Μπροστά τραβούσε αλαφιασμένος κι ούτε σημάδια άφηνε
στο δρόμο του, δίχως να λογαριάσει τα κρωξίματα της νύχτας
και τα μηνύματα: πως ήταν αμέτρητοι αυτοί κι είχαν τη μυρωδιά
της θάλασσας. Σαν έρχονταν θανατικό ξύριζαν τα κεφάλια
τους, έτσι λέγαν, φορούσανε λευκά και γλένταγαν σιμά στον
κοιμισμένο. Τα πιάτα έσπαγαν να φύγει το κακό, και άλλα
πράγματα αλλόκοτα του λέγανε πως κάναν. Πως είχαν όπλα
όλο φωτιά και ως τα τώρα δεν τους σίμωσε κανείς.
Βούιζαν οι σύντροφοι του. Μόνον εκείνος στη σιωπή
αναμετρούσε τον αχό του φόβου τους και την απάντηση σε μιαν
υπόθεση π’ αναζητούσε τέλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου