Κλόκ, κλόκ, κλόκ, μ᾿ ἕνα θυμὸ
στὴν αὐλὴ γυρνᾶ ἡ κλώσσα
μὲ τὸ φουντωτὸ λαιμὸ
καὶ μὲ τὰ παιδιὰ τὰ τόσα.
Κλώσσα, φίλη μου παλιά,
τὶ θυμώνεις σὰ ζυγώνω;
Δὲν σοῦ ἐγγίζω τὰ πουλιὰ
μόνο σοῦ τὰ καμαρώνω.
Μιὰ τὰ κράζεις τρυφερά,
κάτι ποὖβρες νὰ μοιράσουν,
μιὰ ἀπὸ κάτω ἀπ᾿ τὰ φτερά,
τὰ σκεπάζεις, νὰ ἡσυχάσουν.
Κι ὅταν δεῖς κανὰ σκυλὶ
ποὺ ὀρέγεται πουλάκια,
χύνεσαι ὠσὰν τρελλὴ
νὰ τοῦ βγάλεις τὰ ματάκια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου