που ξεψύχησε κάτω από γκρίζα σύννεφα.
Κανείς δεν την έκλαψε.
Τ’ αστέρια μακρινοί συγγενείς της το κατάλαβαν αργά.
Ο Πατέρας της ο ήλιος
από μακριά της έστελνε αναλαμπές συμπόνιας
κι έσβηνε πιασμένη από τους μακρινούς ορίζοντες.
Ο Αποσπερίτης ιερέας είχε βάλει
κέδρινο θυμίαμα στις γεναριάτικες καμινάδες.
Τον εξόδιο ύμνο της έψαλλαν
μερικά σκυλιά αλυχτώντας
και μια μακρινή απόθαμπη κουκουβάγια.
Έλαμπε σαν νεράιδα όταν γεννήθηκε
μα κάθε ώρα μετασχημάτιζε τον εαυτό της
χάνοντας την πρώτη της ομορφιά.
Οι εραστές της ακολουθούσαν τα χνάρια της
προσμένοντας
να τους δώσει λίγη χαρά πριν έρθει η νύχτα.
Μ’ αυτή μυστικά ερωτοτροπούσε με το διαρκή θάνατο
που τον παρουσίαζε σαν αναγέννηση ζωής.
Δε γνώριζαν ότι η ίδια ήταν η νύχτα
που ντυμένη το φως τους οδηγούσε στο σκοτάδι
για να τραφεί απ’ την αδυναμία της ύπαρξής τους.
Κι ήταν όπως κι η κάθε μέρα
μια μέρα φονιάς.
Έτσι σκοτώνουν οι μέρες
έτσι σκοτώνει το ανατέλλων και δυόμενο φως
όταν την ψυχή στους κύκλους αιχμαλωτίζει.
Β.Α.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου