Γενιές ολόκληρες εργάστηκαν για μένα
το δρόμο να φωτίσουν στις νευρώσεις,
μ’ ανείπωτα όλα τα χιλιοειπωμένα.
Οι πράξεις, που βαραίνουν στις κλειδώσεις,
οι πρόγονοι (αν και νεκροί) δια ζώσης
να μαρτυρούν απ’ την αρχή τα μυστικά -
στο τέλος πάλι ν’ απειλούν μην τους προδώσεις:
η τρίτη εμείς, φαρμακερή γενιά.
τα τραύματα και τις παλιές διαβρώσεις
σε μια αλυσίδα, με τα μέλη τους δεμένα
(τι βάσταξες και πόσα θα σηκώσεις,
πόσα άλλαξες και τι μπορείς να σώσεις; )
και δεν αντέχεις και φωνάζεις: “φτάνει πια ! '
Mα ο κλήρος έλαχε σε σένα να πληρώσεις -
στην τρίτη και φαρμακερή γενιά.
στων απογόνων της πικρίας της τόσης
που δεν θελήσανε παιδί να κάνουν ένα
(τον πόνο, ω αναγνώστη, να μην νιώσεις).
Την αλυσίδα δεν θα επιδιορθώσεις -
τη σπάζεις μόνο και φωνάζεις: “αρκετά ! '
Έτσι στο φως αναβαπτίζεται, της γνώσης
η τρίτη και φαρμακερή γενιά.
σαν καταγράψουμε μαζί τα κωδικά
παλαιά βιβλία, στο σεντούκι φυλαγμένα
η τρίτη εμείς, φαρμακερή γενιά.
O,τι κι αν κάνω, ό,τι έκανα είναι λάθος,
κάθε προσπάθεια καταλήγει στο κενό.
Μετέωρη πάντα, σ’ έναν άγνωστο ουρανό
την μέσα άβυσσο, π’ ανοίγεται, φθονώ –
να την κατρακυλήσω ως το βάθος.
μήτε κρυφό – ούτε δυο στίχοι-προσευχή.
Στο χώμα φεύγουν και κυλούν με τη βροχή
μες τον αέρα αντιλαλούνε, σαν κραυγή
και με διαλύει πάντα η Ειμαρμένη.
που διασκορπίστηκαν σ’ εκτάσεις αχανείς
κι όσο κι αν ούρλιαξα δεν μ’ άκουσε κανείς
και συνεχίζω από τότε, ημιθανής
μόλις να σέρνομαι, απ’ το πάτωμα ως την κλίνη.
ύστατο σκόρπισμα στην τελευταία βραδιά.
Ο χρόνος τέλειωσε – σημάδι στην καρδιά.
Οι πόρτες έκλεισαν. Παρέδωσα κλειδιά
κι ας υποθέσουμε δεν έζησα ποτέ μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου