"Αρχή της νέας μέρας, δίκρανα αιχμηρά
τα δύο πρώτα κοντάρια του ήλιου.
Άνοιξε το τετράδιό σου, ποιητή -γράψε
πόσο απαλά ανασαίνουν ακόμα
τα θυμωμένα συνήθως μαλλιά της Μαρίας.
Πρόσεξε τους νέους λογχοφόρους, μετανάστη -σε κάποια
λασπωμένη γωνιά
έχεις αδέλφια.
Γρατζούνισε τον τοίχο με τα βρύα, αγουροξυπνημένο παιδί
-ζήσε τον Κήπο σου.
Γιατί κάθε πρωί έχει το παιδί του, τον ποιητή και τον μετανάστη του.
Και κάθε βράδυ τον αναπόφευκτο τοίχο του, το πικρό του βιβλίο, τον
βάναυσο οπλονόμο του.
Κι όπως ντύνεσαι τώρα την ομορφιά σου για να καλπάσεις
Εγώ παράμερα στέκομαι και σε θαυμάζω
σαν άλογο
της πιο
δικιάς μου
***
Αν κυβερνάς δουλοπάροικους στ' αδαμαντωρυχεία της Ανατολικής
Σιβηρίας
Αν υπακούοντας τον στρατολόγο του ολλανδικού πεζικού ναυαγήσεις
μιαν άναστρη νύχτα στην Μπατάβια
και υιοθετώντας το πλαστό όνομα Έντουιν Χολμς αλλάξεις την τύχη σου
Αν προσληφθείς σφενδονιστής ή αναλάβεις τον εμπορευματικό σταθμό
του Χαράρ
Αν κυνηγάς ρινόκερους στην Κένυα, αν γίνεις ο ίδιος ρινόκερος
Θα βρεθούν χρήματα κι έργα θαυμαστά θα σου αποδοθούν μετά θάνατον
Και θα λένε πώς τη θέωση γύρευες κάτω απ' τις γέφυρες σ' έρωτες
εξευτελιστικούς
Και θα λένε.
Υπάρχουν χρήματα πρίγκιπα, αθώοι δεν υπάρχουν.
Και ποιητές που μετράνε τα ένσημα για να βγούνε στη σύνταξη.
Και χθες στον ύπνο μου έπλενα δυο λασπωμένα περιστέρια
Τα μάτια μου απειλώντας πάλι να ραμφίσουν.
μελλοθάνατους
κι ανάμεσά τους να προσθέσεις και αυτόν τον καπνό θυσίας που αναθρώσκει
μπροστά μου
είναι απ’ τους στίχους που δεν έγραψα και ναυάγησαν πρόωρα μες στον
καφέ μου
είναι απ’ τους στίχους που δεν θέλησες ούτε σήμερα να διαβάσεις μαζί μου,
Μαρία.
Να βγω στον ακάλυπτο και να φωνάξω όχι σαν κάτι να με πνίγει
Να διαβάσω Γιόζεφ Ροτ, να ξαναθυμηθώ τον μεσοπόλεμο του Λεοντάρη
Να χορέψω με το Riders on the storm στο πικάπ σα να επίκειται πάλι το τέλος
Να είσαι εσύ το τέλος μου, να είμαι ο δικός σου μεσοπόλεμος
Να βγω απ’ το σπίτι, να βγω επιτέλους από τον εαυτό μου
Ν’ αγοράσω εφημερίδα, να δω τους συνταξιούχους που παίζουν σκάκι στα παγκάκια της προκυμαίας
Να φανταστώ έναν βυζαντινό άγγελο να κατεβαίνει στα νερά ψιθυρίζοντας ακατάληπτες λέξεις
Να περάσω απ’ το καφενείο που συζητάνε πολιτική και ποδόσφαιρο
Να τηλεφωνήσω στον ηλεκτρολόγο
Να τηλεφωνήσω στον Χωρομέτρη
Να ζητήσω ζάχαρη απ’ τον γείτονα
Να μην είναι σιωπηλή η Κυριακή, να μη γράφω ποιήματα.
γύριζα τα πανηγύρια στα χωριά και μπόλιαζα το στήθος μου
τραγούδια ραγισμένα.
Έσταζε αίμα το μαντήλι μου κι οι ταύροι με μουγκρίζαν
που χτύπησα την πόρτα σου και πάλι δεν σε βρήκα
μόνο συρτάρια ανοιχτά και έπιπλα σπασμένα
τα γράμματά σου
για χαιρετίσματά σου.
*Εξ ημισείας με την Σοφία Κολοτούρου για το έργο της με τίτλο «Η τρίτη γενιά», Εκδόσεις Τυπωθήτω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου