***
Σταυρίνα Λαμπαδάρη
ΤΟΥ ΔΙΚΙΟΥ Η ΩΡΑ
ΗΡΘΕ
Ορδές βαρβάρων ασελγούν στο σώμα σου
Ελλάδα
Θεά αρχαία ξέστηθη στο αίμα σου
βαδίζεις
πάγωσε ο χρόνος πέτρωσε τρισκόταδο
ολούθε
κι όμως με χέρι μισερό του Ήλιου
φανερώνεις
το άγιο τάμα το τρανό το
κοντυλογραμμένο
σ΄ αλφαβητάρι άχρονο της πικραμένης
ράτσας
χαμογελά η Παναγιά και σιγοτραγουδάει
οι άγγελοι συνταχθήκανε ζωσμένοι το
Τρισήλιο
Αρχάγγελος Παμμέγιστος φωτιά
ξεθηκαρώνει
Χιμάει η Αλήθεια στραφτερή, του Δίκιου
η ώρα ήρθε.
***
Αλεξάνδρα Μπακονίκα
ΠΟΡΤΡΕΤΑ ΗΡΩΩΝ
Στολίδι στους τοίχους της σχολικής αίθουσας ήταν μεγάλα,
έγχρωμα, πορτρέτα ηρώων της Επανάστασης. Πήγαινα στην πρώτη δημοτικού και για
μένα το σχολείο
ήταν ένα μαρτύριο. Δεν είχα πάει στο νηπιαγωγείο και η προσαρμογή μου πρώτη φορά σε σχολική τάξη ήταν φοβερά δύσκολη. Σαν να έπεφτα με
αλεξίπτωτο στο πιο αφιλόξενο μέρος. Σχεδόν ούτε την αλφαβήτα δεν ήξερα, ενώ τα
περισσότερα παιδιά είχαν έρθει προετοιμασμένα, ήδη ήξεραν να διαβάζουν. Ένιωθα
μπλοκαρισμένη και μόνη. Το χειρότερο από όλα ήταν η ακατάλληλη δασκάλα. Μεγάλη στην ηλικία, αυταρχική, βλοσυρή, ανίδεη από σωστή
παιδαγωγική συμπεριφορά. Με πρόσβαλε εξευτελιστικά ενώπιον όλης της τάξης όταν
έκανα κάποιο λάθος. Το όνομά της ήταν Αρίστη, όμως στα μάτια μου ήταν ένα
σκοτεινό φόβητρο, ένας δυνάστης,
Εκείνα τα πορτρέτα πάνω στους τοίχους, του Κολοκοτρώνη, Ανδρούτσου, Υψηλάντη,
Καραϊσκάκη, Μπουμπουλίνας και Κανάρη, μέσα στη δυστυχία μου ακτινοβολούσαν
ομορφιά και λάμψη. Εξέπεμπαν γαλήνη και σιγουριά για την επιτυχία μετά από
ατέλειωτους αγώνες. Η λάμψη τους είχε εισχωρήσει σε κάθε μου κύτταρο. Το τραύμα
θέλει παρηγοριά, και στο δικό μου τραύμα εκείνα τα πορτρέτα έστελναν μια υπόσχεση: ότι τελικά και οι
δυνάστες θρυμματίζονται κι εξαφανίζονται από μπροστά μας.
***
Γιάννης Μπερούκας
ΣΥΜΒΟΛΟ
Μ΄
ένα μαχαίρι
Μοίραζες
μια πίκρα
Και
μια πόνο
Κι
έμοιαζε νεκροφίλημα
Το
κάθε άγγιγμά σου
Κι
άφηνες πίσω θάνατο
Κόκκινο
γέννας αίμα στων
Κρεμασμένων
τις
Ψυχές
σύμβολο η θωριά σου.
Κι
όταν τρεμόσβηνε το φως
Και
η ζωή σ΄ άδικο θάνατο
Στους
σκλαβωμένους
Μοίραζες
λύτρωση κι ελπίδα
Κι
έγινες κόκκινο πανί φόβος
Των
μικρανθρώπων
Κι
έγινε σταύρωση
Και
φυλακή σου η Πατρίδα.
Μια
προτομή και μια μικρή επιγραφή
Πάνω
στο τάφο σου,
Κι
εσύ ποτέ να μην ξεχάσεις
Στο
σώμα σου επάνω να χαράξεις
Σιγά
διαβάτη,
Εδώ
κοιμάται ο Γέρος του Μοριά
Τον
ύπνο του μην του ταράξεις.
***
Μιλτιάδης Ντόβας
ΣΙΜΩΝΕΙ
Θανάτου η Ώρα
κίνησε να πάει
στο Μεσολόγγι!
Χορός τρανός ξεκίνησε,
χαμογελούν οι λόγγοι!
Ξεκίνησε
καρτερικά η Λευτεριά
να κλαίει!
Γλυκολαλούνε
τα πουλιά κι
η ζήση φως
που καίει!
Που καίει λαμπάδα
ζηλευτή, εικόνα του
Ολύμπου!
Όψη του Αιώνα
η Οργή με
τ’ άστρα του
κολλίγου!
Τα άστρα τ’
αγιωτικά, Θεού τα
ψυχοπαίδια!
Που τραγουδούν μ’
αερικά, στης Λευτεριάς
τα χέρια!
Νεράιδες,
Δώδεκα θεοί, στοιχειά,
φανερωθείτε!
Σημαίνει η ώρα
η τρανή, στη
μάχη στοιχηθείτε!
Σημαίνει
χάραμα Οργής που
η λεβεντιά μιλάει!
Σπάζουν δεσμά της
Σιωπής, και ο
Χριστός γελάει!
Γελάει με όψη
αγγελική, εξόριστος στο
δώμα!
Ηρώων φίλος κι
αρχηγός που μάχονται
ακόμα!
Μάχονται με τον
Ουρανό, τον Ήλιο,
το φεγγάρι!
Ωσάν τ’ Αφτάστου
τον Αετό, τον
Αχιλλέα, τον Πάρη!
Γενναίος σαν τον
πρωτόνε, κι όμορφος
σαν εκείνο!
Στη θάλασσα χαμογελά,
μα όμως και
στην ψυχή μου!
Χαμόγελο
αθάνατο, δώρα των
Ουρανώνε!
Αλίμονο στο θάνατο
των όμορφων καιρώνε!
Αλίμονο και τρισαλί,
γιατί ευτυχία κρύβει!
Θνήση που σπάει
το κλουβί, δεσμά
γλυκά συντρίβει!
Συντρίβει,
σιγοτραγουδά τα ξωτικά
διατάζει!
Να μαζευτούνε στη
φωτιά κάτω απ’
το χαλάζι!
Χαλάζι, και τις
αστραπές, μ’ Ολύμπιες
εικόνες!
Σπίθες
ντυμένες πυρκαγιές, που
θα ‘ρθουν στους
Αιώνες!
Θα ‘ρθουνε τώρα
και ξανά, ήρθαν
στο παρελθόνε!
Χαμογελούνε
τα παιδιά, ω
αδερφέ αιώνιε!
Ω Όλυμπε σου
τραγουδώ, και δάκρυα
σου χαρίζω!
Κρύβω Αετού τον
Κεραυνό, την Ομορφιά
κομίζω!
Την Ομορφάδα της
ψυχής, που κλαίει
και γελάει!
Ω Αθηνά της χρυσαυγής, για
σένα τραγουδάει!
Για σένανε μοναδική,
δέσποινα του βασάνου!
Αλήθειας θεία η
μορφή, μ’ εσένα
θ’ ανασάνω!
Με λιτανεία ονειρική,
στ’ άστρα με
περιστέρια!
Χαμογελάει η Οργή
με τ’ άχραντα
ξεφτέρια!
Ξεφτέρια που ιερουργούν,
μαζί με την
Πυθία!
Τ’ αηδόνια κρένουν
και λαλούν στην
αγιασμένη Τροία!
Κρένουν και λένε
«αλίμονο», λαλούν και
λένε «πρέπει»!
Ω Λευτεριά αθάνατη,
το μύρο σου,
αντέχει!
Αντέχει είναι γιατρικό,
για τσι πληγές
τις θείες!
Μέσα του, κλείνει
Κεραυνό, μα όμως
κι ιχνηλασίες!
Ιχνηλασίες
θεϊκές που κλαίνε
και δακρύζουν!
Κι οι Μυροφόρες
σιωπηλές, τ’ Άχραντου
νιες π’ ορίζουν!
Ορίζουνε με το
Χριστό, χρήζουν με
τις Εικόνες!
Σ’ ανθρώπινο Ωκεανό,
χαρίζουν φως Αιώνες!
Χαμογελούνε
κι οι ψυχές,
του Δία και
του Ήλιου!
Εικόνες
θείες, γελαστές σημαίνουν
την Αυγή μου!
Αυγή της ζήσης
των Οργών, που
καίει σα θυμιατήρι!
Κάστρο των Δώδεκα
θεών, φως κι
Άστρου αγιαστήρι!
Το αγιαστήρι τ’
είλωτα, του ήρωα,
του «ξένου»!
Όπου μιλούν αμίλητα,
γενιές θεού χαμένου!
Παιδιά
κατώτερου θεού, που
όμως αλαλάζουν!
Το Μέλλον πάει
στον Ουρανό, τα
σύννεφα χαράζουν!
Χαράζουνε
μοναδικά, κλαίνε και
τραγουδάνε!
Ανάφτουν τ’ άστρα
θεϊκιά, φωτιά που
αγαπάνε!
Φωτιά τρανή αθάνατη,
με ντύμα που
λαλάμε!
Φωτιά που λέει
σιωπηλά, στη Δόξα
«σε θυμάμαι»!
Ναι σε θυμάμαι,
σε ζητώ, ήσουν
στο Μεσολόγγι!
Στου Πέτρου Ντόβα
την ψυχή, χαμογελούν
οι λόγγοι!
Οι λόγγοι και
τ’ αερικά, το
γαίμα που βοάει!
Η Έξοδος από
ψηλά, στο φως
χαμογελάει!
Ελευθερίας
γιερή, κόρη ματοβαμμένη!
Ντύθηκες
κόκκινη Οργή, Πυθία
θυμωμένη!
Ω θυμωμένη, νεκρική,
θλιμμένη μου, αηδόνα!
Η Δόξα τρέχει
και μιλείπα’ στων
αετών το δώμα!
Το δώμα με
τα ξακουστά, τ’
άστρα Θεού τα
δώρα!
Όπου γελούνε τα
παιδιά, την αγιασμένη
Ώρα!
Την
αγιασμένη, την τρανή
π’ ο ήλιος
βασιλεύει!
Ω ξακουσμένοι Κεραυνοί,
η θάλασσα αντρειεύει!
Αντρειεύει
τη, με δάκρυα,
καντήλι ματωμένο!
Θεριεύει τη, και
τραγουδά, σε χώμα
τιμημένο!
Στο χώμα των
ηρωώνε, των αδερφών
Ντοβαίων!
Μεσολογγιού
μας, οι νεκροί,
θυμιές μύριων Ανταίων!
Ανταίοι,
Ήλιοι, Κεραυνοί, στρατιώτες
θυμωμένοι!
Ντυμένοι με την
αστραπή, χαμογελούν κρυμμένοι!
Κρυμμένοι στ’ άστρα,
στο Θεό, μα
και στην Ιστορία!
Όπου μιλάει με
το Χριστό, η
θεία τους, θυσία!
Η θεία τους,
η ξακουστή, πρώτη
μα και Σπουδαία!
Σιμώνει η ώρα
η τρανή, που
θα φανούν τα
Ωραία!
(Γ΄ Τρίτο Βραβείο Ποίησης
στο 11oΦεστιβάλ
Θεσσαλονίκηςπουδιεξήγαγε η Ένωση Συγγραφέων Λογοτεχνών Ευρώπης, (Ε.Σ.Λ.Ε) μετη
συνεργασία του Δήμου Θεσσαλονίκης).
***
Ιωάννα Παπαντωνίου
ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΚΥΡΑ
Τιθάσευσες τους
ανέμους με τον ίσκιο σου,
σαν
ξεχύθηκαν απ’ του Αιόλου το ασκί,
εκεί,
στου Αιγαίου τα ξέφωτα.
Έβαλες
πλώρη για του ορίζοντα τ’ αραξοβόλι
με το κεφαλομάντιλο στο κατάρτι το πιο ψηλό,
μπαϊράκι
ετοιμοπόλεμο, φευγάτο.
Ξεπροβόδισες
τα θαλασσοπούλια
στο
ταξίδι σου το ιερό και τα ορμήνεψες
να
πετούν πάνω απ’ τον ήλιο.
Μπροστάρισσα σε
ναυμαχίας σκηνικό
ανασκουμπώθηκες
σαν η ματιά πλανήθηκε
σ’
εκείνη την καμένη γη, την έρμη.
Μέτρησες
τα στάχυα, τα κρίνα
που
αντιστάθηκαν στις φλόγες
κι
είπες να μην ξεχάσεις.
Με
το φωτερό σου πλεούμενο οδηγό
τις
Συμπληγάδες προσπέρασες.
Καπετάνισσα,
της θάλασσας Κυρά,
τ’
αγριεμένο διέσχισες το κύμα,
μπροστά
σου σαν ορθώθηκε.
Άνοιξες
μεμιάς όλες τις στράτες
κι άφησες
τα χνάρια, λυχνάρια ακοίμητα
μην
ξεστρατίσουμε, μην σταθούμε.
Κι
εμείς;
Σου
χαρίσαμε τα στεφάνια της ελιάς
και τ’ αγριοπερίστερα τα λευκά
να
συντροφεύουν το τραγούδι σου.
Λυτά
μαλλιά, κορδέλες πράσινα φύκια
οι
άγκυρες του ήλιουֹ σαν ξεριζώνονται
απ’
του βυθού τα βάθη ασθμαίνουν.
Αναγγέλλουν ξέπνοες το
μισεμό
για
το αύριο της Λευτεριάς
κι
εσύ επιτακτικά προστάζεις,
γνέφεις για τον
απόπλου.
***
Γιάννης Παρασκευόπουλος
ΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ ΕΠΕΣΕ
ΤΟ ΜΕΣΟΛΛΟΓΙ
Ήλιε, γιατί ανάφτηκες στον κόσμο και
ζεσταίνεις;
Θάλασσα, για δε στέρεψες, ποτάμι, γιατί
τρέχεις;
Σύγνεφο, πάρε τη βροχή, στον τόπο εδώ μην βρέχεις.
Κάμπε, μην στέρξεις στη σπορά, γέννημα,
μην καρπίσεις.
Νύχτα μου μαυροσκότεινη, χωρίς φεγγάρι να ’ρθεις.
Γιατί, τρυγόνα, κελαηδάς, γιατί λαλάς, κοτσύφι;
μην’ από πόνο δεν νογάς, μη θλίψη δε
γνωρίζεις,
εκεί τ’ αψήλου που πετάς, στα ξένα που
πηγαίνεις,
τούτο το μαύρο τ’ άδικο, σ’ όλη τη γη
να κραίνεις;
Στο Μεσολόγγι επάτησεν Αγαρηνού ποδάρι.
Χανδούπηδες και Κόνιαροι μαγάρισαν τον
τόπο.
Ήταν Απρίλης όμορφος και Κυριακή των
βάγιων.
Τελειώσανε τα βόλια τους κι εσώθη το ψωμί τους.
Έρμο ντουφέκι, βάρυνες στ’ ανήμπορό μου
χέρι.
Το χέρι μου αχάμνεψε κι ο Αγαρηνός το ξέρει.
Πάλα μου ασημόκαπνη, σ’ άφηκα στο
θηκάρι.
Λογάριασαν το είναι τους, μετρήσανε το
έχει.
Οι μάνες εσυνάξανε τότενες τα παιδιά τους.
Ζωή, μωρέ, είν’ ο θάνατος επάνω στο
γιουρούσι!
Εμπρός, μωρέ, κινάμε! Εμπρός, με το
σπαθί στο χέρι!
Γιατί του Έλληνα η ψυχή σκλαβιά δεν υποφέρει.
Στη μάχη αυτός που πέθανε, χίλιες φορές
θα ζήσει.
Τι κι αν στον Άδη κατεβεί; Πίσω θε να
γυρίσει!
Δέντρο ψηλό, της λευτεριάς, αίμα θέλει
ν’ ανθίσει.
Κι αν το ποτίσεις, το αίμα σου Έλληνες
θα καρπίσει.
Ήρθεν η ώρα για έξοδο. Μονάχα αυτό τους μένει.
Καλύβια, τάφοι πρόγονων, αυτά θα
μείνουν πίσω.
Πάλι με χρόνους με καιρούς ίσως
ματαγυρίσουν,
να σπείρουν τα χωράφια τους, να
ματαπιάσουν ’γγόνι.
Πρόγονε, κρύψε την ντροπή, τελέψαμε το χρέος.
Αλλού θα στήσουμε χωριό, να μη χαθεί το
γένος.
Εθέριεψεν ο πόνος τους και μάτωσ’ η
ψυχή τους.
Αντί μπαρούτι, την ψυχή, αντί καψούλι, τ’ άστρι.
Μια χούφτα χώμα στο ζερβό και στο δεξί
την πάλα.
Αν αψηφάς το θάνατο, γελάς με όλα τα’ άλλα.
Τους ζήλεψεν ο χάροντας, ζητάει τη ζωή
τους.
Γροικάς, μωρέ κυρ-χάροντα, την έχουμε
ταμένη.
Πατρίδα και ψυχή πάνε μαζί, μονάχη της
δεν βγαίνει
Και ο χάροντας εχόλιασε. Τον Τούρκο
κάνει σέμπρο.
Πέρνα το φράχτη, μπέη μου, και εγώ θα
σ’ ανταμείψω.
Σαν έρθ’ η ώρα η κακιά, θε να σ’ αφήκω πίσω.
Θέλω ψυχές αδούλωτες, στον Άδη να τις
πάρω.
Ψυχές κιοτήδων και δειλών χιλιάδες
απαντάω.
Πουλί δε ματαλάλησε, γιατί σπυρί δεν
βρήκε.
Λουλούδι μου, γιατί ανθείς, στάχυ γιατί
καρπίζεις;
Το Μεσολόγγι έπεσεν, το Μεσολόγγι
εχάθη.
Όλος ο κόσμος το ’μαθεν, όλη η οικουμένη.
Μαύρη η μοίρα του Έλληνα, κακή η
ειμαρμένη.
Ακόμη και ο χάροντας τον Τούρκο κάνει
φίλο.
Κατέχει ο βλάμης, πως Έλληνα ψύχη
μονάχος δεν την παίρνει
Καραϊσκάκης χτύπησε, τους Τούρκους να
πλανέψει,
μα προδοσιά τούς πρόκανε και τους καρπούς θα δρέψει.
Σπαθί του Ραζηκώτσικα ο κόσμος δεν
ματάδε.
Κόφτει κεφάλια Αγαρηνών, κεφάλια
Τουρκαλάδων,
κόφτει δεξιά, κόφτει ζερβά, κόφτει ομπρός και πάει.
Και το σπαθί του στόμωσεν κι ο μαύρος
λάζος σπάει
και το τουφέκι εσώπασεν και ο χάρος ροβολάει.
Τέτοια λεβέντικη ψυχή, χάροντα, πώς θα
πάρεις;
Ορθός ο Ραζηκώτσικας τον χάρο περγελάει.
Όποιος εζώστηκ’ άρματα το πότε δεν ρωτάει.
Ζωή είναι, κυρ-χάροντα, πάρ’ τηνε, δε φελάει.
Τον άκουσε ο Ραδάμανθυς, του χάροντα
μηνάει:
τέτοιες ψυχές θα παν’ ψηλά, θα πάνε για
τον ήλιο,
τέτοιες ψυχές δεν ειν’ πολλές, θεοί
πρέπει να γένουν.
Ένας θεός για πόλεμο, άλλος για την ειρήνη,
του ζευγολάτη να ’ν’ θεός, θεός για
ναυτοσύνη,
να ’ναι θεός από άνθρωπο, να ξέρει
ανθρωποσύνη.
Μπροστά πάει ο Μπότσαρης και πίσω οι
γυναίκες.
Στη μέση πάει ο Μακρής, ξοπίσω του ο
Τζαβέλας.
Ρωτάω ζερβά, ρωτάω δεξιά, μ’ απόκριση
καμία.
Ματάγινε, μωρέ, ποτές τέτοιο τρανό γιουρούσι;
Πολέμησαν ποτέ θεοί με τέτοια
ελληνοσύνη;
Τέτοιους ο κόσμος δεν γεννά, μονάχα η
ρωμιοσύνη.
Έκαμε πόλεμ’ ο άνθρωπος και ο θεός
εντράπη.
Ήλιε μου, πιο μην ξαναβγείς, φεγγάρι,
μη φωτίσεις.
Το Μεσολόγγι έπεσεν, το Μεσολόγγι
εχάθη.
Στόμωσαν τζάνε μ’ τα σπαθιά, κάηκεν το ντουφέκι
Κερδέμπορος ο χάροντας που στέκονταν
παρέκει.
Χίλιες ψυχές αδούλωτες πέσανε στο
γιουρούσι.
Τέτοια σοδειά στη ζήση του δεν είχε
απαντήσει.
Αλίμονο στην τύχη του! Στον Άδη δεν
πάει καμία
Από τον πόλεμο, ψυχές στα Ηλύσια
κουβαλάει!
Τον πρόκανε ο Μίνωας και για θεούς τους
πάει!
Απόκοντα κι ο Αιακός, παίρνει ψυχές και
πάει!
Γιατί, λουλούδι μου, ανθείς, γιατί
λαλάς, πουλί μου;
Το Μεσολόγγι έπεσεν, το Μεσολόγγι
εχάθη.
Με άφηκεν ο χάροντας μόνο στον πάνω κόσμο
να ιστοράω το κακό, να μολογάω το κρίμα.
Απόκαμα να τελαλώ, έφραξεν η φωνή μου.
Βάνω τον Άδη μάρτυρα, τον Κέρβερο τελάλη.
Χίλιες ζωές χαθήκανε σε ’κείνο το γιουρούσι.
Χίλια δεντριά της λευτεριάς φυτρώσανε
στον κάμπο!
Όσοι για ’μπρος δε μπόραγαν πήγαν με τον
Καψάλη.
Κάναν’ το θάνατο ζωή στου μπαρουτιού τη ζάλη.
Ξένε, στα ξένα που πατάς, στον κόσμο
που διαβαίνεις
μην τύχει και αποξεχαστείς, μην τύχει
και σωπάσεις.
Να μολογάς τ’ αγίνωτο απ’ όπου κι αν
περάσεις.
Όπου λουλούδι κόκκινο, όπου λουλούδι
άσπρο,
το κόκκινο απ’ το αίμα τους, τ’ άσπρο απ’ την τιμή τους.
Για λευτεριά και για τιμή δώκανε τη ζωή τους.
Μη στείλεις, σύγνεφο, βροχή, δένδρο
μου, μην καρπίσεις.
Το Μεσολόγγι έπεσεν, το Μεσολόγγι
εχάθη.
Ένα στον κόσμο ήτανε, σ’ όλη την
οικουμένη.
Μήτε λουλούδι πλιο ν’ ανθεί. μήτε πουλί
να κρένει.
Ο ήλιος τώρα να κρυφτεί, φεγγάρι να μην βγαίνει.
***
Άντρυ Ονουφρίου Περικλέους
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΑΔΑ
Απάνω
στο αέτωμα του χρόνου
μετερίζι
στέκει ο γέρος του Μοριά
Ελλάδα
αντικρίζει.
Το
ένα φρύδι υψώνεται το άλλο χαμηλώνει.
Το
μάτι αγριεύεται και η ψυχή φουσκώνει.
Φεύγει
ευθύς, αερικό, στη Πνύκα ανεβαίνει.
Λόγο
βγάζει ωσάν θεριό, ουρλιάζει η οικουμένη.
Είστε
της εποχής δειλοί.
Ευρώπης
μειωμένοι.
Κάθεστε
στα παρτέρια σας λουλούδια κορδωμένα.
Είναι
οι ρίζες σας ρηχές, εύκολα βολεμένες.
Μιλάς
γι ανδραγαθήματα δικά μας τιμημένα.
Ες΄τι
έκανες μου λες και γίνεσαι παγώνι;
Πότε
εμείς δεν βάλαμε κορόνα το συμφέρον.
Παίρναμε
τα τουφέκια μας και διώχναμε τομάρια.
Δώσαμε
το βιο μας κατ΄ ιδίαν και εσύ το τάμπλετ
κοπανάς,
Φωνάζεις
γι αδικία.
Τρως,
πίνεις και γλεντάς, άλλοι φταιν για τα δεινά.
Μ΄
άλικο πρόσωπο σκληρό κοιτάζει την αρένα
Βγάζει
φωνή, βγάζει κραυγή, σιέται η Ελλάδα.
Σκύψετε
στα κιτάπια σας ετούτης της ιστορίας.
Εκεί
θα βρείτε σχέδιο, πάρτε το περήφανοι.
Ανασκουμπώστε
τα παιδιά, κάντε την προσευχή σας.
Υψώστε
λάβαρο σκληρό.
Παλέψετε
το δίκαιο.
Κάντε
να φέξει μια αυγή γαλάζια ελληνική.
Αυτά
είπε ατσάλινα θνητός Κολοκοτρώνης
Ευθυτενής
κι αέρινος παίρνει το άλογό του.
Αποχωρεί,
αερικό στον χρόνο τον δικό του.
***
Νικόλας Σαλίβερος
25η ΜΑΡΤΗ
ΙΔΕΑ – ΠΑΤΡΙΔΑ- ΤΙΜΗ – ΣΗΜΑΙΑ
Μετά αιώνες τέσσερις αέρα σκλαβωμένου
κι’ αγώνες ελευθέρωσης λαού βασανισμένου,
από Μοριά και Στερεάς κακοτραχές
μασχάλες
και σκόρπιων Νησιών βραχάρμυρες τις
βάλες
Κολοκοτρώνηδες, Ανδρούτσοι και αγνοί
Παππάδες,
για λευτεριά εχύσανε αίματος
μαστραπάδες.
Καραϊσκάκηδες, Κανάρηδες και Μπουμπουλίνες,
Φιλέλληνες που δεν λογάριασαν θανάτου οδύνες.
Κλέφτες, αρματολοί και πειρατές νησιώτες
ξεδικιωμό ζητούσαν και λεύτερο αγέρα.
Λάβαρα ξεσηκωμού, του Τύραννου δεσμώτες,
σηκώσανε μ’ αποκοτιά τη σκλαβωμένη χέρα.
Σιμά κι η Φιλική με Ιερό το Λόχο,
φωνές αντάμωσαν σε μιαν ιδέα
στου Ρήγα του Βελεστινλή το λόγο,
«Δούρειος Ίππος» που έγινε σημαία.
«Μολών Λαβέ» «Η Ταν ή επι Τας»
Ηχώ αγύριστη… «ως πότε εχθρέ τη γή μας θα πατάς»
Πατρίδα, γλώσσα και Σημαίας ο Σταυρός,
ήταν η Ιδέα, πού ’βαλαν τα στήθια μπρός.
Πολέμησαν, σκοτωθήκαν, λευτεριά ο θησαυρός.
Για του δίκιου ο αγώνας, ο σκοπός είν’ ιερός.
Ένας είναι ο Ουρανός, γαλάζιος καθαρός,
του μαύρου σύννεφου ο δρόμος μιαρός.
Κι αν τσακωμούς μεταξύ τους, είχαν οι πατριώτες
γινόντουσαν, ευθύς μετά, γενναίοι Μεσολογγίτες.
Μίσθαρνους ξένους πέρνανε, μα πιότερο Αρβανίτες,
στην Ιστορία από παλιά γίναν συστρατιώτες.
Για της σημαίας τον ιστό, σπαθί γυμνό κρατούσαν,
στης Θέμιδας τα έδρανα τ’ άδικο πολεμούσαν.
Μα είχανε απ’ τις φασκιές Ομόνοια κρυμμένη,
που πάντα λύση έδινε, στη γη τη σκλαβωμένη
Από το Μύθου την γραφή , χιλιοτραγουδισμένη,
και Μαραθώνα και Μοριά την αιματοβαμμένη.
Κι άν έχει η αυταπάρνηση μορφή στην οικουμένη,
στους Αχιλλέα, Σαμουήλ η μνήμη είν’ γραμμένη.
Της Παναγιάς τ’ όνομα μες τη καρδιά προτάξαν,
της λευτεριάς ιέρια στη μνήμη εχαράξαν.
Μια Αθηνά οι Έλληνες, πάντα θεοποιούνε,
τη μήτρα π’ όμοια παιδιά βγάζει, την προσκυνούνε.
«Κι αν είν’ ασήκωτη η σκλαβιά στου Έλληνα τις ράχες»
η λευτεριά, διδάχτηκε, κερδίζεται στις μάχες.
Καθ ύστερα, βόλι σκλαβιάς και πάλι χτυπημένη,
τη βρίσκει, γιατί η «Λέαινα» είν’ αξιοζηλεμένη.
Μ’ επιφανείς και αφανείς πατρίδας ελευθερωτές
κι απο της Δύσης «σύμμαχους» νίκης καπηλευτές,
στην μάχη πάλι σώματα και τις ψυχές προσφέρουν
αγέρα λεύτερο γι’ αυτούς κι απόγονους να
φέρουν.
«Όχι» κι «Αέρα» φώναξαν σ’ εχθρούς και σε προδότες
και λιονταριού είχαν ορμή, τιμής γίνανε δότες.
Μα κι αν τους «φόρεσαν» ξανά, «στέμμα και ρεντιγκότες»,
του κόσμου θαν΄ ατέλειωτα φωτός οι πριμοδότες,
γιατί , Λεωνίδες ακλουθούν και πάνσοφους Δασκάλους
ασπίδα κι όπλο, της σκλαβιάς που σπάζουνε πασσάλους.
Και τωρινά κάποιοι κρατούν , « σημαία» του συμφέρου
Ελλήνων άφεγγα παιδιά με ξένους αφ’ ετέρου.
Πάντα θρέφει το φίλιωμα, αχόρταγους σπιούνους
που σε δικούς τους, τα φλουριά της νίκης, ψήνουν φούρνους..
Ξεχνούνε όμως «τα στερνά, πάντα, τιμούν τα πρώτα»
κι’ αξιώνονται τα «οστά», αίμα του κι ιδρώτα.
Γροθιά, σε θήκες σφαλιστές προγόνων, η Ιδέα,
η Γλώσσα , η Θρησκεία και της τιμής Σημαία.
Ονόματα και πόλεμοι σ’ αθάνατες σελίδες,
βήματα μνήμης στη ζωή που δίνουν ηλιαχτίδες
Σ’ οχτρούς και φίλους, Σοφία χαρίζει η Ελλάδα
δείγμα Τιμής, Φιλίας κι Ειρήνης μ’ ελιάς
τη κλάδα.
***
Σοφία Βέλλου - Σκουλίκα
Ο ΓΙΟΣ ΤΗΣ ΚΑΛΟΓΡΙΑΣ
Γιος μοναχής ‘ταν ο Γιωργής ουρανόσταλτο παιδί.
Αετού πατέρα στην Άρτ, στην Σκουλικαριά.
Τ΄ απίθωσε μια μέρα Άνοιξε, λένε,
Ο θεός το άγιο του δισάκι,
για να χαρίσει Άγιο στη γη, Καραισκάκη.
Τ΄ άστρα μιλούν για κείνονα στης Ηπείρου τα χιόνια
Κι επάνω στις βουνοκορφές τον τραγουδούν αιώνια.
Ταμπούρι για τη λευτεριά ήτανε η καρδιά του.
Οι οχτροί χάναν το βήμα τους μπροστά στην αντρειά του.
Με δεκαπεντασύλλαβο μιλούσε το ντουφέκι.
Κόκκινα άνθη βάζοντας στα στήθη του εχθρού
και οι προδότες πνίγονταν στην ένοχη σιωπή τους
καθώς το χέρι του έδειχνε, εμπρός, γιούργια, ντουγρού.
Νόθο παιδί μιας μοναχής,
ο αρχάγγελος της ιστορίας της ελληνικής.
***
Ρούλα Τριανταφύλλου
1821
Ένα
μαύρο αγριοπούλι με ματιά θολή και κρύα
κάθισε με αδιαντροπιά στη δική μας τη φωλιά.
Κι
όλα γύρω μας καμένα, στάχτη, θάνατος, κακό.
Κλωνιά
γυμνά στα δέντρα, πουλάκια σκλαβωμένα
στη
φτωχή μου πατρίδα που στρατιές την κατακλύζουν.
Ποτάμι
θαρρείς το αίμα το χώμα της ποτίζει.
Πατρίδα
μου γλυκιά, κόρη μυριόπλουτη, ακριβή,
χωρίς
ήλιο αιώνες σε κρατούσαν στο σκοτάδι.
Ξάφνου
φως ανέσπερο, Ανάστασης, εφάνη
εκεί
που κάποτε σαν Άδης κατοικούσε το σκοτάδι.
Θούριοι και ύμνοι σε δρυμούς, λαγκάδια και λιβάδια.
Σε
κάμπους, σε απάτητα όρη θριάμβου οι ωδές.
Αντρειωμένοι
στων εχθρών την ορμή ορθώνουν τα στήθη.
Φωτιά
η κάθε μάχη, φωτιά και σφαγή.
Σημαίες
υψώνονται, λάβαρα, εικόνες ματωμένες.
Των
ηρώων η ορμή βουνά και πέλαγα ανταριάζει,
των
βαρβάρων τα στίφη στα λαγκάδια σκορπίζει.
Πήρε
αέρας τη φωνή και τη σκόρπισε στη γη:
Λευτεριά!
Λευτεριά! Το σκοτάδι θα χαθεί.
***
Ρούλα Τριανταφύλλου
ΥΜΝΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Άρπα η ψυχή μου ύμνους αγνούς θα ψάλει,
την καρδιά σαν φλόγα θα ζεστάνει.
Ένας πατέρας και Θεός τον κόσμο έχει πλάσει.
Κοιτώ γύρω μου της φύσης το μουσείο.
Δίπλα ένας παράδεισος, τι μεγαλείο!
Ελλάδα!
Καθρεφτίζεται νύχτα, πρωί και μέρα
στο πνεύμα Σου το θείο.
Σελήνη ανατέλλει.
Άστρα της νύχτας η ομορφιά του ουρανού σου,
του ήλιου Ελλάδα!
Ντύθηκε η γη σου ψηλά βουνά και γύρω κάμπους.
Πηγές το χώμα σου γεννά, ποτάμια αναβλύζουν.
Στης θάλασσας το σύνορο τ’ απόβραδο ακουμπούν.
Ανθίζουν νησιά τα πέλαγα.
Χώμα ευλογημένο, αίμα και δάκρυ ποτισμένο.
Μάνα περήφανη, τώρα ποιος πόνος σε βαραίνει;
Απ’ την κορφή ως τα νύχια σου λύπη μαρμαρωμένη.
Μα έχεις στα στήθη σου ζωή κρυμμένη!
Χαρίσματα ατίμητα και δώρα ευλογημένα.
Χρόνια θα διαβούν, αιώνες θα περάσουν,
θα ’ρθουνε μέρες με καπνούς, θα ’ρθουνε μέρες θάμπους.
Ελλάδα! Κόρη ένδοξη, μα τώρα λαβωμένη.
Καρφιά, μαχαίρια στην καρδιά κι εμείς απαντοχή
κρυμμένη.
Η ομορφιά δε χάνεται, την πλάση μας στολίζει.
Δόξα σε σένα, Ελλάδα!
Η ομορφιά του κόσμου μένεις.
Δόξα σε σένα, ποιητή!
Ποίημα που έγραψε
του έρωτά σου η γραφή.
Ελλάδα, το κάθε βήμα σου φωτιά κι αστροπελέκι.
Πατρίδα μου αθάνατη, Ελλάδα!
Φάρος είσαι που φωτίζει γη δαφνόσπαρτη και
τιμημένη.
Ταπεινά σε χαιρετώ.
***
Χριστόφορος Τριάντης
7η ΙΟΥΝΙΟΥ 1821
Οδησσός, Απρίλιος 1821. Ο Πέτρος Γεράκης, εξέχων μέλος της ελληνικής
παροικίας, ήταν από τους πλουσιότερους εμπόρους
στη ρωσική πόλη. Όλη του η ζωή περιστρεφόταν γύρω από τις εμπορικές επιχειρήσεις
και το μεγάλωμα της περιουσίας του. Και όπως συνήθιζε να λέει «τα κατάφερνε μια
χαρά, πάντα με τη βοήθεια του Θεού».
Όμως εδώ και κάποιες μέρες, αντιμετώπιζε μια πολύ δύσκολη κατάσταση : το μοναχοπαίδι
του, ο Ανδρέας, είχε πάρει την απόφαση να πάει στη Μολδοβλαχία, εθελοντής στον επαναστατικό στρατό του Αλέξανδρου
Υψηλάντη. Για μια ακόμη φορά προσπαθούσε με λόγια και σκηνοθετημένες απειλές,
να συνετίσει τον «άτακτο» νέο.
«Πατέρα, σε άκουσα και δεν έφυγα τον
Γενάρη, τώρα όμως είμαι έτοιμος για τη μάχη. Δεν πρόκειται ν’ αλλάξω την
απόφασή μου».
« Ανδρέα γιε μου, τι θα γίνουν οι
επιχειρήσεις μας; τα εμπορικά μας στη Μόσχα, στην Πετρούπολη , εδώ στην Οδησσό; Δεν έχω άλλον στη ζωή εκτός από σένα, είσαι το
μοναχοπαίδι μου. Έτσι πού σκέφτεσαι θα καταστραφούμε οικογενειακώς. Η μητέρα
σου τι λέει για όλα αυτά; Θα την στείλεις στον τάφο πριν την ώρα της. Δεν τη
σκέφτεσαι».
« Η μητέρα συμφωνεί. Μου ‘δωσε την
ευχή της και ένα εικόνισμα του Χριστού. Είναι δυνατή πατέρα σαν Σπαρτιάτισσα
μάνα. Όσο για τα μαγαζιά σου, μπορείς να τα κουμαντάρεις καλά, είσαι ικανός και
έχεις άξιους βοηθούς».
«Αυτές οι γυναίκες δεν ξέρουν τι τους
γίνεται και πού βρίσκονται. Επιμένω! Στο κάτω- κάτω δεν έχει ελπίδα η
«περίφημη» επανάστασή σας, ούτε στη Βλαχομπογδανία , ούτε και στο Μοριά. Η
Τουρκία είναι αυτοκρατορία. Ξέρεις πόσους κρέμασαν
οι Τούρκοι, χιλιάδες. Στέλνουν στρατό και άτακτους παντού, δεν έχουν αφήσει
πέτρα πάνω στην πέτρα. Στην Πόλη έσφαξαν εκατοντάδες, στην Αδριανούπολη το ίδιο
και στη Σμύρνη χειρότερα. Άκουσες τι είπε ο επίσκοπος Βαρθολομαίος, αυτός ο
άγιος άνθρωπος, για τους επαναστάτες σου, ότι είναι ένα μάτσο ξεβράκωτοι. Θα
χαθείτε όλοι σας, έτσι για το τίποτα».
«Για όνομα του Χριστού, πατέρα μην βλαστημάς. Τίποτα είναι η σκλαβωμένη
πατρίδα; Θα νικήσουμε. Έχουμε πίστη και έχω καλό προαίσθημα.
Φεύγω για να συναντήσω τον Υψηλάντη, δεν με σταματά τίποτε. Θα αγωνιστώ για την
Ελλάδα μας, τετρακόσια χρόνια την είχαν κλεισμένη στα μπουντρούμια της ανυπαρξίας. Γνωρίζεις ιστορία πατέρα. Ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτονας
ήταν πολύ νέοι και όμως έριξαν μια παντοδύναμη τυραννία. Οι νέοι πρωτοστάτησαν
στον Μαραθώνα και τη Σαλαμίνα κι έσωσαν τον ελληνισμό και τη δημοκρατία».
«Λόγια, λόγια, λόγια. Νεανικές
ανοησίες. Η Ευρώπη είναι της Ιερής Συμμαχίας και θα συνεχίσει να ‘ναι για
αιώνες, μην έχεις αυταπάτες για νίκες και δημοκρατίες. Ο Μέττερνιχ και οι φίλοι του θα σβήσουν την επανάστασή σου. Και όλους
εσάς τους αφελείς, σάς χαρακτηρίζουν Ιακωβίνους κι αναρχικούς. Γράφουν στις
εφημερίδες πως θέλετε κρέμασμα στις πλατείες. Θα ενισχύσουν τους Τούρκους όπως
μπορούν, διπλωματικά και στρατιωτικά. Ακόμα κι ο τσάρος μας είναι εναντίον σας.
Η δημοκρατία σου είναι μια χίμαιρα, το ίδιο και η περίφημη ελευθερία της
Ελλάδας».
« Πατέρα, εδώ δε μιλάμε για ένα
κοινωνικό κίνημα που φοβάται τους βασιλιάδες της Ευρώπης, μιλάμε για τη μεγάλη
επανάσταση του γένους ολόκληρου, την επανάσταση του 1821».
Ο Πέτρος Γεράκης συνέχισε τις
νουθεσίες. Άφησε τον πατέρα του να ρητορεύει και βγήκε να πάρει λίγο αέρα. Η
άνοιξη είχε έρθει για τα καλά στην Οδησσό. Οι δρόμοι και οι κήποι της πόλης ήταν ντυμένοι με ανοιξιάτικα χρώματα. Από
παντού αναδύονταν ευωδιές. Σκεφτόταν πως αυτή η εποχή ταιριάζει στην
επανάσταση, αναγεννιέται η γη και η πατρίδα.
Στο λιμάνι η κίνηση ήταν αυξημένη.
Πλοία και άνθρωποι πηγαινοέρχονταν. Ο Ανδρέας Γεράκης, αυτός ο νεαρός σπουδαστής
του Εμπορικού Διδασκαλείου της Οδησσού, πίστευε απόλυτα στο δίκαιο της
εξέγερσης. Το αεράκι της θάλασσας τον έκανε να βλέπει τα πράγματα, ιδανικά κι
όμορφα.
Στο καφενείο των Ελλήνων, συνάντησε
τον συμμαθητή του, Γιάννη Αργυρόπουλο. Τον χαιρέτησε και του είπε
ενθουσιασμένος «Γιάννη, καιρός να διαβώ και εγώ τον Προύθο, σαν τον πρίγκιπα.
Έφτασε η στιγμή. Το 1821 είναι η αρχή για την ελεύθερη πολιτεία των Ελλήνων.
Μπορούμε να χτίσουμε μια πατρίδα με δημοκρατία κι αξιοκρατία, μπολιασμένη με
τις αρετές των προγόνων μας».
«Ανδρέα φίλε μου, μακάρι να μπορούσα
να σε ακολουθήσω, αλλά φεύγω για την Τεργέστη, για δουλειές, ίσως το κάνω στο
μέλλον».
«Γιάννη, σε παρακαλώ θερμά να ‘ρθεις
και εσύ. Η πατρίδα μάς έχει ανάγκη ».
«Θα προσπαθήσω, Ανδρέα. Ο αδελφός μου είναι ήδη στο Ιάσιο. Αν τον βρεις να του
πεις πολλούς χαιρετισμούς, και να προσέχετε και οι δυο σας, όλοι σας δηλαδή, θα
πλακώσουν οι Τουρκαλάδες όπου να ‘ ναι, να το ξέρετε αυτό».
«Καλή αντάμωση στην ελεύθερη πατρίδα,
Γιάννη».
« Καλή αντάμωση φίλε μου. Ο Χριστός
μαζί σας».
Τα επαναστατικά στρατεύματα του
Αλέξανδρου Υψηλάντη ήταν στη Μολδοβλαχία, από τον Ιανουάριο του 1821. Την
άνοιξη όμως, του ίδιου χρόνου οι επιχειρήσεις δεν πήγαιναν καλά. Οι ντόπιοι Ρουμάνοι ήταν φυγόπονοι. Οι Τούρκοι
ετοιμάζονταν με τη βοήθεια της Ιερής Συμμαχίας, να συντρίψουν τους επαναστάτες.
Αλλά στην Ελλάδα η επαναστατική φλόγα δυνάμωνε. Τα νησιά του Αιγαίου είχαν
ελευθερωθεί, η Πελοπόννησος, η Ρούμελη το ίδιο. Μύριζε μπαρούτι και πασχαλιά
ο τόπος.
Ο Ανδρέας Γεράκης, μαζί με μερικούς άλλους πατριώτες πέρασαν (αρχές Μαΐου) τα σύνορα Ρωσίας - Μολδαβίας.
Πήγαιναν εθελοντές στον Ιερό Λόχο. Ο Ιερός Λόχος των Ελλήνων σπουδαστών. Όλοι
τους με τον πόθο της ελευθερίας, στην καρδιά.
Όμως, η ιστορία δεν γράφεται με καλές
προθέσεις. Ο αγώνας στη Μολδοβλαχία προδόθηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Οι
μεγάλοι φοβούνται καθετί που είναι επαναστατικό και ενάντια στην καθεστηκυία τάξη (και ησυχία).
Στους λόφους, έξω από χωριό
Δραγατσάνι, ο Ανδρέας Γεράκης αντιμετώπιζε μαζί με άλλους αγωνιστές το τουρκικό
ιππικό. Δίπλα του ξεψυχούσε χτυπημένος, ο σπουδαστής Περικλής Λεοντιάδης. Είχε
έρθει από το Μόναχο της Βαυαρίας. Μέσα στους καπνούς της μάχης ο Ανδρέας
διέκρινε τον Υψηλάντη να πλησιάζει τους μαχητές. Του φώναξε « Πρίγκιπα
αντέχουμε, για την Ελλάδα μας».
Ο Υψηλάντης τον κοίταξε «Κράτησε ψηλά
τη σημαία Ιερολοχίτη. Η θυσία σας θα μείνει στην ιστορία. Η
ελληνική ψυχή, εδώ στον ξένο τόπο, θα μείνει όρθια».
Ο Ανδρέας όρμησε εναντίον των Τούρκων
καβαλάρηδων, με τόλμη κι αρετή. Έπεσε εκεί, όπως και άλλοι πολλοί, για την
ελευθερία, την ελευθερία των Ελλήνων.
Ήταν 7 Ιουνίου του 1821.
***
Πέτρος Τσερκέζης
ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥ
Ο παππούς μου κρατούσε ένα σπαθί αστραφτερό
Όμοιο μ’ εκείνο του Στρατηγού Μακρυγιάννη
Μου το χάρισε ο Μακρυγιάννης, έλεγε χαμογελώντας
Δεν έχομε άλλο αγαθό εμείς οι Έλληνες,
Μόνο το φως της ιστορίας μας έχομε δεμένο
στην μύτη του σπαθιού
μας.
Λαδωμένο και καλυμμένο στο ακριβό του θηκάρι
Το κρατούσε στο μπαούλο σαν κρυφό θησαυρό
και στον κρυψώνα της καρδιάς.
Το ‘βγαζε πότε-πότε και το ακόνιζε,
Ακόνιζε το σπαθί, ακόνιζε και το λόγο του
Για να μη σκουριάσουν.
Το έβγαζε από τη θήκη του και έλαμπε κάτω από τον ήλιο
Είχαν γνωρίσει οι βάρβαροι τη λάμψη του σπαθιού του.
Έλαμπαν τα ομηρικά τοπία των αγώνων του
Και στο αίμα του πάφλαζε του Πλάτωνα η σοφία.
Έτσι έβγαινε νηφάλιος στην πιάτσα με το σοφό του λόγο
Που ήταν πάντα αιχμηρός σπαθί του Μακρυγιάννη
Έτσι έπιανε και το χορό εκεί στο χοροστάσι του πανηγυριού
Υμνολογώντας την προγονική
δόξα
στα φαράγγια των απέραντων βουνών
«Εδώ σε τούτα τα βουνά με τα ψηλά τα δέντρα
Έστησε κάστρα αθάνατα η λευτεριά η αφέντρα!»
Ανέμιζε το μαντήλι και βρόνταγε το βαρύ του βήμα,
Όπως την πάλα του στα λημέρια των κλεφτών.
Ανέμιζε το μαντήλι υψώνοντας τους ώμους της παλικαριάς.
Έτσι βουτούσαμε στα φουρτουνιασμένα ύδατα
Και το ντορή του κάλπαζε μέσα στη λάβρα της φωτιάς
Η καρδιά σπινθήριζε από το μπαρούτι και γίνονταν
φλάμπουρο.
Μούγκριζε το στοιχειό, και οι δαίμονες βάλθηκαν να μας
χαλάσουν
Με της μπαμπεσιάς το δόλο, αλλά δεν τα κατάφεραν.
Όταν έφυγε ο παππούς
Η μοναδική του διαθήκη ήταν το σπαθί και το ντουφέκι.
Το σπαθί κράτησε ετούτα τα βουνά και την ελληνική μας
ψυχή
Κάποια στιγμή ο πατέρας έβγαλε το σπαθί
Και το κρέμασε πάνω στον τοίχο
Πλάι στη γαλανόλευκη.
Ήταν τότε που είχαν έρθει τ’ αδέρφια μας
Και η ελληνική μας ψυχή κραύγαζε
Για ελευθερία και δικαιοσύνη.
Όταν πλάκωσε το μαύρο σκοτάδι από παντού
Και μας απειλούσε η φυλακή
Το σπαθί του Μακρυγιάννη το παραχώσαμε βαθιά -
βαθιά
αλλά ξεμύτιζε, ξέσκιζε τα σκοτάδια και άστραφτε ξανά και ξανά.
Ήταν το μαξιλάρι του πνεύματος, το δαχτυλίδι του αρραβώνα
μας
Με τη λευτεριά μας ή τα σάβανα του θανάτου,
Με αυτό αποκεφαλίζαμε και τον εχθρό εντός μας.
Το σπαθί του παππού το ψηλαφίζαμε σαν το αλφαβητάρι της
δόξας
Για να μετρήσομε την αντοχή και τη δοξασία της
Ρωμιοσύνης,
Για να μετρήσομε το ύψος της ζωής και τη λεωφόρο του
μέλλοντος,
Τη λευτεριά και τη δικαιοσύνη.
Έτσι κρατήθηκε και τρανώθηκε το βάθρο της λεβεντιά μας.
***
Παρθένα Τσοκτουρίδου
ΒΡΑΒΕΙΟ
ΚΑΙ ΕΠΑΙΝΟΙ ΣΤΟΝ ΓΕΡΟ ΤΟΥ ΜΟΡΙΑ
Γέρε του Μοριά, βασανισμένε μας Πατέρα
της λευτεριάς που φύσηξες συ πρώτος τον αέρα
κινδύνους που διέτρεξες και έκλαψες θανάτους
συ που συγκαταλέγεσαι μέσα στους αθανάτους.
Χτύπους εσύ δοκίμασες μες την πικρή καρδιά σου
λυπόσουνα και έκλαιγες για όλα τα παιδιά σου
για κείνα τα ελληνόπουλα που ήταν σκλαβωμένα
συ ήσουν που τα στόλισες με έργα τιμημένα.
Τα χώματα τα ελληνικά έκανες ανδρειωμένα
τα φώτισες, τα λάμπρυνες για να’ ναι δοξασμένα
τα’ κανες να’ ναι ιερά με δάφνες στολισμένα
σκέπασες κόκαλα μ’ αυτά που γίναν αγιασμένα.
Τα οράματα, το πείσμα σου κατέλαβαν τα κάστρα
μάρτυρες εσύ έβαλες τον ήλιο και τα άστρα
τα λόγια σου τα φλογερά πύρωσαν τις καρδιές μας
και στον αγώνα λευτεριάς έσπρωξες τις ψυχές μας.
Τα όνειρα, οι λέξεις σου, σπαθιά στη δουλοσύνη
οχτρό συ δεν προσκύνησες, μόνο Χριστιανοσύνη
θρίαμβο ήθελες τρανό, ζωή ελευθερίας
παρατημένος στη νυχτιά της πίκρας, της κακίας.
Σοφέ και παινεμένε μας, οι κόποι, τα φτερά σου
θριάμβευσαν, δοξάστηκαν και η περπατησιά σου
μες την καρδιά μας κατοικούν, καύχημα ελληνικό μας
το μεγαλείο σου τρανό στο Γένος το δικό μας.
Απ’ τους επαίνους των καιρών θησαύρισες Στρατάρχη
την χώρα μας ανέστησες, συ νίκησες τα άγχη
που είχανε οι πρόγονοι για την ελευθερία
συ ήσουν που σεβάστηκες Πατρίδα και τα Θεία.
Καύχημα της φυλής εσύ, με δόξες ραντισμένε
για έργα Θεία, αθάνατα, συ χιλιοδοξασμένε
όλοι σου απονέμουνε βραβείο και επαίνους
αγάπης άνθος, λευτεριάς, συ του δικού μας Γένους.
***
Παρθένα Τσοκτουρίδου
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ
Έλληνες, μη λυπόσαστε για κειό το παλικάρι,
το καύχημα σας το τρανό, ο Χάρος πριν το πάρει
το ΄κλαψε, το ξανα΄ κλαψε, θρήνησε το καμάρι
το ράντισε με δάκρυα, έπαιξε το δοξάρι
με πένθος λάλησε τρανό, με λύπη και με οδυρμό
του ήρωα, του άξιου τον άδικο χαμό.
«Πατέρα» τον εφώναξε, «Σωτήρα, ήρωα μας
που όρθωσες , που στήλωσες εσύ τ’ ανάστημα μας
που δεν φοβήθηκες ποτέ, δεν δείλιασες τους Τούρκους
που καταφρόνησες εσύ του Άδη μας τους βούρκους
π’ αγάπησες βαθιά πολύ πατρίδα και ανθρώπους
εσύ που τέλος ένδοξο με νίκη και με κόπους
έδωσες τη ζωούλα σου στα μέσα μιας νυχτιάς
εσύ που ΄σουν το φόβητρο της τουρκικής στρατιάς.
Αδέλφια, μη λυπόσαστε! Φεύγει ευχαριστημένος
κι από ετούτη τη στιγμή βαθιά συγκινημένος
γιατί ποτέ δεν δείλιασε στην πίκρα του θανάτου
προτίμησε τη λευτεριά, τ’ όνομα τ’ αθανάτου».
***
Παρθένα Τσοκτουρίδου
Η
ΕΜΨΥΧΩΣΗ ΤΗΣ ΗΡΩΪΚΗΣ ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑΣ
ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑΣ
ΛΑΣΚΑΡΙΝΑΣ
Ελάτε παλικάρια μου, λεβέντες μου γενναίοι
τους πειρατές που’ ναι για μας σαν μαύροι αρουραίοι
να διώξουμε απ’ τα νησιά, απ’ όλο το Αιγαίο
ρίξτε τους και η λευτεριά θα’ ναι σπουδαίο νέο.
Χρήματα έχω άφθονα, τα δίνω στον Αγώνα
τα πλοία μου ναυπήγησα, δεν θα’ ναι και τα μόνα
και η φρεγάτα μου η τρανή κι αυτή θα συμμετέχει
σε όλους τους αποκλεισμούς εφόδια θα παρέχει.
Εκεί που δείχνω ήρωες, καράβια ταξιδεύουν
θέλουν να μας κυκλώσουνε, κατά εμάς οδεύουν
ετοιμαστείτε, ρίξτε τους, κανένα μη λυπάστε
της χώρας μας τη λευτεριά εσείς προετοιμάστε.
Οι μαύροι Τούρκοι είναι αυτοί που θέλουν τη σκλαβιά μας
που παίρνουν τις γυναίκες σας και τα μικρά παιδιά μας
τα δίνουνε στον Χάροντα, Γενίτσαρους τα κάνουν
γέμισαν τα χαρέμια τους, θέλουν να μας πεθάνουν.
Αβάσταχτη είναι η σκλαβιά, δεν ήμαστε ραγιάδες
καλύψτε όλοι τα χνώτα σας, ρίξτε στους Τουρκαλάδες
να πάψουνε να απειλούν κι εμάς να θανατώνουν
τη μέρα να μη ξαναδούν, τον Χάρο ν’ ανταμώνουν.
Μπράβο λεβέντες μου καλοί, πετύχατε τους στόχους
η θάλασσα θα καταπιεί τους Τούρκικους τους λόχους
οι πέτρες, τα ψηλά βουνά, όλα θα ηρεμήσουν
τρεις κόρες μέσα στα λευκά έρχονται να υμνήσουν.
Η Νίκη πρώτη σας υμνεί κι η Δόξα είναι παρέα
για τα αθάνατα έργα σας που στο Θεό είναι ωραία
κι η Λευτεριά ακολουθεί, είναι στεφανωμένη
φτερά έχει στις πλάτες της με δάφνες στολισμένη.
***
Ελένη
Τυρίμου
Ο AΓΝΩΣΤΟΣ ΑΡΜΑΤΟΛΟΣ
Ο ύπνος ποτέ δεν με είχε αγαπήσει… πάντα με
παίδευε βλέπεις ... Η αδούλωτη ψυχή ξανά μού
χτυπά την πόρτα παρακλητικά και επίμονα Με καλούσε να αξιολογήσω το πριν
και το παρόν αυτής της Μεγάλης Ρωμιοσύνης... Δύσκολη η μάχη στην τόση επιμονή της. Κοίταξα γύρω
,είδα αίμα να ρέει τόσων χρόνων και
αιώνων, κλάμα και άδικο, πίκρα και πόνο και ξεδιάντροπη να στέκει η
μοχθηρή προδοσία, εκεί που τα χρόνια
ξανά και ξανά χωρίς σύνορα, όπου η πικρή ιστορία γράφει τις χρυσές αλλά και τις
μαύρες, σκοτεινές της σελίδες. Εκεί που η εξέλιξη της ανθρωπότητας καλπάζει μα
δυστυχώς περιστρέφεται στα ίδια μοτίβα
θανάτου με εκσυγχρονισμένα μέσα
και σχέδια ντροπής και εξαθλίωσης.
Όμως, κάπου μου σκάλωσε το μυαλό και σκόνταψε
η μνήμη. Να εκεί σε μια φτωχική αυλή με αγιόκλημα, λουλούδια, εκεί σε μια
μάντρα με γίδια και με πρόβατα είδα μια μάνα να πονά. Το βλέμμα της να είναι
στα ψηλά βουνά ,εκεί που μόνο οι αετοί φωλιάζουν, να αγκομαχά και να
βαριαναστενάζει. Έφυγε ο γιος για τα
βουνά μαζί με τον πατέρα, αρματολοί γενίκανε κεφάλι να μην σκύψουν μαζί με τα
άγρια πουλιά και τα ζαρκάδια όπου το χιόνι με το αίμα γράφουν ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή
ΘΑΝΑΤΟΣ. Έκαναν σπίτι τις σπηλιές, για σκέπασμα τα άστρα, με φίλους τους
γρύλους να συνοδεύουν το αντάρτικο τραγούδι τους.
Η αυγή να κλαίει για αυτούς που δεν θα την
έβλεπαν ξανά και ο ήλιος να κρύβεται πίσω από τα πυκνόφυλλα δέντρα και αυτά
υποκλίνονται στην τόση Αντρειοσύνη του Ρωμιού, του άγνωστου αρματολού, του
άγνωστου τσοπάνου. Μα κάποιος φωνάζει
τρανταχτά και τη καρδιά μου σχίζει ''Ελευθερία ή Θάνατος'' να εμψυχώνει
του Αρματολούς. Ένας νιος τσοπάνος όλο φωτιά και λαύρα σε κάθε μάχη μάχεται με
κλάμα και με δάκρυ. Έχει μια μάνα, αδελφή και μια μικρή αγάπη, μα όρκο μεγάλο
έδωσε επάνω στο ντουφέκι, μονολογεί στις λαγκαδιές, ανάστημα υψώνει:
«Μήτε
Αγάς, ούτε πασάς εμάς δεν ξεκληρίζει, όσα κεφάλια κι αν κόψει ο Αλή πασάς το γόνυ
δεν λυγίζει, σκλάβος ποτέ δεν γίνεται.»
Στα καραούλια σκοτεινά κάθεται μόνος και
συλλογιέται πόση κατάντια ο Ρωμιός στα δίσεκτα του χρόνια . Παραμιλάει τις
νύχτες τα πάντα συλλογιέται δεν ξέρει αύριο αν ζει, κάτω νεκρός θα πέσει, μα
πάλι θα 'ναι λεύτερος. Το λέει ο Ρήγας «Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιάς και φυλακής.»
Μια ντουφεκιά ακούστηκε ξημέρωμα Σαββάτου, τα βόλια πάνε και έρχονται και τα
σπαθιά σαρκάζουν. Παραμονεύει ο θάνατος κατάστηθα ζυγώνει και πάει ο νιος, αρματολός κάτω στη γη ξαπλώνει. «Ελευθερία
ή θάνατος» φωνάζει ξεψυχώντας ανοίγει την αγκάλη της η γη, τα δέντρα ελυγίσαν.
Θρηνεί ο πατέρας στα βουνά, οι αρματολοί λυγίζουν, κλείνουν το γόνυ προς στο
νιο μα οι σκλάβοι δεν γονατίζουν.
Σπαράζει η μάνα και θρηνεί και σπάει η καρδιά
της, ανάθεμα σε πόλεμε, θάνατε καταδότη. Πάει ο μικρός μου αρματολός στα
δεκαοχτώ του χρόνια, πάει και με το σπλάχνο μου σκλαβιά ανάθεμά σε, σαν τον
αητό πετά, σουλτάνος δεν τον πιάνει. Έτσι γράφεται η πικρή αληθινή ιστορία με
ένα γέρο του Μοριά, Μανιάτισσες καπετάνισσες, Σουλιώτισσες, με τόσους γνωστούς
και άγνωστους αρματολούς, με αμέτρητους απροσκύνητους και ανυπότακτους
τσοπάνους. Έτσι, κάθε βόλι ή μια σφαίρα καθορίζει τον δρόμο για τις ερχόμενες
γενιές, για την Ελευθερία σπάζοντας τις αλυσίδες της σκλαβιάς κάνοντας τις
γλυκόηχες για πιο ειρηνικές και
ανθρώπινες κοινωνίες.
«Ελευθερία
ή θάνατος»
***
Χριστάκης Χαραλάμπους
ΓΙΑ ΤΑ ΛΙΟΝΤΑΡΙΑ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ
Έσυραν
με σθένος τον χορό του πολέμου.
Μπήκαν
θαρραλέα σε μια κόλαση πυρός.
Έχυσαν
άφθονο αίμα σε ανελέητες μάχες.
Όμως
όλα έγιναν για την άγια λευτεριά
διότι
χωρίς εκείνην κανένας μας δεν ζει.
Ήρωες
έγιναν για χάρη της πατρίδας.
Υπέφεραν
τα πάνδεινα μα δεν λύγισαν.
Κράτησαν
άπαρτα τα κάστρα της ελπίδας.
Θυσιάστηκαν
για την τιμή του έθνους μας
αυτά
τα γενναία λιοντάρια του εικοσιένα.
***
Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη
199 ΧΡΟΝΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΖΩΗΣ
Ελευθερία ξεβύζωτη δόξα
των Ελλήνων
Που περπατάς μοναχή
Ακόμα κι ακόμα ποιος θα
μας πει
Που βρίσκεις τη δύναμη να
ρίχνεις τα καυτά σου δάκρυα
Να πιπιλίζεις τα ωραία σου
λόγια
Να ονειρεύεσαι εδραίωση
στο έθνος
Τώρα τα έθνη σκύβουν το
κεφάλι στο Κεφάλαιο οικειοθελώς
Υποδουλωμένα χρεοκοπημένα
ορίζονται
Να ορίζουν υπέρτατη αξία
τους το δανεισμένο χρήμα
Ο κλέψας του κλέψαντος
στου δανειολήπτη τη ράχη
Χτίζουν ουρανοξύστες
υποτέλειας σπουδαίους
Άτομα έθνη τραγουδούν στου
ποντικού τη φάκα
Όνειρο απατηλό μιας άλλης
ιστορίας.
Μαρία Χριστοδούλου
ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ
Εκεί στην Πνύκα
ο λόγος φλογοβόλος, οπλαρχηγέ
τριγμοί μαρμάρινοι.
Ανέτειλε στον βράχο
ο Θεμιστοκλής και ο Αριστείδης.
Εκεί
στην Πνύκα
διδαχή στις ψυχές
προβολή αέναη
"μη φοβού· μόνον πίστευε "
Ελλάδα των καιρών.
"ΟΤΑΝ
ΑΠΟΦΑΣΙΣΑΜΕ ΝΑ
ΚΑΜΟΜΕ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
ΔΕΝ ΕΣΥΛΛΟΓΙΣΘΗΚΑΜΕ
ΟΥΤΕ ΠΟΣΟΙ ΕΙΜΕΘΑ
ΟΥΤΕ ΠΩΣ ΔΕΝ ΕΧΟΜΕ
ΑΡΜΑΤΑ... "
Υπογραφή
ανεξίτηλη
το εικοσιένα
Θεών και ηρώων
με γροθιά και αίμα.
***
Απόστολος Α. Φεκάτης
ΛΑΒΩΜΕΝΗ
ΠΑΛΙΚΑΡΙΣΙΑ ΟΡΜΗ
Αρματωμένο μυστικό
Ελευθερία ή Θάνατος να σκίζει τον αγέρα
Αντίλαλο με θωριά επαναστάτη
στη μάχη κάθε φορά να ρίχνεται
σχοινιά να θέλει να κόβει σε καράβι υποταγμένο
στο πέλαγο ελεύθερο,
περήφανο να επιθυμεί να ταξιδέψει
με την αίγλη της ιστορίας στα πανιά του
και την αθανασία των ηρώων
αργυρόχρυση καδένα
ν΄ αστράφτει στο λαιμό
φθαρμένη των αλμυρών καιρών
ευλογημένη να επικρατεί
πάνω στο λευκό πουκάμισο
κι ας είναι λαβωμένο αυτό το δασύτριχο στέρνο
σαν του εφήβου την ορμή
που παλικάρι θέλει να βαφτιστεί
κι όλα να τα αμφισβητεί.
***
Απόστολος Α. Φεκάτης
Η ΛΕΞΗ ΘΥΣΙΑ
Δεν ήταν
μόνο οι θρησκευτικές εικόνες
που σεβασμό
σου προκαλούσαν
μα εκείνα τα
απρόσωπα τ΄ αγριεμένα
αντρικά και
γυναικεία
που σε
κοιτούσαν και σε προστάζαν
– Έσσο έτοιμος… για τον οχτρό …ωρέ
έτσι
αργότερα δικαιολόγησα
γιατί
βλοσυρά με κοιτούσαν
αυτά τα
βλέμματα
στην σχολική
την αίθουσα
με τα πρώτα
γράμματα
και τους
ανελέητους αριθμούς
που πάντα
ένα αποτέλεσμα ζητούσαν.
Κι αν καμιά
φορά
τύχαινε
μόνος στην τάξη και βρισκόμουν
τότε όλοι
μαζί μου μιλούσαν
για τα
κατορθώματά τους
ήταν οι
άγγελοι – προστάτες μιας πατρίδας
που τη
γεωγραφία της την πρωτοπερπατούσα.
Ήμουν έξι-
επτά
όταν τη λέξη
ΘΥΣΙΑ πρωτομάθαινα.
***
Απόστολος Α. Φεκάτης
ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ
Σε γη
ξηρασίας
με δίψα
οδυνηρή στο σώμα
νοτίζω τα
χείλη με σκιές από- γνώσεις
όσο τα σπαρματσέτα
με τις αυταπάτες τους
πολιορκούν
το απαγορευμένο υπόγειο δωμάτιο
τουφεκιές
αλαλάζουν
στα έρημα
χώματα
μια λύπη
ξεπροβάλλει
από τους
λασπωμένους τοίχους
αντάξια της
αιχμαλωσίας μας
ασπόνδυλο
καλαμάρι
από
περιστέρι αυτοκτονίας
δίπλα στο
ακύμαντο μελάνι
άκαρπο να
σηκώνει τόσο βάρος
μια δυσκολία
έχουν
τα
υποστρώματα της νύχτας
να γεμίσουν
τις στέρνες
με γράμματα,
φθόγγους, λέξεις
να μη χαθεί
η γλώσσα η Ελληνική
αυτή που μου
έλαχε
να με
διδάξει τόλμη κι αρετή
αποσκευή
στου βιος μου το καλντερίμι.
***
Βιογραφικό σημείωμα του επιμελητή της έκδοσης
Ο
Δημήτριος Γκόγκας γεννήθηκε το 1964 στο Στρυμονικό Σερρών. Σπούδασε στην Σχολή
Μονίμων Υπαξιωματικών στα Τρίκαλα. Είναι παντρεμένος με τη Δημοσιογράφο
Στρατούλα Τραμουντάνη και έχουν ένα παιδί. Ασχολείται με την ποίηση.
Συνεργάστηκε στην έκδοση του Βιβλίου «Το χθες της Ξάνθης σαν σήμερα» από τον
Δήμο της Ξάνθης το 1998, με ευθύνη κυρίως της συλλογής και αρχειοθέτησης του
υλικού. Ποιήματά του έχουν βραβευτεί σε Πανελλήνιους, Παγκύπριους και διεθνείς
λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και έχουν αναρτηθεί σε σελίδες του διαδικτύου.
Σημαντική διάκριση το 3ο βραβείο που έλαβε στον πρώτο Διεθνή Διαγωνισμό Ποίησης
και Διηγήματος "Γιώργος Σεφέρης" που διοργανώθηκε από την Έδρα
Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου του Παλέρμο Ιταλίας
(Τομέας Ανθρωπιστικών Σπουδών), από κοινού με την Ελληνική Κοινότητα Σικελίας
“Τρινακρία” και με τον Εκδοτικό Οίκο “Nostos – EdizioniLaZisa”
Τίτλοι
έργων του και Συμμετοχές σε Συλλογικά έργα:
Συμμετείχε
στις Ομαδικές Ποιητικές Συλλογές των Εκδόσεων ΔΙΑΝΥΣΜΑ, κατά τα έτη 2014,
2015,2016, 2017, στο Ανθολόγιο Ποίησης των Εκδόσεων ΟΣΤΡΙΑ 2017, ενώ οι Εκδόσεις : η ΠΡΟΦΗΤΙΣΑ,
συμπεριέλαβαν το ποίημά του: «Έτσι ήταν το Δείλι μας» στη Ποιητική Συλλογή: Από
Καρδιάς
Από
τις εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ κυκλοφόρησε (2015) σε μορφή e-book η Ποιητική Συλλογή: «Ωράρια Επιστροφών» (ISBN:
978-618-82188-6-4)
Το
2016 συμμετείχε στο Συλλογικό Έργο των Εκδόσεων ΟΣΤΡΙΑ: «Ταξίδια Πολύτιμα του
νου» μαζί με τους Ποιητές: Σκουλίκα - Βέλλου Σοφία, Βλαχιώτη Αλέξανδρο και Δρατσέλο Ευριπίδη (ISBN: 978-960-604-050-4)
Το
2018 και πάλι από τις εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ σε μορφή e-book κυκλοφόρησε η Ποιητική Συλλογή: «Απανθίσματα» (ISBN: 978-618-81297-3-3) μαζί με τις Ποιήτριες: Ρούλα Τριανταφύλλου και
Χριστίνα Γαλιάνδρα - strada.
Το
2019 εεξέφωσε σε μορφή e-book την Ποιητική Συλλογή: «16 αριθμοί
και 24 γράμματα»
Το
2018 σε μορφή e-book κυκλοφόρησαν οι Ποιητικές Συλλογές:
«Ξέρω έναν Τόπο» (ISBN: 978-9925-7392-1-90 ), «Κάμπος μιας Νιότης» (ISBN 978-9925-7392-2-6) και «Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό». Διατίθενται από τις διαδικτυακές εκδόσεις: www.easywriter.gr
ISBN
: 978-99257392-8-8
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου