Το θάνατο του πατέρα σου,δεν είδες.
Οι ψυχές δεν χωράνε στα μνήματα.
Τι κι’αν ήσουν κοντά....δέκα βήματα,
Δυστυχώς δεν κρατάς το κλειδί στις ελπίδες
Οντας μακρυά απο τις Καβο-κολώνες,
με της ζωής να παλεύεις τ’άγρια κύματα,
στου κόσμου το «σύστημα»,όλοι γινόμαστε θύματα
και για ν’αντέξει ένα σπίτι στέρεους θέλει πυλώνες.
Φοβάσαι το θάνατο,
Φοβάσαι τις μοίρες...
Στου άγνωστου τις σκότεινες θύρες,
έχασες,
εάν ξέχασες
κι’αγάπης φανάρι δεν πήρες.
Μη σε μαγέψουν της Κίρκης οι λύρες.
γιατί υπάρχουν ανοιχτές της μνήμης οι θύρες.
Ανοιγοντάς τις ,με του πατέρα το ύψος
Θα ζήσεις της νιότης το μεγαλείο.
Που δεν το κρύβει των χρόνων ο γύψος
Αφου ό,τι σου έδωσε ζωής είναι στοιχείο.
Τότε ξανά θα ζείς της νιότης κι’έφηβικής ηλικίας
π’ αλί δεν γυρίζουν ανέμελης ζωής τον αγέρα.
Πάντοτε όμως θα γεύεσαι μιας μνήμης γλυκίας.
Σιμά του ή όχι αν ζήσεις την έσχατη πνοή του πατέρα.
Η τιμή που του πρέπει , στο «Δούναι-λαβείν» δεν μετράει
Μπαμπάς σου ,θα μένει και τη ζωή σου θα ακουμπάει.
Ψάξε..
Ψάξε τις τσέπες σου
Θ’ανταμώσεις
λίγο φως ξεχασμένης αγάπης.
Ισως κάτι θα μείνει στα δάχτυλά σου
Που φέρνοτάς τα στα χείλη σου
αφανίσουν τη νύχτα της αβεβαιότητας,
της απορίας διαπεράσουν τον τοίχο
και με ένα της οργής λείχισμα
ίσως σκίσει η ζελαντίνη
της χολής του σκότους
που βλεφαρίζει μοναχά
το τρένο της αμάχης του κόσμου
και ξυπνήσει το αγνό πουλί
που, φοβισμένο ,κρύβεται
στης ψυχής το σκοτεινό ρυάκι.
Τότε θα νικήσεις τη σκλαβιά σου.
--
Ψάξε τις τσέπες σου
Αφευκτη κίνηση για να ζήσεις.
Θα εκπλαγείς με το αποτέλεσμα.
Απέθαντη αγάπη θα καρποφορήσει
Κι’όταν ανοίξεις το παραθύρι σου
Της μέλισσας τον ανθό θα γευτείς
Το γρίφο του μέλλοντος θα κοιτάξεις
χωρίς στιγμή απάθειας
χωρίς μελετημένη αμέλεια
Χωρίς φοβο.
Το γέλιο της θα κρούσει την αναλγησία του κόσμου.
Ο ήλιος της θα θρυμματίσει
το σκληρό τζάμι των δεσμών σου.
Γέλα,μη χάσεις την επόμενη μέρα
Που πάντα είναι χειρότερη.
Το γέλιο είναι της αγάπης ο καθρεφτης
Μην τον χτυπήσεις για όποιαν αιτία
Μην γίνεις φονιάς της αγάπης.
ΓΑΤΟΎΛΕΣ
Μάνα δεν έχει ανάγκη μόνο ο άνθρωπος
Μα και μια γατούλα νιογέννητη
----
Μιάς παλάμης του χεριού ψυχούλα
,θα τσιτσίριζε σε μας αν είχε χάσει τη μανούλα
. ζητώντας λίγες σταγόνες γαλατάκι,
με μπιμπερό στην τρυπούλα στοματάκι.
///
Μια ψυχούλα που δικαίωμα πνοής στη φύση
είχε κι'αυτό της ζωής το πρόβλημα να λύσει
Μιας παλάμης του χεριού στο σώμα
μέχρι να μπορέσει να στηριχθεί στο χώμα
//
Μόνο του,αλητάκι,στο δρόμο να επιβιώσει
ή κάποιος "Ανθρωπος"-με άλφα κεφαλαίο-
απ'το δρόμο μια ψυχούλα εκτιμητή να σώσει.
Και όχι σαν αδέσποτο τέλος να’χει μοιραίο
Υ.Γ...............Οίστρος ποιήματος της μιας στιγμής
Η 12 εντολή (Δεμένη αγάπη)
Το Δώδεκα «Αφθονος» είναι αριθμός στα μαθηματικά,
μα “Δέκα» μέτρησαν οι άνθρωποι , Θεού τις «Εντολές»
Θαρρώ οι δύο σκόπιμα σκεπάστηκαν απ’τα θρησκευτικά,
η σκλαβιά και η αγάπη να δέχονται φθόνου τις βολές.
/
Είναι η δωδεκάτη εντολή το «Αγαπάτε αλλήλους»
που πρέπει να παρέχεται σε πλέρια αφθονία.
Κι ‘αφού βιώνει ο άνθρωπος σε βίους παραλλήλους,
βροχή αγάπης χρήζει ολημερίς η κάθε κοινωνία
‘/
Στην πράξη τα «συμφέροντα» δεν βάζουνε μαράζι
και με λόγια την αγάπη, σ’ άγονο χώμα σπέρνουν.
Μα σαν είν’ αληθινή κι’ αθώα, τις αλυσίδες σπάζει
κι’ ελεύθερη, το δίκιο της ,ποτέ δεν της το παίρνουν.
/
Η δωδεκάτη εντολή, σαν είν’ λευτερωμένη
γκρεμίζει κάστρα κι’οχυρά και βγαίνει κερδισμένη.
Τη δωδεκάτη εντολή, αν λογαριάζανε όλοι σοβαρά
δεν θα υπήρχε φθόνος , σκλαβιά, λίμα και διαφθορά .
Ο άνεμος και το κερί
«Αναψε το κερί σου πριν νυχτώσει»
μα πρόσεξε μην το σβήσεις πριν ξημερώσει
κι’ ευχή σου στις , Βουνόδες και Ναϊάδες
να κρατήσουν την οργή τους δεμένη,
μήπως μ’απρόσμενο άνεμο σβήσουν το κερί σου,
κι’αφωτη νύχτα τη ζωή σου πλακώσει.
Οταν η λογική , το ορθό σου ανακοινώσει,
αυτό στο μυαλό σου πρέπει να ριζώσει.
Κι’ αν οι Νύμφες τ’Ανέμου, μ ‘ηλιακτίνες μυριάδες, ,
θα σε λούσουν, και αυγή θ’ανταμώσεις αντησμένη,
μ’άσβεστο άρωμα θ’άστερώσεις τη ζωή σου.
Κι’ άφωτη νύχτα τη ζωή σκοτώσει
«Δεν είναι τυχαίο»
Ο πόλεμος του ΕΓΩ
Στ’ άδικο, μαχητικά δεν βγαίνουμε στους δρόμους
μένουμε οι ενήλικες σ’άνετους καναπέδες,
και με τα πόδια ξαπλωτά υβρίζουμε τους ώμους,
κι’η νεολαία άπραχτη, βαλτώνει με φραπέδες.
Οι «πρόεδροι» παράλογους ψηφίζουνε τους νόμους
και μας θωρούν από ψηλά στο ρούχο τους λεκέδες.
Ακούμε και διαβάζουμε τα ψέματα, σε τόμους
σοφοί θαρρούμε γίναμε κι’ είμαστε τενεκέδες.
Της μετριότητας λαοί βάζουν χωλούς ηγέτες
και προσδοκάνε άνοιξη απ’ ένα χελιδόνι.
Άφευκτη είν’ απόληξη να γίνονται επαίτες,
του δίκιου που πετάξανε από ζωής μπαλκόνι.
Κάπου η φύση μεριμνά μ’ άξιους ποδηγέτες
ισορροπία να κρατά και ν’ αλαφρώνουν πόνοι.
Η ιστορία έμπλεη και των σοφών μελέτες,
του άδικου υποτροπές , πουν άληστοι οι φόνοι.
Περίδακρυς ο άνθρωπος θα κλαίει ριζικό του,
ή σθεναρά θα μάχεται, να κάνει το δικό του.
Στα λόγια πιότερες φορές, καρπίζει η φιλία,
και του «Εγώ» το κύτταρο έχει βαθιά κοιλία.
Υβρις και Αγάπη
«Ἢλιος οὒχ ὑπερβήσεται μέτρα∙
εἰ δέ μή, Ἐρινύες μιν Δίκης ἐπίκουροι ἐξευρήσουσιν…».
Ηράκλειτος
Γεννήθηκα μοναχά για να προσφέρω,
να φροντίζω μικρούς, μωρά ,μεγάλους
πουλιά ,ζωάκια και…. «βουκεφάλους».
Γεννήθηκα μοναχά να υποφέρω.
Πονώ που στον απέναντι γυάλινο τοίχο,
(καλυμμένα με ομίχλης λόγο,
και θελημένα δεν δέχονται ψόγο,)
ανεξίτηλα είναι γραμμένα και τα ζω:
Άμελγμα, Βία, Αλαζονεία, Βρισιά κι’ Υποκρισία,
Έπαρση, Απληστία, Έχθρα και Προδοσία….
Κατακλυσμός η σήψη,
θλίψη.
Ερινύες, Τιμωρία πάντα αργοπορούν,
-ηθελημένα το πλείστον-
την δικαιοσύνη ν ’αποκαθιστούν
Ανθρώπου ευτελισμός.
Η φύση όμως είναι αμείλιχτη
και την τάξη σε δικό της χρόνο αποκαθιστά
και τότε,
Αφανισμός .
Όλα της ψυχής τα ευ….,
αιώνες συντρίβονται, φευ.
Πόσο μου μέλει ,σ’αυτόν τον κόσμο να ζώ;
Το κλάμα μου αθόρυβος θρήνος,
Μοναχά σιγοβήχω,
στ’ακουσμα του πόνου ήχο.
Και μου μένει γιατρικό άκρατος οίνος.
Μες το ψέμα την αλήθειας Ζω.
Μη με βρίζεται που γεννήθηκα Ανθρωπος.
Μη με βρίζεται που γεννήθηκα απ’τη μητέρα Αγάπη.
Κιβωτός της ψυχής σωτηρία ,η Αγάπη.
Μοναδική υστεροφημία αιωνιότητας ας είναι η αγάπη.
Το άρμα που σε βγάζει στον Ουρανό, η Αγάπη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου