλντερίμια
κυνηγούσε εφιάλτες, έφευγε..
Πριν μπει στο μονοπάτι
ξεστράτισε στον Αη Νικολάκη τον κρεμαστό
και στην εικόνα έσκυψε,
δεν είχε να αποθέσει παρά μόνο
αποτυχημένες ομοιοκαταληξίες μιας ζωής
Η Θεία χάρις όμως
αυτή που πάντοτε τα ασθενή θεραπεύει
και τα ελλειπόντα αναπληρεί… έβρεχε έξω
και στα μάτια του
πότιζε το αλάτι της καρδιάς.
ξεκίνησε.
Γλίστρα οι πέτρες,
τράβαγε το χώμα στα ριζά
και κάτω το ποτάμι ριγούσε σύμφωνα και πέτρες.
Θα έφτανε στο πετρωμένο φίδι, έτσι το λέγανε μικροί …
φαινότανε όταν έπεφτε ο ήλιος
σκαλιστό μέσα στο βράχο
ποτέ του δεν το είδε, μονάχα στο όνειρο
χιμούσε στην ψυχή του μέσα και έτρωγε
ότι νεκρό είχε μαζέψει ο χρόνος.
Γλίστρα οι πέτρες,
τράβαγε το χώμα στα ριζά
και κάτω το ποτάμι ριγούσε σύμφωνα και πέτρες.
Θα έφτανε στο πετρωμένο φίδι, έτσι το λέγανε μικροί …
φαινότανε όταν έπεφτε ο ήλιος
σκαλιστό μέσα στο βράχο
ποτέ του δεν το είδε, μονάχα στο όνειρο
χιμούσε στην ψυχή του μέσα και έτρωγε
ότι νεκρό είχε μαζέψει ο χρόνος.
πέρασε Κουκουράβα και ανέβαινε …
«η ομιλία μας ξεχάστηκε σ’ ένα φαράγγι,
έγινε στάχτη, κουρνιαχτός,
ένας μονόλογος ντυμένος βόλια*» ..
εδώ στον Αη Γιώργη από πίσω είκοσι ψυχές
και οι βόμβες πέφτανε δεν βρήκε ούτε μια…
αργότερα ήρθε το ναυάγιο
στην προσπάθεια να κρατήσει ίσα
την ανισόρροπη ζωή.
«η ομιλία μας ξεχάστηκε σ’ ένα φαράγγι,
έγινε στάχτη, κουρνιαχτός,
ένας μονόλογος ντυμένος βόλια*» ..
εδώ στον Αη Γιώργη από πίσω είκοσι ψυχές
και οι βόμβες πέφτανε δεν βρήκε ούτε μια…
αργότερα ήρθε το ναυάγιο
στην προσπάθεια να κρατήσει ίσα
την ανισόρροπη ζωή.
ήταν ακριβώς σαν τη ζωή..
λίγο ισάδι κι ανήφορος
μετά μέχρι πλατεία..
κι ήταν σαν ξένος
μέσα στα «ω» των τουριστών,
τα φλας την βυσσινάδα….
λίγο ισάδι κι ανήφορος
μετά μέχρι πλατεία..
κι ήταν σαν ξένος
μέσα στα «ω» των τουριστών,
τα φλας την βυσσινάδα….
κατέβασε κεφάλι κι έκατσε μόνος στο Θεόφιλο..
κι ήρθε ένα τσίπουρο γαλακτερό σαν βέρτιγκο
και ήρθαν τσιτσίραβλα μ’ οσμή θανάτου…
κατάπιε κι έφυγε από πάνω του ο σουβάς,
εγκρεμίσθη κι έμεινε ο τείχος αδειανός …….
σαν ένα γκράφιτι φτιαγμένο ......
από μέλλον.
Ν.Β.
κι ήρθε ένα τσίπουρο γαλακτερό σαν βέρτιγκο
και ήρθαν τσιτσίραβλα μ’ οσμή θανάτου…
κατάπιε κι έφυγε από πάνω του ο σουβάς,
εγκρεμίσθη κι έμεινε ο τείχος αδειανός …….
σαν ένα γκράφιτι φτιαγμένο ......
από μέλλον.
Ν.Β.
* στίχος του Γ.Παναγιώτου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου