μια υγρασία τα μαλλιά μου είχε βρέξει,
γύρω σκοτάδι, άγνωστοι φάροι, κοιτάν’ κατάματα,
ανθρώπων άκουγες τις μνήμες χωρίς λέξη.
Σφίγγω δειλά το φερμουάρ απ’ το ημίπαλτο,
πλασματικά ενισχύω το σώμα, το’ χει ανάγκη,
περπατάω γοργά μα το φεγγάρι είναι παράξενο,
τι τρώει την πόλη, τους ανθρώπους, ποιο μαράζι;
Στην πόλη αυτή, λένε η πανσέληνος υπόσχεται,
να επιδρά στην νεολαία με δύο τρόπους,
σκοτώνει σώμα, ενισχύει πνεύμα, σαν βρυκόλακες,
ή άνευ πνεύματος γεννάει λυκανθρώπους.
Σχήμα οξύμωρο είναι όμως πως μορφώνονται
οι πλείστοι νέοι, μα μαραζώνουν πριν γεράσουν,
τα πρόσωπα τους σαν κοιτάω παραμορφώνονται,
προωθούν το σώμα στην πορνεία για να ξεχάσουν.
Απ’ όσα ποιήματα πανσέληνο κι αν γράφτηκαν,
κανείς δεν μπόρεσε να πάρει απαντήσεις,
ψυχές και σώματα σε Αθήνα πως χωρίστηκαν,
κι η νύχτα που να βρει κλωστή για να τα ντύσει;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου