Σαν το πλεούμενο πού
ανάβει φώτα στο σκοτάδι
γύριζα και λιτάνευα τα βράδια μου.
Έπλεαν μαγεμένα στη σιωπή
κι αφουγκραζόμουνα συνωμοσία
με το φεγγάρι
ανεξιχνίαστο δισκάρι της Φαιστού
μαλαμοκαπνισμένο ασήμι
με λίκνιζε στα φώτα, στα νερά
και μ’ έδινε στον κόσμο
απ’ την αρχή κάθε φορά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου