όμως δεν έμοιαζε με κείνα.
Τύχη κακιά κι αρρώστια τα μηνίγγια διαπέρασε
κι από τότε όλο χαμογελούσε.
Ζηλεύανε οι συμμαθητές του στο σχολείο
το αθώο εκείνο το χαμόγελο
κανείς τους δε μπορούσε έτσι να χαμογελάσει.
Κι είχε μία παράξενη σιωπή η ψυχή του.
Κι αποστροφή σε κάθε τι κακό.
Κι ύστερα έγινε βοσκόπουλο.
Τα δειλινά τα πρωινά
τ’ αηδόνια και τα χιόνια
γίναν δική του συντροφιά
οι Μάηδες
δικό του δεκαπεντασύλλαβο τραγούδι.
Σπάνια μιλούσε σε όποιον τον αντάμωνε.
Συνήθως άκουγε ακουμπισμένος στο ραβδί του
πάντα με κείνο το χαμόγελο το άδολο το παιδικό.
και στην κουβέντα απάνω
τον είδα ένα δάκρυ να σκουπίζει.
Χαράς !
Γιατί ένας συνάνθρωπος τον Καλησπέρισε
γιατί ένας συνάνθρωπος
σταύρωσε μαζί του δυο κουβέντες και μου είπε !
Έλα και πάρε όσο θέλεις>>
τώρα κοντά στα εξήντα του τα χρόνια
που χει αποκτήσει απ’ τη σιωπή κι από την πείρα
την κρυσταλλόμορφη των κύκλων τη σοφία
μ’ ένα παράπονο όμως χαραγμένο μες τα μάτια του
για το ότι οι άνθρωποι τον άνθρωπο
ακόμα δεν έχουν καταλάβει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου