Κυριακή 21 Ιουλίου 2013

Ο Βρυκόλακας

Δεν τον θυμόταν πια κανείς.
Τυλιγμένος με τη βαρυχειμωνιά ενός ανθρωπόμορφου, μολύβδινου ουρανού, ατένιζε τον μελανιασμένο ωκεανό που ψυχορραγούσε στα βράχια όπου όνειρα άκληρα είχαν παρασυρθεί και συνθλιβεί στις γρανιτένιες κόψεις τους. Όρθιος στο χείλος του γκρεμού με μάτια πυρωμένα...δυο φάροι δακρυσμένοι από καιρό στο τέλος του κόσμου να υπομένουν την τραχύτητα του ανέμου που εξαπέλυε νιφάδες χαλίκια αποκολλημένα από τα ρήγματα που οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες αφήνουν στον στοιχειωμένο ουρανό όταν γεράσουν ανέραστες και πέσουν.

Δεν ζούσε στην μνήμη κανενός.
Στη μαρμάρινη λευκότητα του δέρματος είχε χαραχθεί ακλόνητη η πεποίθηση μιας αχόρταγης χιονοκαταιγίδας που θέριεψε κάτω από το διάφανο προσκέφαλο της σάρκας και τον είχε αδιόρατα τραβήξει στο χείλος του κόσμου που έδυε στην αχαλίνωτη φρίκη που γεννιέται από την ματαίωση της εκδίκησης ευχών που χάθηκαν στην αντάρα του ανέμου. Μόνο στην όψη της χιονοκαταιγίδας έβρισκε συντροφιά παρηγορητική, ξεπλένοντας την κόψη του προσώπου του, μουλιάζοντας την άπνοη, νεκρή καρδιά του, αχνοπατώντας στους χείμαρρους που σχημάτιζαν οι ουλές κάτω από τα αιματηρά μάτια του. Τραύματα και σήψη του Ύστατου Πολέμου.

Δεν τον θυμόταν πια κανείς.
Στους αιώνες κατοικούσε, στα μαύρα πελάγη μιας βαλτώδους Αθανασίας, χιλιάδες χρόνια μετά το πέρας του ανθρώπου. Ο κόσμος ήταν ολότελα δικός του κι όμως ο κόσμος έλιωνε στο βήμα του, η ηχώ των φαντασμάτων βάραινε τον λογισμό του και οι μνήμες του ψυχορραγούσαν. Κατεδίωκε τις χιονοκαταιγίδες για να βρει απανεμιά, βοή, συμπόνοια και έφτασε να υπάρχει στην χώρα των αιώνιων πάγων που οι τριγμοί τους έμοιαζαν σαν θρηνωδία κύκνου στο σκοταδισμό της νύχτας. Μες στην καρδιά της καταιγίδας άφηνε λόγια τραχιά από φωνή ακάνθινη, κραυγές πυώδεις, συρμάτινες κατάρες στον άδειο ουρανό του Ύστατου Πολέμου μα πάνω από όλα στον αλόγιστο, άκαμπτο, άτεγκτο κάποτε ανθρώπινο εαυτού του.

Δεν ζούσε στην μνήμη κανενός.
Είχε ποθήσει την Αθανασία με όλο το εύρος της ύπαρξης του και την είχε κατακτήσει με κόστος αιμάτινο, μοιραίο και ξεδιάντροπο. Αναπολούσε σε κάθε ρίγος του παγερού ουρανού τα χρόνια τα παλιά όπου αίμα έρεε στις φλέβες του και πίνοντας το από τις δικές του φλέβες έρεε ερεβώδης και η Αθανασία δίνοντας σάρκα και οστά στην Τέχνη του, στην σιωπηλή μα μανιώδη νίκη ενάντια στο Θάνατο. Στάλες αίματος δικές του στυφές, πηχτές, ανομολόγητες μούσκευαν τα ψυχορραγήματα του νου που κάλπαζε στην Βορινή ικεσία.

Δεν τον θυμόταν πια κανείς.
Δεν γερνούσε πια μόνο μια χλομάδα νευρασθενική από τα σπλάχνα των ορεινών χειμώνων σπίλωνε την όψη του. Δεν τρεφόταν πια, το αίμα είχε στερέψει στον κόσμο της ακλόνητης μοναξιάς... άνθρωπος δεν υπήρχε... και το κορμί στιλπνό και γωνιώδης έμοιαζε με παγερή ταφόπλακα. Ζούσε...μόνο ζούσε...χωρίς ανάσα και παλμό...ζούσε...μόνο ζούσε στην εμμονή της αναπόλησης όταν το αίμα έρεε φτηνό και άφθονο από τα σαγόνια του Ύστατου Πολέμου. Αίμα που πλημμύριζε το αδηφάγο στόμα, έπνιγε τα λόγια τα θνητά στον κανιβαλικό ουρανίσκο και ο πυρετός της Τέχνης φλόγιζε τα πορφυρά μάτια του που έγιναν μάρτυρες του Ύστατου Πολέμου, της Φθοράς που σάπισε τον άνθρωπο.

Δεν ζούσε στην μνήμη κανενός.
Όταν το αίμα στράγγιξε απέμεινε η βορά της άγονης πείνας και οι ρωγμές μιας ακατάπαυστης δίψας. Η Τέχνη του κατέρρευσε και το κορμί το άνομο, το ανίερο είχε αφοδεύσει την Ύστατη ανθρώπινη ικμάδα του, αφήνοντας ναυάγια της σάρκας απογυμνωμένα και έκθετα στη βορά του ωχρού, κηλιδωμένου αρκτικού ήλιου. Ο Ύστατος Πόλεμος εξαΰλωσε ολάκερη την ανθρωπότητα μα όχι αυτόν. Έμενε αιώνες τώρα μόνος και ο κόσμος που του δόθηκε ολάκερος, σφράγισε την φυλακή του και ο νους του παραδόθηκε στο κυνήγι των μανιασμένων χιονοκαταιγίδων φέρνοντας τον στο χείλος του Λευκού Γκρεμού. Αιώνες τώρα μόνος στην άκρη του τέλους του κόσμου, Αθάνατος, σε μια Αθάνατη Κόλαση του Τίποτα... του Πάντα...του Ποτέ.

Δεν τον θυμόταν πια κανείς.
Θα δοκίμαζε πολλές φορές να πηδήξει από την άκρη του κόσμου για να απολαύσει την ελάχιστη, κατακερματισμένη στιγμή ανυπαρξίας που ακολουθούσε την πήλινη ατέρμονη συντριβή του στα αβυσσαλέα βράχια μέχρι να ανασηκωθεί ξανά Αθάνατος-Καταραμένος...να κυνηγήσει χιονοκαταιγίδες σε όλες τις άκρες του κόσμου ...χωρίς Ανάπαυση, Ανάσταση, Ανάταση...Συγχώρεση και Τέλος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Σκοπός μας είναι η δημιουργία μιας Ανθολογίας Ποιημάτων από το σύνολο των Ελλήνων Ποιητών- Ποιητριών αλλά και ορισμένων ξένων, καθώς επίσης και κειμένων που έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον μας. Πιθανόν ορισμένοι ποιητές και ποιήτριες να μην έχουν συμπεριληφθεί. Αυτό δεν αποτελεί εσκεμμένη ενέργεια του διαχειριστή του Ιστολογίου αλλά είναι τυχαίο γεγονός. Όσοι δημιουργοί επιθυμούν, μπορούν να αποστέλλουν τα ποιήματά τους

στο e-mail : dimitriosgogas2991964@yahoo.com προκειμένου να αναρτηθούν στο Ιστολόγιο.

Θα θέλαμε να τονίσουμε ότι σεβόμαστε πλήρως τα πνευματικά δικαιώματα του κάθε δημιουργού, ποιητή και ποιήτριας και επισημαίνουμε πως όποιος δεν επιθυμεί την ανάρτηση των ποιημάτων του ή κειμένων στο παρόν Ιστολόγιο, μπορεί να μας αποστείλει σχετικό μήνυμα και τα γραπτά θα διαγραφούν.

Τέλος υπογράφουμε ρητά ότι το παρόν Ιστολόγιο δεν είναι κερδοσκοπικό και πως δεν η ανάρτηση οποιουδήποτε κειμένου, ποιήματος κτλ γίνεται με μοναδικό στόχο την προβολή της ποίησης και την γνωριμία όλων όσων ασχολούνται με αυτή, με το ευρύτερο κοινό του διαδικτύου.