Την θάλασσα την είχαμε αφήσει πίσω. Δεν ακούγονταν πια. Η γυναίκα με διαβεβαίωσε πως ήμασταν σε σωστό δρόμο.
«Τον θυμάμαι καλά αυτό το μονοπάτι. Από δω περάσαμε για να φτάσουμε στις παράγκες. Εκεί θα περίμεναν κάποιον να δώσουν το παιδί αντί αμοιβής. Δεν γνωρίζω με ποιον είχαν κλείσει τη συμφωνία και πόσο θα το πουλούσαν».
«Πως σε λένε;» ρώτησα.
«Σάρα».
«Γνωριστήκαμε σε δύσκολες συνθήκες, Σάρα, ελπίζω να είναι καλό οιωνός αυτό. Και που σε βρήκαν οι απαγωγείς;»
«Εργάζομαι σε φάρμα. Μόλις είχα τελειώσει τη βάρδιά μου και πήγαινα για το σπίτι. Ξαφνικά ένα αυτοκίνητο έτρεχε πίσω μου. Δεν πρόλαβα να βγω από το δρόμο. Εκείνο έρχονταν καταπάνω μου με ταχύτητα κόλασης. Ο τροχός άρπαξε το αριστερό μου παπούτσι και κατρακύλησα στο κανάλι, ουρλιάζοντας δεν ξέρω από φόβο ή από πόνο. Δυο άντρες κατέβηκαν από το αυτοκίνητο και έτρεξαν κοντά μου ζητώντας συγνώμη. Με ρωτούσαν αν χτύπησα. Ένιωθα πόνο στα δάχτυλα του ποδιού και στη μέση. Με άρπαξαν από τα μπράτσα και με τοποθέτησαν στο αυτοκίνητο. Γρήγορα να την πάμε στο νοσοκομείο, είπαν. Αυτό ήταν όλο. Τρέξε, είπαν στον οδηγό. Όταν είδα πως το αυτοκίνητο έκαμε τρεις τρελές πισινές και βγήκε από την πόλη έβαλα τα ουρλιαχτά. Που με πάτε, φώναζα, που με πάτε; Λούφαξε, είπε ο ένας από τους άντρες. Αν δεν κάμεις ό,τι σου πούμε σε περιμένει αυτό, είπε ο άλλος, κουνώντας ένα μαχαίρι μπροστά στη μούρη μου. Ο πρώτος μου τοποθέτησε ένα μωρό στα χέρια. Γούρλωσα. Τι ήταν άραγε αυτό το αγγελούδι; Ήταν ξεκάθαρο. Το είχαν απαγάγει. Τι θα το έκαναν; Δεν γνώριζα τις προθέσεις τους. Κάποια στιγμή το μωρό ξύπνησε και άρχισε να κλαίει. Ησύχασε το, φώναζαν εκείνοι. Το μωρό έβλεπε άγνωστα πρόσωπα τριγύρω του και ήταν αδύνατο να ηρεμίσει. Θα το ησυχάσεις ή να σε πετάξουμε στη θάλασσα μαζί με αυτό το μπάσταρδο; Όσο πιο άγρια απειλούσαν εκείνοι, τόσο περισσότερο δυνάμωνε το κλάμα του μωρού. Χα, χα εσύ το τσιμπάς, μωρή πουτάνα που δεν παύει είπε ο μαχαιροβγάλτης μ’ ένα κλαυσίγελο τρελού και μ’ έπιασε από το λαιμό έτοιμος να μου μπήξει το μαχαίρι. Ευτυχώς το αυτοκίνητο έκαμε έναν κρότο, με μια κλίση από την πλευρά του οδηγού και σταμάτησε. Ο οδηγός βγήκε έξω φτύνοντας και βρίζοντας. Το λάστιχο, είπε. Τι γίνεται τώρα; Εκείνοι κατέβηκαν και τον κοίταζαν έτοιμοι να τον φάνε ζωντανό. Να το φτιάξεις το γρηγορότερο. Αν δεν φτάσουμε στην ώρα μας εκεί, φίδι που σ’ έφαγε. Με κατέβασαν από το αυτοκίνητο μαζί με το μωρό και προσπαθούσαν και οι τρεις να αλλάξουν το λάστιχο. Το έρεβος είχε δόντια. Αυτά τα πεύκα μπορεί να μας σώσουν, ψιθύρισα στο μωρό και έτρεξα προς το δάσος. Αν δεν έκλεγε το μωρό ίσως να τους είχα ξεφύγει!»
Άκουγα την γυναίκα και περπατούσα σαν το λαγωνικό που οσφραίνεται το θήραμα. Εγώ οσφραινόμουν το άγριο θεριό. Τα θεριά είναι απρόβλεπτα. Με είχε αφήσει άναυδο η εξαφάνιση του τραυματία. Τώρα μετάνιωνα πικρά που είχα αποδειχτεί τόσο αφελής. Είχα μπει σε αυτό το παιχνίδι σαν ερασιτέχνης χωρίς καμιά προετοιμασία, μ’ έναν εφηβικό ρομαντισμό λες και ήμουν πολυκέφαλος και θα μπορούσα να θυσιάσω κανένα. Είχα ρίξει καταγής έναν μαφιόζο και τον είχα αφήσει να φύγει ατιμώρητο. Θα έπρεπε να τα είχα συντονίσει σαν επαγγελματίας όλα τα πράγματα, να τον είχα δέσει και να τον είχα βάλει μπροστά. Προχώρα, είπα, στον εαυτό. Ως εδώ τα πήγαμε άριστα. Ξέρεις ν’ αντιμετωπίζεις τους πειρασμούς και τις προκλήσεις. Ξαφνικά έφτασαν στα αυτιά μας ζωηρές φωνές. Κάθε φωνή μέσα στο σκοτάδι γίνετε ένα μεγάφωνο φόβου. Κάθε ήχος είναι μια νότα παραπλάνησης στο πεντάγραμμο της παράφωνης νύχτας και κόβει τον χρόνο σαν μαχαίρι. Ωστόσο το ένστικτο της επίθεσης με είχε κατακτήσει εξ ολοκλήρου.
«Σβήσε το λυχνάρι. Δεν μου αρέσουν αυτές οι φωνές. Ακούγεται αυτοκίνητο εκεί κάτω. Τρέξε να κρυφτούμε μέσα στα δέντρα».
Οι προβολείς του αυτοκινήτου είχαν στραφεί προς τα πάνω. Μια λεωφόρος φωτός έσπαγε το κέλυφος της νύχτας.
Τρεις άντρες και μια γυναίκα πήραν το μονοπάτι με λυχνάρια στα χέρια. Ο πρώτος κρατούσε πιστόλι. Η γυναίκα δεν κρατούσε τίποτα.
«Σοφία εγώ λέγω να γυρίσεις πίσω εσύ. Το καλό που σου θέλω. Έχεις δύσπνοια και θα σε μπλοκάρει ο ανήφορος και το κρύο της νύχτας. Μόλις βγήκες από το νοσοκομείο και είσαι εξαντλημένη. Μείνε στο αυτοκίνητο, σε παρακαλώ».
«Όχι, ας πεθάνω στο δρόμο. Δεν πρόκειται να μείνω στο αμάξι και να περιμένω με σταυρωμένα χέρια. Θέλω να τρέξω όσο πιο γρήγορα μπορώ. Με τρώει η αγωνία. Θέλω να βρω το παιδί μου. Να το αρπάξω στην αγκαλιά μου. Το παιδί μου κινδυνεύει. Όχι, όχι, όχι», είπε ξεσπώντας στα κλάματα σαν να την έσφαζαν. Ένα βραχνό ουρλιαχτό που μας έσφαξε κι εμάς.
«Άναψε το φακό γρήγορα», είπε η γυναίκα, «από την αντίδρασή της καταλαβαίνω πως είναι η μητέρα του παιδιού. Να τους δώσουμε σήμα να σταματήσουν. Σταματήστε. Είναι σε σίγουρα χέρια το παιδί σας», φώναξε η Σάρα.
Εκείνοι μαρμάρωσαν. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν αυτή την παράλογη φωνή που έβγαινε από τα σπλάχνα της νύχτας. Η φωνή της Σάρας ξύπνησε το παιδί που άρχισε το κλάμα τρομαγμένο.
«Το παιδί μου, ή ψυχή μου», ακούστηκε ο σπαραγμός της γυναίκας. Ήταν κραυγή πόνου, ήταν λυγμός, ήταν δάκρυα, ήταν η λαχτάρα της μητέρα που έτρεξε πρώτη προς την κατεύθυνση μας. Ν’ αρπάξεις το μωρό από την αγκαλιά μιας μητέρας δεν είναι ένα βόλι, είναι μια τρομερή ριπή που κομματιάζει την καρδιά της. Αποτρόπαιο έγκλημα. Το αγκάλιαζε, το φιλούσε με θέρμη, όσο κατάρρευσε.
«Πάρτε το παιδί», είπε και έπεσε στην αγκαλιά του άλλου άντρα, που από όσα κατάλαβα ήταν ο αδερφός της. Η χαρά σου δίνει δύναμη και σε λυγίζει όπως και ο πόνος. Δεν χόρταιναν το μωρό. Δεν έκρυβαν τα δάκρυα τους. Τους εξήγησα τι είχε συμβεί και δεν έβρισκαν λόγια να με ευγνωμονούν.
«Στην επιστροφή πρέπει να καταγγείλουμε την απαγωγή στην αστυνομία για να πάρει άμεσα μέτρα, να συλληφθούν και να τιμωρηθούν οι κακοποιοί».
«Τι, τι είπες;» φώναξε με εκρηκτικό ύφος ο άνδρας που κρατούσε ακόμα το πιστόλι στο χέρι, «καμιά αστυνομία δεν θα φωνάξω, δεν μου τα ανέχεται το στομάχι μου εκείνα τα γουρούνια. Το βλέπεις αυτό το πιστόλι;»
«Ναι, το βλέπω».
«Ξέρεις γιατί το κρατώ;»
«Για προστασία».
«Όχι, καλέ μου άνθρωπε! Για χειροδικία. Θα μου το πληρώσουν ακριβά αυτοί που απήγαγαν το παιδί μου. Αυτό ζητάει εκδίκηση και θα του την χαρίσω. Τίποτα και κανείς δεν μπορεί να σε προστατέψει σ’ αυτόν τον τόπο. Είναι η ώρα να πάρουμε τον νόμο στα χέρια μας. Δεν θα είμαστε εμείς πάντα οι ορφανοί της μοίρας. Εσένα λόγω χάρη σου άρπαξαν την μνηστή από την αγκαλιά σου και την οδηγούν εκτός συνόρων, κανείς δεν ξέρει που. Ίσως σε κανένα πορνείο. Ποιος θα το προστατέψει αυτό το άτυχο κορίτσι οι δικηγόροι του διαβόλου; Δεν γίνεται, κράτος με ληστές και φονιάδες, αδερφέ».
«Η δημοκρατία είναι ιερή», είπα, «βλέπεις απόψε ήμαστε τέσσερις που παλεύομε με το σκοτάδι για το δίκιο. Αν ενώσουμε τις δυνάμεις μας ενάντια στο κακό, ίσως...»
«Δεν υπάρχει ίσως. Το κακό και η αδικία σήμερα γίνετε κάτω από την ασπίδα του νόμου. Μη το ξεχνάς μόνο αυτό, μπορεί να επιφέρει την τάξη. Πάμε. Να σας συνοδέψουμε ως το Μερσεντές κι εμείς οι τρεις θα συνεχίσουμε το δρόμο μας. Ένας λαβωμένος δεν μπορεί να πάει μακριά. Όπου να ‘ναι θα πέσει στα χέρια μας. Ίσως πιάσουμε και το μεγάλο ψάρι».
ΠΕΤΡΟΣ ΤΣΕΡΚΕΖΗΣ
ΠΟΙΟΣ ΠΡΟΔΩΣΕ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΤΗΣ ΑΝΝΑΣ - μυθιστόρημα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου